Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μεσοπόλεμος’

Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος – Ένας διπλωμάτης στον Μεσοπόλεμο και στο Έπος του᾽40 – Pωξάνη  Δ. Aργυροπούλου


 

Διαβάσαμε και σας προτείνουμε το νέο βιβλίο της κυρίας Pωξάνης Aργυροπούλου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καλλιγράφος».

 

Ο Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος (φωτογραφία Δήμου Πατρίδη).

Η Αργεία στην καταγωγή Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου είναι Ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελέτες και άρθρα με κύριο άξονα την ιστορία της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής φιλοσοφίας από τον δέκατο όγδοο έως τον εικοστό αιώνα με έμφαση στον Διαφωτισμό και το κίνημα του ρομαντισμού. Οι έρευνές της την οδήγησαν επίσης στην κριτική έκδοση ανέκδοτων φιλοσοφικών έργων αυτής της περιόδου.

Συνεχίζοντας το έργο της, αυτή τη φορά μας δίνει ένα ακόμη  βιβλίο της, το οποίο τιτλοφορείται «Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος – Ένας διπλωμάτης στον Μεσοπόλεμο και στο Έπος του ’40», όπου και επιχειρείται η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του διπλωμάτη πάτερα της Δημητρίου  Αργυρόπουλου, αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα και γενικότερα την Ευρώπη στα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Το βιβλίο προϊόν και αυτό υποδειγματικής επιστημονικής έρευνας, κάτι  που χαρακτηρίζει τη συγγραφέα, προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να σχηματίσει μια ζωντανή και αντικειμενική εικόνα για τη μεσοπολεμική Ελλάδα, για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους, που αποκαλύπτονται στις πλούσιες και ιδιαίτερα διαφωτιστικές υποσημειώσεις του.

 

Στο πρόλογο του βιβλίου σημειώνει η συγγραφέας:  

 

Ολοκληρώνοντας τη σταδιοδρομία τους, αρκετοί διπλωμάτες επιδίδονται στην καταγραφή των προσωπικών τους εμπειριών. Ο πατέρας μου, Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα και γενικότερα την Ευρώπη στα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου, δεν μας άφησε ένα παρόμοιο έργο.

Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του και της μακρόχρονης πορείας του, εντάσσοντας τα βιώματά του εντός της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της εποχής με αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα που συνδέονται με τη δική του δράση. Μέσα από την αναδρομή αυτή στο παρελθόν, ανασυντίθεται η ατμόσφαιρα στα διαδοχικά περιβάλλοντα στα οποία έζησε, ξεκινώντας από τον τόπο καταγωγής του, το Άργος.

 

Άργος. Το βόρειο τμήμα της πλατείας του Αγίου Πέτρου και η αρχή της Βασ. Κωνσταντίνου.Το πρώτο κτίριο δεξιά κατεδαφίστηκε και παραχώρησε τη θέση του σε πολυκατοικία. Το επόμενο κτίσμα ήταν το ξενοδοχείο «Αγαμέμνων». Αριστερά της οδού, το πρώτο κτίσμα ήταν το γραφικό «Γιαλί Καφενέ», που κατεδαφίστηκε το 1958, για να παραχωρήσει τη θέση του σε άλλη μία πολυκατοικία. (Φώτο του 1939;).

 

Στην ενδιαφέρουσα διαδρομή του βίωσε στο Παρίσι τις έντονες πολιτικές και πολιτιστικές ζυμώσεις της δεκαετίας του ᾽20, στην Κωνσταντινούπολη τα δεινά του μικρασιατικού ελληνισμού και τη συρρίκνωση της ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας. Ακόμη γνώρισε την ελπιδοφόρο θεμελίωση της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη, την ακμή του αιγυπτιακού ελληνισμού, τον τραγικό επίλογο παραδοσιακών εστιών του ελληνισμού στα Βαλκάνια (Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη), την επέλαση ενός απάνθρωπου ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη, και, τέλος, την ιταλική επίθεση κατά της χώρας του.

 

«Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος – Ένας διπλωμάτης στον Μεσοπόλεμο και στο Έπος του᾽40»

 

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περιστατικά της δραστηριότητάς του στην Αλβανία την παραμονή της ιταλικής επίθεσης.  Κάτω από σοβαρές αντιξοότητες, χρημάτισε γενικός πρόξενος στα Τίρανα παρέχοντας μία πραγματική εθνική υπηρεσία. Παρακολουθώντας συνεχώς τις μυστικές κινήσεις Αλβανών και Ιταλών, διαδραμάτισε κομβικό ρόλο τηρώντας ενήμερη την κυβέρνηση μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας σχετικά με την ημερομηνία της επικείμενης ιταλικής εισβολής και τη σύνθεση και διάταξη των ιταλικών μονάδων κατά μήκος της ελληνοαλβανικής μεθορίου.

Οι πολύτιμες αυτές πληροφορίες υπήρξαν καθοριστικές για την προετοιμασία του ελληνικού στρατού και την έγκαιρη απώθηση του εχθρού σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η σημασία της συμβολής αυτής αμέσως αναγνωρίσθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού τον Δεκέμβριο του 1940 με την απονομή του Μεταλλίου Εξαιρέτων Πράξεων.

 

Ο Δημήτριος Αργυρόπουλος στην αλβανική ύπαιθρο.

 

Κατά τα κατοχικά χρόνια παραιτήθηκε από την ενεργό δράση και παρέμεινε στην Αθήνα. Προήχθη τον Ιούνιο του 1944 σε διευθυντή Α´ από την εξόριστη κυβέρνηση εθνικής ενότητας Γεωργίου Παπανδρέου στο Κάιρο, ενώ το 1945 σε πρεσβευτή. Μετά την Απελευθέρωση διετέλεσε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του υπουργού Εξωτερικών και έλαβε μέρος στην Α´ Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο Λονδίνο. Υπήρξε πρέσβης στο Ρίο Ιανέιρο και στη Βέρνη.

