Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ποιητές’

«Ποιητές και Μουσικοί της Αρχαίας Ερμιόνης» – Το νέο βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου


 

Κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο στη σειρά «Μύθοι και Αλήθειες», με τίτλο «Ποιητές και Μουσικοί της Αρχαίας Ερμιόνης», του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου.

Ποιητές και Μουσικοί της Αρχαίας Ερμιόνης

Στο βιβλίο περιγράφεται το αντάμωμα με τους λυρικούς ποιητές, τους διθυραμβοποιούς και τους μουσικούς της Ερμιόνης του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. Ξεχωριστή η συνάντηση, εκεί στην άκρη «του Μπιστιού», με τον μεγάλο Λάσο «γέννημα θρέμμα» της Ερμιόνης. Ο διάλογος μαζί του ήταν συναρπαστικός. Ήταν ένα ταξίδι στον πανάρχαιο πολιτισμό του τόπου μας!

Στρέψαμε, όμως, το βλέμμα και στους άλλους ποιητές  –  μουσικούς που γεννήθηκαν στην Ερμιόνη: Τον Επικλή και τον Κηκείδη, τον Κυδία και τον Θεόπομπο, τον Ευάγη, τον Πυθοκλή και τον Παντοκλή που στήριξαν το πολιτιστικό υπόβαθρο της Αρχαίας Ελλάδας.

Θεωρούμε, πως είναι καιρός πλέον εμείς οι Ερμιονίτες να γνωρίσουμε και να αναδείξουμε τον Λάσο, τον Επικλή, τον Κηκείδη αλλά και τους άλλους μακρινούς συμπολίτες μουσικούς και ποιητές. Αποτελούν μέρος της τοπικής πολιτιστικής μας ταυτότητας και μπορούμε άφοβα με γνώση και θέρμη να μιλάμε γι’ αυτούς. Τα σχολεία και οι ασχολούμενοι με τα εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν τον πρώτο λόγο.

Το βιβλίο μπορείτε να το αναζητήσετε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κρανιδίου, στη Βιβλιοθήκη Ερμιόνης και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Νίκος Καρούζος – Η Αργείτικη καταγωγή του ποιητή και άλλα ενδιαφέροντα περί αυτής


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», σημείωμα του Οικονομολόγου και  Προέδρου της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, Γιώργου Γιαννούση,  με θέμα την επανεξέταση του τόπου γεννήσεως του ποιητή Νίκου Καρούζου, με τίτλο:

 

«Νίκος Καρούζος – Η Αργείτικη καταγωγή του ποιητή και άλλα ενδιαφέροντα περί αυτής».

 

Στο Ναύπλιο, από την 1η έως τις 3 Ιουλίου 2022, ο Δήμος  Ναυπλίου και η ΔΟΠΠΑΤ, διοργάνωσε το 2ο Φεστιβάλ Λογού και Τέχνης  «Νίκος Καρούζος» προς τιμή του μεγάλου Έλληνα ποιητή.

Δεν είναι  η πρώτη φορά, ούτε  ο μόνος τρόπος  που το Ναύπλιο τιμά, ως «γενέθλια γη» το εκλεκτό  τέκνο της, όπου και μια τεράστια τοιχογραφία στον τοίχο του  1ου Λυκείου  Ναυπλίου, με το πρόσωπο του «Ναυπλιώτη» ποιητή  Νίκου Καρούζου να δεσπόζει στο τοπίο.

 

Η τοιχογραφία με το πρόσωπο του ποιητή Νίκου Καρούζου στον τοίχο του 1ου Λυκείου Ναυπλίου.

 

Πολλά και σπουδαία διαχρονικά τα αφιερώματα για τον ποιητή. Όλα  προτού αναφερθούν στο σπουδαίο  ποιητικό  του έργο και στην πολυκύμαντη πορεία της ζωής του, ξεκινούν με μια πάγια περιγραφή,  «γεννήθηκε  στο Ναύπλιο στις 7 Ιουλίου του 1926 …».

Εκπομπές όπως: 1) «Το Παρασκήνιο», 2) «Το Μονόγραμμα» σε σκηνοθεσία του Γ. Σγουράκη, 3) «Νίκος Καρούζος: Δρόμος για το Έαρ», του Γιάννη Καρπούζη, ιστότοποι  όπως: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, ΒιβλιοNet, Βικιπαίδεια και πάρα πολλά άλλα, ξεκινούν  με την ενημέρωση,  ότι ο μεγάλος  μας ποιητής  γεννήθηκε, στις 7 Ιουλίου του 1926, στο Ναύπλιο.

 

Είναι όμως αυτή η αλήθεια; (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου


 

Θεόδωρος Ορφανίδης

Ο Θεόδωρος Γ. Ορφανίδης, γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1817 από γονείς Χιώτες. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει. Πέρασε τα παιδικά χρόνια του στη Σύρο και την Τήνο. Μετά την Απελευθέρωση η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και από το 1835 στην Αθήνα, όπου ο ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του και διορίστηκε γραφέας στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Στην Αθήνα, επιδόθηκε – μιμούμενος τον Αλέξανδρο Σούτσο – στην πολιτική σάτιρα, εκδίδοντας την ποιητική συλλογή «Ο Μένιππος» (1836) και το περιοδικό «Ο Τοξότης» (1840).

Σε σατιρικό ποίημα της συλλογής του «Ο Μένιππος» προανήγγειλε την ίδρυση του Πανεπιστημίου με τους εξής ευρηματικούς στίχους: «θε να κάμωμεν ακόμα και μεγάλον και τρανόν / το Πανεπιστήμιόν μας εις την πόλιν Αθηνών. / Τότε θε να αναλάμψη στας Αθήνας η σοφία, / και τα καφενεία όλα θα γενούν διδασκαλεία. / Την σοφίαν τότε όλοι απ’ τ’ αυτιά θε να βαστούν, / και σοφίαν κ’ οι βαστάζοι άφευκτα θα εμπλησθούν».

Ωστόσο, επειδή ασκούσε δριμεία κριτική κατά της βαυαρικής αντιβασιλείας με τα γραπτά του, απολύθηκε από τη θέση του στο Υπουργείο και φυλακίστηκε για τρείς ημέρες.

Το 1844, με προσωπική παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Ιωάννη Κωλέττη – ο οποίος ήθελε να τον απομακρύνει από την Αθήνα – πήγε με υποτροφία της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Παρίσι όπου σπούδασε Φυτολογία κοντά στους διακεκριμένους Καθηγητές Adrien de Jussieu, Adolphe – Théodore Brogniart, Joseph Decaisne και Achille Richard. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίζεται, στις 11 Μαρτίου 1850, Έκτακτος Καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο και στις 18 Αυγούστου 1854 Τακτικός Καθηγητής, θέση στην οποία παρέμεινε για περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Το 1862 συμμετείχε ως Πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου στη Β’ Εθνική Συνέλευση των Αθηνών, ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 1867 – 1868 χρημάτισε Πρύτανης.

