Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου – Κ. Π. Δάρμος’

Χρυσορρόας (Γεφυραίος ή Κρεμαστός) – Αρχαίοι Ποταμοί


 

 

«Λένε πως είναι κάποιος βράχος

 όπου το νερό του Ωκεανού στάζοντας

 πέφτει από γκρεμούς σε μια λιμνούλα

 που βουτούν στάμνες σ’ αυτήν.»

Ευριπίδη «Ιππόλυτος» 121.

 

 

Η αινιγματική ασάφεια του Παυσανία

 

Για τον ποταμό Χρυσορρόα ο Παυσανίας [1], περιερχόμενος την αρχαία Τροιζήνα, αναφέρεται σ’ αυτόν ως εξής: Κάποιο νερό ονομάζουν Χρυσορρόα. Όταν έπεσε ξηρασία για εννέα χρόνια στα οποία δεν έβρεχε ο Θεός, τα άλλα νερά ξεράθηκαν, ο Χρυσορρόας συνέχισε όπως πριν να τρέχει. Η περιγραφή του αυτή δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς τη θέση του ποταμού – αν ήταν ποταμός και όχι μια απλή πηγή – γι’ αυτό και δεν υπάρχει ομοφωνία για την ταυτότητά του. Πάντως, όπως θα δούμε παρακάτω, η ονομασία Χρυσορρόας απαντάται συχνά ως επίθετο ή όνομα και μάλιστα πάρα πολλών ποταμών και όχι πηγών.

Μερικοί ισχυρίζονται πως Χρυσορρόας είναι το αναφερόμενο από τον ίδιο λίγο πιο πάνω στο κείμενο, νερό της κρήνης του Ίππου, που ανέβλυσε στην Τροιζήνα από κτύπημα της οπλής του Πηγάσου, όπως και στον Ελικώνα της Βοιωτίας [2]. Είναι όμως αφύσικο να αναφέρεται ο περιηγητής, διαδοχικά, στο ίδιο πράγμα, με δυο διαφορετικά ονόματα. Πιθανότερη είναι λοιπόν η εκδοχή που τον ταυτίζει με τον προς δυσμάς των τειχών της αρχαίας Τροιζήνας Γεφυραίο ή Κρεμαστό ή ρέμα των Μύλων, ερμηνεία που ενισχύεται από το γεγονός ότι  τον αναφέρει, αφήνοντας την Τροιζήνα, κατευθυνόμενος δυτικά, προς το ιερό του Ιππολύτου. Ισχυρή πιθανότητα συγκεντρώνει και το ενδεχόμενο Χρυσορρόας να είναι μια απλή πηγή του Κρεμαστού, που θα δούμε παρακάτω, και ο ποταμός συνολικά να είναι ο αναφερόμενος στη συνέχεια από τον Παυσανία, Ταύριος.

 

Ο ποταμός Κρεμαστός και μια πηγή του

 

Η κοίτη του Κρεμαστού αρχίζει 6χμ. Ν.Δ. της Τροιζήνας, στο όρος Αδέρες, το αρχαίο Φορβάντιο, σε υψόμετρο 580 μ., δεξιά από τον ορεινό δρόμο, που συνδέει την τελευταία με το Ηλιόκαστρο. Στα μισά της διαδρομής προς την Τροιζήνα δέχεται από αριστερά το νερό της βρύσης Συκιάς, και λίγο πριν την  πόλη ενδυναμώνεται από πολλές πηγές. Η μέχρι εδώ διαδρομή του είναι ορεινή, με βραχώδη κοίτη και παταγώδεις καταρράκτες, ο τελευταίος των  οποίων, κοντά και Ν.Δ. της Τροιζήνας, περνά κάτω από τη φημισμένη  Γέφυρα του Διαβόλου ή Διαβολογέφυρο, που του έδωσε και το νεώτερο λόγιο όνομά του, «Γεφυραίον ρεύμα» [3], όνομα που δεν χρησιμοποίησαν ποτέ οι ντόπιοι.

 

Το Διαβολογέφυρο. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: Τροιζηνία – Μέθανα.

 

Στο σημείο αυτό υπάρχει κοντά στην αριστερή όχθη ισχυρή αείροη πηγή, που γκρεμίζεται στο φαράγγι, από ύψος 12 περίπου μέτρων. Σε βράχο πάνω από την πηγή υπάρχουν χαραγμένες κόγχες, που πιθανόν να ήταν αναθηματικές στην αρχαιότητα. Αυτή η πηγή πρέπει να είναι ο Χρυσορρόας. Το παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, έργο διαδραματιζόμενο στην Τροιζηνία, μοιάζει να περιγράφει την πηγή αυτή. Και αυτό διότι η εικόνα του νερού που πέφτει από τον βράχο ταιριάζει απόλυτα, αλλά και αυτή η αναφορά στον Ωκεανό είναι λογικό να οφείλεται στη διαρκή ροή του Χρυσορρόα που επισημαίνει και ο Παυσανίας.  Εδώ λοιπόν πρέπει να είναι το σημείο που αναφέρει ο Χορός στον «Ιππόλυτο» κι εδώ ερχόντουσαν οι γυναίκες της Τροιζήνας να πλύνουν τα ρούχα τους, όπως συμπληρώνει ο ποιητής:

 

εκεί έπλενε μια φίλη πορφυρά ρούχα

στα δροσερά του ποταμού νερά

και τ’ άπλωνε σε θερμά κι ευήλια βράχια.

 

Η γέφυρα του Διαβόλου

 

Η γέφυρα εδώ, με το εκφοβιστικό όνομα, που έρχεται σε αντίθεση με την ειδυλλιακή εικόνα που περιγράφει ο τραγωδός, μικρή και μονότοξη, 120 μ. πάνω από την κοίτη, δείχνει φυσική και είναι άγνωστο πώς και πότε εμφανίστηκε. Ο Μπαζίλι πιστεύει πως πρόκειται για ογκόλιθο που κατρακύλησε από ψηλότερα, για να σφηνωθεί στο στένωμα σχηματίζοντας αψίδα. Πάνω της υπάρχει αυλακωτός μονόλιθος, που συνεχίζει και βόρεια της γέφυρας, κατασκευασμένος για τη διοχέτευση νερού, καθώς και ένα μονοπάτι που οδηγεί στο Ηλιόκαστρο.

