Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πανεπιστήμιο’

Πανεπιστήμιο Πάδοβας – Η Alma Mater του νέου Ελληνισμού


 

Ακόμη και πριν από την Άλωση, Έλληνες και Κύπριοι φοιτητές ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Προπύργιο του Ουμανισμού και της Αναγέννησης, το πανεπιστήμιο εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο ελληνικών σπουδών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση. Τη δεκαετία του 1940 φιλοτεχνήθηκαν οι προσωπογραφίες σαράντα σπουδαστών του από άλλες χώρες, που διακρίθηκαν σε πολιτικά αξιώματα της πατρίδας τους. Ανάμεσά τους, τρεις Έλληνες.

 

Πάδοβα, Παδούη και Πατάβιον είναι τα διάφορα ονόματα με τα οποία τίμησαν οι νεότεροι Έλληνες την Alma Mater του υπόδουλου ελληνικού έθνους. Μετέβαιναν εκεί επί σειρά αιώνων για να σπουδάσουν τα ελληνικά γράμ­ματα, για να σπουδάσουν επίσης την ιατρική, τη νομική και τις φυσικές επιστή­μες της εποχής.

Πρόκειται για το δεύτερο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Ιταλίας. Ιδρύθηκε το 1222 και ετοιμάζεται να εορτάσει σε λίγο τα 800 χρόνια του. Συγκαταλέγεται μέχρι σήμερα στα πιο φημισμένα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης. Στους αιώνες του Ουμανισμού και της Αναγέννησης, λόγω και των στενών δεσμών του ελληνισμού με τη Βενετία, το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας έμελλε να εξελιχθεί σε φημισμένο κέντρο ελληνικών σπουδών. Συνέβαλε καθοριστικά στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, αναδείχθηκε σε κύριο πυλώνα της ιταλικής Αναγέννησης. Έγινε επίσης το πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησαν εκατοντάδες Ελληνόπουλα, από την αρχή περίπου του 15ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι Έλληνες και οι Κύ­πριοι φοιτητές ξεκίνησαν να έρχονται εδώ πριν από την Άλωση της Πόλης. Στη συ­νέχεια έφθαναν στην Πάδοβα νέοι από όλες τις βενετοκρατούμενες περιοχές του ελληνικού χώρου, αργότερα και από τις τουρκοκρατούμενες.

 

Παλάτσο Μπο, Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, γύρω στο 1780.

 

Σε διάρκεια τεσσάρων και πλέον αιώνων, το παταβινό ίδρυμα στάθηκε η τροφός και η θετή μητέρα των υποδούλων. Ο προσήκων χαρακτηρισμός για το λαμπρό Πανεπιστήμιο είναι γνωστός στους ειδικούς. Διατυπώνεται ρητά στο πρόσφατο βιβλίο του Άγγλου ιστορικού David Brewer: «Στην Πάντοβα, όπου λειτουργού­σε πανεπιστήμιο από το 1222, διάσημο για τις ιατρικές και φιλοσοφικές σπουδές του, ιδρύθηκε έδρα ελληνικών το 1463. Η Πάντοβα έχει αποκληθεί η alma mater όλου του υπόδουλου ελληνικού έθνους» (Ελλάδα 1453-1821. Οι άγνωστοι αιώνες, Πατάκη, 2018, σ. 170). (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ένοπλα φοιτητικά σώματα (1862-1897) – Η περίπτωση της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγας» | Χρήστος Δ. Λάζος


 

Εκπλήσσεται ο ακροατής ακούγοντας για την ύπαρξη ένοπλων φοιτητικών σωμάτων στη διάρκεια της περιόδου 1862-1897, την ίδια όμως έκπληξη δέχεται και ο Ιστορικός που διερευνά το θέμα. Και θα ήταν πολύ εύκολο να διολισθήσει κάποιος προς την άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με μία έκρηξη πολεμικού πάθους ή εθνικιστικού μένους, πράγμα που φυσικά δεν συμβαίνει.

 

Το κτίριο όπου στεγάστηκε το Εθνικό Πανεπιστήμιο κατά την έναρξη λειτουργίας του, το Μάιο του 1837.

 

Υπάρχει ένας συνειρμός σ’ όλα αυτά και το υπό μελέτη φαινόμενο, δηλαδή η ίδρυση και δράση της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγας», δεν είναι αυθύπαρκτο και αυτοφυές, αλλά έχει ρίζες στο παρελθόν και προεκτάσεις στο μέλλον, στην πριν και μετά από αυτό χρονική περίοδο, και τυπικά ανήκει στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος, του οποίου αποτελεί μιαν από τις λαμπρότερες σελίδες. Άρα δεν μπορούμε να το μελετήσουμε σαν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά σαν συνέχεια και σαν κρίκο μιας διαδοχής.[1]

 

Διαχρονικότητα και μοναδικότητα του φαινόμενου

 

Μόνο μέσα από την έρευνα για την καθολική πορεία και δράση του φοιτητικού σώματος μπορεί ο ερευνητής να αντιληφθεί ότι τα ένοπλα φοιτητικά σώματα της περιόδου 1862-1897 έχουν μια διττή όψη: διαχρονική και παράλληλα μοναδική. Διαχρονική γιατί τόσο στην πριν από αυτά περίοδο, όσο και στην μετέπειτα, υπήρξαν παρόμοια σώματα, αλλά με τις επιμέρους διαφορές τους, και μοναδική γιατί οι αιτίες που τα δημιούργησαν υπήρξαν πολύ ειδικές, ιδωμένες τόσο από ελληνική σκοπιά όσο και παγκόσμια. Δε γνωρίζουμε πουθενά, στη παγκόσμια ιστορία, πανεπιστημιακό ίδρυμα να εσύστησε μάχιμο πανεπιστημιακό σώμα από καθηγητές και φοιτητές. Και το φαινόμενο παραμένει μοναδικό ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα.

Για την περίοδο 1821-1861, έχουμε την παρουσία και δράση του «Ιερού Λόχου» [2] και αργότερα την «Ελληνική Λεγεώνα των Εθνικοτήτων», που τα περισσότερα μέλη της ήταν φοιτητές, που μαζί με άλλους Έλληνες πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των Γαριβαλδινών εθελοντικών σωμάτων υπέρ της Ιταλικής ενοποίησης.[3]

Για την μετά το 1897 περίοδο έχουμε στα 1909 την ίδρυση της «Πανεπιστημιακής Ενώσεως», που συγκρότησε φοιτητική φάλαγγα 62 ατόμων και αγωνίστηκε στο πλευρό της επανάστασης του Ζορμπά στο Γουδί το 1909, [4] την «Παμφοιτητική Δημοκρατική Νεολαία», η οποία σύσσωμη, με 5.500 μέλη, οπλίστηκε και υπερασπίσθηκε τη Δημοκρατία, όταν στις 21 Οκτωβρίου 1923 ξέσπασε βασιλικό πραξικόπημα, [5] και τέλος, στα 1944, έχουμε την παρουσία του «Λόρδου Μπάϋρον», μάχιμου φοιτητικού λόχου του ΕΛΑΣ, που έλαβε μέρος σε συγκρούσεις κατά των Γερμανών και διαλύθηκε μετά το Δεκέμβριο του 1944.[6]

Όμως και μέσα στα όρια της περιόδου που εξετάζουμε, στα 1866, όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Κρήτη, φοιτητές πολέμησαν εκεί μαζί με γαριβαλδινούς εθελοντές, συγκροτημένοι σε σώμα 130 ανδρών κάτω από τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Λεονταρίδη.[7] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Λάππας Κώστας – Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 190  αιώνα


 

Στο βιβλίο διερευνώνται δύο κυρίως ζητήματα της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στον 19ο αιώνα: πρώτον το θεσμικό του πλαίσιο και η οργάνωση των σπουδών και δεύτερον η συγκρότηση του φοιτητικού σώματος και η παρουσία των φοιτητών στην πανεπιστημιακή και εξωπανεπιστημιακή ζωή.

 

Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 190  αιώνα

Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 190 αιώνα

 

Ειδικότερα εξετάζονται, μετά από μια σύντομη αναδρομή στην «προϊστορία» του Πανεπιστημίου, οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα στα χρόνια 1834-1837, τα αλλεπάλληλα σχέδια για την ίδρυση Πανεπιστημίου, ο πανεπιστημιακός Κανονισμός του 1837 με βάση τον οποίο λειτούργησε το ίδρυμα ως το 1911 και οι σχέσεις του με την αντίστοιχη γερμανική πανεπιστημιακή νομοθεσία, η θεσμική οργάνωση του Πανεπιστημίου, τα ιδεολογήματα γύρω από την αποστολή του, η συγκρότηση του διδακτικού προσωπικού, οι δυσλειτουργίες του θεσμικού πλαισίου του Πανεπιστημίου και οι αποτυχημένες προσπάθειες που γίνονται σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα για τη μεταρρύθμιση του ιδρυτικού κανονισμού του.

Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αναφέρεται στους φοιτητές: στον τρόπο οργάνωσης των σπουδών τους, τους Οδηγούς σπουδών, τις διπλωματικές εξετάσεις, τα εκπαιδευτικά τέλη και άλλα συναφή θέματα, με έμφαση στις θεωρητικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το όλο σύστημα.

 

Λάππας Κώστας

Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα

Σελίδες 743

Έκδοση: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς

Αθήνα, 2004

ISBN 960-7138-30-9

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Βενθύλος Ιωάννης (1804-1854)


  

Βενθύλος Ιωάννης (1804-1854)

Καθηγητής Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε το 1804 στη Σμύρνη και πέθανε στην Αθήνα το 1854. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, μετέβη στο Βερολίνο, όπου σπούδασε φιλολογία υπό τους Boeckh και Hermann, με τούς οποίους συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλία.

Με την άφιξη του Καποδίστρια (1828) ο Βενθύλος ήρθε στην Ελλάδα και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην οργάνωση της παιδείας του νεοσύστατου κράτους. Τον Μάιο του 1829 διορίστηκε διδάσκαλος στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, του οποίου συνέταξε και Σχέδιο οργανισμού, χρημάτισε μέλος μιας από τις επιτροπές που συγκρότησε ο Καποδίστριας για την παιδεία, και λίγο αργότερα, μαζί με τον Γεώργιο Γεννάδιο, δίδαξε στο «Κεντρικόν Σχολείον» της Αίγινας ως το 1831, οπότε απολύθηκε εξαιτίας των αντικαποδιστριακών του αντιλήψεων.

Το 1833 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Ναυπλίου και το 1839, αφού προηγουμένως δίδαξε στο Πανεπιστήμιο με άδεια της Φιλοσοφικής Σχολής επί διετία φιλολογικά μαθήματα αμισθί, διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο και δίδαξε ως το θάνατό του.

Δημοσίευσε αυτοτελώς έργα φιλολογικού περιεχομένου, μεταξύ των οποίων: Γραμματική της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης (1832), Στοιχεία μετρικής της των Ελλήνων και Ρωμαίων ποιήσεως (1851). Εξέδωσε επίσης τις Νεφέλες του Αριστοφάνη (1830) και την Ποιητική του Αριστοτέλη (1841).

 

Δαυίδ Αντωνίου

Ιστορικός της Εκπαίδευσης, Επίτιμος Δρ. Παν/μίου Ιωαννίνων

Πηγές Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, «Οι απαρχές του εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο νεοελληνικό κράτος: Το Σχέδιο της Επιτροπής του 1883», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1992.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Σχινάς Κωνσταντίνος (1801-1857)


   

Κωνσταντίνος Σχινάς

Ο Κωνσταντίνος Σχινάς γεννήθηκε στο Φανάρι, της Κωνσταντινουπόλεως το 1801. Ο πατέρας του, Δημήτριος Σχινάς, υπηρέτησε ως πρώτος Γραμματεύς της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως Γραμματεύς των ηγεμόνων Κωνσταντίνου και Αλεξάνδρου Μουρούζη της Μολδαβίας, ως καπουκεχαγιάς Μολδαβίας και Βλαχίας και τέλος, επί Ιωάννου Καρατζά, διετέλεσε Διερμηνεύς του Αυτοκρατορικού Στόλου και πρώτος καπουκεχαγιάς της Βλαχίας.[i] Η μητέρα του Μαρία, ήταν κόρη του Λογοθέτου Γαβριήλ Φεταλά και ανεψιά του Μητροπολίτου Νικομήδειας Μελετίου του Καντακουζηνού.[ii]

Ο Σχινάς παρακολούθησε τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του με δάσκαλο τον Πλάτωνα Φραγκιάδη και έναν Τούρκο που ονομαζόταν Λαμή. Μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως και την φυγή της οικογενείας του στην Βεσσαραβία αναχώρησε για τη Γερμανία και τη Γαλλία, ὀπου σπούδασε Νομικά με δασκάλους τον Savigny, του οποίου την κόρη Elisabeth [ Μπεττίνα] παντρεύτηκε αργότερα[iii], τον Clenton κ.ά.

Στο διάστημα των σπουδών του στο εξωτερικό φαίνεται ότι συνδέθηκε με πολλούς αξιόλογους άνδρες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκαίτε. Σχετικό με την γνωριμία αυτή και τη μετάβασή του από το Βερολίνο στη Βαϊμάρη τον Οκτώβριο του 1825 είναι κι ένα γράμμα της ποιήτριας Μπεττίνας φόν Άρνιμ προς τον Γκαίτε όπου αναφέρονται και τα εξής σχετικά με το νεαρό Κωνσταντίνο Σχινά:

« ο κομιστής είναι, αριστοκράτης από γέννηση και από φρόνημα. Κατάγεται από μία των πρώτων οικογενειών της Ελλάδας. Το όνομά του είναι Σχινάς Μαυροκορδάτος και (ό) Υψηλάντης είναι γαμβρός του. Νέος ακόμα, αποδείχθηκε καλός κολυμβητής στα ταραγμένα κύματα της ζωής του. Με ψυχική γαλήνη είδε να ναυαγήσουν τα πλούτη και τα αξιώματα του. Με ψυχικό μεγαλείο αντιμετώπισε την πιο μεγάλη απώλεια πατέρα και φίλων και με αξιοπρέπεια επέρασε από τις μεγαλύτερες στενοχώριες.

Την γερμανική γλώσσα έμαθε με μια σπάνια εξυπνάδα σε πολύ λίγο καιρό. (Η επιστημονική του μόρφωση είναι πολύ γερή, ώστε προκαλεί σε κάθε συζήτηση αληθινό θαυμασμό. Καλός και ευγενής με όλους, απέχτησε τη συμπάθεια και την αγάπη όλων. . . Θα επιθυμούσα να πάρη ο ξενιτεμένος αυτός νέος μαζύ του, αν ποτέ γυρίση στην πατρίδα του, την πιο υψηλή ιδέα για σένα. Το βλέμμα σου πού είναι ο καθρέφτης της θείας φωτιάς, ας τον ευλόγηση».[iv]

Γνήσιος εκπρόσωπος Φαναριώτη διανοούμενου με εξαιρετική μόρφωση και αναμφισβήτητες ικανότητες, ο Κ. Σχινάς δεν άργησε να παίξει ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή της μετεπαναστατικής Ελλάδος. Αφού επέστρεψε από το εξωτερικό οπού είχε τελειώσει τις σπουδές του (1828), διορίσθηκε από τον Ι. Καποδίστρια πρώτος Πάρεδρος της Γραμματείας των Εσωτερικών.

Το 1833 έλαβε μέρος στην μεγάλη επιτροπή πού συγκρότησε η Αντιβασιλεία για την διοργάνωση της δημοσίας εκπαιδεύσεως. Η επιτροπή, αποτελούμενη από τους Κ. Σχινά, Αλεξ. Σούτσο, Αναστ. Πολυζωίδη και άλλους, εργάστηκε συλλέγοντας στοιχεία σχετικά με τις εκπαιδευτικές ανάγκες του τόπου. Αποτέλεσμα των εργασιών αυτής της επιτροπής υπήρξε ο Οργανικός Νόμος περί Εκπαιδεύσεως, με τον οποίον έγιναν γνωστές οι εκπαιδευτικές επιδιώξεις του Κράτους που σε γενικές γραμμές ήταν:

 1) η σύσταση σχολείων Στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, Μέσης, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας

2) η προικοδότηση των σχολείων αυτών

3) η επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών για την επάνδρωση τους

4) η ανέγερση διδακτηρίων

5) η χορήγηση υποτροφιών

6) η ίδρυση Τεχνικών Σχολών

7) ο διορισμός προσωπικού σε όλα τα σχολεία κ.ά.

