Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Νικόλαος Γαλάτης’

Ξάνθος Εμμανουήλ (1772-1851)


 

Εμμανουήλ Ξάνθος

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772· γονείς του ο Νικόλαος και η Δούκαινα. Στο νησί του έμεινε ώς τα είκοσί του χρόνια και εκεί έμαθε όσα γράμματα μπό­ρεσε – και πάντως αρκετά για να σταδιοδρομήσει στο «επάγγελμα του γραμματικού των εμπόρων, ένα επάγγελμα ανοικτό σε πολλών ειδών επιρροές». [1] Οι πε­ρισσότεροι βιογράφοι του αναφέ­ρουν ότι φοίτησε και στη φημι­σμένη Πατμιάδα σχολή του νησι­ού του. Η πορεία του από το γενέθλιο νησί προς τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, η εμπλοκή του στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η δράση του στα χρόνια της ελληνι­κής επανάστασης, η σφοδρή μετεπαναστατική διαμάχη του με τον πρώην συναγωνιστή του στη Φιλι­κή Εταιρεία Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και η εξ αυτής ανάγκη συγγραφής τεσσάρων κειμένων, όπου και η έκδοση πρωτοτύπων εγγράφων για την προεπαναστα­τική δράση των Φιλικών, με άλλα λόγια η πορεία μιας ζωής 80 ετών (πέθανε στην Αθήνα το 1851), συν­θέτουν τα πεπραγμένα μιας πολύ ενδιαφέρουσας προσωπικότητας που βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της οργάνωσης του αγώνα προς την εθνική χειραφέτηση.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Εμμ. Ξάνθου προέρχονται κυρίως από δικά του κείμενα στη συνάφειά τους με τις μαρτυρίες των συντρόφων του, και πάντως έχουν άμεση σχέση με την μετεπαναστατική αποτίμηση της δράσης των πρωταγωνιστών  του αγώνα. Στον απολογισμό αυτόν είναι προ­φανές ότι κάποιων ο ρόλος υπερτονίζεται και κάποιων άλλων υποβαθμίζεται εξαιτίας ποι­κίλων συμφερόντων και προσωπικών ή τοπι­κών ανταγωνισμών.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος αισθάνεται έντονα την υποβάθμιση της προεπαναστατικής κυ­ρίως δράσης του και προς υπεράσπιση του εαυ­τού του συντάσσει εκθέσεις, υπομνήματα αλ­λά και Απομνημονεύματα, κείμενα τα οποία λίγο – πολύ κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος.

Εμμανουήλ Ξάνθος, ξυλογραφία του 19ου αι.

Ωστόσο, πολύ εύστοχα, ο συντάκτης τους φρο­ντίζει να τα πλαισιώνει – κυρίως τα Απομνημονεύματά του – με πολλά έγγραφα από το προσω­πικό του αρχείο, για να καταστήσει τη φωνή του πιο πειστική και έγκυρη. Στα μετέπειτα χρόνια, ακόμα και στα πλέον πρόσφατα, νέα στοιχεία παράλληλα αλλά και συμπληρωματικά έφερε στο φως η ιστορική έρευνα, χωρίς όμως να μει­ωθεί καθόλου η αξία της φωνής του Εμμανουήλ Ξάνθου, στην οποία κυρίως θα στηριχθούμε για τη σύνταξη ms παρούσας βιογραφίας.

Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες αυτές, ο Εμμ. Ξάνθος, αφήνοντας το νησί του το 1792, θα κατευθυνθεί πρώτα προς τη Σμύρνη και στη συνέχεια προς την Τεργέστη, σπουδαία εμπορικά κέντρα της εποχής, με προφανή σκο­πό να μαθητεύσει κοντά σε έλληνες εμπόρους. Επόμενος σταθμός του (1810) ένα άλλο ση­μαντικό εμπορικό κέντρο της εποχής, αρκετά μακριά από το Αιγαίο και την Αδριατική, η Οδησσός της Μαύρης Θάλασσας, όπου πα­ρέμεινε «γραμματεύων (…) παρά τω μεγαλεμπόρω Βασιλείω Ξένη(…) και εμπορευόμενος (…)», όπως ο ίδιος αναφέρει στα Απομνη­μονεύματά του.[2] Είναι εξαιρετικά πιθανό ο Βα­σίλειος «Ξένης» να είναι μέλος της γνωστής πατμιακής οικογένειας των Ξένων, εμπόρων γνωστών από πολλές πηγές.

Ύστερα από δύο χρόνια, το 1812, ο Ξάνθος εγκαταλείπει την Οδησσό και έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου σχετίζεται τώρα με ηπειρώτες εμπόρους, και το πράγμα τούτο έχει τη σημασία του, δεδομένου ότι και οι μετέπειτα σύντροφοί του στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαος Σκουφάς και Αθανάσιος Τσακάλωφ, είναι ηπειρωτικής καταγωγής.

Από τη συνάφεια αυτή με τους ηπειρώτες εμπόρους θα προέλθει το 1813 ένα γεγονός, το οποίο, όπως θα δείξουν τα πράγματα, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και ειδικότερα στη δομή και τη συνωμοτική οργάνωσή της. Γνωρίζουμε, δηλαδή, και από τη δική του μαρτυρία [3] αλλά και από νεότερες έρευνες [4] ότι ο Ξάνθος το 1813 μετακινήθηκε από την Κωνσταντινού­πολη στην περιοχή Πρέβεζας – Λευκάδας με αντικειμενικό σκοπό την αγορά λαδιού για λο­γαριασμό της Εταιρείας (συντροφιά περιορι­σμένου χρόνου) των ηπειρωτών εμπόρων Ασημάκη Κροκίδα, ανθρώπου του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη, Χριστόδουλου Οικονό­μου, Κυριάκου Μπιτσακτσή, της οποίας ήταν, φαίνεται, και ο ίδιος εταίρος. Στην κίνησή του προς τους εμπορικούς προορισμούς της δυτι­κής Ελλάδας πέρασε βέβαια και από τα Γιάν­νενα για να πάρει την άδεια του Αλή πασά – μέσω του Μάνθου Οικονόμου, αδελφού του συνεταίρου του Χριστόδουλου Οικονόμου και γραμματικού του πασά των Ιωαννίνων και του φίλου του Κωνστ. Μαρίνογλου. Πέρα από αυτά όμως, το σημαντικότερο γεγονός του ταξι­διού αυτού είναι ότι ο Ξάνθος, όντας στη Λευ­κάδα για τα λάδια της, μυήθηκε στον τεκτονι­σμό με την υποκίνηση του φίλου του Παναγιωτάκη Καραγιάννη, «εισήχθη εις την εται­ρίαν των Ελευθέρων Κτιστών», σύμφωνα με τα λόγια του, πάντα στην τριτοπρόσωπη αφήγη­ση των συμβάντων του βίου του.[5]

Η σημαντική αυτή πληροφορία του Ξάν­θου επιβεβαιώθηκε και από τη σύγχρονη έρευ­να [6] αλλά και πιο πρόσφατα από το Αρχείο του ίδιου του Εμμ. Ξάνθου,[7] στο οποίο υπάρχουν αναλυτικές καταγραφές για τα εμπορικά απο­τελέσματα του ταξιδιού αυτού. Εξάλλου, η ιστορική έρευνα [8] έφερε στο προσκήνιο πολ­λά στοιχεία και για τον Παναγιωτάκη Καραγιάννη, πρόσωπο που εκτός από τη μασονική ιδιότητά του υπήρξε και ικανός αγωνιστής της Επανάστασης και υπηρέτησε ως έπαρχος την ίδια περίοδο σε διάφορα μέρη.

Φυσικά δεν πρέπει να περάσει απαρατή­ρητο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ξάνθος, αναφέροντας το γεγονός της μύησής του αργό­τερα (1845) στα Απομνημονεύματά του επι­διώκει σαφώς να συνδέσει την τεκτονική ιδιό­τητά του με την ίδρυση της Φιλικής Εται­ρείας, γράφοντας μάλιστα σε μια εποχή όπου η πράξη αυτή οπωσδήποτε δεν αποτελούσε κανονικότητα. Πρέπει επίσης να τονίσουμε το γεγονός ότι η μύησή του υπήρξε καθ’ όλα κανονική και επίσημη, έγινε δηλαδή με όλες τις τελετουργικές απαιτήσεις του μασονισμού και σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε ατελής, όπως θέλησε να την εμφανίσει αρ­γότερα (1926), ο Τάκης Κανδηλώρος στο σύγγραμμά του για τη Φιλική Εταιρεία, προκειμένου να υποβαθμίσει την τεκτονική ιδιό­τητα του Εμμ. Ξάνθου.

 

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

 

Τον ίδιο χρόνο της παραπάνω εμπορικής δραστηριότητας (1813) ο Ξάνθος επέστρε­ψε στην Κωνσταντινούπολη από το ηπει­ρωτικό ταξίδι του, κανόνισε τους εμπορικούς λογαριασμούς του με τους άλλους συντρό­φους του και εν συνεχεία αναχώρησε για την οικεία σ’ αυτόν πόλη της Οδησσού. Εκεί, όπως ο ίδιος γράφει στα Απομνημονεύματά του, «κατά τας αρχάς του Νοεμβρίου 1813 εγνωρίσθη και συνεφιλιώθη μετά του Νικο­λάου Σκουφά και Αθανασίου Τσακάλωφ, εις μίαν δε συναναστροφήν το 1814 συζητούντες τα της καταστάσεως της Πατρίδος, ρί­πτουν την ιδέαν της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας και επιδίδονται εις την εκτέλεσιν της μεγάλης εκείνης αποφάσεως».

Φιλικός, Εμμανουήλ Ξάνθος εκ Πάτμου, Ελληνικά Γραμματόσημα,1947.

Το πρώτο χρονικό διάστημα της κοινής παραμονής των τριών πρωτεργατών της Φι­λικής Εταιρείας στην Οδησσό είναι ο Νοέμ­βριος 1813, όπως ο ίδιος ο Ξάνθος αναφέρει, ενώ τον επόμενο χρόνο, χωρίς να είναι γνω­στή η ακριβής ημερομηνία της ιδρυτικής πρά­ξης και χωρίς να αναφέρεται ποιος από τους τρεις υπήρξε ο εμπνευστής της ιδέας, θα ιδρύ­σουν τη Φιλική Εταιρεία. Οι περισσότερες μεταγενέστερες πηγές τοποθετούν την ίδρυ­ση της Εταιρείας στο καλοκαίρι του 1814, ενώ κάποια φήμη θέλει τους Φιλικούς να εορ­τάζουν την 14η Σεπτεμβρίου (εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού) ως ημερομη­νία ίδρυσης της Εταιρείας, φήμη βέβαια η οποία ενέχει προφανείς συμβολισμούς στη συνάφεια με το θρησκευτικό γεγονός της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού που γιορτάζε­ται από την Εκκλησία την ημέρα αυτή.

Το πρώτο διάστημα μετά από την ίδρυση της Εταιρείας δεν φαίνεται να συμβαίνουν σημαντικές διεργασίες στο επίπεδο της συ­νωμοτικής δραστηριότητας στην Οδησσό, καθώς μάλιστα δύο από τους τρεις ιδρυτές της, δηλαδή ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, αντι­μετωπίζουν οικονομία δυσκολίες, οι οποί­ες, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναγκάσουν τον τελευταίο να επιστρέψει στην Κωνστα­ντινούπολη, όπου τον βρίσκουμε να εργάζε­ται στον εμπορικό οίκο του Μυτιληνιού εμπόρου και αργότερα δραστήριου Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή.

Γνωρίζουμε, πάντως, ότι στην Οδησσό, τα τρία ιδρυτικά στελέχη της Εταιρείας την πρώτη περίοδο και λίγο πριν αποχωριστούν κατάρτισαν ένα πρώτο σχέδιο «κατήχησή» των μελών της εταιρείας και δεσμεύτηκαν να αλληλογραφούν με συνθηματική αλληλογραφία. Η μασονική μύηση του Εμμ. Ξάνθου οπωσδήποτε συ­νεργεί στην οργάνωση της συνωμοτικότητας βάσει κάποιου σοβαρού σχεδιασμού, ενώ και ο Αθαν. Τσακάλωφ διαθέτει κάποια συ­ναφή πείρα από την εμπλοκή του στο «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» – εταιρεία με εμφανή φιλανθρωπικοπολιτικό χαρακτήρα που ιδρύθηκε το έτος 1809 – του Πα­ρισιού. (Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα ψευδώνυμα του Ξάνθου με τα οποία απευθύνονται προς αυτόν οι αλληλογράφοι του και τα οποία κινούνται γύ­ρω από τα αρχικά Α Θ: Α. Θυμίδης, Ανα­στάσιος Θυμίδης, Αντώνιος Θωμαΐδης, Ανα­στάσιος Θωμαΐδης, Αγγελής Θεοδωρίδης, Ανδρέας Θεοδωρίδης, Αναστάσιος Θεοδω­ρίδης, Α. Θέρμανδρος, Α. Θεοδώρου, Αλέ­ξανδρος Θεοδώρου, αλλά και Βασίλειος Θεαγενίδης, Μιχαήλ Θεοδοσιάδης, Δ. Θυμίδης, Ξενίδης, αν έχουμε καταφέρει να εντοπί­σουμε το σύνολό τους…).

