Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πολιτικοί’

Αντωνιάδης Εμμανουήλ (1791-1863)


 

  

Εμμανουήλ Αντωνιάδης

Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης [1] – αγωνιστής του ’21, δημοσιογράφος, μαχητής της ελευθεροτυπίας, τυπογράφος και πολιτικός -γεννήθηκε στη Χαλέπα της Κρήτης το 1791 και πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του  1863. Το 1814 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μέλος εκ των πρώτων της Φιλικής Εταιρείας «κατελίμπανε συνεχώς τας υποθέσεις αυτού, ίνα απελλών συσκεφθή μετ΄ άλλων εταίρων τα περί του μεγάλου αγώνος» [2].

Καταδιωχθείς υπό των τουρκικών αρχών λίγο προ της καθόδου του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, μπόρεσε να  δραπετεύσει στην Οδησσό και από εκεί μέσω Βιέννης και Τεργέστης ήλθε  στην Ελλάδα την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς (23 Σεπτ. 1821). Στη συνεχεία μετέβη στην επαναστατημένη Κρήτη, όπου υπηρέτησε ως Γραμματεύς του Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και ακολούθως υπό τον Εμμανουήλ Τομπάζη.

Διετέλεσε Πληρεξούσιος Κρήτης στις εθνικές συνελεύσεις και μετείχε στην επιτυχή εναντίον του Ιμπραήμ άμυνα στους Μύλους του Ναυπλίου και  στην εκστρατεία της Γραμβούσας υπό τον Δημήτριο Καλλέργη.

Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος εξέ­δωσε δύο εφημερίδες την Ηώ (Ναύπλιο, 1830- 1831) και την Αθηνάν (1832-1863) και το περιοδικό Ηώς (1836-1837) σε συνεργασία με τον Ιωάννη Νικολαΐδη, από την Λειβαδιά. Ακόμη, είχε τη διεύθυνση της έκδοσης του περιο­δικού Ερανιστής (1840, 1842-1843), το οποίο εκδιδόταν από τους Φίλιππο Ιωάννου, Γ. Βέλλιο, Κωνστ. Παπαρρηγόπουλο, Περ. Αργυρόπουλο κ.ά.

Για το τυπογραφείο του Εμμανουήλ Αντωνιάδη πρέπει να σημειωθεί ή παρουσία του σ’ αυτό, ως συνεργάτη, του Κ. Δημίδη (1830-1833) και ή επιτόπου κατασκευή – χύτευση στοιχείων από τον ίδιο τον Αντωνιάδη, πού προξενούσε ζωηρή εντύπωση στους κατοίκους του Ναυπλίου. Το τυπογραφείο Αντωνιάδη τύπωσε δέκα περίπου βιβλία ιστορικά, σχολικά και λογοτεχνικά.  Τα περισσότερα από τα τυπογραφεία του Ναυπλίου θα μεταφερθούν από το 1834 στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα.

Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ιδέες του Κοραή τον οποίο θαύμαζε. Χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στην εφη­μερίδα του τον σατιρικό διάλογο ή τον αλληγορικό μύθο, για να ασκή­σει κριτική ή να νουθετήσει. Είχε απόλυτη πίστη στην αποστολή και τη δύναμη του τύπου. Έμμονή του ιδέα ήταν η οργάνωση της εκπαίδευσης και η διάδοση της παιδείας σε όλες τας τάξεις του λαού. Ενδιαφερόταν επίσης για την καλλιέργεια της γης.

Ο φιλελευθερισμός του έφερε τον Αντωνιάδη στην αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια μερίδα. Η κριτική του όμως από το βήμα της Ηούς ήταν μετριοπαθής και με απόλυτο σεβασμό στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Η αντιπολιτευτική στάση του, του στοίχισε, μετά την δημοσίευση του υπ’ άρ. 7-8 φύλλου της Ηούς, στο ο­ποίο χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για την μη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης, την στάση των Γραμματέων της Κυβέρνησης και την πολιτεία της δικαστικής εξουσίας, την καταδίκη του από το Πρωτόκλητο δικαστήριο Αργολίδας «ως  στασιαστού και ανατροπέως των καθεστώτων». Μετά την αθώωσή του από το Έκκλητο δικαστήριο Τριπολιτσάς, ο Αντωνιάδης κατάφυγε στα Μέγαρα, όπου άρχισε την έκδοση νέας εφημερί­δος της Αθηνάς, αντιπολιτευόμενος τον Αυγουστίνο  Καποδίστρια και εν συνε­χεία την Αντιβασιλεία.

Ο Ν. Δραγούμης υπογραμμίζει τα εξής [3], αναφερόμενος στις φιλελεύθερες αρχές και την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του Αντωνιάδη: …εγκολπωθείς  από του 1831 πολιτικάς  τινας  αρχάς, ενέμεινεν αυταίς μέχρι τέλους διό και ευκόλως  θα επορίζετο ο αναγνώστης  το συμπέρασμα ότι και  το αίμα του  θα έχεεν, ίνα σώση τας συνταγματικάς ελευθερίας. Θέλων δε να τηρήση ακεραίαν, ως έλεγε, την ανεξαρτησίαν του χαρακτήρος αυτού, ου­δέποτε συνήνεσε να δεχθή έμμισθον θέσιν. Και ότε επί βασιλείας Όθωνος προσηνέχθη αυτώ κατά πρώτον μεν αξίωμα συμβούλου επικρατείας, είτα δε, τω 1844, γερουσιαστού, απέβαλε και τούτο και εκείνο… Εν τούτοις, αρνήθηκε να λάβει μέρος στην συνωμοσία η οποία κατέληξε στην επανάσταση της τρίτης Σεπτεμβρίου 1843 για την διεκδίκηση συντάγματος.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βιογραφία τούτου βλ. εις Σ. Αντωνιάδη, Εμμανουήλ Αντωνιάδης.

[2] Βλ. Νεκρολογία Εμμ. Αντωνιάδου υπό Ν. Δραγούμη ειςΣ. Αντωνιάδη, Εμμ. Αντωνιάδης.

[3] Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις (Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, έκδ. Ερμής), τ. Α’, Αθήναι 1973, σ. 239.

 

Πηγή


 

  • Ελένη Δ. Μπελιά δ.Φ., «Η ¨Ηώς¨ και η ¨Αθηνά ¨ του Ναυπλίου», Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 4-6 Δεκεμβρίου 1976), Πελοποννησιακά, Περιοδικόν της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Εν Αθήναις, 1979.  

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Μια έκθεση «γιορτάζει», ένα σπίτι καταρρέει – Η οικία του Χαρίλαου Τρικούπη στο Άργος σε αντίφαση με το αφιέρωμα της Βουλής


  

Με μια σημαντική έκθεση η Βουλή των Ελλήνων τιμά τον Χαρίλαο Τρικούπη αναδεικνύοντας το έργο του οραματιστή πολιτικού που ταυτίστηκε με την λέξη «εκσυγχρονισμός». Το αρχείο, η βιβλιοθήκη, ιστορικά κειμήλια, προσωπογραφίες, αντικείμενα της οικογενείας Τρικούπη, καθώς και έντυπο υλικό, αλλά και φωτογραφικά τεκμήρια από τις συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής, περιλαμβάνονται στην έκθεση «Χαρίλαος Τρικούπης: έκθεση ιστορικών κειμηλίων της οικογένειας Τρικούπη» στη Βουλή των Ελλήνων.

 

Η αίθουσα της Βουλής των Ελλήνων που φιλοξενεί την έκθεση. (Φωτ. Αλέξανδρος Φιλιππίδης, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Καθημερινή)

Υπάρχει ένας περισσότερο κι ένας λιγότερο προφανής λόγος για να μας απασχολεί σήμερα ο Χαρίλαος Τρικούπης. Η δραματική κατάληξη του πρώτου σοβαρού εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος στη νεότερη ιστορία της χώρας με την πτώχευση του 1893 δημιουργεί αναπόφευκτους συνειρμούς. Μπορεί οι συνθήκες, έναν αιώνα και 19 χρόνια μετά, να μην επιτρέπουν απευθείας συγκρίσεις, ωστόσο ο πειρασμός είναι μεγάλος. Αλλά ποιος ο λόγος να καταφεύγεις σε θεωρητικές ακροβασίες, όταν η πραγματικότητα μας τα προσφέρει όλα στο πιάτο;

Το σπίτι των Τρικούπηδων στο Άργος, εκεί που πιθανότατα γεννήθηκε και (αποδεδειγμένα) έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο άνθρωπος ο οποίος σφράγισε τα πολιτικά μας πράγματα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, κινδυνεύει με αφανισμό. Τμήμα του ανατολικού εξώστη έχει καταρρεύσει ήδη από το 2003 και σήμερα στη διώροφη ερειπωμένη κατοικία βρίσκουν καταφύγιο τοξικομανείς και άστεγοι αλλοδαποί.

Την ίδια στιγμή, η Βουλή των Ελλήνων γιορτάζει τον εμβληματικό Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1896) με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση ιστορικών κειμηλίων της οικογένειας Τρικούπη.

Το αρχείο, η βιβλιοθήκη, ιστορικά κειμήλια, προσωπογραφίες, προσωπικά και οικογενειακά αντικείμενα που παρουσιάζονται είναι δωρεά της Rita Frei-Τρικούπη, χήρας του Κωνσταντίνου Σπ. Τρικούπη, το 2010, προς τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Έντυπο υλικό, φυλλάδια, βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, φωτογραφικά τεκμήρια από τις συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής υποστηρίζουν και συμπληρώνουν την έκθεση που έχει ελάχιστα προβληθεί αν και «τρέχει» από τον περασμένο Μάρτιο (θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2012).

 

Απαγόρευση

  

Η μειωμένη προβολή της οφείλεται στην απαγόρευση μεμονωμένων επισκέψεων σε εκθέσεις της Βουλής των Ελλήνων για λόγους ασφαλείας. Η έκθεση, δηλαδή, είναι «κλειστή» και μπορεί να τη δει κανείς μόνο αν είναι μαθητής ή μέλος μιας ομαδικής επίσκεψης. Η άρθρωση της έκθεσης κινείται σε δύο παράλληλους άξονες, ανάμεσα, δηλαδή, στα προσωπικά κειμήλια και στα τεκμήρια της πολιτικής δραστηριότητας των δύο μεγάλων ανδρών της ελληνικής ιστορίας του 19ου αιώνα.

 

Βιτρίνα της έκθεσης όπου δεσπόζει το πορτρέτο του Χαρίλαου Τρικούπη φιλοτεχνημένο από τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα. (Φωτ. Αλέξανδρος Φιλιππίδης, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Καθημερινή)

 

Αν πάντως δεν έχετε την ευκαιρία να δείτε την έκθεση, όλα τα αντικείμενα της δωρεάς θα φυλάσσονται στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη στην οδό Ανθίμου Γαζή, αφού πρώτα ολοκληρωθούν οι εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου. Εκεί προβλέπεται αίθουσα Τρικούπη και μια μόνιμη έκθεση.

Πλην της Βιβλιοθήκης της Βουλής, άλλοι σημαντικοί οργανωμένοι πυρήνες αρχειακού υλικού περί τον Χαρίλαο Τρικούπη διασώζονται στον Δήμο Μεσολογγίου, στο ΕΛΙΑ και στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο.

 

Οικία Τρικούπη στο Άργος

  

Η αντίφαση ως σπαρταριστή εισαγωγή στο «ελληνικό πρόβλημα»: εντός του εθνικού Κοινοβουλίου η έκθεση, καλοσχεδιασμένη, πυκνή, πλούσια, «πανηγυρικού» χαρακτήρα (καλλιτεχνικός σχεδιασμός: Γιάννης Μετζικώφ) και την ίδια στιγμή 120 χιλιόμετρα νοτιότερα ένα από τα πρώτα μετεπαναστατικά κτίρια της ελεύθερης Ελλάδας, αφημένο στην τύχη του, αν και αποτελεί κρατική περιουσία: από το 1985 περνάει στην ιδιοκτησία της Αγροτικής Τράπεζας που προτίθεται να εγκαταστήσει εκεί το υποκατάστημά της στο Άργος. Μια πρόθεση που έμελλε να μείνει στα χαρτιά.

Το σπίτι χτίστηκε το 1829 με σχέδια του Αυστριακού προξένου Γκρόπιους από τον τέκτονα Κομνηνό Τήνιο, καλύπτοντας μέρος του οθωμανικού μεντρεσέ. Πρόκειται για ένα από τα δύο κτίρια που κατασκεύασε ο Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873), λόγιος, πολιτικός και πατέρας του Χαρίλαου, με την πώληση των οικοπέδων στο Ηραίον του Άργους που του είχαν δοθεί ως αποζημίωση για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση.

