Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μεσολόγγι’

Στορνάρης (ή Στουρνάρης) Νικόλαος (1775;-1826)


 

Νικόλαος Στουρνάρης

Ο Νικόλαος Στορνάρης ή Στουρνάρης ήταν Φιλικός, Αγωνιστής της Επανάστασης, οπλαρχηγός στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και υπερασπιστής του Μεσολογγίου. Έδρασε στη Δυτική Στερεά. Το αρματολίκι του ήταν στην περιοχή του Ασπροποτάμου και ήταν στην εποχή του Αλή πασά ονομαστό κέντρο ενόπλων σωμάτων.

Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδας στη Λευκάδα στις αρχές του 1821. Μετείχε στην επανάσταση στον Ασπροπόταμο και πολέμησε στη Στερεά και την Πελοπόννησο διακριθείς ιδιαίτερα στο Βουλγαρέλι το 1824.

Μετά την καταστολή της επανάστασης στον Όλυμπο το 1822 συγκέντρωσε δίπλα του όσους επαναστάτες και φιλέλληνες διέφυγαν. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη την άνοιξη του 1823 στην αντίσταση εναντίον των Τούρκων που επεδίωκαν το προσκύνημα των αρματολών στη Στερεά και τη Θεσσαλία και συμμετείχε στις μάχες εναντίον του Ομέρ Βρυώνη στα 1823 και 1824 στη Δυτική Στερεά.

 

Νικόλαος Στουρνάρης. Δημοσιεύεται στο Xρ. Bλασσόπουλος, «Hμερολόγιον του Aγώνος», Αθήνα, 1930.

 

Πήρε ενεργό μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και έγινε ονομαστός για τον πατριωτισμό και την ανδρεία του. Ως αρχηγός του φρουράς της πόλης, παρέμεινε στο Μεσολόγγι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του και έπεσε ηρωικά κατά τη μεγάλη έξοδο.  Κατατάχθηκε στον βαθμό του στρατηγού (Α.Μ. 2086).

 

Πηγές


 

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.
  • Γιαννούλης, Ν. Κ., «Το αρματολίκι Ασπροποτάμου και οι Στορναραίοι», Αθήνα, ΕΜΟΤ, 1981.

Read Full Post »

Η ζωή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι


 

Παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές του, το Μεσο­λόγγι, στην αρχή της Επανάστασης αλλά και κατά τη διάρκεια των πολιορκιών του, είχε μια κοινωνία – και μια ζωή – αρκετά οργανωμένη (με τα μέτρα βέ­βαια της κατάστασης και της εποχής). Μέσα στα χαμηλά πρόχειρα τείχη, που έγιναν βιαστικά πριν από την πρώτη πολιορκία και ενισχύθηκαν αργό­τερα πριν από τη δεύτερη, ζούσαν οι ντόπιοι κάτοι­κοι της πόλης (προύχοντες, μικροκτηματίες, έμπο­ροι, καραβοκύρηδες και ψαράδες), αλλά και «πρόσφυγες» από τις γύρω περιοχές, καθώς και Σουλιώτες πολεμιστές, που είχαν έρθει να προσφέ­ρουν τις – έμμισθες – υπηρεσίες τους.

Χρησιμοποίησα σχηματικά τη λέξη «προύχο­ντες» – που παραπέμπει σε έχοντες περιουσία και μόνο – γιατί δεν έχω άλλη. Οι προύχοντες όμως του Μεσολογγίου (Παλαμάδες, Τρικούπηδες, Ραζη-Κότσικες, Καψάληδες, Βάλβηδες) δεν καλύπτονται εντελώς από τη λέξη αυτή, γιατί ήταν κυρίως άνθρωποι υψηλής μόρφωσης, σπουδασμένοι στην Ευρώπη. Γιατί το Μεσολόγγι, πρώτο ιστορικό λιμάνι της Ελλάδας, με ναυπηγεία και μεγάλο εμπορικό στό­λο το 18ο αιώνα, είχε μεγάλες εμπορικές σχέσεις με τις χώρες της Δύσης και οι εύπορες οικογένειες έστελναν εκεί για σπουδές τα παιδιά τους.

Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε τρεις μικρές χα­μηλές νησίδες μέσα στη λιμνοθάλασσα, έτσι που οι δρόμοι της ήταν συχνά πνιγμένοι στο νερό. Τα σπίτια των πλούσιων οικογενειών, πολλά απ’ τα οποία σώζονται ως σήμερα, είχαν δύο ή τρεις ο­ρόφους (θεωρώντας για πρώτο το χαμηλό – όχι ό­μως υπόγειο – «κατώι»), χοντρούς τοίχους και μπαλκόνια ή τοξωτές «γαλαρίες», δηλαδή δωμά­τια κλεισμένα με τζάμια. Τα λιγότερο αρχοντικά σπίτια – σ’ αυτά ίσως πρέπει να εντάξουμε και το πανδοχείο της πόλης («Λοκάντα», όπως το έλεγαν, μια και το μεσολογγίτικο ιδίωμα είναι γεμάτο λέ­ξεις ιταλικές) – ήταν κι αυτά πέτρινα, ασοβάτιστα, και τα πιο φτωχικά με αρμούς από λάσπη. Αυτό ε­ξηγεί και την ευκολία με την οποία, όταν τα πράγ­ματα δυσκόλεψαν, οι Μεσολογγίτες γκρέμιζαν ολόκληρα δωμάτια απ’ τα σπίτια τους και πήγαιναν τις πέτρες στα τείχη, να κλείσουν τις ρωγμές που ά­νοιγαν εκεί τα εχθρικά κανόνια. Οι πιο πολλοί ψα­ράδες, τέλος, έμεναν στις χαρακτηριστικές λιμναί­ες κατοικίες (πελάδες), δηλαδή σπιτάκια ξύλινα με στέγες από ψαθί και καλάμι, στηριγμένες πάνω σε πασσάλους, στην άκρη – ή και στη μέση – της θά­λασσας.

Η μάχη των Χριστουγέννων κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Alphonse de Neuville (1835-1885).

Καίτοι ο πόλεμος – ή η αναταραχή της προετοι­μασίας του – κράτησε τέσσερα χρόνια, η πόλη δεν αποδιοργανώθηκε. Η Διοικούσα Επιτροπή φρόντιζε γι’ αυτό όσο μπορούσε, αλλά και ο πληθυσμός κρατούσε όσο ή­ταν δυνατόν το ρυθμό της ζωής του. Η περίφημη Παλαμαία Ακαδημία, που είχε ιδρύσει το 1760 ο Παναγιώτης Παλαμάς και που είχε μορφώσει πλήθος επιφανών Ελλήνων, ανέστειλε βέβαια τη λειτουργία της το 1821, υπήρχαν όμως στην πόλη ακόμη δύο Σχολές: μια Σχολή Αλληλοδιδασκαλίας (μέθοδος που ήταν της μόδας τότε στην Ευρώ­πη και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου την είχαν σπου­δάσει Μεσολογγίτες δάσκαλοι) και μια «Γραμματι­κή» Σχολή, όπου διδάσκονταν τα αρχαία ελληνικά και τα ιταλικά. Στα σχολεία αυτά φοιτούσαν όχι μό­νο τα παιδιά και οι νέοι του Μεσολογγίου, αλλά δί­νονταν ξεχωριστά μαθήματα και στα παιδιά των προσφύγων, που δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο γνώσε­ων με τους μαθητές της πόλης γιατί δεν υπήρχαν σχολεία στα μέρη τους.