 

Με την ομάδα του Λυκείου των Ελληνίδων στο Αμβούργο το 1936.

 

Παρόλη την πολιτική αστάθεια και το ακραίο κλίμα που χαρακτηρίζουν τη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία, ο Δημήτριος Αργυρόπουλος υπήρξε ένθερμος θιασώτης της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γαλουχήθηκε με την προοπτική του μεγαλοϊδεατικού οράματος, έχοντας βαθειά επίγνωση των δυσκολιών του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί σε αυτό.

Ιδιαίτερη σημασία προσέδιδε στα επίμαχα θέματα που πήγαζαν από τις περιπεπλεγμένες σχέσεις των αναδυομένων βαλκανικών κρατών, με επίκεντρο το ακανθώδες θέμα των μειονοτήτων και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Είχε βαθύτατη συναίσθηση της συμμετοχής του σε ιστορικής σημασίας γεγονότα και η αίσθηση της Ιστορίας, που γνώριζε να μεταλαμπαδεύει ως εμπειρία και ως πνευματική ενασχόληση, είχε κεντρίσει την παιδική μου περιέργεια για τον Μεσοπόλεμο και τον Πόλεμο του ’40. Οι προσωπικές του αφηγήσεις με βοήθησαν να αποκτήσω μία πρώτη εικόνα της κρίσιμης αυτής εποχής με τις περίπλοκες ιδεολογικές ζυμώσεις και τις εθνικιστικές συγκρούσεις.

Επίσης έναυσμα στην προσπάθεια μου αυτή αποτέλεσε ένα ιδιόχειρό του κείμενο με τίτλο «28η Οκτωβρίου 1940. Ἀναμνήσεις ἡρωϊκῆς ἐποχῆς». Το κείμενο αυτό, που παρατίθεται στο Παράρτημα του βιβλίου, καλύπτει την διαμονή του στην Αλβανία το 1925 και το χρονικό διάστημα 1939-1940· αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που είχε προγραμματίσει σχετικά με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Οι προφορικές του εξιστορήσεις και τα έγγραφα που σώζονται στο ιδιωτικό του αρχείο εμπλουτίζονται από τεκμηριωμένη έρευνα. Πλαισιώνονται από απομνημονεύματα, ημερολόγια, αφηγήσεις, μονογραφίες, άρθρα και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό προερχόμενο κυρίως από το αρχείο του, καθόσον η φωτογραφία από νωρίς τράβηξε την προσοχή του.

 

Η υπηρεσιακή ταυτότητα του Δημ. Αργυροπούλου στην ΚτΕ.

 

Τον Δημήτριο Αργυρόπουλο διέκρινε θάρρος στις πεποιθήσεις του και σταθερή αφοσίωση στους ελεύθερους θεσμούς. Από τις θέσεις οι οποίες του ανατέθηκαν, εργάσθηκε με αυταπάρνηση, αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια και αξιομνημόνευτη παρρησία ακολουθώντας τις επιταγές του εθνικού συμφέροντος. Τα διάφορα παιχνίδια εξουσίας ουσιαστικά δεν τον ενδιέφεραν. Ανυστερόβουλος, υπερασπιζόταν με ειλικρίνεια τις απόψεις του, πολλές φορές με προσωπικό κόστος. Προκειμένου ν’ αποφεύγεται η διαιώνιση των εθνικών ζητημάτων με μόνη λύση, όπως έλεγε, να παραπέμπονται στις καλένδες, συνειδητή του επιδίωξη συνιστούσε η πραγμάτωση αντιλήψεων ρεαλιστικών με γνώμονα το εφικτό.

Πρόκρινε πάντοτε τη μετριοπάθεια και για την καλύτερη αντίληψη της συνθετότητας των προβλημάτων, έδειχνε κατανόηση για τη θέση του άλλου, «οφείλουμε να ακούμε και τις δύο πλευρές», έλεγε συχνά.

Άνθρωπος γενναιόδωρος αγαπούσε τη ζωή και ήξερε να την ομορφαίνει. H προοπτική να γνωρίσει καινούργιους τόπους του φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική. Ακαταπόνητος ταξιδιώτης, χαριτολογώντας είχε κάποτε πει, πως οι διπλωμάτες οφείλουν να έχουν έτοιμες τις αποσκευές τους για μια καινούργια αναχώρηση. Έφυγε από κοντά μας για το τελευταίο του ταξίδι την Τρίτη 1η Φεβρουαρίου 1972 στην Αθήνα στα ογδόντα του χρόνια. Όσοι ευτύχησαν να γνωρίσουν αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο εμπνέονται από το παράδειγμά του και με απέραντη ευγνωμοσύνη αναπολούν τη φυσιογνωμία του.

 

Δημήτριος  Αργυρόπουλος

 

O Δημήτριος  Αργυρόπουλος γεννήθηκε στο Άργος το 1892 και έζησε εδώ τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ήταν το τελευταίο από τα παιδιά του Παναγιώτη Βασιλείου Αργυρόπουλου, ενός εύπορου εμπόρου σιτηρών και κτηματία με καταγωγή από τη Τρίπολη, και της Αργείας συζύγου του Ελένης, το γένος Γκότση. H πατρική του κατοικία βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, σε έναν παράδρομο της οδού Κορίνθου κοντά στην κεντρική πλατεία του Αγίου Πέτρου.

