Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μουσεία Αργολίδας’

Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής Ιστορίας

 

 

Το Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής Ιστορίας βρίσκεται στο Δήμο Ασκληπιείου του Νομού Αργολίδας στη πόλη του Λυγουριού που αποτελεί και το βασικό οικιστικό συγκρότημα αυτού του Δήμου σε  απόσταση (5 χλμ.)  από  το Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου,  το οποίο αποτελεί ένα από τα κορυφαία μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό περιβάλλον, που αποτυπώνει και αποθησαυρίζει κορυφαία σημεία της ανθρώπινης περιπέτειας στο χρόνο, υπάρχει και λειτουργεί το Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής ιστορίας, το οποίο από τη δική του σκοπιά επιχειρεί να μνημειώσει τη φυσική εξέλιξη όχι μόνο της περιοχής αναφοράς του, αλλά του ευρύτερου γήινου χώρου. Αξιοποιώντας τα πλούσια παλαιοντολογικά ευρήματα της περιοχής, φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν χώρο/επίκεντρο της οργανωμένης παρουσίασης και μελέτης της ευρύτερης γήινης φυσικής ιστορίας.

 

 

Η σύσταση του Μουσείου

 

 

Το Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής Ιστορίας, αποτελεί το δημιουργικό επιστέγασμα της ακούραστης προσπάθειας των Ιδρυτών του, που έχοντας διαπιστώσει όλο το φυσικό πλούτο της περιοχής τους και έχοντας ταυτόχρονα αξιοποιήσει τον πλούτο αυτό σαν ερέθισμα για τη συστηματική ενασχόλησή τους με τη πορεία της φυσικής εξέλιξης, αποφάσισαν να προσδώσουν στο ενδιαφέρον τους ένα μονιμότερο χαρακτήρα. Ώστε σήμερα να διαθέτει την πληρέστερη θεματική συλλογή στην Ελλάδα.  Για τους ιδρυτές του είναι έργο ζωής.

 

 

Τα 6000 περίπου εκθέματά του έχουν σχέση κυρίως με ορυκτά και απολιθώματα. Η συλλογή του θεωρείται μοναδική για ολόκληρη την Ελλάδα και μία από τις πιο πλούσιες της Ευρώπης.

 

Μερικά από τα εκθέματά του είναι μοναδικά σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

Ιδρυτές του Μουσείου. Βασίλειος Ν. Κωτσιομύτης & Αναστασία Σαρρή-Κωτσιομύτη.

Ιδρυτές του Μουσείου. Βασίλειος Ν. Κωτσιομύτης & Αναστασία Σαρρή-Κωτσιομύτη.

Ιδρύθηκε από τους Βασίλειο Ν. Κωτσιομύτη & Αναστασία Σαρρή-Κωτσιομύτη, το 1993. Λειτούργησε πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1995 με την επωνυμία «Μουσείο Φυσικής ιστορίας Ασκληπιείου Επιδαύρου». Μετονομάστηκε το 2006 σε «ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΩΤΣΙΟΜΥΤΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ». Με την εγκατάστασή του σε νέο κτήριο (που παραχωρήθηκε από το Δήμο Ασκληπιείου) και με την ανάλογη διευθέτηση του χώρου, έχει τη δυνατότητα να προβάλλει περισσότερα εκθέματα κι επιπλέον συλλογές και διαθέτει όλη την απαραίτητη υποδομή και τα τεχνικά μέσα φύλαξης συντήρησης και ανάδειξης των εκθεμάτων του. Λειτουργεί με τη συνεργασία ειδικών επιστημόνων του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, του Ι.Γ.Μ.Ε. και άλλων επιστημονικών φορέων. Το Υπουργείο Παιδείας στο διάστημα της μέχρι σήμερα λειτουργίας του Μουσείου, έχει προτείνει μέσω εγκυκλίων προς τα σχολεία της χώρας την επίσκεψη σε αυτό, αναγνωρίζοντας τη μοναδικότητα, την πληρότητα, την εγκυρότητα και την εκπαιδευτική του αξία.