Απόδειξη του μορφωτικού επιπέδου του Μεσο­λογγίου είναι και το γεγονός πως στις 10 Αυγούστου του 1821 (2 μήνες δηλαδή από τότε που κηρύ­χτηκε στο Μεσολόγγι η Επανάσταση) κυκλοφόρη­σε εκεί – χειρόγραφη – εφημερίδα (με τον τίτλο «Αιτωλική») και στα 1823-24, με τυπογραφικά μηχανή­ματα που ήρθαν από τη Γαλλία και την Αγγλία, η τρίγλωσση εφημερίδα «Telegrapho Greco» και τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μάγερ, που κυκλοφόρη­σαν μέχρι λίγο πριν από το θάνατό του κατά την Έξοδο και με τα οποία συνεργαζόταν και μια γυναίκα, η ποιήτρια Αγγελική Πάλλη.

Άλλη λεπτομέρεια που δείχνει την ευνομία και την τάξη που επικρατούσαν στην πόλη – μέσα σε τόσο ταραγμένες μέρες – είναι και η λειτουργία σ’ αυτή δύο δικαστηρίων: του πρώτου Δικαστηρίου Αιτωλίας – με Μεσολογγίτες «κριτές» (δικαστές) – που ιδρύθηκε το 1823 και του Δικαστηρίου των Εκκλήτων (Εφετείο), που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1824. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός ντό­πιων αγωνιστών και πολιτών ίδρυσαν την Αδελ­φότητα των Φιλοδικαίων για να μεριμνά για τη δί­καιη διαχείριση των τροφίμων και των χρημάτων που στέλνονταν – τον πρώτο καιρό – ως βοήθεια.

Η καθημερινή ζωή και ο πόλεμος ήταν σφιχτά κι αξεδιάλυτα πλεγμένα μεταξύ τους. Και πώς μπορούσε να γί­νει διαφορετικά, αφού οι οικογενειάρχες που πολεμούσαν στα τείχη έπρεπε να τρέχουν, μόλις έβρισκαν μια α­νάπαυλα, μια ευκαιρία, να φροντίζουν για τα σπί­τια τους – ή και να κοιμηθούν στα κλεφτά -, οι γυ­ναίκες που μαγείρευαν – το λίγο στην αρχή και υ­ποτυπώδες στο τέλος – φαγητό τους να πηγαίνουν στα τείχη φυσέκια, που οι ίδιες τύλιγαν, επιδέ­σμους για τους τραυματίες, απ’ τα σεντόνια τους που έσκιζαν, πέτρες απ’ τα σπίτια τους που οι ίδιες γκρέμιζαν, για να επιδιορθωθούν τα τείχη, ξύλα για ν’ ανάβουν φωτιές να ζεσταίνονται οι πολεμι­στές, ή και να αλλάξουν καμιά φορά για λίγο βάρ­διες μ’ αυτούς. Οι πολίτες ήταν πολεμιστές και οι πολεμιστές πολίτες.

Κυριάκος «Κίτσος» Τζαβέλας (1800-1855), λιθογραφία, Karl Krazeisen.

Όλοι κοιμούνταν στα σπίτια τους, δεν υπήρχαν στρατώνες και οι στρατηγοί είχαν διαλέξει για ντά­πια τους αυτή που ήταν πιο κοντά στα σπίτια τους. Και οι μη ντόπιοι πολεμιστές (όπως π.χ. οι Σου­λιώτες) στρατωνίζονταν κι αυτοί στα σπίτια της πό­λης. (Και είναι μια εξαίσια λεπτομέρεια από την περίφημη μάχη της Κλείσοβας, του θαλάσσιου ο­χυρού του Μεσολογγίου, πως ο νικητής Κίτσος Τζαβέλας, αφού κράτησε ώρες τους Τούρκους μα­κριά κι έβαψε γύρω κατακόκκινα τα νερά απ’ το αίμα τους, γύρισε μετά μες στην πόλη και κοιμήθηκε στην αγκαλιά της αγαπημένης του).

Ο στίχος του Σολωμού «δεν τους βαραίνει ο πόλεμος αλλ’ έγινε πνοή τους» φαίνεται να συνοψίζει – με μοναδικό, βέβαια, ποιητικό τρόπο – την τό­τε πραγματικότητα. Γιατί ο πόλεμος κράτησε – με διακοπές – σχεδόν τέσσερα χρόνια, κι όλοι μες στην πόλη είχαν συνηθίσει πια την αντάρα του.

Γεννιούνταν, αγαπιούνταν ή πέθαιναν μέσα σ’ αυτή. Τόσο πολύ την είχαν συνηθίσει που, όπως α­ναφέρει ο Κασομούλης, όταν καμιά φορά, με την πολλή ζέστη τα μεσημέρια, σταματούσε για λίγο το «κανόνισμα», έπιανε τον κόσμο μια αθυμία, σαν κάτι να τους έλειπε.

Ο πόλεμος δεν τους ήταν «εμπόδισμα» σχε­δόν σε τίποτε. Πήγαιναν στις εκκλησίες, έκαναν τις γιορτές τους, έβαζαν οι κοπέ­λες το καλό τους φόρεμα, «τον σέρσηγκα», τις Κυριακές, οι νέοι παντρεύονταν. Στο γάμο του στρατηγού Δημητρίου Μακρή με την Ευπραξία Ραζη – Κότσικα, που έγινε στις 7 Ιανουα­ρίου, δηλαδή τρεις μήνες πριν από την Έξοδο, γλένταγαν ως το πρωί κι έριχναν μπαταρίες, τόσο, που οι Τούρκοι έξω απ’ τα τείχη ρώτησαν τι συμβαίνει. Κι όταν οι φρουροί απ’ τις ντάπιες τούς είπαν τι συ­νέβαινε, ευχήθηκαν κι εκείνοι: «Αντε, ωρέ, να ζήσουνε και καλή προκοπή», τους είπανε. Ανάμεσα στα παράξενα – και τα μαγικά – που συνέβαιναν μέσα στην πολιορκημένη πόλη, θα ‘πρεπε να σταθούμε ιδιαίτερα σε μερικά.

Το πρώτο ήταν ο ρόλος που κλήθηκαν – ή ανα­γκάστηκαν, ή θέλησαν – να παίξουν οι γυναίκες. Ρόλος πρωταγωνιστικός και που δεν τον έπαιξαν μόνο γυναίκες μεμονωμένες ή ξεχωριστές -όπως αλλού ας πούμε η Μαντώ Μαυρογένους ή η Μπουμπουλίνα αλλά όλες, ανεξαρτήτως κοινω­νικής, οικονομικής τάξης ή μόρφωσης.

Πρώτα πρώτα, πριν ακόμη κλείσει ο κλοιός από τη θάλασσα, πήγαν πολλές μαζί σαν «πρεσβευτές» της πόλης στα Επτάνησα να ζητήσουν απ’ τον κό­σμο εκεί «χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους», όπως λέει και η πολύτιμη μαρτυρία του Σολωμού – πρωτοβουλία παράτολμη, αν σκεφτεί κανείς τα τό­τε ήθη και τη θέση της γυναίκας.

