Το εν Άργει Κεντρικόν Σχολείον της Ελλάδος
Από το Αργολικόν Ημερολόγιον του 1910 φιλοξενούμε εργασία του Δημ. Βαρδουνιώτη, η οποία περιέχει αξιόλογα ιστορικά στοιχεία της επαναστατικής κυρίως περιόδου, ίσως άγνωστα σε πολλούς από εμάς.
Από των πρώτων ετών της Επαναστάσεως το Έθνος εμερίμνησε περί μορφώσεως της νεολαίας. Εν μέσω των μυρίων περιπετειών της χώρας οι διέποντες τας τύχας αυτής έλαβον σοβαράν πρόνοιαν και περί της δημοσίας εκπαιδεύσεως, ην εθεώρησαν ως αναγκαιότατη ν διά την ευδαιμονίαν του Έθνους. Η εν Άστρει Β’ Εθνική Συνέλευσις, τον Απρίλιον 1823 έθετο την δημοσίαν εκπαίδευσιν υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και εθεσπίσατο την εισαγωγήν και οργάνωσιν αυτής καθ’ όλην την Επικράτειαν.
Μετά δύο μήνας περίπου διωρίσθη υπό της Προσωρινής Διοικήσεως Γενικός Έφορος της Παιδείας και Ηθικής ανατροφής των παίδων ο διαπρεπής λόγιος και τεσσαρακοντούτης κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο ύστερον καθηγητής της Θεολογίας εν τη Ιονίω Ακαδημία Γυλφόρδ. Ο Γενικός Έφορος αυτός είχε την εξουσίαν να εποπτεύη και διευθύνη όλα τα εν Ελλάδι Σχολεία και διατάσση παν μέτρον, συντελούν εις την διαπαιδαγώγησιν και μόρφωσιν της νεολαίας. Αλλ’ ο Φαρμακίδης μετά έν έτος (τη 21 Ιουνίου 1824) παρητήθη του υπουργήματος αυτού. Τη δε 10η Ιουλίου 1824 διωρίσθη αντ’ αυτού ο διάσημος Γρηγόριος Κωνσταντάς.
Ο Κωνσταντάς ήτο επιφανής σοφός, έξοχος πατριώτης και σεβάσμιος κληρικός. Εκ Μηλεών της Θετταλομαγνησίας καταγόμενος, ηλικίας 71 ετών, συγγραφεύς, διδάσκαλος του Γένους και μέλος όλων των Εθνικών Συνελεύσεων και Βουλών, επεβάλλετο γενικώς και ενέπνεεν εις πάντας εμπιστοσύνην απεριόριστον. Ως δε χαρακτηρίζει αυτόν ο σοφός μαθητής του, ο αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφίας Φίλιππος Ιωάννου, είχεν ήθος αληθούς φιλοσόφου και τρόπον αρχαϊκόν. Ήτο απλούς, ακέραιος, ειλικρινής, ενάρετος, έντιμος, οξυδερκής, ευεργετικός, σεμνός, ακαλλώπιστος, διηγηματικός και ευφυέστατος.
Πολύτιμους υπηρεσίας προσήνεγκεν ο Κωνσταντάς εις την Δημοσίαν Εκπαίδευσιν του Έθνους και την μόρφωσιν της νεολαίας, μετά μεγίστου ζήλου και πατριωτισμού εργασθείς. Διωργάνωσε τα Σχολεία και τον τρόπον της Εκπαιδεύσεως και εμόρφωσε τους διδασκάλους και τους μαθητάς. Κατήρτισε δε μετ’ ου πολύ Κανονισμόν περί των καθηκόντων και δικαιωμάτων του Υπουργήματός του, ον ενέκρινε το Βουλευτικόν παμψηφεί. Δι’ αυτού συν πολλοίς και άλλοις εμερίμνησε και περί συστάσεως βιβλιοθηκών και αρχαιολογικών μουσείων.