Στο αγρόκτημά τους στον δημόσιο δρόμο προς τους Μύλους καλλιεργείτο κυρίως η σταφίδα, η παραγωγή και η διακίνηση της οποίας έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην τοπική κοινωνία από τον καιρό της βενετικής κυριαρχίας. Ξεχωριστή θέση κρατούσε στις παιδικές του αναμνήσεις η γιορτή του τρύγου που γινόταν κάθε Σεπτέμβρη. Ωστόσο, το αγρόκτημα αυτό κατέληξε στην εκποίησή του, που συνδέεται με το σταφιδικό ζήτημα στην Πελοπόννησο το 1910, όταν η σταφιδοπαραγωγή βρισκόταν εκτεθειμένη σε κινδύνους ποικίλης φύσεως.

Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την απώλεια του πατέρα του. Ο Παναγιώτης Αργυρόπουλος ανήκε στους πολίτες του Άργους που μερίμνησαν για την ανάπτυξη του τόπου. Συγκαταλεγόταν στα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου «Ο Δαναός» που ιδρύθηκε το 1894 με στόχο την ηθική μόρφωση του λαού. Η ιδέα αυτή άρχισε να υλοποιείται με πρωτοβουλία του σχολάρχη Άργους ιερέα Χρήστου Παπαοικονόμου, όταν εκατό κάτοικοι της πόλης «εκ των καλλιτέρων» διακρινόμενοι «εν τοις γράμμασι, τας επιστήμαις, τη βιομηχανία και τω εμπόριο», προσυπογράφουν ιδρυτικό σχέδιο καλώντας τους Αργείους να συμμετάσχουν στις εργασίες για την σύσταση του.

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Ανάδοχος του μικρού Δημητρίου, στον οποίο έδωσε το δικό του όνομα, ήταν ο διακεκριμένος νομικός και λογοτέχνης Δημήτριος Βαρδουνιώτης, προσωπικός φίλος του πατέρα του, εκδότης εφημερίδων και ακάματος μελετητής της αργειακής ιστορίας. Η μορφή του δέσποζε στην πνευματική ζωή της πόλης και ήταν τόσο ταυτισμένη με το Άργος, ώστε ο Δημήτριος Καμπούρογλου, πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας στην Αθήνα, έλεγε ότι ο Βαρδουνιώτης υπενθυμίζει το Άργος και το Άργος τον Βαρδουνιώτη.

Από εκείνα που θυμόταν ο Αργυρόπουλος από την παιδική του ηλικία ήταν η Πύλη της Ξηράς στο Ναύπλιο. Ακόμη ζωηρή εντύπωση του είχε προκαλέσει η φυσιογνωμία ενός μελαγχολικού άνδρα που μόνος του περιπλανιόταν στους δρόμους του Άργους. Ήταν ο Εμμανουήλ Καλλέργης, γιός του στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη και της όμορφης Σοφίας Ρέντη.

Ο άλλοτε λαμπρός αυτός αξιωματικός με σπουδές στην περίφημη στρατιωτική σχολή του Σαιν-Σιρ (Saint-Cyr), ευγενικός πάντοτε και προσηνής, έμενε στο πατρικό του αρχοντικό, ένα νεοκλασικό καποδιστριακό κτήριο που έχει σήμερα μετατραπεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.

 

Η Αναστασία και ο Χαρίλαος Β. Μαυράκης – (Aρχείο Ελένης Ε. Μουσταΐρα).

 

Τα διαστήματα που παρέμενε στην Αθήνα, επισκεπτόταν στη γενέτειρά του την κατά δώδεκα έτη μεγαλύτερή του αγαπημένη αδελφή Αναστασία, σύζυγο του βιομηχάνου Χαριλάου Μαυράκη και τα πέντε τους παιδιά: την Αννίκα η οποία παρέμεινε πολλά χρόνια στο Chicago με τον σύζυγό της Γεώργιο Ντούλα, καθηγητή της γεωπονίας, τον Βασίλη, νυμφευμένο με την Ευγενία Χαραλαμποπούλου, που συνέχισε με επιτυχία τις οικογενειακές επιχειρήσεις, τη Λέλα Θεοδώρου – Παπαδημητρίου, ευπροσήγορη οικοδέσποινα στο ωραίο της κτήμα έξω από το Ναύπλιο, τον Πάνο που σπούδασε νομικά και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, βρίσκοντας το 1944 τραγικό θάνατο, και τη Μαρία Ευαγγέλου Μουσταΐρα, δραστήρια πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Άργους.

 

Ο Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος στον βράχο της Ακρόπολης με τον Πάνο, τη Λέλα και τη Μαρία Μαυράκη.

 

Όταν συνταξιοδοτήθηκε, παρακολουθούσε τη ζωή της ιδιαίτερης πατρίδας του και έδειχνε πάντοτε ενδιαφέρον για τις νυκτερινές σχολές του «Δαναού», στον οποίο δωρήθηκαν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του. Ψήφιζε εκεί με τη σύζυγό του και αρθρογραφούσε στο «Αργειακόν Βήμα». Διατήρησε επαφή με παλαιούς Αργείους, όπως τον εκπαιδευτικό και ιστοριοδίφη Τάσο Τσακόπουλο, τον έμπορο και λογοτέχνη Σπύρο Παναγιωτόπουλο, τον Δημήτριο Φικιώτη, γενικό διευθυντή στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας, γιό του δικηγόρου, βουλευτή και προέδρου του «Δαναού» Αγαμέμνονα Φικιώτη.

Μετά τη μαθητεία του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Άργος, στο Ναύπλιο και στην Αθήνα όπου πάντοτε αρίστευε, ο Δημ. Αργυρόπουλος σπούδασε με υποτροφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για να ικανοποιήσει την καλλιτεχνική του κλίση εγγράφεται παράλληλα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου εξοικειώνεται με το έργο αξιόλογων ζωγράφων που δίδασκαν στη Σχολή, όπως είναι ο Σπύρος Βικάτος, ο Δημήτριος Γερανιώτης, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Γεώργιος Ιακωβίδης καθώς και γενικότερα με την ελληνική καλλιτεχνική κίνηση, την οποία, έκτοτε, δεν έπαυσε με ενδιαφέρον να παρακολουθεί.