Άλλος ρόλος – πρωτότυπος – που ανέλαβαν οι γυ­ναίκες ήταν να σχηματίζουν μια ζωντανή αλυσίδα από την πόλη ως τα τείχη της, όχι μόνο για να με­ταφέρουν εκεί από φαγητά μέχρι πέτρες, αλλά και για να παίρνουν από κει χώμα. Όταν δηλαδή οι πο­λιορκητές ύψωναν έξω απ’ τα τείχη μεγάλα προ­χώματα για να μπορούν να χτυπάνε μέσα στην πό­λη, αυτές όλη τη νύχτα, μέσα από λαγούμια που έσκαβαν, έπαιρναν και μετέφεραν, δίνοντας η μία στην άλλη, χέρι με χέρι, το χώμα μέσα, κι έτσι τα περίφημα «υψώματα» όλο και χαμήλωναν.

Κι όταν ο κλοιός έσφιξε πιο πολύ κι εξάντλησαν όλες τις αρμυρήθρες της θάλασσας, όλα τα σιχασμένα ζώα της γης για να θρέψουν τα παιδιά τους, κι αφού ακόμη κάποιες έψησαν (υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό) μέλη των νεκρών παιδιών για να θρέψουν τ’ άλλα, προχώρησαν, «σαν έτοιμες από καιρό», ως το φοβερό τέλος. Άλλες βγήκαν με τη φρουρά, ντυμένες σαν άντρες και με τα κοιμισμένα μ’ αφιόνι μωρά τους στην αγκαλιά, άλλες αυτοκτόνησαν πέφτοντας πάνω στα εχθρικά σπαθιά ή κό­βοντας με τα δόντια τη γλώσσα τους, άλλες σκότω­ναν τα παιδιά τους και μετά σκοτώνονταν κι άλλες τέλος ανατινάζονταν μαζί με τον Καψάλη ή τον ε­πίσκοπο Ιωσήφ στις πυριτιδαποθήκες. Δεκάδες ονόματα, που έμειναν όχι μόνο στα χαρ­τιά, αλλά και στη συλλογική μνήμη: Αλεφαντώ, Γυφτογιάνναινα, Πιτούλαινα, Σάνα, Διαμάνταινα, Τσιμπερλένιαινα, Αλτάνη Μάγερ, Ειρήνη Στασινόπουλου.

Οι ίδιες που λίγους μήνες πριν έκλεβαν τη νύ­χτα χώμα ή γέλαγαν με τα παθήματα των Τούρκων και των Ευρωπαίων εκπαιδευτών τους. Γιατί, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές – κι αυτό είναι το δεύτερο περίεργο -, το χιούμορ δεν έλειψε ποτέ απ’ το Μεσολόγγι. Όταν, στις εφόδους που έκαναν έξω απ’ τα τείχη, διέλυαν το τουρκικό στρατόπεδο και κυνηγούσαν α­πό πίσω τους Τούρκους, αυτοί φώναζαν «αμάν καπιτάν», ενώ οι Γάλλοι εκπαιδευτές τους (σαν τους ήρωες του Τσάρλι Τσάπλιν που τρώνε κλοτσιά στα οπίσθια) φώναζαν «παρντόν», «παρντόν»! Οι πο­λιορκημένοι, λοιπόν, όταν έπιαναν κανέναν απ’ τους εκπαιδευτές – που εύλογα αντιπαθούσαν – τον έσερναν κάτω και του έλεγαν γελώντας: «παρντόν, παρντόν». Κι όταν τους έβλεπαν έξω απ’ τα τείχη να κάνουν ασκήσεις στους Τούρκους σε παράταξη, μπροστά – πίσω – πράγματα που οι πολιορκημένοι δεν είχαν δει ποτέ- τους φώναζαν: «Πού πάτε ωρέ προς τα κει; Από δω είναι το Μεσολόγγι».

Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής). Λιθογραφία από λεύκωμα του Giovanni Boggi. Φλωρεντία, 1825.

Κάθε πρωί ανέβαινε στα τείχη ένας πυροβολη­τής ονόματι – ή μάλλον με το παρατσούκλι – Γουρνάρας και φώναζε: «Αλέστα! του Κιουταχή τα γέ­νια χέστα!». Αυτό σύγχυζε πολύ τον Κιουταχή. «Δεν βρίσκεται κανένας να τον κάνει να σωπάσει;» έλεγε. Ένας Μεσολογγίτης πάλι απ’ το σώμα του Μακρή έκανε μονομαχία με βρισιές μ’ έναν Τούρ­κο απέναντι, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και ήξερε καλά τα ελληνικά, και τον νίκησε, γιατί βρήκε πολύ περισσότερα σημεία «να επιτεθεί» (τους βεζίρηδες, τους μπιμπασιάδες τους, τους λουλέδες τους, τις καπνοσακούλες τους).

Μια Μεσολογγίτισσα, όταν ένα εχθρικό βόλι πα­ρά λίγο να τη σκοτώσει τρυπώντας τελικά μόνο τη βαρέλα με το νερό που κουβαλούσε, γύρισε ατάρα­χη προς αυτό και είπε: «Μπα κακό χρόνο να ‘χεις κι εσύ κι αυτός που σ’ έριξε· κιο δεν έχω άλλη βαρέλα»· ενώ ένας άντρας που έσκασε μια βόμβα έξω απ’ το σπίτι του όπου έ­φτιαχνε με το γουδί «αλιάδα» (σκορδαλιά), γύρισε κι αυτός – απαθής – και την έβρισε: «Πουτάνα!», της είπε και συνέχισε να κάνει τη δουλειά του. Μια μέρα που έπεσε μια βόμβα μες στην αγορά και δεν έσκασε με την πρώτη, ένας σκύλος που ή­ταν εκεί κοντά την πήρε για παιχνίδι κι άρχισε να την κυλάει. Όσοι ήταν λοιπόν γύρω στέκονταν και γελούσαν· προπαντός τα παιδιά.

Αυτή η σκηνή συνοψίζει, θα ‘λεγε κανείς, το τρίτο «περίεργο»: τη θέση των παιδιών στο Μεσολόγγι. Τα πιο μικρά, αφού είχαν γεννηθεί μες στον πόλεμο, τον είχαν πά­ρει για μέρος της καθημερινής ζωής, και δεν καταλάβαιναν το φόβο του, ενώ τα μεγαλύτερα είχαν εξοικειωθεί μ’ αυτόν. Τα πρώτα έπαιζαν τον πόλεμο, τα δεύτερα συμμετείχαν σ’ αυτόν.

Πρώτα πρώτα συμμετείχαν στον πετροπόλεμο που έκαναν συχνά οι αγωνιστές, για ν’ απομακρύνουν τους πολιορκητές απ’ τα περιχαρακώματα, και δεύτερον έπαιρναν πολλές φορές μέρος και σε μάχες κανονικές. Άλλο έπιανε τη θέση του πατέρα του, αν αυτός πληγωνόταν, άλλο ορμούσε χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Έχουμε πολλά ονόματα παιδιών, που σαν τον Γαβριά του Ουγκό γύριζαν απ’ τις μά­χες με λάφυρα (όπλα σκοτωμένων, ακόμη και… ά­λογα), ενώ ο δεκαεξάχρονος Νταής Βορίλας έσω­σε την Κλείσοβα, περνώντας μέσα από τον εχθρικό στόλο του Ιμπραήμ, για να ειδοποιήσει τον Κίτσο Τζαβέλα.