 

 

 

 

Τα εκθέματα και η λειτουργία του Μουσείου

 

Στο Μουσείο ο κάθε επισκέπτης του έχει τη δυνατότητα να περιέλθει και να μελετήσει πίνακες που απεικονίζουν και αποδίδουν εύληπτα τη θεωρία της εξέλιξης της ζωής πάνω στη Γη, από 570.000.000 χρόνια πριν μέχρι σήμερα.  Το σχηματισμό του ανάγλυφου της Ελληνικής Γης από τα 210.000.000 περίπου χρόνια και τη γεωμορφολογική του εξέλιξη μέχρι σήμερα. Τον πίνακα που απεικονίζει παραστατικά τα ζώα που κατοίκησαν στον Ελλαδικό χώρο κατά το παρελθόν, και την κατανομή ξηράς και θάλασσας στη Γη, από 600.000.000 χρόνια πριν μέχρι σήμερα.

 

Ακόμη μια σειρά πινάκων με εκπαιδευτική και ενημερωτική ύλη που κατατοπίζουν τον επισκέπτη στις διάφορες πτυχές της φυσικής εξέλιξης, όπως και μια ολοκληρωμένη σειρά πόστερ, με αναλυτική απεικόνιση των σημερινών ειδών ζωής στη Γη. Στις προθήκες των απολιθωμάτων του Μουσείου, εκτίθενται εκτός από την τεράστια συλλογή αμμωνιτών της Επιδαύρου(τριαδικής περιόδου, φάσεων «Κάρνιο 235.000.000, Λαδίνιο239.000.000 καιΑνίσιο,241.000.000χρόνια πριν») και αμμωνίτες από άλλα μέρη του κόσμου, όπως Μαρόκο, Μαδαγασκάρη, Γαλλία, κ.λ.π.

 

Θαλάσσια χελώνα

Θαλάσσια χελώνα

Τα απολιθώματα αυτά,  διακρίνονταν σε 2.000 γένη και 15.000- 20.000  είδη, εξαφανίστηκαν πριν από 65.000.000 χρόνια και τα συναντάμε μόνο σε απολιθώματα). Στο Μουσείο πέραν των προαναφερθέντων εκθεμάτων, εκτίθενται επίσης συμπλέγματα Ιππουριτών από τη Χαιρώνεια και Ραδιολιτών από τη Λάριμνα, διασωσμένοι με το μητρικό τους πέτρωμα, που χρονολογούνται στα  90.000.000 χρόνια. Τα θαλάσσια αυτά ζώα εξαφανίστηκαν πριν από 65.000.000 χρόνια.

Ακόμη, εκτίθενται Στρείδια μεγάλου μεγέθους με προέλευση από την Μεθώνη και τα Κύθηρα, που χρονολογούνται στα 5.000.000 χρόνια , καθώς και οι Αχινοί από τα Κύθηρα , των οποίων η μορφή είναι διαφορετική από αυτή των Αχινών που συναντάμε σήμερα.

 

Απολιθωμένο ψάρι

Απολιθωμένο ψάρι

Άλλα εκθέματα του Μουσείου είναι απολιθωμένα  ψάρια, κοράλλια, καθώς και άλλα είδη ανάμεσα στα οποία εντυπωσιακό είναι ένα απολίθωμα με την  ψευδομορφή δυο πουλιών. Επίσης, εντυπωσιακά είναι και τα εκθέματα από απολιθωμένα μέρη κορμών δέντρων (Σεκόγια) ηλικίας 7.000.000 έως 9.000.000 χρόνων. Ο μεγαλύτερος από αυτούς κορμούς έχει φυσιολογικό μέγεθος και ενώ στην φυσική του κατάσταση το βάρος του δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 100 κιλά, στην απολιθωματική του κατάσταση είναι πάνω από 800 κιλά.  Τα απολιθώματα κορμών δέντρων προέρχονται από τον Ελλαδικό χώρο και κυρίως από την Βόρεια Εύβοια.

