Ύδρα
Τόπος και ιστορική προσέγγιση
Η Ύδρα, βραχώδες άγονο νησί, εκτείνεται κατά μήκος της Αργολικής χερσονήσου από την οποία απέχει περί τα έξι ναυτικά μίλια προς Νότο. Το μήκος της από Α προς Δ φθάνει τα 20 χλμ., το δε πλάτος της ποικίλλει από 1 1/2 έως 6 χλμ. (συνολικό εμβαδόν 52 τετρ. χλμ.). Το ορεινό του τόπου, με τη συνεχή παράθεση απότομων βράχων και με υψηλότερο βουνό το Έρε (υψ. 592 μ.), η φυσική επομένως αυτή ευκολία για αμυντική οχύρωση, καθόρισε και την ιστορική πορεία του νησιού δια μέσου των αιώνων.

Χάρτης της Ύδρας σχεδιασμένος από τον γεωγράφο Αντώνιο Μηλιαράκη (19ος αιώνας)
Παρότι η αρχή της εποίκισης στο νησί, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (επιφανειακά ευρήματα, θραύσματα αγγείων, κατάλοιπα οικισμού στη θέση Επισκοπή κ.λπ.), ανάγεται στους πολύ προ της ομηρικής περιόδου χρόνους, ήδη δηλαδή στην Ύστερη Νεολιθική εποχή (3000 – 2600 π.Χ.), η Ύδρα φαίνεται ότι δεν κατάφερε, στους αιώνες που ακολούθησαν, να εξελιχθεί σε τόπο κοινωνικά και ιστορικά συγκροτημένο.
Κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο ιστορικός της ρόλος εξακολουθεί να παραμένει ασήμαντος: το πιθανότερο είναι να υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, πανίσχυρου τότε, Βασιλείου των Μυκηνών (Ομήρου Ιλιάς, στ. 100-109) από το οποίο γύρω στα 560 π.Χ. περιήλθε αρχικά στους Ερμιονείς μέχρι το 525 π.Χ. οπότε, σύμφωνα με ιστορική μαρτυρία του Ηροδότου, αγοράστηκε «αντί εκατό ταλάντων» από Σάμιους πολιτικούς φυγάδες για να παραδοθεί αργότερα από αυτούς στους Τροιζηνίους που επιμόνως επιζητούσαν την κατοχή της κυρίως για λόγους καλλιέργειας και βοσκής των αιγοπροβάτων τους.
Η Υδρέα λοιπόν, όπως την ονομάζει ο Ηρόδοτος, γίνεται γρήγορα τόπος εγκατάστασης και διαμονής Δρυόπων αγροτών, βοσκών και ψαράδων, ανθρώπων σκληροτράχηλων χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και αναζητήσεις πέραν των στενών ορίων του τόπου τους. Ιστορικοί της αρχαιότητας σπανίως κάνουν μνεία του ονόματός της: μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο Ηρόδοτος (Γ’ 19), ο Γεωγράφος Πτολεμαίος (Δ’ 3.34), ο περιηγητής Παυσανίας (Β’ 43,9) και οι λεξικογράφοι Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αι. π.Χ.) και Ησύχιος (5ος αι. π.Χ.). Έως και τον 18ο αιώνα μ.Χ. την συναντάμε με το όνομά της παραλλαγμένο σε Sidra, Cidia, Uder, Sidre, Sidera, Sidero και Νύδρα ενώ δεν έχει ακόμη οριστικά διευκρινιστεί ο χρόνος καθιέρωσης του νησιού με το σημερινό του όνομα καθώς και η ετυμολογία του ονόματος Ύδρα.
Βυζαντινοί χρόνοι μεσαίωνας
Χωρίς ιδιαίτερη ιστορική παρουσία η Ύδρα στη μεσαιωνική περίοδο, φθάνει έτσι ασήμαντη μέχρι και τους πρώτους μεταβυζαντινούς χρόνους, ακολουθώντας την τύχη κοντινών μεγάλων πόλεων στων οποίων τη δικαιοδοσία ανήκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πολιτικά και πολιτιστικά πρέπει να σημειωθεί ότι της ανήκε (όπως και σήμερα άλλωστε) η γειτονική νήσος του Δοκού, η Απεροπία των αρχαίων.
15ος αιώνας
Οι απαρχές του 15ου αιώνα βρίσκουν την Ύδρα, αθόρυβη πάντα ιστορικά, κατοικημένη από λίγες γεωργικές και ποιμενικές οικογένειες. Από το 1460 ωστόσο και εξής αρχίζει η πρώτη έντονη εποικιστική κίνηση και η εγκατάσταση στην Ύδρα Αλβανών φυγάδων, οι οποίοι πολεμώντας ως «stradioti» στο πλευρό των Ενετών κατά τη διάρκεια του δεκαεξάχρονου Ενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479), κυνηγημένοι από την πολεμική λαίλαπα των ορδών του Τούρκου Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητού και ανήμποροι να υπερασπιστούν την ήδη κατακτημένη από τους Οθωμανούς Πελοπόννησο, βρίσκουν, μετά από εναγώνια αναζήτηση, εγκατάσταση και σωτηρία σε τόπους κοντινούς, ορεινούς και δυσπρόσιτους, όπως την Ύδρα. Είναι ακριβώς η εποχή που αρχίζει η ανοικοδόμηση και η δημιουργία της σημερινής πόλης της Ύδρας με πρώτο οικιστικό πυρήνα της τον λόφο της Κιάφας, προφανώς για λόγους ασφάλειας των κατοίκων από πιθανούς επιδρομείς πειρατές (αλβανικά κιάφα = κεφαλή ή κορυφή).
16ος – 17ος αιώνας
Εν τω μεταξύ ο πολεμικός αναβρασμός στις περισσότερες ελληνικές περιοχές σε συνδυασμό με την εμφάνιση της πειρατείας στη Μεσόγειο συμβάλλουν στη δημιουργία ακόμη εντονότερου εσωτερικού εποικισμού. Στα χρόνια που ακολουθούν η Ύδρα δέχεται κατά διαστήματα εποικίσεις διαφόρων οικογενειών, κυρίως ελληνικών, από την Ήπειρο (οικογένεια Λαζάρου και Ζέρβα μετέπειτα Κοκκίνη και Κουντουριώτη), από την Κύθνο (οικογένεια Μπαρού μετέπειτα Ραφαλιά, οικογένειες Νέγκα, Γκίκα, Γκούμα), από τα Βουρλά της Σμύρνης (οικογένεια Γιακουμάκη μετέπειτα Τομπάζη), από την Εύβοια (οικογένεια Βώκου μετέπειτα Μιαούλη, οικογένειες Κριεζή, Μπουντούρη), από το Κρανίδι (οικογένεια Τσαμαδού), από την Επίδαυρο (οικογένεια Οικονόμου) και από πλήθος άλλες ελληνικές περιοχές.
18ος αιώνας
Ένα νέο εποικιστικό κύμα έρχεται να εισβάλει στο νησί κατά τη διάρκεια των Ενετοτουρκικών (1700-1715) και του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) ενώ έως και την περίοδο που ξεσπά η Επανάσταση και ιδιαίτερα κατά τη διάρκειά της, η Ύδρα δέχεται διαρκώς εποίκους εξαιτίας της συνεχούς κοινωνικής και πολιτιστικής της ανέλιξης. Γίνεται συνεπώς πλήρως κατανοητό, γιατί η στιγμή της έναρξης του αγώνα στα 1821 βρήκε το μικρό και μέχρι πρότινος ασήμαντο αυτό νησί του Αργοσαρωνικού, να αριθμεί περί τους 27.000 κατοίκους. Η δημογραφική αυτή «επανάσταση» είχε ασφαλώς τις θετικές και τις αρνητικές της συνέπειες όσον αφορά την εξέλιξη της υδραϊκής κοινωνικής πορείας: από τις θετικότερες υπήρξαν η προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και – κυριότατα – η ανάπτυξη και η αλματώδης εξέλιξη της ναυτιλίας στην Ύδρα.