Όμως το «παιχνίδι» του πολέμου είχε και τη φοβερή όψη του. Ο δεκαπεντάχρονος Αντώνης Μπάκας, για παράδειγμα, ο οποίος στην πρώτη του εξόρμηση είχε φέρει πίσω τα τουφέκια δύο Χαλτούπηδων, στη δεύτερη πληγώθηκε και, λίγες μέ­ρες μετά, πέθανε. Κι αν το παιχνίδι του Αντώνη Μπάκα ήταν μοιραίο για κείνον, αυτό του μικρού Σπύρου Παπαλουκά απέβη δυστυχώς μοιραίο για το Μεσολόγγι. Στο Βασιλάδι δηλαδή, που ήταν το ισχυρότερο προπύργιο του Μεσολογγίου απ’ τη με­ριά της θάλασσας, ενώ η τελευταία μάχη έκλινε υ­πέρ των πολιορκημένων, ο δεκάχρονος γιος του στρατηγού Αναστασίου Παπαλουκά, μέσα στο ζή­λο του να βοηθήσει, έριξε κατά λάθος ένα κομμάτι αναμμένο δαδί στα βαρέλια με το μπαρούτι κι ανα­τινάχτηκε όλο το οχυρό, μαζί με τις τελευταίες ελπίδες της πόλης.

Έτσι, ακροβατώντας ανάμεσα στο παιχνίδι και στο θάνατο, έφυγαν τα παιδιά του Μεσολογγίου. Τα μεγαλύτερα. Τα πιο μικρά, αυτά δηλαδή που δεν είχαν γνω­ρίσει την ειρήνη, πρέπει να ‘φυγαν μισοδιασκεδάζοντας αλλά και μισοαπορώντας για το – ακατα­νόητο γι’ αυτά – παιχνίδι που παιζόταν γύρω τους, όπου οι μανάδες τους ξαφνικά μασκαρεύονταν με ρούχα αντρικά κι έκαιγαν τα κρεβάτια τους, όπου όλοι έσκυβαν και φιλούσαν τα κατώφλια απ’ τα σπίτια τους, όπου τους έδιναν κάτι να πιουν και ζα­λίζονταν και, «σαν σε όνειρο του ονείρου», θαμπόβλεπαν, άλλα έναν γέρο, άλλα έναν παπά να βάζει φωτιά σε κάτι βαρέλια και να τινάζονται όλοι μαζί στον αέρα.

 

Βιβλιογραφία


  1. Σπυρομήλιος, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», εκδόσεις Τσουκαλά, Αθήνα 1957.
  2. Αύγουστος Φαμπρ, «Ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου» (μετάφραση απ’ τα γαλλικά Ακακίας Κορδόση – η πρώτη χωρίς λογοκρισία), εκδ. «Πολύπλευρο», Μεσολόγγι 1983.
  3. Νικόλαος Δ. Μακρής, «Ιστορία του Μεσολογγίου», εκδόσεις Τσουκαλά, Αθήνα 1957.
  4. Κ.Α. Στασινόπουλος, «Το Μεσολόγγι», τόμος Α, Αθήνα 1926.
  5. Στέφανος Τσίντζος, «Το Μεσολόγγι, κοιτίς της Ελευθερίας», Αθήνα 1936.
  6. Κ. Σ. Κώνστας, «Άπαντα», Α’ τόμος, Αθήνα 1991.
  7. Κωνσταντίνος Π. Πετρόπουλος: «Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου», Αθήνα 1971.
  8. Σπύρος Κανίνιας, «Η Δικαιοσύνη στο Μεσολόγγι 1821-1826», Επετηρίδα Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Δικαίου Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1985.
  9. Εκδόσεις Εθνικής Τράπεζας, «Μεσολόγγι», Αθήνα 1976.

Ακακία Κορδόση

Συγγραφέας

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η Έξοδος του Μεσολογγίου – Χρονικό της Εξόδου


 

Το καλυβάκι άντεξε στην πρώτη πολιορκία των Τούρκων (25 Οκτ.-25 Δεκ. 1822) και δεν έπεσε. Στη δεύτερη πολιορκία (15 Απριλίου 1825-10 Απριλίου 1826), όμως, παρ’ όλο που έγιναν κάποια οχυρωματικά έργα από το μηχανικό Μιχαήλ Κόκκινη, δεν άντεξε γιατί πολιορκήθηκε από πολυπληθέστερες δυνάμεις, ο αποκλεισμός ήταν ασφυκτικός και δεν μπορούσε να του παρασχεθεί βοήθεια σε τρόφιμα και πολεμοφόδια χωρίς στρατιωτική υποστήριξη απ’ έξω. Η κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη και οι πολιτικοί, όμως, ασχολούμενοι με τις εκλογές για την Γ’ Εθνοσυνέλευση και τις ίντριγκες, ολιγώρησαν και δεν έστειλαν έγκαιρα βοήθεια.

 

Η μάχη των Χριστουγέννων κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Alphonse de Neuville (1835-1885).

Η μάχη των Χριστουγέννων κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822. Έργο του Γάλλου ζωγράφου Alphonse de Neuville (1835-1885).

 

Η πολιορκία είχε στόχο την πτώση του Μεσολογ­γίου και την υποταγή της Στερεάς, ώστε να διευκο­λυνθεί η κατάπνιξη της Επανάστασης στην Πελο­πόννησο. Στην πρώτη φάση της πολιορκίας (Απρίλιος-Νο­έμβριος 1825) οι υπό τον Κιουταχή τουρκικές δυ­νάμεις υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Στη δεύτερη φάση (12 Δεκεμβρίου-10 Απριλίου 1826), όταν τη διεύθυνση των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιμπραήμ επικεφαλής 10.000 Τουρκοαιγυπτίων, [1] οι Μεσολογγίτες μετά την εξάντληση των τροφίμων και την έλλειψη ανεφοδιασμού αποφάσισαν την ηρωική Έξοδο.

Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει μέχρι τα τέλη Μαρτίου όλα τα νησιά της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου), τον Ντολμά και τον Πόρο (28 Φε­βρουαρίου) και το Ανατολικό (1 Μαρτίου).

Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής). Λιθογραφία από λεύκωμα του Giovanni Boggi. Φλωρεντία, 1825.

Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής). Λιθογραφία από λεύκωμα του Giovanni Boggi. Φλωρεντία, 1825.

Ο Κιουταχής όμως, που επιχείρησε να καταλάβει το νησάκι Κλείσοβα (25 Μαρ­τίου), υπέστη πανωλεθρία. Αυτή η νίκη αναπτέρωσε μεν το ηθικό των πολιορκημένων, αλλά ο αποκλεισμός από τη θάλασσα στέρησε και την τελευταία ελπίδα επικοινωνίας και παροχής βοήθειας απ’ έξω.

Η  εξαμελής  Επιτροπή, που είχε σταλεί από τους πολιορκημένους στο Ναύπλιο για βοήθεια από τις 17 Ιανουαρίου, μόλις το Μάρτιο κατόρθωσε να  εξασφαλίσει 400.000 γρόσια για να κινή­σει ένα μι­κρό στόλο 25 πολεμικών και πυρπολικών. Ο στόλος με επι­κεφαλής τον Μιαούλη έφθασε τέλη Μαρτίου, αλ­λά δεν κατόρθωσε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό.

Οι πολιορκημένοι – που είχαν απορρίψει τις ε­χθρικές προτάσεις για παράδοση – όταν «πάσα ελπίς εισαγωγής τροφών εξέλιπε, και πάσα βρώσι­μος ύλη εξεκενώθη εντός της πόλεως», [2] αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων.

Κυριάκος «Κίτσος» Τζαβέλας (1800-1855), λιθογραφία, Karl Krazeisen.

Κυριάκος «Κίτσος» Τζαβέλας (1800-1855), λιθογραφία, Karl Krazeisen.