 

Η σύζυγος του Δημητρίου Αργυρόπουλου, Μυρώ Μιχ. Παλαιολόγου με παραδοσιακή ελληνική φορεσιά. Γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, εξελέγη Μις Αθήναι το 1932.

 

Nεώτατος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και, προετοιμαζόμενος για τις εξετάσεις  του Υπουργείου των Εξωτερικών, υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας «Εστία» των Αθηνών, που ανήκε τότε στη βενιζελική παράταξη.

Εισάγεται το 1918 στο Υπουργείο Εξωτερικών. Λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του, η ζωή του χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις, γνώρισε τον ελληνισμό της διασποράς στην ακμή του αλλά και στις τελευταίες του αναλαμπές.

Νέτα την αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων στάλθηκε το 1925 στην Αλβανία για την εγκατάσταση των ελληνικών Προξενείων στο Αργυρόκαστρο και  Αγίους Σαράντα και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους απετέλεσε μέλος της μόνιμης ελληνικής αντιπροσωπείας στη Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη.

Τοποθετείται μέλος της Υπάτης Αρμοστείας στη Κωνσταντινούπολη,  γραμματέας πρεσβείας στο Παρίσι, στη Βέρνη, υποπρόξενος στη Λυών, στη Μασσαλία, πρόξενος στην Αδριανούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στο Ζαγαζίκ, στο Πορτ-Σάϊδ της Αιγύπτου,  γενικός πρόξενος στο Αμβούργο και σύμβουλος πρεσβείας στη Βαρσοβία.

Toν Σεπτέμβριο 1939,  αναλαμβάνει καθήκοντα  γενικού προξένου στα Τίρανα  όπου παρέμεινε  έως  τις 4 Νοεμβρίου 1940, μιαν εβδομάδα μετά τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Τίρανα, ο Δημήτριος Αργυρόπουλος, με κίνδυνο της ζωής του, είχε αναπτύξει ένα δίκτυο συλλογής πληροφοριών τηρώντας ενήμερη την ελληνική Κυβέρνηση  μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας για την επικείμενη εισβολή της φασιστικής Ιταλίας, με αποτέλεσμα η ημερομηνία της επίθεσης κατά της Ελλάδος να ήταν ήδη γνωστή. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε στις 31 Μαρτίου 1945, όταν υπουργός Στρατιωτικών ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, με το Μετάλλειο Εξαιρέτων Πράξεων «διά τας πολυτίμους υπηρεσίας ας προσέφερεν εις την πατρίδα».

Κατά το διάστημα της ιταλικής και γερμανικής κατοχής παραιτείται από το Υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο ανακλήθηκε το 1944. Το 1945, προάγεται σε πρέσβη και το 1946, συμμετείχε στη πρώτη συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στο Λονδίνο. Την ίδια χρόνια διορίζεται πρέσβης της Ελλάδος στο Ρίο Ιανέιρο, όπου παρέμεινε ως το 1951.

 

Οικογενειακές στιγμές στην Petropolis. Με τη σύζυγό του Μυρώ Παλαιολόγου και την κόρη τους Ρωξάνη.

 

Ως Διευθυντής υποθέσεων Εκκλησιών και Απόδημου Ελληνισμού στο Υπουργείο Εξωτερικών συμμετέχει το 1953 στις διαπραγματεύσεις με την ιταλική κυβέρνηση για την  ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Bυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας.

Tο 1954, τοποθετείται πρέσβης στη Βέρνη. Τον Ιούλιο του 1955 μετέχει της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Πρώτη Διεθνή Διάσκεψη για τις ειρηνικές εφαρμογές της ατομικής ενέργειας που οργάνωσε στη Γενεύη ο διάσημος νομπελίστας φυσικός Νιλς Μπορ (Ν. Bohr).

 

Ο Δημήτριος Αργυρόπουλος με την σύζυγό του Μυρώ στον κήπο της Πρεσβείας στη Βέρνη το 1955.

 

Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος του Φοίνικος, με τους Μεγαλόσταυρους Βραζιλίας και Αιθιοπίας,  με τον ανώτερο ταξιάρχη Ιταλίας, καθώς και με άλλα παράσημα. Έφερε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή.

Πέθανε στην Αθήνα το 1972. Ήταν παντρεμένος από το 1941 με τη Μυρώ  Παλαιολόγου, κόρη τους είναι η συγγραφέας του βιβλίου που παρουσιάσαμε,  Ρωξάνη Αργυροπούλου, ιστορικός και ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών  του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

 

«Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος – Ένας διπλωμάτης

στον Μεσοπόλεμο και στο Έπος του᾽40»

 Pωξάνη  Δ. Aργυροπούλου

Αθήνα, εκδόσεις «Καλλιγράφος», 2020
Σελίδες: 216, με α/μ εικόνες
Διαστάσεις: 17 x 24 εκ.
ISBN: 978-960-9568-73-9

 

Τάσος Τσάγκος

Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

 

Read Full Post »

Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο. Άλκης Ρήγος στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Πρωταρχικά, όταν αναφερόμαστε στη μεσοπολεμική περίοδο του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, την προσδιορίζουμε μεταξύ της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και της τριπλής κατοχής του 1941. [1]

Πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική περίοδο από εκείνη της πρώτης εκατονταετίας του νεοελληνικού κράτους. Μια περίοδο που αποτελεί την αφετηρία ενός ουσιαστικά νέου κράτους, εθνοτικά περισσότερο ομοιογενούς από όλα τα ευρωπαϊκά – μέσα από τις αναγκαστικές ανταλλαγές των πληθυσμών – όπου το μέγιστο των Ελλήνων για πρώτη φορά στην ιστορική του διαδρομή καλείται να ζήσει και να αναπτυχθεί στα όρια ενός ελληνικού κράτους. Τα σύνορα οριστικοποιούνται, ο συνεκτικός πολιτικός μύθος της πρώτης εκατονταετίας της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει οριστικά.