Δύο σχεδόν μήνας προ του διορισμού του Γρηγορίου Κωνσταντά, ως Γενικού Εφόρου της Παιδείας, τη 19η Μαΐου 1824, το Βουλευτικόν Σώμα μετά μικράν συζήτησιν περί συστάσεως σχολείων διώρισε πενταμελή επιτροπήν, ίνα κατάρτιση και υποβάλη νομοσχέδιον «περί της Κοινής Παιδείας του Έθνους». Η Επιτροπή δε αυτή κατηρτίσθη εξ ανδρών, διαπρεπών επί γράμμασι, των Ανθίμου Γαζή, Πανούτσου Νοταρά, Μιχαήλ Κάββα, Σπυρίδωνος Τρικούπη και Κ. Λιβερίου.
Η Επιτροπή αυτή εξετέλεσε μετά ζήλου και φιλοτιμίας το ανατεθέν αυτή έργον και υπέβαλε τον Ιούλιον 1824 εις το Βουλευτικόν Σώμα το περί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως νομοσχέδιον δι’ εκθέσεως αυτής, δι’ ης προέτεινε τα εξής:
Να συστηθώσιν εν τη Ελληνική Επικράτεια τρία είδη σχολείων. Το πρώτον να περιλαμβάνη τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, δι’ ης ο μαθητής να διδάσκηται ανάγνωσιν, γραφήν και αριθμητικήν.
Το δεύτερον να περιλαμβάνη τα Λύκεια, συστηθησόμενα εν τη πρωτευούση εκάστης επαρχίας ή καν των σημαντικωτέρων. Εν αυτοίς δε να διδάσκηται ο μαθητής την αρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν, την Λατινικήν και Γαλλικήν και στοιχειώδη μαθήματα των επιστημών και της φιλοσοφίας.
Το δε τρίτον και τελευταίον ήτο να συστηθή εν τουλάχιστον πανεπιστήμιον εν Ελλάδι, περιλαμβάνον τους τεσσάρας μεγάλους κλάδους της επιστημονικής Παιδείας, ήτοι της Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Νομικής και Ιατρικής, και εν τω οποίω να σπουδάζωσιν όσοι, περατούντες τα μαθήματα των Λυκείων, ήθελον να τελειοποιηθώσιν είς τινα επιστήμην και έχωσιν αυτήν ως επάγγελμα.
Ούτω προετάθη η πλάσις σχολείων της Στοιχειώδους, Μέσης και Ανωτάτης εκπαιδεύσεως. Εκ τούτων τα πρώτα ήσαν τα λεγόμενα Αλληλοδιδακτικά, τα κατόπιν Δημοτικά Σχολεία, τα δε της Μέσης εκπαιδεύσεως περιελάμβανον τα μαθήματα των κατόπιν Γυμνασίων. Τα δε των νεωτέρων Ελληνικών σχολείων εδιδάσκοντο εις τ’ Αλληλοδιδακτικά ή τα Λύκεια ή και εις αμφότερα. Το σχέδιον αυτό της δημοσίας εκπαιδεύσεως ήτο πλήρες και τέλειον.
Αλλ’ η Επιτροπή σκεφθείσα και περί της εκτελέσεως αυτού, είδεν, ότι αι τότε περιστάσεις του Έθνους δεν επέτρεπον την πλήρη εφαρμογήν του και συνεπώς την σύστασιν όλων αυτών των εκπαιδευτηρίων. Και διά τούτο περιωρίσθη μόνον εις την Στοιχειώδη εκπαίδευσιν, την κοινώς ονομαζομένην Αλληλοδιδασκαλίαν, ήτις ήτο αναγκαιότατη και κοινωφελεστάτη εις την Ελλάδα, άμα δε και ολιγοδάπανος διά την Επικράτειαν και ανέξοδος διά τους μαθητάς. Υπέδειξε δε και τον τρόπον της εισαγωγής και διαδόσεως της εκπαιδεύσεως αυτής προς εκτέλεσιν του υπ’ αυτής καταρτισθέντος σχεδίου.
Προς τούτο προέτεινε να συστηθή εν πρώτοις εν μόνον αλληλοδιδακτικόν σχολείον να συγκροτηθή όμως καθώς πρέπει, και ούτως, ώστε ν’ αποβή μεγάλη πηγή εξ ής να εκρεύσωσι τα νάματα της αλληλοδιδασκαλίας εις όλην την Ελληνικήν Επικράτειαν.