  

Νεότερη εκδοχή

  

Βιογραφία Χαρίλαου Τρικούπη (Φυλλάδιο 1892)

Ενώ στην ιστοριογραφία έχει περάσει το Ναύπλιο ως τόπος γέννησης* του Χαρίλαου Τρικούπη, τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος το Άργος. Στους θερμούς υποστηρικτές της νεότερης εκδοχής ο Βασίλης Κ. Δωροβίνης, ο οποίος αρθρογραφεί υπέρ του Άργους από τις σελίδες του περιοδικού «Αρχαιολογία & Τέχνες» (1997).

«Kατά τον Σπυρόπουλο», σημειώνει ο κ. Δωροβίνης, «ο Σπυρίδων Τρικούπης έφτασε στο Ναύπλιο το 1824 και αγόρασε από την τότε Κυβέρνηση γαίες στο χωριό Αβδήμπεη, τις οποίες το 1826-30 μεταπώλησε σε τρεις επιφανείς Ναυπλιώτες. Με το χρηματικό ποσό που έλαβε μπόρεσε να χτίσει τα σπίτια του Άργους και του Ναυπλίου.

Το 1830, λέει κατηγορηματικά ο Σωτηρόπουλος, αποκρούοντας ρητά το 1832, γεννήθηκε ο Χαρίλαος, μόλις είχε ολοκληρωθεί το σπίτι στο Άργος. Στο Άργος κατοικούσαν πολλοί Έλληνες αντικαποδιστριακοί όπως ο Μαυροκορδάτος, ο Νέγρης και ο Πολυζωίδης που συναντώνταν στο νεόκτιστο σπίτι για διαβουλεύσεις.

Ο Σπ. Τρικούπης πώλησε το σπίτι το 1847 στον Π. Α. Κυπαρίσση. Από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1940 η τοπική μνήμη διατηρεί ζωηρά την ονομασία του σπιτιού ως “οικίας Τρικούπη” και συγκεκριμένη απήχησή της συναντάμε στον τοπικό Τύπο, ως απλή αναφορά ή σε ειδικά άρθρα με μνεία παλαιών κτιρίων του Άργους. Με τις ανακατατάξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου η ονομασία αυτή εξαφανίζεται και το σπίτι αποκτά το “κατασκευασμένο” όνομα των τελευταίων του ιδιοκτητών (“σπίτι του Κωλέττη”)».

 

Σημείωση Βιβλιοθήκης:

Σχετικά με τον τόπο γέννησης του Χαρίλαου Τρικούπη, στο φύλλο 19/2η σελίδα της 28ης  Απριλίου 1896 στην εφημερίδα « Δαναός» ο ιστορικός Δ. Βαρδουνιώτης σε συμπληρωματική σημείωση του αναφέρει:

 

Συνεπεία των εν τω αριθ. 16 του «Δαναού» γραφέντων περί του τόπου της γεννήσεως του αοιδίμου Χ. Τρικούπη, εγράφη εν τη «Ακροπόλει» ότι ο Χ. Τρικούπης ενώπιον του πρώην βουλευτού Άργους κ. Ιω. Ζωγράφου, ταγματάρχου της Χωροφυλακής, προτείναντος αυτώ μετά την 16 Απριλίου να εκτεθή εν Άργει, εκείνου παραιτουμένου είπεν, ότι ούτε εγεννήθη εν Άργει, ούτε εγκατάστασιν έχει ενταύθα.

Μετά ταύτα όμως ο κ. Ιω. Ζωγράφος, εν Μεσολογγίω ήδη ως εκ την υπηρεσίας του διατρίβων έγραψεν ενταύθα ότι, ότε προέτεινε τω Χ. Τρικούπη να εκτεθή, ως υποψήφιος βουλευτής Άργους, αυτού παραιτουμένου, ιδού τι είπεν αυτώ ο αοίδιμος Χ. Τρικούπης.

« Δικαίωμα να εκτεθώ λόγω εγκαταστάσεως δεν έχω. Έχω όμως τοιούτο λόγω γεννήσεως και το Άργος θεωρείται τόπος της γεννήσεως μου. Διότι, ότε ο πατήρ μου διέστη προς τον Καποδίστριαν, η οικογένειά μου μετώκησεν εις Άργος, όπου ο πατήρ μου δι’ έλλειψιν καταλλήλου οικίας, ωκοδόμησε την και νυν καλουμένην οικίαν Τρικούπη. Κατόπιν όμως, ένεκα απειλουμένων ταραχών εν Άργει, προσωρινώς και προς ασφάλειαν η οικογένειά μας κατέφυγεν εις Ναύπλιον, όπου και εγεννήθην. Της τάξεως δε αποκαταστάσης, επανήλθομεν και διεμείναμεν εις Άργος».

Αύτη εστίν η μαρτυρία του αξιοτίμου κ. Ιω. Ζωγράφου και ταύτα είπεν αυτώ ο αοίδιμος ανήρ. Όθεν, ο Χ. Τρικούπης, ως τόπον της γεννήσεως του εθεώρει το Άργος. Ταύτα δε συμφωνούσιν εν πολλοίς προς όσα διηγήθη ημίν ο γηραιός δικηγόρος κ. Εμμ. Σωτηρόπουλος και προεδημοσιεύσαμεν. (Δ. Κ. Βαρδουνιώτης )    

Αναλυτικά για το θέμα μπορείτε να διαβάσετε στην Αργολική Βιβλιοθήκη, στο τέλος του άρθρου που αφορά στον Χαρίλαο Τρικούπη.

 

Τα οικήματα των Τρικούπηδων

 

Η έκθεση υιοθετεί την «επίσημη» θέση περί Ναυπλίου, μέσα από δύο σημειώματα της εποχής αλλά γενικά κρατά χαμηλούς τόνους ως προς το θέμα. Η κ. Αντζελα Καραπάνου, η μία από τις δύο επιμελήτριες της έκθεσης και του καταλόγου μαζί με την κ. Μαρία Βλασσοπούλου, μας λέει ότι ο τόπος γέννησης του Χαρίλαου Τρικούπη κρίνεται στις λεπτομέρειες για τις οποίες δεν μπορούμε ακόμα σήμερα να είμαστε εντελώς βέβαιοι. «Δεν αποκλείεται η Αικατερίνη Μαυροκορδάτου, αδελφή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και μητέρα του Χαρίλαου, να γέννησε στο Ναύπλιο, λίγες μόνο ημέρες πριν από την αποπεράτωση της νεόδμητης οικίας στο Άργος και τη μετακίνηση της οικογένειας εκεί».

Η φωτογραφία του σπιτιού στο Άργος υπάρχει στην έκθεση όπως και άλλων οικημάτων που συνδέθηκαν με τη ζωή του Σπυρίδωνος και του Χαρίλαου Τρικούπη. Το σπίτι της οικογένειας στο Μεσολόγγι ανήκει στον Δήμο και λειτουργεί «Μουσείο Τρικούπη», ενώ το κομψό νεοκλασικό κτίριο της οδού Ακαδημίας 54, όπου έζησαν ο Χαρίλαος Τρικούπης με την αδελφή του Σοφία για πολλά χρόνια κατεδαφίστηκε το 1936. Αντίθετα, επιβίωσε το σπίτι των Τρικούπηδων στα Πατήσια, το μετέπειτα Άσυλο Ανιάτων. Με το ερείπιο του Άργους έχουμε την ευκαιρία να δείξουμε ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

 

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Καθημερινή, Τέχνες & Γράμματα, Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Έβερετ Έντουαρντ  (1794-1865)


  

Έντουαρντ Εβερετ

Έντουαρντ Έβερετ  (Edward Everett). Αμερικανός πολιτικός, διάσημος ρήτορας, κλασικός φιλόλογος και γνωστός φιλέλληνας. Γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1794. Σπούδασε θεολογία στις ΗΠΑ και κλασική φιλολογία στη Γερμανία, ταξίδεψε στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. 

 Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού «North American Review», μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ από το 1825 μέχρι το 1835. Στη συνέχεια έγινε κυβερνήτης της Μασαχουσέτης (1835-1839) και πρέσβης των ΗΠΑ στο Λονδίνο (1841-1845). Τον επόμενο χρόνο εξελέγη πρόεδρος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και προσωρινά αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. Το 1852, επί προεδρίας Μίλαρντ Φίλμορ, έγινε υπουργός Εσωτερικών και τον επόμενο χρόνο εξελέγη γερουσιαστής.

 Ένθερμος φιλέλληνας, ο Έβερετ τάχθηκε υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης και της ανάγκης να υποστηριχτεί επίσημα, ενώ συμμετείχε σε οργανώσεις πολιτών για την οικονομική και πολιτική στήριξη των Ελλήνων, συγκεκριμένα ως γραμματέας της Ελληνικής Επιτροπής της Βοστώνης.    

Στις 25 Μαΐου 1821, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας και πολιτικός – στρατιωτικός αρχηγός της Μάνης, απηύθυνε στους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών έκκληση βοήθειας. Είναι η πρώτη γνωστή επικοινωνία των Ελλήνων με την Αμερική, ο λαός της οποίας ανταποκρίθηκε άμεσα. Για την αποστολή της έκκλησης αυτής μεσολάβησαν οι Έλληνες της παρισινής παροικίας Αδαμ. Κοραής, Α. Βογορίδης, Ν. Πίκκολος και ο γιατρός και απεσταλμένος των Ελλήνων στρατηγών Πέτρος Ηπίτης, οι οποίοι απευθύνθηκαν στον Έντουαρντ Έβερετ που γνώριζε καλά την επικρατούσα κατάσταση, αφού το 1819 είχε επισκεφθεί την Ελλάδα κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Ευρώπη.

Η δημοσίευση της έκκλησης καθώς και της μετάφρασης του Προσωρινού Συντάγματος της Επιδαύρου, 12 Ιανουαρίου 1822,  στο περιοδικό «The North American Review», που εκδιδόταν στη Βοστώνη (1819-1823), είχε σημαντικά αποτελέσματα στη φιλελληνική κινητοποίηση που ολοένα αυξανόταν και μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Αμερικανός πρόεδρος Τζέιμς Μονρόε (James Monroe, 1758-1831) στο ετήσιο διάγγελμά του το Δεκέμβριο του 1822 αναφέρθηκε στην Ελληνική Επανάσταση υποστηρίζοντας την αυτοδιάθεση των λαών.

Έντουαρντ Εβερετ

Ο Έντουαρντ Έβερετ είναι ο πρώτος γνωστός Αμερικανός που συνδύαζε το λόγιο ενδιαφέρον για την αρχαιότητα και συγχρόνως διέθετε εκείνη την παιδεία που τον κατηύθυνε στη μελέτη της μεσαιωνικής και νεότερης Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία συναναστράφηκε Έλληνες, ενώ επεδίωξε να γνωρίσει επιφανείς προσωπικότητες, μεταξύ άλλων και τον Κοραή. Αμέσως μόλις έφτασε στην Ευρώπη συναντήθηκε με τον Βύρωνα, το έργο του οποίου γνώριζε ήδη και ασχολήθηκε με την εκμάθηση της νεοελληνικής γλώσσας.

Ο Έβερετ το 1818 είχε συναντηθεί με τον Αδαμάντιο Κοραή, μετά από μεσολάβηση του Τζέφφερσον, ο οποίος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον Κοραή, όταν βρισκόταν στο Παρίσι. Ο Κοραής δέχτηκε με ευχαρίστηση τον Έβερετ, καθώς έτρεφε αισθήματα εμπιστοσύνης προς τους φιλελεύθερους Αμερικανούς δημοκράτες. Ο Έβερετ παρουσίασε την συνάντησή του με τον Κοραή σε κείμενο που δημοσίευσε το 1859 στην εφημερίδα « New York Ledger» και αναδημοσίευσε στο βιβλίο του «The Mount Vernon Papers».   Πέθανε στη γενέτειρά του το 1865.

Στο ταξίδι του, τον Απρίλιο του 1819 στην Ελλάδα, συντροφιά  με τον Θήοντορ Λάυμαν (Theodore Lyman 1792 – 1849), συγγραφέα, Δήμαρχο της Βοστώνης και γνωστό φιλάνθρωπο, επισκέφτηκε και την Πελοπόννησο. Από την Ελευσίνα έφτασε στην Κόρινθο, όπου και συναντήθηκε με τον Κιαμήλ Μπέη της Κορίνθου, συνέχισε προς το Άργος και την Τρίπολη με κατάληξη του ταξιδιού του τη Σπάρτη.    