Την περίοδο αυτή ο κοινωνικός μας σχηματισμός διέρχεται μια πολύπλευρη κρίση αναντιστοιχίας των ραγδαίων πληθυσμιακών, οικονομικό-κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων και μιας νέας ριζικά διάφορης πραγματικότητας, η οποία έχει ως συνέπεια μια διαρκή κρίση νομιμοποίησης του όλου πολιτικού συστήματος, την οποία διατρέχει και επικαθορίζει σε όλα τα επίπεδα ο Εθνικός Διχασμός.

Ελευθέριος Βενιζέλος. Αρχείο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Πρόκειται για ένα βαθύ ενδοαστικό πολιτικό χάσμα των μέσων της προηγούμενης δεκαετίας του 1910, δημιούργημα της διάστασης απόψεων μεταξύ της Κυβέρνησης Φιλελεύθερων με Πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο γύρω από το θέμα της εισόδου της χώρας στον Πόλεμο υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ ή την διατήρηση της σε κατάσταση ευμενούς – για τις κεντρικές δυνάμεις – ουδετερότητας. Ένα χάσμα που πήρε διαστάσεις εμφυλίου πολέμου με δύο κυβερνητικές οντότητες εκείνη των Αθηνών και εκείνη της Θεσσαλονίκης και ενδιαφέρουσες κοινωνικές ταξικές παραμέτρους, οι οποίες όμως εκφεύγουν του πλαισίου αυτής της εισήγησης.

Πρόκειται ουσιαστικά για τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο που συνταράσσει τη χώρα τον 20ο αιώνα και ο οποίος τελειώνει σε επίπεδο πολιτικής σκηνής, την ώρα που η κοινωνία συγκλονίζεται από το δεύτερο εμφύλιο του αιώνα, εκείνον που με αυτό το όνομα καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40.

Συνέπεια και των δύο εμφυλίων είναι η αδυναμία ύπαρξης στον κοινωνικό μας σχηματισμό καθαρών ταξικών αποκρυσταλλώσεων και δημιουργίας μιας εθνικής τάξης, μιας τάξης δηλαδή που προωθώντας τα ειδικά ταξικά της συμφέροντα, κατορθώνει να εντάσσει στις επιλογές της το μέγιστο των άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων που συναποτελούν τον κάθε κοινωνικό σχηματισμό.

Συνέπεια του πρώτου αυτού ενδοαστικού εμφυλίου, που έμεινε στην ιστορία μας ως «Εθνικός Διχασμός», είναι η μη αναγωγή των αστικών στρωμάτων σε τάξη και μάλιστα εθνική, δυνατότητα που φάνηκε να δημιουργείται στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

Συνέπεια του δεύτερου είναι η μη αναγωγή σε εθνική μιας άλλης τάξης, της εργατικής, που φάνηκε να μεταλλάσσεται σε εθνική στη διάρκεια της τριπλής κατοχής, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την απόλυτη κοινωνική ενότητα της μέχρι τότε πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης, απέναντι στο νέο κίνδυνο. Ενότητα ταξική που παρά την ένταση του Εθνικού Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο, είχε ήδη φανεί τον μεσοπόλεμο με τις διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, με αποκορύφωμα την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» Νόμου του 1929 δίωξης όχι της παράνομης πράξης αλλά των ιδεών και της σκέψης.

Οι συνέπειες μη ύπαρξης εθνικής τάξης στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι καθοριστικές για την όλη του πορεία, η οποία σε συνάρτηση με την ποιοτική κυριαρχία των μικροαστικών στρωμάτων και τις περί πολιτικής προσωποκεντρικές αντιλήψεις αυτών των στρωμάτων, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της κοινωνίας συνεπικουρούμενες από μια ιδεαλιστική προσωποκεντρική σύλληψη της Ιστορίας, αποτελεί εκτός πολλών άλλων και τον γενεσιουργό λόγο μιας κυρίαρχης φαινομενικά υπερπολιτικοποίησης μεγάλων λόγων, στην ουσία όμως α-πολιτικοποίησης, η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική πράξη όχι ως έκφραση κοινωνικό-πολιτισμικών διεργασιών αλλά ως ατομικό άθλημα «χαρισματικών» ή μη προσώπων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο από τον εθνικό διχασμό στην πολιτική σκηνή εμφανίζονται δύο πάνω κάτω ισοδύναμες αστικές πολιτικές οικογένειες. Δύο «πολιτικοί κόσμοι», όπως τότε έλεγαν, που αναπαράγονται σε μεγάλο βαθμό τεχνητά, στην νέα ριζικά διάφορη μεσοπολεμική περίοδο, πίσω από τους οποίους κρύβονται επιμελώς οι διαφορές οικονομικών συμφερόντων και κυρίως οι ανταγωνισμοί πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό που αποτελεί την κατ’ εξοχήν κοινωνική παραγωγική μηχανή.

