Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μικροϊστορία’

Το Άργος στην Ιστορία – Το Άργος και η Ιστορία: Επιστημονικό Συμπόσιο


 

Δυο από τα σημαντικότερα επιστημονικά γεγονότα της περιόδου Μαρτίου-Απριλίου 2022 αφορούσαν στο Άργος και την παρουσία του στην Ιστορία. Δυο γεγονότα που επανατοποθετούν το Άργος στο κέντρο της ιστορίας, ως τον κυριότερο μηχανισμό παραγωγής της. Η συνάντηση της αρχαιολογικής σκαπάνης και της ιστορικής έρευνας, των αρχαιολογικών ευρημάτων και της αρχειακής-βιβλιογραφικής μελέτης, αναδεικνύουν έναν πλούτο πληροφοριών για την αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας  και μια από τις αρχαιότερες στην Ευρώπη και τον κόσμο. Η ανάδειξη αυτού του πλούτου στοιχίζει τα ιδιαίτερα σημεία της ιστορικής διαδρομής της πόλης του Άργους και αναλύει τρόπους, πολιτικές και γεγονότα των δυνατοτήτων της, όχι απλά να επηρεάσει την ιστορία, αλλά να την υπογράψει!

 

Argos in History, Argos and History: A Reappraisal of Ancient Argos.

 

Πρόκειται για το επιστημονικό τριήμερο συμπόσιο (29-31/3/2022) που έγινε διαδικτυακά και συνδιοργανώθηκε από τρεις σημαντικούς εκπροσώπους των κλασικών σπουδών στη χώρα μας: την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνών (ASCSA), τη Γαλλική Σχολή Αθηνών (EFA) και τη Βρετανική Σχολή Αθηνών (BSA). Τρεις αντιπροσωπείες με σημαντικό πολύχρονο και πολυεπίπεδο έργο στην Ελλάδα, η συνεργασία των οποίων αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς η ερευνητική τους φιλοσοφία, οι τεχνικές και το έργο τους, αναδεικνύουν τον επιστημονικό πλουραλισμό προσέγγισης του αρχαίου (ελληνικού) κόσμου και υπογραμμίζουν, από διαφορετικές θεάσεις και διαδρομές τη σημασία του Άργους για την Ιστορία. Ο τίτλος του επιστημονικού συμποσίου: Το Άργος στην Ιστορία, Άργος και Ιστορία: μια επαναξιολόγηση του Αρχαίου Άργους – Argos in History, Argos and History: A Reappraisal of Ancient Argos. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η αναθηματική στήλη των πεσόντων στην Πλατεία Συντάγματος – Ναύπλιο


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα σημείωμα του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

 «Η αναθηματική στήλη των πεσόντων στην Πλατεία Συντάγματος».

 

Απρίλιος 1897. Ξεκίνησε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος που κατέληξε το Μάιο του ίδιου χρόνου στην πρώτη μεγάλη ήττα της Ελλάδας από στους Τούρκους μετά το 1821. Τότε τα σύνορα της Ελλάδας ήταν η γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές πλάγιες του Ολύμπου.  Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε και το 8ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα το Ναύπλιο και συγκεκριμένα το ενετικό κτήριο (σημερινό αρχαιολογικό μουσείο) στην Πλατεία Συντάγματος.

Προς τιμήν των 23 πεσόντων του 8ου Συντάγματος του πολέμου του 1897 κατασκευάστηκε με χρήματα των στρατιωτών και των αξιωματικών πρωτοβουλία του διοικητή Δημητριάδη, αναθηματική στήλη των πεσόντων. Εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα στις 24/4/1903 μπροστά από το ενετικό κτήριο στην Πλατεία Συντάγματος.

 

Η αναθηματική στήλη των πεσόντων.

 

Η αναθηματική στήλη των πεσόντων στην Πλατεία Συντάγματος.

 

Αργότερα, η 7η Ιανουαρίου καθιερώνετε ημέρα εορτής του 8ου Συντάγματος. Η ημερομηνία αυτή ταυτίζετε με την μάχη της Μανωλιάσσας του 8ου συντάγματος στις 7 Ιανουαρίου 1913. Η Μανωλιάσσα είναι χωριό του νομού Ιωαννίνων και βρίσκεται στο νότιο τμήμα του δήμου Μπιζανίου.

Στις ετήσιες εκδηλώσεις μπροστά από το μνημείο γινόταν αναφορά για τους πεσόντες του 8ου Συντάγματος σε όλες τις στρατιωτικές συμμέτοχες του. Συνολικά 511 ήταν οι οπλίτες και οι αξιωματικοί που έπεσαν υπέρ πατρίδος στις μάχες του 8ου Συντάγματος.

 

Πλατεία Συντάγματος, πίσω η αναθηματική στήλη των πεσόντων.

 

Η αναθηματική στήλη των πεσόντων μπροστά από το σημερινό Αρχαιολογικό μουσείο.

 

Η αναθηματική στήλη καταγράφει όλους τους νεκρούς από τους πολέμους του 1897, 1912 -1913 και 1918 -1922.

 

Αναφορά για τους πεσόντες του Ελληνοϊταλικού πολέμου 40 – 41.

 

Αναφορά για τους πεσόντες του Ελληνοϊταλικού πολέμου 40 – 41, γίνεται  στην πίσω πλευρά  της στήλης.

Μετά το τέλος της λειτουργίας του ενετικού κτηρίου σαν στρατιωτικό κτήριο και πριν γίνει αρχαιολογικό μουσείο η αναθηματική στήλη μεταφέρθηκε το 1933 στο νέο στρατόπεδο του Ναυπλίου στο Πολύγωνο.

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

«Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης»

 

Ίσως η περισσότερο άγνωστη φυλακή της πόλης του Ναυπλίου είναι η Στρατιωτική Φυλακή. Είναι γνωστές οι φυλακές στο Παλαμήδι, στο κτήριο «Λεονάρδου» και Βουλευτικού, οι  γυναικείες φυλακές στο ισόγειο του Βουλευτικού και σε ιδιωτικό κτήριο και η φυλακή των πολιτικών κρατούμενων στην Ακροναυπλία.

Η Στρατιωτική Δικαιοσύνη οργανώθηκε για πρώτη φορά επί εποχής Καποδίστρια, όταν συγκροτήθηκε το Διαρκές Στρατοδικείο στο Ναύπλιο. Από τον Απρίλιο του 1883 μέχρι και το 1886 λειτουργούσε το τρίτο Διαρκές Στρατοδικείο στη Λάρισα. Για τις ανάγκες έκτισης των ποινών των στρατιωτικών ιδρύθηκαν οι Στρατιωτικές Φυλακές της Ακροναυπλίας (21 Νοεμβρίου 1884), στις οποίες εξέτιαν την ποινή τους όσοι καταδικάζονταν σε ποινές μεγαλύτερες των 3 μηνών.

Η ποινή του θανάτου για τους στρατιωτικούς εκτελείτο με τυφεκισμό ενώ των ποινικών με την γκιλοτίνα.

 

Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου.

 

1884 (τέλη): Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες σε υπάρχοντα ενετικά κτήρια της Ακροναυπλίας, ίσως και με προσθήκη κάποιων νέων κτηρίων για τις ανάγκες στέγασης των στρατιωτικών φυλακών.

1885: Αρχές του έτους άρχισε η μεταφορά των στρατιωτικών καταδίκων από τις φυλακές του Παλαμηδίου στην Ακροναυπλία. Στο χώρο των φυλακών υπάρχει και εκκλησία για τον εκκλησιασμό των κρατούμενων ενώ έχει καταγραφεί και αίτημα για διορισμό μόνιμου ιερέα στη φυλακή. Η φυλακή έχει δύο ορόφους, με δύο θαλάμους, ατομικά κρεβάτια και καρτέλες σε κάθε κρεβάτι με το όνομα, την αναγραφή της ποινής, το αδίκημα και το στρατιωτικό σώμα που άνηκε. Οι εφημερίδες της εποχής πανηγυρίζουν για την εφαρμογή στις στρατιωτικές φυλακές του νέου συστήματος.

1885: Ιδρύεται το 8ο πεζικό σύνταγμα στο Ναύπλιο, το οποίο στεγάζεται στην Ακροναυπλία, στο μεγάλο ενετικό κτήριο (μετέπειτα πολιτικές φυλακές Ακροναυπλίας), δίπλα από τις στρατιωτικές.

1886: Στα μέσα του χρόνου μαθαίνουμε ότι οι φυλακές φιλοξενούν 337 κρατούμενους στρατιωτικούς και είναι πλήρεις.

1888: Έχει μειωθεί ο αριθμός των κρατουμένων σε 221 στρατιωτικούς.

1897: Στα μέσα του χρόνου γέμισαν όλες οι στρατιωτικές φυλακές (π.χ. Μεντρεσές στην Αθήνα) από λιποτάκτες φαντάρους. Πολλοί από τους λιποτάκτες του πολέμου του 1897 οδηγήθηκαν στην Ακροναυπλία.

 

Το κτήριο των στρατιωτικών φυλακών.

 

1897 (Απρίλιος – Μάιος ): Μεταφορά στις στρατιωτικές φυλακές 124 Τούρκων αιχμαλώτων από τον πόλεμο του 1897.

1897: Στα τέλη του έτους μαζική απόδραση από τις στρατιωτικές φυλακές κρατουμένων, οι οποίοι συγκροτούν συμμορία ληστών στην περιοχή της Μαντινείας.

1897: Ορίζεται το Ναύπλιο ως έδρα ταξιαρχίας, που στεγάζεται στην Ακροναυπλία, στο μεγάλο ενετικό κτήριο δίπλα από τις στρατιωτικές φυλακές.

1900: Στις 2 Αυγούστου οδηγούνται στις φυλακές Ακροναυπλίας οι επικεφαλής κινήματος αξιωματικών πεζικού. Το στρατιωτικό κίνημα είχε γίνει στις 18/7/1900.

1902: Στις 2 Ιουνίου υπογράφεται επιστολή στρατιωτικών καταδίκων, όπου επιβραβεύεται ο διοικητής των φυλακών Ι. Παναγιωτόπουλος για την τάξη που έχει επιβάλλει. Από την επιστολή μαθαίνουμε για δύο φόνους μεταξύ των καταδίκων την προηγούμενη χρονιά στη φυλακή.

 

Το συγκρότημα των στρατιωτικών φυλακών στο Ναύπλιο.

 

1903: Τον Απρίλιο, σε έκθεση επιθεωρητή των φυλακών μαθαίνουμε ότι οι κατάδικοι στρατιώτες παίζουν χαρτιά και στα κελιά έχουν μπουκάλια με ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά.

1905: Στις 16 Οκτωβρίου γίνεται απόδραση από τις φυλακές Ακροναυπλίας καταδίκου σε ισόβια δεσμά, δεκανέας στο βαθμό.

1909: Στη φυλακή μεταφέρονται οι στασιαστές του κινήματος του Ναυτικού, που έγινε στις 17-10-1909, μετά το κίνημα στο Γουδί.

1909: Το Νοέμβριο ο αριθμός των κρατούμενων είναι 300 στρατιωτικοί.

1913: Στις φυλακές μεταφέρονται και Τούρκοι αιχμάλωτοι.

1921: Το Νοέμβριο μεταφέρονται στις στρατιωτικές φυλακές απεργοί στρατεύσιμοι από το ηλεκτρικό εργοστάσιο της Αθήνας, μετά από απόφαση στρατοδικείου.

1922: Τον Αύγουστο, 800 οι στρατιωτικοί κατάδικοι της Ακροναυπλίας ζητούν να πάνε στο μέτωπο. Έχουν καταδικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία. Αν κρίνουμε από τον αριθμό των κρατούμενων, ίσως χρησιμοποιούσαν τότε ως χώρο φυλακής και το μεγάλο ενετικό κτήριο.

1922: Άρχισαν να μεταφέρονται στις φυλακές πολιτικοί κρατούμενοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήταν ενταγμένοι στο ΚΚΕ. Οι στρατιωτικοί κρατούμενοι μεταφέρουν νερό από την πόλη του Ναυπλίου με ντενεκέδες για τη δεξαμενή της φυλακής και ασχολούνται με σπάσιμο χαλικιού. Όταν διαβάζουν ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ τιμωρούνται. Άλλη μια αγγαρεία ήταν ο καθαρισμός των πέντε δεξαμενών της πόλης του Ναυπλίου.

1929: Ψηφίζεται το Ιδιώνυμο (Νόμος 4249/25-7-29) «δίωξη όχι μόνο των πράξεων αλλά και κυκλοφορίας και μετάδοσης ιδεών που επεδίωκαν την ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος».

1929: Καθιερώνεται νομικά ως τρόπος εκτέλεσης αποκλειστικά ο τυφεκισμός για όλους τους θανατοποινίτες κρατούμενους.

1931: Τον Ιούλιο του 1931 δημοσιεύεται επιστολή στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, η οποία υπογράφεται από τον «Κόκκινο φαντάρο». Εκεί μαθαίνουμε ότι το συσσίτιο είναι κακό, ο ίδιος έχει περάσει 25 μήνες στη φυλακή και η αγγαρεία του είναι να σπάει πέτρες. Το ημερομίσθιο του φυλακισμένου είναι οχτώ δραχμές την ημέρα και η καταβολή του αργή.