Στις σελίδες του ημερολογίου του αναφέρει:

8 Μαΐου

« Πήραμε τον δρόμο της Νεμέας για το Άργος. ( Υπήρχε εκεί ναός του Δία, δωρικού ρυθμού, του 4ου π.Χ. αιώνα). Ίχνος από την πόλη της Νεμέας δεν σώζεται, εκτός από τρεις δωρικούς στύλους του ναού της και τα ερείπια ενός άλλου ναού ή κτιρίου εκεί κοντά. Γύρω από τους τρεις όρθιους στύλους υπάρχει ένας ολόκληρος σωρός από ερείπια, αλλά το υπόλοιπο της πεδιάδας εκεί είναι τελείως άδειο.

Από τη Νεμέα προχωρήσαμε στο Χαρβάτι, ένα χωριό κοντά στην αρχαία πόλη των Μυκηνών. Ο Θησαυρός του Ατρέα ή ο τάφος του Αγαμέμνονα που συναντούμε εδώ είναι σίγουρα ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της αρ­χαιότητας. Η πέτρα πάνω από την είσοδο είναι επιβλη­τική. Πλάι σε αυτόν τον τάφο βρίσκεται ένας άλλος, που έχει εν μέρει ανασκαφεί. Η Πύλη των Λεόντων με απο­γοήτευσε. Την περίμενα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Σχεδόν μου φαινόταν σαν έργο κάποιας μεταγενέστερης εποχής, που μιμούνταν την αρχαία τέχνη.

Αντί να πάμε απευθείας στο Άργος, στείλαμε τις α­ποσκευές μας, και εμείς λοξοδρομήσαμε προς την Τίρυν­θα, τα αρχαιότερα τείχη που σώζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σωστά τα ονομάζουν κυκλώπεια, αφού διαφέ­ρουν πολύ από την πολυγωνική τειχοποιία. Ο κάμπος του Άργους καλλιεργείται λαμπρά. Η θέα του κόλπου και του Ναυπλίου είναι εξαίσια.

Στο Άργος δεν μπορούσαμε να βρούμε κατάλυμα μέσα στην πόλη, γιατί στο παρελθόν κάποιος ξένος τους είχε φέρει πανούκλα. Θα πρέπει να είχαν περάσει δύο ή τρεις μήνες από τότε που είχαν πα­νούκλα εκεί. Κάποιοι Άγγλοι περιηγητές, που πέρασαν ένα δεκαπενθήμερο πριν από εμάς, φοβούνταν να έρθουν στο Άργος και η καραντίνα στην Πάτρα μόλις είχε τελειώσει για όσους έρχονταν από εκεί. Υποχρεωθήκαμε να σταματήσουμε στο λιμάνι και εκεί να βγούμε από ένα δωμάτιο που μας είχε παραχωρηθεί από κάποιον ντόπιο αξιωματικό, ο οποίος, με το που μπήκαμε στο δωμάτιο, απομάκρυνε όλα μας τα στρωσίδια και έτσι αναγκαστή­καμε να κοιμηθούμε σε έναν ανοιχτό διάδρομο. Αντέγρα­ψα μια μεγάλη επιγραφή στον περίβολο.

 

Πηγές


  • Edward Everett, «Σελίδες ημερολογίου 1819», Εισαγωγή –Μετάφραση-Σχόλια, Άντεια Φραντζή, Το Βήμα περιηγήσεις, 2010.
  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Φιλέλληνες», τεύχος 277, 17 Μαρτίου 2005.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Σμόλεντς ή Σμολένσκης Νικόλαος (1838- 1919)


 

Νικόλαος Σμόλεντς (1838- 1919)

Στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1838 στην Αθήνα. Ήταν γιος του υποστράτηγου και πολιτικού Λεωνίδα Σμόλεντς, που γεννήθηκε στην Πολωνία από γονείς Έλληνες της Μοσχόπολης Μακεδονίας και ήλθε στην Ελλάδα το 1825 και μεγαλύτερος αδελφός του ήρωα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, Κωνσταντίνου Σμόλεντς.

Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία απεφοίτησε το 1860 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού και συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό. Επανερχόμενος στην Ελλάδα κατατάχθηκε στο πυροβολικό ως αξιωματικός.

Το 1862 συμμετείχε στην Ναυπλιακή Επανάσταση κατά του Όθωνα. Υπήρξε στενός συνεργάτης των αρχηγών της Επανάστασης Αρτέμη Μίχου και Πάνου Κορωναίου. Όταν τα βασιλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Χαν έφτασαν προ των πυλών της πόλης του Ναυπλίου, ο Σμόλεντς συμφώνησε με την γνώμη του Μίχου να ζητηθεί από τον Όθωνα γενική αμνηστία προκειμένου να παραδοθεί ειρηνικά η πόλη.

Ο Σμόλεντς μαζί με 18 ακόμη επαναστάτες στρατιωτικούς και πολιτικούς εξαιρέθηκε από την αμνηστία και ακολούθησε τον δρόμο της αυτοεξορίας αφού προηγουμένως είχε συνυπογράψει την παράδοση του Ναυπλίου στον Χαν

Αργότερα, μετά την επάνοδό του από την εξορία και έχοντας ως παρακαταθήκη την συμμετοχή του στην Ναυπλιακή Επανάσταση αναμίχτηκε στην πολιτική. Το 1895 εκλέχτηκε βουλευτής Αίγινας επί κυβερνήσεως Θ. Δηλιγιάννη και ανέλαβε το υπουργείο των Στρατιωτικών από το οποίο παραιτήθηκε μετά δύο χρόνια γιατί διαφώνησε στην αποστολή στρατού στην Κρήτη.

Διετέλεσε καθηγητής της Στρατιωτικής Σχολής και Διοικητής της Μεραρχίας Στρατού της Ηπείρου το 1897. Αποστρατεύθηκε την 12 Ιουλίου 1905. Πέθανε το 1919 σε ηλικία 81 ετών.

 

Πηγές


  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 6ος, Αθήνα, 1930. 
  • Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Η αναδιάρθρωση της Ευρώπης και ο Ιωάννης Καποδίστριας (1814 – 1820)


 

 

Γενικά – Η κατοχύρωση της ελβετικής ουδετερότητας – Η σύσταση της Γερμανικής Ομοσπονδίας – Ο διακανονισμός των γαλλικών υποθέσεων – Η πολιτική για την ενοποίηση της Ευρώπης

 

Γενικά

 

Ιωάννης Καποδίστριας

Στις 17 Φεβρουαρίου 1820 ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Πετρούπολη Λέμπτζελτερν μετέφερε, μ’ ένα απόρρητο υπόμνημά του προς τον Μέττερνιχ, τις ύστατες -λίγο πριν την πολιτική εξουθένωση του- απόψεις του Καποδίστρια: «Αυτό που θα είχε εξασφαλίσει μια αιώνια ειρήνη στην Ευρώπη», είχε δηλώσει ο Ρώσος Γραμματέας της Επικρατείας, «θα ήταν να διακηρυχτεί η αρχή της ουδετερότητας σαν θεμελιώδης βάση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, να περιληφθούν δε σ’ αυτή όλες οι Ομόσπονδες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Δανίας. Ποιος θα πολεμούσε τότε και γιατί; Θα βλέπαμε τότε την μάστιγα των μονίμων στρατών να εξαφανίζεται από παντού… αλλά αυτό είναι μια χίμαιρα» [i].

Οι τολμηρές αυτές σκέψεις του υπεύθυνου φορέα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, διατυπωμένες στα δύσκολα και αντιδραστικά χρόνια της «Ιεράς συμμαχίας», αποδεικνύουν, ότι ο Καποδίστριας είχε χαράξει προσωπική εξωτερική πολιτική, η εφαρμογή της οποίας μοιραία θα τον εξέθετε στα μάτια του προϊσταμένου του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου I. Λίγους μήνες αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1820, ο Λέμπτζελτερν αποκάλυπτε στον Καγκελλάριό του ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε συχνά διαφορετική γνώμη από εκείνη του Κόμητος Καποδί­στρια και ότι ο τελευταίος είχε διατυπώσει πολλές φορές τα παράπο­νά του σχετικά μ’ αυτές τις «συγκρούσεις».

 

«Είναι επιτήδειος», έγραφε για τον Καποδίστρια ο Αυστριακός πρεσβευτής, «σταθερός στην πορεία του, ανεξάρτητος στην τακτική με την οποία αντιμετωπίζει τα πολιτικά ζητήματα, υπερήφανος για τις θεω­ρίες του δεν είναι προσκολλημένος στη θέση του και ο Αυτοκράτορας, απορροφημένος με την εργασία του, έχοντας άλλωστε πολλά κοινά σημεία μ’ αυτόν, θαυμάζει στον συνεργάτη του την αρετή ενός φιλόσοφου. Εκτός λοιπόν εάν πρόκειται για υποθέσεις για τις οποίες εκ των προτέρων είναι προκατειλημμένος με συγκεκριμένες ιδέες ο Αυτοκράτορας, θα αφήσει την εργασία του Υπουργείου στον Υπουργό του και θα του επιτρέψει να ενεργήσει έστω και εάν αργότερα εξαναγκαστεί να τον αποδοκιμάσει στο ενδεχόμενο ενός λανθασμένου χειρισμού» [ii].

 

Μπορούμε επομένως με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι από το 1814 και μετά ο Καποδίστριας κατέβαλε – σαν πληρεξούσιος διπλωμάτης αρχικά και κατόπιν σα Γραμματέας της Επικρατείας- ιδιαίτερες προσπάθειες για την επιβολή των δικών του πολιτικών σχεδίων, που θα οδηγούσαν σε μια ιδανικότερη λύση των ευρωπαϊκών ζητημάτων.

Η ανεξάρτητη, θα λέγαμε, εξωτερική πολιτική του Κερκυραίου διπλωμάτη, με βάση τα τολμηρά πολιτικά σχέδιά του – διατυπωμένα σε 65 περίπου μακροσκελέστατα υπομνήματα- [iii] για τη διαμόρφωση μιας νέας τάξεως πραγμάτων στην Ευρώπη, καλύπτει τέσσερις περιόδους δράσεως:

α) τη δραστηριότητα για την κατοχύρωση της ελβετικής ουδετερότητας,

β) τη συμβολή στην καθιέρωση της Γερμανικής Ομοσπονδίας,

γ) τις πρωτοβουλίες για τη δικαίωση της ηττηθείσης Γαλλίας και

δ) τη γενική πολιτική για την οργάνωση της Ευρώπης.

 

Η κατοχύρωση της ελβετικής ουδετερότητας

 

Το Νοέμβριο του 1813 ο Καποδίστριας συνοδευόμενος από τον Αυστριακό απεσταλμένο Λέμπτζελτερν έφτασε στην Ελβετία με βασική αποστολή: την προσέλκυση των Ελβετών προς το συνασπισμό των συμμάχων, την ταυτόχρονη αποδέσμευση της Ελβετίας από τη Γαλλία και την εγγύηση της ελεύθερης διαβάσεως του συμμαχικού στρατού από το ελβετικό έδαφος [iv].

Αμέσως ο Ρώσος πληρεξούσιος ήρθε σε επαφή με τον Πρόεδρο της Ελβετικής Ομοσπονδίας φον Ράινχαρτ και τον έπεισε να διαπραγματευθεί σύμβαση σύμφωνα με την οποία το σύστημα ουδετερότητας που είχε ήδη υιοθετηθεί (στις 20 Νοεμβρίου 1813), τροποποιούμενο σε μερικά σημεία, να καθίστατο δυνατόν να γίνει αποδεκτό από τις σύμμαχες Δυνάμεις και να εξασφαλίσει, παράλληλα, τα ζωτικά συμφέροντα της Ελβετίας [v].

