Πολυπολιτισμικότητα και Χριστιανική Αγωγή – Η Περίπτωση της Ελλάδας. Θεοδώρα – Κωνσταντίνα Παπαδημητρίου
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» την μεταπτυχιακή φροντιστηριακή εργασία της κας Θεοδώρας – Κωνσταντίνας Παπαδημητρίου με θέμα: «Πολυπολιτισμικότητα και Χριστιανική Αγωγή. Η περίπτωση της Ελλάδας». Αφορμή του παρόντος πονήματος είναι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και η επακόλουθη πολυπολιτισμικότητα στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς και οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή.
Πολυπολιτισμικότητα και Χριστιανική Αγωγή – Η Περίπτωση της Ελλάδας
Εισαγωγή – O πλουραλισμός και το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας – Η πολυπολιτισμικότητα στον κόσμο και στην σύγχρονη Ελλάδα – Η παγκόσμια προοπτική των μεγάλων θρησκειών του κόσμου – Ο πνευματικός χώρος της Ορθοδοξίας μέσα στην οικουμενική πολυπολιτισμικότητα – Η Χριστιανική θρησκευτική διαπαιδαγώγηση σημαίνει ανάπτυξη – Η Χριστιανική αγωγή και η σχολική θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα – Το θρησκευτικό βίωμα και η θεραπευτική αγωγή της Χριστιανικής αγωγής – Το ζητούμενο από την Ορθοδοξία Εκκλησία της Ελλάδας – Επίλογος – Βιβλιογραφία
- Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για την παγκοσμιοποίηση, με ποικίλες σημασιολογικές φορτίσεις, κυρίως οικονομικές αλλά και πολιτιστικές. Πολλοί την εκλαμβάνουν ως πρόοδο, ανάπτυξη και εξέλιξη. Άλλοι ως αναμφισβήτητη απειλή. Ανεξάρτητα πάντως από την ευφορία ή την ανησυχία με την οποία αντιμετωπίζεται το φαινόμενο, η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη και καμία δύναμη δε φαίνεται ότι μπορεί να την αναστείλει. Όλοι είμαστε εκούσια ή ακούσια σε φάση συνεχών μεταβολών. Ανοίγονται για την ανθρωπότητα υπέροχες δυνατότητες και απροσδόκητες προοπτικές. Αλλά επιφέρονται και αλυσιδωτές αναταραχές, αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις. Τελικά το να είμαστε ουδέτεροι, αρνητικοί ή άκαμπτοι αποτελεί σημάδι κοινωνικής στέρησης και υποβάθμισης. Είμαστε άραγε έτοιμοι να υιοθετήσουμε μια συνειδητή και ενεργητική στάση στις σύγχρονες παγκόσμιες προκλήσεις;
Επακόλουθο της παγκοσμιοποίησης είναι και η πολυπολιτισμικότητα που θα ερευνηθεί στη συγκεκριμένη εργασία. Άποψη μου είναι πως η οικουμενικότητα δεν είναι κάτι ξένο και επίφοβο καθώς είναι μέσα στο αίμα των Ορθοδόξων, το οποίο συνεχώς καθαίρεται από το αίμα του Χριστού, ως Λυτρωτή των ανθρώπων. Στη θέση μιας παγκοσμιοποιήσεως που μετατρέπει λαούς και ανθρώπους σε πολτό και τους χρησιμοποιεί για οικονομικούς κυρίως σκοπούς, πιστεύω πως η Ορθόδοξη Χριστιανική αγωγή και το ορθόδοξο βίωμα αποτελεί ένα όραμα που μας καλεί να ενταχθούμε όλοι μαζί σε μια κοινωνία αγάπης ανεξαρτήτου χρώματος, φυλής, μορφωτικού ή κοινωνικού επιπέδου. Είναι λοιπόν μια πρόκληση για την Ορθοδοξία να μπορέσει να διαχειριστεί και να ανταπεξέλθει επαρκώς στις ραγδαίες εξελίξεις της σύγχρονης εποχής αλλά και των επόμενων αιώνων και να βρίσκεται στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων, στην πρωτοπορία της προόδου. Άλλωστε και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια βρέθηκε σε ανάλογες συνθήκες και κατάφερε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος να εδραιωθεί, να στηρίξει το νεοσύστατο ποίμνιο και να λειτουργήσει υπερεθνικά, ανακαινιστικά και απελευθερωτικά. Τελικά διαπιστώνουμε πως κάθε εποχή έχει προκλήσεις που μας ωθούν σε αλλαγή, εξέλιξη και ανάπτυξη.
- Ο πλουραλισμός και το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας
Η υιοθέτηση του πλουραλισμού βρίσκεται στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και εκφράζεται σε πολλαπλά επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και, τελικά πολιτικό. «Ο κοινωνικός πλουραλισμός συνεπάγεται την αποδοχή των ομάδων, οι οποίες θεωρούνται ως ο φυσιολογικός ή ο επιθυμητός τρόπος οργάνωσης των ατόμων. Η μορφή, όμως, αυτού του πλουραλιστικού ιδεώδους δεν είναι αυτονόητη. Στο πεδίο αυτό αντιπαρατίθενται φιλόσοφοι, όπως ο Montesquieu ή ο Rousseau, και τα συστήματα, όπως αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Γαλλίας… Σήμερα όμως παντού οι ομάδες αναγνωρίζονται και θεωρούνται ως ένα φυσικό μέσο δημοκρατικής έκφρασης» [1]. Κατανοούμε λοιπόν ότι δημιουργείται μια νέα τάξη πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. «Τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο μας… με μια έννοια του συρμού, όπως είναι σήμερα η παγκοσμιοποίηση. Το βαθύτερο νόημα που μεταφέρει η ιδέα της παγκοσμιοποίησης είναι αυτή του απροσδιόριστου, ανυπότακτου, και αυτοπροωθούμενου χαρακτήρα των παγκόσμιων υποθέσεων· είναι η απουσία ενός ¨ομφαλού¨» [2].