 

Το κτήριο των στρατιωτικών φυλακών και η αναγραφή της φυλακής στην πρόσοψη του κτηρίου.

 

1932: Στις στρατιωτικές φυλακές οδηγούνται φαντάροι που ανήκουν στο ΚΚΕ, οι οποίοι κατηγορούνται ότι «συνεδρίασαν για την ανατροπή του καθεστώτος» ή μοίραζαν προκηρύξεις.

1932: Αντιθέσεις μεταξύ πολιτικών και ποινικών στρατιωτικών κρατούμενων. Οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούν το σύστημα ότι αφήνει ελεύθερα τα ναρκωτικά στη φυλακή (χασίς).

1935: Στις 13 Απριλίου οδηγούνται στην φυλακή οι Βενιζελικοί αξιωματικοί, που συμμετείχαν στο πραξικόπημα ενάντια στον Κονδύλη. Το αποτυχημένο πραξικόπημα έγινε την 1η Μαρτίου 1935. Συνολικά φυλακίστηκαν στην Ακροναυπλία 206 αξιωματικοί. Στις 2 Δεκεμβρίου αποφυλακίζονται οι φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί κρατούμενοι.

1935: Τον Δεκέμβριο αρχίζουν απεργία πείνας στις στρατιωτικές φυλακές πολιτικοί κρατούμενοι για να τους δοθεί αμνηστία.

1936: Προβληματισμός για τις φυλακές και το διαχωρισμό ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες φυλακισμένων. Έχει αποφασιστεί, όπως μαθαίνουμε από τοπική εφημερίδα η μετατροπή των φυλακών αποκλειστικά «για τους κομμουνιστάς».

1937: Στις 3 Φεβρουαρίου αρχίζει η λειτουργία των φυλακών Ακροναυπλίας. Η άποψη του Μανιαδάκη ήταν να βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους οι πολιτικοί με τους ποινικούς κρατούμενους, χωρίς επαφή. Οι φυλακές της Ακροναυπλίας λειτουργούν στο μεγάλο ενετικό κτήριο.

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Ίσως οι περισσότεροι έχετε προσέξει σε παλιές φωτογραφίες ένα πέτρινο διώροφο κτήριο στο Παλαμήδι. Το κτήριο αυτό ονομαζόταν «κατάστημα». Κτίστηκε το 1835, στα πρώτα χρόνια του Όθωνα στην Ελλάδα.

 

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Στην αρχή, οι Βαυαροί είχαν τοποθετήσει εκεί αργαλειούς και οι ελαφροποινίτες κρατούμενοι έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα. Το κτήριο εγκαταλείφθηκε το 1855. Πολύ αργότερα το Μάρτιο του 1900 σε μια ομιλία του δηλιγιαννικού βουλευτή Ηλία Ποταμιάνου στη βουλή, για τον προϋπολογισμό γίνεται αναφορά για το εργοστάσιο στις φυλακές. Εκεί αναφέρεται στα έξοδα του προϋπολογισμού σε σχέση με τις φυλακές και την ανάγκη εργασίας των φυλακισμένων. Σαν παράδειγμα κακής πολιτικής αναφέρει ότι πωλήθηκαν οι αργαλειοί που οι κρατούμενοι έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα σε δημοπρασία για καύσιμο ύλη: «Οι Βαυαροί είχαν συστήσει εργοστάσιο κλινοσκεπασμάτων δι΄ εγχωρίου ερίου [=μαλλί των εριφίων και των αμνών που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ινών προς ύφανση] αρίστων την ποιότητα και εχόντων αντοχήν μείζονα των 30 ετών».

Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως ποινητήριο και από το 1885 ως χώρος φυλακής καταδίκων με μικρές ποινές.

 

Άποψη από την πλατεία Συντάγματος.

 

Το 1899 έγιναν εργασίες ριζικής επισκευής και το κτήριο φιλοξενεί πλέον καταδίκους, μέχρι το τέλος της λειτουργίας των φυλακών στο Παλαμήδι, τον Αύγουστο του 1923.

Το 1936, στον νεοϊδρυθέντα Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) συμμετέχει και ο ναυπλιώτης Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, καθηγητής πανεπιστημίου και μετέπειτα πρωθυπουργός μιας διορισμένης από τους Γερμανούς κατοχικής κυβέρνησης (2 Δεκεμβρίου 1942 έως 7 Απριλίου 1943). Ο Ε.Ο.Τ. αναλαμβάνει την προσωρινή διαχείριση του Παλαμηδίου από τα δημόσια κτήματα. Πρόταση του Λογοθετόπουλου είναι να γίνουν επισκευές στο κάστρο και το «κατάστημα» να μετατραπεί σε ξενώνα επισκεπτών. Είχε προηγηθεί, τον Ιούνιο του 1936, η χορήγηση σχετικής άδειας από το τμήμα αρχαιολογίας του υπουργείου Παιδείας.

 

Το «κατάστημα» στο Παλαμήδι.

 

Σημείωμα σε εφημερίδα για τον Λογοθετόπουλο.

 

Τον Ιούνιο του 1957, εγκρίνεται το πρόγραμμα τουριστικών έργων, που περιλαμβάνει εργασίες ανάδειξης στο κάστρο.

Τον Δεκέμβριο του 1958, με απόφαση του Ε.Ο.Τ. και τη μεσολάβηση του ναυπλιώτη μέλους του, Εμμανουήλ Δαλαμάγκα, εγκρίθηκε ποσό 1.000.000 δραχμών για εργασίες στο Παλαμήδι. Σε αυτές περιλαμβάνονται χώρος στάθμευσης, πέτρινες κλίμακες, διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων, αναψυκτήριο, υδατοδεξαμενή, αντλία νερού. 200.000 δραχμές δόθηκαν για την κατεδάφιση των κτισμάτων που χρονολογούνταν μετά το 1713, μεταξύ αυτών και το «κατάστημα». Ταυτόχρονα εκτελείται από τον μηχανικό Κ. Κούρτη και το έργο ασφαλτόστρωσης του δρόμου Πρόνοια – Παλαμήδι.

Τον Φεβρουάριο του 1959, υπογράφεται σύμβαση του Ε.Ο.Τ. με γαλλική εταιρεία για να λειτουργήσει στην Ακρόπολη η παράσταση «Ήχος και Φως». Στην ίδια εταιρεία ανατέθηκε η μελέτη για να λειτουργήσει αντίστοιχο πρόγραμμα και στο Παλαμήδι. Δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

 

Το «κατάστημα» το Μάιο του 1957.

 

Τον Μάιο του 1959, ο Ε.Ο.Τ. εξαγγέλλει νέο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Παλαμήδι.

Τον Δεκέμβριο του 1960, αποπερατώθηκε το αναψυκτήριο και οι εργασίες ανάδειξης του κάστρου Παλαμηδίου. (2019 και το Παλαμήδι δεν έχει αναψυκτήριο. Έχει κλείσει εδώ και 24 χρόνια, από το 1995).

Το Παλαμήδι λειτουργεί ως οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος από την περίοδο 1964-1965.

Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος Παλαμηδίου είναι το κάστρο με το μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών στην Ελλάδα. Πάνω από 225.000 άτομα επισκέφτηκαν το Παλαμήδι το 2018.

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Οπλοστάσιο: Η πρώτη βαριά βιομηχανία στο Ναύπλιο – «Το μόνον εθνικόν βιομηχανικόν κατάστημα εν Πελοποννήσω»


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

«Οπλοστάσιο: Η πρώτη βαριά βιομηχανία στο Ναύπλιο»

 

Το οπλοστάσιο στεγαζόταν στον ενετικό προμαχώνα Mocenigo που βρισκόταν στη θέση που σήμερα είναι κτισμένα το πρώτο δημοτικό σχολείο και το λύκειο Ναυπλίου. Ήταν μονάδα του στρατού, με αντικείμενο την επισκευή και παραγωγή οπλισμού και πυρομαχικών. Άρχισε τη λειτουργία της μετά την επανάσταση του 1821 στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος και συνέχισε κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα.

Από δημοσιεύσεις του Τύπου το 1870 μαθαίνουμε ότι το οπλοστάσιο παρήγαγε επίσης μουσικά όργανα, σάλπιγγες και ιπποσκευές, όπως σαμάρια, σέλες, χαλινάρια, καπίστρια, λαιμαριές (σαγματοποιείο). Συμμετέχει το οπλοστάσιο με προϊόντα του στην έκθεση των Ολυμπίων το 1870.Στο οπλοστάσιο επίσης φυλασσόταν και επισκευαζόταν η γκιλοτίνα. Υπήρχαν μάλιστα παράπονα από τους δημίους ότι δεν ακόνιζαν σωστά τη λεπίδα κοπής των κεφαλιών και ταλαιπωρούνταν οι κατάδικοι που εκτελούνταν στο Αλωνάκι.

Στο οπλοστάσιο εργάζονταν και μαθητευόμενοι. Αυτοί έπρεπε να ήταν σε ηλικία από 16-18 χρονών, να ξέρουν ανάγνωση, γραφή και τις τέσσερις αριθμητές πράξεις.

 

Καρτ ποστάλ. Το παλατάκι του Καποδίστρια, δεξιά το οπλοστάσιο.

 

1829: Ιδρύθηκε στο οπλοστάσιο «Μουσείο τροπαίων του αγώνος».

1868: Μεταποιήθηκε στο οπλοστάσιο το κοινό τουφέκι σε πολύκροτο, ελάχιστα διαφορετικό από εκείνα των ευρωπαϊκών κρατών, αποδεικνύοντας την επιδεξιότητα των τεχνιτών.

1869: Απόφαση για κατασκευή οπλοστασίου στο Πειραιά έσπειρε υποψίες για τη μεταφορά του οπλοστασίου από το Ναύπλιο.

1876: Εκσυγχρονισμός του οπλοστασίου με την τοποθέτηση ατμομηχανής 30 ίππων, δωρεά Κοντογιάννη (ομογενής πρόξενος στην Πετρούπολη), μετά από πολλές περιπέτειες. Ελπίδες ότι με την ατμομηχανή θα υπήρχε η δυνατότητα να παράγει το οπλοστάσιο οπλικό υλικό καθιστώντας τη χώρα αυτάρκη.

1877: Καταγράφεται στον Τύπο επιθυμία αξιωματικών για μεταφορά του οπλοστασίου στον Πόρο ή την Αθήνα ή τον Πειραιά ακόμα και στην Χαλκίδα. Υπάρχουν παράπονα στην κυβέρνηση για αδιαφορία στη λειτουργία του οπλοστασίου και υπολειτουργία του.

1884: Υπάρχει έντονος προβληματισμός για τη μεταφορά του οπλοστασίου και παράπονα της τοπικής κοινωνίας ότι αφαιρούν πολλά από το Ναύπλιο.

1897: Τον Οκτώβριο το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Ναυπλίου βγάζει ψήφισμα για να μη μεταφερθεί το οπλοστάσιο σε άλλη πόλη.

1909: Όλες οι ενδείξεις δείχνουν την πρόθεση της μεταφοράς του οπλοστασίου στην Αθήνα. 150 επώνυμοι Ναυπλιώτες συγκεντρώνονται στο δημαρχείο και ορίζουν επιτροπή για να διεκδικήσει την αποσόβηση της μεταφοράς του σαγματοποιείου, καθώς αυτό θα σημάνει και τη διάλυση του οπλοστασίου. Η πόλη είναι σε μεγάλη αναστάτωση και απειλεί με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις. Το ρεπορτάζ της εποχής αναφέρει: «Η πόλις Ναυπλίου η προνομιούχος απεγυμνώθη τελείως παρά των διαφόρων Κυβερνήσεων και εγκατελείφθη παρ αυτών δίκαια λοιπόν η αγανάκτησις των Ναυπλιέων επι τη νέα ταύτη ειδήσει.»

1915: Με ΦΕΚ καταργείται το οπλοστάσιο του Ναυπλίου.

1916: Με το τρένο γίνεται η μεταφορά εξαρτημάτων του οπλοστασίου στην Αθήνα.

1935: Αρχίζει η κατεδάφιση των κτηρίων του οπλοστασίου για να κτιστούν τα σχολεία του Α Δημοτικού και του Γυμνασίου, σημερινού Λυκείου.

 

Τα υπό κατεδάφιση παλιά κτίρια του οπλοστασίου.

 

Το φουγάρο, τελευταίο απομεινάρι του οπλοστασίου, κατεδαφίστηκε πολύ αργότερα, το 1936 αφού ολοκληρώθηκε η κατασκευή των σχολικών συγκροτημάτων.