 

 

 

Αίθουσα Ορυκτών

Αίθουσα Ορυκτών

Εκτός όμως από τα απολιθώματα, στις προθήκες του Μουσείου σε ειδικά διευθετημένο χώρο, εκτίθενται και ορυκτά. Συγκεκριμένα, στην πραγματικά πλούσια συλλογή του Μουσείου, συγκαταλέγεται μια μεγάλη γκάμα πετρωμάτων, μεταξύ των οποίων είναι Μεγαλοκρυσταλλικοί Γύψοι, Αζουρίτες, Σιδηροπυρίτες, Αμέθυστοι, Χαλαζίες, Ανκερίτες, Αραγωνίτες, Ασβεστίτες, Λεπτοκρυσταλικοί Μαλαχίτες, Κονυχαλκίτες, Αουριοχαλκίτες, Γαληνίτες, Φθορίτες, Λεμονίτες, Μαγγάνια, Αιματίτες, κλπ. Όλα αυτά τα πετρώματα συγκροτούν μια από τις πλέον σπάνιες συλλογές ορυκτών, εκθεμάτων, και προσφέρονται για να μπορέσει ο επισκέπτης του Μουσείου να λάβει μια περιεκτική εικόνα του άφατου πλούτου της φυσικής εξέλιξης.  Επίσης εκτίθενται, πέτρινα εργαλεία και πετρολογικό υλικό, εργαλεία εξόρυξης, έντομα & πεταλούδες και όστρακα.

 

 

 

Στο Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής Ιστορίας, όλος αυτός ο πλούτος των απολιθωμάτων και των ορυκτών έχει κατανεμηθεί στο χώρο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παρέχεται στον επισκέπτη η δυνατότητα να διαμορφώσει μια κατά το δυνατόν πλήρη αντίληψη του θαύματος της φυσικής εξέλιξης. Η ταυτοποίηση και η χρονολόγηση των εκθεμάτων έγινε από ειδικούς επιστήμονες όπως: ο Καθηγητής πρόεδρος της Γεωλογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Σιδέρης, ο Καθηγητής της Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αθανάσιος Κατερινόπουλος και ο παλαιοντολόγος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, στέλεχος του Ι.Γ.Μ.Ε και ειδικός στην πανίδα Αμμωνιτών, κ. Βασίλειος Τσελεπίδης. Η συνεργασία των ειδικών επιστημόνων με το «Μουσείο Κωτσιομύτη Φυσικής Ιστορίας», διασφαλίζει την επιστημονική εγκυρότητα και υπευθυνότητα του τρόπου παρουσίασης των εκθεμάτων και κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει και στην επιτέλεση ενός εν ευρεία έννοια εκπαιδευτικού και μορφωτικού έργου του Μουσείου. Έργου, πολυτρόπως χρήσιμου αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το πόσα λίγα είναι στη χώρα μας παρόμοια ιδρύματα που να ασχολούνται με την υπεύθυνη παρουσίαση της ιστορίας της φυσικής εξέλιξης. Στόχος των ιδρυτών του είναι η περαιτέρω ανάπτυξη και εμπλουτισμός του.  Η διαρκής λειτουργία του ως ενεργός φορέας έρευνας, επιμόρφωσης,  εκπαίδευσης, πολιτισμού, και διαφύλαξης του φυσικού πλούτου.

 

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΩΤΣΙΟΜΥΤΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Λεωφόρος Ασκληπιού 27, Τ. Κ.  21 052 Λυγουριό Αργολίδας

Τηλ.: 27530 22587  27530 22588  27530 22730

 

 

Επιμέλεια κειμένου:

Αναστασία Σαρρή – Κωτσιομύτη

 

 

Πηγή

 

  • Περιοδικό «Ναύδετο », τεύχος 2, σελ. 22 – 25.

Read Full Post »

Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου

 


 

  Το Πολεμικό Μουσείο – Παράρτημα Ναυπλίου εγκαινιάστηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1988 και στεγάζεται στο χώρο που επέλεξε ο Ι. Καποδίστριας για φιλοξενήσει την πρώτη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1828). Αποτελεί Παράρτημα – το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα – του Πολεμικού Μουσείου της Αθήνας.