Ο όρος «πολυπολιτισμικότητα» (multiculturalism) αποτελεί σαφώς δάνειο από την αγγλική γλώσσα με ιδιαίτερη προφορική εκφορά. Όμως πραγματικά γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνει; To πιο πιθανό είναι να λάβουμε πληθώρα απαντήσεων και ερμηνειών ανάλογα με το ποιόν θα ρωτήσουμε. Η πιο απλουστευμένη θεώρηση θα ήταν να υποστηρίξουμε πως πολυπολιτισμικότητα σημαίνει επιλογή ανάμεσα σε μια ποικιλία πολιτιστικών ταυτοτήτων και αγαθών. Επίσης «αφορά τη συμβίωση και τη συνύπαρξη κοινοτήτων με διαφορετικούς πολιτισμούς και πολιτισμικές παραδόσεις. Αναφέρεται τόσο στη γεωγραφική συμβίωση σε αστικοποιημένες περιοχές, όπως είναι τα γκέτο, οι μαχαλάδες, οι κοσμοπολίτικες πόλεις, όσο και στη συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών κοινοτήτων στα πλαίσια μεγάλων κρατών, αυτοκρατοριών και συνομοσπονδιών» [3]. Σκοπός της θα μπορούσε να είναι ανάδειξη και η προστασία του εθνικού-πολιτισμικού υπόβαθρου της κάθε κοινότητας.
Είναι δεδομένο πως αποτελεί κυρίαρχο φαινόμενο της εποχής μας. Όλες οι κοινωνίες παγκοσμίως αναζητούν τρόπους για να εξασφαλίσουν την αρμονική συμβίωση διαφορετικών ταυτοτήτων και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Όσο μελετά κανείς διάφορες διαστάσεις της πολυπολιτισμικότητας, αλλά και της θρησκευτικής ελευθερίας, τόσο περισσότερο διαπιστώνει ότι ανοίγονται μπροστά του νέες διαστάσεις τους, που ταυτόχρονα τον οδηγούν σε μια διαφορετική θεώρηση πολλών ζητημάτων. Ιδίως γίνεται κατανοητό ότι βασικές αρχές που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του μοντέρνου κόσμου, όπως η ανεκτικότητα, ο σεβασμός του άλλου, η ελεύθερη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας αποκτούν όλο και περισσότερο ιδιαίτερη αξία. Αναδεικνύονται σε αρχές που είναι αναγκαίες για την ομαλή και ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων, οι οποίοι εκφράζονται μέσα από έναν πολιτιστικό πλουραλισμό, επικοινωνούν μεταξύ τους λόγω των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων και δεν ζουν πια σε κλειστές οριοθετημένες ομάδες. Αξιοσημείωτο είναι σε αυτό το σημείο το σχόλιο του Steven C. Rockefeller που αναφέρει πως: « Όλοι οι πολιτισμοί έχουν τη δική τους θέση σε μια γενικότερη τάξη πραγμάτων, και ο καθένας ξεχωριστά είναι φορέας εγγενούς αξίας η οποία είναι ανεξάρτητη από την όποια αξία μπορεί να έχουν οι παραδόσεις του για τους άλλους πολιτισμούς» [4]. Την κοινωνική αυτή πραγματικότητα της πολιτισμικής ποικιλότητας της εποχής μας περιγράφουν τέσσερις όροι με παρεμφερές περιεχόμενο: ο πολυπολιτισμός, ο διαπολιτισμός, το πολιτισμικό μωσαϊκό και ο κοσμοπολιτισμός.
Τελικά βλέπουμε πως η δυναμική της πολυπολιτισμικότητας πιέζει τις κοινωνίες μας να εξελιχθούν, περνώντας από το στάδιο της κοινωνίας των μαζών στο στάδιο της κοινωνίας των πολιτισμών και των πολιτισμικών ομάδων. «Αλλά τώρα το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε όλοι την ίση αξία διαφορετικών πολιτισμικών ενοτήτων. Όχι μόνο να τις αφήσουμε να επιβιώσουν, αλλά να αναγνωρίσουμε και τη σπουδαιότητα τους» [5].
- Η πολυπολιτισμικότητα στον κόσμο και στην σύγχρονη Ελλάδα
Αρχικά παρατηρούμε πως ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε σε χώρες των οποίων ο πληθυσμός αποτελούνταν από ένα αμάλγαμα γηγενών, εποίκων, και μεταναστών. Για παράδειγμα οι Η.Π.Α., ο Καναδάς και Αυστραλία είχαν καθαρά αποικιακό παρελθόν. Επομένως, ήρθαν και πρώτες αντιμέτωπες με την πρόκληση να διαχειριστούν πληθυσμιακές ομάδες με κοινά εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά, οι οποίες διεκδικούσαν την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της παρουσίας τους.
Σήμερα φαίνεται πως «πρωτεύουσα στρατηγική επιβίωση στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις δεν είναι εφεξής το ¨από κοινού¨, αλλά η αποφυγή και ο χωρισμός. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα αν αγαπάμε η μισούμε το γείτονα μας. Το δίλημμα διευθετείται άμεσα, όταν κρατάμε το γείτονα μας σε απόσταση και η ανάγκη επιλογής του ενός ή του άλλου αναιρείται. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται όλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες θα έπρεπε να επιλέξει κανείς μεταξύ αγάπης και μίσους» [6].
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, «χαρακτηριστική περίπτωση μιας κρατικής οντότητας που προσπαθεί να διαχειριστεί την πολυπολιτισμικότητα είναι η Αυστραλία. Σύμφωνα με την ιδεολογία που διαμορφώνει την κοινωνική πολιτική της Αυστραλίας, η πολιτισμική πολυφωνία, προσδιορίζεται τόσο από την παρουσία ποικίλων πολιτισμών όσο και από την αποδοχή της θετικής συμβολής της πολυφωνίας των διάφορων εθνοτικών ομάδων στη διαμόρφωση της κοινωνίας» [7]. Επομένως στη σημερινή Αυστραλία η διαφορετικότητα αποτελεί θετική δύναμη για την κοινωνία.