 

Η τοπογραφία του οπλοστασίου: 1. Αποθήκη γραφεία και θάλαμος λόχου – 2. Υπόστεγο ξυλείας – 3. Εργοστάσιο σιδηρουργών κλειδουργών – 4. Θάλαμος του θυρωρού – 5. Φυλακείον – 6. Υπόστεγο αμαξών – 7. Προπλαστήριο χωνευτών. 8. Φουγάρο – 9. Χωνευτήριο – 10. Καρφοποιείο – 11. Αποθήκη ορυχαλκείων – 12. Ορυχαλκείο – 13. Ξυλουργείο – Αμαξοποιείο – 14. Αποθήκη – 15. Οπλοποιείο – 16. Σχεδιοφυλάκιο – 17. Σχολείο του λόχου – 18. Ηλιακό ρολόι.

 

Η τοπογραφία του οπλοστασίου:

  1. Αποθήκη γραφεία και θάλαμος λόχου.
  2. Υπόστεγο ξυλείας.
  3. Εργοστάσιο σιδηρουργών κλειδουργών.
  4. Θάλαμος του θυρωρού.
  5. Φυλακείον.
  6. Υπόστεγο αμαξών.
  7. Προπλαστήριο χωνευτών.
  8. Φουγάρο.
  9. Χωνευτήριο.
  10. Καρφοποιείο.
  11. Αποθήκη ορυχαλκείων.
  12. Ορυχαλκείο.
  13. Ξυλουργείο – Αμαξοποιείο.
  14. Αποθήκη.
  15. Οπλοποιείο.
  16. Σχεδιοφυλάκιο.
  17. Σχολείο του λόχου.
  18. Ηλιακό ρολόι.

Σημείωση Νίκου Τόμπρα: «Ένας από του πιο σημαντικούς , ίσως ο σημαντικότερος υπάλληλος του οπλοστασίου, ήταν ο Αντώνιο Βρεντάνος Τζιμαρώλη καθηγητής χημείας και πυροτεχνουργός του οπλοστασίου, ο οποίος αφού εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο έζησε όλη την ζωή του εδώ παντρεύτηκε, απέκτησε οικία στον μεγάλο δρόμο, και είχε μία κόρη που παντρεύτηκε και έζησε στο Ναύπλιο και έναν γιό που έγινε αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ο Βρεντάνος είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της πόλης του Ναυπλίου κατά τον 19ο αιώνα και οι εφημερίδες και τα ΦΕΚ της εποχής βρίθουν αναφορών σε αυτόν καθώς εργαζόταν και ως ιδιώτης πτυχιούχος χημικός, αφού τότε δεν υπήρχε κανένας άλλος με αυτά τα προσόντα. Ενδεικτικά και μόνο ΦΕΚ 18/16-6-1854».

 

Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Τα λουτρά στην πόλη του Ναυπλίου


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

«Μικροϊστορία του Ναυπλίου» στο «Ελεύθερο Βήμα»  μέσα από ένα άρθρο του Χαράλαμπου Αντωνιάδη με τίτλο:

 

«Τα λουτρά στην πόλη του Ναυπλίου»

 

Εγκαταστάσεις λουτρών (χαμάμ) στην πόλη του Ναυπλίου αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Άγγλο αρχαιολόγο και τοπογράφο William Gell. Περιγράφει ένα δημόσιο λουτρό, που είχε επισκεφθεί μεταξύ των ετών 1804-1806, ως εξής: «Στο κέντρο του πρώτου διαμερίσματος υπήρχε φωτιά και γύρω γύρω σοφάδες με καθαρά σεντόνια και σκεπάσματα. Εκεί γδύνεσαι, τυλίγεσαι με ένα βαμβακερό ρούχο, φοράς ξυλοπάπουτσα και οδηγείσαι ανάμεσα από πολλές θολωτές καμάρες, τη μια ζεστότερη από την προηγούμενη, στο χαμάμ, όπου ξαπλώνεις σε ένα τεζάχι ξύλινο, μεγάλο όσο μια πόρτα, στερεωμένο σε ύψος 4 ιντσών από το πάτωμα. Kι ενώ παθαίνεις δυνατή εφίδρωση, ένας λουτράρης σε τρίβει και σε λούζει αν θέλεις. (…) Ύστερα, σε οδηγεί ξανά στην πρώτη αίθουσα, όπου ξαπλώνεις ανάμεσα στα σεντόνια και πίνεις καφέ ώσπου να στεγνώσεις. Μπορείς να αφήσεις τα λεφτά στις τσέπες χωρίς φόβο. Στα λουτρά δεν γίνονται ποτέ κλοπές».

Την περίοδο εκείνη υπήρχαν στην πόλη τουλάχιστον δύο λουτρά. Τμήμα ενός λουτρού σώζεται ακόμα και σήμερα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Σπυριδωνα. (Φωτό 1)

 

Φωτό 1. Τμήμα λουτρού σώζεται ακόμα και σήμερα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Σπυριδωνα.

 

Το άλλο μάλλον στεγαζόταν σε κτίριο στο Μεγάλο Δρόμο (Β. Κωνσταντίνου 10) και κατά πάσα πιθανότητα η περιγραφή του Gell αφορά αυτό. Το λουτρό αυτό ανήκε στους κληρονόμους του Παπαφλέσσα. (Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τεύχος 53, άρθρο Κ. Δανούση).

Τα λουτρά τροφοδοτούνταν με νερό από την πηγή της Αγίας Μονής. Τμήματα του πήλινου αγωγού μεταφοράς νερού έχουν βρεθεί στην περιοχή Ροδίου. Στο ίδιο σύστημα μεταφοράς νερού στην πόλη ανήκουν και οι κατασκευές με καμάρες που διακρίνουμε στις υπώρειες του βράχου στον θερινό κινηματογράφο. (Φωτό 2)

 

Φωτό 2. Στο σύστημα μεταφοράς νερού στην πόλη ανήκουν και οι κατασκευές με καμάρες που διακρίνουμε στις υπώρειες του βράχου στον θερινό κινηματογράφο.

 

Σε ένα από τα λουτρά μαρτυρείται μαζική δολοφονία Ευρωπαίων εθελοντών, λίγο μετά την άλωση του Ναυπλίου. (Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου από βιβλίο Σιμόπουλου). Το 1826 καταγράφεται στο αστυνομικό δελτίο κλοπή μαργαριταριού που ανήκε σε μια γυναίκα, η οποία είχε επισκεφτεί το χαμάμ της πόλης για το λουτρό της. (Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου). Στα χρόνια της απελευθέρωσης λειτουργούν ακόμα ιδιωτικά λουτρά στην πόλη. Το 1834 υπάρχει φόρος λουτρών ενώ στα Γενικά Αρχεία του Κράτους συναντάμε το όνομα ενός ιδιοκτήτη λουτρών, του Μ. Κοιλόνου. (ΓΑΚ)

Γύρω στα 1860 κατασκευάζονται θαλάσσια λουτρά σε χώρο μέσα στη θάλασσα, στην περιοχή που είναι σήμερα οι Μπανιέρες προς την κατεύθυνση του φάρου. Λειτουργούν δώδεκα λουτρά σε ξύλινη κατασκευή, με σκελετό που είναι μέσα στη θάλασσα. (Φωτό 3-4)

 

Φωτό 3. Η περιοχή που είναι σήμερα οι Μπανιέρες.

 

Φωτό 4. Η περιοχή που είναι σήμερα οι Μπανιέρες.

 

Το 1887 γίνεται ανακαίνιση των λουτρών ενώ η εξέδρα χρησιμοποιείται και για παραστάσεις και συναυλίες. Το 1901 σε δημοσίευμα της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» αναφέρεται ότι το κόστος για τα λουτρά είναι 0.20 λεπτά. Από το 1892 – 1894 τα λουτρά ενοικιάζονται από τον Κωνσταντίνο Καλτεζά και έπειτα από τον Βασίλη Μπουζακιώτη. (ΓΑΚ)

Έως το 1924 γίνονται δημοπρασίες για την ενοικίαση των ξύλινων λουτρών. Από φωτογραφίες της εποχής διαπιστώνουμε ότι υπήρχε ένα μικρό διάστημα που δεν υπάρχουν ξύλινα λουτρά στην πόλη (1925; 1928).

Την 1η Απριλίου 1928 παραδίδονται από τον μηχανικό Γιάνναρο τα νέα σχέδια ξύλινων λουτρών στον μηχανικό του δήμου για να γίνει εργολαβία. (Φωτό 5 Σχέδια).

 

Φωτό 5. Σχέδια ξύλινων λουτρών.

 

Σε 10 ημέρες δημοπρατείται η κατασκευή των ξύλινων λουτρών, με προϋπολογισμό 190.000 δραχμές. Στις 27 Απριλίου 1930 καταγράφεται δημοπρασία για την ενοικίαση των λουτρών, με μειοδότη κάποιον με το όνομα Ρετάλης. Σε επαναληπτική δημοπρασία φαίνεται ότι τελικά τα λουτρά ενοικιάστηκαν από τον Ευάγγελο Σμυρναίο. Στις 31 Ιουνίου 1931 το Δημοτικό Συμβούλιο έδωσε άδεια στον Σμυρναίο να πουλάει είδη καφενείου στο χολ των λουτρών. Τα λουτρά αποτελούνται από δέκα διαφορετικά δωμάτια, χωρισμένα σε ανδρών και γυναικών. Σύμφωνα με τη διαφήμιση που κυκλοφορεί, υπάρχει η δυνατότητα για ιαματικά λουτρά, σε πλήρη απομίμηση των λουτρών Αιδηψού, Λουτρακίου, Κυλλήνης, Υπάτης και Μεθάνων. Τα νερά έρχονταν σε συσκευασία, με την εγγύηση του καθηγητή Αναστάσιου Δαμβέργη (καθηγητής της φαρμακολογίας, ο οποίος έκανε αναλύσεις στα ιαματικά νερά της Ελλάδας). Τα προμήθευε το κατάστημα Μ. Λάμπρου. Επίσης, μπορούσε κάποιος να κάνει θαλάσσια θερμά λουτρά και λουτρά καθαριότητας, θερμά και ψυχρά. (Φωτό 6-7-8)

 

Φωτό 6. Λουτρά

 

Φωτό 7. Λουτρά

 

Φωτό 8. Αγγελία

 

Το 1941, τα λουτρά, τα οποία είναι σε λειτουργία και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, επισκευάζονται. (ΓΑΚ) (Φωτό 9)

 

Φωτό 9. Τα λουτρά, ήταν σε λειτουργία και κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

 

Το 1946 δίνεται η δυνατότητα παροχής θερμών λουτρών σε άπορους. (ΓΑΚ)

Το 1947, ο σύλλογος «Παλαμήδης» καταθέτει πρόταση να παραχωρηθεί σε δημοπρασία και να κατασκευαστεί στον χώρο του παλαιού γυμναστηρίου (πάρκο Σταϊκόπουλου) λουτρικό κατάστημα για καθαριότητα και για ιαματικά θερμά λουτρά. (Σύλλογος Παλαμήδης, πρακτικά).

Το 1958, το Λιμενικό Ταμείο κατασκευάζει τσιμεντένια βάση για νέα λουτρά, διαθέτοντας 160.000 δρχ. Ο μηχανικός που σχεδίασε το κτίριο ονομάζεται Ευμένιος Μαυρόπουλος. Το Λιμενικό Ταμείο σταματάει το έργο, λόγω έλλειψης χρημάτων. (Τοπικές Εφημερίδες).

Τον Μάρτιο του 1959, ο δήμαρχος Σαγιάς και ο πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου Ηλίας Παπαδάκης πιέζουν να ολοκληρωθούν τα έργα κατασκευής των λουτρών. Με μεσολάβηση του ναυπλιώτη Γενικού Διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου, Μάνου Δαλαμάγκα (συμμετέχει και στο Συμβούλιο Τουρισμού), διατέθηκαν άλλες 200.000 δρχ. για την αποπεράτωση του κτιρίου στις Μπανιέρες. Στα μέσα του 1959 κατεδαφίστηκαν τα υφιστάμενα ξύλινα λουτρά. (Τοπικές Εφημερίδες).

Η κατασκευή δεν έτυχε καθολικής αποδοχής. Η εφημερίδα «Σύνταγμα» εκφράζει τις αντιρρήσεις της ως προς το σημείο κατασκευής των νέων λουτρών. Αναφέρει ότι «το έργο είναι βαρύ, θυμίζει παλιό στρατώνα, εξαφάνισε το μνημείο της Γλώσσας και ανατρέπει την γραμμήν των 5 αδελφών». Και μάλλον είχε δίκιο. Η μελέτη για την κατασκευή του κτιρίου είχε και αυτή παραλείψεις. Δεν είχαν σχεδιάσει ουρητήρια ούτε και τον χώρο του μηχανοστασίου. Τελικά και τα δύο έγιναν στα σκαλοπάτια όπως κατεβαίνουμε από τα Πέντε Αδέλφια για την Πύλη της Θάλασσας στην παραλία της Γλώσσας. (Φωτό 10)

 

Φωτό 10. Πύλη της Θάλασσας.

 

Τον Ιούλιο του 1959, το κτίριο δημοπρατείται και από το καλοκαίρι του 1960 τα λουτρά αρχίζουν να λειτουργούν. Παρέχονται θερμά θαλάσσια λουτρά αλλά και ιαματικά φάρμακα Αιδηψού, Μεθάνων, Υπάτης από τη βιομηχανία Δαμβέργη. (Τοπικές εφημερίδες) (Φωτό 11-12-13)

 

Φωτό 11. Μπανιέρες.