Άποψη της Ύδρας στα τέλη του 18ου αιώνα. Castellan “Lettres sur la Morée”, Paris 1808.
Ναυτιλία – Εμπόριο
Με την παραχώρηση ειδικών ναυτικών προνομίων από τους Οθωμανούς, η Ύδρα γνώρισε πράγματι μεγάλη άνθηση στον τομέα της ναυτιλίας και – συνεπακόλουθα αυτής – του εμπορίου: με τις κατασκευές των πρώτων μεγάλων πλοίων, των «λατινάδικων», χωρητικότητας 150-200 τόννων και αργότερα των «βρικιών» (παρώνων) και των «βρικογολεττών», πιο προσαρμοσμένων αυτών στις ανάγκες της Ανατολικής Μεσογείου, χωρητικότητας 250-300 τόννων και άνω, οι Υδραίοι, όπως άλλωστε και οι Σπετσιώτες, οι Ψαριανοί και οι Κασιώτες και άλλοι τολμηροί νησιώτες, κυριάρχησαν στις θάλασσες φθάνοντας στο απόγαιο της εμπορικής τους δραστηριότητας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε τα μέγιστα και η Ρωσοτουρκική Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) η οποία τους εξασφάλιζε την ελεύθερη ανά τη Μεσόγειο ναυσιπλοΐα υπό την προστασία της Ρωσικής σημαίας.
Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, δίνουν στην Ύδρα την τελευταία μεγάλη εμπορική «ευκαιρία»: Υδραίοι καραβοκύρηδες, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία ενασχόλησης των εμπόλεμων Δυτικοευρωπαίων με το εμπόριο, λόγω του αποκλεισμού των λιμανιών της Δυτικής Μεσογείου από τους Άγγλους, τα τροφοδοτούν κρυφά με σιτάρι και άλλα αγαθά με αποτέλεσμα οι δυνατότητες εύκολου και άμεσου πλουτισμού να τους καταστήσουν σύντομα «κυρίαρχους του εμπορικού παιχνιδιού».
Οικονομία
Η υδραϊκή κοινωνία αποκτά αμύθητα κέρδη που αρχίζουν να συσσωρεύονται ελλείψει άλλου χώρου – και όπως η παράδοση θέλει – ακόμα και στις στέρνες των μεγάλων αρχοντικών του νησιού. Η ευπορία αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από την παραχώρηση σημαντικών προνομίων εκ μέρους της Υψηλής Πύλης: ήδη από το 1778 ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμήτ παραχωρούσε με ειδικό διάταγμα το προνόμιο της αυτοδιοίκησης στην Ύδρα σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών που είχε προσφέρει ο αποτελούμενος από 32 πλοία υδραϊκός στόλος που είχε συστρατευθεί με τον οθωμανικό για την ανάκτηση της Κριμαίας.
Έκτοτε είναι γνωστή η παντελής απουσία Τούρκων από την Ύδρα: η Κοινότητα εισέπραττε τους καθορισμένους δημόσιους φόρους και τους απέδιδε στον Τούρκο φοροεισπράκτορα ο οποίος όμως επιτρεπόταν να μείνει στο νησί για ορισμένο (ελάχιστο) χρόνο σε ορισμένο τόπο και πάντως όχι εντός της πόλης. Σε αντάλλαγμα, η Κοινότητα της Ύδρας ήταν υποχρεωμένη να αποστέλλει ανά εξάμηνο ορισμένο αριθμό ναυτών «μελλάχηδες» οι οποίοι προσέφεραν την πλήρη εμπειριών γνώση τους και τις υπηρεσίες τους στον οθωμανικό στόλο. Τη μισθοδοσία των μελλάχηδων καθώς και τα έξοδα αποστολής πλοίων, τα οποία επίσης ήταν υποχρεωμένοι οι Υδραίοι να στέλνουν προς ενίσχυση του οθωμανικού στόλου, αναλάμβανε η υδραϊκή Κοινότητα.