Δυο πολιτικές οικογένειες με πολλά επί μέρους πολιτικά μορφώματα – και όχι κόμματα με την οργανωμένη μορφή που εμφανίζουν μόλις στα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής Δικτατορίας της 21ης Απριλίου – εκείνη των Φιλελευθέρων / Βενιζελικών και αντιβασιλικών και εκείνη των φιλοβασιλικών Λαϊκών – αυτοπροσδιοριζόμενων και ως αντιβενιζελικών. Αιχμή της αντιπαράθεσης που διατρέχει όλη την μεσοπολεμική περίοδο το καθεστωτικό πρόβλημα. Σε πρώτη φάση το καθεστωτικό φαίνεται να λήγει με το δημοψήφισμα του 1924 και την εγκαθίδρυση της Β΄ Ελληνικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Δημοψήφισμα που αναγνώρισε και τμήμα της φιλοβασιλικής οικογένειας με επικεφαλής τον αρχηγό του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων Ιωάννη Μεταξά. Αλλά επανέρχεται το 1935 μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζέλου που οδήγησε μέσα από το πιο νόθο δημοψήφισμα της Ιστορίας μας στην παλινόρθωση της Βασιλείας. Δημοψήφισμα που όμως νομιμοποίησε με δηλώσεις του ο ίδιος ο εξόριστος Βενιζέλος.

Συστατικό στοιχείο και των δύο αυτών πολιτικών οικογενειών, η «αρχηγική» τους άρθρωση, ως χαλαρές ενώσεις φιλόδοξων πολιτικών και τοπικών παραγόντων, χωρίς σαφείς προγραμματικές, καταστατικές και οργανωτικές δομές, κοινωνικές αναφορές και ιδεολογικές συντεταγμένες, με στόχο την κρατική διαχείριση και όσα αυτή υλικά συνεπάγεται. Αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών είναι οι συχνές μεταπηδήσεις των πολιτευτών τους, από την μια στην άλλη πολιτική οικογένεια, χωρίς κανένα πολιτικό κόστος, οι δημιουργίες βραχύβιων ή και μόνο εκλογικών συμπράξεων, η εμφάνιση πάνω από εξήντα πολιτικών σχημάτων στις επτά εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου. Επίσης ο έντονα πατερναλιστικός τους χαρακτήρας και κυρίως ο μη ιδιαίτερος σεβασμός του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος καθώς και των θεσμών και ελευθεριών που καθιερώνει, η εύκολη αλλαγή θέσεων από τις πιο ριζοσπαστικές δημοκρατικές στην εξύμνηση δικτατορικών και στρατοκρατικών προτύπων.

Το τελευταίο εντείνει η ύπαρξη και στις δύο πολιτικές οικογένειες ενός στρατιωτικού δυναμικού βραχίονα, που όμως δεν μεταλλάσσεται σε αυτόνομη πολιτική δύναμη, απλά εναλλάσσεται στη στρατιωτική κλίμακα ηγεσίας και γίνεται δημιουργός σειράς κινημάτων, πραξικοπημάτων και τεσσάρων δικτατορικών εκτροπών. Εκείνης του 1922 μετά την κατάρρευση μικρασιατικού μετώπου υπό τον Πλαστήρα, εκείνης του Πάγκαλου το 1926, την πρόσκαιρη του Κονδύλη το 1935 την αυτοχαρακτηριζόμενη ως «κοσμογονία» και τέλος εκείνη της 4ης Αυγούστου του 1936 με επικεφαλής τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και εκτελεστικό του όργανο «ταπεινό του υπηρέτη» έναν αποτυχημένο πολιτικό με φασίζουσες ιδέες, τον Ιωάννη Μεταξά.

Φωτεινή εξαίρεση η ύπαρξη του μικρού κόμματος της «Δημοκρατικής Ένωσης», «Άγροτο-Εργατικό» στη συνέχεια, που με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου επιχειρεί μάταια όλη την μεσοπολεμική περίοδο να υπερβεί τον Διχασμό προβάλλοντας ένα θετικό κοινωνικό πρόγραμμα και μια σταθερή αξιακή προσήλωση στο Δημοκρατικό ιδεώδες.

Πάντως όλη την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία το στοιχείο που ανατρέπει την αμφίρροπη ισορροπία των δύο αστικών οικογενειών είναι η μαζική ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών – υπερβαίνουν το ενάμιση εκατομμύριο – στην βενιζελική παράταξη, γεγονός που της επιτρέπει την αβίαστη διαχείριση της κυβέρνησης, τουλάχιστον μέχρι το 32, όπου οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην οικονομικο-κοινωνική σφαίρα, καθώς και το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με την Τουρκική Δημοκρατία του 1930, με το οποίο τα όνειρα των προσφυγικών πληθυσμών για επιστροφή στις χαμένες πατρίδες ή έστω αποζημιώσεων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν, εξανεμίζονται μεταστρέφοντας μεγάλα τμήματα των προσφυγικών πληθυσμών αλλά και των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων, που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση, προς την νέα πολιτική οικογένεια που την ίδια περίοδο έχει εμφανιστεί στην πολιτική μας σκηνή, εκείνη της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς όμως η οποία επίσης δεν κατορθώνει παρά τις προθέσεις της και την αναμφίβολη ιδεολογικο-οργανωτική της ανωτερότητα, ν’ αποκτήσει απήχηση μαζικού κόμματος, τόσο στις σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές της εκφράσεις οι οποίες μένουν σχεδόν αποκλειστικά στο επίπεδο ενός περιθωριακού φαινομένου διανοουμένων που όπως παρατηρεί ο Ασημάκης Πανσέληνος «ήταν όλοι τους χωρίς οπαδούς και οι λίγοι οπαδοί σκόρπιοι χωρίς ηγέτες». Η προσπάθεια μετά το 1930 που οι κοινωνικές εξελίξεις δημιουργούσαν καλύτερους όρους δράσης ταξικών πολιτικών μορφωμάτων, συνένωσης όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων σε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν κατορθώνει να αποκτήσει ένα ιδιαίτερο βάρος στην πολιτική σκηνή, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των σοσιαλιστών στην απαρχή δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής συνείδησης.