Σε μιαν άλλη επαφή του με τον Ράινχαρτ ο Καποδίστριας έθεσε σαφέστερα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ελβετία θα ανακτούσε την ουδετερότητά της και αυτές ήταν:

1) μία διακήρυξη με την οποία ο ελβετικός λαός θα αφαιρούσε από το μεσάζοντα Ναπολέοντα οποιαδήποτε εξουσία ή επιρροή,

2) η ανάκληση των στρατευμάτων που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Γαλλίας,

3) η ακύρωση των συνθηκολογήσεων που είχαν συναφθεί.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Καποδίστριας δέχτηκε ισχυρές πιέσεις να αποκαταστήσει το Σύνταγμα του 1798, ενώ παράλληλα πιεζόταν από τον Μέττερνιχ να υπογράψει τη σχετική διακήρυξη που θα επέτρεπε στα συμμαχικά στρατεύματα να διαβούν και να παραβιάσουν την ελβετική ουδετερότητα. Σχετικά με το συνταγματικό ζήτημα, ο Ρώσος απεσταλμένος ενημέρωνε με έκθεση του τον συνάδελφο του Νέσσελροντε, ότι τα πολιτικά δίκαια της Ελβετίας επέβαλαν οπωσδήποτε την άμεση ψήφιση Συντάγματος[vi]. Όσον αφορούσε στο ζήτημα της υπογραφής της διακηρύξεως, ο Καποδίστριας δε δίστασε να την υπογράψει, συμβάλλοντας έτσι με δική του πρωτοβουλία στην αποκατάσταση της ελβετικής ενότητας [vii].

Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέττερνιχ (1773-1859). Ελαιογραφία του Sir Thomas Lawrence.

Αξίζει να σημειωθεί, καθώς αναπτύξαμε αλλού [viii], ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Ζυρίχη ο Λέμπτζελτερν ενημέρωνε ανελλιπώς, με μακροσκελέστατες απόρρητες εκθέσεις, τον Μέττερνιχ σχετικά με την εξέλιξη των πολιτικών υποθέσεων στην Ελβετία. Από τις ανέκδοτες αυτές εκθέσεις προκύπτει η δόλια τακτική της Αυστρίας και οι προθέσεις της για μια μεμονωμένη παρασκηνιακή αντιμετώπιση των ελβετικών υποθέσεων, γεγονός που είχε έγκαιρα αντιληφθεί και καταδικάσει ο Καποδίστριας.

Σε μία έκθεσή του, στις 25-1-1814, ο Λέμπτζελτερν ανέλυε στον προϊστάμενό του τις δυνατότητες της αποκλειστικής αναμίξεως της Αυστρίας στις ελβετικές υποθέσεις, τον ενημέρωνε δε παράλληλα για τα σχέδια του Καποδίστρια απέναντι στο συνταγματικό πρόβλημα τέλος, σχολίαζε τη σιωπή του συναδέλ­φού του σχετικά με το πρόγραμμα των ενεργειών του Τσάρου Αλέ­ξανδρου [ix].

 Ύστερα από διπλωματικούς αγώνες, που προορίζονταν να προετοιμάσουν τη λύση των πολύπλοκων ελβετικών ζητημάτων, ο Καποδί­στριας συνέβαλε στην ολοκλήρωση της συντακτικής εργασίας της Δί­αιτας η οποία καθόρισε τελικά το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα[x].

 Στις 10 Σεπτεμβρίου 1814, λίγες μέρες πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις στη Βιέννη, ο Κερκυραίος διπλωμάτης έγραφε στον πατέρα του: «Αν δυνηθούν (οι Ελβετοί) εις το μέλλον να είναι ευτυχείς και να απολαύσουν την ανεξαρτησία των, θα ειπώ ότι δεν έχασα τον καιρόν μου και το έργον μου» [xi]. Στις επίσημες συζητήσεις του Συνεδρίου της Βιέννης ο Καποδίστριας, υποστηριζόμενος από το βαρώνο φον Στάιν, υπερασπίστηκε με αυτοθυσία την ενότητα των Ελβετών, την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των καντονιών και τις μεγαλύτερες δυνατές ευνοϊκές εδαφικές διαρρυθμίσεις υπέρ της μικρής αυτής χώρας [xii].

Έτσι, στις 20 Μαρτίου 1815, υπογράφηκε από όλους τους συμμετέχοντες στο Συνέδριο, η διακήρυξη για τις ελβετικές υποθέσεις. Με τη διακήρυξη αυτή, που τα προσχέδιά της είχε επεξεργαστεί ο Καποδίστριας, ρυθμίζονταν οριστικά η διαρκής ουδετερότητα και η ανεξαρτησία της Ελβετίας με βάση τα 19 καντόνια τα οποία θα αποτελούσαν το θεμέλιο του ελβετικού ομοσπονδιακού συστήματος. Το πρώτο βήμα για την ουδετεροποίηση της κεντρικής Ευρώπης, μακριά από πολέμους και αναταραχές, είχε γίνει με την ομόφωνη αναγνώριση θεμελιωδών κανόνων του γενικού διεθνούς Δικαίου.

  

Η σύσταση της Γερμανικής Ομοσπονδίας

 

Όσον αφορά στα γερμανικά ζητήματα στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Καποδίστριας διεκατείχετο από μεταρρυθμιστικές ιδέες που ήταν επηρεασμένες από τις κινήσεις για το γερμανικό Σύνταγμα και την ενοποίηση της Γερμανίας. Έτσι τάχθηκε αμέσως υπέρ μιας βελτιωμένης ομοσπονδοποιήσεως της Γερμανίας, ενώ οι Χάρντενμπεργκ, Χούμπολτ και Μέττερνιχ ήσαν αντίθετοι [xiii].

Στις 9 Φεβρουαρίου 1815, ο Καποδίστριας υπέβαλε στο Συνέδριο βαρυσήμαντο υπόμνημα για τις γερμανικές υποθέσεις, επισημαίνοντας κατ’ αρχήν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη καθώς και το απαραίτητο της αποκαταστάσεως του Γερμανικού έθνους, αφ’ ενός μεν προς όφελος του, αφ’ ετέ­ρου δε χάριν της εξασφαλίσεως της ηρεμίας και της γαλήνης στην Ευ­ρώπη. «Οποιαδήποτε και αν είναι τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ηγεμόνων που κυβερνούν», διακήρυξε, «οφείλουν υπό την πίεση των γεγονότων να παράσχουν στη χώρα τους ενιαίο Σύνταγμα».

Αναπτύσσοντας, περαιτέρω, τις απόψεις του ο Καποδίστριας, υποστήριξε διπλωματικά ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες εμφανίζονται διηρημένοι αναμεταξύ τους επηρεαζόμενοι και από τις αντιζηλίες των μεγάλων Δυνάμεων. «Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο γερμανικός λαός, δυσαρεστημένος και εξαπατημένος στις προσδοκίες του, θα προχωρήσει μόνος του για την απελευθέρωσή του και για την εγκαθίδρυση μιας σταθερής τάξεως πραγμάτων επομένως», συμπέραινε ο Ρώσος πληρεξούσιος, «καταφαίνεται ότι η σχεδιαζόμενη, από τις λοιπές Δυνάμεις, ομοσπονδιακή συνθήκη είναι όχι μόνο αντίθετη προς την ηρεμία και την ανεξαρτησία της Γερμανίας, αλλά θέτει επίσης φραγμούς στην εδραίωση μιας πραγματικής ισορροπίας και στην ανάπτυξη σταθερών σχέσεων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Υπό διαφορετικές συνθήκες», εξακολουθούσε ο Καποδίστριας, «θα πρέπει να αγωνιστούμε, ώστε να δοθεί πολιτικό Σύνταγμα στη Γερμανία κατάλληλο για τον προσδιορισμό της σφαίρας της ηθικής δραστηριότητας των λαών της, το οποίο να επαναφέρει την εθνική ροπή, τις παραδοσιακές αρχές και να εξασφαλίζει την διαιώνιση και την ακμή των αναπτυσσομένων».

«Με τη λύση αυτή», κατέληγε ο Καποδίστριας, «θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στα γερμανικά κρατίδια μια διαρκή εγγύηση ελευθερίας και στην Ευρώπη τις στερεές βάσεις για την εγγύηση του μελλοντικού πολιτικού της συστήματος» [xiv].

Μετά από έντονες συζητήσεις υπογράφηκαν στη Βιέννη, στις 8 Ιουνίου 1815, οι συνθήκες για τη Γερμανική Ομοσπονδία που αναγνώριζαν, σύμφωνα προς τις υποδείξεις του Καποδίστρια, μια επί διεθνούς Δικαίου εδραζόμενη ένωση κρατών, η οποία σεβόταν την κυρίαρχη εξουσία των μελών της και η οποία περιλάμβανε 41 γερμανικά κράτη [xv]. Ύστερα από τέσσερα περίπου χρόνια -κι ενώ ο Καποδίστριας, εξουσιοδοτημένος από τον Τσάρο, παρακολουθούσε την εξέλιξη των γερμανικών ζητημάτων-[xvi] η κρίση που ξέσπασε λόγω των φιλελεύθερων κινήσεων στη Γερμανία κατά του αυστριακού απολυταρχισμού, υποχρέωσε τους συμμάχους να συνέλθουν στο Κάρλσμπαντ για το «ξεκαθάρισμα» των γερμανοαυστριακών διαφορών.

Ο Καποδίστριας που είχε υποπτευθεί τη δόλια πολιτική της Αυστρίας, επέστησε την προσοχή του Τσάρου στον ενδεχόμενο κίνδυνο μιας περαιτέρω εδραιώσεως της αυστριακής κυριαρχίας στη Γερμανία. Η έναντι των γερμανικών υποθέσεων στάση του Καποδίστρια, το 1819, προκύπτει από μια απόρρητη διπλωματική έκθεση του Αυστριακού πρεσβευτή στην Πετρούπολη Λέμπτζελτερν προς τον Μέττερνιχ, σχετικά με τις συνομιλίες που είχε με τον Ρώσο Υπουργό για τις υποθέσεις της Γερμανικής Ομοσπονδίας.

Στην αρχή, καθώς έγραφε ο Λέμπτζελτερν, ο Καποδίστριας διαχώρισε τη θέση της Ρωσίας ως προς τις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, απομονώνοντας έτσι την Αυστρία, που δεν μπορούσε να επέμβει μεμονωμένα και να λάβει αποφάσεις ερήμην των λοιπών συμμάχων. Στη συνέχεια ο Καποδίστριας καταφέρθηκε εναντίον των Συνταγμάτων των γερμανικών κρατών, που ψηφίστηκαν ύστερα από αυστριακές πιέσεις. «Τι σημαίνει Συντάγματα τα οποία περιέχουν μοναρχικές αρχές;», ρώτησε τον Λέμπτζελτερν, «σε όσα παραχωρήθηκαν δεν βλέπω παρά μόνο τον Μονάρχη διαπραγματευόμαστε αποκλειστικά με αυτόν, αυτός μιλά και ενεργεί, παντού βλέπω μοναρχικές αρχές αλλά και μονάρχες οι οποίοι δεν γνωρίζουν να τις επιβάλλουν. Τα Συντάγματα της Βαυαρίας και της Βυρτεμβέργης παραχωρήθηκαν με κακή πίστη θέλησαν να ευχαριστήσουν μ’ αυτά τους λαούς και συγχρόνως να τους εμπαίξουν με λόγια. Όλα αυτά δεν συμφέρουν ούτε στους Μονάρχες ούτε στα μικρά κράτη».

«Έπραξα», κατέληγε ο πρεσβευτής, «ό,τι μου ήταν δυνατόν για να μειώσω τη δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε εδώ προς τον πρίγκιπα Καγκελλάριο (Μέττερνιχ) και για να πείσω τον κόμητα Καποδίστρια ότι έδινε υπερβολική σημασία σε μια πρόταση (της εφαρμογής του δόγματος μη επεμβάσεως), η οποία, εφόσον απορρίφθηκε, δεν αξίζει πια καμιά προσοχή και η οποία, καθώς διατυπώθηκε σύμφωνα με τις αναφορές, δεν είναι πραγματοποιήσιμη. Από τότε μου φάνηκε ηρεμότερος αναφορικά με αυτό το ζήτημα (της Γερμανικής Ομοσπονδίας)» [xvii].

 

Ο διακανονισμός των γαλλικών υποθέσεων

  

Ιωάννης Καποδίστριας

Μετά την προσωρινή επίλυση των γερμανικών ζητημάτων, ο Καποδίστριας εξουσιοδοτήθηκε από τις σύμμαχες Δυνάμεις να μελετήσει τις γαλλικές υποθέσεις που είχαν περιπλακεί, ύστερα από τη συντριβή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο Βατερλώ. Με ένα υπόμνημά του, που υποβλήθηκε στο Συνέδριο των Παρισίων στις 28 Ιουλίου 1815, ο Καποδίστριας ανέπτυσσε τις εγγυήσεις τις οποίες διακινούντο να ζητήσουν οι μεγάλες Δυνάμεις από την ηττηθείσα Γαλλία. «Αυτές», τόνισε, «μπορούν να είναι πραγματικές και ηθικές».