Το κλίμα αυτό της ανεξαρτησίας – απόρροια των προνομίων και της αυτοδιοίκησης του νησιού – καλλιέργησε το έδαφος για την κατοπινή μεγαλειώδη προσφορά των Υδραίων στον Ιερό Αγώνα δίνοντάς τους την ευκαιρία να προετοιμάσουν ανενόχλητοι την εθνική τους θυσία.
Κοινωνία – Πολιτισμός
Είναι η εποχή (τέλη 18ου αι.) που οι υδραίοι «μπερατλήδες» (ειδικά προστατευόμενοι της Υψηλής Πύλης) μεσουρανούν. Στην Ύδρα οικοδομούνται θαυμάσια αρχοντικά, χτισμένα με ευρωπαϊκά πρότυπα, και το νησί αποκτά τη σημερινή περίπου οικιστική του εικόνα. Οι υδραίοι έμποροι μαζί με τα προϊόντα τους μεταφέρουν στην Ύδρα τα ευρωπαϊκά επαναστατικά μηνύματα των καιρών. Αυτή η «μετάγγιση» ευρωπαϊκών ιδεών και η αναμφίβολη επίδραση του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου ζωής στην συνεχώς εξελισσόμενη υδραϊκή κοινωνία, συνδυασμένες με την οικονομική ευμάρεια των μεγαλοοικοκυραίων προκρίτων αλλά και του απλού λαού της Ύδρας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις αλματώδους πολιτιστικής ανάπτυξης. Δεν είναι ασφαλώς τυχαία η προσομοίωση της Ύδρας από τον Ιμπραήμ ως «μικρής Αγγλίας».
Η κοινοτική οργάνωση του νησιού υπήρξε από κάθε άποψη αρτιότατη. Η κοινοτική μέριμνα για την καλή διαβίωση και την υγεία των υδραίων πολιτών φαίνεται ιδιαίτερα με τη θέσπιση ναυτοϋγειονομικού κανονισμού που αποσκοπούσε στην πρόληψη μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων στους κατοίκους από τα πληρώματα των πλοίων που προσέγγιζαν το λιμάνι της Ύδρας.

Ναυτική Σχολή Ύδρας, 19ος αιώνας.
Οι Υδραίοι φροντίζουν ιδιαίτερα για τη μόρφωση των παιδιών τους με την ίδρυση κοινών Σχολείων ήδη από το 1750, στα οποία μετακαλούν σπουδαίους δασκάλους της εποχής (Απόστολο τον Εφέσιο, Επιφάνιο Δημητριάδη, Ιωάννη Μπενιζέλο, Μακάριο Νοταρά, Νεόφυτο Βάμβα, Άνθιμο Γαζή, Χριστόφορο Παμπούκη, Δημήτριο και Κωνσταντίνο Νούλα κ.ά) για την εκμάθηση όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Τα Υδραιόπουλα συνάμα στέλνονταν πολύ συχνά από τους γονείς τους για σπουδές σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ύδρα θεμελιώνεται το 1800 η πρώτη Ναυτική Σχολή στην Ελλάδα (η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα), για την εκπαίδευση των νέων υδραίων ναυτικών, των κατοπινών μεγάλων ναυμάχων.
Τύπος
Στην Ύδρα ιδρύεται ακόμη το πρώτο αυτοσχέδιο τυπογραφείο του Ελβετού φιλέλληνα Wazer με την φροντίδα των αδελφών Τομπάζη στο οποίο τυπώνεται από το 1821 η υδραϊκή εφημερίδα «Ελληνικός Καθρέπτης» που έως και το 1824 τροφοδοτεί το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με αξιόλογα άρθρα και αυθεντικά ντοκουμέντα για τον ελληνικό ναυτικό αγώνα. Από το 1824 δε, χρονιά κατά την οποία ο μεγάλος φιλέλληνας Ambroise Firmin Diot αποστέλλει στην Ύδρα, «ως δωρεά προς το Έθνος», τυπογραφικά μηχανήματα για την οργάνωση εκσυγχρονισμένου τυπογραφείου, αρχίζει η έκδοση μιας σειράς σημαντικών εντύπων και εφημερίδων όπως «Ο Φίλος του Νόμου», εφημερίδα που εξέδιδε ο πολύς Ιωσήφ Κιάπε από το 1824 έως το 1827 (η μακροβιότερη από τις εφημερίδες του Αγώνα).