Υπήρξε ακούραστος ερευνητής της ελληνικής χλωρίδας (chloris hellenica) από το 1848, συλλέγοντας, καταγράφοντας και περιγράφοντας τα διάφορα είδη της, με αποτέλεσμα να διαθέτει μια ιδιαίτερα αξιόλογη συλλογή αποξηραμένων φυτών που αριθμούσε 45.000 είδη, η οποία το 1873 αγοράστηκε από τον ομογενή εθνικό ευεργέτη Θεόδωρο Π. Ροδοκανάκη για να παραχωρηθεί στη συνέχεια στο νεοσύστατο Βοτανικό Μουσείο του Πανεπιστημίου.

Ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα μελετώντας συστηματικά τον φυτικό της πλούτο και δημοσίευσε τα πορίσματα των ερευνών του στο έργο του «Flora Graeca Exciccata». Οι μελέτες του αξιοποιήθηκαν από αρκετούς ευρωπαίους επιστήμονες και τον καθιέρωσαν στον επιστημονικό χώρο.

Με την ιδιότητα του Εφόρου του Βοτανικού Κήπου και του Δημόσιου Δενδροκομείου εισήγαγε στην Ελλάδα άγνωστα ως τότε καλλωπιστικά και άλλα φυτά (π.χ. ευκάλυπτος, φυστικιά κ.ά.) και δραστηριοποιήθηκε στο σχεδιασμό και τη δημιουργία δημόσιων πάρκων, προεξάρχοντος του Εθνικού (Βασιλικού) Κήπου.

Ανακάλυψε πενήντα περίπου είδη ελληνικών βοτάνων και έθεσε τις βάσεις της ελληνικής ονοματολογίας τους, μελετώντας τους αρχαίους (Λατίνους) συγγραφείς και εντοπίζοντας τις αρχαίες ονομασίες που εκείνοι έδιναν στα βότανα. Ασχολήθηκε με την ελληνική αμπελουργία και διέκρινε 111 ποικιλίες που καλλιεργούνταν στην Αττική από τις 480 και πλέον που καλλιεργούνταν σε όλη την Ελλάδα.

-Πήρε μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια και εξέδωσε το επιστημονικό περιοδικό «Γεωπονικά» (1872 – 1876), του οποίου κυκλοφόρησαν έξι τόμοι. Σκοπός των δημοσιευμάτων του περιοδικού ήταν «η παροχή γνώσεων καλλιέργειας και κτηνοτροφίας σε ύφος απλούν, συγγενεύον προς τα ήθη και την γλώσσαν των πλείστων αναγνωστών». Για το λόγο αυτό τα άρθρα του παρείχαν «επεξηγήσεις επιστημονικών και βοτανολογικών όρων καθώς και φυσικών, χημικών και κλιματολογικών γνώσεων χρησίμων για τον Γεωπόνο ο οποίος ασχολείται είτε με την καλλιέργεια των φυτών είτε με την ανατροφήν και περιποίησιν των ωφελίμων ζώων».

Στο περιοδικό υπήρχαν μόνιμες στήλες όπως: Δενδροκομία – Ανθοκομία, Στοιχεία βοτανικής αναγκαία εις πάντα άνθρωπον, Φυσικαί και χημικαί γνώσεις αναγκαίαι εις τον Γεωπόνον, Γεωργικά εργαλεία κ.ά., αλλά και άρθρα αφιερωμένα σε ειδικά θέματα. Στη στήλη «Διάφορα» αναφέρονταν γεωργικά και κτηνοτροφικά νέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης υπήρχαν υπέροχα σχεδιαγράμματα συνοδευτικά των κειμένων και παράθεση της επιστημονικής ονομασίας (στα λατινικά) των φυτών στα οποία γινόταν αναφορά. Κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο μια πολύτιμη συλλογή του από ξύλα εκατόν πενήντα, περίπου, ελληνικών ειδών δέντρων.

Στις επιστημονικές εργασίες του περιλαμβάνονται: Περί της αυτοφυούς ελληνικής βλαστήσεως (Πρυτανικός Λόγος, 1868) – Catalogus systematicus herbariis florentine (1877) – Σύντομος πραγματεία περί τινών σπουδαίων φυτών, νεωστί καλλιεργηθέντων εν’ Ελλάδι (1870). Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο η Έκθεσή του σχετικά με την κατάσταση του Φυσιογραφικού Μουσείου του Πανεπιστημίου (1865), όσο και η Έκθεσή του προς την Πρυτανεία του Εθνικού Πανεπιστημίου, σχετικά με την αγορασθείσα από τον Θεόδωρο Π. Ροδοκανάκη και δωρηθείσα στο νεοσύστατο Βοτανικό Μουσείο του Πανεπιστημίου φυτολογική συλλογή του (1874).

Η ακαδημαϊκής του σταδιοδρομία συμπορεύθηκε με τη λογοτεχνία και την ποίηση δημοσιεύοντας έργα του στο περιοδικό «Πανδώρα» και συμμετέχοντας, είτε ως υποψήφιος, είτε ως εισηγητής σε ποιητικούς διαγωνισμούς σε τρείς από τους οποίους διακρίθηκε.

Σύμφωνα με ένα άρθρο του περιοδικού Μπουκέτο – περιοδικό ποικίλης ύλης, του μεσοπολέμου – ο Ορφανίδης έγραψε τον «Καρασεβδαλή» λίγο πριν φύγει για τη Γαλλία, το 1844, όταν είχε έρθει στο Ναύπλιο για να αποχαιρετήσει τους εδώ φίλους του. Ήταν καλεσμένος από τον δήμαρχο Ναυπλίου Σπ. Παπαλεξόπουλο και στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι το κρασί τελείωσε νωρίς, οπότε ο Ορφανίδης έστειλε την εξής έμμετρη παράκληση στην οικοδέσποινα, την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.

ΤΗι ΚΑΛΛΙΟΠΗι ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Δύο λάβετε φιάλας, κι αντ’ αυτών παρακαλώ σας
στείλατέ μου δύο άλλας, πλήρεις όμως και κλειστάς
από το γλυκύ σας μαύρο και από το κόκκινό σας,
το οποίον εμψυχώνει τους αψύχους ποιητάς.

Ο θεάνθρωπος Χριστός μας μετεποίησεν εις οίνον
πλήρεις ύδατος υδρίας εις τον γάμον του Κανά
Συ, Κυρά μου, χωρίς άλλο υπερβαίνεις και εκείνον
επειδή πληροίς δι’ οίνου τας φιάλας τας κενάς!

Η οικοδέσποινα,πιθανόν κολακευμένη από την ελαφρώς βέβηλη σύγκριση, έστειλε μια ντουζίνα μποτίλιες οίνου στην παρέα, και το βράδυ ο Ορφανίδης της παρουσίασε σε περγαμηνή το ποίημα Καρασεβνταλής (αυτός που έχει καρασεβντά, μεγάλο ερωτικό καημό).