Προς επίτευξιν του σκοπού αυτού εκρίθη επάναγκες, όπως, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, των όλως αγραμμάτων, φοιτήσωσιν εις το Σχολείον αυτό και ολίγοι άξιοι και χρηστοήθεις νέοι, εγκρατείς οπαδοί της Ελληνικής γλώσσης. Οι νέοι ούτοι, τελειοποιούμενοι ταχέως, να στέλλωνται ως διδάσκαλοι, εις άλλας επαρχίας, αντικαθίστανται δε εν τω σχολείω δι’ άλλων, έως ου εκάστη επαρχία της Ελλάδος απόκτηση ένα διδασκάλον εκ του σχολείου αυτού. Αφετέρου δε οι διδάσκαλοι ούτοι εγκαθιστάμενοι εις τας πρωτεύουσας των διαφόρων επαρχιών και ανοίγοντες σχολεία να προσλάβωσιν ωσαύτως εις αυτά, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, και άλλους νέους εκ των χωρίων της επαρχίας, οίτινες, γυμναζόμενοι, να επιστρέφωσιν εις τα χωρία των, ως διδάσκαλοι. Διά του τρόπου τούτου, ως έκρινεν η Επιτροπή, θα εξηπλούτο ταχέως εις όλο το Έθνος η Στοιχειώδης Εκπαίδευσις, ήτις ηδύνατο κατόπιν να επεκταθή και εις τα θήλεα διά της συστάσεως Παρθεναγωγείων.
Αυτά προέτεινεν εις το Βουλευτικόν Σώμα η επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως επιτροπή και υπέδειξε το Άργος, ως τόπον κατάλληλον προς σύστασιν του πρώτου δημοσίου σχολείου της Ελλάδος. Περί τα μέσα Οκτωβρίου του αυτού έτους το Βουλευτικόν, επιληφθέν και πάλιν του ζητήματος, απεφάσισε να συστηθή εν μόνον κεντρικόν σχολείον κατά το παρόν εις την Ελλάδα και τούτο πλησίον της Διοικήσεως. Διώρισε δε επιτροπήν εκ των Γρηγορίου Κωνσταντά, γενικού Εφόρου της Παιδείας, Θεοφίλου Καΐρη, Γεωργίου Γενναδίου, διαπρεπέστατων διδασκάλων του Γένους, Αναγνώστου Διδασκάλου και Γεωργίου Καλαρά, εγκρίτων λογίων και βουλευτών, όπως επεξεργασθή το περί του Οργανισμού των Σχολείων νομοσχέδιον, όπερ είχεν υποβληθή από του Ιουλίου. Και η νέα επιτροπή ενέκρινε το νομοσχέδιον αυτό, ως είχεν’ ενέκρινε δε αυτό και το Βουλευτικόν. Κατά τας ημέρας εκείνας εν τούτοις έλαβε χώραν γεγονός, εξόχως τιμών την φιλοπατρίαν των Ελλήνων.
Είχεν αφιχθή προ μικρού εις Ναύπλιον εκ Ρωσσίας ο φιλογενέστατος Ψαριανός Ιωάννης Ανδρεάδης Βαρβάκης, γέρων ζάπλουτος και ενθουσιώδης πατριώτης. Εγεννήθη το 1750 έτος και από της επαναστάσεως του 1769 διεκρίθη, ως πλοίαρχος βρικίου καταδρομικού. Μετά δε την επανάστασιν εκείνην κατέφυγεν εις Ρωσσίαν, όπου επεδόθη εις το εμπόριον. Και δι’ αυτού απέκτησε μεγάλην περιουσίαν, δι’ ης ευηργέτησε τα Ψαρά και την όλην Ελλάδα.
Ο μέγας αυτός πατριώτης μετέβη εις την Συνέλευσιν και εισήλθεν εις την αίθουσαν της συνεδριάσεως αυτής. Η φήμη του ονόματος του, αι χάριν της πατρίδος θυσίαι του είχον περιβάλει αυτόν δι’ εξόχου αίγλης και βαρύτητος. Όλοι οι βουλευταί υπεδέχθησαν αυτόν μετά σεβασμού και τον ήκουσαν εν βαθεία σιγή. Ο έξοχος πατριώτης εδήλωσεν ότι αφιεροί ποσότητα χρημάτων, ικανήν προς σύστασιν ενός κεντρικού σχολείον εις την Ελλάδα και ότι τα χρήματα αυτά θα καταθέσει εις τον πάγκον (Τράπεζαν) της Ρωσσίας επί τόκω διά να πληρώνωνται εξ αυτού οι μισθοί των διδασκάλων. Το Βουλευτικόν Σώμα ήκουσε ταύτα μετά ρίγους συγκινήσεων και δακρύων. Αφού δε τον ηυχαρίστησε διά τας προς την πατρίδα προσφοράς του, υπεσχέθη, ότι «η Διοίκησις θα φροντίση περί κτιρίου και διδασκάλων σοφών και πεπαιδευμένων».
Μετά τινας δε ημέρας ο Βαρβάκης απέστειλε προς το Βουλευτικόν το από 8ης Νοεμβρίου 1824 αφιερωτικόν γράμμα του, όπερ ανεγνώσθη εν πλήρει συνεδριάσει και συγκινήσει των βουλευτών. Δι’ αυτού ο λαμπρός πατριώτης εξήγησε και επεκύρωσε τα της Εθνικής δωρεάς του προς σύστασιν του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Εδήλωσε συν άλλοις, ότι αφιεροί εις το Έθνος ρούβλια 300.000, άτινα θα κατάθεση εις το Βασιλικόν ταμείον της Μόσχας, ως κεφάλαιον αιωνίως άθικτον ο δε τόκος αυτών προς 5 τοις 100 (ρούβλια 15.000) θα διατίθηται ετησίως εις μισθούς και τροφάς των διδασκάλων. Το αφιέρωμα δε αυτό θ’ αρχίση να δίδεται, αφ’ ης ώρας γίνη έναρξις της επισκευής του σχολείου, όπερ ωρίσθη παρά της Διοικήσεως κατά το παρόν εν Αργεί. Το Βουλευτικόν, τιμών τον πατριωτισμόν του ανδρός, ανεκήρυξεν αυτόν τη 20η Νβρίου 1824 μέγαν ενεργέτην του ‘Εθνους.
Ούτως η ιδέα υπερωρίμασε πλέον και υπελείπετο μόνον η επίσημος σύστασις του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου, ην και εθέσπισε το Βουλευτικόν τη 22α Δεκεμβρίου 1824 διά της εξής πράξεως του.
«Βουλευτικόν συνέδριον»
Τη 22α Δεκεμβρίου.
Προεδρεύοντος του κυρίου Πανούτσου Νοταρά εκινήθη το περί συστάσεως του εν Άργει σχολείου κοινή γνώμη και αποφάσει της Συνελεύσεως όθεν εστάλη Προβούλευμα εις το Εκτελεστικόν μετά του Θεσπίσματος, το οποίον έχει επί λέξεως ουτωσί.
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Επειδή η εν Άστρει Εθνική Συνέλευσις, γνωρίζουσα, καλώς, ότι διά της παιδείας αυξάνουσιν, ευτυχούσιν, ενδυναμούνται και στερεώνονται τα Έθνη, ενομοθέτησεν εις τον Οργανικόν Νόμον ότι η δημόσιος εκπαίδευσις είναι υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και ότι συστηματικώς να οργανισθή η εκπαίδευσις της νεολαίας από την Διοίκησιν.
Το Βουλευτικόν εθεσπίσατο
Α’. Εις την πόλιν του Άργους να συστηθή σχολείον κεντρικόν της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διάφορα είδη μαθήσεως.
Β’. Ο Υπουργός των Εσωτερικών να ενεργήση το παρόν Θέσπισμα.
Γ. Το παρόν Θέσπισμα να δημοσιευθή διά του τύπου και να καταχωρισθή εις τον Κώδικα των Θεσπισμάτων.
Τη 22 Δεκεμβρίου 1824 εν Ναυπλίω.
Ο πρόεδρος
Πανούτσος Νοταράς
Ο Β. Γραμματεύς
Ανδρ. Παπαδόπουλος».
Ως έδρα του πανελληνίου αυτού Κεντρικού Σχολείου ωρίσθη το Άργος. Και τούτο, διότι η πόλις αυτή ήτο πλησίον της εν Ναυπλίω εδρευούσης Διοικήσεως και έκ των σημαντικωτέρων της Πελοποννήσου. Εκτός δε τούτου εν Άργει υπήρχεν από Τουρκοκρατίας και ελειτούργει από του έτους 1800, εξαίρετον σχολείον κοινοτικόν, έχον αίθουσαν ευρύχωρον και κατάλληλον διά την διδασκαλίαν και περίβολον ευρύν και περιτετειχισμένον προς άσκησιν και σωματικήν γύμνασιν των νέων. Και συνεπώς ελήφθη το μέτρον να εγκατασταθή το νυν ιδρυόμενον Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον εν τη οικοδομή του κοινοτικού. Έκειτο δε το κοινοτικόν αυτό σχολείον κατά το νοτιοανατολικόν άκρον της σήμερον πλησίον και νοτίως του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου δημοτικής πλατείας, ήτις περικλείεται υπό των οικιών Ευαγγ. Δρίτσα, Θεωναίων και άλλων.
Πρωτίστη μέριμνα της Διοικήσεως ήτο η εύρεσις αξίου διδασκάλου και διευθυντού του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Και απέβλεψεν ευστόχως προς τον αείμνηστον διδάσκαλον του Γένους Γεώργιον Γεννάδιον, ελθόντα εξ Οδησσού εις Ναύπλιον περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου 1824. Επειδή δε η σύστασις του άνω σχολείου εθεωρείτο τετελεσμένον γεγονός από του παρελθόντος Ιουλίου, ότε υπέβαλε το περί αυτού σχέδιον η επί της Εκπαιδεύσεως Επιτροπή, το Βουλευτικόν τη 14η Σεπτεμβρίου ενέκρινε να διορισθή αρχιδιδάσκαλος και διευθυντής του Σχολείου αυτού ο διάσημος Γεννάδιος, «ως πολυμαθής και ικανός εις το σχολαρχείον».
Ο επιφανής διδάσκαλος απεδέχθη προθύμως τον διορισμόν του αυτόν. Πλην δεν ηδυνήθη ν’ αναλάβει τα καθήκοντα του. Ένεκα της συρροής πολλών προσφύγων εκ διαφόρων μερών της Τουρκίας ενέσκηψεν εν Ναυπλίω από του Αυγούστου 1824 επιδημία τυφοειδούς πυρετού, ήτις μετεδόθη και εις το Άργος της ενταύθα μετοικήσεως πολλών ασθενών. Εκ της επιδημίας δε αυτής ενόσησε και ο Γεννάδιος και ως εκ τούτου ηναγκάσθη να καταλίπη την Αργολίδα και απέλθη εις Αθήνας. Αναχωρήσαντος δε του Γενναδίου διωρίσθη διδάσκαλος και διευθυντής του Κεντρικού Σχολείου ο Δημήτριος Πλατανίτης. Ο διδάσκαλος ούτος ήτο έγκριτος λόγιος και είχε διδαχθή την αλληλοδιδακτικήν μέθοδον εν Βουκουρεστίω παρά του Γεωργίου Κλεοβούλου, σπουδάσαντος αυτήν εν Παρισίοις.
Εκτός τούτου διωρίσθησαν και επιστάται άμισθοι είδος εφορευτικής επιτροπής του Σχολείου, κατά πρότασιν της αυτής επί της εκπαιδεύσεως επιτροπής, ο ηγούμενος της εν Άργει Μονής της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης Παρθένιος και ο βουλευτής Αργούς και ιατρός Μιχαήλ Κάββας. Οι επιστάται ούτοι είχον καθήκον «να φροντίζωσι τα περί του σχολείου και περί της εκπληρώσεως των χρεών του διδασκάλου και των μαθητών.
Ο διευθυντής δε και οι επιστάται αυτοί μετά του γενικού Εφόρου της Παιδείας, Γρηγορίου Κωνσταντά, φιλοτίμως συνεργασθέντες, διωργάνωσαν και κατέστησαν έτοιμον καθ’ όλα το εν Άργει Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον. Και υπό τας ευχάς πάντων των Ελλήνων και την πάνδημον και ενθουσιώδη υποστήριξιν των Αργείων ετελέσθησαν τα εγκαίνια αυτού τον Δεκέμβριον 1824.
Ούτω το Σχολείον αυτό υπό τας ρηθείσας συνθήκας και τον ένθερμον και αδιάπτωτον ζήλον του διευθυντού αυτού ελειτούργησε και ηυδοκίμησε θαυμασίως. Δεν ήτο δε απλώς Σχολείον της Αλληλοδιδακτικής, αλλ’ ανώτερον Εκπαιδευτήριον, αφού εδιδάσκοντο εν αυτώ διάφορα είδη μαθήσεως και μάλλον Διδασκαλείον, καθόσον ήτο το φυτώριον όλων εν γένει των διδασκάλων του Έθνους.
Ενωρίς απέκτησε φήμην αρίστην και ευρυτάτην. Πολλοί νέοι αυθόρμητοι έσπευδον πολλαχόθεν να καταταχθώσιν, ως μαθηταί αυτού, διά να διδαχθώσι την νέαν διδακτικήν μέθοδον και διδάξωσι αυτήν κατόπιν εις άλλα μέρη της ελευθέρας Ελλάδος. Τόση δε ήτο η συρροή αυτών, ώστε περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1825 οι μαθηταί υπερέβησαν τους 150.
Εξ αυτών πολλοί διεκρίθησαν εις τα γράμματα. Μεταξύ δε τούτων αναφέρεται, ως αριστεύς, ο Ιωάσαφ Καΐρης, αδελφός του διασήμου σοφού και μεγάλου διδασκάλου του Γένους Θεοφίλου Καΐρη. Ο Ιωάσαφ αυτός, τελειοποιηθείς, έλαβε τακτικόν δίπλωμα του εν Άργει Σχολείου και τόσω διεφημίσθη πανταχού η ικανότης του, ώστε κατέστη περιζήτητος διδάσκαλος και προσεκλήθη εις διάφορα μέρη της Ελλάδος πάντων όμως προετίμησε την ιδιαιτέραν πατρίδα του Άνδρον, όπως σχολαρχήση εν αυτή.
Κατά το έαρ του 1825 το εν Αργεί Κεντρικόν Σχολείον ήκμασε. Κατήλθε τότε εις την Ελλάδα ο φιλέλλην κόμης Ιωσήφ Πέκκιος, όστις επεσκέφθη και το Άργος και το Σχολείον του. Ο ευγενής ξένος απεκόμισεν εξ αυτών αρίστας εντυπώσεις. Είδεν, ότι το Σχολείον ήτο εκτισμένον κατά το σχέδιον των Αγγλικών σχολείων, είχε δε πλησίον και την κατοικίαν του διδασκάλου’ αλλ’ ήτο υπέρ το δέον μικρόν διά την πληθύν των μαθητών του, οίτινες ανήρχοντο τότε εις διακόσιους. Προστίθησι δε, ότι εφοίτων εις αυτό παιδία άρρενα και θήλεα, σπουδάζοντα εν τούτοις χωριστά, και ότι κυρία τις εκ Χίου, θέλουσα να παράσχη εις τα θήλεα αγωγήν καταλληλοτέραν διά το φύλον αυτών, προετίθετο να κτίση παραπλεύρως ίδιον δι’ αυτά σχολείον και ότι εγίνετο τότε εν Αργεί σκέψις περί της πραγματοποιήσεως του σχεδίου αυτού.
Ο φιλέλλην κόμης διηγείται και άλλην περίεργον λεπτομέρειαν. Φαίνεται, ότι το ιδεώδες του Βαρβάκη ήτο η διά της μεγάλης δωρεάς του ίδρυσις ανωτάτου εκπαιδευτηρίου, ήτοι Πανεπιστημίου εν Ελλάδι. Τοιαύτην δε είχε βεβαίως έννοιαν και σκοπόν, έστω και απώτερον, και το θέσπισμα του βουλευτικού, δι’ ου συνεστήθη εν Άργει «Κεντρικόν Σχολείον της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διάφορα είδη μαθήσεως».
Αλλά το Σχολείον αυτό ιδρύθη εν τη πόλει του Άργους και το οικοδόμημα του δεν επήρκει εις τας ανάγκας ανωτέρου εκπαιδευτηρίου. Τούτου ένεκα οι Αργείοι, περί πολλού ποιούμενοι την εν τη πόλει αυτών ανέγερσιν Πανεπιστημίου, ανέπτυξαν έκτακτον φιλομουσίαν, ενεκολπώθησαν την ιδέαν μετ’ ενθουσιασμού και εφρόντισαν δραστηρίως περί του καταλλήλου προς τούτο γηπέδου. Είχον δ’ εκλέξει ήδη τοιούτον, όπερ ηγόρασεν η πόλις του Άργους προς τον ρηθέντα σκοπόν και όπου ο διοικητής και οι προεστώτες της πόλεως εξενάγησαν τον ευγενή φιλέλληνα.
Το γήπεδον αυτό απετέλει και αποτελεί το προαύλιον ή μάλλον μεσαύλιον του έτι και νυν σωζόμενου στρατώνος του Ιππικού. Είναι δε ούτως αρχαία και πελώρια διώροφος οικοδομή, λιθόκτιστος, εν μέσω κεντρικής, μεγίστης και ευρύτατης πλατείας, και σχεδόν τετράγωνος περικλείει δε χώρον λιθόστρωτον, έχοντα εμβαδόν Β. μέτρων 5.278,20 και εν τω μέσω αρχαίαν κρήνην τετράπλευρον και τετράκρουνον. Άγνωστον, εν τούτοις, αν τότε εφράσσετο και πώς η βόρεια πλευρά ή πρόοψις του μεγίστου κτιρίου, ήτις είνε μήκους Β. μ. 76 και αν αρχήθεν τούτο είχεν ως σήμερον, δύο εισόδους, ανά μίαν εις το μέσον της βόρειας και νοτιάς πλευράς. Αλλ’ αι λοιπαί πλευραί, η μεν νοτία μήκους Β. μ. 76, η δε ανατολική και δυτική ανά μ. 69,45, υπήρχον αρχήθεν και είχον εκάστη ανά μίαν διπτέρυγον μεγάλην λιθίνην κλίμακα εξωτερικώς εν τω περιβάλω δι’ ων ανήρχοντο εις τους ευρύτατους θαλάμους αυτών.
Είνε ιστορικόν διά την πόλιν του Άργους το εν λόγω οικοδόμημα. Κατά τοπικήν παράδοσιν, ήτο Ενετικόν, κτισθέν κατά την τελευταίαν Ενετοκρατίαν της Πελοποννήσου (1687-1715) και χρησίμευσαν αρχικώς, ως νοσοκομείον, διευθυνόμενον υπό Αδελφών τον Ελέους. Επί της Τουρκοκρατίας δε μετεβλήθη εις Μπεζεστένι (αγοράν) και εν αυτώ ετελείτο μάλιστα κατά Κυριακήν αγορά επαρχιακή. Υπήρχε δι’ εν αυτώ και το ταχυδρομείον (Μεντζή – χανέ) της πόλεως.*
Δυστυχώς, ου μόνον ουδέποτε ιδρύθη Πανεπιστήμιον εν Αργεί, αλλά και αυτό το συστηθέν Κεντρικόν Σχολείον κατεστράφη ταχέως. Το χρυσούν όνειρον των Αργείων του 1826 διέλυσαν απρόοπτα ατυχήματα.
Ο Αιγύπτιος Αττίλας, ο φοβερός Ιμβραήμ πασάς, επιδραμών εις την Πελοπόννησον και ενσπείρων πανταχού το πυρ και την φρίκην, εισέβαλε και εις το Άργος περί τα μέσα Ιουνίου 1825. Έθετο δε πυρ εις την πόλιν και μετά πλείστων οικιών αυτής έκαυσε και το Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον, όπερ απετεφρώθη άρδην μεθ’ όλων των εν αυτώ διδακτικών επίπλων, οργάνων και βιβλίων. Και ουδέν άλλο εξ αυτού διεσώθη, ειμή μόνον η θέσις, ήτις και έμεινεν ιστορική. Επί πολλά έτη ύστερον και ότε ακόμη ο χρόνος εσάρωσε τα ίχνη της οικοδομής της, η θέσις εκείνη επωνομάζετο Παλαιόν ή Ελληνικόν Σχολείον.
Εν τούτοις το περιώνυμον εκείνο εκπαιδευτήριον, εις ο ητένισε μετά μεγάλων παλμών και ελπίδων ολόκληρος η Ελλάς, δεν ανηγέρθη εκ της τέφρας του. Αι εθνικαί περιστάσεις μετεβλήθησαν έκτοτε πολύ. Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Άργει ουδέ λόγος καν εγένετο πλέον ουδείς δ’ εσκέφθη ν’ ανεγείρη επί τέλους το αποτεφρωθέν Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον.
Το Άργος απώλεσε τους φίλους και προστάτας του. Ο εξαιρέτως αγαπήσας αυτό Κυβερνήτης Καποδίστριας περιωρίσθη εις τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως. Ο δε βασιλεύς Όθων έστρεψε τον νουν και την καρδίαν αυτού προς τας Αθήνας, όπου και μετέθεσεν εκ Ναυπλίου την καθέδραν του βασιλείου. Η νέα πρωτεύουσα απερρόφησεν όλην την Ελλάδα, συγκεντρώσασα εν αυτή πάντα τα μεγάλα και άξια λόγου δημόσια ιδρύματα.
Διά τας Αθήνας ωσαύτως εχρησιμοποιήθη και το κληροδότημα του Βαρβάκη. Ο εθνικός ευεργέτης ανεχώρησε τη 26 Νοεμβρίου 1824 εκ Ναυπλίου εις Ζάκυνθον. Εκεί δ’ ενόσησε. Και αφού τη 10 Ιανουαρίου 1825 συνέταξε κωδίκελλον, συμπληρωματικόν της από 22 Μαΐου 1824 διαθήκης του και του από 8 Νοεμβρίου 1824 προς την Διοίκησιν της Ελλάδος αφιερωτικού γράμματος αυτού, απέθανεν εν τω λοιμοκαθαρτηρίω Ζακύνθου τη 12η Ιανουαρίου 1825. Πολλά δ’ έτη ύστερον διά Βασ. Διατάγματος της 26 Φεβρουαρίου 1843 το προς ανέγερσιν και συντήρησιν Λυκείου και εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαίας κληροδότημα του αοιδίμου ανδρός, ανερχόμενον εις δραχ. 1.988.992,97% διετέθη εις ίδρυσιν και συντήρησιν του εν Αθήναις Βαρβακείου Λυκείου.
Τοιαύτη υπήρξεν η φορά των πραγμάτων και η τύχη του εν Άργει Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Αλλ’ επί πάσιν η πόλις του Άργους δικαιούται να σεμνύνηται, ότι έσχε την τιμήν και την δόξαν να γίνη η πρώτη λαμπρά εστία, αφ’ ης ηκτινοβόλησε και διεχύθη το φως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ανά πάσαν την αναγεννηθείσαν Ελλάδα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΒΑΡΔΟΥΝΙΩΤΗΣ
Δικηγόρος
Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Υποσημείωση
*Κατά το 1829 ο Κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας έκτισε την βορειαν πρόοψιν, πλάτους μ. 14,50 μετά κλίμακος, ομοίας των λοιπών και ούτως όλη η ανατολική πλευρά έλαβε μήκος μ. 83,95. Μετέβαλε δε την όλην οικοδομήν εις στρατώνα Ιππικού. Όλων των πλευρών τα εισόγαια διεσκευάσθησαν εις σταύλους, τα δε ανώγαια, της μεν βορείας προόψεως εις γραφεία και θαλάμους αξιωματικών, των δε λοιπών πλευρών εις θαλάμους στρατιωτών. 0 στρατών αυτός είνε συνδεδεμένος μετά μεγάλων γεγονότων του Άργους. Εξ αυτού εδόθη τη 4η Ιανουαρίου 1833 το απαίσιον πρόσταγμα της υπό των Γάλλων σφαγής των Αργείων. Μέχρι του 1862 ήτο διαρκώς στρατών Ιππικού, μετά ταύτα δε κατά διαλείμματα. Εν αυτώ κατά το 1866 ετελέσθη το πρώτον η τότε συστάσα ετησία εμπορική πανήγυρις της πόλεως. Εν αυτή και κατά το 1899 ενηργήθη υπό την προεδρείαν του Βασιλέως η πρώτη Κτηνοτροφική Έκθεσις κ.λ,π.
Πηγή
H Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Ιστορίας και Πολιτισμού
ενημερώνει τους επισκέπτες της ότι διαθέτει
άδετα ανάτυπα των πιο κάτω βιβλίων:
- Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.
-
Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.
Read Full Post »