Είναι εμφανές πως στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη κεντρικό θέμα αποτελεί η αναζήτηση τρόπων για την εδραίωση πολυπολιτισμικών δημοκρατιών, που δε θα οδηγούν σε διάσπαση, αλλά θα επιτρέπουν την οργάνωση μιας κοινωνίας πολιτών και πολιτισμικών ομάδων, που θα δέχονται κοινούς κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα συμμετέχουν στην παραγωγή και στη διάδοση πολιτισμικών αγαθών. «Τώρα, μάλιστα, που κατοχυρώθηκε η πολυπολιτισμικότητα ως βασική αρχή στη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ευρωπαίου πολίτη, υπάρχει ευρύ πεδίο για έρευνα θεωρητική, εμπειρική και πρακτική. Η νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων δεν σημαίνει αυτονόητα και την πραγμάτωση τους στο κοινωνικό πεδίο» [8]. Συνεπώς κατανοούμε πως παράλληλα με τη νομική βάση χρειάζεται αλληλεγγύη, διάλογος και σεβασμός στη διαφορετικότητα μέσα στην κοινωνία.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος ανέφερε σχετικά με το θέμα αυτό: «Πολλοί θέτουν το ερώτημα: “ποιο είναι το μοντέλο το οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε στην Ελλάδα, τώρα που η πατρίδα μας γίνεται όνειρο μεταναστών;¨ Τώρα πια και αυτό, όπως και πάρα πολλά άλλα κρίσιμα για το μέλλον μας προβλήματα, υποχρεούμεθα και θα πρέπει να τα λύνουμε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης… Εκείνο όμως που δεν μπορεί να αλλάξει είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εμείς, ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Το πλαίσιο για το οποίο μιλώ το δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: ¨ξένον σε αυτόν ίσθι και τίμα ξένους¨. Κάθε αντίληψη ή συμπεριφορά ή νομοθεσία που βλέπει στον ξένο έναν εισβολέα ή έναν ανεπιθύμητο και όχι ένα παιδί του Θεού, είναι αντίθετη προς τη χριστιανική διδασκαλία. Κάθε εκπαιδευτική πολιτική που βλέπει στον ξένο απλά και μόνον ένα φθηνό εργάτη και όχι έναν άνθρωπο, που έχει τα ίδια με μας δικαιώματα στην Παιδεία, είναι αντίθετη προς τη χριστιανική διδασκαλία. Αλλά δε βοηθώ τον ξένο γκρεμίζοντας την κοινωνία μου, στην αγκαλιά της οποίας κατέφυγε. Δεν τον βοηθώ, ξεριζώνοντας το αξιολογικό μου δέντρο, στη σκιά του οποίου κατέφυγε. Αγκαλιάζω τον μετανάστη δεν σημαίνει πνίγω την οικογένεια μου. Είναι δική σας μέριμνα εδώ, είναι και δική μας μέριμνα συνεχής να βρούμε τρόπους που θα οδηγήσουν να ξεπεράσουμε τη Σκύλλα της ομογενοποίησης, αλλά και τη Χάρυβδη του πολυπολιτισμού» [9].
- Η παγκόσμια προοπτική των μεγάλων θρησκειών του κόσμου
Οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου είχαν πάντα το όραμα μιας παγκόσμιας κοινωνίας. Με τη διάδοση τους σε ολοένα ευρύτερους κύκλους σταδιακά επεδίωκαν την πνευματική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση. Το πρώτο βήμα έγινε από το Βουδισμό, αργότερα από το Χριστιανισμό και μεταγενέστερα από το Ισλάμ. Οι διάφορες σχολές του Ινδουισμού τόνιζαν τη σχετικότητα και τον πλουραλισμό των θρησκευτικών αληθειών. Στην Κίνα υιοθετήθηκαν προτάσεις του Κομφουκίου, του Λάο-Τσε και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν ιδέες του Μαχαγιάνα Βουδδισμού. Σήμερα ο κινεζικός λαός «ενστερνίσθηκε τη μαρξιστική θεωρία, την οποία επεξεργάστηκε ο Μάο-τσέ-Τούνγκ και αναπροσαρμόζουν έντεχνα οι διάδοχοι του» [10].
Το παγκόσμιο θρησκευτικό όραμα διαφέρει από τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση καθώς οι θρησκείες επιζητούν την καθολίκευση με βάση το δικό τους μόνο δόγμα και τις δικές τους αρχές συμπεριφοράς. Κοινό τους σημείο αποτελεί η έμφαση στη συμπάθεια, επιείκεια, φιλανθρωπία, λιτότητα, δικαιοσύνη, ισότητα. Ιδιαίτερα δε στις μονοθεϊστικές θρησκείες κέντρο αποτελεί η πίστη στον έναν, ζωντανό Θεό, δημιουργό των πάντων. Από τη μία πλευρά συμβάλλουν στη προσέγγιση των ανθρώπων και των λαών, από την άλλη πλευρά όμως συντελούν στην πυροδότηση συγκρούσεων, αγεφύρωτων χασμάτων και παρεμποδίζουν την παγκόσμια τάξη και ειρήνη.
Σήμερα ο θρησκευτικός πλουραλισμός είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Οι στατιστικές έρευνες στον συνολικό πληθυσμό του πλανήτη μαρτυρούν την πληθώρα θρησκευτικών ομάδων. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε μερικές όπως: Xριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Ινδουιστές, Βουδιστές, οπαδοί κινεζικών θρησκευτικών παραδόσεων, σαμανιστές, μπαχάι, τζαϊνιστές, σιντοϊστές, σαεντολόγοι κ.ά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως πληθαίνουν οι οπαδοί νέων θρησκειών και οι άθεοι.
Εμφανές είναι λοιπόν πως το θρησκευτικό φαινόμενο καταλαμβάνει πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτισμού της σύγχρονης εποχής. Μάλιστα «ο αμερικανός καθηγητής στρατηγικών μελετών Samuel Huntington στο έργο του «Η σύγκρουση των πολιτισμών» προέβλεπε σύγκρουση του δυτικού πολιτισμού, όπως διαμορφώθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό με τον ανατολικό, στον οποίο εκτός του Ισλάμ εντάσσει και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό» [11]. Τελικά διαπιστώνουμε πως το θρησκευτικό βίωμα έχει ιδιαίτερη δυναμική και δεν υπακούει σε στρατηγικές. Δηλαδή δεν ακολουθεί ανθρώπινες προβλέψεις και προγράμματα. Η θρησκευτική συνείδηση δισεκατομμυρίων ανθρώπων βασίζεται απλά στη θεϊκή πρόνοια και αγάπη.
Μέσα στη διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως οι σχέσεις των θρησκειών αναπροσαρμόζονται και επαναδιαπραγματεύονται σε σταθερές, βέβαια, βάσεις. Γίνονται βήματα διαλόγου μεταξύ εκπροσώπων δύο οι περισσοτέρων θρησκευτικών κοινοτήτων με διάθεση ανοιχτής επικοινωνίας και αλληλοκατανόηση. Σεβόμενοι την ελευθερία, την ιδιαιτερότητα του άλλου και με απόλυτη αποδοχή της πολυμορφίας, με πρόθεση τη συνειδητή ειρηνική συμβίωση. Εξάλλου η κάθε θρησκευτική κοινότητα με το πέρασμα των αιώνων έχει διαμορφώσει τις δικές της αρχές και τα ιδιαίτερα ιδεώδη της που είναι πολύτιμα για την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων.