 

Μικρή στολή Ευέλπιδος, 1829. Πίσω το κτίριο της πρώτης σχολής Ευελπίδων.

Η αποστολή του Παραρτήματος Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου είναι η συλλογή, συντήρηση και παρουσίαση των αντικειμένων και των γραπτών μαρτυριών που φωτίζουν τις πτυχές της νεώτερης ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, από τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια μέχρι την απελευθέρωση από τη Γερμανική Κατοχή του 1944 και επίσης, όπως είναι αυτονόητο, λόγω του περιφερειακού χαρακτήρα του, η διάσωση της ιστορικής μνήμης και προώθηση της  τοπικής ιστορίας και του τοπικού πολιτισμού. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευρύτατη αποστολή του, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείο έχει συγκεντρώσει και στεγάσει ένα σημαντικό μέγεθος μουσειακού υλικού (κανόνια, όλμους, οβούζια, όπλα, εξαρτήματα όπλων, άγκυρες, πολεμικά λάφυρα, ιστορικές φωτογραφίες, ομοιώματα πλοίων και αεροσκαφών, στολές, πίνακες, λαϊκές εικόνες, χαρακτικά, χάρτες, χειρόγραφα, αντικείμενα μικροκαλλιτεχνίας, σημαίες και εμβλήματα καθώς και προσωπικά ενθυμήματα  επώνυμων και ανωνύμων αγωνιστών)  το μεγαλύτερο μέρος από τα οποία προέρχεται από τις αντίστοιχες συλλογές του Πολεμικού Μουσείου.

Μερικά από τα εκθέματα που βρίσκονται στις προσθήκες του παραχωρήθηκαν με προθυμία και ευγένεια από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. (στρατιωτικές στολές και τοπικές ενδυμασίες), ορισμένα από δημόσιους φορείς της Αργολίδας (Δήμους και Τράπεζες), ενώ εμπλουτίστηκε και με σημαντικές δωρεές και χρησιδάνεια ιδιωτών.

Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου

Τα ενθυμήματα και τα κειμήλια της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου είναι εκτεθειμένα σε δυο ορόφους διαρρυθμισμένους, ο πρώτος σε τέσσερις και ο δεύτερος σε δυο αίθουσες, με ικανό αριθμό προθηκών που πλαισιώνουν σειρές από φωτογραφικές μονάδες. Είναι τακτοποιημένα σε ιστορικούς κύκλους, με χρονολογική διαδοχή, διατεταγμένα από δεξιά προς τα αριστερά και συνοδεύονται στο σύνολό τους από επεξηγηματικά κείμενα που αποκαλύπτουν την προέλευση και αναδεικνύουν τη σημασία τους.

Η σχεδίαση και το στήσιμο των προθηκών και των εκθεσιακών μονάδων όπου εκτυλίσσεται η έκθεση, οι οποίες κατασκευάστηκαν με προορισμό να λειτουργήσουν μόνο ως το απολύτως αναγκαίο υπόβαθρο των εκθεμάτων, έχει γίνει με τρόπο προσεγμένο και μεθοδικό χωρίς πρόσθετα μορφολογικά στοιχεία. Η παρουσίαση των μουσειακών αντικειμένων στις αίθουσες είναι γραμμική και λιτή, σχεδόν αυστηρή, αρνούμενη τη χρησιμοποίηση ειδικών διακοσμήσεων και εξεζητημένων πλαισιώσεων, η διευθέτηση των κειμηλίων στις εκθεσιακές μονάδες γίνεται με άνεση χώρου δίχως να «σπρώχνει» το ένα το άλλο.

