Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘μπαμπάκι’

Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους


 

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πρόσφατη οικονομική ιστορία του Άργους ήταν τα εργοστάσια υφαντουργίας. Τα εργοστάσια αυτά, τα οποία λειτούργησαν σε γενικές γραμμές από τη δεκαετία 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1990, απασχόλησαν εκατοντά­δες εργάτες και εργάτριες. Πολλές οικογέ­νειες στήριξαν την οικονομία τους στα υ­φαντουργεία, τα οποία κατά την περίοδο της ακμής τους αποτελούσαν τον σημαντι­κότερο ίσως οικονομικό παράγοντα της πό­λης. Όμως, η ανθηρή υφαντουργία του Άρ­γους, όπως και όλης της Ελλάδας, δέχτηκε από τη δεκαετία 1970 ισχυρό πλήγμα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και οδη­γήθηκε στην κατάρρευση και στο σφράγι­σμα των εργοστασίων.

Πριν προχωρήσουμε στη βιομηχανι­κή υφαντουργία της πόλης μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναζητήσουμε τις ρίζες της, ό­χι στην αρχαία ή τη βυζαντινή εποχή, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν.

 

Εισαγωγικά

 

Αναζητώντας τις απαρχές της αρχεια­κής υφαντουργίας στα τέλη του 19°“ αιώ­να, διαπιστώνουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχονται από πρωτογενείς πηγές εί­ναι ελάχιστες. Στην εφημερίδα «Δαναός» του ομώνυμου Συλλόγου (φ. 7/4-2-1896) υπάρχει ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τις υφάντριες, το οποίο θεωρούμε σκό­πιμο να παραθέσουμε:

Υφαντουργία. Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουρ­γία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυ­τής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης ερ­γασίαν εις απόρους και φίλεργους γυναίκας, οίαι εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα διά των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόο­δος αληθής, πρόοδος πραγματική.

Επίσης, ο Ιωάννης Κοφινιώτης στην Ιστορία του για το Άργος (1892) μας πλη­ροφορεί ότι «σήμερον πολλά υφαντουργεί­α λειτουργούσι κατακευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακε­ρών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως, εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα».

Με βάση τις πηγές αυτές καταλήγου­με στο συμπέρασμα ότι στα τέλη του 18ου αι. είχε αναπτυχθεί η οικοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υφαντουργία του «Δα­ναού» και τα υφαντουργεία του I. Κοφινιώτη είναι έννοιες συναφείς· και δεν εννοούν φυσικά κάποιες βιομηχανικές μονάδες, διό­τι δεν υπήρχαν βιομηχανίες την εποχή ε­κείνη. Είναι σαφής η πληροφορία ότι (σε ελεύθερη απόδοση:) φτωχές αλλά προκομ­μένες (φίλεργοι) γυναίκες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής (επαρχιώτιδες) ύφαιναν και συντηρούσαν τις οικογένειές τους και ότι τα υφαντά τους πωλούνταν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πιο πολύ στην Κορινθία, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Κοφινιώτης λίγα χρόνια πιο πριν, ο οποίος δίδει και το μέγεθος του μόχθου (δύο εκατομ­μύρια πήχεις). Ο ενθουσιασμός του αρθρογράφου του «Δαναού» είναι ολοφάνερος: «Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγ­ματική».

 

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958.

 

Όταν, όμως, μία υφάντρια υφαίνει ε­παγγελματικά, προτιμά να έχει έτοιμη την πρώτη ύλη, για να αποδώσει. Δεν μπορεί ν’ ασχολείται με την κατεργασία ή τη βαφή του νήματος ή με το στήσιμο του αργα­λειού, δηλαδή το διάσιμο. Έ­τσι, η ανάγκη και η ζήτηση της αγοράς έ­φεραν το πρώτο ατμοκίνητο βαφείο. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν προφανώς κι άλλα. (Το «ατμοκίνητον βαφείον» του Κοφινιώτη έ­γινε «Βαφεία ατμοκίνητα» του Δαναού).