Καταλήγοντας θα λέγαμε πως οι διάφορες θρησκείες ανά τον κόσμο γίνονται συχνά φρούρια της ταυτότητας πολλών λαών για να διατηρήσουν τη φυσιογνωμία τους. Βλέπουν τη θρησκεία ως νησίδα ασφαλείας όπου καταφεύγουν για να αποφύγουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Αναπόφευκτο είναι όμως το γεγονός ότι η θρησκευτική συνείδηση όλων μας ζυμώνεται, ανανεώνεται, αναπροσαρμόζεται καθημερινά, εξετάζει τα νέα κοινωνικά δεδομένα, επηρεάζεται και επηρεάζει μέχρι να φτάσει στην τελική μορφή της στη ζωή μας.
- Ο πνευματικός χώρος της Ορθοδοξίας μέσα στην οικουμενική πολυπολιτισμικότητα
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αναγνωρίζουμε την οικουμενικότητα ως τον αυτονόητο πνευματικό μας χώρο. Μάλιστα η διάσταση της παγκοσμιότητας αποτελεί βασικό συστατικό της Ορθοδοξίας. Βασιζόμενοι στην Αγία Γραφή (Γεν. 1:1) ο ουρανός, η γη, το ανθρώπινο γένος, τα πάντα δημιουργήθηκαν από το Θεό. Επίσης τα τελευταία κεφάλαια της (Αποκ. Ιω. 21-22) αναφέρονται στο όραμα του καινού ουρανού και της καινής γης (Αποκ. 21:1).
«Με τη Σάρκωση Του ο Λόγος του Θεού προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και καλεί στη Βασιλεία Του τους πάντες, χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας, καταγωγής. Τελικά η παγκοσμιότητα του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού υπερβαίνει ακόμα και τη σφαίρα του πανανθρώπινου, επεκτείνεται σε όλη την κτίση, στην οποία οργανικά ο άνθρωπος μετέχει» [12].
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η Χριστιανική διδασκαλία θεμελιώθηκε σε οικουμενικά, πανανθρώπινα, παγκόσμια θεμέλια και έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Βασικός εκφραστής της αποτέλεσε ο απόστολος των εθνών Παύλος. Στις επιστολές του ξεκάθαρα τονίζει τη σχέση της Εκκλησίας με την παγκοσμιότητα (Εφεσίους 1:9-10). Ακόμα και η χρήση της ελληνικής γλώσσας για τη διάδοση του Ευαγγελίου αποτελεί μια έκφανση της οικουμενικότητας, καθώς ήταν η πλέον διαδεδομένη στον τότε γνωστό κόσμο. Στη συνέχεια μεγάλες οικουμενικές προσωπικότητες, Ιεράρχες, διδάσκαλοι, μοναχοί θεμελίωσαν με τα έργα τους τη Χριστιανική πίστη και συνετέλεσαν στη πνευματική συνάντηση των λαών της Ν.Α. Ευρώπης. Αξιοσημείωτο είναι πως και στην Κυριακή προσευχή και στη Θεία Λειτουργία εντοπίζεται ένα όραμα για παγκόσμια σωτηρία. Εκ των προλεγομένων είναι πρόδηλο πως η Ορθοδοξία θεμελιώθηκε πάνω στην παγκοσμιότητα.
Υπάρχει όμως ένα «αγκάθι», που αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου. «Δεν είναι ανθρωποκεντρικός, όπως υποστηρίζει στην πλειονότητα της η Ορθόδοξη θεολογία, αλλά δυναμοκεντρικός. Έχει δηλαδή ως κέντρο τη δύναμη, την εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη θεολογία πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το γεγονός αυτό και να αλλάξει βασικές δομές της σκέψης της» [13]. Ως εκ τούτου το φαινόμενο της παγκοσμιοποιήσεως είναι μια πρόκληση-πρόσκληση προς όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, ώστε να λάβουμε μια υπεύθυνη και τεκμηριωμένη θέση, αξιοποιώντας γόνιμα όλα τα επιστημονικά, πολιτικά, πολιτιστικά, επικοινωνιακά και οικονομικά δεδομένα. «Πνευματικά είμαστε όλοι ταξιδιώτες ή όπως το θέτει ο Michael Benedikt ¨μεταβαλλόμαστε σε νομάδες- που βρίσκονται διαρκώς σε επαφή¨» [14].
- Η Χριστιανική θρησκευτική διαπαιδαγώγηση σημαίνει ανάπτυξη
Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση πρέπει να περιλαμβάνει την ανάπτυξη, δηλαδή την αλλαγή. Αναπτυσσόμαστε από κάτι που ήμασταν σε κάτι νέο, εξελιγμένο, παραμένοντας όμως το ίδιο πρόσωπο. Η διαδικασία της ανάπτυξης συμβαίνει μέσα μας καθώς αναπτύσσεται η κατανόηση, η αντοχή, η εξυπνάδα, το συναίσθημα κ.α. Είναι δεδομένο πως όπου δεν υπάρχει ανάπτυξη, υπάρχει στασιμότητα. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε πως η τέχνη της εκπαίδευσης θα μπορούσε να ορισθεί σαν παρακίνηση για ανάπτυξη του ανθρώπου. Σε ποιο βαθμό όμως μπορεί ένα μάθημα, μια διδακτική ενότητα, μια εκπαιδευτική διαδικασία να μας ωθήσει προς την ανάπτυξη; Μπορεί να ενεργοποιήσει μια αυτόνομη διαδικασία ανάπτυξης για τις ικανότητες των σπουδαστών κάθε ηλικίας;
Αν ανατρέξουμε στην εποχή της Καινής Διαθήκης, θα διαπιστώσουμε πως μέσα στα Ευαγγέλια υπάρχουν δείγματα μιας διδακτικής μεθόδου που χρησιμοποίησε ευρύτατα ο Ιησούς. Είναι η χρήση των παραβολών που με αλληγορική, συμβολική γλώσσα, οικείες εικόνες από την καθημερινή ζωή παρουσίαζαν στους ανθρώπους βαθύτερες αλήθειες και τους έφερναν κοντύτερα στη Βασιλεία του Θεού. Ήταν μια δημιουργική πράξη που ενεργοποιούσε τη φαντασία και την αυτενέργεια του ακροατή, τον ωθούσε να ταυτιστεί με τον ήρωα της ιστορίας και να οικειοποιηθεί την εμπειρία του.