Όσο και στις κομμουνιστικές εκδοχές της, οι οποίες ενώ είναι οι μόνες που αποκτούν συγκρότηση οργανωμένου πολιτικού χώρου – όχι όμως και ενιαίας έκφρασης – δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μιας μεγάλης έστω ομάδας αμφισβήτησης. Παρ’ όλα αυτά η μεγαλύτερη συνιστώσα τους, το Κ.Κ.Ε. αποτελεί κατά την δεκαετία του ’30, ένα νέο υπαρκτό πολιτικό συντελεστή της πολιτικής σκηνής, που τα συμφέροντα τα οποία προσπαθεί να εκφράσει είναι θεμελιακά αντίθετα των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών.

Η κυριαρχία πάντως όλη την μεσοπολεμική περίοδο των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών, παραμένει αμείωτη όπως και η ενδοαστική φύση του διχασμού η οποία εκτός όλων των άλλων, δεν επιτρέπει την θεμελίωση ενός νέου θετικού ιδεολογικού λόγου αστικής ηγεμονίας, μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Το κενό επιχειρεί να καλύψει ο αρνητικός όμως μύθος – μια που δεν υφίστανται πραγματικοί κοινωνικό-πολιτικοί λόγοι θεμελίωσής του – του «κομμουνιστικού κινδύνου». Η ανυπαρξία θετικού λόγου αστικής ηγεμονίας δεν επιτρέπει επίσης στην αβασίλευτη μεσοπολεμική δημοκρατία να υπερβεί την τυπική της μορφή και να αποκτήσει ένα στοιχειώδες κοινωνικό περιεχόμενο, ως προς τις καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις, στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες. Την εκτρέπει σε αλλεπάλληλα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, άγονους προσωπικού ανταγωνισμούς, παραστρατιωτικές οργανώσεις και ενδοστρατιωτικές φατρίες συχνές και αδιέξοδες εκλογικές αναμετρήσεις (7 βουλευτικές εκλογές με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, 1 εκλογή γερουσιαστών, και δυο δημοψηφίσματα για το πολιτειακό), στρατιωτικές αναμείξεις μέσα από τις οποίες αναδύεται η ανικανότητα του αστικού πολιτικού κόσμου, να σταθεροποιήσει μια πολιτική διαχείριση ικανή να επιλύει τις οξυνόμενες κοινωνικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις που γεννά την ίδια περίοδο το πέρασμα της οικονομίας από την Απλή Εμπορευματική Παραγωγή στην κυριαρχία του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής σε συνθήκες πτώχευσης της χώρας, με αυξανόμενη ανεργία και μεγάλα τμήματα πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, με δυσανάλογα αναπτυγμένους εμπορικο-μεσιτικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς υπηρεσιών, παραδοσιακές μορφές πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής, ταυτόχρονα με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων και παλιών εφοπλιστικών παραγόντων, έντονα πελατειακά δίκτυα, με όλες τις κοινωνικές συνέπειες που αυτά τα μη αλληλοσυμπληρούμενα φαινόμενα συνεπάγονται. Μια καπιταλιστική κυριαρχία δομημένη μέσω του κράτους και του ελεγχόμενου τραπεζικού συστήματος σε μεγάλο βαθμό από αυτό, σε συνθήκες «θερμοκηπίου» – σύμφωνα με τον Ζολώτα – οι οποίες διατηρήθηκαν αναλλοίωτες μέχρι το 1960 και την απαρχή σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ. Και όπως παρατηρεί ο συντηρητικός ιστορικός της περιόδου Γρηγόριος Δαφνής: «καθ’ όλην την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ελληνική αστική τάξις, η οποία ευρίσκετο εις σημείον ακμής, προσεπάθησεν να αποκτήση ιδεολογικόν περιεχόμενον και να παρουσιάση συνοχήν και οργάνωσιν. Δεν το επέτυχεν».

Οι προσπάθειες υπέρβασης του Διχασμού με την Οικουμενική Κυβέρνηση όλων των αστικών πολιτικών μορφωμάτων του 1926, μετά τις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική και χρήση ψηφοδελτίων, έχουν ήδη ναυαγήσει άλλωστε, με ευθύνη του ίδιου του Βενιζέλου ο οποίος για να επανέλθει στην πολιτική σκηνή από την αυτοεξορία του, δεν διστάζει να αναζωπυρώσει το διχασμό, αναμοχλεύοντας τον ανύπαρκτο τότε κίνδυνο επαναφοράς της μοναρχίας. Ο ίδιος βέβαια κλείνει τη ζωή του όπως είδαμε με την αναγνώριση της Βασιλείας προφανώς και λόγω του επερχόμενου πολέμου και της βρετανικής πολιτικής, το περίφημο δύο Β (Βασιλιάς – Βενιζέλος).

Πάντως η τεχνητή αναβίωση του Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο κατορθώνει ν’ αποσπάσει τις κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα από τις συσσωρευμένες αντιφάσεις που γεννούν οι νέες συνθήκες, να εντάξει το μεγαλύτερο ποσοστό τους, στους κυρίαρχους μηχανισμούς πατρωνίας – πελατείας, μέσω της διαχείρισης του κρατικού μηχανήματος. Η πολιτική πάλη με αυτό τον τρόπο διεξάγεται με όρους συντήρησης του αστικού status – quo που δρα παράλληλα και ως μηχανισμός αποπροσανατολισμού και «μετάθεσης» των ταξικών συνειδητοποιήσεων.