Μέσα στα Μεσολόγγι βρίσκονταν η Φρουρά από περίπου 3.500 ή 3.600 άνδρες, πολίτες περίπου 1.500 και γυναικόπαιδα περίπου 5.500, συνολικά 10.600 άτομα. [3] Επικεφαλής της Φρουράς ήταν οι οπλαρχηγοί Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Δημήτριος Μακρής, Γεώργιος Βαλτινός, Μήτσος Κοντογιάννης, Γεώργιος Βάγιας, Νικόλαος Στορνάρης, Γεώργιος Κίτσου, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Μή­τρος Δεληγεώργης, Χρίστος Φωτομάρας κ.ά. [4]

Με δύο αγγελιαφόρους ειδοποίησαν τους οπλαρ­χηγούς στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας για την Έξοδο και ζήτησαν να γίνει ταυτόχρονα επίθεση και απ’ έξω, ώστε να διευκολυνθούν κατά τη φυγή τους. Στις επιστολές τους προς τους έξω εκφράζουν ό­χι μόνον τις αγωνίες τους, αλλά και το θυμό τους. Γράφουν: «Εάν δεν κινηθήτε να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε». [5]

Τα χαράματα της 9ης Απριλίου οπλαρχηγοί, πρόκριτοι και ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα και αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους αιχμαλώτους – και η απόφαση αυτή εφαρ­μόστηκε -, «να σφάξει ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν», [6] αλλά η απόφαση αυτή αποτράπηκε από τον επίσκοπο Ρωγών, και να μεταφέρουν τους τραυματισμένους αγωνιστές στα πιο οχυρωμένα σπίτια, ώστε να πέσουν μαχόμενοι και να μην παρα­δοθούν.

 

Η έξοδος του Μεσολογγίου. Θεόδωρος Βρυζάκης.

Η έξοδος του Μεσολογγίου. Θεόδωρος Βρυζάκης.

 

Όταν γνωστοποιήθηκαν οι αποφάσεις άρχισαν οι προετοιμασίες «με τόσην αταραξίαν, με τόσην ευχαρίστησιν, με τόσα γέλια, ώστε κανένας, ούτε ο έσχατος άνθρωπος δεν εσυλλογίζετο πως έμελλεν τάχα να σωθή»[7] Οι γυναίκες μάζευαν τα ελα­φρότερα αναγκαία είδη, οι άνδρες ετοίμαζαν τις ξύ­λινες φορητές γέφυρες που θα τις χρησιμοποιούσαν για να περάσουν την τάφρο που είχαν ανοίξει οι Τούρκοι γύρω από το Μεσολόγγι, μετέφεραν τους πληγωμένους, τους αρρώστους και τους γέροντες στα οχυρωμένα σπίτια, έθαψαν στη γη τα πιεστή­ρια του τυπογραφείου και διεσκόρπισαν τα τυπο­γραφικά στοιχεία για να μη δοθούν «Τα άγια τοις κυσί, και εις τους χοίρους οι μαργαρίται» [8] και έ­σπαζαν και αχρήστευαν ό,τι πολεμικό υλικό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται με επιτυχία την πόλη του Μεσολογγίου.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται με επιτυχία την πόλη του Μεσολογγίου.

To μεσημέρι της 10ης Απριλίου συγκεντρώθηκαν στον προμαχώνα του Μακρή οι οπλαρχηγοί, μαζί με τον πρόεδρο της Διευθυντικής Επιτροπής, Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, για να καταρτίσουν το σχέδιο της Εξόδου, το οποίο υπαγόρευσαν στον Κασομούλη, και αυτός ανέλαβε να το γνωστοποιήσει στους πο­λιορκημένους.

Στον πρόλογο του σχεδίου αναφέρεται:

 

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος

Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα καταπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πα­τρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κά­θε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν (ώστε να δυνηθώμεν) να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδο μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυ­κτός της 10 Απριλίου, ημέραν Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια (…)».[9]

Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολιορκημένοι θα περ­νούσαν από τις ξύλινες γέφυρες από το μέρος του τείχους που έβλεπε προς τη Ναύπακτο χωρισμένοι σε τρία σώματα («κολώνες»). Τα δύο πρώτα, αποτε­λούμενα από άνδρες της Φρουράς με επικεφαλής το ένα τον Δημήτριο Μακρή και το άλλο τον Νότη Μπότσαρη, θα έκαναν την Έξοδο από τις γέφυρες της «Λουνέτας» και τον «Ρήγα» και το τρίτο, απο­τελούμενο από τους Μεσολογγίτες και τα γυναικό­παιδά τους με επικεφαλής ντόπιους αρχηγούς, πι­θανόν τον Θανάση Ραζη-Κότσικα και τον Μήτρο Δεληγεώργη, που τα πλευρά του θα προστάτευε η Φρουρά της Κλείσοβας, θα έβγαινε από τις γέφυρες «Μονταλαμπέρτ» και «Στουρνάρη». [10] Σημείο συνά­ντησης είχε οριστεί η Μονή του Αγίου Συμεών.

Ο Ιμπραήμ, όμως, που γνώριζε από προδοσία ή από μαρτυρία ενός φυγάδα που αιχμαλωτίστηκε [11] την απόφαση της Εξόδου και το σημείο από όπου θα την επιχειρούσαν – αλλά όχι την ώρα και τον τρόπο -, παρέταξε τις τακτικές δυνάμεις και το πε­ζικό κοντά στο τείχος, ανέπτυξε το ιππικό στην πε­διάδα και στους πρόποδες του Ζυγού έβαλε τους Αλβανούς κρυμμένους πίσω από βράχια και από προμαχώνες και μέσα σε φαράγγια.

 

Σκηνή από την έξοδο του Μεσολογγίου. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό «Νέος Αριστοφάνης».

Σκηνή από την έξοδο του Μεσολογγίου. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό «Νέος Αριστοφάνης».

 

 

Η Έξοδος

 

Όταν όλα ήταν έτοιμα για την Έξοδο, «ο περιπαθέστερος αποχαιρετισμός από όσους μνημονεύει η ιστορία εγένετο». [12] Συνταρακτικές σκηνές περι­γράφονται. Πολλοί συγγενείς, φίλοι και κυρίως γυναίκες την τελευταία στιγμή αποφάσισαν να μείνουν και να πεθάνουν με τους δικούς τους. Ο συνήθης απο­χαιρετισμός ήταν «καλήν αντάμωσιν εις τον άλ­λον κόσμον», [13] που σήμαινε ότι όλοι ήταν αποφα­σισμένοι και κανείς δεν φοβόταν το θάνατο.

Η έξοδος του Μεσολογγίου. Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη.

Η έξοδος του Μεσολογγίου. Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη.