Μια ακόμα διδακτική μέθοδος του Κυρίου ήταν να ακολουθεί μια εντελώς σταδιακή και εξατομικευμένη διαδικασία προσέγγισης των μαθητών. Δηλαδή προσέγγιζε τον καθένα στο εντελώς δικό του επίπεδο, δίνοντας του χώρο και χρόνο.
Στο επίπεδο της οικογενειακής χριστιανικής ανατροφής είναι δεδομένο όπως προαναφέραμε πως το παιδί συνεχώς μεταβάλλεται, αναπτύσσεται, μεγαλώνει. Επομένως μια βασική πρόκληση για τους γονείς είναι να κατανοήσουν τις μεταβολές στη ζωή του παιδιού τους και κυρίως να την αποδεχτούν.
Μέσα στην σχολική τάξη η ανάπτυξη ενθαρρύνεται όταν ο διδάσκων εξάπτει το ενδιαφέρον του μαθητή και προκαλεί την αμφιβολία του, την παραδοχή του, την διερεύνηση αλλά και διευρύνει τις δυνατότητες του. Ακόμα και τα οπτικοακουστικά μέσα, οι διάφορες μεθοδολογίες διδακτικής του μαθήματος, οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες και βιωματικές δράσεις εξυπηρετούν αυτό τον σκοπό. Φυσικά κάθε διδακτική μέθοδος περιλαμβάνει τη δημιουργική προσπάθεια, τη δοκιμή, την αποτυχία, την έρευνα, την αμφισβήτηση και τέλος τη λύση του προβλήματος.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως «το δικό μας έργο είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν τις ενέργειες του Θεού μέσα στο χώρο της δικής τους ζωής, στο χώρο της δικής τους γνώσης για τα φυσικά γεγονότα και μέσα στο πλαίσιο των λογικών τους δυνατοτήτων. Με το δικό τους ρυθμό, με το δικό τους τρόπο και με τη βοήθεια του Θεού θα αποκτήσουν την αίσθηση της ιερότητος, την αίσθηση του δέους μπροστά στο Μυστήριο του Θεού» [15]. Ο Χριστιανός παιδαγωγός πρέπει να είναι προετοιμασμένος ώστε να αξιοποιήσει το υλικό που του παρέχει το σχολικό πρόγραμμα και να είναι ικανός να το συσχετίσει με τη θρησκευτική αντίληψη της ζωής του κάθε μαθητή.
- Η Χριστιανική αγωγή και η σχολική θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα
Κατά βάση η χριστιανική αγωγή έχει ανθρωπολογικό χαρακτήρα και σχετίζεται με την προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος προκειμένου να οδηγηθεί στο «καθ’ ομοίωση» με το δημιουργό του. Η Χριστιανική αγωγή όμως δε μπορεί να κρατάει μια απομονωμένη θέση στην ατομική ή κοινωνική ζωή μας. Δηλαδή δε μπορούμε να είμαστε «λίγο» Χριστιανοί, ή σε κάποιες φάσεις της ζωής μας, ή σε κάποιους χώρους, όποτε και εάν θέλουμε επιλεκτικά. Είναι ισόβια και διαρκής διαδικασία κατά την οποία καλούμαστε συνεχώς να ξεπεράσουμε τα ανθρώπινα όρια μας, να αναθεωρήσουμε κάποιες πεποιθήσεις μας, να αξιοποιήσουμε τα εγγενή χαρίσματα μας και να αγωνιστούμε για να φτάσουμε τελικά στην αυτοπραγμάτωση. Η μέθοδος, η στρατηγική και ο χρόνος που χρειάζεται ο καθένας μας είναι υποκειμενικά στοιχεία που προσδιορίζουν και τη μοναδικότητα μας ως «κατ’ εικόνα» του Θεού πλασμένα όντα.
Μια έκφανση της χριστιανικής αγωγής αποτελεί η σχολική θρησκευτική εκπαίδευση που έχει εκπαιδευτικό, μορφωτικό και ηθοπλαστικό χαρακτήρα. Συμβάλει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών, προσεγγίζει τα ανθρώπινα προβλήματα και προωθεί την ηθική συγκρότηση των μαθητών. Είναι ευρέως γνωστό πως η σχολική εκπαίδευση στοχεύει στο να παρέχει κυρίως γνώσεις, να διαφωτίζει τα γεγονότα που συμβαίνουν στην πραγματικότητα, να καθοδηγεί προς την αλήθεια, όπως και να προωθεί την επίγνωση και κατανόηση. Κατά τη γνώμη μου αυτές είναι και κάποιες από τις βασικές προϋποθέσεις ώστε να έχουν οι μαθητές ένα αυθεντικό χριστιανικό βίωμα μέσα στο σώμα της εκκλησίας.
Στην πραγματικότητα μπορούμε να αξιοποιούμε κάθε πρακτική ευκαιρία να συνδέουμε το σχολείο και τους μαθητές με προγράμματα που διευρύνουν τις εμπειρίες τους από τις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Άποψη του K. Anthony Appiah είναι ότι:
«Θα πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά να αυτοδημιουργηθούν, και αυτό πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις αξίες μας, αφού τα παιδιά δε διαθέτουν εξαρχής δικές τους. Το να αποδίδουμε αξία στην αυτονομία σημαίνει να σεβόμαστε τις αντιλήψεις των άλλων και να εξετάζουμε για λογαριασμό τους σοβαρά τα σχέδια τους, όταν αποφασίζουμε γι’ αυτούς, ακόμα κι αν τα παιδιά δεν ξεκινούν με τα δικά τους σχέδια και αντιλήψεις»[16].
Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να οδηγήσουμε τους μαθητές ώστε να εμβαθύνουν και να κατανοήσουν το νόημα της Εκκλησίας μέσω βιωματικών-ενεργητικών δράσεων όπως: επισκέψεις σε εκκλησίες άλλων εθνικοτήτων, συμμετοχή στη φροντίδα για τις ανάγκες άλλων, ενδιαφέρον για την ιεραποστολική εργασία της εκκλησίας κ.α. Μια ορθόδοξη χριστιανική προσέγγιση της σχολικής θρησκευτικής αγωγής πρέπει πιστεύω να περιλαμβάνει τους παρακάτω πέντε αντικειμενικούς στόχους:
α) Να βοηθάει τους μαθητές να αισθανθούν το Θεό μέσα στη ζωή τους.