Τα λειτουργικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξή τους είναι διακριτικά περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, τα χρώματα τόσο στις βιτρίνες όσο και στους τοίχους , ουδέτερα και απαλά ξεκουράζουν την όραση και τονίζουν τα εκθέματα που περιβάλλουν, η ηχομόνωση των εκθεσιακών χώρων είναι αποτελεσματική ενώ ο φωτισμός τους χωρίς είναι έντονος και ενοχλητικός, καταφέρνει και αποκαλύπτει συνολικά τον κειμηλιακό πλούτο ακόμη και τις λεπτομέρειές του.

Οι παραπάνω αρχιτεκτονικές και μουσειογραφικές επιλογές, σε ένα χώρο όχι απλώς μουσειακό αλλά με έντονο και αναπόσπαστο ιστορικό χαρακτήρα, αναζήτησαν και βρήκαν εκείνα τα στοιχεία που θα δημιουργούσαν μια εκθεσιακή εικόνα η οποία θα έδινε στα μεν εκθέματα τη δυνατότητα να προβάλουν μόνα τους, ανόθευτα, τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και την ξεχωριστή αισθητική και καλλιτεχνική αξία τους, στους δε επισκέπτες την ευκαιρία να τα συναντήσουν και να ερμηνεύσουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τις μαρτυρίες και τα μηνύματά τους, σε ένα χώρο απερίσπαστο και ανεπηρέαστο από εξωτερικές, φυσικές ή τεχνικές, επιδράσεις.

Σε ένα περιβάλλον που είναι προφανές ότι αποβλέπει  όχι στην τέρψη του επισκέπτη αλλά στην επικοινωνία, τροφοδώντας με ερεθίσματα τη μνήμη και την κρίση του και αναμοχλεύοντας πολύ συχνά μνήμες από την προσωπική του ιστορία.

  

Έκθεση


 

Στον πρώτο όροφο του Μουσείου εκτίθενται κειμήλια και ενθυμήματα από την ιστορική πορεία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της περιόδου της Επανάστασης του 1821, του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1908), των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 13) και από τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο δεύτερο όροφο είναι τοποθετημένα  εκθέματα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, 1940 – 41, τη Γερμανική Εισβολή, την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Στον όροφο αυτό βρίσκεται, ξεχωριστά από τον υπόλοιπο μουσειακό χώρο, ειδική αίθουσα η οποία, κατάλληλα διαρρυθμισμένη κάθε φορά, προορίζεται  να φιλοξενεί τις περιοδικές εκθέσεις που (συν)διοργανώνει το Παράρτημα Ναυπλίου.

Σήμερα, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου, είτε ως φύλακας και εκθέτης των κειμηλίων που διαθέτει στη συλλογή του και των ιστορικών ενθυμήσεων που τα συνοδεύουν, είτε μέσα από περιοδικές εκθέσεις που, με επιμονή και συνέπεια, (συν)διοργανώνει, είτε, τέλος, με τη (συν) διοργάνωση εκδηλώσεων που άπτονται του αντικειμένου του (διαλέξεις, συζητήσεις, έχει αντρωθεί και καταξιωθεί στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας της Αργολίδας ως ζωτικός θεσμός υψηλής πνευματικής, αισθητικής και εκπαιδευτικής αποστολής, γι’ αυτό και το έχει αγκαλιάσει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ενδιαφέρον.

Το κτίριο της πρώτης Σχολής Ευελπίδων, το οποίο έχει κηρυχθεί Ιστορικό Διατηρητέο  Μνημείο  αποτελεί σήμερα καύχημα μόνο των στρατιωτικών υπηρεσιών που στεγάζονται σε αυτό, αλλά και ολόκληρης της πόλης του Ναυπλίου.

Πληροφορίες: Αμαλίας 22, ΤΚ 211 00, Tηλ./Fax: (+30) 27520-25591

Σωτήριος Δέμης,

Λοχαγός Αεροπορίας Στρατού

 

Πηγή


 

  •  Περιοδικό, «Ματιές στην Αργολίδα», τεύχος 7, Δεκέμβριος 2001.