Ξεκαθάρισε πάντως ότι η παρούσα κατοχή της Γαλλίας, από τους συμμάχους, δεν παρείχε σ’ αυτούς και το δικαίωμα της κατακτήσεως. «Εάν θιγόταν η ακεραιότητα της Γαλλίας», σημείωνε «θα χρειαζόταν να επανεξεταστούν όλες οι αποφάσεις της Βιέννης, να καθοριστούν νέ­ες εδαφικές διαρρυθμίσεις και να εφαρμοστεί εκ νέου το σύστημα ισορροπίας. Αυτή η δύσκολη επιχείρηση, αντίθετη προς τις φιλελεύθε­ρες αρχές των μεγάλων Δυνάμεων, θα μετέβαλε την ομοιόμορφη πο­ρεία που ακολούθησαν μέχρι σήμερα και η οποία μόνη εξασφαλίζει τη γαλήνη των λαών».

«Είναι συνεπώς σωστό να συμπεράνουμε», κατέληγε ο Καποδί­στριας, «ότι οι σύμμαχες Δυνάμεις δεν μπορούν να αναζητήσουν μόνο στην κατηγορία των ηθικών εγγυήσεων αυτές τις εγγυήσεις τις οποίες οφείλουν να εμφανίσουν στην Ευρώπη σαν τεκμήριο θεμελιώσεως της γαλήνης της. Απαιτείται επομένως αναγκαστικά να αναζητηθούν οι εγ­γυήσεις αυτές και στις δύο κατηγορίες με βάση την αρχή, ότι οι πραγ­ματικές εγγυήσεις δεν είναι δυνατό να βασιστούν στο δικαίωμα της κα­τακτήσεως»[xviii].

Καθώς προκύπτει από τις παραπάνω θέσεις, η Ρωσία, προσπάθησε, μετά τη συντριβή του Βοναπάρτη, να αναλάβει πρωτοβουλίες για μια δίκαιη αντιμετώπιση της ηττηθείσας Γαλλίας. Ο Καποδίστριας δεν παρέλειψε να διακηρύξει, ότι η γαλήνη θα καθίστατο δυνατό να εδραιωθεί στη Γαλλία και στην Ευρώπη, μόνο με την επιβολή μιας νέ­ας τάξεως πραγμάτων ως ανασχετικού κατά των επαναστάσεων φραγμού.

Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς (1777-1825)

Πιστεύουμε, ότι όχι μόνο η φιλελεύθερη κοσμοθεωρία του αλλά και η πεποίθησή του για μια μελλοντική συνδρομή της Γαλλίας στο ελληνικό ζήτημα, τον είχαν επηρεάσει να υπερασπιστεί τα γαλλικά συμφέροντα. Η δράση του στο Παρίσι εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο, που τον διόρισε, παρά τις αντιρρήσεις του περιβάλλοντός του, Υπουργό επί των εξωτερικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας. Με τη λήξη των διαπραγματεύσεων, στις 20 Νοεμβρίου 1815, ο Κα­ποδίστριας εξουσιοδοτήθηκε από τον Αλέξανδρο να αναλάβει τη διεκπεραίωση των θεμάτων, που αφορούσαν στην εξέλιξη του γαλλι­κού ζητήματος· δηλαδή, τα θέματα του στρατού κατοχής, της πληρωμής της πολεμικής αποζημιώσεως από τη Γαλλία και της εξοφλήσεως των δανείων τα οποία ήσαν γνωστά σαν «ιδιωτικά χρέη» [xix].

Από τη διπλωματική αλληλογραφία του Καποδίστρια με τον Ρώσο πρεσβευτή στο Παρίσι Πότσο ντι Μπόργκο προκύπτει, ότι ο Κερκυραίος διπλωμάτης ήσαν ο βασικός εκπρόσωπος της Ρωσίας στις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις για τα γαλλικά ζητήματα και, ότι, παράλληλα, στις δικές του υποδείξεις όφειλε -καθώς θα δούμε- η Γαλλία τη συμμετοχή της στο Διευθυντήριο των Δυνάμεων, τρία χρόνια μετά την καταστροφή της στο Βάτερλω [xx].

 Ο Καγκελλάριος Μέττερνιχ, αντίθετος προς το φιλελεύθερο πνεύμα των συμμάχων, είχε ταχθεί υπέρ της σμίκρυνσης του κύκλου των υπεύθυνων για τα γαλλικά ζητήματα, προσπαθώντας, μ’ αυτή την τακτική, να αποκλείσει τον «δημοκρατικό» Καποδίστρια από τις διαπραγματεύσεις. Ο Ρώσος Γραμματέας της Επικρατείας δίδοντας τις σχετικές οδηγίες στον Πότσο ντι Μπόργκο, διατύπωνε, εξοργισμένος, τις αντιρρήσεις του κατά της πολιτικής του Αυστριακού Καγκελλάριου σχετικά με την αντιμετώπιση της Γαλλίας.

Το Νοέμβριο του 1817, έγραφε στον πρεσβευτή του: «Γνωρίζετε ότι η Γαλλία, ελεύθερη από την επιτήρηση των συμμάχων και έχοντας επανέλθει στον εαυτό της, εμπίπτει (δικαιωματικά) σε μας. Εν τούτοις, επιθυμία μας είναι να πα­ραμείνει η Γαλλία στον εαυτό της (μόνο) και στην ευρωπαϊκή οικογέ­νεια και όχι ιδιαίτερα στη Ρωσία». Τον Μάρτιο του 1818, ο Ρώσος Υπουργός μιλούσε ανοιχτά πια για την απελευθέρωση της Γαλλίας και την εκκένωσή της από τα στρατεύματα κατοχής, διαβλέποντας κινδύνους μόνο στην παράταση της καταπιέσεως των Γάλλων από τις Δυνάμεις[xxi].

Στο Συνέδριο του Αιξ λα Σαπέλ (Άαχεν), το 1818, ο Καποδίστριας, τάχθηκε υπέρ της αναθεωρήσεως των σχέσεων των συμμάχων με το βασιλέα της Γαλλίας και υπέρ του παράλληλου διακανονισμού της εκκενώσεως της Γαλλίας από τα συμμαχικά στρατεύματα- αγωνίστηκε επίσης για τη διευθέτηση των οικονομικών διαφορών και, τέλος, για την επανατοποθέτηση του Γάλλου βασιλέα στα ευρωπαϊκά συμβούλια.

 

Αιξ λα Σαπέλ (Άαχεν)

 

Γράφοντας στον Αυτοκράτορα του Λουδοβίκο XVIII, στις 18 Οκτωβρίου 1818, ο Ρισελιέ σημείωνε τα εξής: «Ελπίζω, ότι παρά τα αυστριακά και τα αγγλικά τεχνάσματα, μπορούμε να βασιστούμε στη σταθερότητα των επιχειρημάτων του κόμητα Καποδίστρια στον οποίο όχι μόνο εμείς αλλά και η Ευρώπη οφείλουμε τις μέγιστες υποχρεώ­σεις» [xxii]. Λίγες μέρες αργότερα -αφού η Γαλλία υπό την ηγεσία του νόμιμου και συνταγματικού μονάρχη της επανήρχετο στους κόλπους της ευρω­παϊκής συμμαχίας- ο κόμης Μολέ δήλωσε: «Εάν η Γαλλία παραμένει ακόμη Γαλλία, αυτό οφείλεται σε τρεις ανθρώπους, των οποίων τα ονό­ματα δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστούν: στον Αλέξανδρο και στους δύο Υπουργούς του, τον Καποδίστρια και τον Πότσο ντι Μπόργκο» [xxiii].

  

Η πολιτική για την ενοποίηση της Ευρώπης

 

Μετά τη δυναμική υπεράσπιση των ελβετικών, των γερμανικών, των γαλλικών, των ισπανικών, των πολωνικών και των επτανησιακών υποθέσεων [xxiv], ο Καποδίστριας άρχισε να διατυπώνει επίσημα τις απόψεις και θεωρίες του για την οργάνωση της Ευρώπης. Πιστεύουμε ότι μετά το 1815 είχε ταχθεί υπέρ μιας νέας τάξεως πραγμάτων για την παλινόρθωση της Ευρώπης, εδραιουμένης όμως σε εθνικά κράτη και συνταγματικές κυβερνήσεις με βάση ένα διεθνές ευρύτερο σύστημα. Το 1818 στο Αιξ λα Σαπέλ, ο Καποδίστριας είχε διακηρύξει, ότι η Ευρώπη πρέπει να προστατευθεί από τους κινδύνους των επαναστάσεων και από την επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου με τη βία. Μ’ αυτές τις απόψεις καταδίκαζε την αρχή της επεμβάσεως, εφόσον απέρριπτε έμμεσα, το συστατικό στοιχείο της νομικής έννοιας της επεμβάσεως: τον καταναγκασμό με τη βία.

Ο Ρώσος Υπουργός δεχόταν ότι η νέα τάξη πραγμάτων είχε την ανάγκη σημαντικών μεταρρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο όσο και στα εσωτερικά του κάθε κράτους. Υποδείκνυε δε την καθιέρωση μιας υπερεθνικής ενώσεως, στα πλαίσια της οποίας να εγγυηθούν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη τη σημερινή εδαφική τους κατάσταση και την ισχύουσα μορφή διακυβερνήσεώς τους.

Στα πλαίσια του υπερεθνικού αυτού οργανισμού, ο Καποδίστριας προσπάθησε να αναγάγει την επέμβαση σε εγγύηση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της ασφάλειας όλων των κρατών. Κατά τα ισχύοντα, ως νόμιμη επέμβαση αναγνωρίζεται όχι η επέμβαση σα συνέπεια μονομερούς αποφάσεως ενός ή περισσότερων κρατών, αλλά εκείνη που πραγματοποιείται από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, μετά από σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ή κατόπιν εντολής αυτού. Εκτελώντας λοιπόν το Διευθυντήριο των Δυνάμεων τα χρέη ενός Συμβουλίου Ασφαλείας, θα μπορούσε, σύμφωνα προς τους οραματισμούς του Καποδίστρια, να επεμβαίνει μόνο για διευθέτηση των διεθνών διαφορών και όταν υφίστατο απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης.

Οι σύμμαχοι όμως αντέδρασαν στις προοδευτικές θέσεις της ρωσικής διπλωματικής αποστολής και εξανάγκασαν τη Ρωσία να προχωρήσει, με τη λήξη του Συνεδρίου του Αιξ λα Σαπέλ, στη σύνταξη μιας μυστικής συνθήκης, που όρισε, ότι οι Δυνάμεις εγγυούνται τα σχετικά εδάφη όπως είχαν διαρρυθμιστεί, υπόσχονται δε να αντιμετωπίζουν σαν κοινή αναμεταξύ τους υπόθεση κάθε κατάσταση που θα απειλούσε την ειρήνη[xxv].

Οι ανησυχίες του Καποδίστρια για το μέλλον της Ευρώπης διαφαίνονται καθαρά στις τακτικές συνομιλίες του με τον Αυστριακό πρεσβευτή στην Πετρούπολη. Μια ατέλειωτη σειρά από απόρρητες διπλωματικές εκθέσεις προς τον Μέττερνιχ αποκαλύπτουν αρκετές από τις τολμηρές πολιτικές απόψεις του. Αρχές του 1820, συζητώντας με τον Λέμπτζελτερν για το μέλλον της Γερμανίας, τόνιζε: «Υπάρχουν ακόμη τόσα πράγματα που οφείλουμε να εξετάσουμε και να σκεφτού­με πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Παραδείγματος χάρι, θα παραχωρήσει η Γερμανική Ομοσπονδία το δικαίωμα διελεύσεως σε μια ξένη στρατιά; εάν το πράξει η στάση της δεν θα είναι καθαρά αμυντική αλλά επιθετι­κή, γιατί όποιος διευκολύνει τη διέλευση ενός στρατού για να επιτεθεί εναντίον ενός κράτους, διαπράττει -ταυτόχρονα- εχθρική πράξη ενα­ντίον του· το γεγονός αυτό τον θέτει σε κατάσταση πολέμου»[xxvi].

Μέττερνιχ. Ένας από τους διασημότερους διπλωμάτες και πολιτικούς της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης.