Ο Καρασεβνταλής

Ποιός είδε νέον σεβνταλή, καρδιών ποιός είδε κλέφτη,
να εξυπνάει με το αχ! και με το βαχ! να πέφτει;
Ωσάν το χιόνι ν’ αναλεί, σαν το κερί να σβήνει,
και μοναχός το ντέρτι του να πικροκαταπίνει;
Εγώ τον είδα, κ’ εις εμέ εφάνη ο καημένος
ωσάν δερβίσης σκυθρωπός, σαν μπεκτασής θλιμμένος.
Για μιά μικρή Γενί-ντουνιά, πού’ δαν τα δυό του μάτια,
καρά-σεβντάς τον έπιασε, και θα γενεί κομμάτια.
Οπόταν τα μεσάνυχτα αργολαλούν οι κούκκοι,
πηγαίνει και της τραγουδεί με νάι και με μπουζούκι:

»Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! Κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω.

Είναι το άσπρο στήθος σου ταζέδικο κα’ι’μάκι,
του Αϊντίν-ισάρ χαλβάς το κάθε σου χεράκι,
μουχαλεμπί και γκιούλ-σερμπέτ ο αναστεναγμός σου,
και του Χατζή-Μπεκίρ λουκούμ ο τρυφερός λαιμός σου΄
ο κάθε λόγος σου γλυκός σαν ραβανί αφράτο
και σαν ζεστός σαράι-λοκμάς με μέλι μυρωδάτο.
Κι είν’ ο σεβντάς μου δυνατός, που να γραφεί δε φτάνει
κι αν γίνει ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι.

Τι αγοράζεις κάρβουνα να ψήνεις το φαΐ σου;
Γιαγκίνι έχω στην καρδιά, που τ’ άναψες ατή σου!
Αντίκρυ μου τον τεντζερέ με το φαΐ σου στήσε,
και λάδι στο γιαγκίνι μου με μια ματιά σου χύσε!
Κι ευθύς που ένα Αχ εντέρ! το στόμα μου αναδώσει,
και το φαΐ σου θα ψηθεί κι ο τεντζερές θα λιώσει!
»Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! Κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω.

Εσύ ’σαι η χρυσή ουρί, και διά σε, ντουντού μου,
ή ντιπ θα χάσω, ή θα βρω το ρέμπελο το νου μου!
Κι εις το Τζενέτ, στους πρόποδας του πιλαφένιου όρους,
θε να περάσω μετά σού στιγμάς αγγελοφόρους.
Ο βουτυρένιος ποταμός και του μελιού το ρεύμα,
τόσον δεν θα ευχαριστούν του σκλάβου σου το πνεύμα,
όσο το νούρι σου, κουζούμ, και το γλυκό φιλί σου,
και όσο το ναζλίδικο και τρυφερό κορμί σου.

Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπαΐλντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ’ αποθάνω!»

Αυτά της λέει ο ντερτιλής και πριν ακόμα φύγει,
σαν του Τσεχνέμ το βάραθρον το στόμα του ανοίγει,
κι ελπίζων ιλαρότερος ο πόνος του να γίνει,
βώλον δραμίων είκοσι αφιόνι καταπίνει.

Πηγές


 

  • Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιον Αθηνών Τμήμα Βιολογίας- Ιστορικά Στοιχεία
  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
  • Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
  • Sarantakos.wordpress.com «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία».

 

Επιμέλεια Κειμένου
Μαρία Βασιλείου
Βιολόγος-Ωκεανογράφος

Read Full Post »

Λυγίζος Πέτρος


 

 

Πέτρος Λυγίζος

Πέτρος Λυγίζος

Ο Πέτρος Λυγίζος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα. Κατάγεται από την Ικαρία. Ζει στο Ναύπλιο και υπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες του ΕΑΠ, στην Πάτρα. Επίσης, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα ήταν το 1998, με την ποιητική συλλογή «Συναστρίες αγάπης» εκδ. Κώδικας. Από τότε ακολούθησαν πολλές άλλες: «Τα ματωμένα ρόδα», εκδ. Κώδικας, 2000, «Αστυπάλαια», εκδ. Κώδικας, 1999, «Η Μουσική στα ρείθρα», 2010, «Ναύπλιος Έρωτας», 2011, «η Λήκυθος με τις Μνήμες», 2012, «η Αγωνία σε περίληψη», 2014, (εκδ. Νότιος Άνεμος) και τα μυθιστορήματα: «η Μούσα», εκδ. Διώνη, 2000, «Όνειρα στην αιώρα», 2012, και «Το τελευταίο κύμα της θάλασσας», 2014, εκδ. Νότιος Άνεμος.

Τον Απρίλιο του 2015 πρόκειται να εκδοθεί η ποιητική του συλλογή «η αφηρημένη ταχύτητα της ζωής», από τις εκδόσεις Ανώνυμο Βιβλίο, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, το ιστορικό του μυθιστόρημα «το μειδίαμα του Σωκράτη», από τον ίδιο οίκο.

Τα τελευταία δύο χρόνια μετέχει στο Διεθνές Συμπόσιο Ποίησης και Μετάφρασης Ελλήνων και Αμερικανών ποιητών που πραγματοποιείται στην Αθήνα, υπό την αιγίδα του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και στη συνάντηση Ελλήνων και Αγγλόφωνων ποιητών υπό την αιγίδα του προαναφερθέντος Κέντρου και με τη συνεργασία του Ιδρύματος Wordsworth Trust, που εδρεύει στην Αγγλία.

Η ποιητική του συλλογή «η Λήκυθος με τις Μνήμες» μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Άγγελο Σακκή (Κέντρο Ποίησης του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο). Η ίδια συλλογή και η «Αγωνία σε περίληψη» διδάχθηκαν σε φοιτητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και του Κολούμπια στα πλαίσια του Προγράμματος Θερινών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, από την Κα Μάτα Δόβα, Τακτική Καθηγήτρια Κλασικών και Μοντέρνων Ελληνικών Σπουδών. Η ποιητική συλλογή «η αφηρημένη ταχύτητα της ζωής» ήδη μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Ναταλία Μποτονάκη και θα εκδοθεί παράλληλα με την ελληνική έκδοση από τον οίκο «Ανώνυμο Βιβλίο».

Κριτικές για την ποίηση του Πέτρου Λυγίζου έχουν γράψει: η Μάτα Δόβα, ο Kevin Mc Grath, καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο Αλέξανδρος Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας και ο Θάνος Αγάθος, Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Πέτρος Λυγίζος έχει γράψει και πλήθος μελετών σχετικά με την αρχαία και τη νεοελληνική γραμματεία: «η Ανδρεία στην αρχαία Ελλάδα», εκδ. Νότιος Άνεμος, 2014, «Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», 2001, εκδ. Σαββάλας, «Η Διδακτική των φιλολογικών μαθημάτων», 2001, εκδ. Σαββάλας, κλπ. Γνωρίζει πολύ καλά Αγγλικά.