Read Full Post »

Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών

 

 

Περιγραφή

 

Αρχαιολόγικο Μουσείο Μυκηνών

Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Είναι διαμορφωμένο ώστε να εξυπηρετεί τόσο τη διαφύλαξη του υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφές στην ακρόπολη των Μυκηνών, την άμεση περιοχή της και τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της, όσο και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, για την ενημέρωση των επισκεπτών, συμπληρώνοντας την περιήγηση τους. Το μουσείο στεγάζεται σ΄ ένα σύγχρονο κτήριο, το οποίο ανεγέρθηκε στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και σε άμεση γειτνίαση με την ακρόπολη. Κτίστηκε με τρόπο που να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τα αρχαία κατάλοιπα, τμήματα των οποίων είναι ορατά από τα μεγάλα παράθυρα του και που ο επισκέπτης συναντάει στην πορεία του από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, όπου βρίσκεται το εκδοτήριο. Είναι κτισμένο σε τρία επίπεδα και καλύπτει μία συνολική επιφάνεια 2000 τ.μ. Μεγάλη έκταση του μουσείου είναι αφιερωμένη στη φύλαξη του αρχαιολογικού υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφικές έρευνες που διεξάχθηκαν στο παρελθόν και συνεχίζονται στις μέρες μας. Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περίπου το ένα τέταρτο της έκτασης του μουσείου. Διαμορφώθηκε στην ανατολική πτέρυγα του κτηρίου, σε δύο επίπεδα και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες. Η κεντρική του είσοδος βρίσκεται στη νοτιοδυτική του πλευρά. Πριν φτάσει στο προαύλιο όπου και η είσοδος της έκθεσης, ο επισκέπτης συναντά το «θολωτό τάφο των Λεόντων. Η είσοδος οδηγεί σ΄ έναν ευρύχωρο προθάλαμο (165 τ.μ), στο κέντρο του οποίου έχει τοποθετηθεί μία μακέτα της ακρόπολης, ενώ πίνακες με κείμενα και εποπτικό υλικό παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες με τις Μυκήνες, απεικονίσεις του χώρου από περιηγητές των περασμένων αιώνων, καθώς και το ιστορικό των ανασκαφών. Η επίσκεψη αρχίζει από την αίθουσα που επικοινωνεί με τον προθάλαμο στη δεξιά του πλευρά. Οι άλλες δύο αίθουσες βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο και επικοινωνούν με την πρώτη με διπλό επικλινή διάδρομο. Μετά απ’ αυτές ο επισκέπτης επιστρέφει στον προθάλαμο από άλλο επικλινή διάδρομο.Η έκθεση αναπτύσσεται σε τέσσερις αυτοτελείς ενότητες, ως επί το πλείστον σε μεγάλες περιμετρικές επιτοίχιες προθήκες. Οι δύο πρώτες αίθουσες του εκθεσιακού χώρου είναι αφιερωμένες η πρώτη στη ζωή των Μυκηναίων και η δεύτερη σε κατώτερο επίπεδο, στα ταφικά τους έθιμα. Στην πρώτη αίθουσα, που είναι και η μεγαλύτερη (150 τ.μ.), παρουσιάζονται εκθέματα από την πρώτη χρήση του χώρου ως το τέλος των προϊστορικών χρόνων, ανάλογα με τα κτιριακά συγκροτήματα, στα οποία βρέθηκαν. Στη δεύτερη αίθουσα (115 τ.μ.) παρουσιάζεται το υλικό που προέρχεται από τάφους, αρχίζοντας από τους Ταφικούς Κύκλους Α και Β και συνεχίζοντας με τα εκθέματα από τα διάσπαρτα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων στην ευρύτερη περιοχή των Μυκηνών. Οι άλλες δύο ενότητες αποτελούν τα θέματα της τρίτης αίθουσας (115 τ.μ.) της έκθεσης. Η πρώτη αφορά στη χρήση του χώρου στις Μυκήνες κατά τους ιστορικούς χρόνους ενώ η δεύτερη και τελευταία είναι αφιερωμένη στις δραστηριότητες των Μυκηναίων, στις οποίες οφείλεται η μοναδικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στις ευρύχωρες αποθήκες του μουσείου στεγάζεται επίσης υλικό που μεταφέρθηκε από το Μουσείο Ναυπλίου και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εξειδικευμένα εργαστήρια, κεραμικών και μετάλλινων αντικειμένων επιτρέπουν τη συντήρησή του υλικού επί τόπου ενώ υπάρχουν χώροι γραφείων και βιβλιοθήκη για τη διευκόλυνση των μελετητών, που ενασχολούνται με αυτό.