Τέτοια φυσικά γεφύρια, που δείχνουν να μην έχουν φτιαχτεί από ανθρώπου χέρια, η λαϊκή φαντασία τα αποδίδει στο Διάβολο και συνοδεύονται από πλούσια μυθοπλασία. Ειδικά εδώ υπάρχει άλλη μια αιτία για τέτοιες σκέψεις, το αποτύπωμα μιας  σχισμένης στα δύο πατούσας. Υποτίθεται ότι εδώ πάτησε το πόδι του ο Διάβολος και βαθούλωσε το βράχο [4]. Για το γεφύρι του Κρεμαστού υπάρχει με μικροπαραλλαγές, ο εξής θρύλος: Ο πασάς του Δαμαλά (Τροιζήνας), ανέθεσε σε ντόπιο κτίστη να γεφυρώσει το φαράγγι. Αυτός δοκίμασε δύο φορές, αλλά το ποτάμι κατέβασε νερό και παρέσυρε τα γεφύρια. Προ του επαπειλούμενου αποκεφαλισμού του, πούλησε την ψυχή του σε κάποιο παράξενο μαυροφόρο, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και που προφανώς ήταν ο Σατανάς, με αντάλλαγμα την εν μια νυκτί κατασκευή της γέφυρας,  πράγμα που έγινε και μάλιστα στη σημερινή θέση όπου το νερό δεν μπορεί να την καταστρέψει. Μετά από αυτό ο τεχνίτης πλούτισε, αφού ο Διάβολος του αποκάλυψε πιθάρι με χρυσά φλουριά και παντρεύτηκε τη θυγατέρα του προεστού. Η ανίερη όμως ευτυχία του δεν κράτησε πολύ. Ενώ διάβαινε το γεφύρι,  για να πάρει φλουριά απ’ το κρυμμένο πιθάρι, σηκώθηκε μεγάλη ανεμοζάλη με βροντές, αστραπές κι αστροπελέκια και έγιναν άφαντοι αυτός, το σπίτι και η γυναίκα του [5].

 

Η αρχαία Τροιζήνα και η Φοιβαία λίμνη

 

Αμέσως μετά τη γέφυρα, η χαράδρα ανοίγεται στην πεδιάδα. Λίγο πιο κάτω υπάρχουν παλιοί αλευρόμυλοι, ενώ το νερό που διοχετεύεται σε στέρνες, ποτίζει περιβόλια και συνήθως δε φτάνει  στη θάλασσα. Στη συνέχεια, ο Κρεμαστός κατεβαίνει στην πεδιάδα, ακολουθώντας τη δυτική πλευρά των αρχαίων τειχών, έχοντας κοντά στις όχθες του τα υπολείμματα της Τροιζήνας, δεξιά του ερείπια καλοδιατηρημένου πύργου και αριστερά του θεμέλια του τεμένους του θεοποιημένου Ιππολύτου και πολλών οικοδομημάτων και ερείπια της μεσαιωνικής επισκοπής του Δαμαλά. Ο Τραντ, περιδιαβάζοντας στα ερείπια εντόπισε: δίπλα στις όχθες του Δαμαλά (Χρυσορόα), τμήματα τοίχων, που τα αποδίδει πιθανόν προοριζόμενα να ελέγξουν την εισβολή αυτού του ορεινού ρέματος.

Με πλατειά αλλά ξερή πλέον  κοίτη, πέφτει στον εκτεταμένο ρηχό βάλτο της αρχαίας Φοιβαίας Λίμνης, που επικοινωνεί μέσω στενού καναλιού, με την Ψιφαία θάλασσα που είναι μια απόληξη του Κόλπου της Επιδαύρου. Γύρω από τη λίμνη αυτή γύμναζε τα άλογά του ο τραγικός Ιππόλυτος στον αμφί λίμνας τρόχον [6], ενώ στις όχθες της υπήρχε ναός της Σαρωνίας Αρτέμιδος. Αυτήν επικαλείται η απελπισμένη από έρωτα Φαίδρα:

 

Δέσποινα της λίμνης της θαλάσσιας

και των γυμναστηρίων

που αλόγων ποδοβολητό ακούγεται

Άρτεμις, μακάρι να ερχόμουνα στα χώματά σου δίπλα [7].

 

Ο ορμητικός ποταμός, τις σπάνιες φορές που πλημμυρίζει, διογκώνει τη Φοιβαία και διασπά ή υπερπηδά το αμμώδες στηθαίο που τη χωρίζει από τη θάλασσα. Ξύλινη παραλιακή γέφυρα επιτρέπει σε χωματόδρομο να διασχίσει τα βόρεια κράσπεδα της λίμνης.

 

Baron de Stackelberg

Η Τροιζήνα και ο Πόρος, λιθογραφία από το βιβλίο La Grece, σχέδιο του Baron de Stackelberg, Παρίσι, 1834.

 

Χρυσορρόας, όνομα σε μεγάλη χρήση

 

Είπαμε στην αρχή πως Χρυσορρόας είναι όνομα που ακολουθεί πολλούς ποταμούς. Σπάνια κυριολεκτικά, στην πλειοψηφία τους μεταφορικά, τα νερά τους μετέφεραν χρυσό, με την έννοια πως γονιμοποιούσαν τη γη τους. Αυτοί είναι: Ο συριακός ποταμός Βαράδα στη Δαμασκό [8], ένας ποταμός στην Κολχίδα [9], ποταμός της Γεννησαρίτιδος [10], ποταμός της Γέρασας στην Ιορδανία, ποταμός της Ιεράπολης, ποταμός της άπω Ινδίας, ένας μικρός ποταμός της Θράκης, ποταμός στο όρος Τμώλος [11], ποταμός της Βιθυνίας [12], ποταμός στην περιοχή των πηγών του Τίγρη [13], ενώ συναντιέται και ως επίθετο του Νείλου [14], του γνωστού ποταμού Πακτωλού της Λυδίας [15], του ποταμού Εύηνου [16] και ποιητική επωνυμία του Βοσπόρου. Ενδείξεις για μεσαιωνικό ποταμό Χρυσορρόα, βρίσκουμε στον ποταμό της Μεσσηνίας Ξερίλα. Τέλος, αναφέρεται και ποταμός Χρύσας στη Σικελία [17].