Αλλά την εμπορία των υφαντών την είχαν οι έμποροι, οι οποίοι ήλεγχαν τις α­γορές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν γυρο­λόγοι πραματευτές. Μία υφάντρια και μά­λιστα επαρχιώτισσα δεν είχε αυτή τη δυ­νατότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφα­νίζονται οι πρώτοι υφαντουργοί, πρωτίστως έμποροι, οι οποίοι είχαν κάποια εμπειρία από τις υφαντουργικές δραστηριότητες της εποχής τους, και αναπτύσσουν μία πολύ κα­λή συνεργασία με τις υφάντριες.

 

Το ξεκίνημα

 

Στην αρχή οι βιομήχανοι υφαντουρ­γοί Άργους του περασμένου αιώνα, οι ο­ποίοι μνημονεύονται παρακάτω, ξεκίνησαν την ύφανση με χειροκίνητους ξύλινους αρ­γαλειούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν από ντόπιους μαραγκούς. Στις περισσότερες πε­ριπτώσεις έδιναν δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους. Οι βιομήχανοι στα πρώτα στάδια της επαγγελματι­κής τους καριέρας ήταν απλοί βιοτέχνες, όπως και οι συνάδελφοί τους που παρέμειναν βιοτέχνες, αλλά οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε βιομήχανους, προϊόντος του χρόνου.

 

Βιοτέχνες υφαντουργοί Άργους, 1969 (αρχ. Ευάγγελου Γιαννακόπουλου).

 

Αυτοί, λοιπόν, είχανε στην α­ποθήκη τους μια διάστρα και ετοίμαζαν το στημόνι, καρφώνοντας παλούκια στον τοί­χο. Δηλαδή, το διάσιμο γινότανε με πρω­τόγονο τρόπο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, αν κάποια γυναίκα θέλει να υφάνει. Στη συνέχεια ο βιοτέχνης έδινε το στημόνι στην υφάντρια, καθώς επίσης και το νήμα σε κούκλες για το υφάδι. Το νήμα – εννοείται – πάντοτε βαμμένο. Πολλές φο­ρές η υφάντρια δεν ύφαινε σε δικό της αρ­γαλειό· της τον χορηγούσε ή της τον χάρι­ζε ο βιοτέχνης υφαντουργός, ο οποίος πλή­ρωνε την κατασκευή του. «Δεν ξέρω ιστο­ρικά αν όλοι πλήρωναν την κατασκευή του αργαλειού, μας είπε ο Σπύρος Νικολόπουλος, αλλά τουλάχιστο ο πεθερός μου ο Νάσκος έτσι ξεκίνησε». Άλλοι, πάλι, υφαντουργοί ξεκίνησαν διαφορετικά. Ο Μα­ρίνος π.χ. άνοιξε υφαντήριο το 1933 στην οδό Ζαΐμη με δέκα περίπου ξύλινους αρ­γαλειούς. Κάθε επιχείρηση έγραψε τη δι­κή της ιστορία μέσα στο χρόνο από το ξε­κίνημά της μέχρι την παρακμή της. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Βαμβακοκαλλιέργεια


 

Γενικά – Βαμβακοκαλλιέργειες στην Αργολίδα – Εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος

  

Η αρχική χρήση του βαμβακιού από τον άνθρωπο χάνεται μέσα στο σκοτάδι της προϊστορίας. Οι αρχαιότερες ενδείξεις προέρχονται από την Ινδία. Σε ανασκαφές που έγιναν σε μια περιοχή κοντά στον Ινδό ποταμό βρέθηκαν υπολείμματα από υφάσματα και σχοινιά από βαμβάκι, που υπολογίστηκε ότι ανάγονται στο 3000 π.Χ. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το βαμβάκι βρίσκεται σε ένα πανάρχαιο θρησκευτικό βιβλίο των Ινδών, που γράφηκε γύρω στο 1500 π.Χ. Μερικές εκατονταετίες αργότερα, γύρω στο 800 π.Χ., σε ένα άλλο ιερό βιβλίο στο οποίο εκτίθεται η διδασκαλία του βραχμανισμού, καθορίζεται και η εργασία εκείνων που ασχολούνταν με το πλύσιμο και την ύφανση των βαμβακερών υφασμάτων.