 

Φωτό 12. Τμήμα από το τείχος του Τόρου στη βορειοδυτική παραλία.

 

Φωτό 13. Διαφήμιση των λουτρών, 1960

 

Με τα χρόνια, τη δεκαετία του 1970, δεν λειτουργούν λουτρά στον χώρο και πλέον χρησιμοποιείται ως ο μοναδικός χώρος για μπάνιο εντός της πόλης. Οι γονείς με το ουζάκι και τα μεζεδάκια του Ζήση και τα παιδιά με τις βουτιές από την ξύλινη εξέδρα και το ανέβασμα από τις μεταλλικές σκάλες. Την περίοδο της χούντας, ο δήμαρχος Α. Παναγιωτόπουλος κατασκευάζει δίπλα στις μπανιέρες μια μικρή «πισίνα» για τα παιδιά.

Από το 1990 το κτίριο είναι μέσα στην αδόμητη ζώνη προστασίας της Ακροναυπλίας / Παλαμηδίου, η οποία επικαιροποιήθηκε το 1995 Πολεοδομικά το κτίριο είναι αυθαίρετο (δεν έχει οικοδομική άδεια) και δεν γνωρίζω αν έχει γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια νομιμοποίησης -τακτοποίησης, ώστε να μπορεί να νοικιαστεί από το Λιμενικό Ταμείο.

Και φθάνουμε στο σωτήριο έτος 2020. Αυτές τις μέρες του Μαρτίου ολοκληρώνεται το έργο της τοποθέτησης λιθορριπής μπροστά από το κτίριο, σε ύψος 1.5 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, με τη δικαιολογία της προστασίας της εγκατάστασης!!! Η εγκατάσταση δεν είναι πια λουτρά θερμαινόμενα. Εδώ και χρόνια είναι ένα σημείο πρόσβασης στη θάλασσα και εμείς το καταστρέψαμε.

 

Φωτό 14. Μπανιέρες, η σημερινή κατάσταση.

 

Μετά από 60 χρόνια Στις Μπανιέρες, δεν θα μπορείς να κάνεις μπάνιο. (Φωτό 14)

 

 Χαράλαμπος Αντωνιάδης

 

Read Full Post »

«Εφέρθησαν ακόσμως» – Παραβατικότητα και πειθαρχικές ποινές στο Γυμνάσιο Ναυπλίου (1833-1862) – Τάσος Χατζηαναστασίου, έκδοση Ίδρυμα Ιωάννης Καποδίστριας, Ναύπλιο, 2017.


 

[…] Με το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 21.11./3.12.33 ιδρύθηκε στο Ναύπλιο «Ελληνικόν Σχολείον» και Γυμνάσιον. Το Ελ­ληνικόν Σχολείον θα λειτουργούσε αρχικά, όπως αναφέρεται στο διάταγμα με «τρείς ή τέσσερις κλάσεις», στο δε Γυμνάσιον θα λειτουργούσαν «πρός τόν παρόν τουλάχιστον δύο τάξεις». Όπως ήταν φυσικό, στο πλαίσιο του καθεστώτος της Βαυαροκρατίας, το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούσε απευθείας μεταφορά του αντίστοιχου της Βαυαρίας. Οι απόφοιτοι του Ελληνικού Σχολείου εισάγονταν με εξετάσεις στο Γυμνάσιον από το οποίο μπορούσαν, εφόσον ολοκλήρωναν σπουδές τετραετούς φοίτησης, να εισα­χθούν στο Πανεπιστήμιο.

Σε ό,τι αφορά ειδικά το ζήτημα της πειθαρχίας και των ποινών, νομική βάση του συστήματος επιβολής ποινών αποτέλεσαν για δύο τουλάχιστον δεκαετίες τα άρθρα 53-55 του «Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων καί Γυμνασίων» της 31ης Δεκεμβρίου του 1836.

«Εφέρθησαν ακόσμως»

Σύμφωνα με το πρώτο από τα άρθρα αυτά: «Κάθε διδάσκαλος εἶναι ὑπεύθυνος διά τήν πειθαρχίαν ἤ εὐταξίαν τῆς τάξεώς του, καί χρεωστεῖ νά ἐπαγρυπνεῖ εἰς τήν ἐπιμέλειαν καί διαγωγήν τῶν μαθητών∙ ἔχει ἐπομένως τό δικαίωμα νά διανέμει καταλλήλους ἀμοιβάς, νά δίδη πατρικάς συμβουλάς καί νά ἐπιβάλλη ποινάς διά κρατήσεως ἐντός τοῦ σχολείου εἰς ὡρισμένον τινά καιρόν ἤ καί ὁλοκλήρους ἡμέρας, νά δίδη εἴδησιν εἰς τούς γονεῖς ἤ ἐπιτρό­πους περί τῶν πταισμάτων τῶν μαθητῶν καί νά ζητῆ ἀπό αὐτούς πληροφορίας περί τῆς διαγωγῆς των» (άρθρο 53). Το άρθρο 54 προέβλεπε την ποινή της αποβολής από το Ἑλληνικόν Σχολεῖον «μέ μόνην τήν συγκατάθεσιν τοῦ Σχολάρχου. Ἀπομακρύνεται τοῦ διδακτικοῦ καταστήματος χωρίς νά ἀπολαύση τό δικαίωμα νά γίνη δεκτός εἰς ἕτερον πρός δοκιμήν ἐπιβλεπόμενος αὐστηρῶς τουλάχιστον εἰς διάστημα μίας ἐξαμηνίας». Η μέγιστη τιμωρία ήταν ο αποκλεισμός από όλα τα Ελληνικά Σχολεία «διά βαρύτερα ἐγκλήματα».

Η αυστηρότητα των ποινών αντισταθμιζόταν κατά κάποιον τρόπο από το δικαίωμα των γονέων και των επιτρόπων να απο­τείνονται στην σχολική εφορεία «ζητοῦντες ἐξέτασιν τῆς ὑποθέ­σεως ὁσάκις νομίζουν ὅτι ἔγεινεν ἀδικία εἰς τόν ἀποβληθέντα». Δινόταν δηλαδή μία ευκαιρία επανεξέτασης μιας υπόθεσης (άρ­θρο 55).

Βάσει του άρθρου 109 του ίδιου Κανονισμού: «ὁ γυμνασιάρ­χης συνεννοούμενος μετά τῶν λοιπῶν καθηγητῶν θέλει συνάπτει κανονισμούς ἀναλόγους μέ τάς ἀνάγκας τῶν μαθητῶν καί τάς σχέσεις τοῦ τόπου ἤ καί τοῦ καταστήματος ὑποχρεούσας τούς μαθητάς εἰς τήρησιν τακτικοῦ τρόπου ζωῆς καί θέλει τούς ἐφαρ­μόζει λαβών τήν ἔγκρισιν τῆς ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικών Γραμμα­τείας». Ο «Γενικός Κανονισμός τῶν χρεῶν τῶν μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου Ναυπλίου» συντάχθηκε στις 29 Απριλίου 1841 όταν χρέη γυμνασιάρχη εκτελούσε ο Αδόλφος Ανσέλμος. Ο Δεμοί­ρος θεωρεί τον κανονισμό «μνημειώδη ως προς τα νοήματα και την έκφρασιν». Στον Γυμνασιάρχη του ίδιου σχολείου στην εκατονταετηρίδα από την ίδρυσή του, έκανε εντύπωση η διάταξη του άρθρου 13 που προέτρεπε τους μαθητές να υποβάλουν «εὐσχημόνως ἐρωτήσεις, ἐάν ἔχωσιν ἀπορίαν τινά ἀναφερομέ­νην πρός τό παραδιδόμενον μάθημα» καθώς τη θεωρεί «προο­δευτική δια την εποχήν εκείνην». Με βάση τον ίδιο κανονισμό (άρθρο 18) οι μαθητές ελέγχονταν για τη συμπεριφορά τους, για την οποία ίσχυαν πολύ αυστηροί περιορισμοί και ποικίλες απαγορεύσεις, στο πλαίσιο της τότε επικρατούσας ηθικής και εκτός σχολείου ενώ εάν καταδικάζονταν για οποιαδήποτε παράβαση του νόμου αποβάλλονταν από το σχολείο (άρθρο 20).

Φαίνεται όμως ότι δεν συμμορφώθηκαν όλα τα Γυμνάσια της χώρας με την απαίτηση του άρθρου 109 του Κανονισμού του 1836 να συντάξουν κανονισμούς, οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη να συνταχθούν τέτοιοι από το κράτος «ἵνα οἱ κανονισμοί οὗτοι οὐ μόνον ὦσι σύμφωνοι πρός τάς ἐν ἰσχύι διατάξεις τοῦ μνημονευθέντος κειμένου, ἀλλά καί στηρίζωνται ἐπί τῶν αὐτῶν παιδαγωγικῶν αρχῶν». Το υπάρχον επομένως νομοθετικό πλαίσιο, ούτως ή άλλως ανεπαρκές και ξεπερασμένο, συμπληρώθηκε από τον «Ἐσωτερικόν Κανονισμόν Γυμνασίων και Ἑλληνικῶν Σχολείων» του 1857.

Ο Κανονισμός του 1857 καθόριζε με σαφήνεια τα πειθαρχικά παραπτώματα των μαθητών και προέβλεπε μία ποικιλία ποινών που ξεκινούσαν από την επίπληξη και έφταναν μέχρι τον αποκλεισμό από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Αν περιοριστούμε στα άρθρα που διαφέρουν από την αντίστοιχη σύγχρονη θεωρία και πρακτική, οι παλιότεροι θα αναγνωρίσουν την σχολική πραγματικότητα ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 16: «ἐντός τοῦ δωματίου τῆς παραδόσεως ὁ μαθητής μένει πάντοτε ἀσκεπής, ἐκτός ἄν, πά­σχων, λάβη τήν ἄδειαν τοῦ διδασκάλου νά φέρη ἐπί τῆς κεφαλῆς τό κάλυμμα. Καθήμενος δ’ ἐπί τῶν θρανίων, ὀφείλει νά κρατῆ τάς χεῖρας ἐπί τῆς ἄκρας τῶν τραπεζῶν καί νά διατηρῆ ἀκατα­παύστως εὐσχήμονα στάσιν». Επίσης, οικείο οπωσδήποτε είναι και το άρθρο 21: «εἰσερχομένου διδασκάλου ἤ ξένου τινός ἐν τῷ δωματίῳ τῆς παραδόσεως, οἱ μαθηταί ἀνίστανται, ἡσύχως, κλί­νουσι πρός τόν εἰσερχόμενον ἐλαφρῶς τήν κεφαλήν καί πάλινκάθηνται» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 28: «ἀπαγορεύεται ἡ μετα­ξύ μαθητῶν συνεννόησις πρός σχηματισμόν φατρίας ἐφ’ οἱῳδή­ποτε σκοπῷ».

Τέλος, οι καθηγητές οφείλουν να ελέγχουν τους μαθητές και εκτός του σχολείου, με έμφαση στον τακτικό εκκλησιασμό, που είναι υποχρεωτικός, και την απαγόρευση εισόδου στα καφενεία.

[…] Ωστόσο, γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα πως εκτός από τις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές, ιδιαίτερα οι δάσκαλοι, αλλά και ορισμένοι καθηγητές, εφάρμοζαν επίσης συστηματικά τον άγραφο σωφρονιστικό κώδικα των σωματικών ποινών και άλλων εξευτελισμών προκειμένου να συνετίσουν τους απείθαρχους μαθητές. Εξάλλου, το ξύλο στα παιδιά ως μέτρο σωφρονισμού εφαρμοζόταν ευρύτατα έως σχετικά πρόσφατα και ήταν απολύτως αποδεκτό κοινωνικά. Η δημώδης και λόγια λογοτεχνική μας παράδοση έχει αποδώσει θαυμάσια αυτή την εμπειρία.

Δεν περιορίζονται ωστόσο μόνο στη λογοτεχνία τα τεκμήρια για τη χρήση του ξυλοδαρμού στη σχολική εκπαίδευση. Το μαρτυρούν τα εκατομμύρια των μαθητών και μαθητριών και σημερινών ενηλίκων, που είχαν αυτή την ομολογουμένως αξέχαστη εμπειρία, αλλά και οι σχετικές υπουργικές εγκύκλιοι που επισημαίνουν το φαινόμενο και επιχειρούν να το εξαλείψουν. Η πρώτη τέτοια εγκύκλιος που απεστάλη από το Υπουργείο στους γυμνασιάρχες έχει ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1848. Στην εγκύκλιο αυτή η χρή­σις της «ράβδου» χαρακτηρίζεται «ὅλως βάρβαρος καί κατάλλη­λος μᾶλλον εἰς άπομώρανσιν παρά εἰς ἐξημέρωσιν τῆς καρδίας καί ἀνάπτυξιν τῆς διανοίας τῆς νεολαίας». Στην ίδια εγκύκλιο γίνεται αναφορά στις ποινές που προβλέπονται από τα άρθρα 53-55 του Κανονισμού περί Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων «αὐστηρᾶς μέν ἐπί πλέον ἤ ἔλαττον καταλλήλους δέ εἰς λογικά καί ἐλεύθερα ὄντα». Παρόμοιες εγκύκλιοι θα εκδοθούν και τα επόμενα χρόνια ως το 1884 οπότε εκδίδεται ειδική υπουργική εγκύκλιος (2081/22/3/1884) «περί ἀπαγορεύσεως τῶν ραβδισμῶν καί ἄλλων αἰκισμῶν τῶν παίδων», στην οποία τονίζεται με ιδιαίτερα αυστηρό ύφος η πρόθεση του υπουργείου να μην ανεχτεί παρόμοια φαινόμενα. Η έκδοση της συγκεκριμένης εγκυκλίου 36 χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης που έχουμε στη διάθεσή μας, φανερώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πως η ράβδος ουδέποτε έπαψε να πίπτει πλουσιοπάροχα επί δικαίων και αδίκων μαθητών και μάλιστα έως την εποχή που ήμουν κι εγώ μαθητής Δημοτικού και Γυμνασίου, δηλαδή ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Κι ενώ το νομοθετικό πλαίσιο απαγόρευε ρητά τις σωματικές ποινές, ελάχιστες είναι οι διαθέσιμες πληροφορίες για την τιμωρία διδάσκοντος στη Μέση Εκπαίδευση για σχετικό παράπτωμα. Παρόλα αυτά στο τέλος της ίδιας χρονιάς (1884) μία νέα εγκύκλιος (20580/30.12.1884) μάς πληροφορεί για την απόλυση διδάσκοντος από τη Μέση Εκπαίδευση ύστερα από καταγγελία του διευθυντή του σχολείου του, του Ελληνικού Σχολείου Πειραιώς, ο οποίος «ἐπέβαλε τρισί τῶν μαθητῶν τῆς τάξεως… τήν ποινήν τοῦ ἐμπτυσμοῦ ὑπό τῶν συμμαθητῶν» ενώ τιμώρησε και έναν μαθητή που αρνήθηκε να υπακούσει στην προσταγή του.

Εκτός από τον ξυλοδαρμό, εφαρμοζόταν και η περίφημη «νηστεία», η υποχρεωτική κράτηση δηλαδή των μαθητών στο σχολείο τις ώρες της μεσημεριανής διακοπής των μαθημάτων. Έτσι οι τιμωρημένοι μαθητές παρακολουθούσαν τα απογευματινά μαθήματα νηστικοί αφού τους είχε απαγορευτεί να μεταβούν στο σπίτι τους για φαγητό. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τις ειρωνείες και τις προσβολές που οι διδάσκοντες μεταχειρίζονταν, συχνά με αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, αντλώντας πρότυπα κατά προτίμηση από το ζωικό βασίλειο, προκειμένου να τηρούν την πειθαρχία στην τάξη.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι με τους δασκάλους, φαίνεται πως η βαναυσότητα των μεθόδων που μεταχειρίζονταν, έβρισκε συχνά άξιο συναγωνιστή τη σκληρότητα ορισμένων μαθητών, που απειλούσαν και επιτίθονταν εναντίον δασκάλων και καθηγητών εξασφαλίζοντας μάλιστα συχνά πλήρη ασυλία. Σύμφωνα με του π. Αρ. 7849 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας της 2 Οκτωβρίου 1872: «εἰς διάφορα τοῦ Κράτους παιδευτήρια μαθηταί θρασεῖς και αὐθάδεις ἀπειλήσαντες καί δι’ ὅπλων βαλόντες διδασκάλους καί καθηγητάς αὐτῶν, διότι ἐνόμισαν ἑαυτούς ἤ ἀδίκως τιμωρη­θέντας ἤ ἐν τοῖς προβιβασμοῖς δῆθεν ἀδικηθέντας ἔμειναν ἀτιμώ­ρητοι καί ἀκατανίκητοι». Φόβος του Υπουργείου ήταν μήπως «τά ἐνδεικτικά καί ἀπολυτήρια γίνωνται ὕποπτα ὡς προϊόντα ἐκβια­σμοῦ καί φόβου».

Όπως και να έχει, αναφερόμαστε οπωσδήποτε σε μία εποχή κατά την οποία η βία γενικότερα κατείχε άλλη θέση απ’ ό,τι σήμερα στο κοινωνικό σύστημα αξιών και η άσκησή της στον χώρο του σχολείο έμοιαζε μάλλον αναπόφευκτη. Αυτό που έχει ωστόσο ενδιαφέρον να εξετάσουμε είναι το πώς εφαρμόστηκε στην πράξη το ισχύον θεσμικό πλαίσιο καθώς η απόλυτη τήρηση του κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Στις επόμενες σελίδες λοιπόν θα απασχοληθούμε με την «μικροϊστορία» της σχολικής παραβατικότητας και της αντιμετώπισής της εκ μέρους της Διεύθυνσης του Γυμνασίου Ναυπλίου…

Για την ανάγνωση του βιβλίου του Τάσου Χατζηαναστασίου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: «Εφέρθησαν ακόσμως» – Παραβατικότητα και πειθαρχικές ποινές στο Γυμνάσιο Ναυπλίου (1833-1862).

 

 

Read Full Post »

Ψαρομαχαλάς – Η ψυχή του Ναυπλίου


 

Στην αρχαιότητα, τα βυζαντινά χρόνια και τη Φραγκοκρατία το Ναύπλιο ήταν περιορισμένο πάνω στο βράχο της Ακροναυπλίας, στα τουρκικά Ιτς Καλέ (εσωτερικό κά­στρο). Είναι ένας βράχος ύψους 45 μέ­τρων στην άκρη της σημερινής πόλης και στην είσοδο του κόλπου, που τον περι­τριγυρίζει η θάλασσα. Ο Ψαρομαχαλάς είναι μια λαϊκή γειτονιά σκαρφαλωμένη στα μισά του βράχου. Μπορούμε να φτά­σουμε εκεί με δύο τρόπους: Καταρχήν αν ανεβούμε σε δύο δρομόσκαλες, η πρώτη που ξεκινάει από τη σημερινή οδό Σταϊκοπούλου και φέρει το όνομα Εθνικής Αντιστάσεως και η δεύτερη από την οδό Βύρωνος, που αρχίζει από την οδό Σπηλιάδου. Στο τέρμα της πρώτης σκάλας, δεξιά μας έχουμε πάνω στο βράχο τη γει­τονιά του Ψαρομαχαλά και αριστερά μας άλλη βραχώδη γειτονιά, τα Βραχατέικα.

 

Αρχαία τείχη του Ιτς-Καλέ (Ακροναυπλία). Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», έκδοση Εμπορικής Τρα¬πέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979.

Αρχαία τείχη του Ιτς-Καλέ (Ακροναυπλία). Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», έκδοση Εμπορικής Τρα¬πέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979.

 

Άλλη πρόσβαση, με αυτοκίνητο τώρα, υπάρχει από το τέλος της οδού Σπηλιάδου δίπλα στο ξενοδοχείο Αμφιτρύων και παράλληλα στον παραλιακό περίπατο, από την πλατεία-προμαχώνα που λέγεται Πέντε Αδέλφια. Ξεκινάει από εκεί ένας αμαξωτός δρόμος που φιδογυρίζει για να φτάσει σε μια μικρή άνω πλατεία, την πλατεία του Ψαρομαχαλά που λέγεται Λάκκα. Εκεί υπάρχει και η είσοδος στο τούνελ κάτω από το βράχο που με δύο ασανσέρ οδηγεί στην κορυφή του, στο σημερινό πολυτελές ξενοδοχείο Ναυπλία Παλάς   [1].

 

Σπίτια στον Ψαρομαχαλά. Φωτογραφία του Χαρ. Μπούρα (1974). Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Σπίτια στον Ψαρομαχαλά. Φωτογραφία του Χαρ. Μπούρα (1974). Αρχείο: Μουσείο
Μπενάκη.

 

Ο Ψαρομαχαλάς είναι η πιο παλιά γειτονιά του Ναυπλίου. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για παράδειγμα, οι Έλληνες τ’ Αναπλιού κατοικούσαν όλοι εκεί και εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Αγια-Σοφιάς, που βρίσκεται στο τέρ­μα της οδού Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα στο βενετσιάνικο Διοικητήριο [2]. Φαίνεται ότι η Αγια-Σοφιά είναι η αρχαιότερη βυζαντινή εκκλησία του Ναυπλίου, χτισμένη, σύμ­φωνα με μία μαρμάρινη πλάκα στην πρόσοψή της, τον 10ο αιώ­να, αποτελεί δε βυζαντινό μνημείο. Μπορεί και να είχε χτιστεί και νωρίτερα, διότι από το 879 μ.Χ. ήδη υπήρχε ιδιαίτερος Επί­σκοπος Ναυπλίου, ονόματι Ανδρέας, και ίσως η Αγια-Σοφιά, βασιλική με τρούλο, να αποτελούσε από τότε τη Μητρόπολη της πόλεως. Οι Τούρκοι επέτρεψαν τον ελεύθερο εκκλησιασμό των Ελλήνων σ’ αυτήν κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία και συ­γκεκριμένα μετά το 1780, σύμφωνα με τον π. Γιαννόπουλο. Μια μαρμάρινη στήλη με διακοσμητικό ανάγλυφο από την εκκλησία βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Ναυπλίου.

 

Δημόσιο κτίριο της δεύτερης Βενετοκρατίας, στο βάθος η Αγία Σοφία.  Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979.

Δημόσιο κτίριο της δεύτερης Βενετοκρατίας, στο βάθος η Αγία Σοφία. Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979.

 

Στον Ψαρομαχαλά μένουν φτωχοί, λαϊκοί άνθρωποι. Φυσικά με την πάροδο των αιώνων αλλά κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η όψη της γειτονιάς έχει αλλάξει πολύ. Για παράδειγμα η Λάκκα όπου άλλοτε υπήρχε το πρώτο νοσοκομείο του Ναυπλίου (Νοσοκομείον των Πτω­χών), του 14ου αιώνα, δωρεά του NerioAcciajoli, σήμερα έχει μετατραπεί σε πάρκινγκ αυτοκινήτων.

Ας πούμε δυο λόγια για την ίδρυση αυτού του νοσοκομείου. Προς το τέλος της Φραγκοκρατίας ο φλωρεντινός Άρχων του Δουκάτου των Αθηνών και επικυρίαρχος Ναυπλίου και Άργους, NerioAcciajoli, σύμμαχος των Ενετών, άφησε με διαθήκη του μετά το θάνατό του στην Κόρινθο το 1394 όλη την περιουσία του, για να ιδρυθεί νοσοκομείο των πτωχών στο Ναύπλιο, το οποίο είναι πιθανόν  εκείνο της Λάκκας. Αναφέρει σχετικά ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης στο μνημειώδες έργο του Η Ναυπλία (1898) τα εξής:

 «Το νυν σωζόμενον Δημοτικόν Νοσοκομείον παρά τους βορειδυτικούς πρόποδες της Ακροναυπλίας και εγγύς του προμαχώνος των Πέντε Αδελφών, όπερ ανεκαίνισε ο πρώτος της Ελλάδος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, είναι πιθανώς αυτό τούτο το αναλώμασιν του Νερίου Ακκιαγιόλη ιδρυθέν, όπερ διετήρησαν οι Ενετοί εν λειτουργία κατά τας δύο περιόδους της υπ’ αυτών κατοχής του Ναυπλίου, ιδρύσανε μάλιστα εντός του περιβόλου του Νοσοκομείου και τον σωζόμενον ναΐσκον. Το Νοσοκομείον τούτο είναι άδηλον εάν ελειτούργη κι επί της τελευταίας Τουρκοκρατίας, οπωσδήποτε όμως φαίνεται ότι είχεν ερειπωθεί κατά τα τελευταία αυτής έτη, και εδέησε και τούτο να ανακαίνιση η του Καποδιστρίου δημιουργός χειρ.»[3]

Σύμφωνα με τον π. Ιωάννη Γιαννόπουλο το ναΰδριο αυτό φαίνεται να λειτουργεί το 1848 με μισθό ιερέως 58 δραχμές και μισθό νεωκόρου, που ανήκαν στο νοσοκομείο και που πλήρωνε ο Δήμος. Το κτίριο του νοσοκομείου παρέμεινε μέχρι τη δεκαε­τία του 1940 περίπου.

Ο Ψαρομαχαλάς ακολούθησε την εξέλιξη της πόλης, όταν γύρω στο 1500, κατά την πρώτη Ενετοκρατία (1389-1540) οι Ενετοί άρχισαν να χτίζουν με προσχώσεις την κάτω πόλη, το σημερινό κυρίως Ναύπλιο. Για το όνομά του υπάρχουν δύο εκ­δοχές:

α) Ήταν η γειτονιά των ψαράδων οι οποίοι κατέβαιναν το λοφάκι και μέσα από μια πύλη των τειχών στα Πέντε Αδέλφια, την Πόρτα Μαρίνα, έβγαιναν στη θάλασσα, σε μια ταπει­νή προβλήτα όπου έδεναν τις βάρκες τους.

