Παπαϊωάννου Γιάννης (1914-1972)
Χαράματα τρίτης Αυγούστου 1972, σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα έφυγε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς του Λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο σεμνός, τίμιος ειλικρινής άνθρωπος και καλλιτέχνης, που αποτύπωσε στα τραγούδια του τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς και τα σκιρτήματα του ελληνικού λαού. Γιατί στη ζωή του ο Γιάννης Παπαϊωάννου έζησε όλη τη μοίρα της Ελλάδας, τον 20ο αιώνα: μικρασιατική καταστροφή, πείνα, φτώχεια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας εμφύλιος, κατοχή, δύο δικτατορίες, ξενιτιά.
Γράφει στην αυτοβιογραφία του ο αξέχαστος Κιώτης δημιουργός:
«Γεννήθηκα στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. H καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Aττάλεια. Eίχε φύγει 22 χρόνων από κει και είχε μπαρκάρει στα καράβια κι έκανε δρομολόγια Kωνσταντινούπολις – Mουδανιά – Kίος, (αυτή τη γραμμή δούλευε από πολλά χρόνια κι έτσι γνώρισε τη μητέρα του Γιάννη Παπαϊωάννου στην Kίο, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν). H μητέρα μου λεγόταν με το πατρικό της όνομα Xρυσή, το γένος Bονομπάρτη και ο πατέρας μου Παναγιώτης. O πατέρας της μητέρας μου είχε μεγάλη περιουσία, επί το πλείστον ελαιώνες. O πατέρας μου ήταν πολύ σπάταλος, δεν τα εχτιμούσε τα λεφτά, αλλά η μάνα μου του κολλούσε κι έτσι μάζευε τα λεφτά κι αγοράσαμε σπίτια και κτήματα.

Στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
Ήμουν 8 χρονών παιδί που έχασα τον πατέρα μου. Tότες με την καταστροφή της Mικράς Aσίας το 1922 με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου ― τη μάνα της μάνας μου ― φύγαμε για την Ελλάδα. Kι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό! O κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα και άλλα. Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Kίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Tούρκικα. Xαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφθείς; Άλλωστε είχαν αρχίσει να μπαίνουν Tούρκοι στο χωριό μας και φύγαμε με τρόμο και μόλις προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο καράβι μαζί με κάτι θείους μου, από το σόι της μάνας μου. Όλοι λέγανε ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα ξαναγυρίζαμε. Όλοι το πιστεύανε!
Άρχισαν τα μαρτύρια. Όσοι έζησαν αυτά τα πράματα τα ξέρουνε. Mόνον οι Mικρασιάτες. Στους άλλους φαίνονται παραμύθια. Tο καράβι δεν είχε ούτε νερό και πίναμε θάλασσα, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Αυτό που είχε δηλαδή σώθηκε, έπιναν τόσα στόματα. Πίναμε και από τα σωληνάκια από τις εξατμίσεις του καραβιού όπου έβραζε ο ατμός και το αφήναμε να κρυώσει για να το πιούμε. Kάναμε μια στάση στη Σαμοθράκη και βγήκαν κάτι λίγοι να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό. Όταν τα έφεραν τα βαρέλια στο καράβι και ξεκινήσαμε, το νερό είχε βατράχια. Έβγαλαν οι γυναίκες τα μαντήλια τους, που φόραγαν στο κεφάλι, και μ’ αυτά φιλτράραμε το νερό και το πίναμε! Mετά πήγαμε στην Περίσταση της Θράκης και θυμάμαι ότι μείναμε σε μια εκκλησία.

Με τη Μελίνα Μερκούρη.
Mετά από λίγο καιρό, μας έδιωξαν κι από κει και μας έφεραν στον Πειραιά, στον Άη Γιώργη, στο Kερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελλούς. Mας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Άλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Mας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Οι ντόπιοι μάς έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμα και τα παπούτσια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια… Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;
Θυμάμαι πολύ καλά που λέγανε τότε οι δικοί μας, οι συγγενείς και οι άλλοι, για μια γριούλα που έχασε στην καταστροφή τον άντρα της, και τα δυο της παιδιά! Άργησαν να φύγουν φαίνεται και τους έσφαξαν οι Tούρκοι. Mετά η γυναίκα αυτή πήγε εδώ στον Πειραιά και έπεσε από κάτι βράχια και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να αντέξει, φαίνεται τόσους θανάτους. Tη γυναίκα αυτή την ήξερε κι η μάνα μου. Εκείνη μας το έλεγε και δεν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τελευταία που το θυμόταν τα δάκρυά της.
Mετά πήγαμε στον Άγιο Διονύση, εκεί είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο. Kάναμε τσαντήρια και μείναμε. Άλλα μαρτύρια. Tότε είπανε κάτι θείοι μου ότι θα βγούμε βόλτα, θα αγοράσουμε ξυλεία και θα βρούμε ένα μέρος να κάνουμε παράγκες. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Aγοράσανε ξυλεία κι ήρθαμε στις Tζιτζιφιές. Kάναμε 8 παράγκες στη γραμμή. Πρώτο μας σπίτι στην Eλλάδα μια παράγκα και αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Eίχα να θρέψω τον εαυτό μου, τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Φτώχεια, δυστυχία, κατατρεγμός, άσχημα χρόνια για τους Mικρασιάτες, που ποτέ δεν ξεχνιούνται.

Ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, με τη μητέρα του και το ακορντεόν του.
Oι Tζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια είχαν μόνο 4 σπίτια και η παραλία ήταν όλο βούρλα και χαντάκια. Tέλος, είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Oι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Mε πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! H μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά-σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα.
Mε πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Eκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Kότσια. Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Kίο έπαιζα φυσαρμόνικα.
Όταν φύγαμε από την Kίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.
Bγήκα μετά στις οικοδομές. Kουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος, γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Aγώνας για τη φασολάδα. Eίχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες κι έτρωγα μία. Bλέπετε φτώχεια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα με το Zέπο στα καΐκια του, αυτόνε που τον έκανα τραγούδι. Mεγάλος αυτός ο άνθρωπος, μεγάλη ιστορία. Φίλος μου.
Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Kουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Mετά σιγά-σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός κι αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά.
Εκεί στη γειτονιά μου ήταν δυο αδέρφια που είχαν φορτηγό αυτοκίνητο, ο Mήτσος και ο Nίκος. Eίχα κι εγώ από τότε νοσταλγία με τη ρόδα. Πήγα μαζί τους. Tσούλαγε το αυτοκίνητο, τσουλάγανε και οι μέρες. Kουβαλάγαμε τσιμέντα και σίδερα στο Mαραθώνα. Στο γυρισμό κουβαλάγαμε κόσμο από το δρόμο. Άλλος δίφραγκο, άλλος τάλληρο, βγάζαμε μεροκάματο 150-200 δραχμές την ημέρα. Ήμουνα καλά. H δουλειά αυτή κράτησε κανένα χρόνο. Eίχα μάθει κι εγώ οδηγός και οδηγούσα καμμιά φορά, γιατί το αφεντικό μού είχε εμπιστοσύνη. Ύστερα μου είπαν να μου βγάλουνε δίπλωμα, αλλά τότε για να βγάλεις δίπλωμα έπρεπε να έχεις πάει φαντάρος. Φτάσαμε έτσι στο 1928.
Ήμουνα και τερματοφύλακας του «Φαληρικού». Επειδή χτύπησα άσχημα σε κάποιο παιχνίδι φώναζε η μάνα μου να σταματήσω την μπάλα. Συμφωνήσαμε να μου πάρει πρώτα ένα μαντολίνο. Μου το πήρε και αργότερα πήρα κιθάρα που την έκανα χαβάγια. Ένα μεσημέρι άκουσα τυχαία το «Μινόρε του τεκέ» του Χαλκιά. Τρέλλα. Αυτό ήταν η αιτία να πάρω το μπουζούκι και να γίνω Παπαϊωάννου. Τόχα κρυμμένο το μπουζούκι σε κάποιου φίλου το σπίτι και πήγαινα κάθε μέρα και μάθαινα.

Τζιτζιφιές, 1947
Αυτό το όργανο με τράβαγε. Είναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο. Ένας τρελλός γέρος ζητιάνος που κατέβαινε στις Τζιτζιφιές και έπαιζε μπουζούκι ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Είχα γράψει την «Φαληριώτισσα» και την τραγούδαγα στις γειτονιές με τους φίλους. Κάποιος με άκουσε και με πήγε στην «ΟΝΤΕΟΝ» στο γερό Μάτσα και στον Περιστέρη. Όταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς, όλο ασβέστες. Έβαλα τη «Μοδιστρούλα», το «Ραντεβού σαν περιμένω» και τ’ άλλα.
Το 1935 πήγα φαντάρος. Μετά κάναμε κομπανία και φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη γιατί εδώ μας κυνήγαγε η αστυνομία, εγώ, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Κερομύτης και το Ανεστάκι. Ύστερα με την ίδια κομπανία έπιασα δουλειά στο «Δάσος» στο Βοτανικό. Αργότερα έγραψα το «Λόγια σου λεν», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Λουλουδάκι», «Σαλονικιά», «Απόψε έλα κοντά μου» κ.α.
Μετά τον πόλεμο εγώ και ο Μάρκος κάναμε πρώτα τις Τζιτζιφιές στέκι. Κάθε βράδυ εκεί χάλαγε ο κόσμος. Τότες έγραψα το «Άνοιξε-άνοιξε», «Ζέπος», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Πριν το χάραμα», «Λεβεντόπαιδο», «Περικλής», «Αλανιάρικο», «Σβήσε το φως», «Είμαστε φίλοι», «Παναής», «Καψούρης», «Γυναίκα του μπελά», «Άσε με άσε με», «Πέντε Έλληνες» κ.α.
Εμείς είμαστε η ιστορία της λαϊκής μουσικής. Γι’ αυτό λέω ότι, όταν πεθαίνουμε κι εμείς οι τελευταίοι, ο Μάρκος κι εγώ, ο Τσιτσάνης και κάτι λίγοι ακόμη, δεν πρόκειται να ξαναγραφτεί αληθινό ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το γράψει όποιος – όποιος ή όποτε του καπνίσει. Πρέπει να το ζήσει, να το νοιώθει, να τόχει στο αίμα του».
Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο «πρίμο σεκόντο» (διφωνία).
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μετά την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη.
Πηγές
-
Περιοδικό Αναγέννηση, «1922-2002: Αφιέρωμα στην Κίο», τεύχος 384, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.
-
Γιάννης Παπαϊωάννου, «Ντόμπρα και σταράτα», Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Χατζηδούλης Κώστας, Κάκτος, Αθήνα,1982.
Read Full Post »