Ο Εμμ. Ξάνθος, όντας στην Κωνσταντι­νούπολη, μολονότι ορισμένες ιστοριογραφικές αναφορές τον θέλουν να κατηχεί νέα μέ­λη και γενικά να δραστηριοποιείται έντονα παρά την αδυναμία των πηγών να καταθέ­σουν αντίστοιχα τεκμηριωτικά στοιχεία, εμ­φανίζεται αρχικά αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα της Εταιρείας. Φαίνεται μάλιστα πως δίνει την εντύπωση στον Σκουφά ότι έχει πάρει τις αποστάσεις του από την εν γένει συ­νωμοτική δράση. Ίσως μάλιστα στην εντύ­πωση αυτή του Σκουφά να οφείλεται το γε­γονός ότι στη θέση του Ξάνθου ως μέλος της Υπέρτατης Αρχής με τα αρχικά Α Δ (τα οποία έως τότε υποδήλωναν το όνομα του Ξάνθου· αργότερα, όπως είπαμε, έλαβε τα αρχικά Α Θ) ο ηπειρώτης φιλικός τοποθετεί, με συνο­πτικές διαδικασίες, τον αινιγματικό και με τρα­γικό τέλος ιθακήσιο φιλικό Νικόλαο Γαλάτη, με απώτερο σκοπό αυτός ο τελευταίος να πλησιάσει τον Ιωάννη Καποδίστρια και να του προτείνει την αρχη­γία της Φιλικής Εταιρείας. Πράγμα­τι, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, το τελευταίο θα γί­νει αλλά δεν θα ευοδωθεί, μολονότι ώς ένα βαθμό και μόνον η κοινοποίηση της ύπαρξης της Εται­ρείας στον Κερκυραίο πολιτικό και υπουργό του τσάρου δεν ήταν καθόλου ασήμαντο γεγονός.

 

Σφραγίδα της μυστικής Αρχής της Εταιρείας. Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά των κύριων ονομάτων των Αρχηγών της Εταιρείας, στα οποία προτάσσεται του Καποδίστρια: Ι: Ιωάννης Καποδίστριας, Α: Άνθιμος Γαζής, Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ, Π: Παναγιώτης Σέκερης, Ν: Νικόλαος Σκουφάς, Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος, Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος, Α: Αθανάσιος Σέκερης. Το γράμμα Ε αντιστοιχεί στη λέξη Ελλάς.

 

Αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν το 1816. Ωστόσο, ο Εμμ. Ξάνθος δεν είχε εγκαταλεί­ψει τη Φιλική Εταιρεία, πράγμα που ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του[9] ενισχύει με τη δη­μοσίευση της επιστολής προς τον ίδιο, του Αθα­νάσιου Τσακάλωφ από την Οδησσό της 8ης Αυγούστου 1817, με την οποία ο δεύτερος του ανακοινώνει την πρόθεσή του να συναντηθούν στην Κωνσταντινούπολη για να προωθήσουν τον συνωμοτικό σχεδιασμό τους.

 

Εφοδιαστικό της Φιλικής Εταιρείας. «Εις το όνομα της μελλούσης σωτηρίας Καθιερώνω Ιερέα Φιλικόν και αφιερώνω εις την αγάπην της Φιλικής Εταιρείας και εις την υπεράστησιν των Μεγάλων Ιερέων των Ελευσίνιων τον συμπολίτην κυρ Βαγγέλη Κεφαλληναίον, ετών τριάντα οκτώ, επαγγέλματος εμπορικού, ως θερμόν υπερασπιστήν της Εταιρείας και της πατρίδος κατηχηθέντα και ορκωθέντα παρ’ εμού (Σ.Κ.) 9, Πάτρα, έτει των Φιλικών, 24 Ιανουαρίου». Δημοσιεύεται στο Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), «Η Φιλική Εταιρεία», Αθήνα, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, 1964, σ. 159.

 

Η συνάντηση αυτή τελικά πραγματοποι­ήθηκε τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ενώ τον Απρίλιο του επόμενου έτους (1818) έφθασε στην Πόλη και ο Νι­κόλαος Σκουφάς, ο οποίος μάλιστα θα κα­ταλύσει στο σπίτι του Ξάνθου και με αυτόν τον τρόπο το πρώτο ηγετικό – ιδρυτικό τμή­μα της Φιλικής Εταιρείας θα δραστηριοποι­ηθεί εκ νέου και υπό άλλες βέβαια συνθήκες στο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί πράγματι αναπτύσσεται έντονη συνω­μοτική δράση με τη μύηση σημαντικών προ­σώπων στη Φιλική Εταιρεία, και πάντως η συνολική δραστηριότητα είναι τέτοια που «άλλαξε ριζικά τα πνεύματα και τις διαθέ­σεις των συναρχηγών».[10]

Εξάλλου, τώρα πια, τα ανώτερα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας έχουν συναρθρώσει ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους και βέβαια την ανάλογη αποφασιστικότη­τα, στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να ενερ­γούν στο μέλλον αυτόνομα και όταν ακόμη δεν βρίσκονται ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι οι συνθήκες πλέον τους επέβαλλαν να κινούνται σε διαφορετι­κά σημεία και να αναλαμβάνουν ο καθένας διαφορετική αποστολή στην υπηρεσία του κοινού σκοπού, ο οποίος, σύμφωνα με τη σύλληψή τους, απέβλεπε στη σοβαρή προ­ετοιμασία για τη χειραφέτηση των υπόδου­λων Ελλήνων με βάση την αυτόνομη δράση και πάντως εκτός των πλαισίων δράσης και των πολιτικών σχεδίων των Μεγάλων Δυ­νάμεων της εποχής, που κατά καιρούς δεν είχαν προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό στην ελληνική υπόθεση.

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ξυλογραφία του Τάσσου.

Με βάση αυτόν το σχεδιασμό η αποστο­λή που ανέλαβε ο Εμμ. Ξάνθος ήταν να προ­σπαθήσει ο ίδιος, μετά την πρώτη αποτυχη­μένη προσπάθεια του Νικολάου Γαλάτη, να μεταβεί στην Πετρούπολη για να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγε­σία της Εταιρείας. Εν τω μεταξύ η οργάνω­ση γνωρίζει και την πρώτη σοβαρή απώλεια με το θάνατο του Νικολάου Σκουφά, ο οποίος όντας στην Κωνσταντινούπολη αρρώστησε από σοβαρό καρδιακό νόσημα και σε τρεις μήνες από την πρώτη εκδήλωση της ασθένειας πέθανε (31 Ιουλίου 1818), [11] μολο­νότι στο διάστημα αυτό δεν έμεινε τελείως ανε­νεργός. Τη θέση του Σκουφά στο ηγετικό σχήμα της Εταιρείας θα καταλάβει τώρα ο Πα­ναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ενώ η συμβολή του Παναγιώτη Σέκερη και κυρίως η μεγάλη οικονομική του συνδρομή είναι σταθερή και απο­φασιστική για την ευόδωση του έργου της Φιλικής Εταιρείας.

Στη γραμμή της ανα­ζήτησης αρχηγού με όνο­μα υψηλού κύρους, ο Εμμ. Ξάνθος θα ταξιδέ­ψει τον Οκτώβριο του 1818 στο Πήλιο για να συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία (Οδησ­σός 1816) προκειμένου να συνεννοηθούν για το ταξίδι στην Πετρούπολη. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στην απόφαση που είχε λάβει το ηγετικό τμήμα της Φιλικής Εταιρείας στις 22 Σεπτεμβρίου 1818 να επιχειρήσει την ανά­θεση της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας στον Ιωάννη Καποδίστρια: στη γραμμή αυτή η σχε­τική  απόφαση προβλέπει ότι «ουδείς δεν θέλει φανερώσει την Κινητικήν Αρχήν… γίνεται εξαίρεσις, ως προς την φανέρωσιν μόνον της Κινητικής Αρχής του Εμμανουήλ Ξάνθου, υπάγοντος εις αντάμωσιν του Κόμητος Ιωάννου, έχων την άδειαν να φανερώση εις αυτόν μό­νον την Αρχήν…».[12] Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, πέρα από την ενημέρωση του Άνθιμου Γαζή, ηγετικού μέλους πλέον, όπως αναφέραμε, της Φιλικής Εταιρείας, έπρεπε ο τελευταίος να συγκατατεθεί αρχικά για την επιλογή του Καποδίστρια και παράλληλα να εγχειρίσει στον Εμμ. Ξάνθο συστατική επι­στολή προς τον υπουργό του τσάρου, καθώς οι σχέσεις Γαζή-Καποδίστρια ήταν ιδιαίτερα στενές και χρονολογούνταν από την εποχή της κοινής τους δράσης (1814) στα πλαίσια της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης.

Μετά από τη συνάντηση, τις συνομιλίες στις Μηλιές του Πηλίου και τη συστατική επι­στολή του Γαζή προς τον Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Ξάνθος θα επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (Δεκέμβριος 1818) και στη συνέχεια (19 Φεβρουάριου 1819) θα αρχίσει το ταξίδι της Ρωσίας, συνοδευόμενος στο πρώ­το στάδιό του από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, μαζί με τον οποίο αρχικά θα βρε­θεί στη Μολδοβλαχία (Γαλάζιο). Aς σημειωθεί ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν θα συνεχίσει το ταξίδι μαζί με τον Ξάνθο αλλά θα παρα­μείνει στις Ηγεμονίες όπου θα αναπτύξει ση­μαντική δράση στα οργανωτικά πλαίσια της Εταιρείαχ, όντας ήδη ανώτατο στέλεχός της.

Ωστόσο, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν βρί­σκεται αυτήν την εποχή στην Πετρούπολη, καθώς με άδεια του τσάρου επέστρεψε και παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στην πατρίδα του Κέρκυρα (έφθασε εκεί στις 23 Μαρτίου 1819) προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του. Έτσι ο Ξάνθος, εν αναμονή της επιστροφήχ του Καποδίστρια στην Πετρούπολη, θα περιπλανη­θεί σε διάφορεε πόλεις της ms Βεσσαραβίας (Τομάροβο, Ρένι, Δουμπασάρι), όπου, ανά­μεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει και ορισμένες μυήσεις, από τις οποίεε η πλέον χαρατηριστική είναι εκείνη του Σταμάτη Κουμπάρη. Από τις πολλές επιστολές που αυτή την εποχή φθάνουν συνεχώς στα χέρια του Ξάνθου – και ειδικότερα από εκείνες που του αποστέλλει ο συμπατριώτης του και φιλικός Μιχαήλ Φωκιανός και άλλα πρόσω­πα – γίνεται φανερό ότι ο Ξάνθος παράλλη­λα με τη συνωμοτική δράση του δεν έχει εγκαταλείψει τις εμπορικές του δραστηριότητες, δεδομένου μάλιστα ότι η οικογένειά του παραμένει πάντα στην Κωνσταντινού­πολη και έχει ανάγκη από τη χρηματική συν­δρομή του για την επιβίωσή της. Άλλωστε, αυτό μαρτυρεί και μια σειρά από εμπορικές δοσοληψίες που τώρα έχουμε στη διάθεσή μας χάρις στην έκδοση του Αρχείου του.[13]

Στη γραμμή αυτής της οιονεί περιπλάνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, εντο­πίζεται ο Ξάνθος τον Αύγουστο του 1819 αλλά και στις αρχές του Σεπτεμβρίου του ίδι­ου έτους στο Κισνόβι και στο Ισμαήλι, ενώ είναι πολύ χαρακτηριστικές μερικές επιστολές της εποχής αυτής,[14] των οποίων οι συντάκτες αδυνατώντας να εντοπίσουν σε στα­θερό μέρος τον Ξάνθο αναγράφουν ως τόπο παράδοσης εναλλακτικές πόλεις ή την έν­δειξη «όπου ευρίσκεται».