β) Μετά την κατα­στροφή της Χίου, το 1822, και αργότερα των Ψαρών, από το 1824 οι καταδιωγμένοι πρόσφυγες που έφτασαν στο Ναύπλιο εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά αυτή, η οποία πήρε το όνομά της από τα Ψαρά. Πιθανότερη μου φαίνεται η πρώτη εκδοχή που μάλλον είναι και η παλαιότερη.

Το ύφος των σπιτιών της γειτονιάς είναι το λεγόμενο λαϊκό, είχε δηλαδή, κυρίως στο παρελθόν πολλά ξύλινα σπίτια στο τούρκικο στυλ, λίγα από τα οποία παραμένουν και σήμερα. Γενικά είναι εύθραυστες ξύλινες κατασκευές, συνήθως ασπρι­σμένες με ασβέστη, χωρίς περίτεχνα μπαλκόνια και πόρτες όπως έχει η κάτω πόλη. Σύμφωνα με τη Σέμνη Καρούζου, αυτό που χαρακτηρίζει το λαϊκό στυλ είναι η ασύμμετρη διάταξη των σπιτιών του, ενώ τα κλασικιστικά αστικά σπίτια του Ναυπλίου έχουν πάντα μια συγκεντρωμένη, συμμετρική διάταξη στις προ­σόψεις τους [4].

 

Ναύπλιο. Η Λάκκα τη δεκαετία του '30 σε φωτογραφία Ν. Μαζαράκη.

Ναύπλιο. Η Λάκκα τη δεκαετία του ’30 σε φωτογραφία Ν. Μαζαράκη.

 

Η έκταση του Ψαρομαχαλά είναι πολύ περιορισμένη: Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο – τρεις δρόμους, με κύριο την οδό Ζυγομαλά, και μια – δυο ανώμαλες πλατείες, γιατί πιο βό­ρεια βρίσκουμε το βράχο. Τα ταπεινά σπιτάκια της γειτονιάς υπέστησαν ριζική αλλαγή κατά τη δεκαετία του ’80 και ύστερα όταν με δάνεια του τουρισμού μετετράπησαν τα περισσότερα σε ξενώνες ή πανσιόν, αρκετά καλόγουστους. Άλλα σπιτάκια αγοράστηκαν από ξένους, κυρίως Γερμανούς ή Ολλανδούς, οι οποίοι τα επισκεύασαν για να περνούν εκεί μερικούς μήνες του καλοκαιριού. Υπάρχουν όμως και κάποιες οικογένειες αλλοδα­πών, συνταξιούχων κυρίως, που μένουν εκεί όλο το χρόνο.

 

Ναύπλιο. Σπίτι στον Ψαρομαχαλά.

Ναύπλιο. Σπίτι στον Ψαρομαχαλά.

 

Όταν όμως λέμε ότι ο Ψαρομαχαλάς είναι η ψυχή του Ναυπλίου, ενώ η καρδιά του είναι φυσικά η πλατεία Συντάγ­ματος και η διαδρομή του Μεγάλου Δρόμου (σημερινή οδός Βασ. Κωνσταντίνου) όπως έχουμε γράψει και αλλού [5] εννοούμε ότι υπήρξε στο παρελθόν, δηλαδή στις δεκαετίες του 40, ’50, ’60 και ’70 μια ιδιαίτερη λαϊκή κουλτούρα των κατοίκων. Συνήθειες, διασκεδάσεις, ταβέρνες, κανταδόροι, καρναβάλια και η χαρακτηριστική εύθυμη, γλεντζέδικη διάθεση ανθρώπων που είχαν και που ζούσαν με λίγα και τους έφταναν.

Για παράδειγμα, τα παλιότερα χρόνια μεγάλη διάδοση είχε μεταξύ των παιδιών στο Ναύπλιο, όπως και σε άλλες μικρές πόλεις της Ελλάδος, ο πετροπόλεμος. Ήταν πραγματικές ορ­γανωμένες εκστρατείες με στρατηγική και τακτική που διεξήγο­ντο συνήθως μεταξύ ενοριών ή μεταξύ Προνοίας και Ναυπλίου.Στους τελευταίους αυτούς πολέμους σημαντικό βάρος είχαν τα παιδιά του Ψαρομαχαλά όπως αναφέρει και ο ποιητής της πό­λης και ναυπλιογράφος Θεόδωρος Κωστούρος (1936-1986) [6]. Γράφει χαρακτηριστικά για έναν τέτοιο πετροπόλεμο τη δεκα­ετία του 50:

Και κει, πάνω σε κείνο το κρίσιμο σημείο του αγώνα, την ώρα πια που φαινόταν πως η νίκη έγερνε αποφασιστικά προς το μέρος της Πρόνοιας, παρουσιάστηκε, λυτρωτής, ο Ψαρομαχαλάς.

Τα παλληκάρια του μαχαλά των ψαράδων και της ντάπιας των «πέντε αδελφιών», τα ψημένα με την αλμύρα της θάλασσας τ’ αργο­λικού, έφεραν το καινούργιο αίμα που χρειαζόταν η λιπόθυμη πόλη.

Οι Ψαρακαίοι, οι Βασιλείου, οι Μπουσμπουραίοι, οι Μελιδόνηδες, οι Μεντζελαίοι, οι Κοντσαΐτηδες, αποτέλεσαν τον καινούργιο στρατό του άλλαξε τις βουλές της Μοίρας.

Αρχηγός τους – που αμέσως πήρε με το σπαθί του τη γενική αρ­χηγία των Αναπλιωτών, ήταν ο Βαγγέλης ο Σέττας που τον παρανόμοζαν Κανάρη.

Ετούτος ο Ψαρομαχαλιώτης τσίφτης δεν είχε τίποτα στην ειδή του από κείνα τα σουσούμια που ταιριάζουν στον αρχηγό. Απεναντί­ας, ήταν κοντός και λιγνός σα σαμιαμίδι, μιας σπιθαμής άνθρωπος εκεί δα που δεν τον υπολόγιζες. Όμως η ματιά του α! εκείνη η ματιά του που σπίθιζε, καθρέπτιζε την άτρομη ψυχή του τη λιονταρίσια. Και το μυαλό του, καθαρό μυαλό και ξάστερο, έκοβε τα χίλια δυο τερτίπια, τα χρειαζούμενα του πολέμου.

Μόλις το λοιπόν ο Βαγγέλης ο Σέττας, ο Κανάρης, πήρε στα σιδερένια χέρια του τα γκέμια τ’ Αναπλιώτικου στρατού τα πράγματα άλλαξαν. Η πειθαρχία βασίλεψε παντού, τα πάντα οργανώθηκαν και το σπουδαιότερο, τη θέση της ηττοπάθειας, πήρε τώρα η πίστη για τη νίκη, μια πίστη που, τα χείλια του αρχηγού και τα φερσίματά του, τη σκόρπιζαν, μαγικά, σ’ όλες τις πριν κιοτεμένες ψυχές.

Πρώτα-πρώτα επέβαλλε στους «πλουτοκράτες» στρατιώτες του, έρανο υποχρεωτικό για την οικονομική ενίσχυσι τον στρατού. Κάθε παιδί ανάλογα με την οικονομική τον ευμάρεια, έπρεπε να φέρνει στον κοινό κορβανά, το βδομαδιάτικο χαράτσι. Μ’ αυτά τα χρήματα ο Σέττας, αγόρασε καινούργιες σφεντόνες και βάλθηκε, ώρες κι ώρες, πάνω στον προμαχώνα των «πέντε αδελφιών» να εκπαιδεύει τους πιτσιρίκους, τόσο που τους έκανε άσσους στο σημάδι. Ύστερα, σε λίγες μέρες, επί κεφαλής του στρατού του, έκανε μία «επίδειξι δυνάμεως» φτάνοντας μέρα μεσημέρι, ώσαμε την «Αγιατριάδα», την καρδιά της Πρόνοιας. Τούτη η παρέλασι έφερε το αποτέλεσμα που ο Σέττας προσδοκούσε. Οι Προνοιώτες έννοιωσαν πως τ’ Ανάπλι ξαναγεννιό­ταν. Είχαν κι άλας τις πληροφορίες τους για τον καινούργιο αρχηγό και κατάλαβαν πώς από τώρα και μπρος, τα πράγματα άλλαξαν.

Και άλλαξαν πραγματικά. Η εφευρετικότητα και ο δυναμισμός αυτών των παιδιών έφτασε τότε μέχρι τη δημιουργία στόλου από τις βάρκες των γονιών τους με τον οποίον έκαναν απόβαση στον Βάλτο και κα­τατρόπωσαν τα Προνοιοτάκια.  

  

Υποσημειώσεις


[1] Μία πρώτη περιγραφή της γειτονιάς και ορισμένων κατοίκων της έχω κάνει στο βιβλίο μου «Ναύπλιον, Σπηλιάδου 1», εκδ. Ναύδετο, Ναύπλιο 2008, σελ. 18-19 και 25-26.

[2] Βλ. π. Ιωάννη Γιαννόπουλου, «Οι Ιεροί Ναοί, Ναΰδρια και Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου», Ναύπλιον, 2008, σελ. 171-73.

[3] Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, «Η Ναυπλία από των αρχαιο­τάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς». Ιστορική μελέτη, 1898, Β’ έκδοσις 1950, Γ’ έκδοσις, Ναύπλιον 1975, σελ. 58.

[4] Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», έκδοση Εμπορικής Τρα­πέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979.

[5] Για το Μεγάλο Δρόμο βλέπε το βιβλίο μου «Οι πέτρες και οι άνθρωποι. Μικροϊστορία του Ναυπλίου», εκδ. Ναύδετο, 2009, σελ. 96-107.

[6] Βλ. τη χαρακτηριστική συλλογή εύθυμων ιστοριών για το Ναύπλιο με τίτλο: «Αυτά να μένουν μεταξύ μας, αναμνήσεις και στοχασμοί», Ανάπλι 1956, σελ. 101-108.

 

Γιώργος Ρούβαλης

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας

Γιώργος Ρούβαλης, «Ψαρομαχαλάς – Η ψυχή του Ναυπλίου», Εκδόσεις: Ο Κήπος με τις Λέξεις, Αθήνα, 2012.

 

 

Read Full Post »

Ψαρομαχαλάς – Η ψυχή του Ναυπλίου


 

 Το βιβλίο του Γιώργου Ρούβαλη «Ψαρομαχαλάς – Η ψυχή του Ναυπλίου», περιλαμβάνει ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές στον Ψαρομαχαλά, καθώς και πολλές μαρτυρίες ηλικιωμένων κυρίως κατοίκων του. Στις σελίδες του υπάρχουν πολλές παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες οικογενειών και άλλες της γύρω περιοχής (Προμαχώνας, Πέντε Αδέλφια, Μεντρεσές (παλιό τούρκικο ιεροδιδασκαλείο πίσω από την πρώτη Βουλή των Ελλήνων), κ.λπ.). Αναβιώνει έτσι μια ολόκληρη εποχή για τον σημερινό επισκέπτη, που έχει την ευκαιρία να μείνει σε κάποια από τις μικρές πανσιόν της γειτονιάς και να απολαύσει την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα και την εξαιρετική θέα της μαγευτικής πόλης και του Αργολικού Κόλπου από ψηλά.

 

Στην ιστορική και πανέμορφη πόλη του Ναυπλίου υπάρχει μια παλιά, γραφική γειτονιά, σκαρφαλωμένη στη μέση του βράχου της Ακροναυπλίας. Είναι ο Ψαρομαχαλάς, η πιο παλιά γειτονιά του σύγχρονου Ναυπλίου, που χτίστηκε από τους Βενετσιάνους γύρω στο 1500, ενώ τα προγενέστερα χρόνια η πόλη περιοριζόταν στην Ακροναυπλία, στην κορυφή του λόφου.

Το όνομα του προέρχεται από τους ψαράδες, που έμεναν και μένουν εκεί και κάπως από την εγκατάσταση Ψαριανών προσφύγων μετά την καταστροφή του νησιού τους το 1824. Είναι μια παραδοσιακή γειτονιά με σπιτάκια λαϊκής τεχνοτροπίας, συνήθως ξύλινα και εύθραυστα, ασπρισμένα και νοικοκυρεμένα, λες και βρίσκεσαι σε νησί. Πολλοί τουρίστες αγνοούν ή δεν ευκαιρούν να ανέβουν εκεί και είναι κρίμα, γιατί το χρώμα του είναι μοναδικό.

 

Σπίτια στον Ψαρομαχαλά. Φωτογραφία του Χαρ. Μπούρα (1974). Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Σπίτια στον Ψαρομαχαλά. Φωτογραφία του Χαρ. Μπούρα (1974). Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

 

Οι κάτοικοί του είναι ακόμα ψαράδες, φτωχοί άνθρωποι, αλλά και μικροϋπάλληλοι και σήμερα ιδιοκτήτες πανσιόν και μικρών ξενοδοχείων με όλα τα κομφόρ. Έχουν από παλιά μια περηφάνια για τη γειτονιά τους, ένα εύθυμο και σκωπτικό πνεύμα και παράδοση στην καντάδα και το τραγούδι.