Παράλληλα με αυτό, στην προσπάθειά της να οργανώσει την νομοθεσία του νεοσυσταθέντος κράτους ή Αντιβασιλεία ανέθεσε το 1833 στον Πολυζωΐδη και στον Σχινά να μεταφράσουν στα ελληνικά τον Ποινικό Νόμο του Maurer που είχε στηριχθεί κυρίως στον Βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813[v] και στις μεταγενέστερες μεταρρυθμιστικές εργασίες, των ετών 1822, 1827 και 1831. Ο ελληνικός Ποινικός Νόμος, χωρισμένος σε τρία βιβλία, περιέλαβε 708 άρθρα και δημοσιεύθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1834 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Τον Οκτώβριο του 1833 ο Κ. Σχινάς διορίσθηκε, επί κυβερνήσεως Α. Μαυροκορδάτου, υπουργός Δικαιοσύνης, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.[vi] Κατά το διάστημα της υπουργίας του αυτής εξέδωσε πολλά διατάγματα ανάμεσα στα οποία και τα ακόλουθα:

1) περί διαιρέσεως των Επισκοπών

2) περί οργανισμού του Ορφανοτροφείου Αιγίνης

3) περί συστάσεως Γυμνασίου στο Ναύπλιο

4) περί ανεγέρσεως του Ναού του Σωτήρος στην Αθήνα

5) περί καθηκόντων πρωτοσυγγέλων και αρχιδιακόνων

6) περί συστάσεως δώδεκα ανέξοδων θέσεων στο Σχολείο θηλέων Ναυπλίου

7) περί συστάσεως Γερμανικής Σχολής στο Ναύπλιο

8) περί Δημοτικών Σχολείων

9) περί προνομίου εκδόσεως λεξικού του Σ. Βυζαντίου

10) περί γυναικείων μονών

11) περί αριθμού των γυναικείων μονών

12) περί ιδιοκτήτων μονών και εκκλησιών

13) περί διδασκαλίας δι’ εξόδων του Εκκλησιαστικού Ταμείου τριάντα ιερομόναχων και διακόνων και

14) περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων [vii]

Ως υπουργός των Εκκλησιαστικών ο Κ. Σχινάς έλαβε μέρος στις εργασίες της επταμελούς επιτροπής που αποφάσισε την ίδρυση της «Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος».[viii] H οργάνωση της Συνόδου έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε ή εξάρτηση της Εκκλησίας από την Πολιτεία να είναι απόλυτη.

Όπως ήταν φυσικό, η στάση του Κ. Σχινά ως υπουργού Δικαιοσύνης στην πολύκροτη δίκη του Κολοκοτρώνη, οπού εξεβίασε τον Πολυζωΐδη και τον Τερτσέτη να υπογράψουν την καταδίκη [ix], η συμμετοχή του στην επιτροπή για την Ιερά Σύνοδο [x] και τέλος το διάταγμα περί διαλύσεως 412 γυναικείων μονών προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια και αντίδραση με αποτέλεσμα να παυθή από την θέση του και να αναχώρησει για την Ευρώπη απ’ όπου επέστρεψε και πάλι το 1836.

Κωνσταντίνος Σχινάς, ο πρώτος πρύτανης του Ιδρύματος.

Ένα χρόνο μετά την επάνοδό του (1837) διορίστηκε με Β. Διάταγμα Πρύτανις του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής της αρχαίας ιστορίας. Για την προσωρινή στέγαση του Πανεπιστημίου χρησιμοποιήθηκε τότε το σπίτι του Κλεάνθη. Επειδή, όμως, ο χώρος δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου, τον δεύτερο χρόνο (1838 – 39) συγκροτήθηκε επιτροπή από τους Κ. Σχινά, Γ. Κουντουριώτη, Α. Ζαΐμη, Θ. Κολοκοτρώνη, C. Α. Brandis, [xi]  Γ. Α. Ράλλη, Θ. Ράλλη, Γ. Γεννάδιο και Ν. Βάμβα η οποία με Β. Διάταγμα (23 Φεβρουαρίου 1839) έλαβε επίσημο χαρακτήρα με την επωνυμία «η επί των συνδρομών προς ανέγερσιν του ελληνικού Πανεπιστημίου επιτροπή». [xii] 

Ο Σχινάς εργάσθηκε με ενθουσιασμό για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες που είχε στο εξωτερικό. Χαρακτηριστική της προσπάθειας του αυτής είναι μία επιστολή πού απευθύνει από την Βιέννη (30 Ιουνίου 1842) στον Όθωνα και στην οποία αναφέρει….

« ό,τι τέλος αφορά το Πανεπιστήμιον εμόχθησα απιστεύτως και επέτυχον τέλος το αποτέλεσμα, ότι ενεθουσίασα ολόκληρον την οικογένειαν Σίνα και αυτόν τον γηραιόν βαρώνον Σίναν, όστις εις όμοιας περιπτώσεις λίαν δυσχερώς φθάνει εις αποφάσεις, αν όμως είπη άπαξ το ναι, κρατεί πιστότατα την υπόσχεσίν του. Ο βαρώνος Σίνας υπεσχέθη μοι ότι θα πράξη τα πάντα και θα υποκινήση και άλλους». . .

Ο ίδιος ζήλος σχετικά με την ανεύρεση πόρων για την ανέγερση του Πανεπιστημίου φανερώνεται και σ’ ένα σχέδιο επιστολής του προς τον Ζηνόβιο Πώπ που βρίσκεται στα κατάλοιπά του.

Ο  Κ. Σχινάς δίδαξε, συνολικά στο Πανεπιστήμιο επτά χρόνια: το 1837 (πρύτανις) το 1838 – 41 (αντιπρύτανις) το 1841 (επίτιμος καθηγητής) το 1844 (τακτικός) το 1846 – 47 βουλευτής του Πανεπιστημίου) και το 1851 (επίτιμος καθηγητής). Ανάμεσα στα έγγραφά του βρέθηκαν πολλές σημειώσεις ιστορίας που αφορούν στις πανεπιστημιακές του παραδόσεις καθώς και αποσπάσματα της συγγραφής του Β’ βιβλίου του έργου του « Ιστορία των αρχαίων εθνών» που, όπως φαίνεται, έμεινε τελικά ανέκδοτο. [xiii] 

Αλλά η συμμετοχή του στα κοινά δεν περιορίστηκε εκεί. Από τα πρακτικά της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1837, φαίνεται ότι ο Σχινάς υπήρξε ιδρυτής — εταίρος και σύμβουλος σ’ αυτήν από το 1837 ως το 1843.

Τον Σεπτέμβριο του 1843 ο Σχινάς ανέλαβε και πάλι το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως καθώς και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο διάστημα της δεύτερης αυτής θητείας του (3 Σεπτεμβρίου 1843 – 30 Μαρτίου 1844) εξέδωσε δύο διατάγματα: 1) περί προσδιορισμού των ορίων της επισκοπής Κυναίθης και 2) περί προσωρινού διευθυντού της Ριζαρείου Σχολής.

Τέλος, το 1849 διορίζεται από τον Όθωνα πρεσβευτής στη Βαυαρία και αργότερα (1854) στη Βιέννη όπου και πέθανε στις 9/21 Ιουλίου 1857.

  

Έργα


 

  • Λογίδριον εκφωνηθέν κατά την ημέραν της εγκαθιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος υπό του κ. Κωνστ. Σχινά, πρυτάνεως. Εν Αθήναις, 1837.
  • Λόγος εκφωνηθείς υπό του κυρίου Κωνστ. Σχινά κατά την γ’ Μαΐου , αωλη’ περιέχων την έκθεσιν των εν τω Οθωνικώ Πανεπιστημίω κατά την παύσασαν διοικητικήν περίοδον γενομένων. Εν Αθήναις, 1838.[xiv]
  • Ο πολιτικός της Γαλλίας νόμος μετενεχθείς εις την νεωτέραν ελληνικήν κατά διαταγήν της κυβερνήσεως υπό Γ. Βέλλιου, Α. Πολυζωïδου, Π. Πιτζιπίου και Κωνστ. Δ. Σχινά. Εν Αθήναις, 1838.[xv]
  • Ιστορία του Βασιλείου της Βαυαρίας και του εν αυτή άρχοντος οίκου ερανισθείσα κατ’ επιτομήν εκ της του Μιλβιλέρου Ιστορίας η επιτέτακται εν παραρτήματι και περιληπτικωτάτη γενεαλογική πραγματεία περί του Ολδεμβουργικού οίκου. Εν Αθήναις, 1841.
  • Ιστορία των αρχαίων εθνών, συνταχθείσα εν τρισί βιβλίοις υπό Κωνσταντίνου Δ. Σχινά. Βιβλίον πρώτον περιέχον τα Ασιανά καί Λιβυκά.  Αθήνησιν, 1845.[xvi]

  

Δήμητρα Ανδριτσάκη

Κέντρον Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., «Κατάλοιπα Κ. Σχινά – Π. Αργυρόπουλου», Αθήναι, 1974.