β) Να συνειδητοποιήσουν ότι όλοι είμαστε ενεργά μέλη ενός σώματος, της Εκκλησίας.
γ) Να καλλιεργεί την ανάπτυξη του νου και του πνεύματος κάθε μαθητή.
δ) Να ωθεί τους μαθητές να οικειοποιούνται το Θεό και να τον γνωρίζουν όλο και βαθύτερα, πέρα από τα όρια της λογικής και των αισθήσεων τους.
ε) Να τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν ότι η χριστιανική πίστη και το χριστιανικό βίωμα περιλαμβάνει όλη την προσωπικότητα και την εγκόσμια ζωή τους.
Επομένως η σχολική θρησκευτική αγωγή μπορεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να είναι σύμμαχος της ενοριακής κατήχησης και κατ’ επέκταση της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής καθώς πιστεύω πως μπορούν να είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Άλλωστε, όπως προανέφερα, και οι δυο έχουν απώτερο σκοπό την πολύπλευρη ανάπτυξη, την καλλιέργεια του ανθρώπου ως όλον και την καθοδήγηση του προς την αυτοπραγμάτωση ή το «καθ’ ομοίωση» με το δημιουργό του. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση σε αυτή την περίπτωση είναι να έχουμε ομοιογενές μαθητικό δυναμικό, δηλαδή ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές με θέληση για εκούσια, ελεύθερη συμμετοχή. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι σε αυτό το θέμα η τοποθέτηση του αείμνηστου καθηγητή Βασιλείου Τατάκη, «Ο παιδαγωγός δεν χειρίζεται υλικό, αλλά παραλαμβάνει ένα έμψυχο ον, και μάλιστα πνευματικό, και σκοπός του είναι να το βοηθήση να αναπτύξη τις αγαθές σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις για να ακολουθήσει την αγαθή κατεύθυνση που αποτέλεσμα της θα είναι η καλύτερη δυνατή πραγμάτωση και της πνευματικής και της σωματικής του μορφής. Έχει λοιπόν και ο παιδαγωγός ένα όραμα που τον κατευθύνει στο έργο του, αλλά το έργο που επιτελείται δεν είναι μόνο δικό του· συμβάλλει στην επιτέλεση του… Ο άλλος φυσικά σπουδαίος, πολύ σπουδαίος συντελεστής, είναι το ίδιο το παιδί. Πρώτον γιατί απάνω στις δικές του σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σταθμίζεται και στηρίζεται η αγωγή του. Δεύτερον, και αυτό είναι το σπουδαιότερο, διότι η αγωγή προϋποθέτει τη δική του συγκατάθεση, το δικό του δόσιμο, το ναι της συνείδησης τους. Χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτα. Είναι πολύτιμο τούτο το σημείο που δείχνει με το δικό του τρόπο ότι η αγωγή προϋπόθεση της έχει πάντα την εκούσια, την ελεύθερη λοιπόν συμμετοχή του τροφίμου» [17]. Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν βασικός παράγοντας αποτελεί η ελεύθερη προαίρεση, δηλαδή η κρίση, η επιλογή, η απόφαση. «Ως συμπέρασμα των λεχθέντων για την προαίρεση θα μπορούσε να είναι , ότι η καλλιέργεια της κρίσης, της επιλογής, της απόφασης και γενικά του κριτικού πνεύματος απαιτείται σε τελευταία ανάλυση να συνδεθεί με το αξιολογικό περιεχόμενο της προσφερόμενης διά μέσου του σύγχρονου σχολείου μόρφωσης, των μεθόδων διδασκαλίας, της προσωπικότητας και της κατάρτισης των διδασκόντων και γενικά κάθε εμπλεκόμενου φορέα στη σχολική διαδικασία» [18].
Πρόκληση όμως αποτελεί το γεγονός πως πολλοί πιστεύουν πως σε «μια κοινωνία πλουραλιστική δεν μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα να είναι θρησκευτικά χρωματισμένο ή ιδεολογικά προσανατολισμένο, αλλά οφείλει να είναι πλουραλιστικό, όπως η κοινωνία δεν είναι μονόχρωμη, αλλά πλουραλιστική. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπεισέρχονται μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα οποιοιδήποτε θεσμικοί θρησκευτικοί παράγοντες. Αυτοί μπορούν να επιτελέσουν το έργο της κατήχησης μέσα στις θρησκευτικές κοινότητες. Έτσι, δεν μπορούν να έχουν θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα» [19].
Στην περίπτωση του σύγχρονου Ελληνικού σχολείου διαφαίνεται πια ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο και υπάρχουν διδακτικές ενότητες στα σχολικά εγχειρίδια που αναφέρονται σε άλλες ομολογίες και θρησκείες. Εδώ όμως παρουσιάζεται ο κίνδυνος εμπλοκής θρησκευτικών θεσμικών παραγόντων στο εκπαιδευτικό σύστημα, προκαλώντας συγκρούσεις, διακρίσεις και φανατικά στοιχεία. Ειδικά στις σχολικές τάξεις δεν υπάρχει χώρος για θρησκευτικές διαιρέσεις. Πώς όμως θα μπορούσε το μάθημα της θρησκευτικής αγωγής να έχει ένα γνωσιολογικό, φιλελεύθερο, αντικειμενικό και αδογμάτιστο χαρακτήρα; Κατά πόσο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εδώ στοιχεία του οικουμενικού διαλόγου και της οικουμενικής θεολογίας;
Οι Ελληνικές θεολογικές ενώσεις όπως, η ΠΕΘ (Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων), ο ΚΑΙΡΟΣ (Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος), ο «Σύνδεσμος Κρητών Θεολόγων» κ.ά. μπορούν να αναλάβουν την υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων, την σχεδίαση πιλοτικών διδακτικών εγχειριδίων και την πειραματική διδασκαλία τους σε συνεργασία με δημοσία ή ιδιωτικά σχολεία της χώρας, με την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι θα προαχθεί η Ευρωπαϊκή παιδεία και εκπαίδευση και συνάμα θα εξομαλυνθεί η κοινή συμβίωση των Ευρωπαίων πολιτών με βάση τη διαφορετική θρησκευτική και εθνική ταυτότητα.