Το ηλιοβασίλεμα άρχισαν να συγκεντρώνο­νται στις προκαθορισμένες θέσεις. Στις 6.30 [14] ακούστηκαν πυροβολισμοί πάνω στην κορυφή του όρους Ζυγού. Ήταν το σύνθημα για την παροχή βοήθειας απ’ έ­ξω. Ο Ιμπραήμ το κατάλαβε και κινητοποίησε τις δυνάμεις του. Οι πολιορκημένοι γύρω στις 9 βγήκαν από την ανατολική πλευρά του τείχους, έστησαν τα γεφύρια τους στην πρώτη (τη νέα) τάφρο του Ιμπραήμ και καθώς περνούσαν δέχτηκαν τα πρώτα πυρά του εχθρού. Για να προφυλαχθούν έπεσαν καταγής στο πλάτωμα ανάμεσα στη νέα και την παλαιά τάφρο (που υπήρχε και στην πρώτη πολιορκία, το 1822). Εκεί περίμεναν περίπου μία ώρα να χτυπήσουν οι απ’ έξω, να απασχολήσουν τον εχθρό, για να πε­ράσουν αυτοί τη δεύτερη τάφρο. Κατά κακή τους τύ­χη έφυγαν τα σύννεφα και το φως του φεγγαριού φώτισε την περιοχή. Οι απ’ έξω δεν χτύπησαν και καθώς δεν τους κάλυπτε το σκοτάδι αποφάσισαν να κάνουν μόνοι τους έφοδο. Στην αρχή ψιθυριστά α­πό στόμα σε στόμα πέρασε η απόφαση και «τρομε­ρός αλαλαγμός ηκούσθη εν ταυτώ από το στόμα των Ελλήνων επάνω τους, εφώναξαν όλοι με μίαν φωνήν και ώρμησαν με μαχαίρας και του­φέκια εις το εχθρικόν στρατόπεδον»[15]

Οι άνδρες της Φρουράς, ενωμένοι σ’ ένα σώμα τώ­ρα, γιατί «δεν εστοχάσθησαν συμφέρον να διαιρεθώσι, καθώς ήτον το σχέδιον πρότερον», [16] διέσπασαν τις γραμμές του εχθρικού πεζικού και ά­νοιξαν δρόμο, αλλά σε λίγο βρέθηκαν αντιμέτω­ποι με το ιππικό, το οποίο, επίσης, διασκόρπισαν. Ύστερα από τετράωρη μάχη έφθασαν στους πρόπο­δες του βουνού, στον Άγιο Συμεών, πιστεύοντας ότι εκεί είναι ασφαλισμένοι, Εκεί, όμως, τους περίμε­ναν πάνω από 3.000 Αλβανοί υπό τον Μουστάμπεην Καφζέζην, [17] τους οποίους, όμως, μ’ έναν ελιγμό του Δημητρίου Μακρή – που τους χτύπησε από πί­σω- εξουδετέρωσαν. Ταυτόχρονα ήρθε και δύναμη από τους έξω με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Ευαγγέλη Κοντογιάννη, Γιαννούση Πανομάρα, Φαρασλή, Γ. Κόρακα, Ν. Κόπελο και άλλους, ε­πειδή ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. [18] Αφού απέ­κρουσαν τους Αλβανούς άρχισαν να ανεβαίνουν τον Ζυγό. Ύστερα από πορεία τριών ημερών έφθα­σαν στη Δερβέκιστα, χωριό του Απόκουρου, όπου ξεκουράστηκαν δύο μέρες. Από εκεί διά μέσου του Πλατάνου, χωριού των Κραβάρων, έφθασαν στα Σά­λωνα. Από εκεί στην Ντομπρένα όπου επιβιβάστη­καν σε πλοία και διαπεραιώθηκαν στην Περαχώρα και από εκεί διά του Ισθμού έφθασαν στις 16 Μαΐου στο Ναύπλιο.

 

Η επίθεση του Ιμπραήμ Πασά κατά του Μεσολογγίου. Ελαιογραφία του Giuseppe Pietro Mazzola (1748-1838).

Η επίθεση του Ιμπραήμ Πασά κατά του Μεσολογγίου. Ελαιογραφία του Giuseppe Pietro Mazzola (1748-1838).

 

Δεν είχε, όμως, την ίδια τύχη το τρίτο σώμα, που αποτελούνταν κυρίως από γυναικόπαιδα. Ενώ συνεχιζόταν με ορμή η Έξοδος, την οποία δεν μπο­ρούσαν να ανακόψουν οι εχθρικές δυνάμεις, ακού­στηκε από το σώμα αυτό μία φωνή: «οπίσω, οπίσω, εις ταις τάμπιαις». [19] Επικράτησε πανικός και σύγ­χυση και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι και τα προπορευόμενα σώματα οπισθοχωρούσαν. Οπότε και αυτοί γύρισαν πίσω στην πόλη. Στο μεταξύ και δυνάμεις των πολιορκητών είχαν μπει στην πόλη και έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι και άρχισε μάχη σώμα με σώμα.

 

Σκηνή από τις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου. Μεσολογγίτισσα έχει σκοτώσει το παιδί της, τον Τούρκο που αποπειράθηκε να τη βιάσει και ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Ελαιογραφία του François-Émile de Lansac, 1827. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

Σκηνή από τις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου. Μεσολογγίτισσα έχει σκοτώσει το παιδί της, τον Τούρκο που αποπειράθηκε να τη βιάσει και ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Ελαιογραφία του François-Émile de Lansac, 1827. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

 

Η αντίσταση κράτησε μία έως δύο μέρες. Όταν οι Τούρκοι, που έσφαζαν γυναίκες και παιδιά, έφθα­σαν πάνω στα κανονοστάσια, ο γέροντας Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής «παραφυλάττων την υπόνομον, όταν είδεν ικανόν αριθμόν εχθρών συσσωρευμένον επάνω εις το κανονοστάσιον, έβαλε φωτιάν, και ετίναξεν εις τον αέρα ολόκληρα τάγματα βαρβάρων, εξαγοράσας πολλά ακριβά το ολίγον γεροντικόν αίμα του»[20] Το ίδιο έγινε και στα οχυ­ρωμένα σπίτια όπου, όταν έμπαιναν μέσα οι Τούρ­κοι, οι Μεσολογγίτες «ευθύς έβανον φωτιάν εις την πυριτοθήκην, και κατεστρέφοντο μαζί και νικώντες και νικώμενοι». [21]

Η ανατίναξη από τον Χρήστο Καψάλη. Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

Η ανατίναξη από τον Χρήστο Καψάλη. Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη. Πινακοθήκη Δήμου Μεσολογγίου.

Στη μεγαλύτερη πυριτιδαποθήκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα περισσότερα γυναικόπαιδα, την έ­κρηξη προκάλεσε ο γέροντας Χρήστος Καψάλης: «και έξαφνα ανεστράφη όλη η περιοχή και κατεδαφίσθησαν όλαι αι πλησίον οικίαι∙ ερράγη το έδαφος· άνοιξαν χάσματα φρικώδη και κατεπατήθη όλη η περιοχή εκείνη από την θάλασσαν». [22]

Στο νησάκι Ανεμόμυλος, που ήταν το τελευταίο ο­χυρό και κράτησε ως τις 12 Απριλίου, οι υπερα­σπιστές του «έβαλαν και αυτοί φωτιάν εις την πυριτοθήκην και συνετάφησαν μετά των εχθρών». [23]

Έτσι έπεσε το Μεσολόγγι ύστερα από δωδεκά­μηνη πολιορκία. Ο Ιμπραήμ μπήκε σε μια νεκρή πόλη: «…ένας σωρός ερειπίων, στάκτης, πετρών και πτωμάτων έμειναν εις την εξουσίαν του ε­χθρού»[24]

Αλλά ουσιαστικά το Μεσολόγγι δεν έπεσε, διότι, όπως έγραψε στη Διοίκηση στις 12 Απριλίου 1826 η Φρουρά από τη Δερβέκιστα: «Η πείνα, όμως, το επαράδωσεν, αλ­λά μην φοβείσθε, διότι εκείνοι όπου εβαστούσαν το Μεσολόγγιον, οι περισσότεροι εγλύτωσαν με το σπαθί». [25]

Για τις απώλειες των δύο πλευρών υπάρχουν α­ντιφατικές εκτιμήσεις μεταξύ των Ελλήνων και των ξένων χρονικογράφων. Κατά τους Έλληνες, α­πό τους 3.500 άνδρες της Φρουράς διασώθηκαν πε­ρίπου 2.000 – 2.500 [26] και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτί­στηκαν σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα. [27] Ενώ υπολο­γίζουν ότι από τους εχθρούς χάθηκαν οι μισοί, πε­ρίπου 5.000. [28]

Χρήστος Καψάλης. Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Χρήστος Καψάλης. Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Κατά τους ξένους, χάθηκαν 3.000 Έλληνες και αιχμαλωτίστηκαν 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα, ενώ οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων έφθασαν τους 4.000 άνδρες. [29] Ανάμεσα σ’ αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι κατά την Έξοδο ήταν οι οπλαρχηγοί Νικολός Στορνάρης, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Ανδρέας Γριβογεώργης, Κώστας Σιαδήμας, Γιάννης Αγγελής και ο Ιωάν­νης Παπαδιαμαντόπουλος, πρόεδρος της Διευθυ­ντικής Επιτροπής, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο μηχανικός Μιχαήλ Πέτρου Κόκκινης, ο τυπογρά­φος Δ. Μεσθεναίος και γόνοι ιστορικών οικογε­νειών του Μεσολογγίου: Αναστάσιος Παλαμάς, Πέ­τρος Γουλιμής, Κωνσταντίνος Τρικούπης, Γεώρ­γιος Φαράντος και Κωνσταντίνος Καρπούνης.[30]

Στην Έξοδο, επίσης, φονεύθηκαν σχεδόν όλοι οι φιλέλληνες (περίπου 15) που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι. Ο Ελβετός Ιωάννης – Ιάκωβος Μάγερ (Johann- Jacobi Meyer), εκδότης των «Ελληνικών Χρονικών», οι Γερμανοί Νχίτμαρ (Dittmar), Ντελάουνι (Delaunay), Στίτσελμπεργκερ (Stitjelberger), Λίμπχοβ (Lübtow), Κλέμπε (Klembe), Ρόονερ (Rosner), ο Ιταλός Τζιακομούτσι (Giacomuzzi) και οι εθελοντές Μεβιέ, Σχιεφάου, Σιπάνου, Λάτερβαχ, Ντιρσάβσκι (Diersawski), Piντεζελ (Riedesel) και Ραζιέρι. [31]

Ιμπραήμ Πασάς, Giovanni Boggi.

Ιμπραήμ Πασάς, Giovanni Boggi.

«Η θυσία του Μεσολογγίου προώθησε το ελλη­νικό ζήτημα, όσο καμιά ελληνική νίκη», γράφει ο Απ. Βακαλόπουλος. [32] Πράγματι αναζωπύρωσε σε ολόκληρη την Ευρώπη (ακόμη και στην Αυστρία) και την Αμερική το φιλελληνισμό όχι μόνον συγ­γραφέων και καλλιτεχνών, αλλά και πολιτικών κατ στρατιωτικών.

Η κοινή γνώμη εξέφρασε τη δυσφορία της για την απραξία των κυβερνήσεων και οι εφημερίδες με άρθρα τους ζητούσαν την αποφασιστική επέμ­βαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για να τεθεί τέρ­μα στο ελληνικό δράμα. Παντού ιδρύονται φιλελληνικές εταιρείες και διενεργούνται έρανοι, συγκεντρώνονται χρήματα και στέλνονται τρόφιμα και άλλα εφόδια στους μαχόμενους Έλληνες.

Μιχαήλ Σπυρομήλιος (1800-1880), ξυλογραφία, Ποικίλη Στοά, 1883.

Μιχαήλ Σπυρομήλιος (1800-1880), ξυλογραφία, Ποικίλη Στοά, 1883.

Ο Καποδίστριας προφήτευσε εκτιμώντας τον ξεσηκωμό και τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, σε επιστολή του προς τον αδελ­φό του Βιάριο στις 18 Απριλίου 1826, [33] ό­τι το θλιβερό γεγονός του Μεσολογγίου δεν έπρεπε να απελπίσει τους Έλληνες, γιατί σ’ αυτό έβλεπε την αρχή της σωτηρίας τους. Δεκαοχτώ μήνες μετά, στις 8 Οκτωβρίου 1827, οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων με τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο βοήθησαν αποφασιστικά να δικαιωθεί ο αγώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Ο μελετητής της θυσίας του Μεσολογγίου κατα­λαμβάνεται από θλίψη, όταν διαπιστώνει ότι η κα­ταστροφή της Ιερής πόλης μπορούσε να αποφευχθεί. Ο Καραϊσκάκης, που είχε περάσει στη Στερεά α­πό τον Ιούλιο του 1825, αφού πέτυχε να ανασυντά­ξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να συσπειρώσει τους αρματολούς, ζητούσε επίμονα τρόφιμα και πο­λεμοφόδια από την Κεντρική Διοίκηση. Αυτή, ό­μως, αδιαφόρησε για τους πολιορκημένους, οι Μεσολογγίτες δεν ήταν μέσα στο πολιτικό παι­χνίδι που παιζόταν για τις εκλογές της Εθνοσυνέ­λευσης. Ο Σπυρομήλιος, μέλος της Επιτροπής που πήγε στο Ναύπλιο, γράφει: «Αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμεν να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρησαν όλα τα κόμματα από ημάς, και ενώ τους ωμιλούσαμεν διά το Μεσολόγγιον όλοι έλεγαν το «ναι, έχετε δίκαιον», αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον». [34]

 

Αικατερίνη Φλεριανού

Ιστορικός  

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», τεύχος 180, 10 Απριλίου 2003.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Σπυρομήλιος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου, 1825-1826, Εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, Αθήναι χ.ε., 1926, ο. 144.

[2] Γεώργιος Αινιάν (άτιλο), Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 83 (14 Αυγ. 1826), σ. 332.

[3] Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833, Εισαγωγή και σημειώσεις Γ. Βλαχογιάννη, τ. Β’, Αθήναι, 1941, χ.ε., 1941, σ. 251- κατά τον Σπυρομήλιο, ό.π., ο. 142, 3.500 στρατιώτες και 9.000 γυναικόπαιδα.

[4] Αρτέμιος Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826), Εκδίδονται υπό Σ.Π. Αραβαντινού, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883, σ. 93-94. Βλ. και Κασομούλης, ό.π., ο. 257.

[5] Κασομούλης, ό.π, σ. 249.

[6] Κασομούλης, ό.π., σ. 253.

[7] Κασομούλης, ό.π., σ. 254.

[8] Αινιάν, ό.π.

[9] Κασομούλης, ό.π., σ. 259.

[10] Ο Κασομούλης (ό.π., σ. 259-260) αναφέρει αρχηγό του πρώτου σώματος τον Δ. Μακρή, του δεύτερου τον Μπότσαρη και του τρίτου δεν έχει όνομα, ο Μίχος (ό.π., 76) του πρώτου τον Κ. Τζαβέλα, του δεύτερου τον Ν. Μπότσαρη και του τρίτου δεν έχει όνομα, και ο Σπυρομήλιος (ό.π., 139) του πρώτου τον Κ. Τζαβέλα, του δεύτερου τον Δ. Μακρή και του τρίτου τον Ν. Μπότσαρη.

[11] Για το θέμα της προδοσίας υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις ελληνικές και ξένες πηγές. Ο Κασομούλης (ό.π., σ. 170) και ο Αινιάν (ό.π.) την αποδίδουν σε Βούλγαρο λιποτάκτη, ο Σπυρομήλιος (ό.π., ο. 140) σε Τούρκο, ο Μίχος (ό.π., σ. 73) σε Βούλγαρο και βαπτισμένο Τουρκόπουλο. Αντιθέτως ο Vincenzo Miratelli, Αυστριακός πρόξενος στην Πάτρα, την αποδίδει σ’ Έλληνα φυγάδα και ο Ιταλός αξιωματικός του Ιμπραήμ, Giuseppe Romei, σ’ Έλληνα ιερέα που αιχμαλωτίστηκε (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ι. 71, Θεσσαλονίκη, χ.ε., 1986, σ. 461- 462).

[12] Αινιάν, ΓΕΕ, αρ. 84 (18 Αυγ. 1826), σ. 334.

[13] Κασομούλης, ό.π. σ. 263.

[14] Ως προς το χρονικό προσδιορισμό της Εξόδου οι πληροφορίες είναι αντιφατικές. Μια λύση αποδεκτή έδωσε ο Διονύσης Μπάκης, Πότε έγινε η Έξοδος του Μεσολογγίου, Πάτρα, χ.ε., 1976.

[15] Αινιάν, ό.π., σ. 335.

[16] (Ανωνύμου), «Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου, και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς», Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 62 (2 Ιουν. 1826), σ. 246.

[17] Μίχος, ό.π., 85, Σπυρομήλιος, ό.π., σ. 14.

[18] Αινιάν, ό.π.

[19] Αινιάν, ό.π.

[20] Αινιάν, ό.π.

[21] Αινιάν, ό.π.

[22] Αινιάν, ό.π., σ. 336.

[23] Αινιάν, ό.π.

[24] (Ανωνύμου), ό.π., σ. 247.

[25] Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογγίου, 1825-1826, εν Αθήναις, εκ του     Εθνικού Τυπογραφείου, 1963, σ. 353.

[26]  Ο Κασομούλης (ό.π., σ. 284) αναφέρει ότι διασώθηκαν 2.555, ο Μίχος (ό.π., σ. 88) 1.800, ο Σπυρομήλιος (ό.π., σ. 142) 840, ο Αινιάν (ό.π., σ. 336) και η ΓΕΕ (ό.π., σ. 247) 2.200.

[27] Ο Αινιάν (ό.π.) αναφέρει ότι διασώθηκαν 200 γυναικόπαιδα και 500 αιχμαλωτίστηκαν, η ΓΕΕ (o.π.) ότι αιχμαλωτίστηκαν 1.200, ο Κασομούλης (ό.π., α. 283) ότι διασώθηκαν 13 και ο Σπυρομήλιος (ό.π., σ. 144) ότι χάθηκαν σχεδόν και τα 9.000.

[28] Κατά τον Σπυρομήλιο (ό.π., σ. 143) και τον Αινιάν (ό.π.).

[29] Όλες τις ξένες πηγές αναφέρει ο Κυρ. Σιμόπουλος, Πώς είδαν ο ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Ε’ (1826-1829), 2η έκδ., Αθήνα, Στάχυ, 1999, σ. 25-35.

[30] Όλα τα ονόματα των Ελλήνων που έπεσαν κατά τη Έξοδο αναφέρει ο Χρήστος Ευαγγελάτος, Ιστορία του Μεσολογγίου, Αθήναι, Ρουμελιώτικες Εκδόσεις, 1959, ο. 383-386.

[31] Σιμόπουλος, ό.π., σ. 16-18.

[32] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 488.

[33] Βακαλόπουλος ό.π.

[34] Σπυρομήλιος, ό.π., σ. 112.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Τρικούπης Μ. Ιωάννης (1750-1824)


 

 

Ιωάννης Τρικούπης

Ο Ιωάννης Μ. Τρικούπης (1750-1824), πατέρας του Σπυρίδωνα και παππούς του Χαρίλαου Τρικούπη, γεννήθηκε και πέθανε στο Μεσολόγγι. Ήταν γιος του Ματθαίου Τρικούπη, πλοιάρχου και προεστού της πόλης, και της Ρήνας Αναστασίου Κουρκουμέλη.  Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στη γενέτειρά του, με δάσκαλο τον Παναγιώτη Παλαμά. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιθάκη μαθαίνοντας ιταλικά και γαλλικά, και κατόπιν στην Πάτρα. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γαβριήλ τον οποίο ακολούθησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, όταν εξελέγη πατριάρχης με το όνομα Γαβριήλ Δ’. Περί το 1780 επέστρεψε στο Μεσολόγγι, όπου εγκαταστάθηκε μονίμως.

Ως πρωτότοκος διαδέχθηκε τον πατέρα του, τόσο στις ιδιωτικές υποθέσεις τους όσο και στην ενασχόληση με τα κοινά, εκλεγόμενος και αυτός προεστός. Εξαιρετικά δίκαιος και τίμιος, έχαιρε μεγάλης υπόληψης μεταξύ των συμπατριωτών του. Συγχρόνως όμως είχε κερδίσει και τη συμπάθεια του Αλή Πασά, που του παρείχε ειδικά προνόμια, μεταξύ των οποίων και την άδεια να φορά ευρωπαϊκά ρούχα. Με τα κουστούμια αυτά, αλλά και λόγω της ευρωπαϊκής του κουλτούρας, έμοιαζε περισσότερο με ξένο ευγενή παρά με μεσολογγίτη προύχοντα. Με την εργατικότητα, τη μεθοδικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα που τον διέκρινε, αύξησε σημαντικά την πατρική περιουσία, την οποία κατόπιν διέθεσε σχεδόν όλη για τις ανάγκες του Αγώνα.

Εβδομηντάχρονος σχεδόν, ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και με την κήρυξη της Επανάστασης εξελέγη πρόεδρος των δημογερόντων και στη συνέχεια των εφόρων της πόλης. Υπηρέτησε τον Αγώνα στο πολιτικό πεδίο, αρχικά ως γερουσιαστής στη Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος και κατόπιν ως μέλος του πολιτικού τμήματος του συμβουλίου της Γενικής Διευθύνσεως της Δυτικής Ελλάδος. Λίγο πριν τον θάνατό του, το 1824, εκλέχθηκε και μέλος της τριμελούς επιτροπής που θα αντικαθιστούσε κατά την απουσία του τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Ο Ιωάννης παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Παλαμά, κόρη της γνωστής και λογίας οικογένειας της πόλης. Απέκτησαν εννέα παιδιά, επτά αγόρια και δύο κορίτσια: τον Σπυρίδωνα, τον Αναστάσιο, η ύπαρξη του οποίου μέχρι τώρα αγνοείτο από τους βιογράφους της οικογένειας, τον Μάνθο και τον Κωνσταντίνο, που βρήκαν ηρωικό θάνατο στο Μεσολόγγι, τον Απόστολο, τον Νικόλαο, για τον οποίο δεν έχουμε πολλά στοιχεία, τον Θεμιστοκλή, την Ειρήνη, κατόπιν σύζυγο Ιωάννη Ραζηκότσικα και τη Μαρία, κατόπιν σύζυγο του δημάρχου Μεσολογγίου Δημητρίου Καψάλη.

 

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο  της Λύντια Τρίχα, «Χαρίλαος Τρικούπης / Μια Βιογραφική Περιήγηση», Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα, 2009.

  

Read Full Post »