 

Ψαρομαχαλάς |Η ψυχή του Ναυπλίου

Ψαρομαχαλάς |Η ψυχή του Ναυπλίου

 

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές στον Ψαρομαχαλά, καθώς και πολλές μαρτυρίες ηλικιωμένων κυρίως κατοίκων του. Θυμούνται πώς ήταν η γειτονιά τους τη δεκαετία του ’30, αλλά και ’40, ’50, ’60 και ’70, όταν η ζωή ήταν φτωχική αλλά απλούστερη. Υπάρχουν ακόμα πολλές παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες των οικογενειών τους και άλλες παλιές φωτογραφίες της γύρω περιοχής (Προμαχώνας, Πέντε Αδέλφια, Μεντρεσές (παλιό τούρκικο ιεροδιδασκαλείο πίσω από την πρώτη Βουλή των Ελλήνων), κ.λπ.). Αναβιώνει έτσι μια ολόκληρη εποχή για τον σημερινό επισκέπτη, που έχει την ευκαιρία να μείνει σε κάποια από τις μικρές πανσιόν της γειτονιάς και να απολαύσει την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα και την εξαιρετική θέα της μαγευτικής πόλης και του Αργολικού Κόλπου από ψηλά.

 

Γιώργος Ρούβαλης

Ψαρομαχαλάς – Η ψυχή του Ναυπλίου

Εκδόσεις: Ο Κήπος με τις Λέξεις

Αθήνα, 2012

ISBN: 978-960-99082-1-4

 

Ο Ψαρομαχαλάς του Ναυπλίου


 

 Γιώργος Κόνδης

Ομιλία στις 25 Μαΐου 2013 στη Βιβλιοθήκη «Παλαμήδης» κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ψαρομαχαλάς» του Γ. Ρούβαλη.

 

Είναι πραγματικά παρήγορο το γεγονός πως παρά την κρίση και τα γενικότερα προβλήματα που βασανίζουν τη χώρα και τις τοπικές κοινωνίες, η Αργολίδα, είναι ίσως από τις λίγες περιπτώσεις νομών που η εκδοτική δραστηριότητα και η ερευνητική διάθεση παραμένει σε καλά επίπεδα. Είναι επίσης παρήγορο το γεγονός πως μια σειρά από επιτόπιες έρευνες βλέπει το φως της μέρας στην περιοχή μας, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στοιχεία στην ανάγνωση της τοπικής ιστορίας και στην κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Πρέπει να πούμε πως στην προσπάθεια αυτή συμβάλει σταθερά και το γενικότερο κλίμα που μας επιτρέπει να αναδείξουμε ιδιαίτερες πλευρές του κοινωνικού βίου και της πολιτισμικής παραγωγής του τόπου.

Ταυτόχρονα, οι μονογραφίες, οι επιτόπιες έρευνες και οι ευρύτερες αναζητήσεις επιστημονικές ή όχι, επιτρέπουν την πολύ σημαντική για την τοπική βιβλιογραφία σύνδεσή της με την εθνική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με την παγκόσμια. Υπάρχει σαφώς μια διαφορά με τα κείμενα που δημοσιοποιούνται μέχρι και τη δεκαετία του 70 περίπου, καθώς μέχρι τότε η διάθεση καταγραφής ιστορικών γεγονότων, εθίμων, κλπ, γίνεται μέσα από μια παραγωγή κειμένων μνημονικού περισσότερο χαρακτήρα. Σήμερα βέβαια την ανάδειξη αυτών των μελετών υποβοηθά από τη μια η εμπειρία που έχουμε αποκτήσει σε μια σειρά από τεχνικές (συνέντευξης, περισσότερο συστηματικής αρχειακής έρευνας, χρήση φωτογραφικού υλικού, κλπ) και από την άλλη οι τοπικές εκδοτικές δυνατότητες που, παρά την βαθιά κρίση, εξακολουθούν να αντιστέκονται.

 

Ακρωτήριο Ναυπλίου και Αργολικός κόλπος. Φώτο: Περικλής Παπαχατζιδάκης 1930-1950 (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Άκρα δεξιά τα δυο μεγάλα σπίτια που κατεδαφίστηκαν για να χτιστεί το ξενοδοχείο Αμφιτρύων το 1954.

Ακρωτήριο Ναυπλίου και Αργολικός κόλπος. Φώτο: Περικλής Παπαχατζιδάκης 1930-1950 (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Άκρα δεξιά τα δυο μεγάλα σπίτια που κατεδαφίστηκαν για να χτιστεί το ξενοδοχείο Αμφιτρύων το 1954.

 

Με τον «Ψαρομαχαλά του Ναυπλίου» ολοκληρώνεται μια πρώτη σημαντική προσπάθεια καταγραφής της μικροϊστορίας του Ναυπλίου. Θυμίζω εδώ πως, συμβάλλοντας στην προσπάθεια αυτή, ο Γιώργος Ρούβαλης έχει ήδη καταθέσει δημόσια δυο σημαντικές μελέτες: «Ναύπλιον Σπηλιάδου 1» (2008) και «Οι πέτρες και οι άνθρωποι. Μικροϊστορία του Ναυπλίου» (2009), το οποίο είχα και πάλι την τιμή να παρουσιάσω. Και οι δυο έγιναν από τις εκδόσεις «Ναύδετο», μιας εξαιρετικής εκδοτικής εμπειρίας για το Ναύπλιο και την Αργολίδα που δυστυχώς δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει και χάθηκε έτσι μια σημαντική ποιοτική ευκαιρία στο χώρο των τοπικών εκδόσεων.

Η μικροϊστορία του Ναυπλίου του Γιώργου Ρούβαλη εγγράφεται σε αυτήν ακριβώς την προσπάθεια μιας περισσότερο συστηματοποιημένης καταγραφής και ανάλυσης του τρόπου ή των τρόπων με τους οποίους μια κοινωνία ενεργεί, οργανώνεται και κυρίως μιλάει για τον εαυτό της.

Ο τίτλος, «Μικροϊστορία», είναι ήδη πολύ σημαντικός αλλά και εξαιρετικά δύσκολος για να τον εξηγήσει κανείς λόγω των μεθοδολογικών κινδύνων που περικλείει. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται ως πεδίο τοπικής έρευνας και ανάλυσης και γι’ αυτό μας δίνεται μια πολύ καλή ευκαιρία να πούμε δυο λόγια για το θέμα και αν μπορούμε να το συζητήσουμε στη συνέχεια.

 

Ναύπλιο, η περιοχή της Χουρμαδιάς και το Μπούρτζι, E. Peytier

Ναύπλιο, η περιοχή της Χουρμαδιάς και το Μπούρτζι, E. Peytier

 

Στο «Οι πέτρες και οι άνθρωποι», παρατίθεται εισαγωγικά μια πρώτη αρκετά καλή και ευκολονόητη εξήγηση του καθηγητή Luis Gonzalez με τίτλο «Μικροϊστορία και Κοινωνικές Επιστήμες», στην οποία η «Μικροϊστορία» προσδιορίζεται ως ιστορία των ανθρώπων ενός τόπου (μιας μικρής πατρίδας όπως λέει χαρακτηριστικά). Με άλλα λόγια οι προσωπικές ιστορίες, οι ατομικές και ομαδικές δραστηριότητες, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (ομορφιά, καθημερινότητα, λόγος), αποτελούν το αντικείμενο μελέτης της μικροϊστορίας, της ιστορίας σε μεγάλη κλίμακα, που θα δώσει γενεσιουργό νόημα στη Μεγάλη Ιστορία, στην Ιστορία του Έθνους και του Λαού. Δεν γνωρίζω αν ο καθηγητής Luis Gonzalez είναι ο θεωρητικός της μικροϊστορίας, διότι εδώ και πολλά χρόνια οι μεγάλοι ιστορικοί όπως ο Μαρκ Μπλοχ και ο Ζωρζ Λεφέβρ έχουν εγκαινιάσει αυτό το ερευνητικό ρεύμα μέσα από την παρουσίαση μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως αυτά των μαζικών κινημάτων με κυριότερο παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση.

Η μεγάλη ανάπτυξη της μικροϊστορίας αρχίζει από το 1950 και μετά. Γνωρίζει μια θεαματική πρόοδο στη δεκαετία του 70 τόσο από την άποψη της θεματολογίας όσο και από την άποψη της ερευνητικής τεχνικής. Οι διαφορές βέβαια μεταξύ τους είναι μεγάλες. Η μικροϊστορία δεν διαθέτει ένα έτοιμο σώμα πηγών όπως η Μεγάλη Ιστορία. Η μία κινητοποιείται κυρίως από το συναίσθημα και ακολουθεί η ερευνητική διάθεση και λογική με την αυστηρότητα των ερευνητικών κανόνων, ενώ η άλλη προσδιορίζεται από την αρχή ως το τέλος στα αυστηρά πλαίσια της μεθοδολογίας μιας επιστήμης. Πρόσφατα μάλιστα βρέθηκε στην Αθήνα ένας από τους μεγάλους εκπροσώπους της μικροϊστορίας, ο Ιταλός ιστορικός Κάρλο Γκίντζμπουργκ, ο οποίος ορίζοντας την έρευνα αυτού του είδους μίλησε για καταγραφή στοιχείων «που διαφεύγουν της προσοχής».

Με άλλα λόγια απέναντι στο βάρος της κυριαρχίας των μεγάλων γεγονότων της Ιστορίας, η μικροϊστορία είναι η προσπάθεια άρσης της ανισότητας μεταξύ των φωνών των κυρίαρχων και όσων δεν έχουν φωνή. Οι τελευταίοι πρέπει να εντάσσονται στην ιστορική και κοινωνική έρευνα όχι δια της ανωνυμίας, όπως γράφει σε ένα αφιέρωμά του για τον Γκίντζμπουργκ ο Πέτρος-Ιωσήφ Σταγκανέλλης, «ως μια ομοιόμορφη και ομοιογενής μάζα της στατιστικής, ούτε ως άβουλοι καταναλωτές μιας κυρίαρχης, συμπαγούς κουλτούρας που φτάνει από «ψηλά» ή «απ’ έξω», αλλά ως παραγωγοί νοήματος, πολιτισμού, κουλτούρας, η οποία συναλλάσσεται, συνδιαλέγεται, παρά την ανισότητα ισχύος, με την ηγεμονική Ιστορία».

 

Ναύπλιο. Η Λάκκα τη δεκαετία του '30 σε φωτογραφία Ν. Μαζαράκη.

Ναύπλιο. Η Λάκκα τη δεκαετία του ’30 σε φωτογραφία Ν. Μαζαράκη.

 

Ακριβώς σ’ αυτό συμβάλουν και οι μονογραφίες όπως αυτές που έχει δημοσιοποιήσει ο Γ. Ρούβαλης και ιδιαίτερα «Ο Ψαρομαχαλάς» που παρουσιάζεται σήμερα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο Γιώργος Ρούβαλης έχει ήδη προσδιορίσει με τις προηγούμενες μελέτες το συναισθηματικό σημείο εκκίνησης μιας ερευνητικής διάθεσης:

 

«…Η χαρά μου που ξανάβρισκα την πόλη μου, όπου τόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια είχα ζήσει – πάλι από τύχη – εκφράστηκε ακριβώς να ανασυνθέσω μέσα από τη γραφή τα χρόνια εκείνα του 50, 60 και 70, αλλά και να ξαναπλησιάσω τους συμπολίτες μου, να ακούσω τί είχαν να μου πουν, πώς είχαν ζήσει, τί σκέφτονταν για την πόλη μας, για τη ζωή και την κοινωνία».

 

Το προσωπικό συναίσθημα έχει μια τεράστια δημιουργική σημασία για τη μικροϊστορία, διότι όπως προανέφερα κινητοποιεί τον ερευνητή σε μιας μεγάλης αξίας κοινωνική ανασκαφή που ανοίγει νέους δρόμους στην ανάγνωση των τοπικών κοινωνιών.

Θέλω να αναφέρω την άποψη ενός άλλου μεγάλου ιστορικού, βασικού θεωρητικού της μικροϊστορίας ή όπως ο ίδιος ονομάζει, «της ιστορίας από τα κάτω, της ιστορίας των κοινών ανθρώπων», του Eric Hobsbawm: «Οι περισσότερες πηγές της ιστορίας των κοινών ανθρώπων αναγνωρίστηκαν ως πηγές επειδή κάποιος έθεσε ένα ερώτημα και μετά έψαξε απεγνωσμένα ολόγυρα να βρει έναν τρόπο – οποιονδήποτε τρόπο – να απαντήσει σ’ αυτό».

 

Αυτή η ίδια διάθεση διαπερνά, όπως ήδη τόνισα, τη σημερινή κατάθεση του συγγραφέα που μαζί με τα δυο προηγούμενα έργα αποτελούν σημαντικές προσπάθειες εμπλουτισμού της τοπικής ιστοριογραφίας. Η λογική του Γ. Ρούβαλη, η τεχνική του επίσης, είναι μια λογική περιδιάβασης. Και το θετικό της λογικής αυτής είναι η αποτύπωση χώρων και προσώπων με περισσότερο βιωματικό τρόπο, ξετυλίγοντας την ιστορική μνήμη ή, άλλοτε, καταγράφοντας το λόγο, το ζωντανό λόγο και τις συμπεριφορές.