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  2, 31, 10. [«Παυσανίου – Ελλάδος περιήγησις, Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Αχαϊκά, Ηλειακά», Ν.Δ. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών, 1976, 1979,  1980].

[2]  Πολύ κοντά στην κορυφή του. Σήμερα Κρύο Πηγάδι.

[3]  Legrand, 270.

[4]  Ν. Πολίτη, «Του διαβόλου τα πατήματα». Παράδοση Τροιζηνίας. Παρόμοια περίπτωση γεφυριών είναι γεφύρι στο ρέμα Κλομποκή, παραπόταμου του ποταμού Ερύμανθου, καθώς και στην Ελβετία και Ουαλλία στους ποταμούς Ρόυς και Μύναχ αντίστοιχα. Ο διάβολος εμφανίζεται και στο ρέμα του Διαβόλου (Certovka), μικροσκοπικότατο βραχίονα του ποταμού Βλτάβα (Μολδάβα), στην Πράγα της Τσεχίας. Αντίθετα, «Θεογέφυρο», αποκαλούνται φυσικές γέφυρες στον ποταμό Κράθι της Αχαΐας και στο Θύαμι (Καλαμά), κοντά στο χωριό Λίθινο της Ηπείρου, ενώ έχουμε «Θεόκτιστο» γεφύρι στον παραπόταμο του Αρκαδικού Λάδωνα, Τοποριστέικο.

[5]  Μ. Π. Λάμπρου Καζαμίας 1868.  Α. Ραγκαβή Η΄ τόμος απάντων και Ν. Πολίτη «Το γεφύρι του διαβόλου».

[6] Ευρ. «Ιππόλυτος», 1133.

[7] Ευρ. «Ιππόλυτος», 228-230.

[8] Πτολεμαίος, 5,15,9.

[9] Πλίνιος, Φ.Ι. 6, 14, και Απολλόδωρος; 2,1,4, Απολλώνιος ο Ρόδιος «Αργοναυτικά», Δ-1300.

[10] Στράβων, 755.

[11] Ευριπίδη «Βάκχαι», 462.

[12] Διον. Βυζάντιου, Ανάπλους Βοσπόρου, Απόσπ. 46 G.G.M. 2, 59

[13] Ιούλιος Ονώριος 30

[14]  Αθήναιος, V, 203 C.

[15] «Περί ποτ.» 7,  Πλίν. Φυσ. Ιστ.. 5,110.

[16] Υγίνος, 242.

[17] Διοδ.  Σικελ. 14, 95.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

Read Full Post »

Ράδος (Μπεντένι)


 

Τα ονόματα αυτά ο ποταμός Ράδος τα πήρε από δύο χωριά, από τα οποία περνάνε οι ρεματιές του, στις βόρειες πλαγιές του Διδύμου όρους. Ράδος είναι νεοελληνικό οικογενειακό όνομα [1], απαντάται όμως και ως όνομα χωριών, μάλιστα στη γενική (του Ράδου [2]), στη Μεσσηνία, Λοκρίδα και Γορτυνία [3]Η λέξη Μπεντένι είναι αραβικής και τουρκικής προέλευσης (μπεντέν) και σημαίνει κάστρο [4].

Το χωριό Μπεντένι έχει μεταφερθεί ανατολικότερα, μετονομασμένο διαδοχικά σε Μπάφι και Αγία Ελένη [5]. Στην παλιά θέση του χωριού, στα μισά της απόστασης Τραχειάς – Αγ. Ελένης, σώζονται λείψανα πελασγικής οικοδομίας,  άγνωστης πόλης, ίσως της αρχαίας Δρυόπης. Στους πρόποδες της Ακρόπολης υπάρχουν ερείπια τουρκικού πύργου, απ’ όπου και η ονομασία και πηγή νερού που τρέχει νότια και πέφτει  στον κλάδο του Ράδου, που έρχεται από το Άνω Φανάρι. Σήμερα οι ντόπιοι δεν τον αποκαλούν πλέον Μπεντένι.

Η κοίτη του χειμάρρου αρχίζει από την περιοχή του θεάτρου της Επιδαύρου στο αρχαίο Κυνόρτιο όρος και από το χωριό Αδάμιο συγκεντρώνει τα νερά του οροπεδίου της Τραχειάς, ενισχύεται από τα ρέματα που κατηφορίζουν από τα χωριά Άνω Φανάρι και Ράδο, διασχίζει το φαράγγι του Αυγού και εκβάλλει στην παραλία των Ιρίων, καθιστώντας  εύφορη την πεδιάδα του κάτω ρου του. Στα περίπου 32 χιλιόμετρα της  διαδρομής του δέχεται νερά από τα όρη Κυνόρτιο (Χαράνι) και  Κορυφαίο από το Βορρά, Ορθολίθιο από ανατολικά και  Αυγό από νότια.

 

Ράδος – Φωτογραφίες από το διαδικτυακό τόπο «Ράδος ποταμός».

 

Ράδος

 

Μεταξύ των εκβολών του Ράδου και του χειμάρρου της Κάντιας πλησιέστερα στο δεύτερο  υπήρχε ο ναός του Απόλλωνα Πυθαέα. Οι πόλεις της συμμαχίας του Άργους ήταν υποχρεωμένες να στείλουν ένα ζώο για θυσία στη γιορτή του. Όταν οι Επιδαύριοι αρνήθηκαν  να στείλουν θύμα υπέρ των παραποταμίων [6], οι Αργείτες τους κήρυξαν τον πόλεμο. Παραποτάμιους αποκαλεί ο Θουκυδίδης τους κατοίκους των περιοχών γύρω από τον Ράδο, που ανήκαν στους Επιδαυρίους. Η χώρα γύρω του κατοικήθηκε από τους Δρύοπες, που οι Δωριείς έδιωξαν από την Οίτη. Το άνυδρο οροπέδιο της Τραχείας, είναι διάσπαρτο από αρχαία χαλάσματα, που κάποιο από αυτά θα ανήκε στη Δρυόπη.

 

Ράδος

 

Ράδος

 

Ράδος

 

Το φαράγγι του Αυγού, που αναφέραμε πιο πάνω, ξεκινά Β.Α. από τα Άνω Καρνεζέικα. Είναι βαθύ και κατάφυτο και έχει διανοιχθεί από το Ράδο, στην προσπάθειά του να βρει διέξοδο στη θάλασσα. Μέσα στο φαράγγι, στην αριστερή όχθη, σε απόκρημνη θέση,  σκαρφαλωμένη σε κοίλωμα κατακόρυφου βράχου, βρίσκεται εγκαταλελειμμένη η διαλυμένη από τη βαυαρική Αντιβασιλεία μονή Αγίου Δημητρίου του 11ου αιώνα, γνωστή σαν Μονή Αυγού. Από τα παράθυρά της το μάτι απολαμβάνει τη θέα, που φτάνει μέχρι τις εκβολές στα Ίρια.

Το όνομα του χωριού αυτού, που βρέχεται από τον Ράδο, ίσως προέρχεται από την πανάρχαιη ρίζα –ιρ, που συνδέεται με το νερό [7]. Στις μέρες μας πάντως η σχέση του Ράδου με το νερό είναι καθαρά εποχική. Ξερός τον περισσότερο καιρό, κατεβαίνει ορμητικός στις μεγάλες βροχές. Παλιότερα στις εκβολές του σχηματίζονταν μικρές ελώδεις λίμνες.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Κωνσταντίνος Ράδος, αγωνιστής του ’21, διοικητής Ναυπλίας και επίτροπος Αργολίδας επί Καποδίστρια.

[2] Το Ράδο είναι χωριό του νομού Αργολίδας του δήμου Ερμιονίδας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 430 μέτρων στην βόρεια πλευρά του όρους Δίδυμο, κοντά στον εθνικό δρόμο που συνδέει την Επίδαυρο με το Κρανίδι. Έχει πληθυσμό σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 81 κατοίκους. Δίπλα στο Ράδο ρέει το ομώνυμο ρέμα που αποτελεί έναν από τους βασικούς κλάδους που σχηματίζουν τον χείμαρρο Σέλλα ή Μπεντένι, κύριο χείμαρρο της νότιας Αργολίδας.

[3] Απαντάται και σε σλαβικά ονόματα, Ραδοσίνιστα, Ραδοσλαύωφ,  ενώ υπάρχει και αλβανικό χωριό Rade. Bλ. και «Πελ. Πρωτοχρονιά», 1965, Δ. Ι. Γεωργακά, «Τα τοπωνύμια Αργολίδος…».

[4]  Η λαϊκή μούσα τραγουδάει: «Η αγάπη πύργους καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτου και παλικάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου».

[5] Ο οικισμός της Αγίας Ελένης βρίσκεται στην Δ. Τροιζηνία, κοντά στα όρια με το νομό Αργολίδας. Πρόκειται για ένα ημιορεινό οικισμό που έχει θέα στο οροπέδιο της Αργολίδας και παλαιότερα ονομαζόταν «Μπάφι».

[6]  Θουκυδίδης 5,53. Σε άλλες εκδοχές του κειμένου αναφέρεται υπέρ των βοταμίων, δηλ. για τα βοσκοτόπια.

[7] Ίρις, η θεά που κουβαλούσε το αθάνατο νερό στους θεούς. Ίρης, μικρασιατικός ποταμός (σήμερα Ιρμάκ), Ίρης και ο Ευρώτας.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

Read Full Post »

Ποταμιά (Ξωβριό) – Αρχαίοι ποταμοί


 

 Το Μουχλί και οι πηγές του

 

Το ρέμα αυτό σχηματίζεται από δυο νεροσυρμές, που κατεβαίνουν από τα βουνά Παρθένιο (Ροΐνό) και Κτενιάς και ενώνονται Δ. του χωριού  Αχλαδόκαμπος, με το κοινό όνομα Ποταμιά, αφού περιβάλλουν τον κωνικό λόφο, όπου ήταν χτισμένη η περίφημη οχυρή μεσαιωνική πόλη Μουχλί, από την οποία απέμειναν διάσπαρτα λείψανα. Στη νότια πλαγιά του λόφου, η μικρή πηγή της «Κάτω-βρύσης» στέλνει με δυσκολία το λιγοστό νεράκι της στη ρεματιά που σχηματίζεται στην πρώτη χαράδρα μεταξύ Παρθενίου και Μουχλίου. Η δεύτερη χαράδρα μεταξύ Κτενιά και Μουχλίου ονομάζεται Ποταμιά ή Γύρος και γκρεμίζεται από τον Κτενιά, διαγράφοντας τις βόρειες υπώρειες του λόφου του κάστρου. Στη δεξιά της όχθη τοποθετείται ένα από τα ιερά που ήταν αφιερωμένα στην περιοχή αυτή στην Αρτέμιδα.

Εκτός από την «Κάτω-Βρύση», άλλες τρεις μικρότερες πηγές αναβλύζουν γύρω από τον λόφο. Ο Κωνσταντίνος Διοικητής, στο χρονικό που συνέταξε το 1715, περνώντας από εδώ, αναφέρεται σε μια από αυτές τις πηγές και ύστερα στην Κάτω-βρύση, χωρίς να γνωρίζει το όνομά τους: …πιο κάτω υπάρχει ένας γκρεμός από βράχια, τον οποίο χωρίζει κατακόρυφα ένα βουνό στρογγυλό όπως αυτό της Κορίνθου, κάτω από το οποίο αναβλύζει μια πηγή ωραίου νερού [1]. Και μετά από αυτήν την πηγή υπάρχει ένα παλιό κάστρο, πάνω στην πλαγιά αυτού του βουνού, εδώ ανοίγεται το φαράγγι μιας κλεισούρας…και πιο χαμηλά από το κάστρο προς τον δρόμο, μια άλλη πηγή αναβλύζει κάτω από έναν βράχο [2].

 

Μουχλί – Ερείπια Παναγίας Μουχλιώτισας. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο, exploring-greece.

 

Βυζαντινή Πολιτεία Μουχλί (Αρχαιολογικός Χώρος). Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο, exploring-greece.

 

Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορεί πως το 1458, ο Μωάμεθ Β΄ πολιορκώντας το Μουχλί, απέκοψε το νερό ο εκτός ην της πόλεως, εξαναγκάζοντας το Δημήτριο Ασάνη που υπερασπιζόταν το κάστρο, να το παραδώσει. Το ίδιο αναφέρει και ο συγγραφέας του Βαρβερινού Κώδικα: …οι Τούρκοι επήρανε το νερό τους οπού ήτονε όξω του κάστρου [3]. Πιθανότατα πρόκειται για μια πηγή, που βρίσκεται στην  Ν.Α. πλαγιά του κάστρου, η οποία ρέει με κατεύθυνση τη ρεματιά της Κάτω-βρύσης.

Η περιοχή ήταν πολυσύχναστο πέρασμα. Πάνω από την κοίτη της Ποταμιάς περνούσε ο – μέχρι το 1852 σε χρήση και διανοιγμένος επί Τουρκοκρατίας – δρόμος ΆργουςΤρίπολης. Αυτός ακολουθούσε την πορεία Μύλοι Άργους – Σκαφιδάκι – Αχλαδόκαμπος, ανέβαινε στο Παρθένιο όρος, όπου ως σήμερα σώζονται λιθόστρωτα τμήματά του και περνώντας έξω από την Μπερτζοβά (σήμερα Παρθένι), κατέληγε στην πρωτεύουσα του Μωριά.

 

Η παλαιά σιδηροδρομική γέφυρα Αχλαδοκάμπου (1892-1944). Η παλαιά σιδηροδρομική γέφυρα Αχλαδοκάμπου είς χιλιόμετρον 90,139 της γραμμής Κορίνθου – Τριπόλεως – Καλαμών έκ πέντε ανοιγμάτων 36+54+72+54+36 = 252 μέτρων, Μέγιστον ύψος από της γραμμής μέχρι της κοίτης της κοιλάδος 60 μέτρα. Ολικόν βάρος της μεταλλικής κατασκευής 850 τόνοι. Κατασκευάσθεισα το 1892 ανετινάχθη το 1944 υπό των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής κατά την αποχώρισιν των έξ Ελλάδος. Φωτογραφία, λεζάντα από το διαδικτυακό τόπο Σύρτης.

 

Πρώτη γέφυρα Αχλαδόκαμπου. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο http://www.lifo.gr

 

Το ρέμα της Κάτω Βρύσης περνάει υπό την σκιά του Μουχλίου, κάτω από μεγάλη σιδηροδρομική γέφυρα της γραμμής Τρίπολης – Άργους, την ψηλότερη της Πελοποννήσου, που κατασκευάστηκε το 1890, ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς το 1944 και στήθηκε πάλι το 1974 στηριγμένη σε 12 βάθρα. Η ντόπια παράδοση, μια πιο εξευγενισμένη εκδοχή αυτής του γεφυριού της Άρτας και της «Γέφυρας της Κυράς» στον αρκαδικό Λάδωνα, θέλει να καρφώνεται εδώ η σκιά της γυναίκας του πρωτομάστορα [4].

 

Η έξοδος του Σαρανταπόταμου στην Πνίκοβη

 

Νοτιοδυτικά του Αχλαδοκάμπου, η ενιαία κοίτη δέχεται νερά που κατεβαίνουν από τη γραφική και καταπράσινη θέση Πνίκοβα ή Πνίκοβη ή Πηνίκοβη, νερά που σχηματίζοντας μικρό ρυάκι βγαίνουν από τα πόδια ψηλού και απότομου βράχου, λίγο χαμηλότερα από μια σπηλιά [5]. Τα νερά αυτά είναι η εκροή του ποταμού Γαρεάτη και του τεγεατικού Σαρανταπόταμου (πιθανολογούμενου αρχαίου άνω ρου του Αλφειού,  εκτρεπόμενου τότε στις καταβόθρες του Βορείου όρους, εκεί που σήμερα είναι η νεότερη λίμνη Τάκα), που σήμερα  σμίγουν και εξαφανίζονται σε καταβόθρα, στους νότιους πρόποδες του Παρθενίου. H oνομασία Πνίκοβη δείχνει σε μια πρώτη ματιά να παραπέμπει σε πνίξιμο, ίσως όμως παράγεται από το πίνω και αqua [6] (νερό), προφανώς υπό την επίδραση του Φραγκοκρατούμενου Μουχλίου. Καταγράφεται [7] όμως και η ονομασία κεφαλάρι του Μπενικόβη, οπότε Πνίκοβη πρέπει να είναι παραφθορά του αρχικού ονόματος.

 

Μουχλί. Τα νερά που τροφοδοτούσαν τους 3 διαδοχικούς μύλους,
δίπλα στον αρχαίο δρόμο. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο «Όρειος άνεμος».

 

Μουχλί. Τα νερά που τροφοδοτούσαν τους 3 διαδοχικούς μύλους,
δίπλα στον αρχαίο δρόμο. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο «Όρειος άνεμος».

 

Οι Υσιές, τα Ανιγραία και ο Ελαιούντας

 

Η ρεματιά της Ποταμιάς ακολουθεί τη σιδηροδρομική γραμμή Τρίπολης – Άργους, διασχίζοντας το αναπεπταμένον πεδίον, θέατρο της μάχης του 669 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, που περιγράφει ο Θουκυδίδης, πεδίο που κάποτε διαφεντευόταν από τις αρχαίες Υσιές, τα ερείπια των οποίων βρίσκονται κοντά στο χωριό Αχλαδόκαμπος. Στο τελευταίο τμήμα της, διασχίζει φαράγγι και μετονομάζεται σε Ξωβρυό ή Ξεροβοριό [8], από ομώνυμη πηγή κοντά στην Ανδρίτσα, η οποία παρουσιάζει περιοδική ανά επταετία ή οκταετία μείωση των νερών της, τροφοδοτούμενη από την καταβόθρα της Μηλιάς βόρεια της Τρίπολης. Έχοντας δεξιά της το βουνό Ζάβιτσα, τέμνει λίγο πριν κατέβει στην πεδιάδα του Κιβερίου, στην περιοχή του Ελαιούντα, κοντά στο χωριό Σπηλιωτάκης, τα Ανιγραία την αρχαία οδό η οποία συνέδεε τη Λέρνη με την Θυρεάτιδα. Το δάπεδο ναού, που ανασκάφτηκε στο αρχαίο πόλισμα του Ελαιούντα, ήταν στρωμένο με ψηφιδωτό, του οποίου τα περιθώρια διακοσμήθηκαν με μαίανδρο, φτιαγμένο από μικρά μαύρα και λευκά ποταμίσια βότσαλα, που πιθανότατα προέρχονται από την και σήμερα γεμάτη από κροκάλες ποταμιά του Ξωβριού.

 

Η Κεγχρεία πηγή

 

Χαμηλότερα η ποταμιά ενώνεται με τον χείμαρρο Ξεριά. Ο τελευταίος κατεβαίνει από τη δασώδη περιοχή «Νερά» του Αχλαδόκαμπου, ονομαζόμενη έτσι από τις πηγές που τον τροφοδοτούν. Εδώ κοντά ήταν χτισμένο το χωριό Παλιοσκαφιδάκι, ενώ μερικοί τοποθετούν στο μέρος αυτό και το πόλισμα των αργολικών Κεγχραιών, κτισμένο στην αρχαία ορεινή οδό του «Τρόχου» που ένωνε το Άργος με την Τεγέα. Αν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε κάποια από τις πηγές  είναι η Κεγχρεία ή Κερχνεία, όπου έτρεξε η αλλοπαρμένη δαμάλα Ιώ προς εύποτον Κερχνείας ρέος [9].  Η πολύρρυτη απομονωμένη περιοχή, όπου παλιότερα έβοσκαν εδώ χιλιάδες αιγοπρόβατα, συνέχισε να κατοικείται και στους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως προκύπτει από ερείπια κτισμάτων και ναών εκείνης της εποχής.

Ακολούθως ο Ξεριάς διασχίζει μια χαράδρα στα νότια του Ποντίνου όρους και μαζί με την Ξαβριά εκβάλλουν στον Αργολικό κόλπο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πρέπει να εννοεί την πηγή Βρυσούλα ή Βοργιά, Β.Δ. του λόφου.

[2] Εδώ εννοεί την Κάτω Βρύση, που πηγάζει στην αρχή της χαράδρας κάτω από βράχο.

[3] Βλ. Ζώρα Γεωργ. Θ., «Η μετά την άλωσιν εκστρατεία Μωάμεθ του Β΄ κατά της Πελοποννήσου, κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111», Πελοποννησιακή πρωτοχρονιά, 1963.

[4] Πετρονώτη Αργ., «Τα πέτρινα γεφύρια της Πελοποννήσου». Περιοδικό «Επτά ημέρες», εφημερίδας Καθημερινή, 13-2-2000.

[5] Στην κορυφή του βράχου διακρίνεται σκαλισμένο ομοίωμα χελώνας, είδος εν αφθονία στο αρχαίο Παρθένιο, νομιζόμενο ότι ανήκε στον Πάνα. Ο τοπικός συγγραφέας Ι. Αναγνωστόπουλος θεωρεί ότι το σπήλαιο ήταν αφιερωμένο στον Πάνα. [Αναγνωστόπουλου Ι. Σ., «Η Αγία Παρασκευή της περιοχής Νερά του Αχλαδόκαμπου», 1988.

[6] Kατά τον Παναγ. Κομνηνό («Λακωνικά, Χρόνων Προϊστορικών…»-1896).

[7]  Fougeres ss 30-31. Γριτσόπουλος. Μπεϊνίκοβα ή Βοϊνίκοβα ονομάζεται και καταβόθρα της Παμβώτιδος, λίμνης των Ιωαννίνων. Η ομοιότητα δεν μπορεί να είναι τυχαία.

[8] Το τελευταίο αναφέρεται έτσι από τον Ν. Η. Αναγνωστόπουλο «Η Αργολική…». [Αναγνωστόπουλου Ν. Η. -Γάγαλη Γ. Α., «Η Αργολική πεδιάς», Αθήναι 1938, έκδ. Α.Τ.Ε.

[9] Αισχύλου «Προμηθεύς δεσμώτης», 687.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

 

 

Read Full Post »

Ελευθέριον Ύδωρ (Αρχαίος ποταμός)


 

Ύδωρ καθαρτήριο

 

Ανάμεσα στο Άργος και στις Μυκήνες, στην πλαγιά μικρού υψώματος στις υπώρειες του λόφου της Εύβοιας, στην περιοχή της προϊστορικής πόλης Πρόσυμνας, απλώνονται ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων, με κυριότερο απ’ όλα τον ναό της Ήρας, που έδωσε το όνομα Ηραίο στο γύρω χώρο. Ο Παυσανίας [1]  μαρτυρεί ότι στο δρόμο από Μυκήνες για Ηραίο, ρέει ύδωρ Ελευθέριον καλούμενον. Ο ίδιος συμπληρώνει ότι οι ιέρειες του Ηραίου χρησιμοποιούν το νερό για καθαρτήριες τελετές στις απόρρητες θυσίες. Tέτοια χρήση του νερού ήταν συχνή στην αρχαία θρησκεία. Μάλιστα, η όποια πηγή δεν ήταν υποχρεωτικό να είναι άφθονη, όπως προκύπτει από το παρακάτω επίγραμμα Ελληνιστι-κής εποχής:

Αγνή να είναι η ψυχή εκείνου που

μπαίνει σ’αυτό τον αγνό τόπο

και εδώ το χέρι του πλένεται σε διαυγές νερό.

Τον καλό μία σταγόνα θα καθαρίσει,

αλλά για τον ποταπό,

ούτε ο Ωκεανός επαρκεί

με όλα του τα κύματα [2].

 

Μας είναι γνωστό [3] ότι το Άργος επιδαψίλευε ιδιαίτερες τιμές στη Θεά, και στη γιορτή των Ηραίων σχηματιζόταν μεγάλη πομπή με επικεφαλής την ιέρεια από την πόλη στον ναό, ενώ θυσιάζονταν βόδια και το κρέας τους διανεμόταν στους πιστούς.

 

Αρχαιολογικός χώρος Ηραίου, Άργος. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας», Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Η πηγή Κυνάδρα

 

Το Ελευθέριον ύδωρ το συναντάμε και στους άθλους του Ηρακλή. Συγκεκριμένα ο ήρως, όταν απήγαγε τον φοβερό Κέρβερο, αφού τον πήγε στον βασιλιά του Άργους Ευρυσθέα, δεν τον επέστρεψε στον Άδη, αλλά τον απελευθέρωσε κοντά στην πηγή Κυνάδρα, στον δρόμο που συνδέει τις Μυκήνες με το Ηραίο. Από τότε το νερό ονομάστηκε Ελευθέριον και ήταν έθιμο να πίνουν από εκεί νερό οι δούλοι που απελευθερώνονταν [4].

 

Ηρακλής και Κέρβερος (1636). Έργο του Peter Paul Rubens (1577–1640). Prado National Museum.

 

Ο Ησύχιος γράφει: Ελεύθερον ύδωρ εν Άργει από της συναγείας πίνουσι κρήνης ελευθερούμενοι των οικετών, διά το και τον Κέρβερον κύνα, ταύτη διαδράναι και ελευθερωθήναι. Υπήρχε μάλιστα στους αρχαίους η παροιμία που λεγόταν μεταξύ δούλων: Ει δε μη μηδέποθ’ ύδωρ πίοιμι ελευθέριον, αφού μόνο απελευθερούμενοι μπορούσαν να πιούν νερό από εκεί [5]. Και ο λόγιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (12ος αι.) σχολιάζει: Το εν Κυνάδρα Ελευθέριον ύδωρ πίνει [6].

Ο Ιούλιος Ονώριος μνημονεύει ομώνυμο ποταμό Ελευθέριο, που πηγάζει στη Συρία και χύνεται στο Αιγαίο [7].

 

Η χαράδρα του Ελευθέριου

 

Στο δρόμο από τις Μυκήνες προς το Ηραίο, ο αρχαίος διαβάτης περνούσε διαδοχικά από τις χαράδρες του Χάβου, του παραπόταμού του Βαθύρεμα, της ρεματιάς  Πλέσια [8], του Κατσικορέματος, της Συκιάς, του ρέματος Αλωνάκι και του Ρέματος του Κάστρου. Σε πολλά από αυτά, ανώνυμα και σε διαδικασία εξαφάνισης σήμερα, ο Steffen βρήκε ερείπια κυκλώπειων γεφυριών, απομεινάρια της πολυσύχναστης οδού.

Ο Ευστάθιος [9] θεωρεί πως το Ελευθέριον ήταν μια βραχώδης χαράδρα. Πράγματι, δυτικά της πλαγιάς όπου είναι τα ερείπια του Ηραίου, υπάρχει η χαράδρα Ρέμα του κάστρου, που σβήνει βαθμιαία σε ασήμαντο ρυάκι. Αυτή πρέπει να είναι ο Ελευθέριος, στον οποίο βρέθηκαν τα ίχνη μυκηναϊκής γέφυρας 300μ. B.Δ. από τον χώρο του Ηραίου. Ο Finlay ανακάλυψε το 1831 στην κοίτη αυτής της χαράδρας ένα υπόγειο υδραγωγείο, λαξευμένο στους βράχους, που πιθανόν μετέφερε το νερό της πηγής του Ελευθέριου.

Το 1892 Αμερικανοί αρχαιολόγοι εξερεύνησαν το υδραγωγείο αυτό, χωρίς όμως να φτάσουν στον προορισμό του. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι όδευε προς το Ηραίο, μεταφέροντας τα νερά της Κυνάδρας. Το μειονέκτημα αυτής της χαράδρας είναι πως δεν διαθέτει νερό άλλο από αυτό της βροχής. Θα μπορούσε βέβαια, να υπήρχε πηγή, που κάποια στιγμή στέρεψε. Θα μπορούσε ίσως πέντε δεξαμενές της αριστερής όχθης, ίχνη των οποίων διακρίνονται μέχρι σήμερα στην περιοχή του Ηραίου ή 200 μέτρα από τον ναό, να τροφοδοτούσαν με νερό το υδραγωγείο. Είναι όμως δύσκολο να υποθέσει κανείς πως οι τελετές του ναού γινόντουσαν με τα στάσιμα νερά μιας δεξαμενής, εκτός κι αν υπήρχε συνεχής φυσική τροφοδοσία της.

Η αναζήτηση της Κυνάδρας οδήγησε τον Steffen, ένα χιλιόμετρο Β.Δ. του Ηραίου, στον αρχαίο δρόμο για τις Μυκήνες, σε πηγή κοντά σε μικρό ρέμα, η οποία ήταν περιφραγμένη από αρχαίο κτίσμα στην περιοχή του εγκαταλελειμμένου μικροοικισμού  Βραζέρκα (Ν.Α από το Μοναστηράκι), ενώ λίγο πιο πάνω, στο εκκλησάκι της Παναγίας της Ζωοδόχου πηγής, υπάρχει νεότερη δεξαμενή, τροφοδοτούμενη από βρύση, που κι αυτή έχει ίχνη αρχαίας μαρμάρινης δόμησης. Ο Steffen πιθανολογεί πως είναι η πηγή του Ελευθερίου. Ο Αρβανιτόπουλος είδε εδώ αβαθές πηγάδι κοντά σε εκκλησάκι που ονομάζει Γέννηση της Παναγίας, όπου αναβρύζει νερό που μεταφέρεται με υπόγειο υδραγωγείο από τα βουνά και καταθέτει μια σημαντική μαρτυρία. Οι κάτοικοι του Κουτσοποδίου, αν και το νερό δεν έχει καμία ιδιάζουσα γεύση, το θεωρούν άριστο καθαρτικό και έρχονται εδώ να το προμηθευτούν. Η εξέλιξη μιας βάσιμης παράδοσης, θα πουν κάποιοι και πιθανόν να έχουν δίκιο.

O Kurzgefaste γράφει πως το Ελευθέριο χυνόταν στον Αστερίωνα, πράγμα λογικό, αν κρίνουμε από την κατεύθυνση του ρέματος του Κάστρου, αν και για τα υπόλοιπα ρέματα του δρόμου των Μυκηνών φαίνεται λογικότερο να υποθέσουμε πως κατάφερναν να φτάσουν ως τον Ίναχο, ή να έσβηναν όπως και σήμερα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] 2, 17, 1. [«Παυσανίου – Ελλάδος περιήγησις, Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Αχαϊκά, Ηλειακά», Ν.Δ. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών, 1976, 1979,  1980].

[2] Nilsson Martin P., «H πίστη των Ελλήνων». Μτφρ. Ι. Κ.Μαζαράκης Αινιάν. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1998.

[3]  Nilsson, «Gr. Feste», 42-45.

[4]  Ησύχιος λ. Ελευθέριον ύδωρ. Ευριπίδη, «Ηρακλής» 614 κ.ε.

[5]  Georgiev V., «Die Altgriechischen Flussnamen», Sofia 1958,  σ. 18.

[6]  «Παρεκβ. εις Όμηρον», 1747, 10.

[7] «Cosmographia», Β, 12, από τους «Geographi Latini minores» του Riese.

[8] Από εγκαταλελειμμένο χωριουδάκι, Β. Α. του σημερινού χωριού Μοναστηράκι (τ. Πρίφτιανι).

[9] Οδύσσεια, xiii, 408.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

Read Full Post »

Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου – Κ. Π. Δάρμος


 

Παντού και πάντοτε οι άνθρωποι έχτιζαν χωριά ή πόλεις δίπλα σε ποτάμια ή εκατέρωθεν αυτών. Κι αν μας ξαφνιάζει τώρα η θεοποίησή τους ή η απόδοσή τους σε θεότητες, δαίμονες και νύμφες, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα μιλάμε – οι Έλληνες – για νεράιδες και ξωτικά που κατοικούν στα ποτάμια και στα ρυάκια.

Ο Κ. Π. Δάρμος (1956, Άκκρα Γκάνας, από Έλληνες γονείς, απόφοιτος του Χημικού Πάτρας και καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης) στο πρώτο του βιβλίο παρουσιάζει τους αρχαίους ποταμούς της Πελοποννήσου και επιχειρεί την ταυτοποίησή τους με σύγχρονες ονομασίες. Εγχείρημα όχι εύκολο ούτε ακίνδυνο λαθών καθώς, όπως σημειώνει, «το νεαρό κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση του ’21, έψαξε στα αρχαία σεντούκια για να αντλήσει συνέχεια και αίγλη και σταδιακά νεκρανάστησε τα ελληνικά τοπωνύμια, διαγράφοντας άκριτα τα ανεπιθύμητα νεότερα, πολλά από τα οποία όμως επιβιώνουν σε πείσμα των αναβαπτιστών τους.

Στις έρευνες των ξένων περιηγητών και των Νεοελλήνων λογίων, οφείλεται η απόδοση του κατάλληλου ονόματος, αν και σε κάποιες περιπτώσεις η επαναφορά της αρχαίας ονομασίας είναι αμφισβητήσιμη. Σε πολλά ποτάμια συνυπάρχει παράλληλα με το επίσημο όνομα και κάποιο άλλο…

Οι ερμηνείες της καταγωγής των νεότερων ονομάτων ποικίλλουν και πολλές φορές οι σκοπιμότητες δίνουν ωραιοποιημένες όσο και ανεδαφικές απαντήσεις, που έρχονται σε σύγκρουση με τη δεδομένη ιστορική διαδρομή του τόπου».

Στο βιβλίο οι ποταμοί χωρίστηκαν σε 7 σύγχρονες γεωγραφικές περιοχές της Πελοποννήσου, «που όμως δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις ομώνυμές τους αρχαίες». Πάντως, όπου οι ταυτοποιήσεις έχουν γίνει, ο μελετητής δεν αρκείται στην παράθεση αρχαίων μύθων και πηγών, αλλά προσθέτει και ό,τι σχετικό θρυλείται στους νεότερους χρόνους. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια και αρκούντως χρησιμοποιημένη. Πλούσια είναι και η εικονογράφηση του βιβλίου, αν και το αποτέλεσμα θα ήταν απείρως καλύτερο εάν είχε «δοθεί χρώμα και έμφαση στη θαυμάσια φυσική ομορφιά».

Κ. Π. Δάρμος, «Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007.

Read Full Post »