 

Read Full Post »

Τσιάκος Ανδρέας


 

Ο  Α ν δ ρ έ α ς  Τ σ ι ά κ ο ς  γεννήθηκε το 1979 στο Άργος. Έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές: Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος; (2007) και Ασκήσεις Αναπνοής (2011), από τις εκδόσεις ΧΑΡΑΜΑΔΑ.

 

Νέος Οδηγός

Α ν δ ρ έ α ς  Τ σ ι ά κ ο ς. Φωτογραφία Κατερίνα Σταματοπούλου.

Α ν δ ρ έ α ς Τ σ ι ά κ ο ς. Φωτογραφία Κατερίνα Σταματοπούλου.

Σπρώχνω το φορτηγό των ονείρων μου, στην μεγάλη ανηφόρα να το ανεβάσω θέλω, εκεί που γέρνει η πινακίδα προς τα κάτω, 0 χλμ., η μηχανή σβηστή, όχι τα φρένα λειτουργούν κανονικά άψογα μπορώ να πω έτοιμα να γδάρουν τα λάστιχα είναι, οι καθρέφτες είναι λίγο σπασμένοι αλλά εντάξει έχω συνηθίσει χωρίς να τους κοιτάζω, μια αντανάκλαση είναι όπως τα περισσότερα πράγματα στην ζωή, έλα μην στα λέω εγώ τώρα τα ξέρεις, κρεμάω πάνω τους τουλάχιστον ένα χαϊμαλί, μια φωτογραφία, όλα χρησιμεύουν και για άλλους σκοπούς και ομορφαίνω την καμπίνα μου, τα καθίσματα σχεδόν καινούρια, δεν  έχω καθίσει πότε στην θέση του οδηγού, ακυβέρνητο ήταν το φορτηγό μου και τα όνειρά μου στοιβαγμένα πίσω στην καρότσα ήταν, σαν ποιήματα στο συρτάρι ή σαν έπιπλα που τα μετακομίζεις από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι με το νάιλον τυλιγμένα, άθικτα, νέος οδηγός είμαι αν κατάλαβες, για χρόνια κοβόμουν στα σήματα, μπέρδευα τις πινακίδες, έλεγα προτεραιότητα αριστερά εκεί που έπρεπε να στρίψω δεξιά, γι’ αυτό με βλέπεις τώρα να σπρώχνω από μπροστά, να το ανεβάσω θέλω με την όπισθεν  και να το αφήσω να τρέξει στην κατηφόρα με ταχύτητα εθνικής οδού.

Τ ο   Γράμμα

Ασκήσεις Αναπνοής

Ασκήσεις Αναπνοής

Εδώ και κάμποσο καιρό, γράφω και ξαναγράφω ένα γράμμα που ο παραλήπτης είναι η μητέρα τον φόβων μου, προσπαθώ με δάκρυα και γέλια να της εξομολογηθώ την καθημερινή μου ζωή και να, ήρθε η ώρα, το πήρα απόφαση, θα της γράψω για τους δρόμους που δεν πέρασα, για κείνη την βροχή που δεν δρόσισε την αυλή των ματιών μου, θα της πω για τα όνειρα που μεγαλώνουν, που μεγαλώνουν και φωτίζουν το ταβάνι μου, για τις σκιές πέρα από τα παράθυρα που ’ναι στα κάγκελα αραγμένες και παίζουν σκάκι στα πλακάκια, θα της γράψω πώς τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που πάω να υπογράψω μια σύμβαση για δουλειά, πόσο αβέβαιος νιώθω από την στιγμή που έφυγες για το καινούριο σου λιμάνι, ότι τα σύννεφα πολλές φορές μοιάζουν σαν αληθινά, θα της γράψω ότι σ’ αυτόν τον τόπο που ζω ακόμα κι η θλίψη μου κλαίει, πως την νύχτα τα ρολόγια σταματούν το τικ τακ και ξεκινούν σαν μπάντα του δρόμου να παίζουν μουσική στο ρυθμό της καρδιάς μου, ναι επιτέλους πήρα το θάρρος να της γράψω, να της το ταχυδρομήσω αλλά φοβάμαι, πολύ το φοβάμαι,  πως το γράμμα θα έρθει σε μένα.

Από την ποιητική συλλογή: «Ασκήσεις Αναπνοής», εκδόσεις Χαραμάδα 2011

 

Φθινόπωρο

Στον Γ. Μαρκόπουλο

Τον έβλεπα τα καλοκαίρια
να πίνει κρασί απ’ τη μεγάλη κανάτα,
φορούσε για κοστούμι ένα τζάμι σπασμένο
κι είχε για συντροφιά του οστά από μια λέξη
πεινασμένη.
«Είναι κρίμα…, έλεγε,… να μοχθείς για ένα σπίτι με στέγη».
«Είναι κρίμα…, μονολογούσε,
να σε ζωγραφίζει ένα παγκόσμιο μάτι».
Τον έβλεπα την Άνοιξη να προσμένει
χορεύοντας με τη σκιά του,
χορό κυκλικό.
Δίπλα απ’ τα λουλούδια
και από τις σφαίρες πλάι
–την Κυριακή του Πάσχα—
να παίζει κουτσό με τον Θάνατο.
«Πρέπει να πεθάνουμε πρώτα…, φώναζε,
…για ν’ αναστηθούμε,
πρέπει πρώτα να πεθάνουμε…», φώναζε
κι όταν τον πήραν οι χειμώνες

Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;

Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;

 

 

Κρίση

Καμπυλωμένα φρύδια σκεπάζουν
υποτονικούς οφθαλμούς

Ο χορός έλαβε τέλος, εδώ
στη χώρα
του επιτραπέζιου καρναβαλιού.
Οι κριτές
– δείκτες που τρέμουν την ανυπαρξία-
παίζοντας ζάρια και καπνίζοντας
σαρκάζουν την πολυτέλεια της επιλογής.
Ιστορίες και μύθοι που μεταφέρονται
από στόμα σε στόμα η καθημερινή αλήθεια.
Καλοστημένες φωτογραφίες αρχείου
διαδέχονται η μία την άλλη
στο κολάζ της ουτοπικής μαλθακότητας.
Είναι η ψευδαίσθηση που μας
κάνει παρήγορους
ή
η τραμπάλα των άστρων
στα γιοφύρια της πλάνης;

Από την ποιητική συλλογή: «Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;» εκδόσεις Χαραμάδα 2007

Read Full Post »

Ελένη Νανοπούλου «η μνήμη των γυμνών λέξεων»


 

«Η μνήμη των γυμνών λέξεων» είναι ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Ελένης Νανοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δρόμων». Η Ελένη Νανοπούλου, σκηνογράφος – ενδυματολόγος γεννήθηκε στο Άργος και εργάζεται στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

 

η μνήμη των γυμνών λέξεων

 

Να ξεδιψάσω
ένα φθινόπωρο
χωρίς σώμα
χωρίς διάλειμμα

ετσι ν’ ακούς τις επιθυμίες
θα σε κοιτάζουν σπάζοντας
που κάποτε αγάπησες

 