 

Υποσημειώσεις


 

[i] Οι πληροφορίες πού αφορούν σε ορισμένα μέλη της οικογενείας Σχινά έχουν ληφθεί από αρχειακά στοιχεία πού ανήκουν στην συλλογή του κ. Κ. Θ. Δημαρά.

[ii]  Για το πλήρες γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας βλ. E. R. R[angabé], Livre cl’ or de la noblesse phanariote et des familles princières de Valachie et de Moldavie. 2ème éd. Athènes, 1904. Για άλλο κλάδο της οικογενείας Σχινά βλ. Ελένη Δ. Μπελιά, Οι λόγιοι αδελφοί Δημήτριος και Μιχαήλ Γεωργίου Σχινά, περ. «Μνημοσύνη» τ. 2 (1969), σ. 174-218.

[iii] Εκτός από την Elisabeth Savigny ο Κ. Σχινάς παντρεύτηκε μια κόρη Σπανοπούλου και μετά τον θάνατο και αυτής την Αριστέα, κόρη τού Μεγάλου Λογοθέτη C. Balsche (1847) με την οποία απέκτησε δύο τέκνα τον Δημήτριο και την Ελένη, σύζυγο αργότερα του Περικλή Π. Αργυρόπουλου.

[iv]  Βλ. Αλέξανδρος Στάϊνμετζ, Γκαίτε και η Νέα Ελλάς, στο περ. «Κρητικές σελίδες», έτος 1939, άρ. 10-12, σ. 684-685, όπου γίνεται η ταύτιση του Σχινά.

[v]  Έργο του Anselm von Feuerbach.

[vi]  Βλ. Σ. Κτεναβέα, Αι ελληνικαί κυβερνήσεις, αι εθνικαί συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα από το 1821 μέχρι σήμερον. Αθήναι 1947, σ. 10.

[vii] Για κρίσεις και σχόλια σχετικά με τα διατάγματα αυτά βλ. Αναστασίου Παπαζαφειροπούλου, Παράλληλοι, δημόσιοι, βίοι των υπουργών του Βασιλείου της Ελλάδος, Βιβλίον Α’. Παράλληλοι, δημόσιοι βίοι των υπουργών της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Εκκλησιαστικών. Εν Τριπόλει, 1860. σ. 5-7, 17.

[viii]  Βλ. Τ. Ν. Πιπινέλη, Η μοναρχία εν Ελλάδι- 1833-1843. Εν Αθήναις, 1932. σ. 75-81.

[ix]  Βλ. Γ. Τερτσέτη, Άπαντα (αναστ. Γ. Βαλέτα) τ. Γ.’ Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, εκδ. 3η. ‘Αθήνα 1967. σ. 222 και 229.

[x]  Εκτός από τον Σχινά στην επιτροπή αυτή είχαν λάβει μέρος και οι Π. Νοταράς, θ. Φαρμακίδης, Σ. Βυζάντιος, Σ. Τρικούπης και δύο πρόσφυγες αρχιερείς.

[xi]  Ο Christian A. Brandis ήλθε το 1837 στην Ελλάδα και διετέλεσε επί τρία έτη σύμβουλος του βασιλέως Όθωνος.

[xii]  Βλ. Ι. Πανταζίδου, Χρονικόν της πρώτης πεντηκονταετίας του ελληνικού Πανεπιστημίου… Αθήνησι, 1889. σ. 17.

[xiii]  Ο πρώτος τόμος της « Ιστορίας των αρχαίων εθνών» κυκλοφόρησε στα 1845.

[xiv] Ο λόγος δημοσιεύεται στην ελληνική και γαλλική γλώσσα.

[xv] Ο Κ. Σχινάς μετέφρασε στο έργο αυτό τα άρθρα 1101-2231.

[xvi]  Το δεύτερο και τρίτο βιβλίο δεν εξεδόθησαν.

 

 

Σχετικά θέματα:

 

 

 

Read Full Post »

Κλιματική αλλαγή: Η αντίδραση των ζωντανών οργανισμών σε έναν κόσμο που αλλάζει


  

Στα πλαίσια του Προγράμματος Διαλέξεων και Συζητήσεων της χειμερινής περιόδου, ο Σύλλογος Αργείων «Ο ΔΑΝΑΟΣ» συνεχίζει τις μετακλήσεις σημαντικών και διακεκριμένων  προσωπικοτήτων, προκειμένου να προσφέρει στους Αργείους την ευκαιρία επικοινωνίας με θέματα που αφορούν στον άνθρωπο και τις πνευματικές του αναζητήσεις.

Την  Κυριακή  21  Μαρτίου  2010  και ώρα   6.30΄ μ.μ.  στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων « ο Δαναός» θα ομιλήσει ο εκλεκτός συμπολίτης μας:

  κ. Ανδρέας Γ. Ανέστης

 Διδάκτωρ Τμήματος Βιολογίας

  Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  με θέμα:

«Κλιματική αλλαγή: Η αντίδραση των ζωντανών οργανισμών σε έναν κόσμο που αλλάζει».

 

Θα προβληθούν σχετικές διαφάνειες. Θα ακολουθήσει συζήτηση. Η παρουσία σας θα αποτελέσει τιμή για τον ομιλητή και τον Σύλλογο.

Κλιματική αλλαγή


 

Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την έκταση των συνεπειών της αλλαγής του κλίματος τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στη ζωή του ανθρώπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εγείρονται μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα, στα οποία καλούνται να απαντήσουν οι βιοεπιστήμες:

α) Ποιοι οργανισμοί είναι αυτοί που θα δεχθούν πρώτοι (ή ήδη υφίστανται) το πλήγμα της επερχόμενης αλλαγής; Επιπλέον, με ποιο τρόπο αξιοποιούνται αυτοί οι οργανισμοί ως «βιο-δείκτες» για τη συλλογή σχετικών πληροφοριών;

β) Ποια είναι τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία προκειμένου να ανιχνευθούν οι συνέπειες στα διάφορα επίπεδα βιολογικής οργάνωσης της ζωής (μόρια – κύτταρα – οργανισμοί);

γ) Τι δεδομένα υπάρχουν σχετικά με τους κινδύνους που πιθανά αντιμετωπίζει η ανθρώπινη επιβίωση κάτω από τις νέες συνθήκες;

δ) Ποιες είναι οι σύγχρονες μέθοδοι της γενετικής και βιοτεχνολογίας για την αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεων στη ζωή  και την υγεία του ανθρώπου;

Τα παραπάνω ερωτήματα απασχολούν μια πληθώρα ακαδημαϊκών ερευνητικών ομάδων ανά τον κόσμο. Στην παρούσα διάλεξη θα επιχειρηθεί μία επισκόπηση των πρόσφατων επιστημονικών εξελίξεων επάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

   

Ανέστης Γ. Ανδρέας


 

O Δρ. Ανδρέας Γ. Ανέστης γεννήθηκε στο Άργος, όπου και ολοκλήρωσε τις λυκειακές του σπουδές αποφοιτώντας με άριστα από το 1ο Γενικό Λύκειο Άργους το 1997. Το χρονικό διάστημα από το 1998 έως το 2002 φοίτησε στο Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε υπότροφος του κληροδοτήματος Κοντοβράκη.  

Τη διετία 2003-2004 πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην κατεύθυνση της Εφαρμοσμένης Γενετικής και Βιοτεχνολογίας. Το 2004 ξεκίνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οικοφυσιολογίας στο Bremenhaven της Γερμανίας.

Το ευρύτερο ερευνητικό του αντικείμενο υπήρξε η φυσιολογία και μοριακή βιολογία της απόκρισης των οργανισμών σε στρεσογόνους παράγοντες (υψηλή θερμοκρασία, υποξαιμία, βαρέα μέταλλα κλπ). Η διατριβή του, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2008, ενώ η αναγόρευσή του σε Διδάκτορα του Τμήματος Βιολογίας πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης (μεταδιδακτορικός ερευνητής) του Εργαστηρίου Φυσιολογίας του Βιολογικού Τμήματος του ΑΠΘ, του Ανοσολογικού Τμήματος της Α’ Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, του      Ινστιτούτου Οικοφυσιολογίας στο Bremenhaven της Γερμανίας και του Εργαστηρίου Πρωτεωμικής της Πολυτεχνικής Σχολής του State University, Los Angeles, California, Η.Π.Α.

Επίσης, διδάσκει τα εργαστήρια των μαθημάτων «Φυσιολογία» και «Συγκριτική Φυσιολογία» σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές του Βιολογικού Τμήματος του ΑΠΘ. Εκτός από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, από το 2006 ως σήμερα πραγματοποιεί σπουδές κινηματογράφου στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. 

Μέρος του ερευνητικού του έργου είναι δημοσιευμένο σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά κύρους, όπως τα American Journal of Physiology, Comparative Biochemistry and Physiology και Tissue Antigens. Επίσης, τμήμα του έργου του έχει ανακοινωθεί σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό με πιο πρόσφατη τη συμμετοχή του ως ομιλητή στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Συγκριτικής Φυσιολογίας και Βιοχημείας στο Innsbruck της Αυστρίας το Σεπτέμβριο του 2009.  

 

 

Read Full Post »

Το εν Άργει Κεντρικόν Σχολείον της Ελλάδος


 

 Από το Αργολικόν Ημερολόγιον του 1910 φιλοξενούμε εργασία του Δημ. Βαρδουνιώτη, η οποία περιέχει αξιόλογα ιστορικά στοιχεία της επαναστατικής κυρίως περιόδου, ίσως άγνωστα σε πολλούς από εμάς.

 

Από  των πρώτων ετών της Επαναστάσεως το Έθνος εμερίμνησε περί μορφώ­σεως της νεολαίας. Εν μέσω των μυρίων περιπετειών της χώρας οι διέποντες τας τύχας αυτής έλαβον σοβαράν πρόνοιαν και περί της δημοσίας εκπαιδεύσεως, ην εθεώρησαν ως αναγκαιότατη ν διά την ευδαιμονίαν του Έθνους. Η εν Άστρει Β’ Εθνική Συνέλευσις, τον Απρίλιον 1823 έθετο την δημοσίαν εκπαίδευσιν υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και εθεσπίσατο την εισαγωγήν και οργάνωσιν αυτής καθ’ όλην την Επικράτειαν.

Μετά δύο μήνας περίπου διωρίσθη υπό της Προσωρινής Διοικήσεως Γενικός Έφορος της Παιδείας και Ηθικής ανατροφής των παίδων ο διαπρεπής λόγιος και τεσσαρακοντούτης κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο ύστερον καθηγητής της Θεολογίας εν τη Ιονίω Ακαδημία Γυλφόρδ. Ο Γενικός Έφορος αυτός είχε την εξουσίαν να εποπτεύη και διευθύνη όλα τα εν Ελλάδι Σχολεία και διατάσση παν μέτρον, συντελούν εις την διαπαι­δαγώγησιν και μόρφωσιν της νεολαίας. Αλλ’ ο Φαρμακίδης μετά έν έτος (τη 21 Ιουνίου 1824) παρητήθη του υπουργήματος αυτού. Τη δε 10η Ιουλίου 1824 διωρίσθη αντ’ αυτού ο διάσημος Γρηγόριος Κωνσταντάς.

Ο Κωνσταντάς ήτο επιφανής σοφός, έξοχος πατριώτης και σεβάσμιος κληρικός. Εκ Μηλεών της Θετταλομαγνησίας καταγόμενος, ηλικίας 71 ετών, συγγραφεύς, διδάσκα­λος του Γένους και μέλος όλων των Εθνικών Συνελεύσεων και Βουλών, επεβάλλετο γενικώς και ενέπνεεν εις πάντας εμπιστοσύνην απεριόριστον. Ως δε χαρακτηρίζει αυτόν ο σοφός μαθητής του, ο αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφίας Φίλιππος Ιωάννου, είχεν ήθος αληθούς φιλοσόφου και τρόπον αρχαϊκόν. Ήτο απλούς, ακέραιος, ειλικρινής, ενάρετος, έντιμος, οξυδερκής, ευεργετικός, σεμνός, ακαλλώπιστος, διηγηματικός και ευφυέστατος.

Πολύτιμους υπηρεσίας προσήνεγκεν ο Κωνσταντάς εις την Δημοσίαν Εκπαίδευσιν του Έθνους και την μόρφωσιν της νεολαίας, μετά μεγίστου ζήλου και πατριωτισμού ερ­γασθείς. Διωργάνωσε τα Σχολεία και τον τρόπον της Εκπαιδεύσεως και εμόρφωσε τους διδασκάλους και τους μαθητάς. Κατήρτισε δε μετ’ ου πολύ Κανονισμόν περί των καθη­κόντων και δικαιωμάτων του Υπουργήματός του, ον ενέκρινε το Βουλευτικόν παμψη­φεί. Δι’ αυτού συν πολλοίς και άλλοις εμερίμνησε και περί συστάσεως βιβλιοθηκών και αρχαιολογικών μουσείων.

Δύο σχεδόν μήνας προ του διορισμού του Γρηγορίου Κωνσταντά, ως Γενικού Εφόρου της Παιδείας, τη 19η Μαΐου 1824, το Βουλευτικόν Σώμα μετά μικράν συζήτησιν περί συστάσεως σχολείων διώρισε πενταμελή επιτροπήν, ίνα κατάρτιση και υποβάλη νομοσχέδιον «περί της Κοινής Παιδείας του Έθνους». Η Επιτροπή δε αυτή κατηρτίσθη εξ αν­δρών, διαπρεπών επί γράμμασι, των Ανθίμου Γαζή, Πανούτσου Νοταρά, Μιχαήλ Κάββα, Σπυρίδωνος Τρικούπη και Κ. Λιβερίου.

Η Επιτροπή αυτή εξετέλεσε μετά ζήλου και φιλοτιμίας το ανατεθέν αυτή έργον και υπέβαλε τον Ιούλιον 1824 εις το Βουλευτικόν Σώμα το περί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως νομοσχέδιον δι’ εκθέσεως αυτής, δι’ ης προέτεινε τα εξής:

Να συστηθώσιν εν τη Ελληνική Επικράτεια τρία είδη σχολείων. Το πρώτον να περιλαμβάνη τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, δι’ ης ο μαθητής να διδάσκηται ανάγνωσιν, γραφήν και αριθμητικήν.

Το δεύτερον να περιλαμβάνη τα Λύκεια, συστηθησόμενα εν τη πρωτευούση εκά­στης επαρχίας ή καν των σημαντικωτέρων. Εν αυτοίς δε να διδάσκηται ο μαθητής την αρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν, την Λατινικήν και Γαλλικήν και στοιχειώδη μαθήματα των επιστημών και της φιλοσοφίας.

Το δε τρίτον και τελευταίον ήτο να συστηθή εν τουλάχιστον πανεπιστήμιον εν Ελλάδι, περιλαμβάνον τους τεσσάρας μεγάλους κλάδους της επιστημονικής Παιδείας, ήτοι της Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Νομικής και Ιατρικής, και εν τω οποίω να σπουδάζωσιν όσοι, περατούντες τα μαθήματα των Λυκείων, ήθελον να τελειοποιηθώσιν είς τινα επιστήμην και έχωσιν αυτήν ως επάγγελμα.

Ούτω προετάθη η πλάσις σχολείων της Στοιχειώδους, Μέσης και Ανωτάτης εκ­παιδεύσεως. Εκ τούτων τα πρώτα ήσαν τα λεγόμενα Αλληλοδιδακτικά, τα κατόπιν Δημοτικά Σχολεία, τα δε της Μέσης εκπαιδεύσεως περιελάμβανον τα μαθήματα των κατόπιν Γυμνασίων. Τα δε των νεωτέρων Ελληνικών σχολείων εδιδάσκοντο εις τ’ Αλληλοδιδακτικά ή τα Λύκεια ή και εις αμφότερα. Το σχέδιον αυτό της δημοσίας εκπαιδεύσεως ήτο πλήρες και τέλειον.

Αλλ’ η Επιτροπή σκεφθείσα και περί της εκτελέσεως αυτού, είδεν, ότι αι τότε περι­στάσεις του Έθνους δεν επέτρεπον την πλήρη εφαρμογήν του και συνεπώς την σύστασιν όλων αυτών των εκπαιδευτηρίων. Και διά τούτο περιωρίσθη μόνον εις την Στοιχειώδη εκπαίδευσιν, την κοινώς ονομαζομένην Αλληλοδιδασκαλίαν, ήτις ήτο αναγκαιότατη και κοινωφελεστάτη εις την Ελλάδα, άμα δε και ολιγοδάπανος διά την Επικράτειαν και ανέ­ξοδος διά τους μαθητάς. Υπέδειξε δε και τον τρόπον της εισαγωγής και διαδόσεως της εκπαιδεύσεως αυτής προς εκτέλεσιν του υπ’ αυτής καταρτισθέντος σχεδίου.