Η Αυστρία, ωστόσο, επέμεινε στην απολυταρχική τακτική της και, την ίδια χρονιά, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και πάλι την εξέγερση της Νεαπόλεως (καθώς είχε ενεργήσει το 1819 στο Κάρλσμπαντ), ενώ παράλληλα πρότεινε στη Ρωσία να συνεργαστεί μαζί της για μια αμοιβαία επίλυση του ιταλικού ζητήματος.

Ο Καποδίστριας αντέδρασε με έντονη επιστολή του, που επιδόθηκε στον Μέττερνιχ στις 12 Σεπτεμβρίου 1820, όπου σχολίαζε με δυσμένεια τις αυστριακές πρωτοβουλίες στην Ιταλία [xxvii]. Με άλλη εγκύκλιό του, προς τους λοιπούς συμμάχους, ο Ρώσος Γραμματέας της Επικρατείας κατέβαλε προσπάθεια για τη διαφοροποίηση των επιδιώξεων της Αυστρίας, που είχαν ήδη τεθεί και απέβλεπαν στην κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερης κινήσεως [xxviii].

Στο Τρόππαου, όπου συγκεντρώθηκαν τελικά οι σύμμαχοι για να συζητήσουν για την «απειλή» της ιταλικής επαναστάσεως, ο Μέττερνιχ δήλωσε, ότι η κατάπνιξη της κινήσεως ήταν αυστριακή υπόθεση, επικαλούμενος δικαιώματα επιρροής στη Βόρεια Ιταλία. Ωστόσο ο Καποδίστριας αντέδρασε, μ’ ένα μακροσκελέστατο υπόμνημα στις 2 Νοεμβρίου 1820, καταδικάζοντας το ενδεχόμενο μιας μεμονωμένης αυστριακής επεμβάσεως.

«Η Αυστρία θα πρέπει να συντάξει μια διακήρυξη», υποστήριξε ο Καποδίστριας, «με την οποία ν’ αναγγέλλει στους λαούς των δύο Σικελιών, ότι μοναδικός λόγος και μοναδικός σκοπός αυτού του διαβήματος θα είναι ο σεβασμός της ακεραιότητας του Βασιλείου, η σταθεροποίηση της πολιτικής και εθνικής του ανεξαρτησίας και η εγκαθίδρυση -από συμφώνου με τον βασιλέα- ενός συστήματος διακυβερνήσεως, που θα κατορθώσει να πείσει όλους τους υπηκόους για την ειρηνική ικανοποίη­ση αυτής της διπλής ελευθερίας». Στη συνέχεια ο Ρώσος Υπουργός ανέλυε τους κινδύνους των αυστριακών πρωτοβουλιών: «Παρατηρήσαμε, πως κάθε μεμονωμένη ενέργεια, θα αποδείκνυε, ότι η γενική συμμαχία είναι υπό διάλυση και τα αποτελέσματα θ’ απέβαιναν ένα νέο όπλο στα χέρια του εχθρού τον οποίο πρέπει οι Δυνάμεις να πολεμήσουν».

«Πιστεύουμε», διακήρυξε, τέλος, «ότι οι σύμμαχες Δυνάμεις έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στις υποθέσεις της Νεαπόλεως. Πιστεύουμε ότι είναι υποχρεωμένες να επεμβαίνουν. Πιστεύουμε, ότι μπορούν και πρέπει να προσδώσουν στην επέμβαση συγκεντρωτικό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει για να είναι σωτήρια»[xxix].

Καθώς υποστηρίξαμε ήδη, η προταθείσα από τον Καποδίστρια λύση της προγενέστερης συνδιαλλαγής, υιοθετήθηκε, ύστερα από 130 περίπου χρόνια, από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών σαν διαδικασία διευθετήσεως των διεθνών διαφορών [xxx]. Αυτά, σε πολύ γενικές γραμμές [xxxi], υπήρξαν τα πολιτικά σχέδια του Καποδίστρια για τη διαμόρφωση μιας νέας τάξεως πραγμάτων στην Ευρώπη μετά το Συνέδριο της Βιέννης. Η πίστη του στο Διεθνές Δίκαιο, η εμμονή του στην πολιτική της αυτοδιαθέσεως των λαών, η προ­σήλωσή του στη συνταγματική νομιμότητα και η αποστροφή του για την ύπαρξη μόνιμων στρατευμάτων, συντέλεσαν ουσιαστικά στην κάμψη της απολυταρχικής τακτικής των μεγάλων Δυνάμεων στα δύ­σκολα χρόνια της παλινορθώσεως.

 

Παύλος Β. Πετρίδης

Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

 

Υποσημειώσεις


[i] Το μακροσκελές αυτό υπόμνημα, (18 σελίδες), παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων ερευνών μας στα Αρχεία της Βιέννης, στο τμήμα πολιτι­κών υποθέσεων, φάκελος Russland III, Berichte 1820, Fsz. 23, Fol. 35-43. Μέρη του υπομνήματος αυτού δημοσιεύτηκαν στου Π. Πετρίδη. Η διπλωματική δράσις του Ιωάν­νου Καποδίστρια υπέρ των Ελλήνων, 1814-1831, Θεσσαλονίκη, 1974, σ. 101-103 και στη μελέτη του ίδιου, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Γερμανική Ομοσπονδία», Δελτ. Αναγν. Εταιρείας Κερκύρας, 11 (1974), σ. 53-54.

[ii] Το υπόμνημα αυτό, της 29ης Ιουλίου, παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε στους φα­κέλους των Αρχείων της Βιέννης, τμήμα πολιτικών υποθέσεων, ό.π. Αποσπάσματα αυ­τού του εγγράφου χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη μας, «Ο Μέττερνιχ ανάμεσα στον Καποδίστρια και τον Τσάρο Αλέξανδρο – Ένα απόρρητο υπόμνημα του Αυστριακού πρεσβευτή στην Πετρούπολη Λέμπτζελτερν από τα Αρχεία της Βιέννης», στη Μνημοσύ­νη (1978).

[iii] Βλ. την πρόσφατη εργασία του Ζ.Ν. Τσιρπανλή, «Υπομνήματα και εκθέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια (1809-1822) (προβλήματα και έρευνα)», Επ. Επετ. Φιλ. Σχ. Παν. Ιωαννίνων, 6 (1977), σ. 99-134. Για περισσότερα βλ. την μελέτη μας, «Βιβλιογραφία Ιω­άννη Καποδίστρια (1776-1831)», στο  Συμπλήρωμα της Βαλκανικής Βιβλιογραφίας.

[iv] Βλ. την εργασία του W. Oechsli, «Lebzeltern und Capo d’Istria in Zürich», Festg. z. Ehren M. Büdingers (1898), σ. 431-447. Επίσης, W. Oechsli, Die Verbündeten und die Schweizerische Neutralität im Jahre 1813, Zürich, 1898, σ. 39-41 – Ε. LévisMirèpoix, Mémoires et papiers de Lebzeltern, Paris, 1949, σ. 273-291 – Π. Πετρίδη, «H συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην κατοχύρωση της ελβετικής ουδετερότητας», Δελτ. Αναγν. Εταιρείας Κερκύρας, 14 (1977).

[v] Η έκθεση αυτή, της 24ης Νοεμβρίου 1813, που βρέθηκε από μας στα Αρχεία της Βιέννης, στο φάκελο Schweiz varia II 1813-16, Berichte aus der Schweiz (K. 312), παρα­μένει ανέκδοτη. Μια παράγραφος μόνο χρησιμοποιήθηκε στην μελέτη μας «Η συμβολή του I. Καποδίστρια», ό.π.

[vi] Βλ. την ανέκδοτη αυτή έκθεση – επιστολή στα Αρχεία Βιέννης στο φάκελο Actenstücke betreffend die Schweiz, Fol. 4-13! Αποσπάσματα αυτού του σημαντικού εγ­γράφου αξιοποιήθηκαν στην μελέτη μας «Η συμβολή του I. Καποδίστρια», ό.π.

[vii] Βλ. σχετικά Αρχεία Βιέννης, Schweiz 1813-14 (Κ. 311) Ι-ΙΙΙ – Actenstücke bettrefent die Schweiz (Κ. 312) – Schweiz II 1813-16. Επίσης, W. Oechsli, «Lebzeltern», ό.π., σ. 280-291 – P. Kasser, «Der Durchmarsch der Alliirte durch die Schweiz im Winter 1813 auf 1814», Schw. Kriegsgeschichte. 9 (1912), σ. 36-38 – G. Steiner, «Der Bruch der schweizerichen Neutralität im Jahre 1813», Basler N. jahrsblatt (1924), σ. 100-103 – W. Oechsli, «Der Durchzug der Alliirten durch die Schweiz», N. jahrsblatt d. Waisenhauses (1908), σ. 15 κ.ε.

[viii] Π. Πετρίδη, «Η συμβολή», ό.π.

[ix] Βλ. τις εκθέσεις αυτές στα Αρχεία Βιέννης, στο φάκελο Schweiz varia II 1813-16 (Κ.
312), Berichte aus der Schweiz, Fol. 1-55.

[x] To μεγαλύτερο μέρος της διπλωματικής αλληλογραφίας της σχετικής με τη διαπραγμάτευση των ελβετικών υποθέσεων παραμένει ανέκδοτο στα Αρχεία της Βιέννης στο φάκελο Berichte aus der Schweiz (Κ. 312), Fol. 18-104. Σημαντικότατες νότες του Καποδίστρια για τα ελβετικά ζητήματα δημοσιεύτηκαν από τους E. Lévis-Mirèpoix, Une mission diplomatique austro-russe en Suisse, 1931, σ. 46-48, 53-55 – S. Lascaris, Capodistrias avant le Révolution Grecque, Lausanne, 1918, α 44,46,47-51,51-52,57. Βλ. επίσης στις εκδόσεις της VPR (Vnesnjaja Politika Rossii, XIX i nacala XX veka), τ. 8, σ. 81-85,111-112και 204-206.

[xi] Π. Κ. Ενεπεκίδης, Ιωάννης Καποδίστριας, 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του, 1809-1820, Αθήναι, 1972, σ. 182.

[xii] Βλ. τα σχετικά υπομνήματα του Καποδίστρια στα Αρχεία Βιέννης, στους φακέ­λους St. Κ. Wiener Kongressakten, Fsz. 9 και 23.

[xiii] Π. Πετρίδης, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Γερμανική Ομοσπονδία», Δελτ. Αναγν. Εταιρείας Κερκύρας, 11 (1974), σ.37-54.

[xiv] Η έκδοση του υπομνήματος αυτού, στα γαλλικά, στου G.H. Pertz, Das Leben des Ministers Freiherrn vom Stein, Berlin 1851/55, τ. 4, σ. 735-739.

[xv] A. Papermann, Diplomatische Geschichte, τ. 2, σ. 444-451 – R. Flassan, Der Wiener Kongress, x. 2, σ. 116-118 – F. Berber, Lehrbuch des Völkerrechts, 1960, τ. I, σ. 140 – Α. Nussbaum, Geschichte des Völkerrechts, 1954, σ. 205.

[xvi] G.H. Pertz, Das Leben, ό.π., τ. 4, σ. 444, 454 – τ. 5, σ. 37 επ., 50,51. Βλ. επίσης στο VPR, τ. 8, σ. 570-571 ένα σχέδιο πρωτοκόλλου για τα γερμανικά ζητήματα που παρου­σίασε ο Καποδίστριας στους πληρεξούσιους αντιπροσώπους των συμμάχων Δυνάμεων.

[xvii] Βλ. στα Αρχεία Βιέννης, φάκελος Russland III, Berichte 1820, Fsz. 23, Fol. 35-43. Βλ. επίσης την «Aperçu des idées de l’ Empereur sur les affaires d’Allemagne» (21-11-1819) στου Ch. Webster, The Forein Policy of Castlereagh, 1963, τ. 2, σ. 193-194.

[xviii] «Memorandum de M. Capo d’ Istria, ministre de Russie, 28 (18) juillet 1815», στου Angeberg, Le Congrès de Vienne, Paris, 1863, τ. 2, σ. 1470-1476. H αξιοποίηση του υπομνήματος αυτού στου Π. Πετρίδη, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η αντιμετώπιση των γαλλικών υποθέσεων από το Διευθυντήριο των Δυνάμεων 1815-1818», Δελτ. Αναγν. Εταιρείας Κερκύρας, 13 (1976), σ. 34-39.

[xix] Π. Πετρίδης, ό.π., σ. 42.

[xx] Ό.π., σ. 43.