Οι μέχρι τώρα ενέργειες του ΙΕΠ (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) βλέπουμε πως είναι ενθαρρυντικές και με σωστό προσανατολισμό. Τα νέα εγχειρίδια σχολικής θρησκευτικής αγωγής που διανεμήθηκαν στα σχολεία φέτος προβάλλουν τις πανανθρώπινες αξίες και ιδεώδη, προωθούν το σεβασμό προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και θρησκείες του κόσμου, όμως κατηγορούνται από μια μερίδα γονέων και εκπαιδευτικών για προσηλυτισμό των μαθητών. Επομένως κατανοούμε ότι ακόμα και τα πιο σύγχρονα εγχειρίδια χρειάζεται να διδάσκονται από επιμορφωμένους διδάσκοντες, με σωστή μεθοδολογία και φυσικά να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κάθε ηλικιακής ομάδας στις οποίες απευθύνονται.
Παραμένει λοιπόν υπό εξέταση το ερώτημα πώς η Ορθόδοξη χριστιανική αγωγή μπορεί να αξιοποιήσει τα νέα επιστημονικά, οικονομικά, τεχνολογικά δεδομένα και να δημιουργήσει τις κατάλληλες παιδαγωγικές προϋποθέσεις για την ουδέτερη παρουσίαση των άλλων μεγάλων θρησκειών της ανθρωπότητας στους διδασκομένους. Άλλωστε η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση πάντα είχε ποιμαντική στάση προς τους πιστούς των άλλων χριστιανικών ομολογιών αλλά και τους πιστούς άλλων θρησκειών.
- Το θρησκευτικό βίωμα και η θεραπευτική αγωγή της Χριστιανικής αγωγής.
Ο σύγχρονος άνθρωπος κουρασμένος και απογοητευμένος από τα προβλήματα του αναζητά μια ανάπαυση, μια αναψυχή. Ζητά, θα λέγαμε, τη θεραπεία της ψυχής του γιατί εκεί εντοπίζει να εδραιώνεται το πρόβλημα. Συχνά ζητά τη βοήθεια της επιστήμης, κάνοντας χρήση της συμβουλευτικής ψυχολογίας, της ψυχαναλυτικής θεραπείας κ.α. Όμως και η Ορθόδοξη Θεολογία αποτελεί μια θεραπευτική επιστήμη, καθώς προασπίζει την πνευματική μας υγεία. Το καταφέρνει με Θεανθρωποκεντρική προσέγγιση, γιατί ενεργεί με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, ουσιαστική δηλαδή με τη συνεργασία θείας και ανθρώπινης θελήσεως. Τον σκοπό αυτό υπηρετούν και τα μυστήρια της εκκλησίας που στηρίζουν τον πιστό στο δρόμο της ζωής του.
«Το αυθεντικό και καθαρό θρησκευτικό βίωμα αποτελεί επίσης μια καθοριστική και αναντικατάστατη διορθωτική επέμβαση ώστε να θεραπευτούν οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποιήσεως… Διότι η θρησκευτική πίστη επηρεάζει το βάθος της ανθρώπινης συνειδήσεως και βουλήσεως, διαμορφώνει τη σκέψη, το ήθος, τον χαρακτήρα των ανθρώπων» [20]. Επομένως το θρησκευτικό βίωμα έχει τη δύναμη να εξαλείψει τον εγωισμό και κατ’ επέκταση τα αλαζονικά σύνολα. Μπορεί να αποτελέσει τη βάση για αφύπνιση, αγωνιστική διάθεση, θετική προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Με αυτή την πρακτική θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επεκτάσεις της παγκοσμιοποιήσεως, προωθώντας παράλληλα την ελεύθερη προαίρεση, την αγαθή και δίκαιη κρίση όπως και την ορθή κρίση των ανθρώπων.
- Το ζητούμενο από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας
«Στην πλουραλιστική, εκλαϊκευμένη κοινωνία μας το νόημα της Εκκλησίας συχνά υποβιβάζεται στο νόημα ενός απομονωμένου, αυτό-περιφραγμένου σώματος, που δεν έχει καμιά σχέση με τα ενδιαφέροντα του κόσμου» [21].
Βασικό μέλημα της Εκκλησίας είναι η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, η σωτηρία του και η νοηματοδότηση της ύπαρξης του. Όπως επίσης και η συνύπαρξη με τον άλλον, τον συνάνθρωπο που είναι και εκείνος φτιαγμένος κατ’ εικόνα Θεού. Στο σημείο αυτό όμως διαπιστώνω πως η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να βρει το δρόμο της προς το διάλογο, να χωρέσει τη διαφορετικότητα του άλλου και να προσανατολιστεί στην εξωστρέφεια. Εξάλλου «δεν μπορεί να γίνεται λόγος για συμπαγή Ορθόδοξο κόσμο, όπως τον εκλαμβάνει ο αμερικανός ερευνητής στρατηγικών μελετών Huntington, και όπως ίσως θα μπορούσε να υποστηριχθεί τις αρχές του 20ου αιώνα ή στο μεσοπόλεμο» [22].
Παρατηρούμε ακόμα πως κάθε εκκλησία ανά τον κόσμο έχει διαφορετικού τύπου σχέση με την κοινωνία. «Άλλοτε οι εκκλησίες περιορίζονται σε ένα αυστηρά θρησκευτικό ρόλο αποφεύγοντας και τον παραμικρό ανταγωνισμό με το κράτος, άλλοτε, αντίθετα, οικοδομούν μια πραγματική αντι-κοινωνία ως αντίδραση στην παρέμβαση του κράτους, του οποίου απορρίπτουν τη νομιμότητα ή την πολιτική» [23]. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός σε παγκόσμιο επίπεδο οι έρευνες δείχνουν πως υποχωρούν οι θρησκευτικές πρακτικές, εξασθενεί ο ρόλος της εκκλησίας και της θρησκευτικής πίστης στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Επομένως, στην εποχή των σύγχρονων παγκόσμιων προκλήσεων, η Εκκλησία οφείλει να συντονίσει τον κλήρο, τους λαϊκούς, πιστούς και θεολόγους σε κοινή πορεία προς την υιοθέτηση κοινής αντιμετώπισης του φαινομένου της παγκοσμιοποιήσεως. Τα διαχρονικά χριστιανικά ιδεώδη της δικαιοσύνης, ισοτιμίας, λιτότητας, ασκήσεως και εγκράτειας παραμένουν αποτελεσματικές πρακτικές στις σύγχρονες προκλήσεις. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η υπέρβαση της εγγενής επιθετικότητας, των κοινωνικών συγκρούσεων και η εξομάλυνση των διακρατικών σχέσεων. Έτσι οι χριστιανοί μπορούν να ζουν σε μια κοινωνία αγάπης ως πρόγευση της βασιλείας του Θεού. Άλλωστε «εκείνο που διαφοροποιεί την Εκκλησία από κάθε θρησκειακό σύστημα είναι η ουσιαστική σχέση με τον ζώντα Θεό, την οποία προσφέρει με τη δύναμη και τη χάρη της Ευχαριστιακής κοινότητος… Με ρεαλισμό συνεχίζουμε τη σταυρική πορεία της ζωής μας προσβλέποντας στην Ανάσταση» [24].