 

Βαμβακιές

 

Η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Αρκετοί συγγραφείς, όμως, αναφέρουν ότι το βαμβάκι αναπτυσσόταν στην Ινδία. Ο Ηρόδοτος κατά το 445 π.Χ. αναφέρει στην ιστορία του ότι « στην Ινδία φυτρώνουν άγρια δέντρα που παράγουν μαλλί πιο ωραίο και πιο εκλεκτό από το μαλλί των προβάτων. Από τα δέντρα αυτά οι Ινδοί εξασφαλίζουν τα ρούχα τους». Ο Ηρόδοτος αποκαλεί το βαμβάκι «είρια από ξύλου» και αναφέρει ότι οι Ινδοί ήταν ντυμένοι με «είματα από ξύλων πεποιημένα», δηλαδή με βαμβακερά υφάσματα.

Για πρώτη φορά αναφέρεται η καλλιέργεια του βαμβακιού στην αρχαία Ελλάδα από τον Παυσανία κατά τον 2  μ.Χ. αιώνα. Κατά την εποχή εκείνη το βαμβάκι ήταν γνωστό με το όνομα βύσσος.  Το όνομα βαμβάκι αναφέρεται για πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού, φαίνεται δε να προέρχεται από τη λέξη βόμβυξ με την οποία ονόμαζαν το μετάξι, που είχε προέλευσή του την Ασία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού, γύρω στο 552 μ.Χ., η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η βαμβακοκαλλιέργεια άρχισε να αποκτά ισχύ στην Ελλάδα, λόγω κυρίως της αυξανόμενης ζήτησης που παρουσιάσθηκε σε είδη ένδυσης εξαιτίας του αποκλεισμού της Ευρωπαϊκής αγοράς από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής της Αμερικής. Το 1911, το βαμβάκι καλλιεργείται σε 90.500 στρέμματα, τα οποία μετά από μια εικοσαετία περίπου ανήλθαν σε 200.000 στρέμματα. (Αυγουλάς ΧΕ, 1995).

 

Συλλογή βαμβακιού, Μισισιπής, 1908. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.

 

Η συστηματική του καλλιέργεια άρχισε μετά το 1931 με την ίδρυση των δύο κρατικών ιδρυμάτων, του Ινστιτούτου και του Οργανισμού Βάμβακος, με άμεσους στόχους την προώθηση της καλλιέργειας, την υποβοήθηση της εμπορίας του και γενικότερα την ανάπτυξη της βιομηχανίας κατεργασίας του βαμβακιού και των προϊόντων του. Η συμβολή τους φάνηκε αμέσως, αφού μέσα σε μια δεκαετία τετραπλασιάστηκε η καλλιεργούμενη με βαμβάκι έκταση.

Βαμβακοκαλλιέργεια

Το Κράτος πρόσεξε ιδιαίτερα το βαμβάκι και έλαβε τα ενδεικνυόμενα μετρά για την ενίσχυση της παραγωγής. Ο Οργανισμός Βάμβακος και οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου γεωργίας διέδωσαν κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής τους παραγωγικές και υψηλής αξίας ποικιλίες βάμβακα. Οι καλλιεργητές είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν επιστημονικές μεθόδους καλλιέργειας και καταπολέμησης εχθρών και ασθενειών του βάμβακα.

Κατά το διάστημα 1973-1982 αγοράστηκαν οι πρώτες δίσειρες βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές με κρατική επιδότηση από τον Οργανισμό Βάμβακος, που τις παραχωρούσε για τη συγκομιδή του βαμβακιού σε Ομάδες Κοινής Καλλιέργειας Παραγωγών. Αργότερα οι μηχανές αυτές αγοράστηκαν από τις Ομάδες Κοινής Καλλιέργειας Παραγωγών που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα. Κατά αυτόν τον τρόπο δόθηκε λύση στο πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επέκταση της βαμβακοκαλλιέργειας.  Η θεαματική όμως αύξηση της βαμβακοκαλλιέργειας συντελέστηκε με το πέρας του 1981, με την είσοδο δηλαδή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βασιλική Κώνστα

 

Βαμβακοκαλλιέργειες στην Αργολίδα


 

Βαμβάκι

Το μπαμπάκι καλλιεργούνταν στην Αργο­λίδα από πολύ παλιά. Το 1691 αναφέρεται σε έκθεση του Μαρίνου Μικέλλη προς την κυβέρνηση της Ενετικής Δημοκρατίας. Αλ­λά στα τέλη του 19ου αι. έπαψαν να το καλ­λιεργούν για χάρη της καλλιέργειας καπνού και σταφίδας, που ήταν αποδοτικότερα προϊόντα. Από το 1933 άρχισαν πάλι να καλλιεργούν μπαμπάκι σε βάρος άλλων καλλιεργειών, της τομάτας και του καπνού, ιδιαίτερα σε χωράφια που προσβάλλονταν από σκουλήκι (ριζόβιους σκώληκες) και στα οποία δεν ευδοκιμούσε ο καπνός. Ίσως η αλλαγή της καλλιέργειας να οφειλό­ταν και στην οικονομική κρίση του 1929, έτος κατά το οποίο τα καπνά είχαν πουλη­θεί σε πολύ χαμηλές τιμές ή είχαν μείνει αδιάθετα στις αποθήκες των παραγωγών.

Έσπερναν την ποικιλία «άκαλα» και οι βαμβακοφυτείες ήταν κατά κανόνα πο­τιστικές και σπανιότερα ξερικές. Επίσης, χρησιμοποιούσαν το ίδιο χωράφι, όπου εί­χαν σπείρει κυρίως κριθάρι (καλλιέργεια αμειψισποράς Αμειψισπορά είναι η εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι). Όργωναν το χωράφι τρεις φορές (φθινόπωρο, Γενάρη, Μάρτη) και τον Απρίλη έσπερναν τον βαμβακόσπορο, αφού τον μούσκευαν σε νερό με κοπριά για ένα 24ωρο και τον άφηναν μετά να στραγ­γίσει και να στεγνώσει λίγο. Αμέσως μετά τη σπορά, έκαναν ακόμη μια ελαφριά άροση, για να καλυφθεί ο σπόρος. Όταν φύ­τρωνε, αραίωναν τα νεαρά φυτά, ώστε να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν σωστά οι μπαμπακιές. Άλλοτε, πάλι, άνοιγαν με το αλέτρι αυλακιές κι έριχναν μέσα το σπό­ρο. Στη συνέχεια έπρεπε να κάνουν 2-3 σκαλίσματα.

Άνθος βαμβακιού. Βαρκελώνη - Σπόρος που λαμβάνεται από την Ελλάδα. Αρχείο: Victor M. Vicente Selvas.

Η συλλογή του μπαμπακιού γινόταν από τον Αύγουστο μέχρι και το Νοέμβριο καμιά φορά. Κάθε βδομάδα περνούσαν οι γυναίκες, για να μαζέψουν το γινωμένο μπαμπάκι και μάλιστα με ιδιαίτερη προσο­χή, ώστε να είναι καθαρό. Ο παραγωγός διέθετε ένα δωμάτιο για την προσωρινή του φύλαξη. Ήταν δύσκολη και βασανιστική η εργασία της συλλογής, γιατί η μπαμπακιά τσιμπούσε και έπρεπε οι εργάτριες να προ­σέχουν, για να μην αγκυλώνονται.  Βαμβακοπαραγωγοί υπήρχαν πολλοί στην ευρύτερη περιοχή του Άργους και σε πολλά χωριά: Δαλαμανάρα, Ίναχο, Χώνικα, Κουρτάκι, Λάλουκα, Μύλους, Ανυφί, Νέα Κίο, Πουλακίδα, Αργολικό, Κουτσοπόδι, Φίχτια, Μπούτια (Ήρα) και αλλού. Μάλιστα, οι αγρότες ήταν πολύ ευχαριστη­μένοι, γιατί η καλλιέργεια ήταν εύκολη, το κόστος παραγωγής χαμηλό και η απόδοση ικανοποιητική.

Έσπερναν 3 – 4 οκάδες σπό­ρο ανά στρέμμα και η αντίστοιχη σοδειά ήταν 120-150 οκάδες μπαμπάκι, το οποίο θεωρούνταν πολύ καλής ποιότητας. Από 100 οκάδες ανεκκόκκιστου μπαμπακιού, το καθαρό μπαμπάκι ήταν 36-38 οκάδες. Αλ­λά η ποιότητά του εξαρτιόταν από το μή­κος της ίνας και το αργείτικο θεωρούνταν μακρόινο (μήκος 29-32 χιλιοστά). Προπολεμικά δεν υπήρχε εκκοκκιστήριο βάμβακος στο Άργος και το παραγόμε­νο μπαμπάκι μεταφερόταν στα εκκοκκιστή­ρια του Πειραιά.

  

Εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος


 

Μέχρι το 1936 δεν υπήρχαν εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος και οι βαμβακοπαραγωγοί έστελναν τα βαμβάκια τους στον Πειραιά, επιβαρυνόμενοι τα μεταφορικά, τα οποία μάλιστα ήταν αυξημένα λό­γω του όγκου του προϊόντος. Την εποχή εκείνη λειτούργησαν δύο εκκοκκιστήρια στο Άργος, τα οποία απορροφούσαν όλη την παραγωγή της Αρ­γολίδας. Το πρώτο λειτούργησε το 1936 στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και ήταν ιδιοκτησία του τότε Δημάρχου Κωστή Μπόμπου. Μετά τον θάνατό του το ανέλαβε ο ανιψιός του Ηλίας Μπόμπος, ο οποίος το δούλεψε μέχρι που έκλεισε οριστικά στις αρχές της δεκαετίας 1970. Αργότερα μετατράπηκε σε κατοικία, όπου διαμένει τώρα ο γιος του Ηλία Μπόμπου Κωστής Μπόμπος.

 

Εγώ ήμουνα οδηγός στα εκκοκκιστή­ρια βάμβακος του Μπόμπου δυο χρονιές, το ’60 και το ’61. Μετέφερα τα βαμβάκια από τους αγρούς στο εκκοκκιστήριο και ύστερα, επεξεργασμένο πλέον, το μετέφερα στον Καρέλλα στο Λαύριο και στα κλωστή­ρια του Λαναρά στον Κηφισό στην Αθήνα. Τα είχε λίγο πιο πάνω από τα ΚΤΕΛ. Τα μπαμπάκια ήταν και από την Αργολίδα και από άλλες περιοχές, από τη Φιλιππιάδα της Η­πείρου, από τη Σκάλα Λακωνίας. Εδώ στην Αργολίδα τα σκήπτρα κρατούσε η Δήμαινα. Είχε πολύ μπαμπάκι η Δήμαινα. Μαρτυρία: Μπάμπης Αθ. Σπηλιόπουλος.

 

Το άλλο εκκοκκιστήριο λειτούργησε την επόμενη χρονιά (1939), αρχικά σε ενοικιαζόμενο κτίριο ιδιοκτησίας Μπόνη στην οδό Περούκα και τον επόμενο χρόνο μεταστεγάστηκε σε δικό του κτίριο στο Ν. Κόσμο (Κουρτακίου και 25ης Μαρτίου γωνία), το οποίο κτίστηκε εκείνη την εποχή για το λόγο αυτό. Ήταν το συνεταιρικό εργοστάσιο Κωνσταντίνου Τσαγκούρη και Αντώ­νη Κολύβα. (Ο δεύτερος είχε παντρευτεί την αδελφή του πρώτου). Το εργοστάσιο έκλεισε το 1975 λόγω συνταξιοδότησης των εταίρων (μαρτυρία Πέτρου Α. Κολύβα). Αργότερα το κτίριο κατεδαφίστηκε. Πρόσφατα, σε τμήμα του οικοπέδου κτίστηκε διδακτήριο για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου μαθητών με ειδικές ανάγκες. Αλλά ας επανέλθουμε στη λειτουργία και στην παραγωγή των εκκοκκιστηρίων.

 

Βαμβακοκαλλιέργεια

 

Οι εργοστασιάρχες καθόριζαν την τιμή του προϊόντος και μέσω των αντιπροσώπων τους κλείνονταν οι συμφωνίες και συνέλεγαν τα μπαμπάκια της Αργολίδας, τα οποία ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Αλλά από το 1960 και μετά αγόραζαν από άλλα μέρη μακρινά (Σκάλα Λακωνίας, Τρίκαλα Θεσσαλίας, Βό­νιτσα, Παραμυθιά, Λειβαδιά), μια και στην Αργολίδα εγκαταλείφθηκε σταδιακά η καλλιέργεια του μπαμπακιού και οι αγρότες στράφηκαν προς τα εσπεριδοειδή.

Βαμβάκι

Τα εκκοκκιστήρια λειτουργούσαν εποχιακά. Άνοιγαν αρχές Σεπτεμβρίου και την 1η Μαΐου σφραγίζονταν από τον Οργανισμό Βάμβακος. Το καλοκαίρι απαγορευόταν η εκκόκκιση, διότι το μπαμπάκι δεν είχε καθόλου υγρασία. Εξάλλου, η συλλογή ξεκινούσε τον Αύγουστο και τελείωνε το Νοέμβριο. Τα εργοστάσια είχαν πολλή δουλειά από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο. «Είχαμε τότε τρεις βάρδιες με 8-10 άτομα κάθε βάρδια. Τους υπόλοιπους μήνες είχαμε δύο ή μία βάρδια. Και τον Απρίλιο συνήθως δε δουλεύαμε», μας είπε ο Πέτρος Κολύβας. Το καθαρό μπαμπάκι συσκευαζόταν σε μπάλες των 400(!) κιλών με λινάτσες και σύρματα και προωθούνταν σε κλωστήρια. Και συνεχίζει: «Είχαμε πελάτες στη Γαλλία, στην Ουγγαρία και στην Ισπανία. Εδώ στην Ελλάδα είχαμε την Πειραϊκή – Πατραϊκή, τα Κλωστήρια του Γαβρι­ήλ και του Ρετσίνα στον Πειραιά και του Μιχαηλίδη στη Θήβα».

Ο βαμβακόσπορος, που ήταν άριστη ζωοτροφή, πουλιόταν στους κτηνοτρόφους. Μάλιστα, όταν έκανε βαρυχειμωνιά και τα ζώα δεν έβγαιναν έξω για βοσκή, οι κτηνοτρόφοι κατέφευγαν στα εργοστάσια και αγόραζαν βαμβακόσπορο. Όσο σπόρο δεν απορροφούσε η κτηνοτροφία τον επεξεργάζονταν τα σπορελαιουργεία, τα οποία παρήγαγαν το βαμβακέλαιο. Κι αυτό που απόμενε ήταν η μπαμπακόπιτα, πάλι τροφή για τα ζώα. Υπήρχαν αρκετά σπορελαιουρ­γεία στην Αττική, μεγάλες επιχειρήσεις, του Μάνου, του Γερόλυμου και άλλες. (Από συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν ευγενώς ο Βασίλης Μπόμπος και ο Πέτρος Κολύβας).

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
  • Κώνστα Βασιλική, «Η Βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα», Διπλωματική εργασία, Αθήνα, 2001, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Read Full Post »