[xxi] Η σημαντική διπλωματική αλληλογραφία Καποδίστρια -Πότσο ντι Μπόργκο δη­μοσιεύθηκε -κατά μεγάλο μέρος- στου C. Pozzo di Borgo, Correspondance diplomatique duComte Pozzo di Borgo et du comte de Nesselrode (1814-18), Paris 1890,97 βλ. ιδιαίτερα στον πρώτο τόμο, σ. 395-504 και στον δεύτερο σ. 94-566. Οι περισσότερες επιστολές δεν έχουν αξιοποιηθεί ακόμη σε ευρύτερη εργασία.

[xxii] R. Cisternes, Le Due de Richelieu, son action aux Conférences d’Axi la Chapelle, Paris, 1895, σ. 91.

[xxiii] C. Grünwald, Alexandre ler, le Tsar mystique, Paris, 1955, σ. 249.

[xxiv] Εκτός από τα σημαντικότερα υπομνήματα και τις εκθέσεις του για τα ελβετικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά ζητήματα, ο Καποδίστριας συνέταξε σημαντικότατα έγγραφα με αντικείμενο την κατάσταση και την εξέλιξη των πολωνικών, των ισπανικών και
των επτανησιακών υποθέσεων. Για τα υπομνήματα αυτά βλ. αναλυτικά (Αρχείο, Έκδοση, και Βιβλιογραφία) την εργασία μας «Βιβλιογραφία Ιωάννη Καποδίστρια 1776-1831»,στο Συμπλήρωμα της Βαλκανικής Βιβλιογραφίας (έκδοση Ι.Μ.Χ.Α.).

[xxv] Βλ. αντί άλλων Ε. Molden, Zur Geschichte des österreichisch russischen Gegen­satzes. Die Politik der europäischen Grossmächte und die Aachener Konferenzen, Wien, 1916, σ. 51-167.

[xxvi] Αρχεία Βιέννης, Russland III, Berichte 1820, Fsz. 23, ό.π.

[xxvii] Ό.π., Gesandtschaftsarchive, Kongresse von Troppau und Laibach (K. 60), Fol. 12-16.

[xxviii] Ό.π., St. K. Kongressakten, Troppau, Fsz. 38, Fol. 28-35. Αποσπάσματα αυτής της εγκυκλίου δημοσιεύτηκαν στου Π. Πετρίδης, Η διπλωματική, σ. 103-106.

[xxix] Το σημαντικότατο αυτό υπόμνημα παραμένει ανέκδοτο στα Αρχεία Βιέννης, St. Κ. Kongressakten, Troppau 1820, Fsz. 38, Fol. 32-48· αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στου Π. Πετρίδης, Η διπλωματική, σ. 109-112.

[xxx] Π. Πετρίδη, «Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια (1814-21)», Δελτ. Ε.Β.Ε.Θ. (1976), σ. 12. Η γενική ευρωπαϊκή πολιτική του Καποδίστρια, με πλήρη αξιο­ποίηση των πηγών που βρέθηκαν και βρίσκονται στα ξένα αρχεία, θα αποτελέσει το αντικείμενο μιας πληρέστερης και ευρύτερης εργασίας μας.

[xxxi] Εκτενέστερα για την ευρωπαϊκή πολιτική του Καποδίστρια στα χρόνια της παλι­νόρθωσης, βλ. Π. Πετρίδης, Η ευρωπαϊκή πολιτική του I. Καποδίστρια, Θέσεις και προ­τάσεις για μια προοδευτικότερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη 1814-1821, Αθήνα (1988).

  

Πηγή


  • Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «Ιωάννης Καποδίστριας / 170 χρόνια μετά 1827-1997», Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, Ναύπλιο, 1998.

 

Σχετικά θέματα:

    

Read Full Post »

Ζαΐμης Α. Θρασύβουλος (1825-1880)


 

 

Θρασύβουλος Ζαΐμης, έργο του Ερνέστου Κάρτερ (1924-1992).

Πολιτικός της πρώτης μετεπαναστατικής γενιάς, γόνος της μεγάλης οικογένειας προκρίτων και πολιτικών της Πελοποννήσου. Πρωθυπουργός. Ήταν γιος του ση­μαντικού ήρωα της Επανάστασης Ανδρέα Ζαΐμη και εξάδελφος του πολιτι­κού Παναγιώτη Ζαΐμη. Γεννήθηκε στην Κερπενή των Καλαβρύτων το 1825 και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία. Ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πολιτικός. Στη γενική πολιτική του στάση και νοοτροπία αποστρεφόταν τη δημα­γωγία και την κολακεία. Υποστήριζε αρκετά φιλελεύθερες για την εποχή του πολιτικές αντιλήψεις και ήταν σταθερός υπερασπιστής του κοινοβουλευτισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και συγκρούστηκε με το Δημήτριο Βούλγαρη, όταν ο τελευταίος επιχείρησε να παραβιάσει βασικές πολιτικές ελευθερίες και την ίδια την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Διέθετε υψηλό πολιτικό ήθος, μετριο­πάθεια, διαλλακτικότητα και σύνεση. Συχνά υπερέβαινε τα στενά πλαίσια του όποιου κομματικού συμφέροντος.

Υπηρέτησε αρχικά ως στέλεχος στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά δεν άργησε να αναδειχθεί και σε ανώτερες θέσεις. Έτσι, έγινε υπουργός Εκκλη­σιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (1859) σε ηλικία μόλις 34 ετών. Ξεκίνησε νέος την πολιτική του σταδιοδρομία εκλεγόμενος συνεχώς βου­λευτής Καλαβρύτων σε 12 εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ των ετών 1850-1880. Διετέλεσε συνολικά πρωθυπουργός για διάστημα ενός έτους και επτά μηνών, υπουργός περισσότερο από δύο χρόνια και πρόεδρος της Βουλής περίπου ενάμιση χρόνο συνολικά. Διετέλεσε επτά φορές υπουργός κατά την περίοδο 1859-1878. Το 1860 ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Αθανάσιου Μιαούλη. Από τη θέση αυτή παραιτήθηκε διαφωνώντας με τον Όθωνα για το βαυαρικό δάνειο και για την καθυστέρηση της ψήφισης Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1862, μετά την έξωση του Όθωνα και αφού είχε πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του, έγινε υπουργός Εξωτερικών στην «επαναστατική τριανδρία» των Δημήτριου Βούλγαρη, Κωνσταντίνου Κανά­ρη και Μπενιζέλου Ρούφου.

Τον Απρίλιο του 1863, μετά την ανακήρυξη του Δανού πρίγκιπα Γεωργί­ου ως βασιλιά των Ελλήνων από την Εθνοσυνέλευση, ο Ζαΐμης συμμετείχε στην τριμελή αντιπροσωπεία που πήγε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει το στέμμα της Ελλάδας στο νέο μονάρχη. Τα άλλα δύο μέλη της αντιπροσωπεί­ας, τα οποία επίσης συμμετείχαν -αν και όχι με τη μεγαλύτερη δυνατή απο­τελεσματικότητα- στις διαπραγματεύσεις για τον τελικό διακανονισμό των όρων αποδοχής του στέμματος από το Δανό πρίγκιπα, ήταν οι Κωνσταντίνος Κανάρης και Δημήτριος Γρίβας. Το 1864 ενήργησε, επίσης, ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης για την παράδοση στην Ελλάδα και την ενσωμά­τωση στον εθνικό κορμό των Επτανήσων.

Μετά την άφιξη του Γεωργίου Α’, ο Ζαΐμης πρωταγωνίστησε από το 1863 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1870 μαζί με τους πολιτικούς του αντιπά­λους -και ηγέτες κομμάτων- Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, Δημήτριο Βούλγα­ρη και Επαμεινώνδα Δεληγεώργη στις πολιτικές διαμάχες της περιόδου. Το κόμμα του, αν και διέθετε λιγοστούς βουλευτές, άσκησε σημαντική επιρροή στις συζητήσεις που έγιναν για το νέο Σύνταγμα του 1864. Μάλιστα, οι «ζαϊμικοί» βουλευτές υποστήριζαν τη σύσταση δεύτερου νομοθετικού σώματος, παράλληλου με τη Βουλή, ορισμένα μέλη του οποίου θα διορίζονταν και δε θα εκλέγονταν.

Θρασύβουλος Ζαίμης

Αν και χαρακτηριζόταν από μετριοπάθεια στις πολιτικές αντιλήψεις και τους προσανατολισμούς του στο πεδίο των αντιπαραθέσεων μεταξύ των λεγόμενων ορεινών και πεδινών, ο Ζαΐμης είχε ήδη από το 1863 προσχωρή­σει στους περισσότερο ριζοσπάστες ορεινούς, τοποθετούμενος πολιτικά πλησιέστερα στον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Την περίοδο αυτή μαζί με τους Κουμουνδούρο, Βούλγαρη και Δεληγεώργη διαδεχόταν ο ένας τον άλλον στην πρωθυπουργία, καθώς κλιμακώνονταν οι επεμβάσεις στην πολιτική δια­δικασία από μέρους του Στέμματος, ενώ δεν απουσίαζε και η εκτροπή από τον ομαλό πολιτικό βίο. Αυτά ήταν ορισμένα από τα βασικά γνωρίσματα της περιόδου πριν από τη δυναμική είσοδο του Χαρίλαου Τρικούπη στο πολιτι­κό προσκήνιο τη δεκαετία του 1870. Το κόμμα του Ζαΐμη, όπως και των αντι­πάλων του, ήταν ουσιαστικά μια προσωποπαγής ομάδα που συνέχιζε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την παράδοση του λεγόμενου «πελατειακού συστήμα­τος» χωρίς να καταφέρει, να μετατραπεί σε «κόμμα αρχών».

To 1864 ανέλαβε  το Υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Κανάρη, η οποία ανήκε στο θεωρούμενο ως περισσότερο ριζοσπαστικό και προοδευτι­κό κοινοβουλευτικό συνασπισμό των ορεινών. Την ίδια θέση κατέλαβε και το 1865 στη σύντομης θητείας κυβέρνηση Δεληγεώργη. Το 1877 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον ναύαρχο Κανάρη, ενώ συμμετείχε, το 1878, στην πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη ως υπουργός Εσωτερικών και Δικαιοσύνης.

Ως πρωθυπουργός ανέλαβε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1869 μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Βούλγαρη, η οποία έτσι απέφυγε να επωμιστεί το πολιτικό κόστος της ήττας μετά την καταστολή της Κρητικής επανάστασης του 1866. Η πρωθυπουργική του θητεία υπήρξε μάλιστα αρκε­τά μακροχρόνια για τα δεδομένα της εποχής. Ο Ζαΐμης κράτησε τότε ρεαλι­στική στάση και αποδέχθηκε τους επιβληθέντες όρους ειρήνευσης, δημιουρ­γώντας τις προϋποθέσεις για την αναγκαία σε εκείνη τη φάση αποκατάστα­ση των σχέσεων του ελληνικού κράτους με την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Κερδίζοντας μάλιστα τις σχετικά αδιάβλητες εκλογές του Μαΐου της ίδιας χρονιάς, διατηρήθηκε στην πρωθυπουργία έως τον Ιούλιο του 1870, όταν ο Γεώργιος Α’ τον ανάγκασε σε παραίτηση και μάλιστα κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Στην περίοδο της πρωθυπουργίας του αντιμετώπισε με υψηλό αίσθημα ευθύνης το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής σχετικά με το λεγόμενο «ατιμωτικό πρωτόκολλο» των Παρισίων, αγνοώντας το κόστος που είχε η στάση του στη δημοτικότητά του. Ασχολήθηκε παράλληλα με την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας και με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς -χαρα­κτηριστικά αναφέρονται η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Πειραιά και η αγορά του πολεμικού πλοίου «Βασίλισσα Όλγα».

Το Νοέμβριο του 1869 υπέβαλε στη Βουλή πρόταση νόμου σχετικά με την οργάνωση εθνικών δυνάμεων για την καταστολή της ληστείας. Όμως, όχι μόνο απορρίφθηκε το νομοσχέδιο, αλλά τους επόμενους μήνες είχε να αντι­μετωπίσει και τις συνέπειες από τη σφαγή ξένων επισήμων ταξιδιωτών από ληστές στο Δήλεσι. Το γεγονός αυτό πήρε μεγάλες διαστάσεις, εκθέτοντας διεθνώς τόσο την κυβέρνηση όσο και την ίδια τη χώρα. Στάθηκε μάλιστα η αφορμή για την παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη. Η δεύτερη κυβέρνηση υπό την προεδρία του, το 1871, ήταν εξαιρετικά σύντομη. Διήρκεσε έως τα Χριστούγεννα του 1871. Σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας διατήρησε την εξουσία για λιγότερο από δύο μήνες, αφού απέτυχε να αποσπάσει την υπο­στήριξη αμιγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, κυρίως εξαιτίας του θέμα­τος της παροχής άδειας λειτουργίας ορυχείου σε γαλλο-ιταλική εταιρεία.

