Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μύθος’

Πολυ(δ)ίψιον Άργος  – Μυθολογία και Γεωλογία |Μαρία Βασιλείου, Βιολόγος-Ωκεανογράφος


 

Η Γεωμυθολογία είναι το διεπιστημονικό πεδίο, που προσπαθεί να ανακαλύψει την σχέση των αρχαίων μύθων και του παλαιοπεριβάλλοντος, δηλαδή του γεωλογικού περιβάλλοντος των πρώτων ανθρώπων, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι πρώιμοι πολιτισμοί [1].

Οι γεωλογικές διεργασίες που οφείλονται σε γεωλογικά γεγονότα, όπως, οι κλιματοευστατικές κινήσεις, η ανύψωση ή η μείωση των πάγων, οι κλιματικές αλλαγές, οι προσχώσεις νήσων, ακτών οι αλλαγές στις κοίτες των ποταμών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην μετανάστευση των ειδών και στην εγκατάσταση των πρώτων ανθρώπων. Τα μεμονωμένα γεωλογικά γεγονότα, όπως οι εκρήξεις ηφαιστείων, οι πλημμύρες, οι σεισμοί, οι κατολισθήσεις, οι κομήτες αλλάζουν επίσης δραστικά την ζωή ολόκληρων εθνών μόνιμα ή προσωρινά και εξ αιτίας των απότομων μεταβολών που προκαλούν, αποτελούν υλικό των μύθων. Αυτό το αδιαμόρφωτο σύνολο διασπάσθηκε στην συνέχεια, σε ό,τι αποτέλεσε τις ξεχωριστές πλευρές της ανθρώπινης σκέψης, την επιστήμη, την τέχνη, την θρησκεία, την φιλοσοφία.

Μεταξύ του 18.000 και 6.000 b.p. στον «Ελληνικό χώρο» συνέβησαν έντονες γεωπεριβαλλοντικές αλλαγές, που αποτέλεσαν για τους κατοίκους του Αιγαίου τραυματικά γεγονότα. Επίσης οι κλιματικές ανακατατάξεις των τελευταίων 18.000 χρόνων μετέβαλλαν δραστικά και την μορφολογία του χώρου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα καιρικά φαινόμενα ήταν σημαντικά για τον άνθρωπο εκείνης της εποχής που είχε περάσει από το στάδιο του τροφοσυλλέκτη στο στάδιο του τροφοπαραγωγού και εξαρτιόταν από την καλλιέργεια της γης.

Κατά τον καθηγητή Η. Μαριολάκο, οι μάχες μεταξύ γενεών των θεών και μεταξύ θεών, για τις οποίες έγραψαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος, πρέπει να έγιναν στην περίοδο των σφοδρών ανακατατάξεων του 18.000 και 6.000 b.p.

Ο μύθος αρχικά, ήταν ο καθημερινός λόγος των πρωτόγονων ανθρώπων, ο οποίος βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση με την εμπειρία τους. Στον λόγο αυτό συνυπάρχουν η πραγματική αιτία, αλλά και ένας ποιητικός, δεισιδαιμονικός τρόπος σκέψης που αποτελούσε κάποτε ολόκληρη την πνευματική ζωή της κοινωνίας και το έδαφος πάνω στο οποίο διαμορφώθηκε η ανθρώπινη σκέψη [2]. Οι άνθρωποι λοιπόν, «ερμήνευσαν» και «χρέωσαν»  τις καταστροφές που συνέβησαν στους Θεούς τους, οι οποίοι πολλές φορές στην προσπάθειά τους να επιβληθούν παρουσιάζονται εξαπατητές, ψεύτες και ανήθικοι σαν εγκληματίες [3].

Όταν η περιοχή πήρε τη σημερινή της μορφή, η γη έπαψε να οργιάζει και οι νέοι θεοί ήταν υπεύθυνοι γι αυτό το καλό. Ίσως η νέα γενιά θεών συμβολίζει και την νέα μορφή του φυσικού περιβάλλοντος που αντικατέστησε το προηγούμενο.

Φαίνεται λοιπόν ότι οι μύθοι ενός λαού είναι σαν ιστορικά ντοκουμέντα προφορικής παράδοσης που περιέχουν και μνήμες επεξήγησης  των γεωλογικών φαινομένων, που έδωσαν και την αφορμή στην επινόησή τους. Οι μύθοι αυτοί διασκορπίσθηκαν και επηρέασαν τους γύρω πολιτισμούς και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν μέχρι και την σημερινή εποχή [4].

 

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

 

Ας δούμε πως περιγράφει Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του την αργολική πεδιάδα

Πολυ(δ)ίψιον Άργος

«Η δε πόλις του Άργους έχει κτιστεί σε έδαφος γενικώς επίπεδο και έχει ως ακρόπολη λόφο, ο οποίος λέγεται Λάρισα και του οποίου ο περίβολος είναι αρκετά ισχυρός, στην κορυφή του δε υπάρχει ναός του Δία΄ρέει δε πλησίον της πόλης ο ποταμός Ίναχος, είδος χειμάρρου γεμάτου με χαράδρες, που πηγάζει από το όρος Λύρκειο. Στον μύθο ως γνωστόν ο ποταμός αυτός έχει άλλη πηγή, αλλά όπως είπαμε παραπάνω, αυτό είναι πλάσμα των ποιητών. Πρέπει δε να υπάρχει επίσης πλάσμα των ποιητών στην παράδοση η οποία μας λέει ότι το Άργος στερούνταν τελείως νερού, πριν ή «οι Δαναοί από τον ξηρό αυτό τόπο κάνουν τόπο δροσερό και υγρό».

Όλη πράγματι η χώρα γύρω από την πόλη είναι χαμηλή και αυλακώνεται από ρεύματα υδάτων ή είναι καλυμμένη από λίμνες και έλη και η ίδια η πόλη τροφοδοτείται άφθονα με νερό από πηγάδια, τα οποία συναντά κανείς σε κάθε βήμα και τα οποία είναι πολύ αβαθή. Έχουν μόνο άδικο να κατηγορούν τον Όμηρο γι’ αυτό και για το ότι προσπαθεί να παρασύρει και εμάς στην πλάνη: «και εγώ θα επέστρεφα γεμάτος όνειδος στο ξηρό Άργος». Εδώ πράγματι η λέξη πολυδίψιον βρίσκεται αντί της λέξης πολυπόθητον και έχει την σημασία του πολύ αγαπητού, το οποίο πολλοί διψούν.Ίσως η αληθινή γραφή είναι πολυίψιον, χωρίς δ, όπως είναι η λέξη πολύφθορο στο Σοφοκλή «και ο οίκος αυτός των Πελοπιδών τόσο σκληρά χτυπημένος», γιατί το ρήμα ίψασθαι σημαίνει κάποια φθορά και βλάβη «τώρα μεν δοκιμάζει, αμέσως δε έπειτα η οργή του θα στραφεί κατά των γιών των Αχαιών». Πρέπει να προσθέσουμε ότι στο εν λόγω χωρίο δεν πρόκειται για την πόλη του Άργους, στην οποία δεν έμελλε να γυρίσει ο Αγαμέμνονας, αλλά για ολόκληρη την Πελοπόννησο, η οποία δεν είναι και αυτή βεβαίως διψασμένη από νερό… Ένας ποταμός, ο οποίος διαρρέει το έδαφος του Άργους είναι ο Ίναχος.Υπάρχει όμως και άλλος ποταμός, ο Ερασίνος, ο οποίος πηγάζει από την Στυμφαλία και μάλιστα από την εκεί λίμνη που λέγεται Στυμφαλίδα, η οποία υπήρξε τόσο ονομαστή για τα φτερωτά εκείνα τέρατα, τα οποία ονομάζονταν και αυτά Στυμφαλίδες όρνιθες και τα οποία ο Ηρακλής έδιωξε από εκεί με τα χτυπήματα του τόξου του και βοηθούμενος από τον θόρυβο των τυμπάνων.’Αλλά λένε ότι ο ποταμός αυτός, προτού εισέλθει στην Αργολίδα και διασχίσει ολόκληρη την πεδιάδα του Άργους, δηλαδή ο Ερασίνος, χάνεται κάτω από τη γη και έπειτα εμφανίζεται και γεμίζει νερά την πεδιάδα……πρέπει να μνημονεύσουμε και πηγή που βρίσκεται κοντά στην Λέρνα και λέγεται Αμυμώνη. Η δε Λέρνα, η οποία ανήκει στο έδαφος του Άργους και των Μυκηνών, υπήρξε το μέρος όπου ο Ηρακλής κατά τον Μύθο φόνευσε την Ύδρα. Για τους καθαρμούς δε που γίνονταν στα ύδατα της λίμνης αυτής, προήλθε η παροιμιώδης έκφραση: «ολόκληρη η Λέρνα γεμάτη από κακά». Η χώρα μεν ολόκληρη παραδέχονται, ότι είναι γεμάτη από νερά, λένε όμως ότι αυτή η πόλη είχε κτισθεί σε τοποθεσία άνυδρη, έχει όμως πολλά φρέατα, τα οποία οφείλει στην ευτυχή ανακάλυψη των θυγατέρων του Δαναού, από αυτό αναφέρουν τον στίχο του Ησίοδου «Άργος στερούνταν ύδατος αλλά χάρη στις Δαναίδες, το ύδωρ αφθονεί σ’αυτό. Δείχνουν δε ακόμη και  σήμερα τέσσερα από τα φρέατα αυτά, τα οποία θεωρούνται ιερά και τυγχάνουν εξαιρετικού σεβασμού, επιμένουν δε να μας δείχνουν την ξηρότητα του εδάφους μέσα στην αφθονία των υδάτων» [5].

 

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

 

Στην Πρώιμη εποχή του χαλκού η στάθμη της θάλασσας ήταν 4,7 χλμ πάνω από την σημερινή ακτογραμμή και φυσικά η αργολική πεδιάδα ήταν καλυμμένη από νερό. Είχε σχηματισθεί ένα φυσικό παράκτιο φράγμα και μία λίμνη γλυκού νερού, που εκτεινόταν από την Λέρνα ως το Άργος, ενώ η υπερχείλιση του Ίναχου είχε κάνει τις πεδιάδες που διέσχιζε, πολύ εύφορες. Στην Αργολίδα άλλωστε, αποδίδεται  ο κατακλυσμός του Ίναχου, που συνδέεται με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.

Όταν αργότερα τα νερά αποσύρθηκαν, από κλιματοευστατικές μεταβολές, ολόκληρο το Αργό πεδίο μετατράπηκε σε εύφορο τόπο. Έτσι μπορεί να δικαιολογείται και ο μύθος που λέει ότι ο Φορωνέας, απόγονος του Ίναχου, συγκέντρωσε σε άστυ τους ανθρώπους που μέχρι τότε ζούσαν στα βουνά. Με την αποστράγγιση της πεδιάδας σχετίζεται και μύθος που λέει ότι ο Ίναχος έκρινε τη διαφορά μεταξύ Ήρας και Ποσειδώνα για την κατοχή του Άργους και όταν ψήφισε υπέρ της Ήρας, ο Ποσειδώνας του επέτρεψε να έχει νερά μόνο τον χειμώνα, τον μετέτρεψε δηλαδή σε χείμαρρο [6].

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν - εκτός της Υπερμνήστρας - από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν – εκτός της Υπερμνήστρας – από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

Ο Δαναός (2850-500 π.χ), που πιθανόν ήρθε αυτήν την περίοδο, βρήκε το Άργος άνυδρο. Το τρύπιο πιθάρι (τετρημένος πίθος) που οι πενήντα κόρες του Δαναού καταδικάσθηκαν να προσπαθούν αιώνια να γεμίσουν στον Άδη, είναι μια οπτικοποιημένη και μυθολογική αναλογία για το πώς μάζες νερού χάνονται από την επιφάνεια μέσα σε καρστικούς λάκκους και καταβόθρες.Το πιθάρι πιθανώς απεικονίζει συγκεκριμένα τα καρστικά ανοίγματα, τα χάσματα και τις ρωγμές μέσω των οποίων τα επιφανειακά ύδατα βυθίζονται [7].

Ο Ηρακλής αντίθετα ήρθε στην περιοχή όταν αυτή είχε μετατραπεί σε έλος [8]. Ο Η. Μαριολάκος [9], δίνοντας μια γεωμυθολογική ερμηνεία της Λερναίας Ύδρας αναφέρει τα εξής: «Η πηγή της Λέρνας είναι μια τυπική καρστική πηγή, που συνδέεται υπογείως με καταβόθρες με μία ορεινή λεκάνη απορροής. Μια τέτοια πηγή εκβάλλει από πολλά σημεία, ανάλογα με την εποχή του έτους και τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Κάθε κεφάλι αποτελεί ένα σημείο εκροής. Ακόμα όμως και αν το νερό είναι λίγο, το κεντρικό στόμιο της Λέρνας δεν έχει ποτέ στερέψει. Αν προσπαθήσει κανείς κλείνοντας το άνοιγμα να αποκόψει τη ροή σ’ ένα σημείο της πηγής, το νερό θα εκβάλλει από άλλα δύο ίσως και περισσότερα σημεία, αφού η πηγή αποτελεί ένα υπόγειο σύστημα συγκοινωνούντων αγωγών. Το κόψιμο τελικά και της αθάνατης κεφαλής συμβολίζει την διευθέτηση από τον ήρωα, της ροής του νερού προς την θάλασσα. Οι άθλοι του Ηρακλή με την Λερναία Ύδρα και τις Στυμφαλίδες Όρνιθες σχετιζονται με υδραυλικού περιεχομένου έργα του ήρωα. Άλλωστε όλοι οι γεώμυθοι του Ηρακλή σχετίζονται με το γεωπεριβάλλον του τόπου στον οποίον αναφέρονται και αφορούν εγγειοβελτιωτικά και υδραυλικά έργα που καλυτέρεψαν την ζωή των κατοίκων των περιοχών αυτών ή εμπλέκονται με ιδιαίτερες συνθήκες και γεωλογικά μορφώματα [10].

 

Στην παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται η ανασύσταση της περιοχής του Άργους σε διάφορες περιόδους. (Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998).

Στην παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται η ανασύσταση της περιοχής του Άργους σε διάφορες περιόδους. (Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998).

 

Οι παραπάνω μύθοι για την ίδια περιοχή μιλούν για διαφορετικές υδρογεωλογικές συνθήκες π.χ ο μύθος για τον Δαναό μιλά για ανυδρία, ο μύθος για τον Ηρακλή μιλά για έλος και ο μύθος για τον Ποσειδώνα και την Ήρα για ποτάμια που στερεύουν καθώς και για γεωλογικούς σχηματισμούς που έχουν χαθεί, όπως η Αλκυονία λίμνη και το έλος της Λέρνας.

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η περιοχή του Άργους υπέστη, από την Εποχή του Χαλκού και μετά, έντονες φυσικογεωλογικές μεταβολές, που αποτυπώθηκαν στην μνήμη των κατοίκων και μεταφέρθηκαν στις επόμενες γενιές, μέσω των μύθων.

 

 Υποσημειώσεις


[1] Μαριολάκος, 2005.

[2] Λάμπρου, 2003.

[3] Μαριολάκος, 2005.

[4] Piccardi et Masse, 2007.

[5] Στράβων, Γεωγραφικά 8.6.7. μετάφραση Πάπυρος, 1975.

[6]  Απολλόδωρος 2.1.4 Παυσανίας 8.22.2.

[7]  Clendelon,2009.

[8] Λυριτζής, Ραυτοπούλου, 1998.

[9] Μαριολάκος, 1998.

[10] Μαριολάκος, 2011 Γεωμυθολογική προσέγγιση των άθλων και των άλλων έργων του Ηρακλή.

 

Βιβλιογραφία


  • Λυριτζής Ι., Ραυτοπούλου Μ., (1998), «Αργολίδα: Σύνδεση των προϊστορικών μύθων με τα γεω-περιβαλλοντικά και αρχαιολογικά στοιχεία», Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 69, σελ. 60-66.
  • Μαριολάκος Ηλίας, (2005), «Έριδες μεταξύ των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία. Μία Γεωμυθολογική– Φυσικογεωλογική Προσέγγιση», Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σώμα Ομοτίμων Καθηγητών.
  • Ψύχας Π, (2006), …100.000 χρόνια ανθρώπινης παρουσίας στην Αργολίδα, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Νέας Κίου.
  • Μαριολάκος Ηλίας, (2010), «Γεωμυθολογική προσέγγιση των άθλων και των άλλων έργων του Ηρακλή», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 26-1-2010.
  • Γεωμυθολογία http://geomythology.awardspace.com/2008
  • Διδακτορική Διατριβή, Σοφία Φαρμάκη,(2013) «’Ατλας Γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου, σύνδεση αρχαιολογίας και γεωλογίας», Πάτρα 2013.

Μαρία Βασιλείου

Βιολόγος-Ωκεανογράφος

MS, στην Οργάνωση και Διοίκηση, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αργολίδα: Σύνδεση των προϊστορικών μύθων με τα γεω-περιβαλλοντικά και αρχαιολογικά στοιχεία


 

Δευκαλίων και Πύρρα, Giovanni Maria Bottalla, Λάδι σε μουσαμά, περίπου 1635. Acervo do Museu Nacional de Belas Artes, Rio de Janeiro, Brasil.

Κάθε τόπος έχει να παρουσιάσει τη δική του «γένεση«, όπως αυτή διαμορφώνε­ται σε συνάρτηση με το άμεσο φυσικό περιβάλλον. Στην ελληνική μυθολογία (Κακριδής, 1986) αναφέρονται τρεις σημαντικοί κατακλυσμοί, οι οποίοι επιπλέον υποδηλώνουν ευρεία γεωγραφική έκταση, του Ωγύγου (Αττική-Βοιωτία), του Δευ­καλίωνα (Θεσσαλία) και του Δαρδάνου (Μακεδονία). Στις παραλλαγές των τοπι­κών μύθων επίσης εμφανίζεται ο κατακλυσμός του Ίναχου στην περιοχή της Αργολίδας. Άμεσος απόγονος του Ίναχου αναφέρεται ο Φορωνέας και κυρίως ως ο πρώ­τος άνθρωπος και βασιλιάς στη γη μετά τον κατακλυσμό του Ίναχου. Ο Φορω­νέας είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη δημιουργία πολιτισμού, καθώς μυθολογείται ότι έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους και δίδαξε τη χρήση της (Κακριδής, 1986). Ανάλογη ήταν και η δραστηριότητα του Προμηθέα.

Σημαντικό στοιχείο στο μύθο του Φορωνέα στην Αργολίδα είναι η εκδίωξη των μυθικών πυρομεταλλουργών Τελχίνων και η οικειοποίηση της τεχνικής τους. Η δραστηριότητα των μυθικών Τελχίνων αναφέρεται στη Λήμνο, τη Ρόδο, την Κέα και σε άλλους μύθους (Αττική). Οι Τελχίνοι ταυτίζονται με τα προελληνικά φύλα των Κάρων ή Κήρων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη της πυροτεχνολογίας εντοπίζεται ήδη στη Λήμνο, στην Πολιόχνη, από το 3100 έως το 2600 π.Χ., ενώ η καταστροφή και η εγκατάλειψη της Πολιόχνης (το 2300 έως 2200 π.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα την εξά­πλωση των κατοίκων της σε πολλές πρωτοελλαδικές III και πρωτοκυκλαδικές III θέσεις της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών (Ντούμας, 1997).

 

1. Περί μυθολογικών κατακλυσμών

 

Ο μύθος του Φορωνέα εμπεριέχει στον πυ­ρήνα του όχι μόνο την πολιτισμική ανά­πτυξη αλλά και την κοινωνική, σε συν­δυασμό με τη δημιουργία τοπικής πατρολογίας. Η πριν από τον Φορωνέα εποχή – σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία -, και σύγχρονη με αυτήν του Ίναχου, χαρακτηρίζεται από αρμονία και κοινή γλώσσα. Την αρμονική συνύπαρξη και επι­κοινωνία των ανθρώπων τη συναντάμε πάλι στους ιουδαϊκούς μύθους (Γένεση 11,9). Σε αντίθεση με αυτόν τον κόσμο έρχεται η εποχή του Φορωνέα, όταν η μεγάλη πληθυσμια­κή αύξηση επιβάλλει τον διασκορπισμό των αν­θρώπων σε διαφορετικούς συνοικισμούς και δυ­σχεραίνει την αρμονική επικοινωνία, ενώ ανα­πτύσσονται ταυτοχρόνως οι τοπικοί διάλεκτοι -πολυγλωσσία. Ο μύθος της Βαβέλ (Γένεση 11. 9) επίσης αναφέρεται με την επισήμανση της «πολυγλωσσίας» σε ένα τέτοιο αναπόφευκτο κοινωνικό-πολιτιστικό γεγονός.

Η Παλαιά Διαθήκη καθώς και η σουμεριακή παράδοση δημιούργησαν τη γενεαλογία και πατρολογία τους, βασιζόμενες σε μύθους και πραγματικά γεγονότα. Ο «Κατακλυσμός» στάθηκε η αφορμή και η αφετηρία. Ο Νώε όπως και ο Ίναχος υπήρξαν οι γεννήτορες της ανθρωπότη­τας, όπως ο εκάστοτε λαός κάθε φορά φαντα­ζόταν. Οι απόγονοί τους -Αβραάμ, Φορωνέας αντίστοιχα- προήγαγαν τον πολιτισμό και την κοινωνία των λαών τους. Το φαινόμενο ενός ή και περισσοτέρων κα­τακλυσμών φαίνεται ότι αποτελεί «κοινόν τόπο» στις παραδόσεις των διαφόρων λαών.

 

Η Κιβωτός του Νώε, έργο του Französischer Meister, περ. 1675. Μουσείο Καλών Τεχνών Βουδαπέστης.

 

Λόγου χάριν, οι επιτόπιες εμπειρίες μεγάλης κατα­στροφής στη Μεσοποταμία πριν από το 2000 π.Χ. αποκρυστάλλωσαν αυτές τις δραστικές γεωλογικές/κλιματικές ανακατατάξεις που πρωτοαναφέρονται περί το 2000 π.Χ. στο Έπος της Δημιουργίας – όπου τον κύριο ρόλο στην οργά­νωση του σύμπαντος έχει ο Μαρντούκ-, στο Έπος του Γκιλγκαμές. με τον σχετικό βαβυλω­νιακό κατακλυσμό κατά την 3η χιλιετία π.Χ., και στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 6, 1-9, 29) ως ο ιουδαϊκός «Κατακλυσμός του Νώε» (New Larousse Encyclopedia of Mythology. 1968).

Τα τοπικά κλιματικά και γεωλογικά φαινόμε­να, συνοδευόμενα από καταστροφές, ουσιαστι­κά αποτελούν τον πυρήνα της θεογονίας και ανθρωπογονίας των λαών. Οι κατακλυσμοί επομένως των μύθων αντανακλούν ένα τοπικό γεωλο­γικό ή κλιματικό γεγονός με σοβαρές συνέπειες στην ευρύτερη εκάστοτε περιοχή. Με αυτό το σκεπτικό ο «μύθος«, εντασσόμενος στην ευρύ­τερη περιβαλλοντική πραγματικότητα, παύει να υπηρετεί αποκλειστικά το φανταστικό.

Τα ιστορικά γεγονότα κάλλιστα μπορούν να «μυθολογούνται» και, ακόμα περισσότερο, με τα αρχαιο­λογικά δεδομένα να επιβεβαιώνουν τους θρύ­λους. Στην ελληνική εκδοχή με τις ποικίλες τοπι­κές παραδόσεις και παραλλαγές πιθανώς εντο­πίζονται τα ίχνη της ιστορικής πορείας των προ­ελληνικών (Πελασγοί, Λέλεγες, Κάρες, Τυρρηνοί, Φοίνικες-Καδμείοι, Αίμονες, Άονες, Έκτηνες, Καύκωνες, Κυλικράνες, Τέμμικες, Ύαντες κ.ά.) και των πρωτο-ελληνικών και ελληνικών φύλων (Δαναοί, Άβαντες, Αθαμάνες, Αίθανες, Αινιάνες, Αιολείς, Αιτωλοί, Αρκάδες (;). Αρκτάνες, Αχαιοί, Βοιωτοί, Γραίοι, Δόλοπες, Δωριείς, Έλληνες, Επείοι, Θεσπρωτοί, Θεσσαλοί, Ίωνες, Κεφαλλήνες, Κουρήτες, Λαπίθες, Λοκροί, Μακεδόνες, Μαγνήτες, Μινύες, Μολοσσοί, Μυρμιδόνες, Περ(ρ)αιβοί, Πίερες, Φθίοι, Φλεγύες, Φωκείς) προς τους χώρους της τελικής εγκατάστασής τους (Ήπειρος, Θεσσαλία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Αρκαδία) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Α’). Στην παρούσα εργασία γίνεται μια πρώτη προσπάθεια «σποσυμβολοποίησης» του μυθολογούμενου κατακλυσμού του Ίναχου στην Αργολίδα.

 

2. Ο μυθολογούμενος αργολικός κατακλυσμός

 

Ο αργολικός μύθος στηρίζει τις απαρχές του στο γεγονός ενός κατακλυσμού που ακο­λουθείται από τη δημιουργία του αργολικού πο­λιτισμού και του περίπλοκου γενεαλογικού δέν­δρου. Γενάρχης των Αργείων θεωρείται ο Ίναχος, ο οποίος πρώτος συγκεντρώνει και οργανώνει τους διασκορπισμένους πληθυσμούς στην Αργολίδα αμέσως μετά τον κατακλυσμό. Στον Ίναχο αποδίδεται η αποστράγγιση του αργολι­κού κάμπου από τα λιμνάζοντα νερά και η χάραξη κοίτης ποταμού. Οι άνθρωποι μετά τον κατακλυσμό και πριν από τον Ίναχο ζούσαν στα ψηλά βουνά. Ο Ίνα­χος παρουσιάζεται ως γιος του Ωκεανού και ως σύζυγος μιας Ωκεανίδας. Οι απόγονοί του – δεύτερης γενιάς ο Φορωνέας και ενδέκατης γε­νιάς ο Δαναός- συνδέονται με τη δημιουργία και την εξέλιξη του αργολικού πολιτισμού.

Παρεμφερής είναι ο αττικός και ο βοιωτικός μύθος – φυσική καταστροφή, ανάδυση από το υγρό στοιχείο, ανασυγκρότηση των πληθυσμών και πολιτισμική ενεργοποίηση από έναν «χαρισματικό» ηγέτη -, που θέλει τον Ώγυγο (Κακριδής, 1986, σσ. 60-62) γενάρχη και πρώτο βασιλιά της Αττικής και της Θήβας, στα χρόνια του οποίου ανάγεται επίσης ο κατακλυσμός. Οι περισσότεροι ελληνικοί μύθοι έχουν στον πυρή­να τους το γεγονός του κατακλυσμού και ανάγουν τους πρώτους κατοίκους και τον γεννήτο­ρά τους αμέσως μετά. (Κακριδής, 1986, σσ. 56-62.) Η περιοχή της Αργολίδας, πλούσια σε μύ­θους και αρχαιολογικά ευρήματα, παρέχει τη δυνατότητα να ταυτιστούν τα μυθολογούμενα γεγονότα με συγκεκριμένα γεωλογικά και κλιμα­τικά φαινόμενα.

 

3. Τα γεω-αρχαιολογικά στοιχεία στην Αργολίδα

 

Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (Π.Ε.Χ.) η αργολική πεδιάδα υπέστη σημαντι­κές διαφοροποιήσεις, αμέσως μετά το μέγιστο της θαλάσσιας επίκλυσης (προσχώρηση της θάλασσας στην ξηρά: transgression). Η μετά-πλειοκαινική στάθμη της θάλασσας έπαψε να ανυψώνεται στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, όταν μια περιοχή προς το μέρος της ξηράς, μέχρι 4,7 χιλιόμετρα από τη σημερινή ακτογραμμή, είχε καλυφθεί από τα νερά. Ένα φυσικό παράκτιο φράγμα και μια λίμνη γλυκού νερού σχηματίστηκε στη δυτική ακτή της πεδιά­δας (όρια της λίμνης: Λέρνα-Μαγούλα κοντά στο Κεφαλάρι και συνεχίζεται στο Ελληνικό-Νέα Κίος). Ως φυσική συνέχεια, με τις πρώτες πλημμύ­ρες και την υπερχείλιση του ποταμού Ίναχου, οι γύρω πεδιάδες παρουσίασαν πλούσιες αλλουβιακές αποθέσεις, δηλαδή ποτάμια ιζήματα. Σε όλους τους πυρήνες γεωτρήσεων (Zangger, 1993) το πρωτοελλαδικό (ΠΕ) στρώμα καλυπτό­ταν από 1-3 μέτρα αλλουβιακού ιζήματος. Η χρονολόγηση με ραδιοάνθρακα σε κάρβουνο από τον νεολιθικό/πρωτοελλαδικό ορίζοντα έδωσε 2564 ±220 για την αλλουβιακή απόθεση (Zangger, 1993. σ. 52).

 

"Ο Κατακλυσμός", έργο του Μηχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, 1508-1512.

 

Την ίδια περίοδο ΝΛ/ΠΕ, συναφές φαινόμε­νο ιζηματογένεσης από πλημμύρες εντοπίζεται στην Αττική, στο κροκαλοπαγές στρώμα Κρατύλου – έναρξη 3200 π.Χ., τέλος 2600 π.Χ. (Paepe et al., 1984, 1985). Τόσο στην Αργολίδα όσο και στην Αττική το φαινόμενο της επίκλυ­σης και των πλημμυρών ήταν αρκετά έντονο ώστε να αποκρυσταλλωθεί στον κατακλυσμό του Ίναχου και του Ωγύγου. Αμέσως μετά την ύφεση της επίκλυσης, η υψηλή απόθεση των ιζημάτων στη διαβρωνόμενη αργολική ακτή προκάλεσε μια πρώιμη από­συρση της θάλασσας –regression-, όπως κυρίως εντοπίζεται στην περιοχή της Τίρυνθας. Η κατάσταση της πεδιάδας έκτοτε παρέμεινε στα­θερή και πλούσια σε αλλουβιακές αποθέσεις. Οι αποθέσεις αυτές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού κατέστησαν την αρ­γολική πεδιάδα εύφορη και οπωσδήποτε κατοι­κήσιμη, εφόσον τα νερά αποσύρθηκαν.

Στην Αττική παρατηρήθηκαν ποτάμιες επι­στρώσεις επί των εδαφών 2, 3, 4, που αντιστοι­χούν στις ΝΛ περί το 6300-6000 π.Χ., ΠΕ περί το 2700 π.Χ., ΜΕ περί το 1850 π.Χ, φάσεις (Paepe et al., 1984). Είναι επομένως πιθανόν το ΠΕ έδα­φος 3 της Αττικής και το χρονολογούμενο περί το 2564+220 π.Χ. της Αργολίδας να ανταποκρί­νονται στη «μετακατακλυσμιαία» φάση που θρυ­λείται στους μύθους. Συγκεκριμένα, ένα κομμάτι κάρβουνο προ­ερχόμενο από τον ορίζοντα α της διατομής 3 (πυρήνας ΑΡ 10: 3,4 μ.) ΝΝΛ/ΠΕ στρώματος χρονολογήθηκε με ραδιοάνθροκα στα 2564 ± 220. Ο ορίζοντας ΝΝΛ/ΠΕ περιείχε πληθώρα ρι­ζών και φυτικών υπολειμμάτων μαζί με όστρακα χαρακτηριστικά της κεραμικής αυτής της περιό­δου.

Επίσης έδωσε πλούσιο περιεχόμενο φωσφατικών ουσιών ώστε η χρονολόγηση του κάρβουνου να δίνει τη μέγιστη ηλικία για την εναπό­θεση του ΝΝΛ/ΠΕ αλλουβιακού στρώματος και για την ακμή της θαλάσσιας επίκλυσης, δηλ. το στρώμα αυτό εναποτέθηκε περίπου πριν από το 2500 π.Χ.

Στο διάστημα μεταξύ του 6000 με 2600 π.Χ. σημειώνεται σταδιακή αύξηση του πληθυσμού και κυρίως κατά τη χαλκολιθική περίοδο και ΠΕ II ανάπτυξη της γεωργικής καλλιέργειας και μό­νιμη εγκατάσταση. Έτσι: στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού εντοπίζονται 206 θέσεις κατοίκησης στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια έναντι των 136 της Νεολιθικής 172 στην Πελοπόννησο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού  έναντι των 81 της ΝΛ περιόδου (Συριόπουλος, 1994). Η εγκατάσταση αυτή εντοπίζεται κυρίως στις πιο γόνιμες περιοχές της Ανατολικής Ελλάδας.

Η οικιστική και πολιτισμική ανάπτυξη στην Αργολίδα υπονοείται στη μυθολογούμενη δραστηριότητα του Ίναχου. Η πεδιάδα έγινε κατοι­κήσιμη αφού την αποστράγγισε και χάραξε κοί­τη ποταμού. Στο σημείο αυτό ίσως εντοπίζεται η φυσική απόσυρση των υδάτων και κάποια τε­χνητή αποστραγγιστική δραστηριότητα εκμε­ταλλευόμενη την κοίτη του ποταμού Ίναχου, δυ­τικά της Τίρυνθας, όπου η πρώιμη απόσυρση και επανάληψη του φαινομένου κατά την Υστεροελλαδική II Β/Γ (πλημμύρα, υδροφράχτης και κανάλι, Zangger, 1993). Επιπλέον, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού σχηματίστηκε το προαναφερθέν φυσικό παράκτιο φράγμα και η λίμνη με όρια την Λέρνα-Κεφαλάρι-Νέα Κίο. Οι πηγές της Λέρνας και του Κεφαλαρίου αργότερα και μέχρι σήμερα τροφοδοτούν τον ποταμό Ερασίνο του ΝΔ τμή­ματος της Αργοναυπλιακής πεδιάδας.

Πριν από τον Ίναχο οι άνθρωποι ήταν δια­σκορπισμένοι στα βουνά (σύμφωνα με το μύθο), καθώς η αργολική πεδιάδα ήταν πλημυρισμένη κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Στη Λέρνα, ενώ η κατοίκησή της ανάγεται σε δυο οικιστικές φάσεις, Λέρνα I και Λέρνα IΙ κατά τη Νεολιθική Εποχή, στην ύστερη φάση της Νεολιθικής η χρήση της θέσης διακόπτεται ως την επανακατοίκησή της στην ΠΕ II (Caskey, 1960). Το κενό εντοπίζεται στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, οπότε και οι μεγάλες πλημμύρες. Από τα μέσα περίπου της τρίτης χιλιετίας εμφανίζονται σημαντικές εγκαταστάσεις στο ζωτικό χώρο της πεδιάδας, όπως το μνημειώδες BG κτήριο ή η «Οικία των Κεράμων» στη Λέρνα III και η Θόλος -Rundbau – της Τίρυνθας, ή εξ ολοκλήρου νέοι οικισμοί (Συριόπουλος, 1994, ΝΛ περίοδος, θέσεις: 397-407, ΠΕ περίοδος, θέ­σεις: 467-489).

Η θρυλούμενη συγκέντρωση των πληθυ­σμών επί Ινάχου τοποθετείται λογικά σ’ αυτή τη φάση που η αργολική πεδιάδα είναι εκμεταλ­λεύσιμη, δηλ. μετά τις πλημμύρες (περί το 2564±220, ήτοι 2800 έως 2350 π.Χ.). Εδώ θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε: τον Ίναχο στην πρώιμη φάση και τον Φορωνέα έως και τον Δαναό στις μετέπειτα φάσεις μιας χρονικής πε­ριόδου περί τα 360 έτη (11 γενιές χ 33 έτη ανά γενιά). Δηλαδή, αυτό το χρονικό διάστημα μπο­ρεί να ενταχθεί στο χρονικό περιθώριο των 450 ετών (2800-2350), που ορίζει το σφάλμα της μεθόδου χρονολόγησης των στρωμάτων.

Η Λέρνα μοιάζει να κτίστηκε και να οχυρώ­θηκε με σκοπό να εκμεταλλευθεί και να ελέγξει την πλούσια γεωργική παραγωγή, όπως άλλω­στε μαρτυρούν το πλήθος των αποθηκευτικών δοχείων και τα πήλινα σφραγίσματα. Η Τίρυνθα επίσης βρίσκεται σε ιδιαίτερα εύφορη περιοχή, και πιθανώς το ιδιόμορφο ΠΕ II οικοδόμημα -Rundbau- λειτουργούσε ως σιταποθήκη, αν όχι ως κάτι άλλο, ανάλογα με αυτές του ΠΕ II Ορχομενού(;) ή των Κυκλάδων, ή ακόμη της Αιγύπτου (Vermeule, 1972). Ο «συγκεντρωτικός» χαρακτήρας των παραπάνω εγκαταστάσεων και η περίπτωση ύπαρξης ενός κοινού αργολικού εργαστηρίου σφραγίδων (σφραγίσματα από Λέρνα, Τίρυνθα, Ζυγουριές (Vermeule, 1972, Dickinson, 1994, Κονσόλα 1984) υποδηλώνει την ανάγκη οργάνωσης που θα επέβαλλε η εκτεταμένη δραστηριότητα των κατοίκων της ΠΕ περιόδου.

Ο ποταμός Ίναχος

Ο μύθος του Ίναχου αφορά ουσιαστικά στη δημιουργία των πρώτων οργανωμένων οικισμών γύρω από ένα ποτάμι ή λίμνη που καθορίζει τη ζωή και τις δραστηριότητές τους. Αποτελεί το τυπικό «μοντέλο» της γένεσης ενός πολιτισμού ανάλογου με της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, που επίσης στηρίχθηκε σε τοπικά γε­ωλογικά ή κλιματικά φαινόμενα. Τέτοια περιβαλλοντικά φαινόμενα μεταφρά­ζονται π,χ. σαν έντονες πλημμύρες (υγρό κλί­μα), περίοδοι ξηρασίας, έντονα φαινόμενα κα­τολισθήσεων από αυξημένες και έντονες σεισμι­κές δραστηριότητες, κ,ά. Σε τέτοιες περιόδους αστάθειας κάθε κοινωνική υποβόσκουσα «κίνη­ση» βρίσκει πρόσφορο έδαφος για αναταραχή που συντείνει στην ολοκλήρωση καταστροφών, και αντίστροφα.

Αυτά πάντως ακολουθούν ένα είδος οφιοειδούς (ζιγκ-ζαγκ) καμπύλης γραμμής, με μέση χρονική διάρκεια εντόνων-ηπίων φαινομένων υγρού-ξηρού κλίματος 80-120, 200-250, 500-700, και περίπου 1000 χρόνων, αλλά και μεγα­λύτερων περιόδων. Τέτοιοι κλιματικοί κύκλοι έχουν εντοπισθεί σε γεωαρχαιολογικές έρευνες στην Αργολίδα (και αλλού) και σε προσεγγιστικούς κλιματικούς δείκτες, όπως η μεταβολή του εύρους των δενδροδακτυλίων, ο άνθρακας-14 στην ατμόσφαι­ρα, το εύρος ιλύος λιμνών, το γεωμαγνητικό πε­δίο και η ηλιακή δραστηριότητα (Liritzis, 1982, Liritzis et al„ 1985, Schove, 1983). Αυτοί οι επα­ναλαμβανόμενοι κλιματικοί «κύκλοι» επικάθονται αλλήλων και σχηματίζουν ένα δίκτυο περιοδι­κών όρων που δίνουν την εντύπωση απρόβλε­πτης «χαοτικής» μεταβολής.

Παρ’ όλα αυτά, προσεκτική ανάλυση των κλιματικών, γεωλογικών και ηλιακών παραμέ­τρων δείχνει την ύπαρξη τέτοιων κλιματικών κύ­κλων, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μας, ήταν το βα­σικό αίτιο (των κοινωνικο-οικονομικών λόγων συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι κατ’ ανάγκην αποκλειστικών) της μη-γραμμικής αυξομείωσης (ακμή-παρακμή) αρχαίων πολιτισμών, κατά το υπόδειγμα: καταστροφή – ανάδυση –ανασυγκρότηση – πολιτισμική ενεργοποίηση-βαθμιαία/ξαφνική παρακμή (καταστροφή). Η πορεία της «πολιτισμικής καμπύλης» φαί­νεται να ακολουθεί κανόνες προβλεψιμότητας αναμεμειγμένους με υπολείμματα αταξίας. Έτσι θα μπορούσαν πιθανά να ερμηνευτούν ως ομα­λά ή ανώμαλα μετατοπιζόμενοι πολιτισμικοί πό­λοι έλξης (ή κοιτίδες ή ομφαλοί εξέλιξης) (νησί­δες στη θεωρία του Χάους) πολιτισμικών δραστηριοτήτων, ως «παράξενοι ελκυστές», στη θε­ωρίας του Χάους.

 

4. «Πολυδίψιον Άργος»

 

Στο μύθο του Ίναχου εκφράζεται η τοπική κοσμογονία άμεσα συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο. Η έννοια του κατακλυσμού εμπεριέχει στοιχείο τοπικών καταστροφών αλλά ενσωματώνει και τις αρχέγονες χθόνιες λατρείες σχετι­κές με τη σπορά, την αρχή νέου χρόνου, τον ετήσιο κύκλο εργασιών. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας που αναφέρεται σε μια άλλη φυλε­τική κοιτίδα, τη Θεσσαλία. Η εξέλιξη του αργολικού μύθου συμβαδίζει με την εξέλιξη των κλιματικών αλλαγών και των γεωλογικών διαφοροποιήσεων στον κάμπο.

Ποσειδώνας - Agnolo Bronzino, Ritratto dell'ammiraglio Andrea Doria come Nettuno. Conservato nella Pinacoteca di Brera a Milano. 1540-1550 ca.

Σύμφωνα με το μύθο, ο Ίναχος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, μετά την αποστράγγιση του αργολικού κάμπου, κλήθηκε να κρίνει τη διαφο­ρά μεταξύ Ποσειδώνα και Ήρας για την εξουσία στο Άργος. Ψηφίζοντας ευνοϊκά για την Ήρα, ο Ποσειδώνας τιμώρησε τον Ίναχο – ο οποίος στην πορεία του μύθου εξελίχθηκε σε ποτάμια θεότητα δίνοντας το όνομά του σε τοπικό ποτα­μό – με το να τον ξηράνει και να έχει νερό μόνο το χειμώνα, δηλ. ο ποταμός Ίναχος έγινε πια χείμαρρος.

Η ξηρασία της περιόδου αυτής διασώζεται άλλωστε στην αρχαιότερη παράδοση (Όμηρος, Ησίοδος) που χαρακτηρίζει το Άργος, την ευρύ­τερη μάλλον περιοχή, ως πολυδίψιο, δηλ. άνυδρο, με πρόβλημα ξηρασίας. Το πρόβλημα αντι­μετωπίζεται από τους απογόνους του Ίναχου, τον Δαναό και τις κόρες του. Ο μύθος συγκεκριμένα αναφέρει: Ο Δανα­ός, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ξηρασία του Άργους, στέλνει την κόρη του Αμυμώνη να βρει νερό. Σύμφωνα με την πρώτη παραλλαγή, η Αμυμώνη ανακάλυψε μια πηγή, αλλά μόλις την πλησίασε, η πηγή εξαφανίστηκε μέσα στη γη.

Σε μια άλλη παραλλαγή, η κοπέλα, αναζητώ­ντας νερό στο δάσος, δέχθηκε επίθεση από σάτυρο. Τότε ζήτησε τη βοήθεια του Ποσειδώνα, ο οποίος τον κυνήγησε και ρίχνοντας την τρίαινά του αστόχησε, χτυπώντας, αντί για το σάτυρο, ένα βράχο. Από το βράχο τότε ανέβλυσε μια πη­γή. Τέλος, μια τρίτη παραλλαγή του μύθου ανα­φέρει ότι ο ίδιος ο θεός οδήγησε την Αμυμώνη ώστε να βρει την πηγή της Λέρνας (Κακριδής, 1986). Είναι αξιοσημείωτο ότι η πηγή και στις τρεις περιπτώσεις του μύθου φαίνεται να αναβλύζει από υπόγεια φρεάτια και να είναι άμεσα συνδε­δεμένη με το γεωλογικό υπόστρωμα. Η παρου­σία δε του Ποσειδώνα ενισχύει αυτή τη διαπί­στωση, καθώς ο θεός αυτός αποτελεί τη θεο­ποίηση των γεωλογικών και τεκτονικών φαινομέ­νων που επίσης σχετίζονται με τη συμπεριφορά των υδάτων. Έτσι ο Δαναός κατάφερε να υδρο­δοτήσει την περιοχή που ήταν άνυδρη.

 

5. Η παλαιογεωγραφία και υδρογεωλογία της Αργολίδας

 

Μετά την απόσυρση της θάλασσας και την υψηλή ιζηματογένεση το εσωτερικό της πεδιά­δας παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό, ενώ η ακτο­γραμμή παρουσίαζε συνεχείς αλλαγές. Πάντως το υψηλό ποσοστό αλλουβιακών αποθέσεων στα μέσα της 3ης χιλιετίας συνεπάγεται την ύπαρξη ποταμού, όχι χειμάρρου. Λόγω των με­γάλων πλημμύρων, η περιοχή δεν θα αντιμετώ­πιζε φαινόμενα ξηρασίας-ερημοποίησης. Παρόμοια φαινόμενα πλημμύρων παρατη­ρούνται επίσης στην Αττική (Paepe et al., 1984). όπως αναφέραμε παραπάνω (κεφ. 3). Οι μέγι­στες πλημμύρες αντιστοιχούν στο κροκαλοπαγές στρώμα Κρατύλου. Δηλαδή άρχισαν περί το 3200 π.Χ. και έληξαν περίπου το 2600 π.Χ. (πα­ρόμοια φαινόμενα πλημμύρων επαναλαμβάνο­νται στο 700 π.Χ. και περί το 300 μ.Χ.).

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι έντονες πλημμύ­ρες συνοδεύονται από υψηλό ρυθμό ιζηματογένεσης με ποτάμιες κροκαλοπαγείς επιστρώσεις (αλλουβιακά ιζήματα), με αποτέλεσμα το μεγά­λο πάχος ιζημάτων να υπερκαλύπτει τους οικι­σμούς. Είναι σύνηθες φαινόμενο μετά από τέ­τοιες διαστρωματώσεις να αναπτύσσονται στρώματα εδαφών (soil-beds). Εφ’ όσον όμως σταθεροποιήθηκε η κατά­σταση του Αργολικού κάμπου, το κλίμα της Αργολίδας ακολούθησε τους επαναλαμβανόμε­νους κύκλους ξηρασίας-υγρασίας των 900-1000 ετών που εντοπίζονται στην Αττική, με την οποία υπάρχει συνάφεια. Το επόμενο στρώμα του κύ­κλου ξηρασίας στην Αττική, και κατά συνέπεια στην Αργολίδα, είναι στο χαμηλότερο ΜΕ στρώ­μα περί το 1900 π.Χ.- μια περίοδος πολιτισμι­κής ύφεσης, όπως προέκυψε από την αρχαιολο­γική έρευνα (Vermeule, 1972, Dickinson, 1994, Συριόπουλος, 1994).

Μεταξύ του 3000 και του 700 π.Χ. υπάρχουν τέσσερα εδάφη (Sub-Boreal, temperate/dry, warm-wet to dry-wet) που υποδηλώνουν κλιματι­κές εναλλαγές. Είναι αυτές οι γεωλογικές μετα­βατικές φάσεις που ίσως οριοθετούν τις αντί­στοιχες αρχαιολογικές πολιτισμικές φάσεις. Κάποιες πλέον καταστροφικές μεταβατικές φά­σεις κατεγράφησαν στην παράδοση της Αργολίδας ως «Ο κατακλυσμός του Ίναχου«.

 

"Ο Κατακλυσμός", του Γκουστάβ Ντορέ. Βασισμένο στην ιστορία της κιβωτού του Νώε, απεικονίζει ανθρώπους που προσπαθούν απελπισμένα να σώσουν τα παιδιά τους. Gustave Doré (1832-1883).

 

Η γεωφυσική κατάσταση και το κλίμα της Αργολίδας ευνοούν το σχηματισμό χειμάρρων. Το κλίμα της είναι μεσογειακό με θερμά καλοκαίρια και χαμηλό ποσοστό βροχοπτώσεων (περί τα500 χιλιοστά ετησίως). Η περιοχή της αργολικής πεδιάδας υποφέρει από την ξηρασία καθώς τα όρη που την περιβάλλουν κρατούν την υγρασία των ανέμων.

Η Αργολίδα δεν έχει ποταμούς, ο Ίναχος και ο παραπόταμος του Χάραδρος ή Ξεριάς είναι ορμητικοί χείμαρροι. Το καλοκαίρι γίνονται ξηροπόταμοι, αφού τα λί­γα νερά τους απορροφώνται από το έδαφος στο βόρειο τμήμα του διψασμένου κάμπου (Κούβαρης, 1964). Επομένως, τουλάχιστον από τα τέλη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού  η Αργολίδα παρουσιάζει αυτή την κατά­σταση, και τα προβλήματά της διασώζονται στους μύθους.

Στη σημερινή εποχή (δεκαετία του ’60 και μετά) η ανάγκη υδροδότησης της περιοχής ήταν επιτακτική. Η λύση του προβλή­ματος μοιάζει να είναι η πολυυδρότερη δυτική πλευρά της πεδιάδας, όπου ο ποταμός Ερασίνος – η πηγή Κεφαλάρι – και οι πηγές των Μύλων ή Λέρνας.

Η πηγή του Κεφαλαριού είναι καρστική με ανάβλυση υδάτων υψηλής στάθ­μης, και τροφοδοτεί τον Ερασίνο. Οι πηγές Κεφαλαρίου και Λέρνας προέρχονται από το κλειστό αρκαδικό οροπέδιο, από το οποίο δια­φεύγουν με υπόγειους οχετούς κάτω από τα αργολιδοαρκαδικά όρη. Για τα ύδατα του Ερασίνου και της Λέρνας, έγινε το 1964 μελέτη να διοχετευθούν στην πεδιάδα για να εμπλουτι­στούν τα υδροφόρα στρώματα. Η μελέτη υδροδότησης του 1964 δεν απέχει πολύ από τη μυθολογούμενη προσπάθεια του Δαναού να εκμεταλλευθεί την πηγή της Λέρνας ή και του Κεφαλαρίου.

Ο Δαναός εκμεταλλεύ­θηκε μια πηγή, της οποίας τα νερά ανέβλυζαν προφανώς από υπόγειους οχετούς, όπως αφή­νει να εννοηθεί η πλοκή του μύθου. Άρα την πε­ρίοδο του Δαναού:

α) ο Ίναχος ήταν χείμαρρος και δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες της πεδιάδας,

β) η Λέρνα και το Κεφαλάρι ήταν πη­γές και όχι μια μεγάλη λίμνη η οποία υφίστατο ως τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού  (βλ. 3ο κεφάλαιο), και

γ) υφίσταται εγγειοβελτιωτική δραστηριότητα.

Τα παραπάνω στοιχεία τοποθετούν την περίοδο του Δαναού στην προχωρημένη Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, και σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 στην περίοδο μεταξύ 2850 με 2300 π.Χ. Ο Ίνα­χος και η Ιώ τότε θα πρέπει να αναχθούν στην ΠΕ Ι/ΙΙ (2900-2800 π.Χ.) περίοδο, που έτσι ακο­λουθούν με λογική συνέπεια τις χρονολογίες των άλλων απογόνων τους -Έπαφος και Λι­βύη -, οι οποίοι, σύμφωνα με σχετική ανάλυση (Λυριτζής, 1998), θα πρέπει να έζησαν γύρω στο 2800-2700 π.Χ. Κατ’ αντιπαράθεση, άλλοι μελε­τητές τοποθετούν την Ιώ γύρω στον 18ο αιώνα π.Χ., ερμηνεύοντας την παρουσία αυτής και των απογόνων της με ανάλογα ρεύματα μετακινήσε­ων εκείνη την εποχή, αλλά και με την παράθεση των ιστορούμενων του Ηροδότου (ΙΙ.43, VΊ.53-54) (Καρνέζης, 1986). Να σημειωθεί ότι για την Ιώ υπάρχουν πολλές μυθικές παραλλαγές.

 

6. Λέρνα και Τίρυνθα

 

Η νεολιθική κατοίκηση της Λέρνας διακό­πτεται μέχρι την επανακατοίκησή της στην ΠΕ II (Caskey, 1960). Η διακοπή αυτή συμπίπτει α) με τη θαλάσσια επίκλυση και β) με την εναπόθεση υψηλού πάχους, 1-3 μέτρα, αλλουβιακών απο­θέσεων, που λογικά έκανε αδύνατη την κατοίκη­ση της περιοχής. Κατά την ΠΕ II η Λέρνα διαθέτει οχυρωματι­κό σύτημα και μνημειώδεις κατασκευές, ενώ βρίσκεται πάνω στο νότιο όριο της μεγάλης λί­μνης που σχηματίστηκε στο δυτικό άκρο της πε­διάδας. Καθ’ όλη την ΠΕ II ο οικισμός ανθεί, και αιτία της ανάπτυξης θα απετέλεσε το αγροτικό πλεόνασμα. Ο οικισμός καταστρέφεται βίαια στα τέλη της ΠΕ II και η νέα Λέρνα της ΠΕ III δεν ανανεώνει τις κατασκευές της ΠΕ II Λέρνας, ενώ ακολουθεί την τυπική πορεία ανάπτυξης ενός ΜΕ οικισμού.

Στην αλλαγή ίσως συνέβαλε κάποια νέα διαμόρφωση της ακτογραμμής, που αλλοίωσε το περιβάλλον της εγγύς λίμνης μετα­τρέποντάς το σταδιακά σε έλος. Οι πηγές των Μύλων και βορειότερα του Κεφαλαρίου απέμει­ναν πιθανώς μετά την εξέλιξη αυτή για να υδρο­δοτήσουν την πεδιάδα.

Ο ΠΕ II οικισμός της Τίρυνθας ήταν παρά­λιος, με παραλία μεγάλης κλίσης, η οποία, αποτελώντας περιβάλλον απόθεσης ιζημάτων, υφί­στατο συνεχείς αλλαγές κατά την Πρωτοελλαδι­κή περίοδο. Η ανάπτυξη του οικισμού φαίνεται ότι δεν συνεχίσθηκε στις επόμενες περιόδους (βλ. κεφ. 5) μέχρι την YE III, οπότε τα πρώτα τείχη. Σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα είναι αυτά της ΠΕ II, όταν η περιοχή γύρω από την Τίρυνθα ήταν ιδιαίτερα εύφορη. Από τα τέλη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού  δεν σημειώθηκαν αξιόλογες μεταβο­λές μέχρι την YE III Β, όταν ο χείμαρρος Μάνεσης προκάλεσε καταστροφική πλημμύρα (Zangger, 1993).

Ο μύθος του Δαναού προφανώς έχει την εξήγησή του στις αρδευτικές ανάγκες του κά­μπου και στις συνεχείς προσπάθειες των αν­θρώπων να τις ικανοποιήσουν. Μετά την ταρα­χώδη και συντηρητική ΜΕ περίοδο, η μετάβαση από την ΜΕ στην ΥΕ αφήνει μεγαλύτερα περι­θώρια πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτά πιθανώς ανάγεται η επαναδραστηριοποίηση των κατοίκων της αργολικής πεδιάδας, καθώς αρχίζει και πάλι να συγκεντρώνεται πλούτος στα χέρια των ανθρώπων την περίοδο των Λακκοειδών και των πρώτων Θολωτών τάφων (Vermeule, 1972).

 

7. Συμπέρασμα

 

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει:

1) Οι μυθολογούμενοι κατακλυσμοί αναφέ­ρονται σε γεωλογικά και κλιματικά φαινόμενα.

2) Στον τοπικό μύθο της Αργολίδας ο κατα­κλυσμός του Ίναχου αποδίδεται στη σημαντική καταστροφική πλημμύρα που εντοπίζεται στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Σημειωτέον ότι το όνομα Ίναχος εμπεριέχει το στοιχείο αχ-, το οποίο απαντάται σε πολλά ονόματα ποταμών (Αχελώος, Αχάμας, Αχάτης, Αχέλης, κ.ά.) και ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw- «νερό». Εξελικτικά το προελληνικά ιν­δοευρωπαϊκό υπόστρωμα μετέτρεψε το -k σε -κ- και μια τουλάχιστον γλώσσα ή διάλεκτος του ιδίου υποστρώματος μετέτρεψε το -κ- σε -χ-(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σσ. 360-361). Ο μυθικός ήρωας Ίναχος βρίσκεται μάλιστα σε άμεση συνάρτηση με το υγρό στοιχείο, καθώς α) πατέρας του είναι ο Ωκεανός, β) γυναίκα του η Ωκεανίδα Μελία και γ) στην εξέλιξη του μύθου προάγεται σε ποτάμια θεότητα.

3) Τα μυθολογούμενα περί Ίναχου (γενάρ­χης, ποτάμια θεότητα), Δαναού και Αμυμώνης αποδόθηκαν σε συγκεκριμένα κλιματικά και παλαιογεωγραφικά φαινόμενα.

4) Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Δαναός ήταν 11ης γενεάς απόγονος του Ίναχου -μια γενιά περίπου 33 χρόνια-, η δραστηριότητά του το­ποθετείται στη χρονική περίοδο περί το 2500 π.Χ. (αναφερόμενοι πάντα στο αρχαιότερο όριο του χρονολογούμενου με άνθρακα-14 ΠΕ II υπο­στρώματος της Αργολίδας).

5) Με κάθε επιφύλαξη, στηριζόμενοι στη μυθική γενεαλογία, προκύπτει ότι οι 4ης γενιάς απόγονοι του Δαναού, Προίτος και Ακρίσιος, το­ποθετούνται περί το 2400 π.Χ. Ο Προίτος και ο Ακρίσιος ήταν αδέλφια και, σύμφωνα με τον Παυσανία (2, 25, 7-10), μετά από μια φονική αδελφοκτόνο μάχη, στην οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν ασπίδες, ανήγειραν «πυραμί­δα» προς τιμή των νεκρών, την οποία εκόσμησαν με τις ασπίδες που είχαν χρησιμοποιηθεί. Η πυραμίδα του χωριού Ελληνικό στο Κεφαλάρι του Άργους έχει πρόσφατα χρονολο­γηθεί (με την πυρηνική μέθοδο οπτικής θερμοφωταύγειας) την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή περί το 2500 π.Χ. (Liritzis et al., 1996, Liritzis, 1994, Theocaris et al., 1996). Ο Καρνέζης (1986, σ. 104) τον Ακρίσιο τον θεωρεί Λαπίθη-Μεσανατολίτη και εκφραστή κά­ποιας ομάδας διαφορετικής από την ομάδα των Λυκίων που εκπροσωπεί ο Προίτος, την εποχή γύρω στο 1400-1350 π.Χ.

6 ) Πίσω από τις ελληνικές μυθικές γενεαλο­γίες ίσως μπορέσουμε ν’ ανιχνεύσουμε πραγματι­κή «πατρολογία«, σε συνάρτηση πάντοτε με τα γεωαρχαιολογικά δεδομένα, και ως ένα βαθμό την ιστορική μυθολογία. Η διάσωση, καταγραφή και κριτική των μύθων δεν έπαυσε ποτέ να είναι γνώση, όπως ακριβώς ήταν και η Ιστορία (οίδα, ίστωρ).

Στην πορεία της εξέλιξης του πνεύματος αλλά και της κοινωνικής δομής του, ο άνθρω­πος δημιούργησε κατηγορίες θεμελιακών μύ­θων, όπως: μύθοι των πόλεων, του κυνηγιού, της καλλιέργειας, της γης και της γονιμικής λα­τρείας, μύθοι πολεμικοί, τελετουργικοί ή θρησκευτικοί, διοίκησης του κόσμου, της θέμιδας, της γνώσης που οδήγησε στη θρησκεία, και απόκρυφοι μύθοι της γνώσης.

Η συμβολή στην ερμηνεία των μύθων, η διακριτική ικανότητα με­τάβασης από τη «γνώση» στη «λογική έκφρα­ση», από το «παραμύθι» στο «πραγματικό γεγο­νός», είναι θέμα πολλών μελετών, που δίνουν κάποια ερμηνεία των «επί μέρους» μύθων από τη δική τους σκοπιά. Τα συμπεράσματα αυτά αποτελούν διατύ­πωση κάποιων λογικών υποθέσεων, που στο­χεύουν στην αποσαφήνιση της πορείας των ελ­ληνικών φύλων, τα οποία ανάγουν τις ρίζες τους και  την καταγωγή τους στην ελληνική μυθολο­γία και προϊστορία.

 

Ιωάννης Λυριτζής

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών

Μαρία Ραυτοπούλου

Αρχαιολόγος

 

Βιβλιογραφία


  • J. L Caskey (1960) . » The EH period in the Argolid», Hespena, 29, 285.
  • O. Dickinson  (1994). The Aegean Bronze Age.
  • Ρ. Grimal (1991).Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής μυθολογίας. University Studio Press, Θεσσαλονίκη.
  • I. Θ. Κακριδής (1986).Ελληνική Μυθολογία, τόμοι 2 και 3, Εκδοτική Αθηνών.
  • I. Η. Καρνέζης (1986). Μύθος Προέλευση και εξέλιξη. Συμβολή στην ερμηνεία των μύθων  Αθήνα, 126 σελί­δες.
  • Ν. Κόνσολα (1984).  Η πρώιμη αστι­κοποίηση στους ΠΕ οικισμούς,  Αθήν., Κούβαρης (1964) Νέα Γεωγραφία, Άτλας της Ελλάδος.
  • I. Liritzis, P.S. Theocaris, R. Β.Galloway(1997), » Dating of two Hellenic Pyramids by a Novel Application of Thermoluminescence», Journal of Archaeological Science 24, σσ. 399-405.
  • I. Liritzis (1994). «A new dating method by thermoluminescence of carved megalithic stone building», C. R. de I’ Academie des Sciences.Paris», t. 319 serie II, σσ. 603-610. Επίσης του ίδιου (1994): «Archaeometry Dating the past», Ekisτics, 368/369. σσ. 361-366.
  • I. Liritzis and D. Kosmatos (1995), » Solar-climatic cycles in a tree-ring record from Parthenon»,   Journal of Coastal Research special issue No. 17, Ch. 11. σσ. 73-78.
  • I. Liritzis (1982). «200 years cycling in the earth’s  archaeomagnetic  field intensity and in related solar terrestrial phenomena»   Practika Academy of Athens 57, σ. 380.
  • I.Λυριτζής (Ι998). To μυστήριο των ελληνικών πυραμιδοειδών. Μια νέα επιστημονική     προσέγγιση.  Εκδ. Τυποκίνηση, Αθήνα.
  • New Larousse Encyclopedia of Mythology (1968), New edition, Hamlyn publ. group ltd. New York.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Α’. «Προϊστορία και Ιστορία», Εκδοτική Αθηνών, 1970.
  • R. Paepe, Ε. Van Overloop, Μ. Ε. Hatziotis,  and  J. Thorez  (1984). Desertification  Cycles  in  HistoricalGreece, Progress in Biometeorology vol. 3, σσ. 55-64.
  • R. Paepe, Μ. Ε. Hatziotis, and E. Van Overloop (1995). «Twenty cyclic pulses of drought and humidity during the Holocene», Ch. 9, Journal of Coastal Research, Special Issue No 17: «Holocene Cycles: Climate, Sea Levels and Sedimentation» σσ. 55-61.
  • Ε. Vermeule (1972). Greece in the Bronze age, 5th ed., The University of Chicago Press.
  • Κ. Θ. Συριόπουλος (1994). Η προϊ­στορική κατοίκηση της Ελλάδας και η Γέννεση του Ελληνικού Έθνους,  τ. Α’, Αθήνα.
  • P. Theocaris, I. Lintzis, Sampson Α., Lagios Ε. (1996). «Geophysical Prospection, Archaeological Excavation and Dating in Two Hellenic Pyramids», Surveys m Geophysics 17: σσ. 593 – 618.
  • Χ. Ντούμας (1994). «Meligunis Lipara, vol. VI, L. Β.Brea– M. Cavalier», περιο­δικό Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 50, σσ. 102-104.
  • D. J. Schove (1983).  «Sunspot cycles». Benchmark Papers in Geology series v. 68.New York, Van Nostrand Reinhold, σ. 268.
  •  Ε. Zangger (1993).Argolis II. The geoarchaeology of,  the Argolid.  Archäologisches Institut Athen Gebr. Mann Verlag,Berlin. 

 

Πηγή


  • Περιοδικό, «Αρχαιολογία & Τέχνες»,τεύχος 69, Δεκέμβριος 1998.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Ίναχος (μυθολογία)

 


 

Ανιχνεύοντας τις πρώτες γενεαλογικές ρίζες του Ινάχου, μπαίνουμε όλο και βαθύτερα στα σκοτεινά μονοπάτια του χρόνου, μέχρι που αγγίζουμε τις απαρχές της εθνοφυλετικής μας γενέσεως.

Ο Ίναχος είναι γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Ιναχιδών, που πρώτη εγκαθίδρυσε την βασιλεία στο Άργος και από αυτόν ξεκινά η μυθολογία του Άργους.

Από τον Ίναχο αρχίζει η μυθολογική παράδοση, αλλά και η πανάρχαια ιστορική διαδρομή της Ιναχίας γης, όπως ήταν η αρχική ονομασία του τόπου, αλλά και όλης της Πελοποννήσου κατά τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή[1].

Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, «στην ονομαζομένη σήμερα Ἀργολίδα δέν ὑπάρχουν μνñμες παλαιότερες ἀπό τόν Ἴναχο».

Η συνύφανση ιστορίας και μύθου που αναφέρονται στις απαρχές του αρχαίου Άργους και της πρώτης βασιλικής γενιάς του, ξεκινούν από το απώτατο παρελθόν, από την δυναστεία του Ουρανού – της φύτρας των θεών – και της Γαίας, οι οποίοι «᾽Ωκεανόν…καί Τηθύν ἐποίησαν τñς γενέσεως πατέρας».

« Αλλά κατόπιν (η γη) με τον Ουρανό επλάγιασε και γέννησε τον βαθυστρόβιλο Ωκεανό…και την γλυκόθωρη Τηθύα˙και η Τηθύς εγέννησε στον Ωκεανό τους Ποταμούς με τα νερά τα γοργοστρόβιλα…Είναι πολύ κοπιαστικό τα ονόματα όλων να αραδιάση ανθρώπου γνώση˙ξέρουνε τον καθένα αυτοί που ολόγυρά τους κατοικούνε»[2]

Ο ποταμός Ίναχος

Ο ποταμός Ίναχος

Παιδί του Ωκεανού και της Τιτανίδας Τηθύος μητέρας των ποτάμιων θεών, ήταν και ο Ίναχος, από τον οποίο πήρε το όνομά του ο ποταμός του Άργους. Κατά τους αρχαίους ιστορικούς εγκατέστησε την βασιλεία του στο Άργος πολλές γενεές προ του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος[3].

Ένας παλαιότερος κατακλυσμός που συνέβη στα χρόνια του, πλημμύρισε την αργολική πεδιάδα, μετατρέποντάς την σε μιαν απέραντη λίμνη, καθώς τα νερά της ενώθηκαν με αυτά του γειτονικού Αργολικού κόλπου.

Η Λάρισα, η κατοπινή ακρόπολη του Άργους, ο γιγάντιος βράχος που ορθωνόταν νότια (το Παλαμήδι), η Τίρυνθα, και πιο απόμακρα οι Μυκήνες, πρόβαλαν μοναχικά βραχονήσια μέσα στο θολό, απέραντο, υγρό στοιχείο. Οι λιγοστοί κάτοικοι τρομαγμένοι, άφησαν τον κάμπο και ζήτησαν σωτηρία ψηλά, στα σπήλαια των γύρω βουνών.

Όταν σταμάτησε ο κατακλυσμός κι άρχισαν να αποτραβιούνται τα νερά, πρόβαλαν λίγες οάσεις στεριάς, ανάμεσα σε αμέτρητα μικρά και μεγάλα ποτάμια. Ο Ίναχος κατέβασε τους ανθρώπους στα πεδινά και τους οδήγησε να μαζέψουν τα νερά των μικρών ποταμών στην κοίτη του μεγαλύτερου, που είχε βρει διέξοδο στη θάλασσα.

Η πεδιάδα ξανάπαιρνε σιγά σιγά ζωή. Για να τιμήσουν οι Αργείοι τον ευεργέτη τους Ίναχο, έδωσαν το όνομά του σ’ αυτό το ποτάμι που συγκέντρωσε όλα τα νερά και τα έστρεψε στον Αργολικό κόλπο[4].

Προηγουμένως – γράφει ο Απολλόδωρος – ονομαζόταν Καρμάνωρ και κατόπιν Αλιάκμων, ονομασίες που κατά την τοπική παράδοση σήμαιναν «ο ακαταπονήτως και μετά σπουδής ρέων προς την θάλασσαν».[5]

Ο ποταμός Ίναχος υπήρξε αντικείμενο λατρείας για τους πανάρχαιους κατοίκους της περιοχής και καθιερώθηκε ως ποτάμια θεότητα, γιατί σ’ αυτόν οφειλόταν όχι μόνο η ευφορία αλλά και η δημιουργία της ποταμογενούς αργολικής πεδιάδας, που ο Όμηρος ονομάζει «ούθαρ αρούρης», μαστάρι της γης. Καθώς έρεε αδιάκοπα από τα κατάφυτα και χιονοσκεπή αρκαδικά όρη και γονιμοποιούσε την πεδιάδα, της έδινε μια μεγαλοπρεπή και μαγευτική εικόνα.

Μετά από εξήντα χρόνια βασιλείας του Ινάχου, του οποίου η επικράτεια εκτεινόταν σε όλη σχεδόν την Βαλκανική χερσόνησο, ακολούθησαν άλλοι οκτώ Ιναχίδαι με πρώτο τον γιο του Φορωνέα που τον διαδέχθηκε:

 Πελασγός:   Κι όλα τα μέρη που ο αγνός περνάει Στρυμόνας

κι αφήνει δυτικά, στην εξουσία μου έχω.

Κι ακόμα ορίζω και των Περραιβών τη χώρα

και τα κείθ’ απ’ τον Πίνδο προς την Παιονία,

και της Δωδώνης τα βουνά, ως εκεί που κόβει

της θάλασσας το σύνορο˙ αυτούς τους τόπους ορίζω

κάτω ίσαμ’ εδώ.[6]

 

Υποσημειώσεις


[1] Ηλέκτρα, 1

[2] Ησιόδου Θεογονία, από 125, μετ. Π. Λεκατσά

[3] Αθ. Σταγειρίτου Ωγυγία τομ. Δ’ σελ.443

[4] Παυσανίου Κορινθιακά, 15,5: « Ίναχον δε βασιλεύοντα τον τε ποταμόν αφ’ αυτού λέγουσιν ονομάσαι και θύσαι τη Ήρα».

[5] Αλιάκμων:άλς (=θάλασσα) + ακμαίνω (χτυπώ) > ο χτυπών με τα ορμητικά νερά του τη θάλασσα.

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ. 255-260, μετ. Ι. Γρυπάρη, εκδ. Εστίας:

   Πελασγός: Στρυμών, το προς δύνοντος ηλίου κρατώ

                  «Ορίζομαι δε την Περραιβών χθόνα πέλας,

                   όρη τε Δωδωναία συντέμνει δ’ όρος

                   υγράς θαλάσσης των δε επί τόδε κρατώ».

 

Βλέπε επίσης Ιωάν. Κοφινιώτη: 

 «Όταν δε εβασίλευεν ο Ίναχος εν τω Άργει, εξουσίαζε και όλην την χώραν δι ής ο Άλγος (Αξιός) και ο Στρυμών ρεί.

 Ώστε ο Ίναχος ήρχε και της Ηπείρου ήτις τότε Περραιβών εκαλείτο χώρα και είχεν εν εαυτή τα Κεραύνια (Δωδωναία) όρη παρά τα οποία τότε ευρίσκοντο οι Παίονες, και επομένως των Πελασγών το κράτος ορίζετο επί Ινάχου βορείως διά της σειράς του Αίμου, κατά δε τα επίλοιπα κύκλωθι μέρη υπό θαλάσσης, δηλαδή της από Ευξείνου μέχρι του Αδρίου εκτεταμένης θαλάσσης». (Ιστορία του Άργους σελ. 124)

 Σημ. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής είχε γράψει έργο με τίτλο «Ίναχος», αποσπάσματα του οποίου βρέθηκαν σε παπύρους της αρχαίας Αιγυπτιακής πόλης Οξυρρύγχου και φυλάσσονται στην Οξφόρδη. (Βλέπε Ελένης Νικολαΐδου Σοφοκλής ο μεγάλος τραγικός, εκδ. Σαββάλα, σελ.88).

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

Read Full Post »