Προς τούτο προέτεινε να συστηθή εν πρώτοις εν μόνον αλληλοδιδακτικόν σχολείον να συγκροτηθή όμως καθώς πρέπει, και ούτως, ώστε ν’ αποβή μεγάλη πηγή εξ ής να εκρεύσωσι τα νάματα της αλληλοδιδασκαλίας εις όλην την Ελληνικήν Επικράτειαν.

Προς επίτευξιν του σκοπού αυτού εκρίθη επάναγκες, όπως, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, των όλως αγραμμάτων, φοιτήσωσιν εις το Σχολείον αυτό και ολίγοι άξιοι και χρηστοήθεις νέοι, εγκρατείς οπαδοί της Ελληνικής γλώσσης. Οι νέοι ούτοι, τελειοποιούμενοι ταχέως, να στέλλωνται ως διδάσκαλοι, εις άλλας επαρχίας, αντικαθί­στανται δε εν τω σχολείω δι’ άλλων, έως ου εκάστη επαρχία της Ελλάδος απόκτηση ένα διδασκάλον εκ του σχολείου αυτού. Αφετέρου δε οι διδάσκαλοι ούτοι εγκαθιστάμενοι εις τας πρωτεύουσας των διαφόρων επαρχιών και ανοίγοντες σχολεία να προσλάβωσιν ωσαύτως εις αυτά, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, και άλλους νέους εκ των χωρίων της επαρχίας, οίτινες, γυμναζόμενοι, να επιστρέφωσιν εις τα χωρία των, ως διδά­σκαλοι. Διά του τρόπου τούτου, ως έκρινεν η Επιτροπή, θα εξηπλούτο ταχέως εις όλο το Έθνος η Στοιχειώδης Εκπαίδευσις, ήτις ηδύνατο κατόπιν να επεκταθή και εις τα θήλεα διά της συστάσεως Παρθεναγωγείων.

Αυτά προέτεινεν εις το Βουλευτικόν Σώμα η επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως επι­τροπή και υπέδειξε το Άργος, ως τόπον κατάλληλον προς σύστασιν του πρώτου δημο­σίου σχολείου της Ελλάδος. Περί τα μέσα Οκτωβρίου του αυτού έτους το Βουλευτικόν, επιληφθέν και πάλιν του ζητήματος, απεφάσισε να συστηθή εν μόνον κεντρικόν σχολείον κατά το παρόν εις την Ελλάδα και τούτο πλησίον της Διοικήσεως. Διώρισε δε επιτροπήν εκ των Γρηγορίου Κωνσταντά, γενικού Εφόρου της Παιδείας, Θεοφίλου Καΐρη, Γεωργίου Γενναδίου, διαπρεπέστατων διδασκάλων του Γένους, Αναγνώστου Διδασκάλου και Γεωργίου Καλαρά, εγκρίτων λογίων και βουλευτών, όπως επεξεργασθή το περί του Οργανισμού των Σχολείων νομοσχέδιον, όπερ είχεν υποβληθή από του Ιουλίου. Και η νέα επιτροπή ενέκρινε το νομοσχέδιον αυτό, ως είχεν’ ενέκρινε δε αυτό και το Βουλευτικόν. Κατά τας ημέρας εκείνας εν τούτοις έλαβε χώραν γεγονός, εξόχως τιμών την φιλοπατρίαν των Ελλήνων.

Είχεν αφιχθή προ μικρού εις Ναύπλιον εκ Ρωσσίας ο φιλογενέστατος Ψαριανός Ιωάννης Ανδρεάδης Βαρβάκης, γέρων ζάπλουτος και ενθουσιώδης πατριώτης. Εγεννήθη το 1750 έτος και από της επαναστάσεως του 1769 διεκρίθη, ως πλοίαρχος βρικίου κατα­δρομικού. Μετά δε την επανάστασιν εκείνην κατέφυγεν εις Ρωσσίαν, όπου επεδόθη εις το εμπόριον. Και δι’ αυτού απέκτησε μεγάλην περιουσίαν, δι’ ης ευηργέτησε τα Ψαρά και την όλην Ελλάδα.

Ο μέγας αυτός πατριώτης μετέβη εις την Συνέλευσιν και εισήλθεν εις την αίθουσαν της συνεδριάσεως αυτής. Η φήμη του ονόματος του, αι χάριν της πατρίδος θυσίαι του είχον περιβάλει αυτόν δι’ εξόχου αίγλης και βαρύτητος. Όλοι οι βουλευταί υπεδέχθησαν αυτόν μετά σεβασμού και τον ήκουσαν εν βαθεία σιγή. Ο έξοχος πατριώτης εδήλωσεν ότι αφιεροί ποσότητα χρημάτων, ικανήν προς σύστασιν ενός κεντρικού σχολείον εις την Ελλάδα και ότι τα χρήματα αυτά θα καταθέσει εις τον πάγκον (Τράπεζαν) της Ρωσσίας επί τόκω διά να πληρώνωνται εξ αυτού οι μισθοί των διδασκάλων. Το Βουλευτικόν Σώμα ήκουσε ταύτα μετά ρίγους συγκινήσεων και δακρύων. Αφού δε τον ηυχαρίστησε διά τας προς την πατρίδα προσφοράς του, υπεσχέθη, ότι «η Διοίκησις θα φροντίση περί κτιρίου και διδασκάλων σοφών και πεπαιδευμένων».

Μετά τινας δε ημέρας ο Βαρβάκης απέστειλε προς το Βουλευτικόν το από 8ης Νοεμβρίου 1824 αφιερωτικόν γράμμα του, όπερ ανεγνώσθη εν πλήρει συνεδριάσει και συγκινήσει των βουλευτών. Δι’ αυτού ο λαμπρός πατριώτης εξήγησε και επεκύρωσε τα της Εθνικής δωρεάς του προς σύστασιν του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Εδήλωσε συν άλλοις, ότι αφιεροί εις το Έθνος ρούβλια 300.000, άτινα θα κατάθεση εις το Βασιλικόν ταμείον της Μόσχας, ως κεφάλαιον αιωνίως άθικτον ο δε τόκος αυτών προς 5 τοις 100 (ρούβλια 15.000) θα διατίθηται ετησίως εις μισθούς και τροφάς των διδασκάλων. Το αφιέρωμα δε αυτό θ’ αρχίση να δίδεται, αφ’ ης ώρας γίνη έναρξις της επισκευής του σχολείου, όπερ ωρίσθη παρά της Διοικήσεως κατά το παρόν εν Αργεί. Το Βουλευτικόν, τιμών τον πατριωτισμόν του ανδρός, ανεκήρυξεν αυτόν τη 20η Νβρίου 1824 μέγαν ενεργέτην του ‘Εθνους.

Ούτως η ιδέα υπερωρίμασε πλέον και υπελείπετο μόνον η επίσημος σύστασις του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου, ην και εθέσπισε το Βουλευτικόν τη 22α Δεκεμβρίου 1824 διά της εξής πράξεως του.

 

«Βουλευτικόν συνέδριον»

 Τη 22α Δεκεμβρίου.

Προεδρεύοντος του κυρίου Πανούτσου Νοταρά εκινήθη το περί συστάσεως του εν Άργει σχολείου κοινή γνώμη και αποφάσει της Συνελεύσεως όθεν εστάλη Προβούλευμα εις το Εκτελεστικόν μετά του Θεσπίσματος, το οποίον έχει επί λέξεως ουτωσί.

 

Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

 

Επειδή η εν Άστρει Εθνική Συνέλευσις, γνωρίζουσα, καλώς, ότι διά της παιδείας αυξάνουσιν, ευτυχούσιν, ενδυναμούνται και στερεώνονται τα Έθνη, ενομοθέτησεν εις τον Οργανικόν Νόμον  ότι η δημόσιος εκπαίδευσις είναι υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και  ότι συστηματικώς να οργανισθή η εκπαίδευσις της νεο­λαίας από την Διοίκησιν.

 

Το Βουλευτικόν εθεσπίσατο

 

Α’. Εις την πόλιν του Άργους να συστηθή σχολείον κεντρικόν της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διάφορα είδη μαθήσεως.

Β’. Ο Υπουργός των Εσωτερικών να ενεργήση το παρόν Θέσπισμα.

Γ. Το παρόν Θέσπισμα να δημοσιευθή διά του τύπου και να καταχωρισθή εις τον Κώδικα των Θεσπισμάτων.

Τη 22 Δεκεμβρίου 1824 εν Ναυπλίω.

 

Ο πρόεδρος

Πανούτσος Νοταράς

Ο Β. Γραμματεύς

Ανδρ. Παπαδόπουλος».

 

Ως έδρα του πανελληνίου αυτού Κεντρικού Σχολείου ωρίσθη το Άργος. Και τούτο, διότι η πόλις αυτή ήτο πλησίον της εν Ναυπλίω εδρευούσης Διοικήσεως και έκ των σημαντικωτέρων της Πελοποννήσου. Εκτός δε τούτου εν Άργει υπήρχεν από Τουρκοκρατίας και ελειτούργει από του έτους 1800, εξαίρετον σχολείον κοινοτικόν, έχον αίθουσαν ευρύχωρον και κατάλληλον διά την διδασκαλίαν και περίβολον ευρύν και περιτετειχισμένον προς άσκησιν και σωματικήν γύμνασιν των νέων. Και συνεπώς ελήφθη το μέτρον να εγκατασταθή το νυν ιδρυόμενον Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον εν τη οικοδομή του κοινοτικού. Έκειτο δε το κοινοτικόν αυτό σχολείον κατά το νοτιοανατολικόν άκρον της σήμερον πλησίον και νοτίως του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου δημοτικής πλατείας, ήτις περικλείεται υπό των οικιών Ευαγγ. Δρίτσα, Θεωναίων και άλλων.

Πρωτίστη μέριμνα της Διοικήσεως ήτο η εύρεσις αξίου διδασκάλου και διευθυντού του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Και απέβλεψεν ευστόχως προς τον αείμνηστον διδάσκαλον του Γένους Γεώργιον Γεννάδιον, ελθόντα εξ Οδησσού εις Ναύπλιον περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου 1824. Επειδή δε η σύστασις του άνω σχολείου εθεωρείτο τετελεσμένον γεγονός από του παρελθόντος Ιουλίου, ότε υπέβαλε το περί αυτού σχέδιον η επί της Εκπαιδεύσεως Επιτροπή, το Βουλευτικόν τη 14η Σεπτεμβρίου ενέκρινε να διορισθή αρχιδιδάσκαλος και διευθυντής του Σχολείου αυτού ο διάσημος Γεννάδιος, «ως πολυμαθής και ικανός εις το σχολαρχείον».

Ο επιφανής διδάσκαλος απεδέχθη προθύμως τον διορισμόν του αυτόν. Πλην δεν ηδυνήθη ν’ αναλάβει τα καθήκοντα του. Ένεκα της συρροής πολλών προσφύγων εκ δια­φόρων μερών της Τουρκίας ενέσκηψεν εν Ναυπλίω από του Αυγούστου 1824 επιδημία τυφοειδούς πυρετού, ήτις μετεδόθη και εις το Άργος της ενταύθα μετοικήσεως πολλών ασθενών. Εκ της επιδημίας δε αυτής ενόσησε και ο Γεννάδιος και ως εκ τούτου ηναγκάσθη να καταλίπη την Αργολίδα και απέλθη εις Αθήνας. Αναχωρήσαντος δε του Γενναδίου διωρίσθη διδάσκαλος και διευθυντής του Κεντρικού Σχολείου ο Δημήτριος Πλατανίτης. Ο διδάσκαλος ούτος ήτο έγκριτος λόγιος και είχε διδαχθή την αλληλοδιδακτικήν μέθοδον εν Βουκουρεστίω παρά του Γεωργίου Κλεοβούλου, σπουδάσαντος αυτήν εν Παρισίοις.

Εκτός τούτου διωρίσθησαν και επιστάται άμισθοι είδος εφορευτικής επιτροπής του Σχολείου, κατά πρότασιν της αυτής επί της εκπαιδεύσεως επιτροπής, ο ηγούμενος της εν Άργει Μονής της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης Παρθένιος και ο βουλευτής Αργούς και ιατρός Μιχαήλ Κάββας. Οι επιστάται ούτοι είχον καθήκον «να φροντίζωσι τα περί του σχολείου και περί της εκπληρώσεως των χρεών του διδασκάλου και των μαθητών.

Ο διευθυντής δε και οι επιστάται αυτοί μετά του γενικού Εφόρου της Παιδείας, Γρηγορίου Κωνσταντά, φιλοτίμως συνεργασθέντες, διωργάνωσαν και κατέστησαν έτοιμον καθ’ όλα το εν Άργει Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον. Και υπό τας ευχάς πάντων των Ελλήνων και την πάνδημον και ενθουσιώδη υποστήριξιν των Αργείων ετελέσθησαν τα εγκαίνια αυτού τον Δεκέμβριον 1824.

Ούτω το Σχολείον αυτό υπό τας ρηθείσας συνθήκας και τον ένθερμον και αδιάπτωτον ζήλον του διευθυντού αυτού ελειτούργησε και ηυδοκίμησε θαυμασίως. Δεν ήτο δε απλώς Σχολείον της Αλληλοδιδακτικής, αλλ’ ανώτερον Εκπαιδευτήριον, αφού εδιδάσκοντο εν αυτώ διάφορα είδη μαθήσεως και μάλλον Διδασκαλείον, καθόσον ήτο το φυτώριον όλων εν γένει των διδασκάλων του Έθνους.

Ενωρίς απέκτησε φήμην αρίστην και ευρυτάτην. Πολλοί νέοι αυθόρμητοι έσπευδον πολλαχόθεν να καταταχθώσιν, ως μαθηταί αυτού, διά να διδαχθώσι την νέαν διδακτικήν μέθοδον και διδάξωσι αυτήν κατόπιν εις άλλα μέρη της ελευθέρας Ελλάδος. Τόση δε ήτο η συρροή αυτών, ώστε περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1825 οι μαθηταί υπερέβησαν τους 150.

Εξ αυτών πολλοί διεκρίθησαν εις τα γράμματα. Μεταξύ δε τούτων αναφέρεται, ως αριστεύς, ο Ιωάσαφ Καΐρης, αδελφός του διασήμου σοφού και μεγάλου διδασκάλου του Γένους Θεοφίλου Καΐρη. Ο Ιωάσαφ αυτός, τελειοποιηθείς, έλαβε τακτικόν δίπλωμα του εν Άργει Σχολείου και τόσω διεφημίσθη πανταχού η ικανότης του, ώστε κατέστη πε­ριζήτητος διδάσκαλος και προσεκλήθη εις διάφορα μέρη της Ελλάδος πάντων όμως προετίμησε την ιδιαιτέραν πατρίδα του Άνδρον, όπως σχολαρχήση εν αυτή.

Κατά το έαρ του 1825 το εν Αργεί Κεντρικόν Σχολείον ήκμασε. Κατήλθε τότε εις την Ελλάδα ο φιλέλλην κόμης Ιωσήφ Πέκκιος, όστις επεσκέφθη και το  Άργος  και το Σχολείον του. Ο ευγενής ξένος απεκόμισεν εξ αυτών αρίστας εντυπώσεις. Είδεν, ότι το Σχολείον ήτο εκτισμένον κατά το σχέδιον των Αγγλικών σχολείων, είχε δε πλησίον και την κατοικίαν του διδασκάλου’ αλλ’ ήτο υπέρ το δέον μικρόν διά την πληθύν των μαθητών του, οίτινες ανήρχοντο τότε εις διακόσιους. Προστίθησι δε, ότι εφοίτων εις αυτό παιδία άρρενα και θήλεα, σπουδάζοντα εν τούτοις χωριστά, και ότι κυρία τις εκ Χίου, θέλουσα να παράσχη εις τα θήλεα αγωγήν καταλληλοτέραν διά το φύλον αυτών, προετίθετο να κτίση παραπλεύρως ίδιον δι’ αυτά σχολείον και ότι εγίνετο τότε εν Αργεί σκέψις περί της πραγματοποιήσεως του σχεδίου αυτού.

Ο φιλέλλην κόμης διηγείται και άλλην περίεργον λεπτομέρειαν. Φαίνεται, ότι το ιδεώδες του Βαρβάκη ήτο η διά της μεγάλης δωρεάς του ίδρυσις ανωτάτου εκπαι­δευτηρίου, ήτοι Πανεπιστημίου εν Ελλάδι. Τοιαύτην δε είχε βεβαίως έννοιαν και σκοπόν, έστω και απώτερον, και το θέσπισμα του βουλευτικού, δι’ ου συνεστήθη εν Άργει «Κεντρικόν Σχολείον της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διά­φορα είδη μαθήσεως».

Αλλά το Σχολείον αυτό ιδρύθη εν τη πόλει του Άργους  και το οικοδόμημα του δεν επήρκει εις τας ανάγκας ανωτέρου εκπαιδευτηρίου. Τούτου ένεκα οι Αργείοι, περί πολ­λού ποιούμενοι την εν τη πόλει αυτών ανέγερσιν Πανεπιστημίου, ανέπτυξαν έκτακτον φιλομουσίαν, ενεκολπώθησαν την ιδέαν μετ’ ενθουσιασμού και εφρόντισαν δραστηρίως περί του καταλλήλου προς τούτο γηπέδου. Είχον δ’ εκλέξει ήδη τοιούτον, όπερ ηγόρασεν η πόλις του Άργους  προς τον ρηθέντα σκοπόν και όπου ο διοικητής και οι προεστώτες της πόλεως εξενάγησαν τον ευγενή φιλέλληνα.

Το γήπεδον αυτό απετέλει και αποτελεί το προαύλιον ή μάλλον μεσαύλιον του έτι και νυν σωζόμενου στρατώνος του Ιππικού. Είναι δε ούτως αρχαία και πελώρια διώ­ροφος οικοδομή, λιθόκτιστος, εν μέσω κεντρικής, μεγίστης και ευρύτατης πλατείας, και σχεδόν τετράγωνος περικλείει δε χώρον λιθόστρωτον, έχοντα εμβαδόν Β. μέτρων 5.278,20 και εν τω μέσω αρχαίαν κρήνην τετράπλευρον και τετράκρουνον. Άγνωστον, εν τούτοις, αν τότε εφράσσετο και πώς η βόρεια πλευρά ή πρόοψις του μεγίστου κτιρίου, ήτις είνε μήκους Β. μ. 76 και αν αρχήθεν τούτο είχεν ως σήμερον, δύο εισόδους, ανά μίαν εις το μέσον της βόρειας και νοτιάς πλευράς. Αλλ’ αι λοιπαί πλευραί, η μεν νοτία μήκους Β. μ. 76, η δε ανατολική και δυτική ανά μ. 69,45, υπήρχον αρχήθεν και είχον εκάστη ανά μίαν διπτέρυγον μεγάλην λιθίνην κλίμακα εξωτερικώς εν τω περιβάλω δι’ ων ανήρχο­ντο εις τους ευρύτατους θαλάμους αυτών.

Είνε ιστορικόν διά την πόλιν του Άργους  το εν λόγω οικοδόμημα. Κατά τοπικήν παράδοσιν, ήτο Ενετικόν, κτισθέν κατά την τελευταίαν Ενετοκρατίαν της Πελοποννήσου (1687-1715) και χρησίμευσαν αρχικώς, ως νοσοκομείον, διευθυνόμενον υπό Αδελφών τον Ελέους. Επί της Τουρκοκρατίας δε μετεβλήθη εις Μπεζεστένι (αγοράν) και εν αυτώ ετελείτο μάλιστα κατά Κυριακήν αγορά επαρχιακή. Υπήρχε δι’ εν αυτώ και το ταχυδρομείον (Μεντζή – χανέ) της πόλεως.*

Δυστυχώς, ου μόνον ουδέποτε ιδρύθη Πανεπιστήμιον εν Αργεί, αλλά και αυτό το συστηθέν Κεντρικόν Σχολείον κατεστράφη ταχέως. Το χρυσούν όνειρον των Αργείων του 1826 διέλυσαν απρόοπτα ατυχήματα.

Ο Αιγύπτιος Αττίλας, ο φοβερός Ιμβραήμ πασάς, επιδραμών εις την Πελοπόννησον και ενσπείρων πανταχού το πυρ και την φρίκην, εισέβαλε και εις το Άργος περί τα μέσα Ιουνίου 1825. Έθετο δε πυρ εις την πόλιν και μετά πλείστων οικιών αυτής έκαυσε και το Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον, όπερ απετεφρώθη άρδην μεθ’ όλων των εν αυτώ δι­δακτικών επίπλων, οργάνων και βιβλίων. Και ουδέν άλλο εξ αυτού διεσώθη, ειμή μό­νον η θέσις, ήτις και έμεινεν ιστορική. Επί πολλά έτη ύστερον και ότε ακόμη ο χρόνος εσάρωσε τα ίχνη της οικοδομής της, η θέσις εκείνη επωνομάζετο Παλαιόν ή Ελληνικόν Σχολείον.

Εν τούτοις το περιώνυμον εκείνο εκπαιδευτήριον, εις ο ητένισε μετά μεγάλων παλ­μών και ελπίδων ολόκληρος η Ελλάς, δεν ανηγέρθη εκ της τέφρας του. Αι εθνικαί πε­ριστάσεις μετεβλήθησαν έκτοτε πολύ. Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Άργει ουδέ λόγος καν εγένετο πλέον ουδείς δ’ εσκέφθη ν’ ανεγείρη επί τέλους το αποτεφρωθέν Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον.

Το Άργος απώλεσε τους φίλους και προστάτας του. Ο εξαιρέτως αγαπήσας αυτό Κυβερνήτης Καποδίστριας περιωρίσθη εις τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως. Ο δε βασιλεύς Όθων έστρεψε τον νουν και την καρδίαν αυτού προς τας Αθήνας, όπου και μετέθεσεν εκ Ναυπλίου την καθέδραν του βασιλείου. Η νέα πρωτεύουσα απερρόφησεν όλην την Ελλάδα, συγκεντρώσασα εν αυτή πάντα τα μεγάλα και άξια λόγου δημόσια ιδρύματα.

Διά τας Αθήνας ωσαύτως εχρησιμοποιήθη και το κληροδότημα του Βαρβάκη. Ο εθνικός ευεργέτης ανεχώρησε τη 26 Νοεμβρίου  1824 εκ Ναυπλίου εις Ζάκυνθον. Εκεί δ’ ενόσησε. Και αφού τη 10 Ιανουαρίου 1825 συνέταξε κωδίκελλον, συμπληρωματικόν της από 22 Μαΐου 1824 διαθήκης του και του από 8 Νοεμβρίου 1824 προς την Διοίκησιν της Ελλάδος αφιερωτικού γράμματος αυτού, απέθανεν εν τω λοιμοκαθαρτηρίω Ζακύνθου τη 12η Ιανουαρίου 1825. Πολλά δ’ έτη ύστερον διά Βασ. Διατάγματος της 26 Φεβρουαρίου 1843 το προς ανέγερσιν και συντήρησιν Λυκείου και εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαί­ας κληροδότημα του αοιδίμου ανδρός, ανερχόμενον εις δραχ. 1.988.992,97% διετέθη εις ίδρυσιν και συντήρησιν του εν Αθήναις Βαρβακείου Λυκείου.

Τοιαύτη υπήρξεν η φορά των πραγμάτων και η τύχη του εν Άργει Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Αλλ’ επί πάσιν η πόλις του Άργους  δικαιούται να σεμνύνηται, ότι έσχε την τιμήν και την δόξαν να γίνη η πρώτη λαμπρά εστία, αφ’ ης ηκτινοβόλησε και διεχύθη το φως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ανά πάσαν την αναγεννηθείσαν Ελλάδα.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΒΑΡΔΟΥΝΙΩΤΗΣ

Δικηγόρος

 Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Υποσημείωση


 

 *Κατά το 1829 ο Κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας έκτισε την βορειαν πρόοψιν, πλάτους μ. 14,50 μετά κλίμακος, ομοίας των λοιπών και ούτως όλη η ανατολική πλευρά έλαβε μήκος μ. 83,95. Μετέβαλε δε την όλην οικοδομήν εις στρατώνα Ιππικού. Όλων των πλευρών τα εισόγαια διεσκευάσθησαν εις σταύλους, τα δε ανώγαια, της μεν βορείας προόψεως εις γραφεία και θαλάμους αξιωματικών, των δε λοιπών πλευρών εις θαλάμους στρατιωτών. 0 στρατών αυτός είνε συνδεδε­μένος μετά μεγάλων γεγονότων του Άργους. Εξ αυτού εδόθη τη 4η Ιανουαρίου 1833 το απαίσιον πρόσταγμα της υπό των Γάλλων σφαγής των Αργείων. Μέχρι του 1862 ήτο διαρκώς στρατών Ιππικού, μετά ταύτα δε κατά διαλείμματα. Εν αυτώ κατά το 1866 ετελέσθη το πρώτον η τότε συστάσα ετησία εμπορική πανήγυρις της πόλεως. Εν αυτή και κατά το 1899 ενηργήθη υπό την προεδρείαν του Βασιλέως η πρώτη Κτηνοτροφική Έκθεσις κ.λ,π.

 

 Πηγή


  •  Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.

H Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

Ιστορίας και Πολιτισμού

ενημερώνει τους επισκέπτες της ότι διαθέτει

άδετα ανάτυπα των πιο κάτω βιβλίων:

 

  • Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.
  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    

Read Full Post »