 

Ναύπλιο. Σπίτι στον Ψαρομαχαλά.

Ναύπλιο. Σπίτι στον Ψαρομαχαλά.

 

Ξεκινώντας και στα δυο βιβλία από τα προσωπικά του βιώματα, το ίδιο του το σπίτι και την οικογένεια, ανοίγεται σε ένα χώρο και τους ανθρώπους που τον προσδιορίζουν. Ας μου επιτραπεί να επαναλάβω κάτι που έγραψα για το «Σπηλιάδου 1», λέγοντας πως αυτού του είδους η εκκίνηση μπορεί να φαντάζει εγωκεντρική, πιστεύω όμως πως το άνοιγμα ενός ιδιωτικού χώρου στην κοινή θέα, δηλώνει την ακριβώς αντίθετη εκτίμηση του εγωκεντρισμού. Με άλλα λόγια καταργώντας το απροσπέλαστο του ιδιωτικού χώρου, τον παρουσιάζει στο φως της μέρας και ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα του πέτρινου σπιτιού της Σπηλιάδου 1, μας βγάζει έξω στην άπλα της πόλης, στους δρόμους της, τα μαγαζιά της, τους ανθρώπους της, την ιστορία της, στις γειτονιές της.

Ίσως ο αναγνώστης διαβάζοντας την εισαγωγή του Luis Gonzalez να βρει τις απαραίτητες συνάφειες στα λόγια ενός άλλου μικροϊστορικού του Δον Ραφαέλ Μοντεχάνο: «Οι ιστορικοί της επαρχίας (που ασχολούνται με τις τοπικές ιστορίες) είμαστε ερημίτες κλεισμένοι σε μια πολύ σκληρή προβληματική… Σ’ εμάς επαληθεύεται αυτό που τραγούδησε ο Ματσάδο: Οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον κάνεις περπατώντας».

Στον δρόμο αυτό συναντιούνται πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, ντόπιοι και ξενοτοπίτες, άνθρωποι που έφτασαν εκεί από καινούριο ξεριζωμό και άλλοι που αναζήτησαν μια νέα μικρή πατρίδα. Ο Γ. Ρούβαλης εστιάζει στο πρόσωπο, καταγράφει τα στοιχεία της κοινωνικής του τροχιάς και ακολουθεί τα βήματά του στο Μεγάλο Δρόμο, στην Πρόνοια και στον Συνοικισμό, στο Νέο Βυζάντιο και σήμερα στον Ψαρομαχαλά.

Η ανασκαφή που επιχειρεί φέρνει ανάκατα ευρήματα που τα ταξινομεί στη λογική της ιστορίας ενός κοινού ανθρώπου που μνημονεύει. Ναι, δεν είναι παράξενο ούτε περίεργο να πει κανείς πως οι καταγραφές αυτού του είδους είναι πριν και πάνω απ’ όλα ένα μνημόσυνο για όσους έφτιαξαν την ιστορία της γειτονιάς και σήμερα δεν υπάρχουν. Στη μαστοριά αυτή στηρίζεται και η όποια ταυτότητα συντηρείται στους κατοίκους της περιοχής ακόμα και σήμερα. Η μνήμη είναι παρούσα και η ανάμνηση απλά της παρέχει παραδείγματα μίας προηγούμενης φάσης. «Θυμάμαι άλλες οικογένειες…». «Οι ψαρομαχαλιώτες ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους, είναι η παλιότερη γειτονιά, οι κάτοικοί του είναι «πολεμική φυλή», σημειώνεται για να τονιστεί ο θαρραλέος αγώνας των κατοίκων για την επιβίωση.

Ο συγγραφέας βρίσκει στα δρομάκια, στα σπίτια, στην Αγ. Σοφία, στη Λάκα και στα μαγαζάκια της περιοχής τούς ανθρώπους του Ψαρομαχαλά και τους δίνει το λόγο. Ζητά από τους πιτσιρικάδες να ξαναρχίσουν τον πετροπόλεμό τους ή κρυφά και συνωμοτικά να κλέψουν τις βάρκες των γονιών τους και να κάνουν ξαφνική απόβαση στο πίσω μέρος της Πρόνοιας για να «χτυπήσουν» τον τοπικό νεανικό στρατό.

Από το Μεντρεσέ ή φυλακές Λεονάρδου καθώς πλένει στη σκάφη μια γλυκιά γυναικεία φωνή στέλνει τραγουδιστά τους στίχους αυτούς του Θεόδωρου Κωστούρου στις ψαρομαχαλιώτισσες:

 

Τα παράθυρα πλουμιστά

Με ντάλιες κι αρμπαρόριζες

Και τα γεράνια τουφωτά

Να στέκουν μες τη γλάστρα

Κι αν θα περνούσες δειλινό

Πίσω τους θα ξεχώριζες

Να τα ποτίζει αργά-αργά

Μια κόρη ξελογιάστρα.

 

Και πάλι καθώς το φως της μέρας σιγόσβηνε, άρχισε να γεμίζει το ταβερνάκι του Μπλατσάρα, από όσους ήθελαν να πιουν το κάματό τους μέχρις εκείνη την ονειρική στιγμή που θα το τραγουδούσαν μαζί με τις μελαγχολικές πενιές και τα ταξίμια του Βασίλη Βασιλείου:

 

Από την Αθήνα ως τον Πειραιά

Γιάλα, γιάλα

Από την Αθήνα ως τον Πειραιά

Έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά

Μού ειπανε πως τοηυρε μια νοικοκυρά

Δος μου το μαντήλι φως μου! Κράτα τα φλουριά.

 

Ο Γ. Ρούβαλης εστιάζει μόνιμα, όπως και στα δυο προηγούμενα, στο πρόσωπο και το αφήνει να διηγηθεί την ιστορία του που είναι και ιστορία της γειτονιάς, που είναι και ιστορία της πόλης. Η Ελένη Κοββατζή, η Μαρίκα Βασιλείου, ο τεχνίτης Γιώργης Δρυμούρας, ο εστιάτορας Τσαουσόπουλος, ο Θύμιος Ρούσσος και πολλοί άλλοι από όσους περπάτησαν στα δρομάκια του ψαρομαχαλά και της πόλης. Δεν θα παρουσιάσω αυτά που λένε καθώς οι ίδιοι εδώ, σήμερα, θα μας μιλήσουν για τη συνοικία και τη ζωή τους. Όμως, η προσωπογράφηση του χώρου δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα στην ίδια την έρευνα καθώς μια σειρά από χαρακτηριστικά αναδύονται: επαγγελματικά, κοινωνικά, χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με τη φωνή, το σώμα και το πρόσωπο, την ομορφιά, τη σπιρτάδα, τη φωνή και πολλά άλλα που υπενθυμίζουν, έμμεσα μερικές φορές, τους κανόνες με τους οποίους ορίζεται η κοινωνική συμβίωση από χρόνο σε χρόνο, από περιοχή σε περιοχή και από ομάδα σε ομάδα. «Στο καφενεία του Μπουρμά στην Πρόνοια», λέει ο Θύμιος Ρούσσος, «μάθαμε να χορεύουμε τανγκό, άντρας με άντρα» ή ακόμα για κάποιον πατέρα που ήταν «πολύ αυστηρός και κάποτε δεν επέτρεψε στην κόρη του να πάει μια βόλτα στο Άργος, ούτε να συνεχίσει στο Γυμνάσιο».

Ταυτόχρονα, οι σχέσεις αλληλεγγύης που συνδέουν τους κατοίκους, τυπικό γνώρισμα των πολύ μικρών κοινωνιών και ιδιαίτερα εκείνων που είναι περιορισμένες στο χώρο, αποτελούν κι εδώ ένα σημαντικό μηχανισμό διατήρησης μιας ταυτότητας ακόμα και στην περίπτωση όπου εξωγενείς παράγοντες αλλοιώνουν τους παραδοσιακούς δεσμούς και την τυπική καθημερινότητα. Ο τουρισμός, για παράδειγμα, θα είναι εκείνος που θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις νοοτροπίες αλλά και στους τρόπους ζωής, χωρίς αυτό να είναι πάντα απαραιτήτως καλό. Αντίθετα επέτρεψε ίσως, στην περίπτωση αυτή, να διατηρηθεί το αρχιτεκτονικό χρώμα και ο καθημερινός ρυθμός ζωής της περιοχής και κυρίως έδωσε τη δυνατότητα της παραμονής στο χώρο αποτρέποντας τη φυγή και την ερημοποίηση.

 

Ναύπλιο. Από το αρχείο της «Απόπειρας». Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο τα στρατιωτικά κτίρια στα  πέντε Αδέλφια και στην κορυφή της Ακροναυπλίας το μεγάλο κτίριο των φυλακών.

Ναύπλιο. Από το αρχείο της «Απόπειρας». Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο τα στρατιωτικά κτίρια στα πέντε Αδέλφια και στην κορυφή της Ακροναυπλίας το μεγάλο κτίριο των φυλακών.

 

Θέλω τέλος να αναφερθώ συνοπτικά, σε μια άλλη διαφορετική όσο και συμπληρωματική ματιά στο χώρο που καταγράφεται από τους ανθρώπους ενός εγγράμματου συναισθηματισμού. Είτε με ποίηση είτε με πεζό λόγο, ο Αντώνης Λεκόπουλος ή Αναπλιώτης, ο Θεόδωρος Κωστούρος, ο Αλέκος Μουτζουρίδης, ο Νίκος Καρούζος, ο Τάκης Φρεδιανός, ο Άγγελος Χαδιαράκος και η Τερέζα Ρούβαλη, αντιμετώπισαν τον ψαρομαχαλά με το λυρισμό του ανθρώπου που βλέπει πίσω από την καθημερινότητα, που αποστασιοποιείται από αυτήν ή ακόμα την καταγράφει σβήνοντας τις μελανιές και τις διάφορες μουτζούρες και αφήνοντας την καλλιγραφία να καταγράψει πρόσωπα και χώρο σε προτρέπει, όπως ο Θόδωρος Κωστούρος, να δεις μ’ αυτή τη ματιά τον ψαρομαχαλά.

 

«Να πάς! Εδώ πάνω κατοικεί, χρόνια τώρα, ακέρηα κι αφτιασίδωτη, η Αναπλιώτικη ψυχή. Είναι ο μαχαλάς των ανθρώπων της θάλασσας. Των απλών ανθρώπων με το γαλάζιο βλέμμα, το ξάστερο πούχει την ασπράδα των γλάρων. Η θάλασσα είναι το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους. Η παντοχή τους και η μοίρα τους».

 

Νομίζω πως ο αναγνώστης που θα πάρει στα χέρια του το βιβλίο αυτό, όπως και το προηγούμενο θα πρέπει ν’ αφεθεί σταδιακά στην ανακάλυψη μιας ολόκληρης εποχής, που μερικώς είναι αυτή του συγγραφέα, και να γνωρίσει ή να αναγνωρίσει στο σήμερα τα πρόσωπα του τότε (όχι και τόσο μακρινού) και να ψηλαφίσει τα χνάρια που άφησαν στους χώρους, δημόσιους και μη, της πόλης του Ναυπλίου.

Από την άλλη, ο ανυποψίαστος αναγνώστης που δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, θα ανταμειφθεί με ένα πλήθος πληροφοριών για το Ναύπλιο και τους ανθρώπους του και σίγουρα θα αναγνωρίσει στις σελίδες αυτές παρόμοιες εικόνες βγαλμένες από τα δικά του βιώματα. Σίγουρα θα έχει μπροστά του ένα καλό φωτογραφικό υλικό, που θα τον βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τί συνέβη στο βράχο, πόσες ψυχές ντόπιες και ξένες στριμώχτηκαν στα μικρά του πλατέματα και πώς σώθηκε αυτός ο χώρος για να τις μνημονεύει στο πέρασμα του χρόνου, στα σοκάκια του, στους τοίχους των σπιτιών του, στις πύλες των μνημείων του, στις μπουκαμβίλιες των κήπων του.

Τελειώνοντας, θέλω να σημειώσω και πάλι τη σημασία που έχει για την τοπική και εθνική βιβλιογραφία αυτός ο πλούτος αργολικών εκδόσεων που συγκρατούν το χρόνο όχι απλά για να μελαγχολήσουν οι «ώριμοι», αλλά για να τον κάνουν αναγνωρίσιμο χρόνο σε όλους, μέρος μιας ταυτότητας που την κατασκευάζουμε συνειδητά για να μας ορίζει, να μας προσδιορίζει και να μας δίνει πάντα τη δυνατότητα να την κατασκευάζουμε και να την αλλάζουμε ανάλογα με την αυτοσυνείδητη πορεία μας στο χρόνο.

 

Κι’ όγιος μπορεί και δύνεται,

(Γεννιέται αυτό, δε γίνεται),

Νοιώθει· πονεί· γλεντάει…

 

Read Full Post »