 

 

Ιστορικό

 

Αρχαιολογικὀ Μουσείο Μυκηνών

Αρχαιολογικὀ Μουσείο Μυκηνών

Η ιδέα της κατασκευής ενός μουσείου ενταγμένου στον Αρχαιολογικό Χώρο Μυκηνών οφείλεται στον αείμνηστο αρχαιολόγο Γιώργο Μυλωνά, της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Οι εργασίες ανέγερσης του μουσειακού συγκροτήματος των Μυκηνών άρχισαν το 1985. Μία πρώτη φάση ολοκληρώθηκε έως το 1987 αφού προηγήθηκαν ανασκαφές. Οι εργασίες ανέγερσης του κτηρίου και διαμόρφωσης των εσωτερικών και εξωτερικών του χώρων περατώθηκαν το 1997. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε εκεί το ανασκαφικό υλικό που φυλασσόταν έως τότε σε μικρή αποθήκη στο χώρο. Μεταφέρθηκε επίσης στο Μουσείο, από το 1999 έως το 2002, το σύνολο του υλικού που στεγαζόταν στις αποθήκες ή την μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου και μέρος του υλικού που υπήρχε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Η επιλογή της θέσης του μουσείου και η σύλληψη της κτιριακής του μορφής του προήλθαν από την ανάγκη να στεγαστεί το άφθονο υλικό των Μυκηνών και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί έκθεση, ενημερωτικού και διδακτικού χαρακτήρα, στην οποία να παρουσιάζονται στο φυσικό τους τοπίο οι διαδοχικές περίοδοι χρήσης του χώρου και να προβάλλεται επί τόπου ο μυκηναϊκός πολιτισμός.  Το Μουσείο εγκαινιάστηκε στις 31 Ιουλίου 2003 από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού, κ. Ευάγγελο Βενιζέλο. Το Σεπτέμβριο του 1999 η Ομάδα Εργασίας Μυκηνών, νυν Επιτροπή Μυκηνών, η οποία έγινε τότε αυτόνομη από την Ομάδα Εργασίας Συντήρησης και Στερέωσης Μνημείων Επιδαύρου (Ο.Ε.Σ.Μ.Ε.) ανέλαβε τις εργασίες για τη μόνιμη έκθεση του νέου μουσείου, με υπεύθυνη την κ. Ελισάβετ Σπαθάρη, Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων, ενώ η οργάνωση και η λειτουργία του εντάχθηκαν στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για τα Μεγάλα Αρχαιολογικά Έργα (ΤΔΠΕΑΕ), με χρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ. Τον Απρίλιο του 2007, η Επιτροπή των Μυκηνών ανασυγκροτήθηκε και ανέλαβε το έργο για τη «Συντήρηση, στερέωση και ανάδειξη των Μνημείων Ακροπόλεως Μυκηνών και του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου». Η νέα αυτή Επιτροπή, τελεί τις εργασίες της υπό την προεδρία της κ. Ν. Σγουρίτσα και τη συμμετοχή των μελών κκ. Α. Νακάση, Α. Κόρκα, Ν. Μίνω, Ε. Παπάζογλου-Μανιουδάκη, Ε. Παλαιολόγου και Μ. Καρύδη-Βλασσοπούλου.