Η κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων και πρακτικών, έκφραση των κοινωνικών ιδιοτυπιών και των μορφών αλληλεπίδρασης μέσω του κράτους, τόσο των γενικότερων οικονομικών λειτουργιών όσο και των στενών ατομικών αναγκών, εξηγεί επίσης και το γιατί όλη την περίοδο της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές και Βαλκανικές χώρες, δε δημιουργούνται στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μαζικά κινήματα αμφισβήτησης του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Οι φασιστικές και φασιστοειδείς κινήσεις – παρά την ίδια περίοδο κυρίαρχη εμφάνισή τους στη γηραιά Ήπειρο και την διάχυσή τους σε τμήματα του αστικού πολιτικού, στρατιωτικού και εκδοτικού προσωπικού – δεν ξεπερνούν τα όρια του γελοίου ούτε κατορθώνουν να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένη πολιτική πρόταση. Εξαντλούνται σε οπερετικές τελετουργικές μιμήσεις και λεκτικές διακηρύξεις κυρίως ναζιστικών προτύπων και κάποιες απεχθείς ρατσιστικές εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, χωρίς πανελλαδικό χαρακτήρα.

Οι κινήσεις για δημιουργία αυτόνομου αγροτικού κινήματος – παρά τους αξιόλογους διανοουμένους που συσπειρώνουν – δεν κατορθώνουν επίσης να αποκτήσουν πανελλαδική εμβέλεια. Παραμένουν κινήσεις «από τα πάνω» με έντονη ιδεολογική ανομοιογένεια και ρευστότητα, κρίσεις και διασπάσεις.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο η έρπουσα κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού αστικού συστήματος, όταν αρχίζει να αντιμετωπίζει μετά το 1932 μια αυξανόμενη κοινωνική πίεση από οργανωμένες εκφράσεις συνδικαλιστικές και πολιτικές εργατών και αγροτών και αμφιταλαντεύσεις της σταθερής πελατείας των μικροαστικών στρωμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί την υπέρβασή τους μέσα από ένα κοινωνικό δημοκρατικό όραμα όπως υποστηρίζει ο Αλ. Παπαναστασίου. Και οι δύο πολιτικές οικογένειες – με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις – οδηγούνται στην κυρίαρχη εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη αντίληψη ότι τις αντιφάσεις που δεν μπορεί να λύσει με δημοκρατικά μέσα η αστική κοινοβουλευτική διαχείριση μπορεί να τις υπερβεί δυναμικά ένας ισχυρός άνδρας με δικτατορικές εξουσίες, το περίφημο δόγμα – μύθο του Φύρερ Πρινσίπ. Ο χαρισματικός ηγέτης της φιλελεύθερης οικογένειας Ελ. Βενιζέλος το επιχειρεί με την πραξικοπηματική ενέργεια του κινήματος του ’35 και αποτυγχάνει. Η αντιβενιζελική οικογένεια δε διαθέτει χαρισματικό ηγέτη, διαθέτει όμως τον εξόριστο πραγματικό της αρχηγό τον Βασιλιά. «Ο εστεμμένος φελλός που δεν μπορεί να πωματίσει το κοινωνικό ηφαίστειο» σύμφωνα με τον εκδότη της «Καθημερινής» Γεώργιο Α. Βλάχο μετατρέπεται από τον ίδιο εκδότη σύντομα σε αναμενόμενο «Σωτήρα» του κοινωνικού καθεστώτος, που επανέρχεται έστω και με νόθο δημοψήφισμα – που παρά την αποχή βενιζελικών και αριστερών συγκεντρώνει το… 97,80% και 400 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους των τελευταίων βουλευτικών εκλογών του 1933(!), αλλά και με τις ευλογίες και των δύο πολιτικών κατά τα άλλα διχασμένων αστικών οικογενειών – με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις και πάλι ανάμεσά τους αξίζει να μνημονεύσουμε τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη – αναστέλλει το Σύνταγμα και εγκαθιστά μετά ένα μικρό δημοκρατικό διάλειμμα τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Το πέρασμα από τη δημοκρατική αρχή σε ένα κράτος «Εκτάκτου Ανάγκης» επιβεβαιώνει την αδυναμία της πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης να παίξει στο πολιτικό πεδίο – όπως δεν κατόρθωσε και στο κοινωνικό – παρά τις υπάρχουσες αντικειμενικές δυνατότητες, έναν αυτόνομο ρόλο εθνικής τάξης. Επιβεβαιώνει επίσης την διορατική πρόβλεψη του Αλέξανδρου Σβώλου ότι «το δημοκρατικόν και φιλελεύθερον πολίτευμα θα διέλθη δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν ή η εξέλιξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνικήν δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεώς της καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής της επιβολής».

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρόκειται για μια αναγκαστική επιλογή των κυριάρχων μερίδων της αστικής τάξης, απέναντι σε υπαρκτούς ή υποτιθέμενους – όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση – κινδύνους που την οδηγούν να παραιτηθεί από μια σειρά πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ακόμη και από το σύνολό τους, χωρίς βέβαια να χάσει το βασικό για την αστική τάξη δικαίωμα το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα κάθε αστικής εξουσίας και το οποίο συνίσταται στη συνέχιση της ιδιοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας. Απόδειξη η – χωρίς διαμαρτυρίες – άρση των Συνταγματικών Ελευθεριών από την Δικτατορία και η ψήφιση από την ίδια του πρώτου Αστικού Κώδικα της χώρας.

 

Υποσημείωση


 

[1] Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο μου (1999), Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, 3η έκδοση, Πρόλογος Νίκου Σβορώνου, Αθήνα: Ιστορική βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, όπου και η αντίστοιχη αναλυτική βιβλιογραφία.

 

Άλκης Ρήγος

 

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης & ιστορίας,

Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »