Ο Πλατωνικός έρωτας
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Προδημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», το δέκατο έκτο κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο, με τίτλο «Μύθος και Ιστορία» του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:
«Ο Πλατωνικός έρωτας»
Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η φράση «πλατωνικός έρωτας» είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και λίγοι έχουν υπόψη τους το ακριβές περιεχόμενό της. Ο έρωτας είχε απασχολήσει πολλούς φιλόσοφους και στοχαστές και στην ερώτηση «τι είναι έρωτας;» δινόταν από τον καθένα διαφορετική ερμηνεία και εξήγηση.
Ο Πλάτωνας αφιερώνει στον έρωτα έναν από τους σπουδαιότερους διαλόγους του, το Συμπόσιο, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Στο συμπόσιο, που τοποθετείται στο έτος 416 π.Χ., όταν ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια – πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης – οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά συζητώντας όμορφα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι ο έρωτας. «τι είναι ο έρωτας;»
Φίλοι και μαθητές του Σωκράτη συνομιλούν και επιχειρηματολογούν για τον έρωτα. Ακούγονται πολλές θεωρίες και κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του Σωκράτη. Ο Σωκράτης δηλώνει πως δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας και θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, μια μυστηριώδης σοφή και μάντισσα από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά, με την οποία συζήτησε κάποτε για τον έρωτα και ήταν αυτή που του δίδαξε τα ερωτικά πράγματα. Αφηγείται, λοιπόν, το λόγο για τον Έρωτα, που άκουσε κάποτε από τη Διοτίμα, η οποία ήταν σοφή σ’ αυτά τα ζητήματα.
Η Διοτίμα (δηλ. αυτή που τιμά το Δία) είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο. Περιγράφεται ως ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Κάποιοι μελετητές εκτιμούν πως δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρουσία της στο Συμπόσιο είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Επομένως, πρόκειται πιθανότατα για μυθικό πρόσωπο. Αν όμως λάβουμε υπόψη πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του και δεν είχε ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Ας παρακολουθήσουμε πώς η Διοτίμα, η ιέρεια και φιλόσοφος του πλατωνικού Συμποσίου, αναλύει τα μυστικά του Έρωτα.
Ο μύθος της Διοτίμας

Πορτρέτο της Jadwiga Łuszczewska ως Διοτίμα – Λάδι σε καμβά, 1855, έργο του Józef Simmler. Lviv National Art Gallery.
Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν δεξίωση και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Αφού λοιπόν έφαγαν και ήπιαν, ο Πόρος μέθυσε από το νέκταρ – κρασί δεν υπήρχε ακόμη – και ζαλισμένος από το ποτό μπήκε στον κήπο του Δία και κοιμήθηκε. Τότε κατέφθασε και η Πενία για ζητιανιά από το πλούσιο και άφθονο γεύμα. Στάθηκε στην πόρτα, είδε τον Πόρο να κοιμάται και έβαλε στο μυαλό της να κάνει ένα παιδί με τον Πόρο, μήπως και καταφέρει μ’ αυτό να ξεφύγει από τη μιζέρια της και ξάπλωσε πλάι του. Εκείνος, μεθυσμένος καθώς ήταν, ήρθε σε επαφή μαζί της και έτσι έγινε η σύλληψη του Έρωτα. Γι’ αυτό ο Έρωτας, επειδή γεννήθηκε στη δεξίωση για τη γέννηση της Αφροδίτης, έχει γίνει ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης. Και συνάμα, επειδή η Αφροδίτη είναι όμορφη, και ο Έρωτας από τη φύση του είναι εραστής της ομορφιάς.
Επειδή ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά των γονιών του. Πρώτα – πρώτα έχει πάρει τη φύση της μητέρας του και είναι πάντα φτωχός, καθόλου μαλακός και καλός, όπως οι πιο πολλοί νομίζουν, αλλά σκληρός και τραχύς και ξυπόλητος και άστεγος. Κοιμάται στο χώμα χωρίς σκεπάσματα και ξενυχτά στις πόρτες, στο δρόμο και στην ύπαιθρο και γενικά είναι παντοτινός συγκάτοικος της ανέχειας. Από τον πατέρα του τώρα κληρονόμησε την επιβουλή για τους καλούς και τους αγαθούς, γιατί είναι ανδρείος, θρασύς και ορμητικός. Είναι επίσης ασυναγώνιστος κυνηγός και συνέχεια κάτι σκαρώνει. Είναι επινοητικός, λαχταρά τη φρόνηση και καταγίνεται σ’ όλη του τη ζωή με τη φιλοσοφία, αλλά είναι και απατεώνας και μάγος και μεγάλος σοφιστής. Και από τη φύση του ούτε αθάνατος είναι, αλλά ούτε και θνητός. Κάποιες ώρες της ίδιας ημέρας είναι ζωντανός και ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, και κάποιες άλλες πεθαίνει, αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το εισόδημά του ο Έρωτας το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες και ούτε αποταμιεύει, αλλά ούτε και δυστυχεί.
Και βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Γιατί κανένας από τους θεούς δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, αφού είναι σοφός. Ποιος άλλωστε φιλοσοφεί, ενώ είναι σοφός; Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι σοφοί και οι αμαθείς δε φιλοσοφούν. Οι αμαθείς δε φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν να γίνουν σοφοί, γιατί τους κρατάει αιχμάλωτους η αμάθεια και πιστεύουν ότι τους είναι αρκετό να μην είναι καλοί και αγαθοί και φρόνιμοι. Αυτός που δεν έχει συναίσθηση της φτώχιας του, δεν επιθυμεί εκείνο που νομίζει ότι δε χρειάζεται. Φιλοσοφούν μόνο εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες και ένας απ’ αυτούς είναι ο Έρωτας. Η σοφία είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα και ο Έρωτας αναφέρεται στην ομορφιά. Ο Έρωτας, λοιπόν, είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του σοφού και του αμαθή, γιατί κατάγεται από πατέρα σοφό και εύπορο και από μητέρα όχι σοφή και άπορη.
Αυτή είναι n φύση της θεότητας. Ο Έρωτας είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ θνητού και αθάνατου. Κάθε θεότητα βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς. Και έχει τη δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφράζει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβησή του ασκείται η επαφή και συνομιλία συνολικά μεταξύ θεού και ανθρώπων είτε είναι ξύπνιοι είτε κοιμούνται. Αυτές οι θεότητες είναι πολλές και μία απ’ αυτές είναι και ο Έρωτας.
Τώρα, όποιος νομίζει ότι ο Έρωτας είναι το απόλυτο καλό, ταυτίζει αυτόν που ποθεί με το αντικείμενο του πόθου. Πράγματι, ο πόθος για το όμορφο είναι λεπτεπίλεπτο, τέλειο και αξιοθαύμαστο πράγμα. Και ο Έρωτας έχει σαν αντικείμενο τα όμορφα πράγματα. Το να ποθείς, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Ο εραστής ποθεί να αποκτήσει τα καλά, τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Οι ευτυχισμένοι γίνονται ευτυχισμένοι με την απόκτηση των αγαθών. Αυτή την επιθυμία όμως, αυτόν τον έρωτα να αποκτήσουν τα αγαθά, δεν τον νιώθουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Διότι δεν αγαπούν όλοι και παντοτινά τα ίδια πράγματα, αλλά άλλοι αγαπούν και άλλοι όχι. Κάνουμε το λάθος να απομονώνουμε μια μορφή του έρωτα και να την ονομάζουμε έρωτα, χρησιμοποιώντας το όνομα του συνόλου. Την ίδια κατάχρηση κάνουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στην ποίηση. Ποίηση, βέβαια, είναι κάτι πολύ γενικό. Κάθε βήμα και κάθε αιτία που μεταβάλλει το τίποτα σε κάτι είναι ποίηση (δημιουργία). Όλες οι τεχνικές εργασίες και κατασκευές είναι ποιήσεις και οι τεχνίτες που τις ασκούν είναι όλοι ποιητές. Δεν ονομάζονται όμως ποιητές, αλλά έχουν άλλες ονομασίες. Από το σύνολο της ποίησης μόνο αυτό που σχετίζεται με τη μουσική και το μέτρο αποκόπηκε και διεκδίκησε για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο να ονομάζεται με το όνομα του συνόλου. Μονάχα αυτό ονομάζεται ποίηση και όσοι ασχολούνται με αυτό ονομάζονται ποιητές!
Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα. Είναι μια περιληπτική έννοια, που δηλώνει την σφοδρή επιθυμία για τα αγαθά και τον ασίγαστο και απατηλό πόθο κάθε ανθρώπου για ευτυχία. Όμως κάποιοι στρέφονται και την αναζητούν σε διαφορετικά μέρη. Άλλος τη συνδέει με την απόκτηση χρημάτων, άλλος με την άσκηση του σώματος και άλλος με τη φιλοσοφία. Αλλά ούτε ερωτευμένοι λέγονται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ούτε ερωτευμένοι αποκαλούνται. Μόνο κάποιοι που επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο μια και μόνο μορφή, ένα μόριο του έρωτα, οικειοποιούνται το όνομα του συνόλου και γι’ αυτούς μόνο μιλάμε για έρωτα, για ερωτευμένους και για εραστές. Υπάρχει μια εκδοχή, σύμφωνα με την οποία διακατέχονται από έρωτα εκείνοι που επιζητούν το έτερον ήμισυ του εαυτού τους. Κατά την άποψη μου όμως, ο έρωτας δεν έχει να κάνει ούτε με το μισό, ούτε με το σύνολο, αν δεν έχει σημείο αναφοράς το αγαθό. Οι άνθρωποι δε θα δίσταζαν να ακρωτηριαστούν και στα πόδια και στα χέρια, αν ήταν σίγουροι πως τα μέλη τους αυτά είναι αρρωστημένα. Επομένως, κάθε άνθρωπος δεν ερωτεύεται το όμοιο με τον εαυτό του, αλλά ονομάζει οικείο, εκείνο που είναι αγαθό και ξένο εκείνο που είναι κακό.
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, που να ερωτευτούν σφοδρά οι άνθρωποι, εκτός από το αγαθό. Οι άνθρωποι ποθούν σφοδρά την απόκτηση των αγαθών όχι μόνο για το παρόν, αλλά για όλη τους τη ζωή. Έρωτας είναι ο πόθος για την παντοτινή απόκτηση του αγαθού. Αφού, λοιπόν, ο έρωτας σε κάθε περίπτωση είναι αποκλειστικά αυτό το πράγμα, ποιος τρόπος και ποιας πράξης ο ιδιαίτερος ζήλος και n ισχυρή ένταση όλων των δυνάμεων εκείνων που τον επιδιώκουν θα ονομαζόταν έρωτας; Η γέννα του σώματος και της ψυχής σε καλό και όμορφο κλίμα. Οι άνθρωποι στο σύνολό τους κυοφορούν και στο σώμα και στην ψυχή και, όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, η φύση μας επιδιώκει τον τοκετό. Δεν μπορεί να γεννήσει σε κλίμα άσχημο και αισχρό, αλλά μόνο σε καλό και όμορφο. Η συνουσία του άντρα και της γυναίκας είναι έκφραση της γέννας. Η κύηση και ο τοκετός είναι θεάρεστο πράγμα και παρατηρείται στα ζώα, που είναι θνητά, για την εξασφάλιση της αθανασίας. Αντίθετα σε κλίμα αταίριαστο τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί. Αταίριαστο είναι κάθε αντίθετο στις θεϊκές επιταγές και θεωρείται αισχρό. Ταιριαστό είναι ό, τι θεωρείται καλό.
Στον τοκετό είναι παρούσα η Μοίρα και η θεά του τοκετού η Ειλείθυια, η Καλλονή, και για αυτό το λόγο, όταν το κύημα πληροί όλες τις προϋποθέσεις ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη και ανακουφισμένο απλώνεται και συντελούνται ο τοκετός και η γέννα σχετικά εύκολα. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή, ζαρώνει με άσχημη συναισθηματική φόρτιση, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται. Όταν το κλίμα είναι καλό, δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη και ορμή στο έμβρυο, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κύησης, και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί. Επομένως, ο έρωτας δεν είναι για το καλό, αλλά για τη γέννηση και τον τοκετό σε καλό και ευχάριστο κλίμα. Γιατί η γέννηση είναι εκείνο που δίνει την αίσθηση της αιωνιότητας και της αθανασίας στα θνητά όντα. Και είναι ανάγκη να επιθυμεί κανείς την αθανασία μαζί με το αγαθό, αν βέβαια ο έρωτας σχετίζεται με την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.
Ποια είναι αιτία για τον έρωτα αυτόν και τη σφοδρή επιθυμία; Όλα τα θηρία και της στεριάς και τα φτερωτά αποκτούν τρομερή διάθεση, όταν επιθυμήσουν τη γέννα. Νοσούν στην κυριολεξία και έχουν έντονη την ερωτική διάθεση πρώτα-πρώτα να ζευγαρώσουν μεταξύ τους. Έπειτα, για να εξασφαλίσουν την τροφή αυτού που θα γεννηθεί, είναι αποφασισμένα να τα βάλουν με τα πιο ισχυρά και να υποφέρουν τα ίδια από την πείνα προκειμένου να θρέψουν τα μικρά. Μάχονται για την υπεράσπιση των απογόνων τους, αν και χωρίς εφόδια από τη φύση τους, και είναι έτοιμα να πεθαίνουν για χάρη τους και οτιδήποτε άλλο να κάνουν. Οι άνθρωποι τα κάνουν αυτά ύστερα από κάποια σκέψη. Όμως τα θηρία για ποιο λόγο έχουν αυτή την έντονη ερωτική διάθεση; Η ερωτική διάθεση έχει σχέση με τη φύση. Η θνητή φύση επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού την αιωνιότητα και την αθανασία. Και μόνο η γέννηση αφήνει πάντα πίσω κάποιο νέο στη θέση του παλιού.
Το νέο παίρνει τη θέση του παλιού, έστω και αν δεν είναι ακριβώς ίδιο, αφού και το καθένα χωριστά από τα ζώα, όσο καιρό ζει, ονομάζεται και είναι το ίδιο. Όπως ακριβώς και ο άνθρωπος ονομάζεται ο ίδιος από πιτσιρικάς μέχρι να γίνει γέρος, παρόλο που ποτέ δεν έχει πάνω του τα ίδια χαρακτηριστικά. Πράγματι κάθε άνθρωπος πάντοτε αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία και χαρακτηριστικά, είτε στην τριχοφυΐα είτε στη σάρκα και στα οστά είτε στο αίμα και στο σώμα συνολικά. Και όχι μόνο το σώμα, αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά και το ηθικό υπόβαθρο και οι απόψεις, ακόμη και οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι φόβοι και οι λύπες δεν παραμένουν με την ίδια μορφή και αναλλοίωτα στον καθένα. Κάποια εμφανίζονται και κάποια υποχωρούν. Ακόμη πιο παράδοξο από αυτά είναι πως και οι γνώσεις παθαίνουν το ίδιο πράγμα χωριστά η κάθε μια. Άλλες έρχονται και άλλες μας εγκαταλείπουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι σχετικά με τις γνώσεις μας. Άλλωστε η λήθη αποτελεί την απόδραση της γνώσης. Υπάρχει όμως η μελέτη, όταν η γνώση πρόκειται να δραπετεύσει, και η μελέτη σώζει τη γνώση επαναφέροντας στη μνήμη την καινούργια στη θέση της παλιάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως πρόκειται για την ίδια. Με αυτό τον τρόπο κάθε θνητή ύπαρξη διασώζεται με το να αφήνει ο απερχόμενος και γερασμένος οργανισμός πίσω του άλλον νέο και ακμαίο όμοιό του, χωρίς να είναι πάντα η ίδια σε όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η θεϊκή φύση. Με αυτό το μηχανισμό τα θνητά συμμετέχουν στην αθανασία και στο σώμα και σε όλα τα άλλα. Μην απορείς, λοιπόν, που από τη φύση κάθε ύπαρξη με κάθε τρόπο εκδηλώνει στοργή και φροντίδα για το βλαστάρι της. Αυτός ο ζήλος και ο έρωτας και το ενδιαφέρον υπάρχουν στον καθένα από τον πόθο για την αθανασία. Να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι αυτά.
Τώρα επικέντρωσε την προσοχή σου στον αγώνα για διάκριση, που κάνουν οι άνθρωποι. Αναλογίσου με τι σφοδρό έρωτα επιθυμούν να γίνουν διάσημοι και να αποκτήσουν δόξα αθάνατη για πάντα. Είναι έτοιμοι να υποβληθούν σε κάθε κίνδυνο για το σκοπό αυτό περισσότερο παρά για τα παιδιά τους, να ξοδέψουν χρήματα, να καταβάλουν οποιοδήποτε κόπο, ακόμη και να πεθάνουν. Νομίζεις ότι η Άλκηστη θα πέθαινε για τον Άδμητο ή ο Αχιλλέας θα πέθαινε μετά τον Πάτροκλο ή ο Κόδρος θα πέθαινε νωρίτερα, για να βασιλεύσουν τα παιδιά του, αν δεν πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν αθάνατη μνήμη για την αρετή τους, με την οποία σήμερα εμείς τους έχουμε συνδέσει; Πολύ απίθανο μου φαίνεται. Νομίζω ότι όλοι πράττουν τα πάντα για την αθάνατη αρετή και για μια τόσο λαμπρή δόξα και, όσο πιο ανδρείοι είναι, τόσο πιο πολύ προσπαθούν, γιατί αγαπούν το αθάνατο.
Εκείνοι που είναι γκαστρωμένοι στα σώματα, στρέφονται πιο πολύ προς τις γυναίκες και εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με τον τρόπο αυτό, καθώς με την απόκτηση παιδιών εξασφαλίζουν, όπως πιστεύουν, για την υπόλοιπη ζωή τους αθανασία και ανάμνηση και ευτυχία. Εκείνοι τώρα που είναι γκαστρωμένοι στην ψυχή, γιατί υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ψυχές κυοφορούν περισσότερο από τα σώματα, εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους για εκείνα που ταιριάζουν στην ψυχή να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι ταιριάζει στην ψυχή; Η φρόνηση και η υπόλοιπη αρετή. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και οι ποιητές, που στο σύνολο τους είναι δημιουργοί, και από τους τεχνίτες εκείνοι που είναι εφευρέτες. Η πιο μεγάλη και η πιο ωραία εκδήλωση της φρόνησης έχει σχέση με την εύρυθμη και αρμονική διάταξη όσων έχουν σχέση με την πόλη και την κοινωνία και αυτή η διάταξη έχει όνομα, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.
Απ ‘αυτούς τώρα, αν κάποιος από μικρή ηλικία είναι γκαστρωμένος στην ψυχή και παραμένει άγαμος, παρόλο που βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, επιδιώκει πλέον τον τοκετό και τη γέννα. Και νομίζω ότι αναζητεί περιφερόμενος εδώ και κει το καλό κλίμα μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η γέννα. Και, επειδή κυοφορεί, υποδέχεται με χάρη πιο πολύ τα καλά σώματα, παρά τα αισχρά. Και, αν συναντήσει ψυχή δυνατή και όμορφη, που τη διακρίνει η δύναμη και η εξυπνάδα, παραδίδεται ερωτικά σ’ αυτή. Και σ’ αυτό τον άνθρωπο τονίζει με σαφήνεια την αξία της αρετής, του εξηγεί πώς είναι ο αγαθός άνδρας και ποιες είναι οι ασχολίες του και προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει. Επειδή, λοιπόν, αγγίζει τον καλό και συναναστρέφεται μαζί του, εκμαιεύει και γεννά εκείνα που από παλιά κυοφορούσε και τον καρπό της γέννας τον εκτρέφει μαζί με κείνον. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανώτερη μορφή επαφής και φιλία πιο σταθερή, γιατί έχουν έρθει σε ιδεατή επαφή με τα ομορφότερα και πιο αθάνατα παιδιά. Ο καθένας για τον εαυτό του θα προτιμούσε να είχε γεννήσει τέτοια παιδιά, πάρα ανθρώπινα. Αν έριχνε μια ματιά στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τους άλλους ποιητές, θα τους ζήλευε για την ποιότητα των παιδιών που άφησαν πίσω τους, αφού είναι τέτοια που τους εξασφαλίζουν αθάνατη δόξα και αιώνιο μνήμη. Αν θέλεις πάλι, δες τι παιδιά άφησε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, σωτήρες της Σπάρτης και της Ελλάδας. Καταξιωμένος είναι και ο Σόλωνας για το νομοθετικό του έργο. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι σε πολλά μέρη και στους Έλληνες και στους βαρβάρους που παρουσίασαν πολλά και θεάρεστα έργα και διαπότισαν τους ανθρώπους με κάθε είδους αρετή. Σε αυτούς έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά για τα παιδιά τους (δημιουργήματα), ενώ ποτέ σε κανένα ως τώρα για τα ανθρώπινα παιδιά του.
Εκείνος, που κάνει ορθή προσέγγιση αυτού του πράγματος, πρέπει να αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια να αναζητά τα καλά σώματα. Σε πρώτη φάση επιβάλλεται να αγαπήσει το σώμα ενός ανθρώπου και εκεί να γεννήσει καλούς λόγους. Στη συνέχεια πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε ένα σώμα είναι ακριβώς όμοια και σε ένα άλλο σώμα. Αν πρέπει να επιδιώκει την ομορφιά που σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση θα ήταν μεγάλη ανοησία να μη θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα το κάλλος, που παρατηρείται σ’ όλα τα σώματα. Όταν συνειδητοποιήσει αυτή την αλήθεια, οφείλει να γίνει εραστής όλων των καλών σωμάτων και να περιφρονήσει τη σφοδρή επιθυμία ενός σώματος, να την παραβλέψει και να τη θεωρήσει ασήμαντη. Έπειτα πρέπει να θεωρήσει ότι η ψυχική ομορφιά έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του σωματικού κάλλους. Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ψυχικά ψεγάδια, αλλά σωματικά η νεανική του ομορφιά είναι ασήμαντη, δεν πρέπει να διστάζει να τον αγαπά και να νοιάζεται να γεννήσει σ’ αυτόν τέτοιους λόγους που θα κάνουν τους νέους καλύτερους. Αν παρατηρεί το καλό μέσα από τις ενασχολήσεις και τους νόμους και διαπιστώνει ότι κάθε έκφραση του καλού βρίσκεται σε συγγενική σχέση μαζί του, θα πεισθεί απόλυτα και θα θεωρήσει ασήμαντη τη σωματική ομορφιά.
Μετά τις ενασχολήσεις πρέπει να στραφεί στο γνωστικό πεδίο με αντικειμενικό στόχο τη θέαση του κάλλους των γνώσεων και να ατενίσει την απέραντη ομορφιά όχι πια μονάχα του ενός. Ένας υπηρέτης που αγαπά την ομορφιά ενός παιδιού ή κάποιου ανθρώπου ή κάποιας ασχολίας παραμένει ασήμαντος και χαμηλών ενδιαφερόντων άνθρωπος, επειδή είναι δούλος. Ενώ, αν είναι στραμμένος στο απέραντο πέλαγος του ωραίου και παρακολουθεί λόγους καλούς και μεγαλοπρεπείς, θα γεννήσει και υψηλά διανοήματα μέσα στο απέραντο φιλοσοφικό κλίμα. Εκεί θα δυναμώσει, θα αυτονομηθεί και θα κατευθυνθεί σε έναν τομέα γνώσης, ο οποίος θα έχει άμεση σχέση με το απόλυτα ωραίο. Όποιος, λοιπόν, παιδαγωγηθεί σωστά στα ερωτικά ζητήματα, θα προσεγγίσει με ορθό βλέμμα τα καλά και στο τέλος της ερωτικής του διαδρομής θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο καλό εξαίσιο στη φύση, εκείνο για το οποίο γίνονταν όλοι οι προηγούμενοι κόποι του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το καλό είναι η αιωνιότητα, δηλαδή δε γίνεται ούτε χάνεται, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται. Δεν είναι τη μια καλό και την άλλη αισχρό. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο. Δεν το βλέπουν κάποιοι σαν καλό και κάποιοι σαν αισχρό. Δεν είναι διαφορετικό για διαφορετικούς ανθρώπους, άλλοτε καλό και άλλοτε κακό. Και δε γίνεται ορατό αυτό το καλό, όπως λ.χ. κάποιο πρόσωπο ή χέρια ή κάτι άλλο που έχει σχέση με το σώμα. Ούτε βρίσκεται κάπου, όπως σε κάποιο ζώο ή στη γη και τον ουρανό, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο. Αποτελεί από μόνο του ανεξάρτητο και μοναδικό είδος και τα άλλα καλά συμμετέχουν σ’ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αυτά γίνονται ή χάνονται, να μην υπάρχει σ’ αυτό καμιά επίπτωση. Ούτε δηλαδή να αυξάνεται, ούτε να ελαττώνεται ή να παθαίνει κάτι.
Όταν, λοιπόν, κάποιος συνεχίζοντας την πορεία του εφαρμόζει ορθά την παιδεραστία, αρχίζει να διακρίνει ξεκάθαρα εκείνο το καλό που πλησιάζει την τελειότητα. Η ορθή ερωτική πορεία με απώτερο στόχο και σταθερή πυξίδα εκείνο το καλό μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης από το ένα στα δύο, από τα δυο σε όλα τα καλά σώματα, από τα καλά σώματα στις καλές ασχολίες, από τις ασχολίες στα καλά μαθήματα και από τα καλά μαθήματα γίνεται στάση σ’ εκείνο το μάθημα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μάθημα του ίδιου του ωραίου. Και στο τέλος υπάρχει αποκάλυψη και γνώση της οντότητας αυτού του ωραίου. Σε αυτή τη φάση της ζωής ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει και να οδηγηθεί στη μέθεξη του καλού αυτού.
Από όλα τα σημεία της ζωής περισσότερο αξίζει η θεώρηση του Κάλλους. Αν το δεις ποτέ, δε θα το συγκρίνεις ούτε με το χρυσάφι, ούτε με φορέματα, ούτε με τα όμορφα αγόρια και τους νεαρούς, τους οποίους τώρα βλέπεις και ζαλίζεσαι και είσαι έτοιμος και συ και πολλοί άλλοι, που βλέπετε τα τρυφερά αγόρια και δεν ξεκολλάτε απ’ αυτά, μήτε να τρώτε μήτε να πίνετε, αν ήταν δυνατόν, αρκεί μονάχα να τα βλέπετε και να βρίσκεστε μαζί τους. Τι, λοιπόν, νομίζουμε πως θα συνέβαινε, αν τύχαινε να δει κανείς το γνήσιο Κάλλος, καθαρό και όχι ανακατεμένο με ανθρώπινες σάρκες και χρώματα και πολλές άλλες μάταιες ανοησίες των θνητών, αλλά να το δει αυτό το θεϊκό κάλλος στην απλή του μορφή σαν ανεξάρτητο και μοναδικό είδος; Μήπως νομίζεις ότι θα ήταν φαύλη η ζωή του ανθρώπου, που θα έβλεπε προς τα εκεί και θα παρατηρούσε όπως πρέπει το θείο κάλλος και θα συναναστρεφόταν μαζί του; Δε σκέπτεσαι ότι μονάχα αυτός θα μπορέσει, βλέποντας ό,τι γίνεται ορατό, να γεννήσει όχι είδωλα της αρετής, αφού δεν έρχεται σε επαφή με κάποιο είδωλο, αλλά αληθινή αρετή, αφού με την αλήθεια έρχεται σε επαφή; Και όταν γεννήσει την αληθινή αρετή και την αναθρέψει, τότε μπορεί να εξασφαλίσει την αγάπη των θεών και περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο να γίνει αθάνατος.
Για να αποκτηθεί αυτό από την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερο συνεργάτη από τον Έρωτα. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται κάθε άντρας να τιμά τον Έρωτα, να καταπιάνεται με τα ερωτικά πράγματα, να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον, να προσκαλεί και τους άλλους και να πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, τονίζοντας τη δύναμη και την ανδρεία του. Αυτόν, λοιπόν, το λόγο θεώρησέ τον εγκώμιο του Έρωτα, διαφορετικά ονόμασέ τον με όποιο όνομα σ’ ευχαριστεί [1].
Ανάλυση του πλατωνικού μύθου

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ Σάντσιο. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.
Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση του Έρωτα συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση της Αφροδίτης και είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο τελείως διαφορετικών προσώπων, του Πόρου και της Πενίας. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας και γιος της Μήτιδας, που ήταν πρώτη σύζυγος του Δία και προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας. Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη και ήταν αμαθής. Η τελευταία ζητά την κάλυψη της ένδειάς της και ο Πόρος είναι αυτός που θα γεμίσει το κενό. Η συνάντηση των δύο αυτών κόσμων θα δημιουργήσει τον έρωτα. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα χέρια. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας.
Ο Έρωτας δεν είναι θεός ούτε θνητός, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων» και εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου για την αιώνια απόκτηση του ωραίου. Στην αρχαία Ελλάδα δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς δεν υπήρχε άμεση επαφή μεταξύ τους. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο. Ο Έρωτας μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή. Πάλι όμως ανασταίνεται χάρη στην αθάνατη πατρική φύση. Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς. Δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά, ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν.
Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος), ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά, για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας». Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας «έρωτας» και του δώσαμε το όνομα του όλου, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου «έρωτας» εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκδοχές του ερωτικού πάθους, όπως την απόκτηση χρημάτων, τον αθλητισμό, τη φιλοσοφία, ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Όποιος έχει ερωτικό πάθος για τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος αγαπάει τον αθλητισμό «αθλητής». Μόνο όσοι στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για «ερωτικό συναίσθημα» και «εραστές».
Ποιο όμως είναι το αντικείμενο του ερωτικού πάθους; Αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτού τους», που αναφέρεται στο μύθο του Αριστοφάνη στο τελευταίο μέρος του Συμποσίου, δεν είναι ακριβείς. Ο άνθρωπος όχι μόνο το άλλο του μισό δεν αναζητά, αλλά και από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, πόδι, χέρι, μύτη, θα ήθελε να απαλλαγεί, αν αυτό δεν είναι υγιές ή δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου. Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος είναι το καλό και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το έχει παντοτινά. Στο μύθο της Διοτίμας συλλαμβάνουμε την αποστροφή του Πλάτωνα για την πραγματικότητα των αισθήσεων. Η θεώρηση της καθαρής ομορφιάς, η επικοινωνία με τη θεία ομορφιά, είναι η μόνη πλατιά, βαθιά και πειστική γοητεία, που μπορεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο [2].
Ο έρωτας, λοιπόν, είναι πιο πολύπλοκος και μοιάζει με τη διαδικασία της σωματικής και ψυχικής γέννας μέσα στην ομορφιά. Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή και, όταν φτάσουν σε μια ηλικία, επιθυμούν να γεννήσουν. Όλα τα ζωντανά όντα, όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν, χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα, που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά με τον κίνδυνο του θανάτου, για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα είναι η αθανασία. Κίνητρο είναι ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.
Με τη βιολογική και την πνευματική γέννα επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο και να δώσουμε συνέχεια στο ανθρώπινο είδος και στο πνεύμα. Όπως ένα άτομο, παρόλο που λέμε ότι παραμένει το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα. Τον ίδιο στόχο έχει και η «μελέτη», να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Το αίτημα της αθανασίας μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας, τα χρήματά μας ή τα παιδιά μας. Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται, για να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.
Η σύνδεση του έρωτα με τη γέννα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιλογή του Πλάτωνα να βάλει μια γυναίκα να μιλήσει γι’ αυτόν. Μόνο μια γυναίκα, ξένη με την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, μπορούσε να μιλήσει με άνεση για κάτι που κατά βάθος είναι κυοφορία και τοκετός. Η γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στη φύση και έχει μεγαλύτερη διαίσθηση, προαίσθηση και ευαισθησία από τον άντρα, γιατί δεν αντιμετωπίζει τα θέματα με την ψυχρή λογική των ανδρών, αλλά με συναισθηματικό τρόπο. Και όσο περισσότερο πρωτόγονη και μυστηριώδης είναι αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο περισσότερο θεϊκή μοιάζει η προέλευσή της για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που οι αρχαίοι όριζαν συνήθως γυναίκες ως όργανα της θεόπνευστης μαντικής και θεωρούσαν ότι οι θεοί στις γυναίκες ενέπνεαν υπερφυσικές δυνάμεις [3].
Ο έρωτας υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, καθώς όλοι είμαστε εραστές ορισμένων πραγμάτων. Η πορεία του ανθρώπου στον έρωτα μοιάζει με την άνοδο μιας κλίμακας. Η Διοτίμα θα διακρίνει τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, την ψυχή και τη γνώση. Η πορεία φυσικά είναι από την ύλη προς το πνεύμα, από το σώμα στη διανόηση. Αρχικά ο άνθρωπος ερωτεύεται ένα ωραίο σώμα (ο σωματικός έρωτας). Εκείνοι που εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα στις γυναίκες. Τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Για τον Πλάτωνα όμως ο έρωτας ήταν μία ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας. Στο πρώτο βήμα η ανθρώπινη συνείδηση ρέπει προς τα ωραία σώματα. Έλκεται από τους εξωτερικά ωραίους ανθρώπους εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα. Σε ένα δεύτερο στάδιο ο έρωτάς του στρέφεται προς όλα τα ωραία σώματα, γιατί όλα μετέχουν στην Ιδέα του ωραίου. Η ομορφιά του ενός σώματος είναι ίδια σε όλα τα σώματα. Ο επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν πιο πάνω.
Σε ένα τρίτο στάδιο ερωτεύεται τα έργα πολιτισμού. Όποιος διακατέχεται από τη θεία μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο, είτε είναι μια ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει, είτε σώμα ή πρόσωπο ή ένα ωραίο τοπίο ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας ή ένας λόγος που ακούει ή διαβάζει μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ. Ο κατεχόμενος από πνευματικό Έρωτα εγκυμονεί και αυτός. Ο καλλιτέχνης κυοφορεί την έμπνευση, βασανίζεται να γεννήσει και γεννά το πνευματικό του έργο, το άγαλμα, το ζωγραφικό πίνακα ή το μουσικό κομμάτι που δημιούργησε. Τέτοιες αρετές δημιουργούν οι ποιητές και οι πρωτοπόροι και επινοητικοί τεχνίτες.
Στη συνέχεια έρχεται η ομορφιά των εθίμων και των νόμων. Η ψυχή μεταβαίνει από τη συνειδητοποίηση της ομορφιάς των αισθητών σωμάτων στη συνειδητοποίηση της ηθικής ομορφιάς των «επιτηδευμάτων». Πρέπει να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς. Να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία. Πιο ψηλά στην ιεράρχηση των αρετών βρίσκεται η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών. Αυτός που κυοφορεί αυτές τις αρετές, αναζητάει μια όμορφη ψυχή, συζητάει με τον κάτοχό της για την αρετή και έτσι δημιουργείται αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια και ουσιαστική επικοινωνία με αποτέλεσμα τα παιδιά – δημιουργήματα, που είναι πιο σημαντικά και γοητευτικά από τα βιολογικά παιδιά. Οι γονείς γεννούν στα παιδιά τους τα λόγια και τις προτροπές για το πώς να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους. Ο παιδαγωγός εγκυμονεί τους λόγους για την αρετή και διδάσκει ποιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποιο δρόμο να ακολουθήσει στη ζωή του. Αν αγαπήσει τη δικαιοσύνη, θα διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία.
Στο επόμενο στάδιο αντικείμενο του έρωτα είναι οι επιστήμες, τα μαθήματα που απομακρύνονται από τον κόσμο των αισθητών και πλησιάζουν τον κόσμο των Ιδεών. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας, για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Ο κόσμος της γνώσης και των διαφόρων επιστημών είναι η τελευταία κατηγορία, πριν τον ιδεατό κόσμο. Έτσι ο πλατωνικός έρωτας ταυτίζεται με την προσπάθεια του φιλοσόφου να φτάσει στην αλήθεια, τις Ιδέες ξεκινώντας από τα αισθητά αντικείμενα. Η Διοτίμα χρησιμοποιεί ως αφετηρία το σωματικό έρωτα, για να μιλήσει τελικά για τον έρωτα της ψυχής και διαχωρίζει σαφώς τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική, που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία.
Στο τελευταίο στάδιο έχουμε την ανύψωση της ψυχής στην ίδια την Ιδέα του Ωραίου, την ιδέα της ομορφιάς, κάτι που είναι πλήρες, αθάνατο, μοναδικό και αναλλοίωτο. Αντικείμενα αυτού του έρωτα είναι η σοφία, το αγαθό, η ευδαιμονία, η αθανασία και πάνω από όλα η ομορφιά της ψυχής. Η απόλυτη ομορφιά δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά, στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν και, ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα. Η μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου, ομορφιές που περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με την έννοια ότι, ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων, αφού δεν εξαρτάται από το βλέμμα [4].

Διοτίμα. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας. Η Διοτίμα ήταν ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Το όνομα Διοτίμα είναι δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών: η Διοτίμα ήταν η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο.
Ο ιδανικός έρωτας κατά τον Πλάτωνα δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση, αλλά με την ανάμνηση. Ο έρωτας εκφράζει την έντονη τάση του ανθρώπου να θυμηθεί τις ιδέες, τις οποίες η ψυχή του, προτού γεννηθεί αυτός, είχε γνωρίσει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Η ψυχή του ανθρώπου είχε αντικρίσει κάποτε, όταν βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των νοητών, την Ιδέα του Ωραίου, που ταυτίζεται με την Ιδέα του Αγαθού, την υπέρτατη δηλαδή Ιδέα. Τώρα φυλακισμένη στο σώμα αναγνωρίζει το Ωραίο και στρέφεται προς αυτό, στην επιθυμία της να αντικρίσει και πάλι την αθάνατη Ιδέα. Η διαδικασία της ανάμνησης, μέσω της οποίας μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τις ιδέες, αποτελεί κατά τον Πλάτωνα βασικό συστατικό του έρωτος. Ο ερωτευμένος άνθρωπος ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη του το πρόσωπο, που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του, όποτε συμβαίνει να μη βρίσκεται κοντά σε αυτό. Αντίθετα, όταν το αντικείμενο του έρωτος περάσει πια στη λήθη και ο τελευταίος πάψει να το σκέπτεται, σημαίνει ότι δεν είναι ερωτευμένος πλέον με αυτό.
Η ανάκληση, λοιπόν, των ιδεών στην ψυχή του ανθρώπου μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης δηλώνει μία σχέση ερωτική του ανθρώπου προς τις ιδέες. Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας, όταν επαναφέρει στη μνήμη μας ιδέες και απόψεις που είχαμε κάποτε γνωρίσει. Το ωραίο λειτουργεί σαν καθρέφτης. Αντανακλά κάποιες αχτίδες από τη Θεία Ομορφιά, που κάποτε η ψυχή είχε ζήσει. Γίνεται αφορμή η θέα του κάλλους ή το άκουσμα, αν πρόκειται για μουσική, να ξαναθυμηθεί την Ομορφιά, που κάποτε είχε γνωρίσει. Γι αυτό και η ψυχή νοιώθει ένα γλυκό ρίγος τη στιγμή του αντικρίσματος ή του ακούσματος του ωραίου. Μια γλυκιά νοσταλγία αυτού που κάποτε είχε ζήσει. Και αυτό το θειο πάθος είναι αυτό που αποκαλούμε Έρωτα [5].
Αυτή η ερωτική σχέση του ανθρώπου προς τις ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, δε δημιουργείται απευθείας, αλλά αναπτύσσεται προοδευτικά από το φαινομενικό κόσμο που ζούμε μέχρι τον πραγματικό κόσμο, που είναι ο κόσμος της διάνοιας και της νόησης και αποτελεί το πρότυπο για τον κόσμο των φαινομένων. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στη σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του το «κάλλος». Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις, τα οποία βλέπει τώρα και μένει με ανοιχτό το στόμα και για τα οποία κάνει τα πάντα για να τα αποκτήσει. Αλλά, αν κάνει έτσι για αυτά τα θνητά, τότε τι πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβαίνει στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να αντικρύσει αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά, που δεν εξαρτάται από τα ανθρώπινα σάρκινα μέλη και τη ματαιότητα της θνητής φύσης; Αυτό είναι ΕΡΩΣ για τους αρχαίους Έλληνες.
Στην ανώτερη βαθμίδα η ψυχή θεάται το απόλυτο κάλλος, που είναι καθαρό και δεν έχει καμία ανάμειξη με οτιδήποτε σαρκικό και θνητή ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο παύει η προσκόλληση σε έναν και μόνο άνθρωπο. Επομένως, μπορούμε να μοιάσουμε στο θεό, μόνο αν αγαπάμε την ομορφιά, χωρίς κάποια άλλη διέγερση, χωρίς δηλαδή να επιζητούμε τον αισθησιακό πόθο. Προορισμός παραμένει η «απόλυτη ομορφιά», η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε, όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα και την ίδια την επιστήμη. Έτσι από μάθηση σε μάθηση θα καταλήξει στη μάθηση εκείνη, που δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η γνώση της απόλυτης Ομορφιάς. Αν υπάρχει κάτι, για το οποίο αξίζει να ζει ο άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.
Αν ρωτήσουμε σήμερα «τι είναι ο Πλατωνικός έρωτας;» η πλειοψηφία θα απαντήσει πως πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Για τον έρωτα που, για διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας. Συχνά, ακούμε τη φράση «πλατωνικός έρωτας», όταν κάποιος αναφέρεται στον πνευματικό ή «εγκεφαλικό έρωτα». Κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο πλατωνικός έρως είναι «μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας». Σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα περιέχει την υπόνοια πως πλατωνικός είναι ο έρωτας, που ποτέ δε δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Από το μύθο της Διοτίμας όμως δεν επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα ως πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση σε έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως, αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Πλατωνικός έρωτας δεν είναι, λοιπόν, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ο έρωτας που περπάτησε όλα τα σκαλιά, για να καταλήξουν οι ερωτευμένοι σε κάτι ανώτερο, αφού γευτούν τη σωματική έλξη και απολαύσουν την ψυχική ένωση.
Ο Πλάτωνας διηγείται την ιστορία, για να δείξει ότι η αληθινή αγάπη σημαδεύει την ψυχή και όχι το σώμα. Γι’ αυτό πολλοί πίστεψαν ότι ο συγγραφέας του «Συμποσίου» τάσσεται κατά της σαρκικής ένωσης, με το μύθο του πλατωνικού έρωτα να εξαπλώνεται παντού. Αλλά ο Πλάτωνας είχε εξυμνήσει τον ερωτισμό και την ομοφυλοφιλία και συμμεριζόταν την αρχαιοελληνική ιδέα σχετικά με την ομορφιά των γυμνών σωμάτων. Ο Πλάτωνας δεν υπήρξε ρομαντικός και δεχόταν το σεξ ως μέρος της αληθινής αγάπης. Ο ρομαντισμός ως έννοια και ως καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ξένος με την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύει στη λογική, το ρεαλισμό και προσπαθεί να συνταχθεί με τη φυσική τάξη. Ο όρος «πλατωνικός έρωτας» επινοήθηκε τον 15ο αιώνα και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων. Την εποχή, που μεταχειρίζονταν τις γυναίκες ως σκλάβες ή παραγωγικές μηχανές, ο πλατωνικός έρωτας ήρθε να δώσει στο γυναικείο πληθυσμό περισσότερο χρόνο για φλερτ και συμμετοχή στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η συμβολή του Πλάτωνα στην ανθρωπότητα και στη μεταστροφή από μια κοινωνία πολεμιστών σε μια κοινωνία σοφών ήταν τεράστια. Σήμερα, εξαιτίας του, έχουμε ήρωες τον Αϊνστάιν και το Σαίξπηρ και όχι τους ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες [6].
Τελικά, τι είναι ο έρωτας; Έρωτας προς το ωραίο; Ερωτευόμαστε την ψυχή κάποιου ή το σώμα του; Μήπως ερωτευόμαστε με απώτερο σκοπό τα χρήματα και τις υλικές απολαβές; Ο έρωτας είναι κάτι που μας κάνει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε τόλμη και ηρωισμό και να φθάνουμε μέχρι την αυτοθυσία για χάρη του άλλου; Επιθυμούμε αυτό που έχουμε, για να συνεχίσουμε να το έχουμε, ή αυτό που στερούμαστε; Είναι η εύρεση του άλλου μισού ή η αρμονία των αντιθέτων; Είναι ο έρωτας έμπνευση; Είναι ο Έρωτας φιλόσοφος; Γίνεται ποιητής ο ερωτευμένος, ακόμα και αν πριν δεν ήξερε τίποτα από ποίηση; Ο Έρωτας είναι θεός ή δαίμονας; Ο έρωτας είναι δόλιος ή επιζητεί την παντοτινή κατοχή του αγαθού; Μήπως πίσω από τον έρωτα κρύβεται απλά ο πόθος της αθανασίας; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του έρωτα;
Στα ερωτήματα αυτά ο Πλάτωνας έχει τις απαντήσεις. Η λέξη «εύνοια» σημαίνει την αφοσίωση, η «αγάπη» το συναισθηματικό δεσμό, η «στοργή» την τρυφερότητα, ο «πόθος» την επιθυμία, η «μανία» το αχαλίνωτο πάθος, η «οικειότης» την ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια, που βρίσκεται πιο κοντά στον «έρωτα», είναι η «φιλία». Η φιλία ξεκινάει από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο, αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη «φυσική» φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την «ξενική» που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την «εταιρική» μεταξύ φίλων, την «ερωτική» ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, και τη «φιλοσοφική», που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού [7].
Υποσημειώσεις
[1] Πλάτωνα «Συμπόσιο» 201d- 212 a.
[2] Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τόμος 3, σελ. 142.
[3] Συκουτρής Ιω., Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδ. Εστίας, σελ. 157-158.
[4] Πλάτων, Φαίδων 99-100.
[5] Πλάτωνος, Μένων, 81 1a-d.
[6] Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.
[7] Πλάτωνος, Λύσις , 210 κ.ε.
Βιβλιογραφία
- Πλάτων, Μένων, μτφρ. Πετράκης Ιω., εκδ. ΠΟΛΙΣ 2008.
- Πλάτων, Φαίδων (περί Ψυχής), μτφρ. Μαυρόπουλος Θ., εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2007.
- Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενο- μετάφραση- ερμηνεία Συκουτρή Ιω. , εκδ. Εστίας 1970.
- Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.
- Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τομ. 1-3, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ 1985.