Στην Ύδρα εκδόθηκε και η «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος» με συντάκτη τον Παντελή Κ. Παντελή από το 1827 έως το 1828, όπως και η γαλλόφωνη εβδομαδιαία εφημερίδα «L‘Abeille Grecque» (Ελληνική Μέλισσα) με συντάκτη επίσης τον Ιωσήφ Κιάπε, από το 1827 έως το 1829, καθώς και η εφημερίδα «Απόλλων» με συντάκτη τον Αναστάσιο Πολυζωΐδη, η οποία υπήρξε από τα ισχυρότερα αντιπολιτευτικά όργανα εναντίον του Καποδίστρια, εκδόθηκε δε από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1831.
Εκκλησία – Διοίκηση
Ιδιαίτερα ευλαβείς οι Υδραίοι, απέδιδαν μεγάλη σημασία σε εκκλησιαστικά εν γένει θέματα συμμετέχοντας ενεργά σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση του νησιού. Οι αρμοδιότητες του υδραϊκού κλήρου ήσαν πολλές και σημαντικές: οι Υδραίοι ιερείς, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου τους πάντοτε, δίκαζαν στο νησί τα αναφυόμενα ζητήματα αστικής φύσεως, συνέτασσαν τα διάφορα δικαιοπρακτικά έγγραφα, κατάρτιζαν τους φορολογικούς καταλόγους ανά ενορία και μεριμνούσαν συνήθως για την είσπραξη των φόρων (χαρατσίου, τάνσου, δάτζιου, κουμερκίου κ.λπ.) και την παράδοσή τους στην Κοινότητα. Το νησί έβριθε κυριολεκτικά – σε σχέση με το μέγεθός του – από ναούς, ναΰδρια και μοναστήρια.

Το Μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, τέλη 18ου αιώνα. Castellan “Lettres sur la Morée”, Paris 1808.
Πραγματικό όμως «γης ομφαλό» για την Ύδρα αποτελούσε το ιερό Μοναστήρι των Υδραίων, κτισμένο στα 1643 και αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χώρος στο προαύλιο του οποίου, η αγαστή συνεργασία κλήρου και πολιτείας, επέβαλε τη συνήθεια σύναξης αρχόντων και λαού και λήψης των μεγάλων αποφάσεων. Η κοινωνία των Υδραίων ήταν χωρισμένη σε τρεις κοινωνικές τάξεις: τους προκρίτους – μεγαλοοικοκυραίους, τους πλοιάρχους – καραβοκύρηδες και τον λαό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, το νησί διοικείται από τους μεγαλοοικοκυραίους «προκρίτους» των οποίων το έργο στηρίζουν και υποβοηθούν, καθώς προαναφέραμε, οι ιερείς.
19ος αιώνας
Στα 1802 το διοικητικό σύστημα του νησιού αλλάζει, με την αποστολή στην Ύδρα του ευνοούμενου του τότε Καπουδάν Πασά και αρχικυβερνήτη της τουρκικής Ναυαρχίδας, υδραίου Γεωργίου Δήμα Βούλγαρη. Ο Βούλγαρης τοποθετήθηκε από τον Σουλτάνο ως Μπας Κοτζαμπάσης (Διοικητής) και Ναζίρης (Επόπτης) της Ύδρας και για κάποιο χρονικό διάστημα και του Πόρου και των Σπετσών, με σκοπό να επιβάλει την – ιδιαίτερα στην ‘Υδρα – διασαλευμένη τάξη.
Η συνετή του διοίκηση και η οθωμανική εύνοια στο πρόσωπό του συνετέλεσαν στο να καταφέρει ο Γ. Βούλγαρης, ο «Μπέης», όπως τον αποκαλούσαν οι Υδραίοι, να αναγάγει το νησί σε πρότυπο ευνομούμενου τόπου: η περίοδος της οικονομικής ευρωστίας, η σχετική καταστολή της πειρατείας και η εσωτερική ησυχία που ακολούθησαν τους χρόνους διακυβέρνησης του Γεωργίου Βούλγαρη, έδωσαν την ευκαιρία στους Υδραίους να οργανώσουν την κοινωνία τους όπως αυτοί ήθελαν ενώ οι συνεχείς μάχες που αναγκάζονταν να δίνουν τα υδραϊκά πληρώματα με τους πειρατές που τότε λυμαίνονταν απ’ άκρου σε άκρο τη Μεσόγειο, τους μετέτρεψαν με τον καιρό από ασήμαντους γεωργούς και ποιμένες σε τολμηρούς εμπειροπόλεμους ναυτίλους! Οι παραμονές του Ιερού Αγώνα βρίσκουν το νησί πανέτοιμο οικονομικά και πολεμικά: 120 ετοιμοπόλεμα πλοία διαθέτει η Ύδρα στον Αγώνα, συνολικής χωρητικότητας 45.000 τόννων με 5.400 άνδρες και 2.400 κανόνια.
Επανάσταση

Αντώνης Οικονόμου, «ο Οικονόμος κηρύττει εν Ύδρα την ελευθερίαν».
Ήδη από το 1818 η Φιλική Εταιρεία είχε μυήσει στους κόλπους της πολλούς Υδραίους, αρκετοί από τους οποίους ήσαν εξέχοντα πρόσωπα της υδραϊκής κοινωνίας. Από τους πρώτους μυημένους Φιλικούς ο καπετάν Αντώνης Οικονόμου, μια μεγάλη υδραϊκή φυσιογνωμία των χρόνων εκείνων, πραγματοποιεί το όνειρο του υδραϊκού λαού πρωτοστατώντας στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα στις 27 Μαρτίου του 1821. Μέσα σε τρεις ημέρες συγκεντρώνεται με έρανο μεταξύ των κατοίκων το σοβαρό ποσόν των 130.000 διστήλων (σ.σ. 40.000 στερλίνες Αγγλίας) και ευθύς αμέσως ξεκινά η λαμπρή εποποιία: η Ύδρα αναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό το βάρος διεξαγωγής του ναυτικού Αγώνα της επαναστατημένης Ελλάδας και γίνεται το κέντρο των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων.
Αλλεπάλληλες νικηφόρες ναυμαχίες στις οποίες πρωταγωνιστούν τα υδραίικα πυρπολικά και ένα πάνθεον Υδραίων ηρώων, Ναυμάχων και Πυρπολητών, συνθέτουν την ιστορική της εικόνα: Κουντουριώτες, Τομπάζηδες, Κριεζήδες, Σαχτούρηδες, Τσαμαδοί, Μπουντούρηδες, Οικονόμου, Πιπίνος, Γκιώνης, Ρομπότσης, Βατικιώτης, Γκέλης, Σκούρτης, Μεθενίτης, Βατσαξής, Σαχίνης, με κορωνίδα όλων τον Ανδρέα Μιαούλη, τον άνθρωπο με το αλάνθαστο στρατηγικό αισθητήριο και τον αγέρωχο χαρακτήρα, προσφέρουν καθένας με το δικό του φιλογενή τρόπο στον Αγώνα, κάνοντας σε ευρωπαϊκό πλέον επίπεδο γνωστή τη μικρή αυτή νησιωτική κουκκίδα άγονης ελληνικής γης. Από το 1822 και εξής μάλιστα, όταν την αρχηγία του υδραϊκού στόλου αναλαμβάνει ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, το Νησί κρατά σταθερά τα σκήπτρα και την πρωτοπορία στην έκβαση των κατά θάλασσαν πολεμικών επιχειρήσεων.
Τα επιτεύγματα του ευγενούς στόχου του υδραϊκού καθώς και του πανελλήνιου Αγώνα σύντομα αναφαίνονται: στα 1827 με την καθοριστική ναυμαχία στο Ναυαρίνο, ο ενωμένος Στόλος των τριών προστάτιδων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, περιορίζει τις βλέψεις των Οθωμανών και τους αναγκάζει στα 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, να αναγνωρίσουν την οριστική ανεξαρτησία της «Ελληνικής Πολιτείας» με πρώτο Κυβερνήτη της τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος πάραυτα ξεκινά το δυσκολότατο έργο της παλινόρθωσης ενός κράτους που βρισκόταν, από κάθε άποψη, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η Ύδρα φυσικά δεν αποτέλεσε την εξαίρεση του κανόνα: η συνεχής, υπέρ του Αγώνα, οικονομική της αιμορραγία την έχει εξαντλήσει αφάνταστα. Επιπλέον και παρά τις διαγραφόμενες αρχικά ευοίωνες συνθήκες, οι σχέσεις των, κατά παράδοση, φιλελεύθερων Υδραίων με τον Κυβερνήτη και το υψηλόπνοο ανορθωτικό πρόγραμμα που φρόντισε ευθύς εξαρχής ο Καποδίστριας να εφαρμόσει, βαίνουν από το κακό στο χειρότερο κυρίως εξαιτίας της πεισματώδους άρνησης του τελευταίου να αποζημιώσει τους οικονομικά κατεστραμμένους νησιώτες.
Η αναπόφευκτη ρήξη των δύο πλευρών, καταλήγει σε σκληρή αντιπολιτευτική πολεμική μεταξύ τους, κυρίως μέσω του Τύπου: Υδραίοι και άλλοι δυσαρεστημένοι νησιώτες του Αιγαίου, Ποριώτες, Μυκονιάτες, Συριανοί, Ναξιώτες, Ανδριώτες, Παριανοί αλλά και οι Μανιάτες αποδύονται σε έναν σκληρό, σχεδόν ολομέτωπο αγώνα κατά του Καποδίστρια, αγώνα που είχε ως αποτέλεσμα την αποστασία εναντίον του και ως φοβερή κατακλείδα του την πυρπόληση πλοίων του ελληνικού στόλου (κορβέτες «Ύδρα» και «Σπέτσες», φρεγάτα «Ελλάς») από τον Ανδρέα Μιαούλη στο λιμάνι του Πόρου την 1η Αυγούστου του 1831.
Τα τραγικά γεγονότα κορυφώνονται στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 με τη δολοφονία του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Παρά την απουσία του Καποδίστρια ωστόσο από το πολιτικό προσκήνιο, τα πράγματα για την Ύδρα εξακολουθούν να βαίνουν δυσάρεστα: αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ανεργία των πληρωμάτων, και – σαν να μην έφταναν όλα αυτά – η επαναστατική μετατροπή στη ναυσιπλοΐα από το πανί στον ατμό, η εμφάνιση στην Ελλάδα των πρώτων ατμήλατων πλοίων περί τα μέσα του αιώνα, όλα, συντείνουν στη δημιουργία μιας έκρυθμης κατάστασης στο νησί και φέρνουν σε απόγνωση τους Υδραίους που, αρνούμενοι στην πλειονότητά τους να ακολουθήσουν τα νεωτεριστικά ναυτικά προστάγματα των καιρών, αρχίζουν να εγκαταλείπουν την πατρική γη αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Πρωτεύουσα.
Ακόμη και αυτή η εμφάνιση ενός νέου «από μηχανής Θεού», της σπογγαλιείας, λίγο πριν τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν καταφέρνει να αναχαιτίσει την σχεδόν ομαδική τους μετανάστευση: η Αθήνα και κυρίως ο Πειραιάς γίνονται η νέα υδραϊκή πατρίδα.
Οι οικονομικές αντιξοότητες και οι διάφορες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις τους δεν κατάφεραν παρ’ όλα αυτά να σβήσουν τη λάμψη της συνεχούς προσφοράς της ‘Υδρας στο Γένος: ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πέντε Πρωθυπουργούς και αναρίθμητους υπουργούς έδωσε το μικρό αυτό νησί στην Ελλάδα! Σταδιακά, κατά σειρά Πρωθυπουργίας, την Χώρα κυβέρνησαν οι Υδραίοι:
1) Γεώργιος Κουντουριώτης (Πρόεδρος του Εκτελεστικού κατά την Επανάσταση, μέλος του Πανελληνίου επί Καποδίστρια, Πρωθυπουργός και Υπουργός Ναυτικών επί Όθωνος από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1844).
2) Αντώνιος Κριεζής (Πρωθυπουργός επί Όθωνος από τον Δεκέμβριο του 1849 έως τον Μάιο του 1854).
3) Δημήτριος Βούλγαρης (επτά φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας: επί Όθωνος από το 1855 έως το 1857, επί Γεωργίου Α’ από τον Οκτώβριο του 1863 έως τον Φεβρουάριο του 1864, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1865, από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1868, από τον Δεκέμβριο του 1871 έως τον Ιούλιο του 1872 και από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 1874).
4) Αθανάσιος Μιαούλης (τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας : επί Όθωνος από τον Νοέμβριο του 1857 έως τον Μάιο του 1859, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1860 και από τον Μάρτιο του 1861 έως τον Ιανουάριο του 1862).
5) Πέτρος Βούλγαρης (Πρωθυπουργός της Ελλάδας από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1945).

Ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935)
Τέκνο της Ύδρας υπήρξε και η άλλη μεγάλη φυσιογνωμία της Νεώτερης Ελλάδας: ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ο εμπνευσμένος οδηγητής του ελληνικού στόλου σε νικηφόρες ναυμαχίες κατά την περίοδο των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. [Ο Κουντουριώτης στα 1923, μετά την απομάκρυνση του Βασιλέως Γεωργίου Β’ από τον θρόνο, χρημάτισε «Προσωρινός Κυβερνήτης της Ελλάδος» έως και το 1924 οπότε αναγορεύθηκε από την Εθνοσυνέλευση πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1926 για να επανεκλεγεί στο αξίωμα του Προέδρου τον Αύγουστο του ιδίου έτους.]
20ος αιώνας
Ο 20ός αιώνας βρίσκει την Ύδρα, παρά την προσωρινή οικονομική της ανάκαμψη – αποτέλεσμα της συστηματικής ενασχόλησης των κατοίκων με την αλιεία και το εμπόριο σπόγγων, σε πλήρη πληθυσμιακή αποδυνάμωση, οδηγούμενη αργά αλλά σταθερά στα πρόθυρα του οικονομικού μαρασμού. Εξάλλου η προσωρινή της «κινητήρια» δύναμη, η σπογγαλιεία, βρέθηκε με τον καιρό σε πλήρη παρακμή, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού της οικονομικής ενίσχυσης των σπογγαλιευτικών επιχειρήσεων από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Μία τελευταία ευκαιρία ανάπτυξης και αναζωογόνησης της υδραϊκής κοινωνίας δόθηκε στην δεκαετία του ’50 όταν οι διάφοροι καλλιτέχνες και οι παραγωγοί ταινιών «ανακαλύπτουν» την Ύδρα και την χρησιμοποιούν αφειδώς στις ταινίες τους: άμεση συνέπεια η αλματώδης τουριστική και οικονομική κίνηση στο νησί με όλα τα παρεπόμενά της…
Σήμερα, η Ύδρα του Miller, του Σεφέρη, του Γκίκα, του Εγγονόπουλου, του Βυζάντιου, του Τέτση, η Ύδρα με την συνεχή προσφορά στον τουρισμό και την πολιτιστική ζωή της χώρας μας, εξακολουθεί να παραμένει το στολίδι του Αργοσαρωνικού: ένα μοναδικό φαινόμενο ιστορικού και αρχιτεκτονικού θαύματος ανά το πανελλήνιο και σίγουρα ένα από τα σπουδαιότερα τουριστικά θέρετρα της Ελλάδας.
Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου
Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου, «Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας», Έκδοση του Σωματείου των Φίλων του Ιστορικού Μουσείου Ύδρας, Ύδρα, 1997.
Read Full Post »