Περιεχόμενα

Γιοί του Άγιου Νότου – Στο φως που καίει – Της ροδής παιδί
Πριν τη βροχή – Με τον τρόπο του νερού – Τα ωδικά ράμφη
Ίημα εκ των ήχων – Η βλάστηση των χειλιών – Ολόμαλλες λέξεις
Μη θαρρείς – Φευ – το ένδον ένδυμα δοτό
Αχλύς και Δαίμων – Στο πάνορμο σπίτι
Ολοσέλιδη γη – Εσπεριδοειδής – Ένας μίσχος υπέρ
Μάνα – Άλλη σελήνη – Η ορχήστρα των χεριών
Ως ψιλόβροχο – Διασταύρωση θάλασσας – Ανήμερα των επουρανίων
Μεγάλος ύπνος – Εξ’ αφορμής – Στη φτέρνα της βροχής
Τα λόγια των ανθρώπων – Κύματα – Κεράσια πουλιά
Πηγή πρώτη – Η γεύση της αγάπης – Τίποτε άλλο
Ψιθυρίζοντας – Σαν ξένη – Κικλήσκω «Λυσίκομο περιβολή»
Οι λέξεις διψούν τη νύχτα

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Δελή Υπατία (1886-1972)


 

Υπατία Δελή, 1930.

Η ποιήτρια Υπατία Δελή, σύζυγος του δημοσιογράφου και ποιητή Χρήστου Δελή, γεννήθηκε το 1886 στο Βαφεοχώριο (Μπογιατζίκιοϊ) του Βοσπόρου. Κόρη της Σμαράγδας και του Ιωάννη Αδαμαντιάδη, φιλολόγου – γυμνασιάρχη. Είχε τρεις αδελφούς, και μια αδελφή, τη λογοτέχνιδα Τατιάνα Σταύρου [1]. Τα αγόρια είχαν τελειώσει τη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Ο αδελφός της Αδαμάντιος μάλιστα ήταν από τους πρώτους στενογράφους της Βουλής των Ελλήνων. Η Υπατία σπούδασε δασκάλα στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και δίδαξε σε σχολεία των Δαρδανελίων, της Σαμψούντας και της Χαλκηδόνας.

Η Υπατία Δελή παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη το δημοσιογράφο Χρήστο Δελή και απέκτησαν μια κόρη, την Εύα (1921). Δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια Αδαμαντιάδη, μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η Υπατία Δελή εγκαταστάθηκε στη Νέα Κίο μαζί με το σύζυγό της, και την κόρη της κατά την ίδρυσή της, το 1927. Έζησε από κοντά τον αγώνα των προσφύγων να φτιάξουν μια νέα πατρίδα. Άρχισε μια καινούργια ζωή στον αργολικό κάμπο δίπλα στο σύζυγό της που πρωτοστατούσε στα κοινά της κοινότητας. Καθοριστικά δυσάρεστα γεγονότα επηρέασαν τη ζωή και το έργο της. Η καταστροφή του Μεταξουργείου που ίδρυσε ο Χρήστος Δελής, από τους Γερμανούς και κυρίως ο θάνατος της κόρης της, Εύας, το 1940, σημάδεψαν την προσωπικότητά της και γενικότερα τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα.

Υπατία & Χρήστος Δελής

Στην κόρη της Εύα και τον πρόωρο χαμό της είναι αφιερωμένη η μοναδική της ποιητική συλλογή «Μηνολόγιο» (1966), που περιλαμβάνει σκόρπια ποιήματά της δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής («Νέα Εστία», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Πνευματική Ζωή», «Τα Ηραία» κτλ.).  Επανέρχονται εδώ ημερομηνίες καθοριστικές απ’ τη ζωή της κόρης της, μνήμες απ’ το «κορίτσι με τα μεγάλα μάτια», πόνος, ερωτηματικά για το θάνατο και τη ζωή, υπαρξιακή αγωνία. Κείμενά της, ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, άρθρα βρίσκουμε ακόμα σε τοπικές εφημερίδες, «Αργοναυπλία», «Σύνταγμα» κτλ. Στο περιοδικό Νέα Εστία δημοσιεύτηκαν 45 κείμενά της, από το 1943 έως το 1987 (μια και διηγήματα ή άλλα άρθρα της Υπατίας Δελή έδινε για δημοσίευση η αδελφή της Τατιάνα Σταύρου, που έμενε μαζί της τον τελευταίο καιρό).

Ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος της Ν. Κίου. Ήξερε ξένες γλώσσες, Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, λίγα Ισπανικά, σπάνιο πράγμα για την εποχή αυτή στην επαρχία. Έκανε λογοτεχνικές μεταφράσεις, αλλά και σ’ αυτήν προσέτρεχαν για σχετική βοήθεια οι κάτοικοι της περιοχής. Έδινε διαλέξεις, μαζί με την αδελφή της Τατιάνα Σταύρου, στο Άργος και στο Ναύπλιο. Διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Λέγεται ότι χάρισε όλα τα βιβλία της στο Δημοτικό Σχολείο Ν. Κίου.

Διέθετε κοινωνική ευαισθησία. Παλιοί κάτοικοι της Κίου θυμούνται την Υπατία στο μπαλκόνι του σπιτιού της, που υπάρχει και σήμερα απέναντι στη Λεωφόρο Ελευθερίας, τα ξημερώματα να φωνάζει στους τσοπάνηδες να μην αφήνουν τα πρόβατα να τρώνε τα ευκάλυπτα, αφού τα δέντρα αυτά προστάτευαν τους κατοίκους από την ελονοσία. Τα χρόνια της Κατοχής μέσω των ποιημάτων της συμβουλεύει τους Κιώτες να μη λυγίσουν, να μείνουν περήφανοι και αξιοπρεπείς. Λέγεται ότι τη σέβονταν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθαν οι Άγγλοι στην Κίο, γύρω στο 47- 48, ήταν η μόνη που τους μίλησε. Είχε ζητήσει να μπει στην πλατεία ένα πανώ που έγραφε με τεράστια γράμματα «Welcome» για να το δουν τα αγγλικά αεροπλάνα. Ζήτησε από τους Άγγλους να κάνουν κάτι για να αντιμετωπιστεί στην Κίο το πρόβλημα με τα κουνούπια και την ελονοσία. Αυτοί την άκουσαν, ψέκασαν κάθε σπίτι ξεχωριστά με ειδικό φάρμακο. Από τότε λέγεται ότι καταπολεμήθηκε η ελονοσία στην Κίο.

Τατιάνα Σταύρου

Μετά τον πόλεμο γράφει «Ανοιχτή Επιστολή προς τους απανταχού της Γης επιστήμονες» εκφράζοντας την ανησυχία της για την ανεξέλεγκτη τεχνολογική ανάπτυξη και την αλαζονεία του ανθρώπου της εποχής. Προλέγει την καταστροφή. Κάτοικοι της Κίου τη θυμούνται να ακούει κλασική μουσική και να διαβάζει. Μετά το θάνατο του συζύγου της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στο σπίτι της αδελφής της Τατιάνας Σταύρου κοντά στον Ευαγγελισμό. Πέθανε στη Ν. Κίο το 1972. «Υπατία Δελή» προτάθηκε να ονομαστεί το Γυμνάσιο Ν. Κίου το 2008, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο για την ονοματοδοσία των σχολείων.

 

 

Υποσημείωση 


 [1] Η Τατιάνα Σταύρου γεννήθηκε στην Πόλη στα 1899. Το 1924 εγκαταστάθηκε στην Καστέλλα του Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στην Υπηρεσία Πρόνοιας των Στρατευομένων. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1958), μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με βραβεία από την Ακαδημία Αθηνών, την Εστία Νέας Σμύρνης, το Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών με κρατικά βραβεία.

Εντάσσεται στη λεγόμενη γενιά του 30. Το έργο της επικεντρώνεται στις περιπέτειες του Ελληνισμού από τον πόλεμο του 1897 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Δημοσίευσε άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις, ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, έγραψε συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Αθήνα το 1990. Ο Νίκος και η Σμαράγδα Αδαμαντιάδη, ανήψια της Τατιάνας Σταύρου και της Υπατίας Δελή, παιδιά του Χρήστου Αδαμαντιάδη, αδελφού τους, είναι αθλοθέτες σήμερα σε τιμητικό βραβείο στη μνήμη της Τατιάνας Σταύρου. Ο διαγωνισμός (ο 55ος το 2010) απευθύνεται σε συγγραφείς που προωθούν τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους και προκηρύσσεται από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Σύμφωνα με την προκήρυξη, «τα έργα πρέπει να είναι λογοτεχνικά, προσεγμένα στη γλώσσα, να εμπνέουν αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή και να κινούνται μέσα στην ελληνική πραγματικότητα».

 

Βιβλιογραφία


  • Λουκάς Σταθακόπουλος – Γιάννης Γκίκας, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος και Κορινθίας 1798-1957», Αθήνα 1958.
  • Πάνος Λιαλιάτσης, «Η Αργολική Λογοτεχνία 1830-1993», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου « Ο Παλαμήδης».
  • Εφημερίδες, Αργοναυπλία, περ. «Τα Ηραία», Περ. «Νέα Εστία», «Αργειακόν Ημερολόγιον».
  • Παναγιώτης Δημ. Καραθανάσης, «Μικρασιάτες Λόγιοι και Συγγραφείς, Από το 10° αι. μ.Χ. ως το 1922», Μάιος 2008.

Μαρτυρίες

  • τ. Δημάρχου Νέας Κίου Γεωργίου Μανινή.
  • Ειρήνης Εσκιόγλου – Λαμπροπούλου.
  • Διαμαντή Ταράτσα – Βοναπάρτη.

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Δελής Χρήστος (1887-1960)


 

Χρήστος Δελής

Ο δημοσιογράφος και ποιητής  Χρήστος Δελής γεννήθηκε στη Κίο της Μικράς Ασίας το 1887. Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Κίο και το Ελληνικό – Γαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε σε σχολεία της Κωσταντινούπολης γράφοντας υπέρ της δημοτικής γλώσσας σε μια εποχή και σε μια περιοχή κυριαρχίας του λογιοτατισμού. Αγωνίστηκε για να μη στρατεύονται οι Έλληνες της Τουρκίας στα φοβερά τάγματα εργασίας. Παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Υπατία Αδαμαντιάδη και απέκτησαν μια κόρη, την Εύα (1921), η οποία έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 1940, σε ηλικία 19 ετών.      

Το πρώτο του βιβλίο «Τα Χουχλίδια», ποιήματα και διηγήματα, το εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1908. Το 1910 κυκλοφορεί το εβδομαδιαίο σατυρικό περιοδικό «Άνω Κάτω». Εκδίδει ακόμα τα «Φιλολογικό Πάσχα» και το Ημερολόγιο «Περίδρομος». Το 1919 εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο του «Ηρωικά διηγήματα του Ταβάν Ταμπουρού». Έγραψε ποιήματα λυρικά και σατυρικά.

Ημερολόγιο «Περίδρομος», 1915.

Όταν, μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκε στη νέα του πατρίδα, τη Νέα Κίο, συνέχιζε να γράφει σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά («Τα Ηραία», του Άργους) σατιρίζοντας την κοινωνική ζωή της Αργολίδας. Υπέγραφε με το όνομα «Τρελός» (η σημασία του «Δελής» στα τούρκικα). Τα σατιρικά του ποιήματα έκρυβαν «πίκρα για την καταστροφή του ‘22, το χαμό της κόρης του Εύας,» (Λιαλιάτσης) την πνευματική φτώχεια του αργείτικου κάμπου.

Πρωτοστάτησε στις ενέργειες για την ίδρυση της Νέας Κίου ως πρόεδρος Επιτροπής που είχε δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό το 1925. Ίδρυσε Μεταξουργείο, συνεχίζοντας την παράδοση της Κίου της Μ. Ασίας. Μουριές φυτεύτηκαν στους δρόμους της Ν. Κίου και στα σπίτια διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για την επεξεργασία των κουκουλιών. Το μετάξι διοχετευόταν στη βιομηχανία υφασμάτων Ναθαναήλ. Το 1932 μάλιστα το μετάξι αυτό πήρε το πρώτο βραβείο στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το Μεταξουργείο καταστράφηκε από τους  Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής. Υπήρξε για δύο δεκαετίες πρόεδρος της κοινότητας της Νέας Κίου. Απεβίωσε το 1960. Οι τοπικές εφημερίδες μίλησαν εγκωμιαστικά για την πνευματική και κοινωνική προσφορά του, τόσο στη Νέα Κίο, όσο και γενικότερα στην Αργολίδα.  

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Λιαλιάτσης Πάνος


 

Πάνος Λιαλιάτσης

Πάνος Λιαλιάτσης

Ο Πάνος Λιαλιάτσης γεννήθηκε στην Ασίνη το 1936. Περάτωσε το γυμνάσιο Ναυπλίου το 1955 και πέτυχε στη Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γράφτηκε στην πρώτη, την οποία περάτωσε το 1961 ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. Παράλληλα, παρακολου­θούσε τα μαθήματα της Φιλοσοφικής. Πέτυχε στις εξετάσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης το 1962 και εργάστηκε ως επιμελητής ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου από το 1962 μέχρι το 1972, που προσλήφθηκε στην επαγγελματι­κή εκπαίδευση (Δημόσια κατωτέρα τεχνική σχολή Άργους και τεχνικό και επαγγελματικό λύκειο Ναυπλίου). Το 1992 συνταξιοδοτήθηκε από τη μέση Εκπαίδευση. Το 1963 πήρε υποτροφία της Καθολικής Εκ­κλησίας και παρακολούθησε μαθήματα Βυζα­ντινής Φιλολογίας στο Καθολικό Ινστιτούτο, στο Παρίσι και στη Σορβόννη, τα οποία διέκοψε λόγω ασθενείας.

Ως μαθητής γυμνασίου δημοσίευσε ποιήμα­τα (1952-1955) στην εφημερίδα του Ναυπλίου «Σύνταγμα» και σε άλλες εφημερίδες του Ναυ­πλίου και του Άργους. Τα πρωτόλεια του Πάνου Λιαλιάτση δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Σπίτι του παιδιού» που διηύθυνε ο δημοσιογράφος Άγγελος Μεταξάς την περίοδο εκείνη. Ως φοιτητής δημοσίευσε ποιήματα στη «Φι­λολογική Βραδυνή» που διηύθυνε ο Μπάμπης Κλάρας.

Εμφανίστηκε επίσημα στα Γράμματα το 1965 με την ποιητική συλλογή «Ο Φράχτης» που απέσπασε ενθαρρυντικές κριτικές. Το 1985 δημοσίευσε τον «Κύ­κλο της αγρύπνιας» και το 1991 τη «Χαρμολύπη», που απέσπασε το βραβείο ποίησης της Ελληνι­κής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Τέλος, το 1995 δημοσίευσε την ολιγοσέλιδη συλλογή «Της Ογδόης ημέρας» με ποιήματα φιλοκαλικά.

Δοκίμια του Πάνου Λιαλιάτση δημοσιεύθηκαν στον τοπικό Τύπο (1962-2014) στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», στη «Νέα Εστία», στην «Επο­πτεία», στη «Σύναξη» και σε άλλα λογοτεχνικά φύλλα. Ο Πάνος Λιαλιάτσης εξέδωσε το 1972 τον «Πιπιά» του Αντ. Λεκόπουλου – Αναπλιώτη, την «Αργολική Λογοτεχνία 1830 – 1993» (1994) και άλλες ελάσσονες μελέτες: Το κάψιμο του Ιού­δα, Η Ασίνη ως ποιητικό σύμβολο

Άλλα έργα του είναι η «Ναυπλιακή Ανθολογία» (1969), το «Ναύπλιο» (τουριστικός οδηγός), κ.ά. Μετέφρασε από τα Γαλλικά το βιβλίο του Et. Trocmé «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν» και του Jean Danielou «Αγία Γραφή και Λειτουργία» και άλλα δοκίμια.

Το 2002 εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Ελλέβορος», «Τα Ποιήματα 1965- 1995», τα οποία το 2014 επανεκδόθηκαν με την προσθήκη δύο ποιημάτων και με τον νέο τίτλο «Λυρικό Ημερολόγιο» από τις εκδόσεις της «Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού».

 

H ποίηση και ο μυστικισμός


 

 

Το άρθρο που παραθέτουμε γράφτηκε από τον Henri Tonnet, διδάκτορα της Κλασικής Φιλολογίας  και Nέας Ελληνικής Φιλολογίας, στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 3/6/2003.

 

Πάνος Λιαλιάτσης: «Tα ποιήματα 1965-1995». Eκδόσεις «Eλλέβορος», Άργος, 2002.

 

Με τη συλλογή «Tα ποιήματα» που συγκεντρώνει τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε από το 1965, ο Πάνος Λιαλιάτσης μάς δίνει την ευκαιρία να ακολουθήσουμε την πνευματική και ποιητική του πορεία επί 30 χρόνια και να αξιολογήσουμε συνοπτικά την πρωτοτυπία της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα.

Επειδή τα ποιήματα αυτά αποτελούν το έργο μιας ολόκληρης ζωής, ο αναγνώστης αναρωτιέται αν υπήρξε σημαντική η εξέλιξη της θεματικής και της τεχνοτροπίας του ποιητή κατά το χρονικό διάστημα αυτό. Για να απαντήσουμε πρέπει να κάνουμε μια πρώτη επισήμανση. Όταν ο Λιαλιάτσης δημοσιεύει την πρώτη συλλογή του είναι 29 χρόνων. Προφανώς είχε ήδη φτάσει στην ποιητική του ωριμότητα. Ως προς την ενδεχόμενη εξέλιξή του θα έλεγα πως δεν φαίνεται πουθενά καμία ριζική αλλαγή στη θεματική ή στην τεχνοτροπία.

Διακρίνουμε όμως στο έργο δυο τάσεις που δεν ολοκληρώνονται ποτέ πλήρως. H πρώτη είναι μια τάση σε μια όλο και μεγαλύτερη συντομία και η δεύτερη, η οποία φαίνεται καθαρά στις τελευταίες συλλογές των «Ποιημάτων», στο «Bραχύ Mοναχολόγιο» και στη «Xαρμολύπη», είναι μια αφηγηματική τάση που εκδηλώνεται σε ανέκδοτα για φανταστικές φυσιογνωμίες κληρικών.

Eπίδραση δύο μεγάλων

Ίσως κάνω λάθος, αλλά αυτές οι δύο τάσεις μπορούν να οφείλονται εν μέρει στην επίδραση δυο μεγάλων ποιητών των νεοελληνικών γραμμάτων, του Σεφέρη και του Καβάφη. Βέβαια ο ποιητής, που γεννήθηκε στην Ασίνη, δείχνει περισσότερο επηρεασμένος, στη μορφή των ποιημάτων του, από τον ποιητή του «Βασιλιά της Ασίνης».

Στον Σεφέρη, ο Λιαλιάτσης μου φαίνεται να οφείλει την καθαρή –μερικές φορές κρυστάλλινη– ποίηση που διαποτίζει τα έργα του και την προτίμηση για τη συντομία· αυτή η τάση φτάνει στο αποκορύφωμά της στα ολιγόστιχα ποιήματα του «Λογισμοί λανθάνοντες και δάκνοντες».

Aυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο Λιαλιάτσης θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Σεφέρη· στους «Ανωνύμους της Ασίνης» αφήνει να διαφαίνεται μάλιστα κάποια ενόχληση μπροστά στις βεβαιότητες του Σεφέρη. Αντίθετα η ειρωνική αφήγηση ανεκδότων για μοναχούς ή ιεράρχες, όποια και να είναι η πραγματική προέλευση αυτής της διάθεσης, μου θυμίζει τον τόνο ορισμένων ποιημάτων του Αλεξανδρινού ποιητή.

Kατά τη γνώμη μου, μια μορφή καβαφισμού είναι αισθητή στη δομή του ποιήματος «Eλένη». Παρ’ όλες τις ενδεχόμενες επιδράσεις που δέχτηκε, η ποιητική φωνή του Π. Λιαλιάτση είναι απόλυτα ειλικρινής και πρωτότυπη, αναλλοίωτη από τον «Φράχτη» ως την «Όγδοη ημέρα».

Σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία αυτής της φωνής; Θα ήταν ριψοκίνδυνο να προτείνω εδώ μια οριστική απάντηση. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αντλεί πολλά θεματικά και μορφικά στοιχεία από την Iερά Γραφή, τους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας και τη «Φιλοκαλία». O ικανός αναγνώστης, για να διατυπώσει μια εμπεριστατωμένη γνώμη, θα έπρεπε να ξέρει καλά αυτά τα έργα. Αφού αποκλείεται να επιδοθώ σε μια έστω και πρόχειρη «διακειμενική» ανάγνωση του έργου του Π. Λιαλιάτση, θα περιοριστώ στην υποκειμενική και αναγκαστικά επιφανειακή προσέγγιση ενός απλού αναγνώστη. 