- Επίλογος
Στην παρούσα φροντιστηριακή εργασία αναλύσαμε επαρκώς το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας, τις εκφάνσεις της Χριστιανικής αγωγής αλλά και την εικόνα που παρουσιάσει η σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα στα θέματα αυτά.
Προσωπική μου άποψη αποτελεί πως η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται ακόμα σε μεταβατικό στάδιο, καθώς πασχίζει να ορίσει την «ταυτότητα» της. Δηλαδή προσπαθεί να συνδυάσει τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της με την Ανατολική χριστιανική ορθόδοξη παράδοση, ερευνώντας ακόμη τις πιθανές μεθόδους και λύσεις. Υπάρχει λοιπόν μια ουσιαστική δυσκολία που αντιμετωπίζει η δημοκρατική πολιτεία, στην καλοπροαίρετη προσπάθεια της να αντιμετωπίσει ισότιμα τις μη κυρίαρχες πολιτισμικές ομάδες. Έτσι έρχεται αντιμέτωπη με πλέγματα ηθικών αξιών που εμποδίζουν τις κανονιστικές της δεσμεύσεις. Ευχής έργο θα ήταν να βρεθούν δυνατές λύσεις που να εφαρμόζονται ακριβοδίκαια και αποτελεσματικά, χωρίς να είναι επιζήμιες για εκείνους που ανήκουν σε διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Είναι μια αληθινή πρόκληση της πολυπολιτισμικότητας για το Δυτικό κόσμο, όντας στην αφετηρία μιας μακράς και αβέβαιης πορείας. Ευελπιστούμε πως μέσα από τη φαινομενική αντιπαράθεση θα επέλθει μια γόνιμη και λειτουργική λύση για το καλό του κοινωνικού συνόλου και γενικότερα της ανθρωπότητας.
Υποσημειώσεις
[1] Yves Mėny, Συγκριτική πολιτική. Οι δημοκρατίες: Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Μετάφραση: Παντελής Κυπριανός – Στάθης Μπάλιας, Τόμος Α’, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 78.
[2] Bauman Zygmunt, Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο, μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος, εκδ. Θεωρία – Ιδέες Πολύτροπον, Αθήνα 2004, σελ.86.
[3]Νικόλας Βερνίκος & Σοφία Δασκαλοπούλου, Πολυπολιτισμικότητα – Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002, σελ.37.
[4] Τσαρλς Ταίηλορ, Πολυπολιτισμικότητα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, σελ.167.
[5] Στο ίδιο, σελ 119.
[6] Bauman Zygmunt, Παγκοσμιοποίηση…, ό.π., σελ. 72.
[7] Νικόλας Βερνίκος & Σοφία Δασκαλοπούλου, Πολυπολιτισμικότητα…, ό.π., σελ.38.
[8] Ιωάννης Πέτρου, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, εκδόσεις παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.88.
[9] Πρακτικά συνεδρίου 28-29 Ιανουαρίου 2005, Πολυπολιτισμικότητα και εκπαίδευση στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, έκδοση γραφείου ιδρύματος νεότητας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σελ.17.
[10]Αναστασίου Γιαννουλάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία. Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού, εκδ. Ακρίτας, Ν. Σμύρνη 2005, σελ. 252.
[11]Στο ίδιο, σελ. 257.
[12] Στο ίδιο, σελ. 262.
[13] Ιωάννης Πέτρου, Πολυπολιτισμικότητα…, ό.π., σελ.77.
[14] Bauman Zygmunt, Παγκοσμιοποίηση…, ό.π., σελ. 112.
[15] Σοφίας Κουλομζίν, Το Ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας, εκδόσεις Ακρίτας, Ν. Σμύρνη 1989, σελ. 31.
[16] Τσαρλς Ταίηλορ, Πολυπολιτισμικότητα, ό.π., σελ.195.
[17] Β. Ν. Τατάκη, Παιδαγωγική, εκδ. «Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1978, σελ. 51-52.
[18] Ε. Περσελή, Κατήχηση και Παιδεία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σελ.91.
[19] Ιωάννης Πέτρου, Πολυπολιτισμικότητα…, ό.π., σελ.223.
[20] Αναστασίου Γιαννουλάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, «Παγκοσμιότητα… ό.π., σελ.261-262.
[21] Σοφίας Κουλομζίν, Το Ορθόδοξο… ό.π., σελ. 33-34.
[22] Mėny Yves, Συγκριτική πολιτική…, ό.π., σελ. 116.
[23] Του ιδίου, σελ. 121.
[24] Αναστασίου Γιαννουλάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα… ό.π., σελ. 266.
Βιβλιογραφία
- Bauman Zygmunt, Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο, μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος, εκδ. Θεωρία – Ιδέες Πολύτροπον, Αθήνα 2004.
- Mėny Yves, Συγκριτική πολιτική. Οι δημοκρατίες: Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Μετάφραση: Παντελής Κυπριανός – Στάθης Μπάλιας, Τόμος Α’, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995.
- Βερνίκος Ν. & Δασκαλοπούλου Σ., Πολυπολιτισμικότητα – Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002.
- Γιαννουλάτου Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία. Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού, εκδ. Ακρίτας, Ν. Σμύρνη 2005.
- Κουλομζίν Σοφίας, Το Ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας, εκδόσεις Ακρίτας, Ν. Σμύρνη 1989.
- Περσελή Ε., Κατήχηση και Παιδεία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010.
- Πέτρου Ιωάννης, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, εκδόσεις παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2003.
- Πρακτικά συνεδρίου 28-29 Ιανουαρίου 2005, Πολυπολιτισμικότητα και εκπαίδευση στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, έκδοση γραφείου ιδρύματος νεότητας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σελ.17.
- Ταίηλορ Τσάρλς, Πολυπολιτισμικότητα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006.
- Τατάκη Β. Ν., Παιδαγωγική, εκδ. «Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1978.
Θεοδώρα – Κωνσταντίνα Παπαδημητρίου
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.