Ωστόσο, κάποια στιγμή, και πάντως το φθι­νόπωρο του 1819, παίρνει τον δρόμο για τη Ρωσία και συγκεκριμένα για τη Μόσχα, στην οποία μέσω Κιέβου και Νίζνας θα βρεθεί στα τέλη Οκτωβρίου 1819, όπου θα φιλοξενηθεί στο σπίτι του παλαιού μέλους της Αρχής Αντ. Κομιζόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκε πολύ στενά για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων της Εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της μοσχοβίτικης οργανωτικής δραστηριότητας ο Ξάνθος θα αποφασίσει την ένταξη στη Φιλική Εταιρεία και του γιαννιώτη εμπόρου Νικόλαου Πατζιμάδη, με σκοπό να οργανωθεί στη Μόσχα «ένας νέος ηγετικός πυρήνας εν όψει της διαγραφόμενης αναβάθ­μισης της ρωσικής απόχρωσης της Εταιρεί­ας».[15] Γνωρίζουμε εξάλλου ότι στη Μόσχα ο Ξάνθος θα γίνει και πάλι μέλος της μασονικής στοάς με όλους τους τύπους, ωσάν να μην εί­χε προηγηθεί η ένταξη της Λευκάδας, πράγ­μα που σε συνδυασμό με την πρώτη μύηση στη Λευκάδα απαιτεί συμπληρωματικές έρευ­νες που ξεπερνούν το σχεδία­σμά αυτής της βιογραφίας.

Μετά από όλα αυτά και με την επιστροφή του Καποδίστρια στη θέση του στην Πε­τρούπολη, ο Εμμ. Ξάνθος, στις αρχές Ιανουάριου 1820, θα ξε­κινήσει για την πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Στην πόλη αυτή θα φθάσει στις 15 του ίδιου μήνα και την επομένη θα γίνει δεκτός από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γεγονός το οποίο πιθανώς υποδηλώνει ότι στην Πετρούπολη υπήρχε ήδη ένας οργανωτικός πυρήνας της Φιλι­κής Εταιρείας που είχε προετοιμάσει το έδαφος για τη συ­νάντηση αυτή. Παράλληλα, βέ­βαια, αυτό φανερώνει και τη συ­νεχή εμπλοκή – τουλάχιστον στο πεδίο της ενημέρωσης – του Καποδίστρια στα σχέδια της Εται­ρείας (ας υπενθυμίσουμε πάλι την πρώτη απόπειρα ενημέρω­σης του Καποδίστρια για τα συ­νωμοτικά τεκταινόμενα και την πρόταση ανάληψης της αρχηγίας που έγινε από τον Νικόλαο Γαλάτη), και πάντως ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι το γεγονός ότι ο ιδιαίτερος γραμματέας του Καποδίστρια, ο κερκυραίος Κωνσταντίνος Καντιώτης, είναι ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ στην Πε­τρούπολη βρίσκεται αυτή την εποχή και ο επί­σης δραστήριος φιλικός αλλά και στενός φίλος του Καποδίστρια γιατρός Πέτρος Ηπίτης.

Η πρώτη συνάντηση Καποδίστρια – Ξάνθου, όπως είπαμε, έγινε στις 16 Ιανουάριου 1820 με διερευνητικούς σκοπούς, ενώ ύστερα από 4-5 μέρες ακολούθησε δεύτερη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών αλλά και πάλι χωρίς θετικά απο­τελέσματα. Ουσιαστικά δηλαδή ο Καποδίστριας αρνήθηκε να αποδεχθεί την αρχηγία της Φιλι­κής Εταιρείας, προφασιζόμενος την επίσημη θέ­ση που κατείχε στη ρωσική κυβέρνηση.

Η άρνηση αυτή αποτέλεσε, όπως είναι προ­φανές, ισχυρό πλήγμα στα σχέδια της Εταιρεί­ας, όμως δεν υπήρξε καίριο επειδή η δυναμική των πραγμάτων πλέον ευνοούσε την ορμή των Φιλικών και τον οργανωτικό σχεδίασμά τους, σύμφωνα με τον οποίο, για την ευόδωση των σκοπών της Εταιρείας, έπρεπε να τοποθετηθεί επικεφαλής αυτής μία σημαντική προσωπικότητα. Πολύ καλά μάλιστα τονίζει τη δυναμική αυτή ένα απόσπασμα από επιστολή του Πα­ναγιώτη Σέκερη, ο οποίος αναφερόμενος στην αποστολή του Ξάνθου επισημαίνει ότι «… επειδή η επιτυχία τούτου δεν θέλει επιφέρει καμμίαν δυσκολίαν εις κανένα και σχεδόν ασυλλόγιστον πράγμα. Ούτε η αποτυχία του (ην μη δώση ο Κύριος) δύναται ν’ ανατρέψη τα έως τώρα γεγονότα, τα οποία υπόσχονται αίσιον τέλος και η θεία Χάρις να τα φυλάξη από το βάσκανον όμμα του πονηρού δαίμονος».[16]

Ο Εμμ. Ξάνθος, όντας σε δύσκολη θέση, πρέπει να παρέμεινε στην Πετρούπολη ολό­κληρο τον μήνα Μάρτιο του 1820 και πρέπει επίσης να είδε τον Καποδίστρια και άλλες φορές, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι ταυ­τόχρονα ο υπουργός του τσά­ρου συναντούσε και τον απεσταλμένο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Καμαρηνό Κυ­ριακό, πράγμα που υποδηλώνει και τις εσωτερικές συγκρούσεις εντός της Φιλικής Εταιρείας (είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Κυριακός αργό­τερα θα έχει το ίδιο τραγικό τέλος με τον Γαλάτη, ως αποτέλεσμα των συ­γκρούσεων αυτών). Εξάλλου, είναι διαπι­στωμένο ότι και ο ίδιος ο τσάρος και βέβαια η μυστική αστυνομία του, είναι ενήμεροι για τις συνωμοτικές ενέργειες των Ελλήνων.

Όπως είπαμε, η ορμή των Φιλικών και η φορά των πραγμάτων δεν είναι πλέον δυνα­τόν να αναχαιτισθεί από κάποια αρνητικά γε­γονότα, έστω και αν προσωρινά δοκιμάζεται, και έτσι μετά την άρνηση του Καποδίστρια ο Εμμ. Ξάνθος θα επιχειρήσει να προσελκύσει στην αρχηγία της Εταιρείας τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ενεργώντας, κατά τα φαινόμενα αυτοβούλως, χωρίς δηλαδή να περιμένει τη σύμφωνη γνώμη των άλλων ηγετικών στελε­χών της Εταιρείας. Ιδού πώς περιγράφει την απόφαση αυτή ο ίδιος ο Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του: «Απελπισθείς λοιπόν ο Ξάνθος από τον Κόμητα, στοχασθείς δε ότι διά να κατορθωθή ο σκοπός της Επαναστάσεως με κα­λήν έκβασιν, ήταν αφεύκτως αναγκαίος να φανή εις το έθνος είς των σημαντικών προς ενθάρρυνσιν αυτού έστρεψε τον στοχασμόν του εις άλλο υποκείμενον λαμπρόν ως  τον Καποδίστρια, επιτηδειότερον δε ίσως τούτου, τον πρίγκιπα Αλέξανδρον Υψηλάντην, στρατη­γόν και υπασπιστήν του Αυτοκράτορος…».[17]

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης

 

Όμως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, σε αντίθεση με τον διστακτι­κό Καποδίστρια, εγκατα­λείπει τη θέση του στο στρατιωτικό σύστη­μα της ρωσικής αυτοκρατορίας, και αποδέχεται την πρόταση του Ξάνθου, δηλα­δή την υπέρτα­τη ευθύνη του «Γενικού Εφό­ρου» της Φιλικής Εταιρείας. Εξάλλου, και η διαπιστωμένη μασονική ιδιότητα του Υψηλάντη πρέ­πει να έπαιξε ρόλο σε αυτή την προσέγγιση και συμφωνία.

Ως επίσημη μαρτυρία του ση­μαντικού αυτού γεγονότος διαθέ­τουμε ένα λιτό έγγραφο της 12nς Απριλίου 1820 που έχει συνταχθεί στην Πετρούπολη και υπογράφεται από τον Αλέξανδρο Υψη­λάντη, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Ιωάν­νη Μάνο, συγγενή του Υψηλάντη και υπάλ­ληλο στην αγγλική πρεσβεία της Πετρούπολης και βέβαια ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που φαίνεται ότι μεσολάβησε για την προσέγγιση Υψηλάντη – Ξάνθου:[18]

 

«Κατά την άπαξ εγκριθείσαν γνώμην, συνελθόντα τα μέλη της Ελληνικής Εταιρίας και συσκεφθέντα μετ’ ακριβούς ερεύνης και εξετάσεως, εγνώρισαν Γενικόν έφορον της Ελληνι­κής Εταιρείας, τον εκλαμπρότατον κύριον Αλέ­ξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύη και επι­στατή εν πάσι όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρεία. Eις ασφάλισιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπο­γραφή εκάστου των μελών.

 

Εν Πετρουπόλει τη 12 Απριλίου 1820

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάν. Μάνος, Εμ. Ξάνθος»

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

 

Έτσι, λοιπόν, και χάρις στις επίμονες προ­σπάθειες του Εμμανουήλ Ξάνθου η εκκρεμό­τητα της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας θα λήξει και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με το συν­θηματικό όνομα «Καλός» και τα στοιχεία A Ρ θα τεθεί επικεφαλής του αγώνα. Όπως είναι εύλογο, ως επακόλουθο της σημαντικής αυ­τής ενέργειας, ο Υψηλάντης θα ενημερωθεί εκεί στην Πετρούπολη από τον Ξάνθο για την κατάσταση της Εταιρείας, θα παραλάβει από αυτόν όλα τα απαραίτητα έγγραφα κα­θώς και λεπτομερή καταγραφή των δαπανών και εν συνεχεία θα αναλάβει ο ίδιος σοβαρές πρωτοβουλίες για τον συντονισμό της δράσης όλων των μελών και τον γενικότερο σχεδία­σμά «με την πρόθεση να συγκροτήσει ένα νέο οργανισμό, που θα ήταν και ο τελικός οργα­νισμός της Εταιρείας – ο μηχανισμός της εξέ­γερσης». [19] Παράλληλα, βέβαια, όπως η αλ­ληλογραφία μεταξύ των μελών καταδεικνύει, μεγάλος υπήρξε ο ενθουσιασμός και το ηθικό αυξάνεται κατακόρυφα.

Σφραγίδα Δημητρίου Υψηλάντη. Δημοσιεύεται στο «Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας», Αθήνα, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, 1994, σ. 90

Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι από την παραμονή του Εμμ. Ξάνθου στην Πετρούπολη έχουμε τώρα – με την έκδοση του Αρχείου του από την ΙΕΕ – ένα κατάστιχο εσόδων – εξόδων, το οποίο μας παρέχει μια εικόνα και της λογιοσύνης του πάτμιου αγωνιστή.

Συγκεκριμένα, στα φύλλα του κατάστιχου καταγράφονται οι αγορές διαφόρων βιβλίων, ανάμεσα στα οποία ονοματίζονται: «φιλο­σοφικόν λεξικόν και λεξικόν Τζαλίκογλου […] διάφορα βιβλία ηγόρασα του Ανάχαρση και άλλα».

Περαιτέρω, η δράση του Εμμ. Ξάνθου θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Μετά από την επιτυχία που είχε η προσπάθεια του ηγετικού πυρήνα της Εταιρείας για τον προσεταιρισμό του Υψηλάντη, ο πρίγκιπας, τον Ιούλιο του 1820, θα βρεθεί στη Μόσχα, όπου βρίσκεται κιόλας ο Ξάνθος, ενώ μια παράλληλη πληροφορία θέλει τους δύο άνδρες να ταξιδεύουν μαζί στη ρωσική πόλη, όπου δραστηριοποιείται, όπως έχουμε αναφέρει, ένας άλλος σημαντικός πυρήνας της Εταιρείας. Γρήγορα όμως υπακούοντας στις ανάγκες της Εταιρείας τα βήματα των δύο ανδρών θα χωριστούν και ο Ξάνθος θα κινηθεί και πάλι σε διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών, προβαίνοντας σε πολλές και αποφασιστικές ενέργειες για τον καλύτερο συντονισμό των πραγμάτων, τα οποία πλέον έχουν πάρει τον αναπότρεπτο δρόμο προς την πολεμική σύγκρουση.

Είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς κατά πόδας τον Εμμ. Ξάνθο – έστω και μέσω της πυκνής αλληλογραφίας που παραθέτει στα Απομνημονεύματά του αλλά και από την ολοκληρωμένη μορφή της που έχουμε από τους τρεις τόμους του Αρχείου του – αυτή την εποχή, καθώς περιφέρεται αδιάκοπα σε διάφορες πόλεις της Βεσσαραβίας και της Μολδοβλαχίας ανάμεσα στον Νοέμβριο 1820 και το θέρος του 1821. Έτσι τα ίχνη και οι ενέργειές του εντοπίζονται στο Κισνόβι, στο Ισμαήλιο, στο Βουκουρέστι, στο Ρένι, στο Γαλάτσι, πόλεις – ιδιαίτερα οι δύο πρώτες – που θα τις επισκεφθεί πολλές φορές, αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα επιτόπου αλλά και αλληλογραφώντας με τα περισσότερα από τα σημαίνοντα στελέχη της Εταιρείας. Χαρακτηριστική των κινήσεων αυτών, που γίνονται με εντολές του Υψηλάντη, είναι επιστολή του τελευταίου από το Κίεβο της 30ής Ιουλίου 1820 προς τον Ξάνθο, όπου μεταξύ άλλων καταγράφονται οι εντολές του πρίγκιπα προς αυτόν:

 

« (…) φθάνοντας συν θεώ εις Κισνόβιον θέ­λεις εγχειρήσει τα διά σε συστατικά γράμμα­τά μου εις τον γαμβρόν μου διά να σε υπερασπισθή, και να σοι δώση το πασαπόρτι σου. Φθάνων εις Ισμαήλ εγχείρισον το συστατικόν διά σε γράμμα μου προς τους δύο γνωστούς φίλους και ειπέ τόσον εις αυτούς, όσον και εις όλους τους εκεί αδελφούς, όσα διά ζώσης φωνής παρηγγέλθης, και προ πάντων να ήναι πρόθυμοι και μυστικοί κατά πάντα. Αφ’ ου δε ησυχάσης όχι περισσότερον από πέντε ημέρες μόνον εις την φαμίλιαν σου, να κινήσης διά Βουκουρέστιον. Απερνώντας δε εις Γαλάτζιον εγχείρισον τα συστατικά οπού σοι έδωσα εις τους δύο αδελφούς… Φθάνων συν θεώ εις Βουκουρέστιον εγχείρισον τα εγχειρισθέντα σοι γράμ­ματα εις τους γνωστούς φίλους… και αφ’ ου συνομιλήσης… συσκεπτόμενος μετά των αδελ­φών… όταν ιδής τα πάντα να ετοιμασθώσι να έμβωσιν εις πράξιν τότε δίδεις εις τους γνω­στούς φίλους όσα μετρητά… και ακολούθως συνάξεις από τα ανοιχθέντα σοι κρέτητα… και τελειωθέντων πάντων αυτών με ακρίβειαν, προσοχήν, ταχύτητα και φρόνησιν, αναχώρησον εκείθεν, ελθέ και πάλιν εις Βεσαραβίαν, όπου θέλεις ευρή άλλας διαταγάς μου… Σοι παραγγέλω προς τούτοις ή τώρα πηγαίνοντας εις Ισμαήλ, ή επιστρέφων, να αγοράσης, ως σοι είπα, ένα καλόν καράβιον διά λογαρια­σμόν της Εταιρείας και ετοιμάζεις αυτό επι­τήδειον διά να ταξιδεύη.»[20]

 

Βέβαια, όπως είναι αναμενόμενο, σύμφωνα με τον σχεδίασμό του Υψηλάντη, ο Εμμ. Ξάνθος την 1η Οκτωβρίου 1820 θα βρεθεί στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, όπου, εκτός του Υψηλάντη, είχαν συγκεντρωθεί και πολλοί άλλοι σημαίνοντες Φιλικοί (Παπαφλέσσας, Δ. Θέμελης, Χριστ. Περραιβός, Ήβος Ρήγας, Γρηγ. Λασσάνης κ.ά.) και όπου μετά από την πραγματοποίηση πολλών συσκέψεων καταστρώθηκε το οριστικό σχέδιο της εξέγερσης. Όπως γνωρίζουμε, οι συσκέψεις αυτές του Ισμαηλίου στις 8 Οκτωβρίου θα οδηγήσουν στη σύνταξη της επαναστατικής προκήρυξης του Υψηλάντη προς τους κατοίκους της Στερεάς και των νησιών του Αρχιπελάγους, η οποία κατέληγε με το εμφατικό:

«Όταν όμως μόνοι μας αποσείσωμεν τον ζυ­γόν της τυραννίας, τότε της Ευρώπης η πολιτική θέλει βιάσει όλας τας ισχυράς δυνάμεις να κλείσωσι με ημάς συμμαχίας και επιμαχίας αδιάλυτους».[21]

Μετά από αυτές τις τόσο σημαντικές εξελίξεις ο Υψηλάντης θα αναχωρήσει για το Κισνόβι, ενώ ο Ξάνθος θα παραμείνει για λίγο στο Ισμαήλιο, στο οποίο είχε εν τω μεταξύ μετοικήσει και η οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη (ο Εμμ. Ξάνθος ήταν παντρεμένος με τη Σεβαστή, με την οποία είχε αποκτήσει τουλάχιστον δύο αρσενικά παιδιά, τον Νικόλαο και τον Περικλή: στην αλληλογραφία προς αυτόν αναφέρονται πολλές φορές η «Σεβαστίτζα» και τα «ξανθόπουλα») και εν συνεχεία θα αρχίσει εκ νέου να ταξιδεύει ακατάπαυστα στις διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών οργανώνοντας τα πράγματα της Εταιρείας.

Μολονότι το επιχειρησιακό σχέδιο που συμφωνήθηκε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλιο προέβλεπε την έκρηξη της Επανάστασης με κέντρο των επαναστατικών ενεργειών την Πελοπόννησο και δευτερεύουσες ενέργειες στις Παραδουνά­βιες Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη [22], είναι φανερό ότι στην πορεία προς την κορύφωση το σχέδιο άλλαξε. Εναγωνίως ο Παπαφλέσσας γράφει στον Ξάνθο στις 22 Φε­βρουάριου 1821 και ζητά εξηγήσεις για την καθυστέρηση του Υψηλάντη, που, σύμφωνα με τον πρώτο σχεδίασμά, μέσω Τεργέστης, έπρεπε να είχε φθάσει στην Πελοπόννησο.

Ωστόσο, ο Υψηλάντης αντί να κατευθυνθεί προς την Τεργέστη και από εκεί προς την Πελοπόννησο, μέσω Ιταλίας, παρατείνει την παραμονή του στο Κισνόβι, ενώ ο Ξάνθος, ενεργώντας προφανώς κατόπιν εντολής του Υψη­λάντη, καλεί τον Ιανουάριο του 1821 τον Τσακάλωφ και τον Αναγνωστόπουλο από την Πί­ζα στο Κισνόβι, αντί να τους κατευθύνει προς τον Μόριά. Προφανώς βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγή του σχεδιασμού του Ισμαηλίου εν αγνοία του Παπαφλέσσα και έτσι αντί για την ανάληψη επαναστατικής δράσης στην Πελοπόννησο, ο Υψηλάντης θα επιχειρήσει να δημιουργήσει επαναστατικό κίνημα στις Ηγεμονίες με τη σύμπραξη των τοπικών πληθυσμών.

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης – Το πέρασμα του Προύθου. Ένας πίνακας με τα λάθη του. Φεβρουάριος 1821. Έναρξη της Επανάστασης. Στην ρομαντική απεικόνιση του Peter von Hess ο Βοεβόδας Μιχαήλ Σούτσος της Μολδαβίας υποδέχεται τον προερχόμενο από την Ρωσία αρχηγό της Επανάστασης Αλ. Υψηλάντη. Φορά στολή ιερολοχίτη. Ο σταυρός απουσιάζει στο σήμα του. Το χαμένο χέρι του είναι το αριστερό αντί για το δεξί. Η σημαία του είναι παραλλαγμένη και ο Φοίνικας δυσδιάκριτος.

 

Έτσι, επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης θα διαβεί τον ποταμό Προύθο αλλά αργότερα θα υποστεί οδυνηρή ήττα στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821). Στα γεγονότα των Ηγεμονιών ο Ξάν­θος, όπως είναι φυσικό, ως άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον Υψηλάντη έχει σημαντική ανάμειξη. Καθώς ο ίδιος γράφει – μιλώντας πάντα σε τρίτο πρόσωπο – στα Απομνημονεύματά του «εφοδιάσας [ο Ξάνθος] από Ισμαήλ τους εν Γαλατζίω και Προύτω στρατιώτας με όσα άρ­ματα ηδυνήθη να προμηθευθή από τον στρα­τηγόν Τουσκώφ… και με αρκετά βαρέλια πυρίτιδος και δέκα εννέα πυροβόλα (κανόνια) εξ ων τα δέκα έξ εστάλησαν κατά παραγγε­λίαν του από την Οδησ­σόν διά θαλάσσης… έτι δε ευκολύνας την εις Μολδαυίαν διάβασιν πολλών άλλων ομογε­νών… προμηθεύων τους μεν με φορέματα, τους δε με άρματα και πολλούς αυτών με χρήματα κ.λπ. κ.λπ.».[23]

 

Αγωνιστές από το κίνημα της Μολδοβλαχίας (1821), που κατέφυγαν στην Ελβετία: 1. Καραμπούλης, υπασπιστής του Γεωργάκη Ολυμπίου, 2. ένας Σουλιώτης, 3. ένας Αθηναίος, 4. ένας Σέρβος, 5. ένας Ρουμελιώτης, 6. ένας Αλβανός. Δημοσιεύεται στο Γ. Τσούλιος- Τ. Χατζής (επιμ.), «Ιστορικόν Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1970, σ. 59.

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, επικεφαλής του Ιερού Λόχου.
Πέθανε σε ένα πανδοχείο της Βιέννης τον Ιανουάριο του 1828. Ήταν 36 ετών. Μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού κινήματος, του οποίου ηγήθηκε, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι, φυλακίστηκε το 1821, ως πολιτικός κρατούμενος από τους Αυστριακούς, μαζί με τα αδέρφια του Νικόλαο και Γεώργιο και άλλους συντρόφους του. Έμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1827 στα φρούρια Munkatz και Theresienstadt. Οι σκληρότατες συνθήκες κράτησης υπέσκαψαν την υγεία του και το 1828, που του δόθηκε χάρη, οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και έφυγε από τη ζωή.
Ελαιογραφία, Συλλογή Προσωπογραφιών Ε.Ι.Μ.

Μετά από τα τραγικά γεγονότα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τη φυλάκιση του Υψηλάντη από τους Αυστριακούς, γεγονότα για τα οποία ο Εμμ. Ξάνθος υπόσχεται στα Απομνημονεύματά του[24]– χωρίς ωστόσο να τηρήσει την υπόσχεσή του – ότι θα γράψει: «εις άλλην δε ευκαιρίαν θέλω γράψει και τα διατρέξαντα εις την Μολδοβλαχίαν μετά την έξοδον εκεί του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, τας αιτίας της αποτυχίας του, τους αιτίους της καταστροφής του, την διαγωγήν των ακολούθων του, τας προ­δοσίας τινών, την αιτίαν επινοηθείσης Ιεράς σκάλας και άλλων τινών καταχρήσεων, ένεκα των οποίων προέκυψε τότε το μίσος των Μολδοβλάχων και η παρά τούτων καταδρομή των Ελλήνων», είναι επόμενο ότι και ο ίδιος πρέπει να εγκαταλείψει την περιοχή αυτή (26 Ιουνίου 1821) όπου δεν ήταν δυνατόν να πράξει κάτι το ουσιαστικό για την ελληνική υπόθεση.

Όπως ο ίδιος και πάλι αναφέρει, αναχώ­ρησε από τη Βεσσαραβία για την Ελλάδα μέ­σω Ουγγαρίας: «απελθών και είς Μογκάτζ προς επίσκεψιν του άτυχους Πρίγκηπος Αλε­ξάνδρου Υψηλάντου… μη λαβών δε την άδει­αν να τον ανταμώση, διευθύνθη διά της Πέστης  και Φιουμίου εις Αγκώνα».[25] Ο ίδιος εξάλλου αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού και όντας ακόμα στα μέρη της κεντρικής Ευρώπης περιέθαλψε πολλούς Έλληνες που είχαν καταφυγει στα μέρη αυ­τά μετά από τη διάλυση του στρατού του Υψηλάντη. Μάλιστα αναφέρει ότι μερικούς από αυτούς τους πήρε μαζί του και μέσω Αγκόνας τους προώθησε στα μέρη της Ελ­λάδας, όπου ο αγώνας είχε πλέον αρχίσει με πολύ καλύτερες προοπτικές από αυτόν των Ηγεμονιών. Τελικά ο Εμμανουήλ Ξάνθος, μαζί με τον Τσακάλωφ θα βρεθεί στην Πε­λοπόννησο και όπως χαρακτηριστικά ανα­φέρει πάντα στην τριτοπρόσωπη αφήγησή του «απελθών εις Τριπολιτσάν… κατώκησε παρά τω Δημητρίω Υψηλάντη, συναγωνιζόμενος και αυτός το κατά δύναμιν, διωρίσθη δε και μέλος είς μίαν επιτροπήν, διά να δικάση διαφοράν τινα μεταξύ του Αντιπροέδρου του Βουλευτικού [Θεοδωρήτου επισκόπου] Βρισθένης και τινών στρατιωτών».[26]

Είναι αλήθεια ότι εφεξής δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τα έργα και τη δράση του Εμμανουήλ Ξάνθου – άλλωστε είναι γεγονός ότι η εμπλοκή του και ο ρόλος του στην εξέλιξη των γεγονότων είναι πλέον περιορισμένος και εν πάση περιπτώσει ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας είναι η δική του φωνή, όπως φθάνει σε μας από ελάχιστα έγγραφα αυτής της περιόδου που δημοσιεύει στα Απομνημονεύματά του.

Έτσι γνωρίζουμε ότι ο Παπαφλέσσας – με τον οποίο βέβαια είχαν συνδεθεί από την περίοδο της παράλληλης δράσης τους ως Φιλικών στις Ηγεμονίες – με επιστολή του της 16ns Μαρτίου 1822 από την Τριπολιτσά τού ανακοινώνει διάφο­ρες κινήσεις του, ενώ η συμμετοχή του στην Επιτροπή που αναφέρει ο ίδιος, χρονολογείται, σύμφωνα με γράμμα και πάλι του Παπαφλέσ­σα, στα τέλη Ιουνίου 1823.[27] Σε ένα συστατικό γράμμα που υπογράφει ο Δημήτριος Υψη­λάντης στις 31 Ιουλίου 1823 φιλοτεχνεί ως εξής το πορτρέτο του Ξάνθου:

 

«Τον πατριώτην αυ­τόν αν δεν τον εγνωρίσατε προσωπικώς, σας τον παραδίδω διά του παρόντος μου ως ένα φρό­νιμον, ενάρετον, ειδήμονα πολλών πραγμάτων και όλως εξηρτημένον της Υψηλαντικής οικογενείας. Προ του Ιερού αγώνος ηγωνίσθη με όλην την απαιτουμένην προθυμίαν, σταθερό­τητα και ειλικρίνειαν και ήδη δε δεν επρόκρινε να ησυχάζη, αλλ’ ήλθε διά να προσφέρη και το εκ μέρους του έργον εις την πολιτικήν μας ανόρθωσιν…».[28]

 

Ίσως η περιγραφή αυτή του Ξάνθου από τον Δημ. Υψηλάντη αποτελεί ένα από τα καλύτερα σύντομα αλλά περιεκτικά «βιογραφικά σημειώματα» του πατινιώτη Φιλικού.

Πάλι ο Δημ. Υψηλάντης, γράφοντας προς τον Νικήτα Σταματελόπουλο την 1η Αυγούστου 1823, θα μιλήσει γι’ αυτόν με τα ίδια θερμά λόγια και παράλληλα θα μας δώσει την πληροφορία ότι ο Ξάνθος «υπάγει εΐς Αθήνας διά να περιηγηθή τας εκεί αρχαιότητας»,[29] ενώ με άλλο γράμμα του, της 29ns Σεπτεμβρίου 1823, ο Υψηλάντης και πάλι παρακαλεί τον Ξάνθο από την Τριπολιτσά να πασχίσει να δανεισθεί εξ ονόματος του πεντακόσια γρόσια «διά να μην καταντήσω να πωλήσω το ωρολόγιόν μου και την ταμπακέραν μου».[30]

Αποσπασματικές πληροφορίες, οπωσδήποτε, αλλά μας παρέχουν τη βεβαιότητα ότι ο Εμμ. Ξάνθος, που βρέθηκε μέσα στο κλίμα της υψηλαντικής οικογένειας όταν προσπάθησε και πέτυχε να πείσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, μέσα σ’ αυτό εξακολουθεί να παραμένει το προχωρημένο έτος 1823, διατηρώντας τώρα στενή σχέση με τον άλλο Υψηλάντη, τον Δημήτριο, μολονότι η προσκόλληση στην υψηλαντική συνάφεια δεν παρείχε σοβαρά εχέγγυα για σταδιοδρομία και αξιώματα.

Εφεξής υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην πλη­ροφόρησή μας για τις κινήσει του Εμμ. Ξάν­θου, το οποίο πρέπει να έχει σχέση και με τον μειωμένο ρόλο του στα δρώμενα της επαναστατικής περιόδου. Πάντως έχουμε την πληροφορία, από τον ίδιο,[31] για ένα ταξίδι του στη Ζάκυνθο τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1826 (όταν κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο), ενώ τον Οκτώβριο 1827 από μία άλλη επιστολή του Δημ. Υψηλάντη μαθαίνουμε ότι ο Ξάνθος εγκατέλειψε το ελληνικό έδαφος και μέσω της Κωνσταντινούπολης – στην οποία δεν τόλμησε να αποβιβαστεί – στα μέσα Σεπτεμβρίου 1827, κατευθύνθηκε προς την Οδησσό. Ο Δ. Υψηλάντης εξάλλου στην ίδια επιστολή συνιστά στον Ξάνθο να επισκεφθεί τη μητέρα του Ελισάβετ και τον γαμπρό του και να τους παρακαλέσει να του στείλουν χίλια φλουριά για να γλυτώσει από τους δανειστές του.[32]

Ο Ξάνθος μετά από το ταξίδι της επιστροφής στα πολύ οικεία γι’ αυτόν μέρη των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών πρέπει να εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι. Πράγματι εκεί θα του στείλει ένα γράμμα, με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1832, από την Οδησσό ο παλιός σύ­ντροφός του και συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο οποίος, γράφοντάς του, του αρχίζει με το εμβληματικό:

«Ύστερα από τόσων χρόνων σιωπήν με­ταξύ μας μαθών πού ευρίσκεσαι σοι γράφω. Κατά τύχην προχθές εντάμωσα τον μίαν φοράν δοΰλον σου Μανώλην, oστις μοι είπεν ότι ευρίσκεσαι εις Βουκουρέστιον… σοι στέλλω λοιπόν το παρόν σύντομον διά να λάβω απόκρισιν, να σε γράψω πλέον εκτεταμένως και να ειπώμεν τα πάθη μας αμοιβαίως».[33]

Για την ίδια χρονιά (1832) διαθέτουμε επίσης την πληροφορία ότι η σύζυγος του Ξάν­θου, Σεβαστή, απέστειλε μία επιστολή στην Ε’ Εθνική Συνέλευση και ζητούσε «το έλεος του έθνους διά την εκ της δυστυχίας εσχάτην αμηχανίαν» της οικογένειάς της.

Τα «πάθη» των δύο παλαιών συντρόφων, που αναφέρει στην επιστολή του ο Τσακάλωφ, την οποία μνημονεύσαμε λίγο πριν, φαίνεται ότι είναι πολλά και στην περίπτωση του Εμμανουήλ Ξάν­θου. Η αναχώρησή του από την Ελλάδα και η αδράνειά του δηλώνεται και από μία ακόμα επιστολή του άλλου παλαιού δραστήριου Φιλικού, Αθ. Ξόδιλου.

 

Επιστολή Αθανασίου Ξόδιλου προς Εμμανουήλ Ξάνθο. Ρένι, 30 Μαρτίου 1821. Δημοσιεύεται στο «Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου», τ. Γ’, Αθήνα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 2002.

 

Ο τελευταίος, γράφοντας από το Γαλάτζι στις 11 Ιουνίου 1836, θα μας δώσει ακόμα μια πληροφορία για τον Ξάνθο, ότι δηλαδή, μολονότι η «…Ελλάς ήρχισε να υπάρχη εν μέσω των δεδοξασμένων λαών. Πρέσβεις της εις όλας τας μεγάλας του κόσμου πόλεις, πρόξενοι και υποπρόξενοι και εις τους παραμικρότερους του εχθρού λιμένας, ο Ποθητός εις Γαλάτζιον, ο Φωκιανός εις Βεσσαραβίαν και τα λοιπά. Ο Ξάνθος εις το μοναστήριον του Μαρτζινενίου!»[34] Η πληροφορία αυτή για την παραμονή του Ξάν­θου επί έξι χρόνια στο παραπάνω μοναστήρι, που βρίσκεται κοντά στο Βουκουρέστι, «φιλοσοφών και ασκητεύων εν τη ερημία μακράν των θορύβων του μεγάλου κόσμου», έρχεται να διασταυρωθεί από ορισμένες επιστολές του 1836, η κατάθεση των οποίων στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος έγινε το 1962 από τον Τάκη Σταύρακα, κατόπιν επιθυμίας της συζύγου του, τρισεγγονής του Εμμ. Ξάνθου, Χρυσάνθης Παυλοπούλου.[35]

Όμως  ο Αθ. Ξόδιλος, στην ίδια επιστολή που αναφέραμε παραπάνω, θα πληροφορήσει τον Εμμ. Ξάνθο και για κάτι άλλο, το οποίο συνάπτεται με τα γεγονότα που θα συντελέσουν ώστε αυτός να επανέλθει στο προσκήνιο και μάλιστα στο συγγραφικό προσκήνιο. Συγκεκριμένα, ο παλιός Φιλικός πληροφορεί τον φίλο του ότι είδε «…εις τα πιεστήρια του τύπου των Αθηνών… Ιστορία των τρεξάντων εν Βλαχοπογδανία εκδιδομένη από τινα, αλλά δεν εννοώ πόθεν λαμβάνουν τας πηγάς τού­των των πραγμάτων να τα ιστορήσουν. Ίσως πάλιν καθώς άλλοτε ο Φιλήμων, οικειοποιηθή και αυτός προ δείξιν του βιβλίου του…».

Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βιβλίο αναφέρεται ο Ξόδιλος και αν αυτό εκδόθηκε, γνωρίζουμε όμως ότι ο Εμμ. Ξάνθος, μόνος αυτός από τους τρείς πρωταγωνιστές για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, ήδη έχει αναλάβει και συγγραφικές πρωτοβουλία. Και τούτο επειδή, πολύ πιθανόν, κατά τη διάρκεια του Αγώνα συνέγραψε κείμενο γνωστό με τον τίτλο: «Έκθεσις ανωνύμου τινός αφορώσα  τας αρχάς και τας αποστολάς της Εταιρείας μέ­χρι της Επαναστάσεως». Το κείμενο αυτό το αναφέρει ο Ξάνθος και στα Απομνημονεύμα­τά του, αλλά είναι γνωστό και από την πε­ρίληψή του που δημοσίευσε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος στα Πολιτικά Παράλληλά του,[36] κάνοντας  λόγο για τις πηγές του, ενώ στο κείμενο αυτό αναφέρεται και ο Ιωάννης Φιλήμων στον πρόλογο του Δοκιμίου περί της Φιλικής Εταιρείας. «Δεν διέσπειρεν ολιγωτέραν πλάνην Ανώνυμός τις Έκθεσις αφορώσα τας αρχάς  και τας αποστολάς της Εταιρείας μέχρι της εποχής του Α. Υψηλάντη. Την έχομεν υπ’ όψιν χειρόγραφον… Ο ανώvυμος συγγραφευς της, τον οποίον συμπεραίνομεν τον Εμμανουήλ Ξάνθον, περιγράφει με φίλαυτον υπερβολήν τα περί της θέσεως του ως προς την Εταιρείαν».

Και αν για την «Έκθεσιν» είναι δυνατόν να υπάρξουν κάποιες αμφιβολίες αν πρόκειται για πόνημα του Ξάνθου, λόγω ακριβώς της ανωνυμίες του, το «Υπόμνημα» του έτους 1835 είναι ασφαλώς κείμενο του Ξάνθου.[37] Σύμφωνα με σημείωμα επί του χειρογράφου του ομογενούς στο Βουκουρέστι Γρηγορίου Θεο­χάρη «η εξιστόρησις αύτη, από φύλλα είκοσι, εγράφη παρά του αοιδίμου Εμμανουήλ Ξάν­θου, κατά την εις Τελέγκαν χωρίον του θέματος Πράχοβας της Βλαχίας διατριβήν του τω 1835 έτει από Χριστού».[38]

Το κείμενο της ανώνυμης «Εκθέσεως» και εκείνο του «Υπομνήματος» δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές και πάντως δεν φαίνονται να επιζητούν να αντικρούσουν τη συγγραφή κάποιου άλλου προσώπου που ενδεχομένως μείωνε τη συνεισφορά του Ξάνθου για την οργάνωση και δράση της Φιλικής Εταιρείας. Παράλληλα, είναι γεγονός ότι περιέχουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τα προκαταρκτικά του Αγώνα, μολονότι είναι κείμενα σύντομα και περιληπτικά.

Όμως  η κατάσταση αυτή αλλάζει άρδην το 1837, όταν ο Εμμ. Ξάνθος, με νέο κείμε­νό του, σκοπεύει τώρα να ανασκευάσει τις απόψεις άλλου συγγραφέα. Τα γεγονότα έχουν ως εξής. Το 1834 ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας,  γράφοντας  με βάση κυρίως τις προφορικές αφηγήσεις του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου («ο Αναγνωστόπουλος εξεπλήρωσε το καθήκον αυτού βοηθήσας ημίν ο μόvoς από μνήμης») κατηγόρησε τον Ξάνθο για κακή διαχείριση των χρημάτων της Φιλικής Εταιρείας. Άλλωστε, υπήρχε πάντα μεταξύ Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου ανοικτή η διαμάχη για το ποιός υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, ο Ξάνθος υποστήριζε ότι ανήκει στην πρώτη τριάδα της Εταιρείας, ενώ για τον Αναγνωστόπουλο υποστήριζε ότι κατηχήθηκε πολύ αργότερα από εκείνον, δηλαδή το 1817. Αντίθετα, ο Αναγνωστόπουλος υποστήριζε ότι ο ίδιος είχε κατηχηθεί από το 1814, ενώ ο Ξάνθος αργότερα από αυτόν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η αρχική καλή σχέση και συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών, κατά τα πρώτα αποφασιστικά βήματα της Εταιρείας, όπως είδαμε, θα μεταβληθεί σε ανοιχτή έχθρα.

Έτσι ο Εμμανουήλ Ξάνθος βρίσκεται στην ανάγκη να επιστρέψει το 1837 στην Ελλάδα και το ίδιο έτος να συγγράφει πρώτα το «Υπόμνημα». Το απολογητικό αυτό κείμενο (πρώτος το επισήμανε ο Τάκης Κανδηλώρος το 1926 αλλά παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1931, όταν δημοσιεύτηκε από τον A. Α. Παπανδρέου στην εφημερίδα Αγών της Δωδεκανήσου), προκειμένου να ανασκευάσει όσα έγραψε εναντίον του ο Φιλήμων.

Στο «Υπόμνη­μα» αυτό, που αποτελεί οιονεί απολογία του,[39] γίνεται συνεχής αναφορά στα κεφάλαια του Δοκιμίου τον Φιλήμονα, προκειμένου να αντικρούσει τα γραφόμενά του. Αξίζει εξάλλου να σημειώσουμε ότι για πρώτη φορά ο Ξάνθος θα προβεί και στη δημοσίευση εγγράφων, ενώ και το «Υπόμνημα», όπως  άλλωστε και τα δύο πρώτα κείμενα που συνέταξε, δημοσιεύεται ανώνυμα (ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τα αρχικά α.ω.).

 

Προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου στην πλατεία «Φιλικής Εταιρείας» στο Κολωνάκι. Έτος Κατασκευής: 1930. Καλλιτέχνης: Θωμάς Θωμόπουλος.
Φωτογραφία, από τον ιστότοπο των atenistas. Φωτογράφος: Δήμητρα Θεοδωρίδου.

 

Μολονότι, όπως είπαμε, το κείμενο της Απολογίας (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, χφ. 2212) δεν δημοσιεύτηκε στον καιρό του αλλά πολύ αργότερα, το 1931, φαίνεται ότι ο Ιωάννης Φιλήμων πληροφορήθηκε το περιεχόμενό της, επειδή το 1839 κιόλας αρθρογραφώντας στην εφημερίδα Αιών,[40] αποκαθιστά την προσωπικότητα του Ξάνθου, παραδεχόμενος ότι «υπέπεσεν εξ αγνοίας εις παραδρομάς τινας, ως προς το πρόσωπον του Ξάνθου ιδιαιτέρως». Μάλιστα αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι ακόμη και το Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, που θα εκδώσει ο I. Φιλήμων το 1845, ουσιαστικά αποτελεί μία ανασκευή του Δοκι­μίου του περί της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία ασφαλώς και η διένεξη Ξάνθου – Αναγνωστόπουλου συνέβαλε αρκετά.

Ωστόσο, και παρά την αναγνώριση του λάθους εκ μέρους του Φιλήμονος, ο Εμμανουήλ Ξάνθος θα προχωρήσει στη σύνταξη και έκδοση των Απομνημονευμάτων του το 1845, στα οποία μετά από μια σύντομη έκθεσή του για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, προβαίνει, παράλληλα, στην έκδοση των γραπτών αποδείξεων για τους ισχυρισμούς του, δηλαδή παραθέτει 168 έγγραφα, τα οποία αποτελούν πρωτογενές υλικό για την ιστορία της Εταιρείας και τη δράση του ίδιου αλλά και πολλών από τα πρώτα μέλη της, που έδρασαν κυρίως στις Ηγεμονίες και στη Ρωσία.

Με άλλα λόγια ο Εμμ. Ξάνθος τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει τόσο κατά τη σύνταξη της «Εκθέσεως» του όσο και κατά τη σύνταξη του Υπομνήματος ότι πρόκειται να παρουσιάσει τις γραπτές πηγές τις οποίες επικαλείται. Έτσι κατά κάποιο τρόπο απαντά και στην πρόκληση του Ιωάννη Φιλήμονα, ο οποίος στην πρώτη έκδοση του Δοκιμίον πε­ρί της Φιλικής Εταιρείας, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για την «Έκθεση» του Ξάνθου, τον καλούσε να δημοσιεύσει τα έγγραφα που κατέχει: «…καθίσταται τοιουτοτρόπως επι­θυμητή η εκπλήρωσή της υποσχέσεώς του. Eις το έργον τούτο δύναται μεγάλως να ευκολυνθή διά των αποτεταμιευμένων εις αυ­τόν εγγράφων της Εταιρείας και των οποίων ημπορεί να έχη ιδεών περί αυτής πλέον κα­θαρών παρά τας οποίας έγραψε».

Σέκερης Παναγιώτης, Ελαιογραφία. Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.

Όπως από την αρχή υπαινιχθήκαμε, κατά την ώρα του απολογισμού της προεπαναστατικής και επαναστατικής δράσης πολλά πάθη και αντιθέσεις ήρθαν στο φώς, πολλοί διεκδίκησαν πολλά, άλλοτε υπερεκτιμώντας και άλλοτε υποεκτιμώντας τις καταστάσεις και τα γεγονότα στα οποία είτε έλαβαν μέρος είτε θεωρούσαν ότι είχαν το «δικαίωμα» να αναφερθούν ως αντικειμενικοί παρατηρητές. Η περίπτωση του Εμμ. Ξάνθου νομίζουμε ότι αναδεικνύει το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις. Αλλά και μία επιστολή του Παναγιώτη Σέκερη, της 30ns Αύγουστου 1839, από την Ύδρα πλαισιώνει τα πράγματα πολύ καλά.

Γράφει λοιπόν ο Σέκεpnς: «Επληροφορήθην ότι καταγίνεσαι εις την έκδοσιν της ιστορίας μας· τολμώ να σου προ­βάλλω ότι να μην την δώσης εις τύπον προ του να την ιδώ, διά να μην υποπέσης εις λάθη (παροργιζόμενος δικαίως κατά του Αναγνωστοπούλου) εάν δε και δεν θελήσης να κάμης την γνώμην μου, ενθυμήσου ότι το έργον είναι σπουδαίον κτλ., ενθυμήσου τέλος πάντων ότι θέλεις εύρει πολλούς αυστηρούς κριτάς και προ πά­ντων το δημόσιον· μη παραλείψης, καθώς ο αχάριστος Περραιβός, τους όσους συνέδραμον. Δεν ανήκει αυτή η τιμή (εάν ήναι τιμή) εις τους αρχηγούς μόνον, αλλά και εις όλους τους συνεργάτας και συντελέσαντας· μάθε ότι σώζονται και εις χείραν μου απο­μνημονεύματα και διά να γίνη τέλειον το σύγγραμμα κρίνω εύλογον να συνεννοηθώμεν… πολλούς κόπους και δρόμους ξηρών και θαλασσών και πο­ταμών έκαμεςςκάμε ακόμη εν μικρόν και έλα να με εύρηβ…».

Πέραν τούτων όλων όμως ο εντοπισμός του αρχείου του Εμμανουήλ Ξάνθου και η εν συνεχεία η συστηματική έκδοσή του σε τρεις τόμους από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (Αθήνα 1997, 2000, 2002) έρχεται να φωτίσει την πολυποίκιλη δράση της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Παράλληλα, έρχεται να μας υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε το αρχείο και τις δυσκολίες που ενδεχομένως είχε και ο ίδιος ο Ξάνθος να συμβουλευθεί τα έγ­γραφά του, καθώς αυτά στους ταραγμένους καιρούς που έζησε και έδρασε είχαν διασκορπιστεί για διάφορους λόγους στη Ζάκυνθο, στην Πάτμο, στη Σάμο, στο Κισνόβι.

Εκτός από τη συγγραφική – απολογητική δράση του Εμμ. Ξάνθου γνωρίζουμε ότι ο βασιλιάς Όθων το 1838 του είχε απονείμει τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις αυτού υπέρ της πατρίδος», ενώ το 1839 διορίστηκε διοικητής στην Ύδρα, θέση από την οποία γρήγορα απομακρύνθηκε. Υπηρέτησε ακόμα για επίσης λίγο διάστημα στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

 

Ο τάφος του Εμμ. Ξάνθου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Φωτογραφία: Τηλέμαχος Ευθυμιάδης.

 

Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 1851 όταν αποχωρώντας από τη Βουλή έπεσε από τη σκάλα και τραυματίστηκε θανάσιμα. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού και θάφτηκε στο Α’ Νεκροταφείο όπου και σήμερα ο τάφος του, ενώ η προτομή του, έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, στήθηκε στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Κολωνάκι), στις 21 Δεκεμβρίου 1930, στην επέτειο της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με δαπάνη των Δωδεκανησίων της Αιγύπτου και κυρίως του Σκεύου Ζερβού· στην ίδια περιοχή, κατά την ονοματοδοσία των δρόμων της Αθήνας του 1884, πήρε το όνομά του μικρός δρόμος, που διασταυρώνεται με τη σημαντικότερη οδό Παναγ. Αναγνοστοπούλου.

 

Υποσημειώσεις


[1] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 14.

[2] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.

[3] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.

[4] Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 138 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 3-6,209-222.

  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.
  • Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 138-139.

[7] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 210-223.

[8] Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 142-144.

[9] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα σ. 59.

[10] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 23.

[11] Τ. Κανδηλώρος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 199.

[12] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 63 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 23.

[13] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 225 κ.εξ., όπου η έκδοση χειρόγραφου κατάστιχου του Εμμ. Ξάνθου του έτους 1819.

[14] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 69, 142,153,158.

[15] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 27.

[16] I. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 59.

[17] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 40.

[18] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 21.

[19] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 28.

[20] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 139-140.

[21] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 182-183.

[22] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 30-31.

[23] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 48.

[24] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 52.

[25] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 48.

[26] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 49.

[27] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 190-191.

[28] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 192-193.

[29] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 193.

[30] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 193-194.

[31] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. οβ’.

[32] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 195.

[33] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 196.

[34] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 197.

[35] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, τ. Α’, σ. οβ’.

[36] Α. Χριστόπουλος, Πολιτικά Παράλληλα, σ. 151-157.

[37] Εθνική Βιβλιοθήκη, χ. φ., αρ. 48, φάκ. 1557.

[38] Το «Υπόμνημα» παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1901, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αρμονία από τον Δημήτριο Καμπούρογλου.

[39] Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, χφ. 2212.

[40] Εφημερίδα Αιών, αρ. φ. 48-49.

 

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος – Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη – Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Tάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Φιλικά Κείμενα. Εμμανουήλ Ν. Ξάνθου Απολογία, Παν. Αναγνωστοπούλου Παρατηρήσεις», π. Μνημοσύνη 7 (1978-1979), σ. 3-114.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Βασίλης Παναγιωτοπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής Επανάστασης», Ιστορία του Νέον Ελληνισμού 1770-2000, επιμέλεια Β. Παναγιωτόπουλος, τ. 3, Αθήνα, 2003, σ. 9-32.
  • Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Οι Τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία-Εμμ. Ξάνθος και Παν. Καραγιάννης», π. Ο Ερανιστής, (1964), σ. 138-157.
  • Κωστής Παπαγιώργης, Εμμανουήλ Ξάνθος ο Φιλικός, Αθήνα 2005.
  • Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834.
  • Γεώργιος Δ. Φράγκος «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα 1975, σ. 424-432.
  • Χαρ. Χολέβας, Νικόλαος Σκουφάς, ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1971.
  • Αθανάσιος Χριστόπουλος, Πολιτικά Παράλληλα, Παρίσι 1833.

 

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

 

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »

Στην Ερμιόνη παρουσιάζεται το ιστορικό δράμα «Νικόλαος Γαλάτης» του Σπύρου Ευαγγελάτου


 

Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης και ο Θεατρικός Όμιλος Ερμιονίδας παρουσιάζουν το ιστορικό δράμα του Σπύρου Ευαγγελάτου «Νικόλαος Γαλάτης» σε διασκευή Τίνας Αντωνοπούλου και σκηνοθεσία Δημήτρη Σίδερη, το Σάββατο 23 Μαρτίου 2019 στο Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης. Συμμετέχει το Γυμνάσιο και το Λύκειο Ερμιόνης.

Η εκδήλωση γίνεται στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για τη Γ’ Εθνοσυνέλευση  (1827) στην Ερμιόνη.

Σπύρος Α. Ευαγγελάτος

O σκηνοθέτης Σπύρος Α. Ευαγγελάτος (1940-2017) υπήρξε ένας από τους  σημαντικότερους σκηνοθέτες του Ελληνικού θεάτρου, πανεπιστημιακός δάσκαλος και Ακαδημαϊκός. Σπουδαίος δημιουργός, με πλήθος σκηνοθεσίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος  (1977-1980).

Συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ για πρώτη φορά το 1964, με τη διπλή ιδιότητα του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη, παρουσιάζοντας το ιστορικό δράμα «Νικόλαος Γαλάτης», με την οποία το ΚΘΒΕ συμμετείχε στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου.

 

Νικόλαος Γαλάτης

Φιλική Εταιρεία

Ο Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε το 1792 στην Ιθάκη. Στη Φιλική Εταιρεία τον μύησε στις 7 Ιουλίου 1816 στην Οδησσό ο Σκουφάς, λίγο μετά την ίδρυσή της. Τον Σκουφά, στην κυριολεξία, τον κατέκτησε ο Γαλάτης με την ευφυΐα του.

Ο Τσακάλωφ, φέρεται ως κατηγορών τον Γαλάτη, ότι ζητούσε χρήματα από την Εταιρεία, άλλως θα τους πρόδιδε στην Πύλη. Λέγεται, επίσης, ότι ο Γαλάτης ήθελε να του δώσουν το Ταμείο και τα Αρχεία της Εταιρείας, για να είναι αυτός το «Κέντρον». Και τότε κατά τον Πατριαρχέα, οι Φιλικοί γνωμοδότησαν για το θάνατό του.

Αυτός που εξετέλεσε, κατ’ εντολήν των Φιλικών, τον Γαλάτη, ήταν ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα στρατιωτικά σώματα των ξένων στα Επτάνησα. Επειδή δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν στην Πόλη, χάλκευσαν, το 1819, μια αποστολή στο Μοριά, όταν ο Γαλάτης ήλθε με τον υπηρέτη του, όπου τον σκότωσε ο Δημητρακόπουλος, που ήξερε από όπλα. Ο φόνος έγινε στην Ερμιονίδα. Ο Τσακάλωφ που παρευρίσκετο, φυγαδεύτηκε πρώτα στη Μονεμβασιά και από εκεί στη Μάνη και Ιταλία…

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019 και ώρα 8:00 μ.μ. Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης (Συγγρού).

Η παράσταση Θα επαναληφθεί τη Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019 την ίδια ώρα και στον ίδιο χώρο.

Συνδιοργάνωση: Δήμος Ερμιονίδας

Σχετικά θέματα:

 

 

 

Read Full Post »

Ο αμφιλεγόμενος Φιλικός Νικόλαος Γαλάτης και η εκτέλεσή του


 

Ένας από τούς σημαντικότερους και πιο δραστήριους Φι­λικούς, αλλά και μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, υπήρξε ο Ιθακήσιος Νικόλαος Γαλάτης, γόνος αρχοντικής οικογένειας και με ξεχωριστή παιδεία, γεννημένος το 1790-1794. Σύμφωνα με έγγραφα, αγγλικά και ρωσικά, του 1816-1817, αλλά και προσωπική του κατάθεση στις αγγλικές Αρχές της Επτανήσου, πριν φύγει για την Οδησσό (1816), έρχεται στην Αθήνα, όπου και γίνεται μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας, υπηρετεί στην επτανησιακή εθνοφρουρά, και γνωρίζοντας καλά γαλλικά και ιταλικά, υπηρετεί για ενάμιση περίπου χρόνο, ως γραμματικός του Αλή Πασά. [1]

Ο Ν. Γαλάτης φθάνει στην Οδησσό στα 1816 κι αμέσως έρχεται σε επικοινωνία με τους πρωταγωνιστές της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας. «Κατ’ ε­κείνην δε την εποχήν (δηλ. 1816) -λέει ο Εμμα­νουήλ Ξάνθος- ήλθεν εις Οδησσόν κάποιος Νικό­λαος Γαλάτης, όστις εκαυχάτο ότι ήταν συγγενής του Κόμητος Καποδίστρια, και ότι διά υποθέσεις σημαντικάς, είχε σκοπόν να απέλθη εις Πετρούπολιν προς αντάμωσίν του. Ο Σκουφάς, άγρυπνος παρατηρητής όλων των ομογενών, επρόσεξε και εις αυτόν, και φιλιωθείς μετ’ αυτού εστοχάσθη να τον εισάξη εις την Εταιρείαν και τω όντι, κατηχηθείς και μαθών την Αρχήν, υπεσχέθη μεγάλα πράγματα· ο Σκουφάς λοιπόν τον εφοδίασε με έξοδα και συστατικά εις τους εν Μόσχα Τοακάλωφ, Κομιζόπουλον και άλλους φίλους, οίτινες τον υπεδέχθησαν με πολλήν περιποίησιν και τον εσύστησαν εις τον Πρίγκηπα Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον τον Φυραρήν και τον οποίον κατήχησεν εις την Εταιρίαν, της οποίας εδέχθη με μεγάλον ενθουσιασμόν το μυ­στήριον. Έφθασεν εκεί, αλλά με την κακήν και άφρονα διαγωγήν του ηνάγκασε την Διοίκησιν να τον αποπέμψη εκτός των συνόρων, και ούτος απήλθεν εις Μολδαυΐαν, όπου ευρισκόμενος κατεχράτο του μυστηρίου της Εταιρίας προς όφελος και ευχαρίστησιν των παθών του» [2].

Φιλική Εταιρεία

Ο Φιλικός Γεώργιος Λεβέντης, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ν. Γαλάτη, κατά την παραμονή του στη Μολδαβία, τον κατηγορεί για τυχοδιωκτισμό, γράφοντας στα απομνημονεύματά του:

«Του πολυθρύλητου Γαλάτου ο βίος είναι λίαν περίεργος και τυχοδιωκτικός. Πρώτον μετέβη αυτός εις Οδησσόν περί τα τέλη του 1816, φορών άγγλου στρατιώτου στολήν· διά της σπανιάς ευφυΐας του και της περί το λέγειν δεινότητας εφείλκυσε πολλούς προς εαυτόν και ταχέως εγένετο φίλος των εκεί μελών της αρχής, Νικολάου Σκουφά, Εμμανουήλ Ξάνθου και Αθανασίου Ταακάλωφ. Οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, πιστεύσαντες εις τους λήρους του Γαλάτου, ανεκοίνωσαν αυτώ το μέγα μυστήριον και συμπερέλαβον αυτόν ως μέλος της αρχής, ελπίζοντες ότι θα συνετέλει εις του μεγάλου επιχειρήματος την αισίαν έκβασιν. Εν Πετρουπόλει εξετραχηλίσθη εις τοσαύτα πλημμελήματα, ώστε η ρωσική κυβέρνησις, ει και ανακαλύψασα τα κατά την εταιρίαν εκ των συλληφθέντων εγγράφων του, ηρκέσθη μόνον ίνα αποπέμψη αυτόν εκ Ρωσίας, τον συνέστησε δε πάνυ γενναίως και φιλανθρώπως προς την εν Μολδαβία αρχήν, υπολαβούσα τας περί εταιρίας ιδέας του ως κενά πλάσματα νεανικής φαντασίας. Καθ’ υπερβολήν άσωτος ων, συνεχώς περιέπιπτεν εις αξιοποίνους και επίφοβους παρε­κτροπής, ο δε φιλογενής Λεβέντης αξίωσε εφιλοτιμήθη και εσπούδασεν ίνα προλάβη ή επανορθώ­ση τας αδικοπραγίας και την απληστίαν του, δαπανήσας εν άλω πλείονας των 40.000 ολλ. φλωρίων χάριν της Φιλικής Εταιρίας, ης τα συμφέροντα εξετίθει και εζημίου ο Γαλάτης» .[3]

Ο Ν. Γαλάτης κατά τη μετάβασή του στην Πετρούπολη, στα 1817, είτε με εντολή της Αρχής ή από δική του πρωτοβουλία, θα συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια και θα του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα που ο Καποδίστριας θα αρνηθεί. Αφηγείται για τη συνάντηση αυτή ο Καποδίστριας.

«Ο Γαλάτης ήλθε λοιπόν εις Πετρούπολιν και παρουσιάσθη εις εμέ. Έφερε την στολήν της Ιονίου Εθνοφυλακής και ετιτλοφορείτο κόμις! Η εμφάνισίς του, οι τρόποι του και οι πρώτοι του λόγοι μοι έ­καμαν κατ’ αρχάς να νομίσω ότι ο νέος ούτος ήτο τυχοδιώκτης. Εν τούτοις αι εξηγήσεις ας εφαίνετο επειγόμενος να μοι δώση με ήγαγον να μεταβάλω γνώμην. Τον άφησα να ομιλήση και τότε ενόησα ότι επρόκειτο περί πράγματος σοβαρωτέρου. Πράγματι ο Γαλάτης ήτο απεσταλμένος μυστικής εταιρείας αποτελουμένης αποκλειστικώς εξ Ελλήνων οι οποίοι εσχεδίαζον να ελευθερώσουν διά γενικής εξεγέρσεως την πατρίδα των εκ του τουρκικού ζυγού. Ο Γαλάτης ήρχετο να μοι προτείνη να γίνω αρχηγός της εταιρείας ταύτης και να διευθύνω συνεπώς τας ενεργείας της. Μοι προέτεινε να μοι αναγνώση τας οδηγίας και πάντα τα έγγραφα ων ή­το κομιστής». [4]

Ο Γαλάτης, που τον παρακολουθούσε η ρωσική Αστυνομία, θα συλληφθεί τότε και θα υποχρεωθεί να καταφύγει στη Μολδαβία. «Η ανάκρισις και τα έγγραφα, άτινα εκόμιζεν ο Γαλάτης, απεκάλυπταν τα σχέδια της μυστικής εταιρείας», γράφει ο Καποδίστριας. [5] Το γεγονός φανερώνει τουλάχιστον επιπολαιότητα από μέρους του Γαλάτη, που φαίνεται πως ενεργούσε χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις και με κάποιον επικίνδυνο παρορμητισμό.

«Ο Γαλάτης, γενόμενος Εταίρος, – λέει ο Ιωάννης Φιλήμων – έδειξεν απαραδειγμάτιστον ενθουσια­σμόν, τον οποίον υπεστήριζε το παρρησιαστικόν και τολμηρόν πνεύμα του. Υπέσχετο ως κατορθωτό όχι μόνον τα δύσκολα, αλλά και τα φύσει ακατόρθωτα». [6]

Αυτή η αυτοπεποίθηση και ο ενθουσιασμός θα τον οδηγήσουν σε απερισκεψίες και ακρότητες, τις οποίες επισημαίνει και ο Φιλήμων, γράφοντας:

«Τα πάθη εκείνα, όσα γεννώνται από την μεταξύ των δυνάμεων και των επιθυμιών ανισότητα, σύρουσι τον άνθρωπον εις τας μεγαλιτέρας παραδρομάς και ατοπίας. Τοιούτος δείκνυται ο Γαλάτης εις την εποχήν αυτήν (δηλαδή κατά την παραμονή του στην Πετρούπολη). Επιρρεπής και εις το καλόν και εις τον κακόν επίσης, κενόδοξος και αχαλίνωτος από το ορμητικόν του πνεύμα, δεν αφήκε τίποτε, απ’ όσα εδύναντο να ριψοκινδυνεύσωσι βεβαίως την υπόληψιν και ύπαρξιν της αρτιπαγούς Εταιρίας! Εκτίνει, όπου υπάγει, τους προσηλύτους· κατηχεί τον γηραιόν ηγεμόνα Α. Μαυροκορδάτον (τον Φυραρήν) και πολλούς μεγαλεμπόρους, και εμπνέει σέβας ενταυτώ και έκπληξιν εις όλους». [7]

Εκτός από τον Α. Μαυροκορδάτο, κατά τον Τ. Κανδηλώρο, ο Γαλάτης θα κατηχήσει στη Μόσχα τον Νικόλαο Πατσιμάδη, τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα και τον Μάνθο Ριζάρη. «Και οι τέσσερες ούτοι, εκ των επιφανεστέρων εν Μόσχα Ελλήνων, υπήρξαν και εκ των δραστηριωτέρων μελών της Φιλικής Εταιρίας, επομένως οφείλεται εθνική ευγνωμοσύνη εις τον Γαλάτην, διότι πρώτος αυτός διέσπασεν εν Μό­σχα τους πάγους του Βορρά, κατηχήσας σπουδαία και πανελληνίου φήμης πρόσωπα», λέει ο Τ. Κανδηλώρος. Για να ολοκληρώσει: «Δεν είχεν όμως ο Γαλάτης μόνον δυστυχώς δραστηριότητα. Είχε και ικανήν πονηριάν μετέχων των αρετών και των κακιών του παλαιού Αλκιβιάδου». [8]

Η αναγκαστική φυγή του από την Πετρούπολη και η εγκατάστασή του στη Μολδαβία θα ταυτισθούν με τις υποψίες που άρχισαν να έχουν κορυφαία μέλη της Φιλικής για πιθανότητα να προδώσει μυστικά της Αρχής, από απερισκεψία ή φιλοχρηματία. Ο ίδιος πάντως συνεχίζει τις κατηχήσεις, χωρίς όμως να παίρνει και τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης.

Απίθανος πρέπει να θεωρηθεί ο ισχυρισμός του Αμβροσίου Φραντζή ότι ο Γαλάτης, τον οποίον χαρακτηρίζει «ασήμαντον νέον και άσωτον υπέρ το δέον», αλλά που είχε «μεγάλην εμπειρίαν και επιτηδειότητα», κατά τη σύντομη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, στα 1818, «διά να δίδη φό­βον εις τούς εφόρους υπήγαινε συχνάκις εις τον Χαλέτ εφέντην (πρόεδρον όντα του οθωμανικού υπουργικού συμβουλίου)». [9]

Η απώλεια κάποιων εγγράφων, η αθρόα εγγραφή μελών στη Μολδαβία, παρά την εντολή της Αρχής να είναι περιορισμένη και ιδιαίτερα μυστική, και που μερικοί πίστευαν ότι γινόταν για την είσπραξη συνδρομών, οι συχνά απερίσκεπτες κινήσεις του και εξομολογήσεις του ανησύχησαν τούς κορυφαίους της Φιλικής, ότι πιθανόν ο Γαλάτης, με την όλη συμπεριφορά του, μπορούσε να προξενήσει ολέθρια αποτελέσματα στους στόχους της Φιλικής Εταιρείας. Ο Θ. Νέγρης, με γράμμα του από το Ιά­σιο (12 Απριλίου 1819), προς την Αρχή, επισημαίνει τη γενικότερα επιζήμια αποστολή «του μισογενούς τέραιος», καθώς αποκαλεί τον Γαλάτη, κατά τη δίχρονη παραμονή του εκεί. [10]

 

Η εκτέλεση

 

Ο θάνατος του Σκουφά, στα 1818, επιταχύνει τις εξελίξεις για την τύχη του Γαλάτη. Έτσι, στα μέσα του 1819, αποφασίζεται η εκτέλεσή του, με τη συγκατάθεση του Τσακάλωφ, του Ξάνθου, του Π. Αναγνωστόπουλου και πιθανώς και του Π. Σέκερη. Ο Γαλάτης παγιδεύεται από τον Τσακάλωφ, με την πρόταση ότι οι ανάγκες της Εταιρείας, ύστερα από έγγραφα οπλαρχηγών του Μοριά, επιβάλλουν τη μετάβαση του ίδιου και ορισμένων άλλων, ανάμεσά τους και ο Γαλάτης, στη Μάνη. Ήθελαν να τον δολοφονήσουν στην Ελλάδα και όχι στη Μολδαβία ή στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη αναταραχή στους κόλπους της Εταιρείας. Τη συνέχεια της δραματικής πορείας προς το θάνατο, μας περιγράφει ο Ξάνθος:

«Εν ω δε ο Ξάνθος ήτο εις το Πήλιον όρος, είχε επιστρέψει ο Πεντεδέκας από την Βλαχίαν μετά του ρηθέντος Γαλάτη· τούτον οι εκεί (δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη) Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος και Σέκερης υπεδέχθησαν φιλικώς και επεριποιούντο με καλόν τρόπον, αλλ’ αυτός κακοήθης ων, ωφελείτο από την περίστασιν των τρεχόντων πραγμάτων, διά να ενοχλή όσους εγνώρισεν αδελφούς της Εταιρίας, βιάζων αυτούς να του δίδωσι χρήματα επί τη απειλή προδοσίας. Εκείνοι δε φοβούμενοι, και δικαίως, τω έδιδον μεν, αλλ’ εταράττοντο διά την τοιαύτην φρικτήν κακοήθειαν και πολλά παράπονα κατ’ αυτού εγίνοντο, ώστε ο Τσακάλωφ και ο Δημητρακόπουλος (ο επιστρέψας εκ της Μάνης με γράμματα του ηγεμόνος Πέτρου Μαυρομιχάλη προς την Αρχήν) τον κατέπεισαν να επιβιβασθή με αυτούς διά την Μάνην, ως και έγινε. Φθάσαντες δε εις Ύδραν και εκείδεν μεταβαίνοντες διά τας Σπέτσας και μη υποφέροντες αφ’ ενός την κακίαν και διαφθοράν του, προβλέποντες δε αφ’ εφενός οι εταιρισταί, και το τόσον μεγά δυσκατόρθωτον έργον προχωρήσαν επί τοσούτον κατ’ ευχήν, δυνάμενον ευκόλως να ματαιωθή, μη φυλαττωμένης της απαιτουμένης εχεμυθίας, δύο κακών προκειμένων, απεφάσισαν υπέρ της σωτηρίας των πολλών, να θυσιάσωσιν ένα, και τω όντι τον εφόνευσαν εις την Ερμιόνην (Καστρί), όπου προς επίσκεψιν τινών ερειπίων είχαν υπάγει- αυτοί δε κατέφυγον εις την Μάνην». [11]

Ο Ξάνθος προσπαθεί να αποποιηθεί την ευθύνη για την εκτέλεση του Γαλάτη και λέει ότι ο φόνος αποφασίστηκε στην Ερμιόνη, ενώ είναι, από διάφορες πηγές, γνωστό πως η εκτέλεση είχε προαποφασισθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Ιωάννης Φιλήμων, αναφερόμενος στην εκτέλεση του Γαλάτη, το Νοέμβριο του 1819, γράφει.

«Αυτός (ο Τσακάλωφ) και ο Γαλάτης βηματίζονται εις παραλληλόγραμμον. Έφθασαν εις εν κοίλωμα, όπου ο Δημητρακόπουλος ειδοποιεί τον πρώτον, ότι είναι η ώρα. Ο Τσακάλωφ εντεύθεν δεν προοδεύει, υποκρινόμενος ότι παρατηρεί τι. Ο Δημητρακόπουλος λαμβάνει την θέσιν του και πυροβολεί τον Γαλάτην. Αυτός και πληγωμένος αποσύρει το ξίφος, και ορμά κατά μέτωπον προς τον φονέα του, όστις τον πυροβολεί εκ δευτέρου εις το στήθος και τον θανατώνει. [12]

Ο Γαλάτης έζησεν ως 1/4 της ώρας. Κατά τας τε­λευταίας ταύτας στιγμάς του εφώναξε δακρυρροών:«Αχ! Μ’ εφάγατε! Τι σας έκαμα;». Ο Δημητρακόπουλος συντρίβεται και περιχέεται από δάκρυα. Πλησιάσας δε τον ψυχορραγούντα, λέγει· «Ω, δυστυχή άνθρωπε. Τα δάκρυά μου είναι μάρτυς της καρδίας μου, ότι σ’ ελυπούμην· αλλά πώς άλλως ήτο δυνατόν να γλυτώσωμεν από την ανοικονόμητον κακίαν σου;».

Ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Νικόλαος, χαρακτηρίζει τον Γαλάτη «επικίνδυνο», υπογραμμίζει «την ξεδιάντροπη επιδειξιομανία του», αλλά δεν δικαιολογεί το φόνο του. Σημειώνει, αναφερόμενος στο θάνατό του:

«Καθώς αγωνιζόταν ν’ αγκαλιάσει το δέντρο, το μοναδικό μάρτυρα που θα μαρτυρήσει μετά το θά­νατό του την αθωότητά του, την πίστη του και το ζήλο του για την πατρίδα, ένα τρομπόνι ρίχτηκε στην πλάτη του από ένα φίλο. Είναι αυτό το ίδιο δέντρο που, με τα πυκνά και σκοτεινά κλαριά του, σκεπάζει τώρα τη στάχτη του και που στον αυλακωμένο από τον κεραυνό κορμό του αρκετοί από τους συμπολίτες του πρότειναν, αντί επιταφίου, να χαραχτούν τα τελευταία λόγια που πρόφερε παραδίνοντας το πνεύμα: Τι σας έκαμα;» [13]

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.

 

Ο Τόμας Γκόρντον (Thomas Gordon) αποδίδει ευθύνες για τη δολοφονία και στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που έγινε Φιλικός στις αρχές του 1820 και αργότερα Γενικός Επίτροπος της Φιλικής Εταιρείας, λέγοντας:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο φόνος αυτός οργανώθηκε από τους κυριότερους Φιλικούς, και δεν έλειψαν εκείνοι που τον απέδωσαν στον Υψηλάντη, επειδή, σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή, έβλεπε στο πρόσωπο του Γαλάτη έναν αντίζηλο που του αμφισβητούσε το προβάδισμα, και με τον οποίο είχε κιόλας μαλλώσει σχετικά με τη διάθεση των αποθεμάτων της Εταιρείας». [14]

Την κατηγορία ότι ο Αλ. Υψηλάντης γνώριζε για τις δολοφονίες Φιλικών, όπως αυτή του Γαλάτη, αλλά και του Καμαρινού και του Ιπατρου, υποστηρίζει και ο Φίνλεϊ, διευκρινίζοντας πως «οι μυστικές εταιρείες υποθάλπουν συνήθως και καλλιεργούν εσωτερικές ραδιουργίες». [15]

Ο Ν. Γαλάτης, τον οποίο ο Σπυρίδων Τρικούπης χαρακτηρίζει «νέον πνευματώδη, αλλ’ άσωτον και κομπαστήν» [16], πλήρωσε με τη ζωή του τον παρορμητισμό, την απερισκεψία του και τη φιλοχρηματία του, που επισημαίνουν συνεργάτες του και ιστορικοί. Σε μια εποχή τόσο ταραγμένη, γίνονται και υπερβολές και οι αιτίες που οδηγούν σε χαρακτηρισμούς, όπως αυτή του Γαλάτη ως «προδότη», συνδέουν τη διαύγεια, με το ημίφως και τη σκιά. Η δολοφονία έγινε, όπως έχει τονισθεί, για να μην διακινδυνεύσουν πρόσωπα, αλλά και η ίδια η πορεία προς την εξέγερση. Είναι εκείνο που χαρακτηριστικά σημείωσε ο Ξάνθος: «Αποφάσισαν (δηλ. βασικά στελέχη της Φιλικής) υπέρ της σωτηρίας των πολλών να θυσιάσωσιν ένα». [17]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Οδυσσέας Δημητρακόπουλος, «Προεταιριστικές δραστηριότητες του Φιλικού Νικολάου Γαλάτη», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, Ε (1974-1975), σ. 366-370.

[2] Εμμανουήλ Ξάνθος, «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρίας», έκδοσις δευτέρα, Αθήνα 1939, σ. 32-33.

[3] Τάσος Βουρνάς, «Φιλική Εταιρία», Αθήνα (1982), σ. 269-270.

[4] Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, εισαγωγή-μετάφρασις- σχόλια Μιχαήλ Λάσκαρι, δευτέρα έκδοσις, Αθήναι 1968, σ. 82- 83.

[5] Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, σ. 86.

[6] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, εν Μανωλία 1834, σ. 182.

[7] Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Φιλικής Εταιρίας, σ. 183.

[8] Τάκης X. Κανδηλώρος, Η Φιλικής Εταιρία, 1814-1821, εν Αθήναις 1926, σ. 127.

[9] Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμος πρώτος, εν Αθήναις 1839, σ.78.

[10] Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Α’, Αθήναι 1859, σ. 141.

[11] Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 37-38.

[12] Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Φιλικής Εταιρίας, σ. 229-230.

[13] Απομνημονεύματα του Πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη, μετάφραση-προλεγόμενα και σχόλια Ελευθέριος Μωραιτίνης- Πατριαρχέας, Αθήνα 1986, σ. 119-121.

[14] Thomas Gordon, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Βιβλίο Α’, τόμος 1, μετάφραση Φρίξος Βράχας, Αθήνα χ.χ., σ. 16.

[15] Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α’, μετάφραση Αλίκη Γεωργούλη, θεώρηση Ελένης Γαρίδη, επιμέλεια-συμπληρώσεις – σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, Αθήνα χ.χ., σ. 165.

[16] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις εκατονταετηρίδος μετά προλόγου Κωστή Παλαμά, τόμος Α’, Αθήναι 1926, σ, 16.

[17] Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 38. Για το Ν. Γαλάτη, βλ. και, Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία, Αθήναι 1964, σ. 36-37.

 

Δημήτρης Σταμέλος

Ιστορικός – Λογοτέχνης

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Άγνωστες πτυχές της μυστικής οργάνωσης», τεύχος 48, 14 Σεπτεμβρίου 2000.

Read Full Post »