Tο πρώτο που μου κάνει εντύπωση είναι η συνύπαρξη στο έργο του Λιαλιάτση φαινομενικά αντιφατικών στοιχείων. O ποιητής παραδέχεται και χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τη γοητεία της ελληνικής γλώσσας και συγχρόνως ελέγχει αυστηρά τη λεκτική πλημμύρα που απειλεί τους λάτρεις αυτής της καθαυτού ποιητικής γλώσσας. Eλευθερώνει τον στίχο από τη ρίμα και τα παραδοσιακά μέτρα, αλλά δίνει σε κάθε ποίημα τον δικό του ρυθμό. Εστιάζει την προσοχή του σε συγκεκριμένες στιγμές (στιγμιότυπα) της πνευματικής ζωής και ταυτόχρονα διηγείται μικρές ιστορίες, που αν τις διαβάσουμε στη συνέχεια, αποτελούν το «μυθιστόρημα μιας ψυχής»(βλ. το ποίημα «Εωσφόρος» και άλλα).

Όλες αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις προέρχονται, νομίζω, από τη φύση της χριστιανικής ποίησης που καλλιεργείται από τον Λιαλιάτση. Πολιτισμικά ο χριστιανισμός βρίσκεται στο σταυροδρόμι διάφορων γλωσσών και παραδόσεων. Αυτό φαίνεται στην ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιείται από τον Λιαλιάτση. Βέβαια η ελληνική παράδοση υπερισχύει παντού, όχι μόνο ως κληρονομιά του εξελληνισμένου πρώτου χριστιανισμού, αλλά και ως συνδυασμός χριστιανισμού και ειδωλολατρίας. Mερικές φορές, στο λεξιλόγιο της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποιείται συχνά, ακούγονται και μακρινοί απόηχοι της σημιτικής γλώσσας που μιλούσε ο Iησούς. Oι υπερευαίσθητες κεραίες του ποιητή πιάνουν και την ειδική γοητεία λέξεων όπως Xερουβείμ, Pαάβ, Iεριχώ, Xαναάν, Ραβουνί. O Λιαλιάτσης μιμείται με ευχαρίστηση το βιβλικό ύφος και υιοθετεί την εβραϊκή σύνταξη των O΄: «Kαι εγένετο πάλι χάος/επί του προσώπου της γης».

Ένας χριστιανός ποιητής μπορεί να μας παρουσιάσει τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής και της συνοδοιπορίας μας με τον Εσταυρωμένο ή τις πολύπλευρες κοινωνικές και πολιτικές εφαρμογές του ευαγγελικού μηνύματος κοκ. O Λιαλιάτσης είναι μόνο ο ποιητής του μυστικισμού. Aυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοτυπία και η μοναδική αξία του. Δεν ικανοποιείται με τις κοσμικές πλευρές του χριστιανισμού. Πάει αμέσως στην ουσία –και στα πιο δύσκολα και τα πιο απαιτητικά στοιχεία της χριστιανικής ζωής– στην προσωπική «ερωτική» σχέση του πιστού με τον Θεό του. Με αυτήν την προοπτική τίθεται πρώτα πρώτα το πρόβλημα της νομιμότητας της ποίησης ως μέσου επικοινωνίας με τον Θεό.

Oι απαντήσεις του ποιητή σ’ αυτό το ερώτημα ποικίλλουν. Mια φορά, απαντώντας στην ειρωνική παρατήρηση ενός μοναχού, ο ποιητής ισχυρίζεται πως η ποίηση «είναι η μονακριβή του Θεού». Aλλού, όμως, διαπιστώνει την κατωτερότητα του ποιητικού λόγου μπροστά στην άμεση μυστική επαφή με τον Θεό. H ποίηση γεννιέται από την αποτυχία του μυστικού εγχειρήματος. «H σιωπή μου σ’ έστεψε ποιητή», λέει ο Θεός. Αντίθετα, όταν επιτέλους επιτευχθεί η μυστική έκσταση, η ποίηση με τις απλές ανθρώπινες λέξεις της δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα: «Tώρα βουλιάζουν οι λέξεις (…) βλέπω εσένα». Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή προσευχής· αλλά αυτή η εντρύφηση στις λέξεις έχει κάτι φιλάρεσκο και κοσμικό, που μπορεί να δυσαρεστήσει τον Θεό: «O Iησούς δεν διαβάζει τους στίχους μου», παραπονιέται ο ποιητής.

Eσωτερικό δράμα

 

Aυτές οι πρώτες παρατηρήσεις μας επιτρέπουν, νομίζω, να καταλάβουμε το εσωτερικό δράμα που είναι το κύριο θέμα της ποίησης του Λιαλιάτση. H ποίησή του κινείται στον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στην απιστία και τη χαρούμενη και ανείπωτη συνάντηση με τον Θεό. Aκόμη και η αμφιβολία επιτρέπει κάποια επαφή με το θείον ή με την Aγάπη. Έτσι κάθε ποίημα είναι και μια καινούργια περιπέτεια της ψυχής στην αναζήτηση του Θεού. O ποιητής δεν παρουσιάζει αφηρημένα ή φιλοσοφικά τα εμπόδια που εμφανίζονται στον δρόμο του προς τον Θεό.

Γι’ αυτόν αυτά τα εμπόδια αποτελούν κάτι συγκεκριμένο, τον Φράχτη – που δίνει τον τίτλο στην πρώτη συλλογή του βιβλίου. H ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την υπέρβαση αυτού του εμποδίου. Yπάρχει όμως μια ανθρώπινη εμπειρία που δίνει την εντύπωση –την ψευδαίσθηση;– μιας απόλυτης ένωσης με τον Άλλο, ο Έρωτας. Έτσι στη διαλεκτική της ποίησης του Π.Λ., δίπλα στην Aγάπη και τη Σιωπή, υπάρχει και η Γυναίκα. Σ’ αυτή τη μυστική οικονομία η Γυναίκα είναι μια αμφίσημη έννοια. Aνάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να μας βοηθάει να πλησιάσουμε τον Θεό ή, σαν μια σαγηνεύτρια Eλένη, να μας απομακρύνει απ’ Aυτόν.

 

Πόρτες στην ομορφιά

Aλλ’ ίσως δεν είναι απαραίτητο να έχουμε εμβαθύνει στην ποιητική θεολογία ή τη θεολογική ποίηση του Λιαλιάτση για να απολαμβάνουμε τα ποιήματά του. Aρκεί να μας αρέσουν οι ωραίοι στίχοι. Διαβάζοντας τον ποιητή μπορούμε να κάνουμε μια πλούσια συγκομιδή αρμονικών στίχων που θέλγουν τα αυτιά μας και μας ανοίγουν τις πόρτες ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς.

 

Read Full Post »

Older Posts »