 

 

 

Εκθεσιακό υλικό

 

Το εκθεσιακό υλικό προέρχεται από τις Μυκήνες και τις θέσεις που έχουν ερευνηθεί στην ευρύτερη περιοχή και αντιπροσωπεύει όλες τις περιόδους χρήσης του χώρου από την αρχή της Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 3000 π.Χ., έως και την ελληνιστική εποχή, τον 2ο αι. π.Χ. Το αποτελούν 2.500 εκθέματα, κυρίως πήλινα, αλλά και μετάλλινα, λίθινα, έργα μικροτεχνίας, χρυσοχοΐας, ελεφαντουργίας και τοιχογραφίες.

Το εκθεσιακό υλικό κατανέμεται σε τέσσερις αυτοτελείς ενότητες, δομημένες θεματικά και χρονικά. Οι δύο πρώτες αφορούν στην Εποχή του Χαλκού, με θέματα τη ζωή των Μυκηναίων και τη μεταθανάτια τους ζωή, η τρίτη, στη χρήση του χώρου κατά τους ιστορικούς χρόνους και η τέταρτη, στον Μυκηναϊκό πολιτισμό.


Τα εκθέματα συνοδεύονται από ανάλογο εποπτικό υλικό όπως πληροφοριακές πινακίδες, πινακίδες ταυτότητας των εκθεμάτων, χάρτες, σχέδια και αναπαραστάσεις. Το υλικό πλαισιώνει τα εκθέματα με τρόπο που ανταποκρίνεται στους σκοπούς της ενταγμένης στο φυσικό τοπίο των Μυκηνών έκθεσης, οι οποίοι είναι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των επισκεπτών σχετικά με το χώρο και το μυκηναϊκό πολιτισμό.

 

Ενότητες της έκθεσης


Η ζωή των Μυκηναίων (πρώτη αίθουσα)

 

Στη πρώτη ενότητα παρουσιάζεται πρώτα η χρήση του χώρου συνοπτικά έως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, μέσω της εξέλιξης της κεραμικής. Ακολουθούν τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα της Ακρόπολης, η πύλη των Λεόντων, η Σιταποθήκη, τα τείχη, το ανακτορικό συγκρότημα, το Θρησκευτικό Κέντρο, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη μνεία, καθώς και τα δέκα οικιακά μυκηναϊκά συγκροτήματα εκτός της Ακρόπολης.


Μεταθανάτια ζωή (δεύτερη αίθουσα)


Το υλικό της δεύτερης ενότητας προέρχεται από τον Ταφικό Κύκλο Β, του οποίου οι τάφοι παρουσιάζονται αναλυτικά σε προθήκες με ημικυκλική διάταξη, καθώς και από διάφορα νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων της περιοχής, σε τοπογραφικές ενότητες. Αντίγραφα των σημαντικότερων κτερισμάτων αντιπροσωπεύουν τον Ταφικό Κύκλο Α. Τα εκθέματα της ενότητας παρουσιάζονται κατά χρονολογική σειρά.


Χρήση του χώρου κατά τους ιστορικούς χρόνους (τρίτη αίθουσα)


Το μισό της τρίτης αίθουσας είναι αφιερωμένο στην τρίτη ενότητα, με υλικό που προέρχεται από ταφικά κτερίσματα της υπομυκηναϊκής, γεωμετρικής, αρχαϊκής και ελληνιστικής εποχής, ιερά της αρχαϊκής και κλασικής εποχής όπως το Αγαμεμνόνειον και το ιερό του Ενυαλίου, και από κτιριακά συγκροτήματα της ελληνιστικής εποχής. Σε ξεχωριστή προθήκη παρουσιάζεται η συλλογή νομισμάτων των Μυκηνών.


Μυκηναϊκός πολιτισμός (τρίτη αίθουσα)

 
Ο υπόλοιπος χώρος είναι αφιερωμένος στη μοναδικότητα του Μυκηναϊκού πολιτισμού, με ενότητες που αφορούν στις βασικές δραστηριότητες των Μυκηναίων και στα επιτεύγματα του ανακτορικού συστήματος διακυβέρνησης, στη θρησκεία, το εμπόριο, τη διοίκηση, την τέχνη και την τεχνολογία.

 

Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος

 

 Πηγές

Read Full Post »