Το 1872, στις έντονες συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο Κοινοβούλιο, τήρησε μετριοπαθή στάση σχετικά με την παραπομπή σε δίκη του παραιτη­θέντος πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, τον οποίο κατηγορούσαν για κατάχρηση εξουσίας και επιβολή στρατοκρατίας. Αντί της άμεσης παραπομπής σε δίκη, πρότεινε τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής. Μετριοπαθή στάση τήρησε και στο θέμα της κοινοβουλευτικής αρχής του πολιτεύματος. Πίστευε στη διατήρηση του θεσμού της μοναρχίας. Απέφευγε να αντιπαραταχθεί άμεσα στο Στέμμα και επιχειρούσε, στη διάρκεια των σχετικών συζητήσε­ων την περίοδο του 1874-1875, να μετριάσει την ένταση των αντιπαραθέσεων με τα Ανάκτορα. Πρόεδρος της Βουλής εξελέγη τέσσερις φορές μεταξύ των ετών 1855-1877. Η πρώτη θητεία του εκτείνεται στην περίοδο 2 Φεβρουαρίου – 25 Οκτω­βρίου 1855. Εκλέχθηκε με 68 ψήφους έναντι δύο λευκών.

Στις 30 Οκτωβρίου 1860 εκλέχθηκε για δεύτερη φορά με 62 ψήφους έναντι 50 του Δημήτριου Καλλιφρονά, υποψήφιου της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Αθανάσιου Μιαού­λη. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξελέγη στο αξίωμα αυτό μολονότι ανήκε στην τότε αντιπολίτευση και παρά τις αυλικές πιέσεις προς τους βουλευτές να τον καταψηφίσουν. Παρέμεινε, ωστόσο, στη θέση του μόλις δύο εβδομάδες, έως τις 16 Νοεμβρίου 1860 καθώς η εκλογή του οδήγησε σε διάλυση της Βουλής από τα Ανάκτορα. Ο Ζαΐμης τότε προσχώρησε άμεσα στην αντιπολίτευση που σχεδίαζε την ανατροπή του Όθωνα, συνεργαζόμενος με το Μπενιζέλο Ρούφο και το Δημήτριο Βούλγαρη. Η ροή των γεγονότων οδήγησε μεσοπρό­θεσμα -δύο χρόνια αργότερα- στην πτώση της βαυαρικής δυναστείας.

Εξελέγη για τρίτη φορά πρόεδρος της Βουλής στις 30 Ιανουαρίου 1874 (για τρεις μήνες, έως τις 25 Απριλίου της ίδιας χρονιάς). Όπως και το 1860, υπερίσχυσε του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη με ψήφους 87 έναντι 72, αν και ανήκε στην αντιπολίτευση. Η εκλογή του αυτή στάθηκε η αφορμή να ξεκινή­σει ένας κύκλος πολιτικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για το ζήτημα της κοινοβουλευτικής αρχής του πολιτεύματος και του ρόλου του Στέμματος. Για τέταρτη και τελευταία φορά αναδείχθηκε πρόεδρος της Βουλής με 131 ψήφους, στις 4 Οκτωβρίου 1876, διαδεχόμενος τον Αλέξανδρο Κουμουνδού­ρο που στο μεταξύ έγινε πρωθυπουργός. Η θητεία του ολοκληρώθηκε στις 18 Μαρτίου 1877. Ήταν παντρεμένος  με την Ελένη Μουρούζη. Γιος του ήταν και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρόεδρος της βουλής, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς το 1880 σε ηλικία μόλις 55 ετών.

  

Πηγή


  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ιατρός Μιχαήλ (1779;-1868)


 

Ο Μιχαήλ Ιατρός ήταν αγωνιστής του 1821, πολιτικός, οικονομικός παράγοντας, δημοτικός άρχοντας και μέγας δωρητής της πόλης του Ναυπλίου. Καταγόταν από κλάδο των Μεδίκων της Φλωρεντίας, που εγκαταστάθηκε στη Μάνη (πριν ή – κατ’ άλλους- μετά τα Ορλωφικά, 1769-1770) και εξελλήνισε το επώνυμό του σε Ιατρός ή Ιατρόπουλος.

Μιχαήλ Ιατρός, ελαιογραφία Δ. Τσόκου, 1848, συλλογή Κ. Κ. Σπηλιωτάκης.

Γεννήθηκε στο χωριό Λογκανίκο της Λακωνίας γύρω στο 1779. Από τις επιχειρήσεις του (εμπόριο, μεταξοβιομηχανία, ναυτιλία, τραπεζικές εργασίες) απέκτησε μεγάλη περιουσία. Μόλις κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821 διέθεσε χρήματα και το πλοίο του για τις ανάγκες του Αγώνα και αργότερα πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ασχολήθηκε επίσης με τα κοινά και διετέλεσε εκπρόσωπος των Υδραίων στη Συνέλευση της Ζαράκοβας (Ιούλιος 1821) και βουλευτής Μυστρά το 1824. Ανέλαβε με επιτυχία εμπιστευτικές αποστολές και ήταν σχεδόν πάντοτε μέλος επιτροπών που είχαν σχέση με οικονομικά θέματα.

Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όταν έφθασε εκεί ο Καποδίστριας, αλλά δεν δέχθηκε διάφορες κυβερνητικές θέσεις που του πρότεινε ο Κυβερνήτης. Διετέλεσε μέλος της επιτροπής σύστασης σχολείου στην πόλη (1832), Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου το 1835-1837, Δημοτικός Σύμβουλος το 1837-1842, Βουλευτής Ναυπλίας το 1844-50 και κατόπιν αντιπρόεδρος της Βουλής και αντιπρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου.  

Έλαβε ενεργό μέρος στη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ήταν πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής (1862) και πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, που συνήλθε στην Αθήνα τον ίδιο χρόνο, λίγο μετά την έξωση του Όθωνα. Ο Μιχαήλ Ιατρός είχε μεγάλη κτηματική περιουσία σε διάφορες περιοχές. Με τη διαθήκη του άφησε ακίνητα στο Ναύπλιο, στην ιδιαίτερη πατρίδα του κ.α.

Οι μεγάλες δωρεές του στο Ναύπλιο είναι δύο: η Αγία Μονή και το Νεκροταφείο. Σκοπός της δωρεάς του στην Αγία Μονή ήταν η ανασύσταση του τότε ερειπωμένου μοναστηριού. Το κληροδότημα συμπεριελάμβανε όλα τα κτήματα γύρω από τη Μονή, ιδιοκτησίας του δωρητή.  

Σχετικά με τη δεύτερη δωρεά του αναφέρεται το εξής: Κάποια μέρα, που έκανε έφιππος περίπατο στην εξοχή με την κόρη του, βρέθηκαν εμπρός σε ένα άταφο πτώμα που το κατασπάρασσαν τα όρνια. Επειδή αυτό έκανε φοβερή εντύπωση στην κοπέλα, ο Μιχαήλ Ιατρός αποφάσισε να δωρίσει έκταση για νεκροταφείο, για να μη ξαναπαρουσιαστεί στο μέλλον η μακάβρια αυτή σκηνή. Στη δωρεά του, εκτός από την έκταση αυτή, περιλαμβανόταν η περιτοίχισή της και ο μικρός ναός των Ταξιαρχών. Η κατασκευή άρχισε το 1848 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1852. Αργότερα, το 1856, μετέφερε στη σημερινή του θέση το νεκροταφείο των Χριστιανών από την περιοχή που είχαν διαθέσει γι’ αυτό οι Τούρκοι στην Πρόνοια, κοντά στον (τότε) μικρό ναό των Αγίων Πάντων.

Ο Μιχαήλ Ιατρός παντρεύτηκε τη Μαγδαληνή (Χατζή) Νικολάου Σέκερη († Άργος 1871) και απέκτησε δύο γιούς, τους Αναστάσιο και Παναγιώτη, και τρεις κόρες, τις Μαρία ή Μαριγώ, Φλωρεντία και Ελένη. Ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ο Ιατρός ασθένησε με συμπτώματα αιματουρίας και στις 14 Οκτωβρίου 1868, ενενήντα σχεδόν χρόνων, πέθανε στην Αθήνα  στο οικοδόμημα του μεταξουργείου, που είχε ιδρύσει με τον Κωνσταντίνο Δουρούτη, σύζυγο της κόρης του Ελένης, στην οδό Γιατράκου (το κτίριο σώζεται μέχρι σήμερα στη συνοικία Μεταξουργείου).

Αμέσως μετά το θάνατό του, του απονεμήθηκε ο Χρυσούς Σταυρός του Σωτήρος. Το σπίτι και το γραφείο του στο Ναύπλιο βρίσκονταν στο άκρο της σημερινής Λεωφόρου Αμαλίας, αλλά κάηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο Κιβέρι σώζεται το εξοχικό του σπίτι.

 

Πηγές


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Κ. Κ. Σπηλιωτάκης, «Αρχείον Μιχαήλ Ιατρού 1802-1893», τετράδια εργασίας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 1983.

 

Read Full Post »

Μιαούλης Αθανάσιος (1815- 1867)


 

Αθανάσιος Μιαούλης

Αθανάσιος Μιαούλης: Στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν πέμπτος γιος του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (1815-1867). Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1815 και ως υπότροφος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου. Υπηρέτησε στο αγγλικό ναυτικό, μετά στο ελληνικό και αργότερα διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα. Εισήρθε στην πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Ύδρας το Σεπτέμβριο του 1855.

Στην Κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη, ανέλαβε το υπουργείο των Ναυτικών το 1855. Μετά την παραίτηση του Βούλγαρη ανέλαβε ως πρωθυπουργός. Ήταν αφοσιωμένος στο θρόνο αλλά επί της πρωθυπουργίας του (13 Νοεμβρίου 1857 – 26 Μαΐου 1862), άρχισαν να πυκνώνουν οι λαϊκές εκδηλώσεις κατά του Όθωνα, των οποίων αποκορύφωμα υπήρξε η Ναυπλιακή επανάσταση.

Κατέστειλε μεν την επανάσταση αλλά αμέσως μετά υπέβαλε την παραίτησή του και παρέδωσε την εξουσία στον τελευταίο πρωθυπουργό του Όθωνα, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Έκτοτε δεν διαδραμάτισε κανένα πολιτικό ρόλο. Με την εκθρόνιση του Όθωνα αναγκάστηκε να εκπατρισθεί και επανήλθε μετά την άνοδο του Γεωργίου Α΄ στον Ελληνικό θρόνο.  Πέθανε το 1867 στο Παρίσι.

 

Πηγή


  • Σπύρος Β. Μαρκεζίνης, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964», τόμος 1ος,  Εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1966.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Παπαζαφειρόπουλος Ιωάννης (1829-1879)


 

Προκήρυξη της Κυβέρνησης Βάλβη (1863), η οποία αναγορεύει Συνταγματικό Βασιλέα τον Γεώργιο Α'. Φέρει την υπογραφή του Ιωάννη Παπαζαφειρόπουλου.

Ο Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1829. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και τη Λειψία. Το 1862 ήταν δικηγόρος στο Ναύπλιο. Φανατικός αντιμοναρχικός, πήρε μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Μετά την αποτυχία της εξορίστηκε και μέχρι την Οκτωβριανή επανάσταση διέμεινε στην Αλεξάνδρεια.

Όταν επανήλθε, μετά την έξωση του Όθωνα, αναδείχτηκε πληρεξούσιος της Τρίπολης στην Συνέλευση της Αθήνας, όπου, νεότατος, αναρριχήθηκε στην θέση του υπουργού Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Ζηνοβίου Βάλβη (1863) και στην Κυβέρνηση Θρασύβουλου Ζαΐμη (1871). Έκτοτε αντιπροσώπευε διαρκώς την επαρχία του στη Βουλή. Ο Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος υπήρξε ένα από τα επιφανέστερα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου και απολάμβανε της αγάπης όσων των γνώριζαν. Πέθανε στην Τρίπολη στις 5 Αυγούστου 1879 από τυφοειδή πυρετό.

  

Πηγές


  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ. 
  • Δελτίον της Εστίας – αριθ. 137, 12 Αυγούστου 1879.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »