Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου’

Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017)


 

Ο ένατος τόμος των Ναυπλιακών Αναλέκτων περιλαμβάνει τα πρακτικά του συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο, το 2015, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 300 χρόνων από την πτώση του Ναυπλίου στους Τούρκους, το τέλος της βενετοκρατίας και γενικότερα της παρουσίας δυτικών κυριάρχων στην Πελοπόννησο.

«Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά(επ. επιμ.) Ευτυχία Λιάτα. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2016), έκδ. Δήμος Ναυπλιέων – Πνευματικό Ίδρυμα «Ι. Καποδίστριας», Ναύπλιο, 2017.

 

Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017)

 

Περιεχόμενα τόμου

 

  • Ευτυχία Δ. Λιάτα, Από την πρώτη στη δεύτερη βενετοκρατία: επισημάνσεις, σ. 29-40.
  • Μαρίνα Κουμανούδη, Επαμφοτερισμοί της Κυριάρχου στο Κράτος της Θάλασσας. Η διοίκηση του Ναυπλίου κατά την πρώτη βενετοκρατία (1388-1540),  σ. 41-82.
  • Αγγελική Τζαβάρα, Αρχειακές μαρτυρίες για το εμπόριο της σταφίδας στην περιοχή του Ναυπλίου (14ος-15ος αι.), σ. 83-100.
  • Κατερίνα Β. Κορρέ, Η Napoli di Romania των stradioti (15ος-16ος αι.): πώς ο αγώνας για την κατοχή του χώρου μετασχηματίζεται σε πατρίδα, σ. 101-118.
  • Χρήστος Τσενές, Οι Greghesche του 16ου αι., σ. 119-122.
  • Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Κοινωνία, κοινότητα και συγκρότηση ταυτοτήτων στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο δύο εποχών (1389-1540, 1686-1715), σ. 125-144.
  • Χρύσα Μαλτέζου, Προσωπογραφικά του Ναυπλίου την εποχή της βενετοκρατίας, σ. 145-154.
  • Κώστας Τσικνάκης, Το Ναύπλιο και τα σχέδια κατάληψής του στις παραμονές του τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου (1570-1573), σ. 155-175.
  • Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, Λόγιοι και χρονογράφοι, σ. 179-210.
  • Σωτήρης Κουτμάνης, Ναυπλιώτες στη Βενετία (16ος ‒ αρχές 18ου αι.). Η κοινότητα της διασποράς ως τοπική ιστορία, σ. 211-219.
  • Σπύρος Θ. Τακτικός, Η υπηρεσία της Δημόσιας Σιταποθήκης στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο (τέλη 17ου ‒ αρχές 18ου αι.), σ. 223-236.
  • Κατερίνα Κωνσταντινίδου, Νοσοκομειακοί θεσμοί στο βενετικό Ναύπλιο, σ. 237-256.
  • Αλέξης Μάλλιαρης, Η πόλη του Ναυπλίου κατά τη δεύτερη βενετική περίοδο (1686-1715), σ. 257-267.
  • Δέσποινα Στεφ. Μιχάλαγα, Εκκλησιαστικά του Ναυπλίου. Η Λατινική Αρχιεπισκοπή, σ. 271-286.
  • Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Στοιχεία της καθημερινότητας από το Ναύπλιο της δεύτερης βενετοκρατίας, σ. 287-298.
  • Ιωάννα Στεριώτου, Οι οχυρώσεις του Ναυπλίου: διαχρονικός οδηγός για την ανάπτυξη του συστήματος των προμαχώνων (15ος-18ος αι.), σ. 301-312.
  • Αφροδίτη Κούρια, Οπτικές μαρτυρίες για το Ναύπλιο των Βενετών. Εικονογραφικά και μορφολογικά ζητήματα, σ. 313-326.
  • Δημήτριος Χ. Γεωργόπουλος, Η πολιορκία του Ναυπλίου το 1686 κατά Thomas Gaudiello (1688), σ. 327-330.
  • Αναστασία Βασιλείου, Κεραμική ιταλικών εργαστηρίων στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο, σ. 331-348.
  • Αγγελική Πανοπούλου, Το territorio του Ναυπλίου: Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου ‒ αρχές 18ου αι.), σ. 351-370.
  • Μαρία Βελιώτη, Ανταποκρίσεις των Γάλλων Προξένων περί Ναυπλίου (1692-1715)», σ. 371-384.

 

Μπορείτε να διαβάσετε την έκδοση σε μορφή pdf: Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017)

 

Read Full Post »

Πηγαίνοντας για ψώνια στο Ναύπλιο το 1834 – Ρεγγίνα Quack- Μανουσάκη, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

[…] Η πηγή την οποία θα ήθελα να σας παρουσιάσω, δεν είναι άγνωστη. Πρόκειται για τις επιστολές που έγραψε η νεαρή Γερμανίδα Bettina von Savigny-Σχινά (1805-1835) στους γονείς της στο Βερολίνο το 1834 και το 1835, δηλαδή τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Η Bettina ήταν κόρη του καθηγητή πανεπιστημίου και παγκόσμιας φήμης ιδρυτή της «Ιστο­ρικής Σχολής του Δικαίου» στο Βερολίνο Friedrich Carl von Savigny (1779- 1861). Στο σπίτι του πατέρα της η Bettina γνώρισε τον μελλοντικό σύζυγό της, τον Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857), που ήταν φοιτητής του von Savigny κατά τα έτη 1824-1825. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1834, το ζεύγος Σχινά παντρεύτηκε στην Αγκώνα και από εκεί ήλθε στο Ναύπλιο. Οι επιστολές της Bettina είναι δημοσιευμένες σε ένα ογκώδες βιβλίο με πολύ ωραία εικονογράφηση που εκδόθηκε το 2002 στο Münster της Γερμανίας […]

Από την αρχή η Bettina δηλώνει ότι μπορεί κανείς να βρει τα πάντα στο Ναύπλιο, μόνο που όλα είναι λίγο πιο ακριβά σε σχέση με το Βερολίνο, πράγμα το οποίο η Bettina αποδίδει στο ύψος των δασμών. Σχετικά με τους δασμούς αναφέρει την εξής λεπτομέρεια: «Αν τα ασημικά μου και τα λινά μου φτάσουν πριν από το Νέο Έτος, πρέπει να τα εκτελωνίσω. Μετά θα αλλάξουν οι νόμοι. Βιβλία κ.τ.λ. είναι ελεύθερα».

 

Bettina Savigny 1805-1835 – Leben in Griechenland 1834 und 1835 (εμπροσθόφυλλο)

 

Απευθυνόμενη προς τη μητέρα της, η Bettina λέει ότι καταγράφει τις τιμές γι’ αυτήν, διότι δεν μπορεί να πάει για ψώνια μαζί της, εδώ στο Ναύπλιο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μητέρα της Bettina κυρία von Savigny, όταν πήγαινε για ψώνια, φρόντιζε να προσέχει ιδιαίτερα τις τιμές. Η Bettina λυπάται, επίσης, διότι η μητέρα της δεν μπορεί να τη συνοδεύσει, διότι «τα ψώνια στο Ναύπλιο», λέει, είναι «μια αληθινή χαρά», αφού οι καταστηματάρχες είναι πολύ ευγενικοί και βρίσκει κανείς ακόμα και εξωτικά προϊόντα.

Διαφορετικό ύφος από την προαναφερθείσα αναφορά προς τη βαυα­ρική Αυλή έχει και μια άλλη παρατήρηση της Bettina. Γράφει κατά λέξη:

«Βρίσκεις εδώ Γερμανούς, Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους, Έλληνες και Ιταλούς εμπόρους. Τα καταστήματα είναι πολύ ευρύχωρα και πιο καλά εφοδιασμένα απ’ ό,τι περίμενα. Οι οίκοι Arnous, Leffmann, Feldheim, Gerold, Josty, Stobwasser έχουν όλοι αντιπροσωπίες εδώ. Και για τον μπαμπούλη μου έχει επίσης ένα ευφραντικό του οίκου Selke.» [Όλα τα παραπάνω είναι ονόματα γνωστών βερολινέζικων οινοπωλείων.] Και η Bettina συνεχίζει: «Εάν κάποιο προϊόν δεν ζητιέται τακτικά, έτσι ώστε να το παραγγέλλουν μόνο σε μικρή ποσότητα, μπορεί να λείψει καμία φορά, αλλά οτιδήποτε παραγγείλεις, φτάνει αρκετά γρήγορα, ιδιαίτερα όταν έρχεται από τη Γαλλία».

Περίπου αντίστοιχα με το συγγραφέα της αναφοράς για την οποία έγινε λόγος, η Bettina γράφει και τα ακόλουθα: «Αυτά που λείπουν είναι τα έπιπλα. Όταν φτάνει ένα πλοίο γεμάτο έπιπλα, αδειάζει πολύ γρήγορα λόγω της γενικής ζήτησης. Το κόστος της μεταφοράς και των δασμών είναι πολύ υψηλό, έτσι ώστε τα πράγματα να είναι πιο ακριβά απ’ ό,τι σε μας. Αλλά υπάρχουν και πολλά πράγματα που δεν είναι πιο ακριβά».

Στη συνέχεια η Bettina παραθέτει, σχεδόν τηλεγραφικά και κάπως ανακατεμένα, σωρεία προϊόντων με τις αντίστοιχες τιμές:

Ο πήχης είναι το μέτρο που χρησιμοποιούν εδώ. Είναι, όπως μου φαίνεται, λίγο πιο κοντός από τον πήχη του Βερολίνου, αλλά θα το επιβεβαιώσω, όταν θα φτάσει το δικό μου μέτρο. Ένας πήχης μουσελίνας για κουρτίνες διυφασμένης με πολύχρωμα λουλούδια: 1-2 δρχ. Αυτή με 2 δρχ. είναι όπως η πιο μοντέρνα στον οίκο Siegmund [στο Βερολίνο]. Λινοβάμβακο πολυ­τελείας για φορέματα: 65, 70, 80, ή και 90 λεπτά, της τελευταίας μόδας. Ολλανδικό λινό πανί: λίγο πιο ακριβό απ’ ό,τι σε μας.

Στο σημείο αυτό, που γίνεται λόγος για υφάσματα, θα ήθελα να προσθέσω μια μικρή παράγραφο που βρίσκεται σε ένα άλλο σημείο της ίδιας μακράς επι­στολής: Κάποιος εξήγησε στη Bettina πώς ράβεται η φουστανέλα [η άσπρη φούστα, όπως διευκρινίζει προς τους γονείς της] και πόσο κοστίζει:

Η φουστανέλα αποτελείται από 400 λωρίδες που είναι κομμένες λοξά και έχουν κάτω το φάρδος ενός τέταρτου του πήχη περίπου [= 16 εκατοστά του μέτρου] και επάνω το φάρδος ενός αντίχειρα [= 2 εκατοστά περίπου]. Η αμοιβή για το ράφτη είναι η εξής: Κάθε ραφή, ανάλογα με την ποιότητα του υφάσματος: 4-10 λεπτά (600 λεπτά= 1 κολονάτα). [Δηλαδή μια φουστανέ­λα κόστιζε, μόνο για το ράψιμο, από 16 μέχρι 40 δρχ.]

Στο τέλος η Bettina προσθέτει:

Οι φούστες των πιο φτωχών ίσως αποτελούνται μόνο από 200 ραφές…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας  Ρεγγίνας Quack – Μανουσάκη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Πηγαίνοντας για ψώνια στο Ναύπλιο το 1834.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ναύπλιο: Από την Τειχισμένη Μεσαιωνική Πόλη στην Ανοικτή Πόλη του 19ου αιώνα (1828-1870) – Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

«Όμως αυτό το κάστρο, όπου ευρίσκεται εις το Ανάπλι, το οποίον ονομάζεται των Τόρων, ήτο πέτρα βουνόπουλον, το οποίον φαίνεται εις την σήμερον, έρημον, χωρίς κανένα κτίσμα και ήταν η ευεργεσία των αρχόντων […] πλην η κάτω χώρα τ’ Αναπλιού όπου φαίνεται την σήμερον κτισμένη γύρωθεν, την έκτισαν οι Βενετσάνοι με τείχη σίγουρα και στερεά». Ποια άλλη περιγραφή μπορεί να δώσει με τόση δύναμη κι ομορφιά την εικόνα της χερσονήσου μέχρι τα τέλη περίπου της φραγκικής κυριαρχίας (1212-1389) από αυτή του Μητροπολίτη Μονεμβασίας Δωρόθεου στο περίφημο «Χρονικό» του (1631). Τ’ Ανάπλι «ήτο πέτρα βουνόπουλον». Μια πέτρα απόκρημνη και απρόσιτη από το νότο και τη δύση, προσιτή από το βορρά, απ’ όπου κατηφόριζε ομαλότερα προς τη θάλασσα μέχρι τις παρυφές του λόφου, εκεί όπου σήμερα εί­ναι ο Ψαρομαχαλάς «χωρίς κανένα κτίσμα». Την κάτω χώρα, την κάτω πόλη, την έκτισαν σταδιακά οι Βενετσιάνοι επεκτείνοντας την ξηρά με συνεχείς προσχώσεις, έως ότου αποκτήσει τη σημερινή της μορφή, ή σχεδόν τη σημερινή της μορφή:

 

Ο αφέντης του τόπου ήγουν ο Βενετσάνος με τον λαόν ομού του Αναπλίου έκαμαν πάσαν οικονομίαν και έκτισαν τριγύρου τείχη καθώς φαίνονται έως την σήμερον· και μέσα όπου ήταν η θάλασσα έως κάτω εις την ρίζαν των κάστρων των βουνών έκαμαν πάσαν τέχνην και έβγαλαν την θάλασσαν, δι­ότι ήταν ολίγη και έρριψαν χώμα πολύ και εκαταπλάκωσαν την θάλασσαν, και έκτισαν επάνω σπίτια […] σπίτια εύμορφα […] και εγέμισεν ο τόπος εκκλησίαις και οσπίτια, όπου τα έχουν μέσα τα τείχη περιπεπλεγμένα και έκαμαν και Παλάτι του Αφεντός και Φόρον, διότι εις την κάτω χώραν ήταν ολίγα οσπίτια κτισμένα εκεί όπου ήταν ξηρά.

Η μορφή που παίρνει ο πολεοδομικός ιστός της πόλης στα επόμενα χρόνια, η κλίμακα, η έκταση και η όλη συγκρότησή του γενικότερα, εξαρτάται άμεσα από την ιδιαίτερη τοπογραφία της χερσονήσου και τα δύο μεγάλα της κάστρα: την Ακροναυπλία, της οποίας ίχνη των πρώτων οχυρώσεων των προχριστια­νικών χρόνων συναντάμε στη βάση των ενετικών τειχών, και το πολύ νεότερο κάστρο του Παλαμηδίου, που κτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα.

Η οχύρωση του Ναυπλίου ακολουθεί, όπως είναι φυσικό, το βενετσιάνι­κο μοντέλο της οχυρωμένης χερσονήσου. Ένα εξαιρετικά καλά οχυρωμένο κάστρο στην κορυφή, το οποίο από κατοικία του άρχοντα και των ευγενών σταδιακά μεταβάλλεται σε στρατιωτικές, και μόνο, εγκαταστάσεις, η τάφρος που αποκόπτει τη χερσόνησο από την ξηρά, ώστε να εξασφαλίζεται ο έλεγχος εισόδου στην πόλη, και τα επιθαλάσσια τείχη. Αυτά σε πρώτη φάση ταυτίζονται με τα τείχη του ίδιου του κάστρου της Ακροναυπλίας, για να καταλήξουν μετά τις επιμελημένες προσχώσεις χαμηλά, κοντά στη νέα ακτογραμμή. Προμαχώνες και πύργοι προστατεύουν τόσο την Πύλη της Ξηράς, εκεί όπου βρίσκεται η τάφρος, όσο και τις τρεις άλλες πύλες της πόλης, την Πύλη του Γιαλού, την Πύλη της Πλατείας και την Πύλη των Φούρνων.

 

Ναύπλιο – Η πύλη της Ξηράς, c.1840. Drawing, pencil & watercolour on paper. Ανυπόγραφο.

 

Η οχύρωση της πόλης της Α΄ Βενετοκρατίας συμπληρώνεται με ένα πρώτο τεχνητό λιμενοβραχίονα στη βορειοδυτική γωνία της Ακροναυπλίας και τον Προμαχώνα των Πέντε Αδελφιών. Οχυρώνεται τότε για πρώτη φορά το Μπούρτζι (Καστέλι) στο νησάκι στ’ αριστερά του λιμανιού, ώστε να προστατεύει την είσοδο του λιμανιού (porto cadena).

Η επόμενη οχυρωματική φάση χρονολογείται στην περίοδο της Β΄ Βενε­τοκρατίας (1686-1715) με την οχύρωση του Παλαμηδίου: οκτώ αυτοδύναμοι προμαχώνες που αλληλοϋποστηρίζονται, αλλά και αλληλοπροσβάλλονται, αν χρειαστεί. Η κατοίκηση της Ακροναυπλίας απαγορεύεται. Η κάτω πόλη αποκτά τη μορφή που διατηρούσε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα δύο όρια, λοιπόν, η Ακροναυπλία προς νότο και η θάλασσα προς βορρά, και κατά πολύ λιγότερο το Παλαμήδι και η πέραν της Πύλης της Ξηράς στεριά καθορίζουν το σχήμα της κάτω πόλης, ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο περίπου, το οποίο εκφυλίζεται σε μια τραπεζοειδή απόληξη προς δυσμάς. Η πόλη, δηλαδή, βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο φυσικά όρια-εμπόδια που καθορίζουν και το μέγιστο όριο της συνολικής της έκτασης.

Μέσα σ’ αυτά τα όρια διαμορφώνεται η κάτω πόλη. Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς σήμερα τρεις παράλληλες σ’ αυτήν ζώνες. Μία πρώτη που ξεκινά από τα τείχη της Ακροναυπλίας και φθάνει μέχρι τη σημερινή οδό Παπανικολάου – Καποδιστρίου, μία δεύτερη που αρχίζει από την οδό Παπα­νικολάου – Καποδιστρίου και φθάνει μέχρι τη σημερινή οδό Αμαλίας, όπου βρίσκονταν τα επιθαλάσσια τείχη, και μια τρίτη έξω από τα τείχη, που καταλήγει στην παραλία. Αυτή η τρίτη, η τελευταία, εξακολουθούσε να επεκτείνεται σταδιακά μέχρι και τον 20ό αιώνα.

Στην πρώτη ζώνη η μορφολογία του εδάφους επηρεάζει ιδιαίτερα τη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού. Μία ζώνη με πλάτος περίπου 110μ. και μήκος περίπου 600μ., όπου οι δρόμοι, τα οικοδομικά τετράγωνα και τα οικόπεδα ακολουθούν τις κλίσεις του εδάφους. Οι δρόμοι είναι μικροί και στενοί, τρέχουν κατά μήκος των ισοϋψών και διακόπτονται από μικρούς κάθετους βαθμιδωτούς δρομίσκους, δρομόσκαλες, που εξασφαλίζουν την κάθετη προς τις καμπύλες κίνηση. Είναι η περιοχή του Ψαρομαχαλά: η πιο παλιά ζώνη, η πρώτη ζώνη που κατοικήθηκε έξω από τα τείχη, τότε που η θάλασσα έφτανε στις ρίζες της Ακροναυπλίας. Από αυτούς τους πρώτους κατοίκους, ψαράδες ως επί το πλείστον, κρατάει ακόμα και σήμερα η περιοχή, αιώνες ύστερα, το όνομά της «Ψαρομαχαλάς». Η περιοχή διατηρεί έντονα τα στοιχεία ενός γραφικού τοπίου. Η χάραξη του ρυμοτομικού ιστού – μικροί με μεταβαλλόμενο πλάτος οδοί, ακανόνιστα πλατώματα, αμβλείες ή οξείες γωνίες, ευρηματι­κές λύσεις που μαρτυρούν τον τρόπο που οι ερασιτέχνες τεχνίτες λύνουν τα εκάστοτε προβλήματα που αντιμετωπίζουν – δίνει στην περιοχή ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος. Είναι η παλαιότερη κατοικημένη περιοχή της πόλης. Η σημερινή μορφή της, απαράλλακτη σχεδόν με εκείνη που συνάντησε ο Καποδίστριας και ο Όθων, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί, παραμένει αναλλοίωτη, όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια της Α΄ Βενετοκρατίας, όταν ο πληθυσμός της πόλης πλησίαζε τους 10.000 κατοίκους. Ισόγεια, διώροφα και τριώροφα κτήρια. Κάποια από αυτά ξεχωρίζουν· είναι αυτά που στέγαζαν, πιθανότατα, κρατικές υπηρεσίες· είναι το τμήμα που έχει υποστεί τις λιγότερες αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου.

 

Έσπερος Λιψίας, Το Ναύπλιο, 1881.
Μια χαρακτηριστική περιγραφή της πόλης στο ίδιο έντυπο: «Το Ναύπλιον είναι σήμερα πόλις μικρά μόλις περιέχουσα επτά χιλιάδων ψυχών. Αλλά το όνομα αυτής συνδέεται στενά προς την ιστορίαν των μεγάλων υπέρ ανεξαρτησίας αγώνων και των πρώτων χρόνων της ελευθερίας […]. Η πόλις είναι καθαρά, καλώς εστρωμένη και διατηρεί μέχρι σήμερον την όψιν μικράς πρωτευούσης· αι οικίαι είναι κομψαί, λιθόκτισται, παρέχουσαι όψιν αναπαύσεως και πολιτισμού. Ό,τι όμως κυρίως καθιστά το Ναύπλιον αξιοπερίεργον είναι τα οχυρώματα αυτού τα οποία είναι μία των λαμπροτέρων του μεσαίωνος αναμνήσεων».

 

Η δεύτερη ζώνη αναπτύσσεται παράλληλα προς την πρώτη, προς βορρά, οριοθετείται από τις σημερινές οδούς ΣπηλιάδουΣταϊκοπούλουΠλαπούτα και καταλήγει στα επιθαλάσσια τείχη. Το μέσο πλάτος της είναι περίπου 70μ. και το μήκος της 600μ. Παρόλο που δεν έχουν βρεθεί αρχειακά τεκμήρια, η διαμόρφωσή της μαρτυρεί την ύπαρξη πολεοδομικού σχεδίου. Είναι η πόλη που περιγράφει ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από προσχώσεις, ήταν σχετικά εύκολο να δημι­ουργηθεί ένα «κανονικότερο» οδικό δίκτυο. Διατηρούνται όμως κι εδώ πολλά από τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης ζώνης, αφού αποτελεί ουσιαστικά τη φυσική της συνέχεια και προέκταση. Τόσο στους δρόμους, συχνά στενούς κι αδιέξοδους, όσο και στη δημιουργία των οικοδομικών τετραγώνων, τα σχήματα των οποίων πλησιάζουν το ορθογώνιο, το στοιχείο της γραφικότητας κυριαρχεί.

Η Πλατεία Συντάγματος, η μεγάλη κεντρική πλατεία της πόλης, πρέπει να ταυτίζεται με τον βενετικό «φόρο». Εδώ, άλλωστε, οδηγεί και ο παλαιότερος κεντρικός δρόμος της πόλης, που ξεκινώντας από την Πύλη της Ξηράς καταλήγει στην πάνω πλευρά της Πλατείας, ενώ ο δεύτερος κεντρικός δρόμος, ο πλατύς δρόμος, η πλατιά ρούγα, η σημερινή Βασιλέως Κωνσταντίνου, λίγα μέτρα πιο πέρα, καταλήγει και πάλι στην Πλατεία αυτή. Οι οικοδομές εδώ είναι μεγαλύτερες, τριώροφες ή τετραώροφες, με αυστηρή μορφολογία. Είναι οικοδομές που σχεδιάστηκαν, αν όχι από αρχιτέκτονα πολιτικό μηχανικό, πάντως από στρατιωτικό οχυρωματοποιό.

Στη ζώνη αυτή βρίσκονται όλες σχεδόν οι πλατείες του σημερινού ιστορικού κέντρου. Οι τέσσερις παλαιότερες, η Πλατεία του Πλατάνου, η Πλατεία του Αγίου Γεωργίου, η Πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα και η Πλατεία του Αγί­ου Αναστασίου, υπήρχαν ήδη από τα χρόνια της Βενετοκρατίας, ενώ οι άλλες τέσσερις, η Πλατεία του Αγίου Νικολάου, η Πλατεία Σπηλιάδη, η Πλατεία της Αγοράς και των Τριών Ναυάρχων, δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο τρόπος που είναι σχεδιασμένες, μαρτυρεί τον Βενετό σχεδιαστή τους. Τις συναντάς ξαφνικά εκεί που περπατάς στο πλάι του δρόμου, στο τέλος από ένα μικρό σοκάκι. Η διακόσμησή τους, και κυρίως οι κρήνες που συναντάμε σ’ αυτές, παραπέμπει στην περίοδο της τουρκικής κατάκτησης. Σε κάθε μία υπάρχει και μία εκκλησία που κάποτε μετατράπηκε σε τζαμί ή ένα τζαμί που μετατράπηκε σε εκκλησία (δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιορι­στεί αυτό), και ένα ή περισσότερα δημόσια κτήρια. Αναμφισβήτητα πάντως η δεύτερη ζώνη του Ναυπλίου, από τους πρόποδες του βράχου μέχρι και τα τείχη, ήταν – και κατά ένα μεγάλο μέρος είναι ακόμη – η σημαντικότερη ζώνη του Ναυπλίου.

Η τρίτη, τέλος, οικιστική ζώνη που αναπτύσσεται και αυτή παράλληλα με τις δύο προηγούμενες, έχει πλάτος 100μ. και μήκος 200μ. Εδώ το έδαφος είναι οριζόντιο επίπεδο. Η ζώνη αυτή που άρχισε να δημιουργείται έξω από τα επιθαλάσσια τείχη ήδη από τα χρόνια της Β΄ Βενετοκρατίας, θα πάρει την οριστική της μορφή μετά την απελευθέρωση και την κήρυξη της πόλης ως πρωτεύουσας της Ελλάδας…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας  Μάρως Καρδαμίτση – Αδάμη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ναύπλιο – Από την Τειχισμένη Μεσαιωνική Πόλη στην Ανοικτή Πόλη του 19ου αιώνα (1828-1870)

 

Διαβάστε ακόμη:

Το έργο του Wulf Schaeffer για το Ναύπλιο

Η κατάσταση στο Ναύπλιο στις αρχές του 1833.

Read Full Post »

 

«Αντιπολίτευση στο οθωνικό καθεστώς και ρήξη: Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862». Δημήτρης Μαλέσης, Δρ. Ιστορικός. Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Εξετάζονται οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία στα μέσα του 19ου αιώνα και αναζητούνται τα αίτια που οδήγησαν στα επαναστατικά γεγονότα του Ναυπλίου και, τελικά, στην κατάρρευση του οθωνικού καθεστώτος τον Οκτώβριο του 1862.

Νικόλαος Φλογαΐτης, διευθυντής της εφημερίδας «Συνταγματικός Έλλην».

Νικόλαος Φλογαΐτης, διευθυντής της εφημερίδας «Συνταγματικός Έλλην».

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται η αστικοποίηση, η σταδιακή βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος με τη συνακόλουθη πτώση του ποσοστού των αναλφάβητων και η ανάδειξη μιάς νέας γενιάς, η οποία αποστασιοποιημένη από τις πολιτικές πρακτικές της γενιάς της Επανάστασης του 1821, επιδίωκε τη ρήξη με τις κατεστημένες νοοτροπίες. Ταυτόχρονα, τα παραδοσιακά κόμματα, έχοντας εξαντλήσει τις δυνατότητες εκπροσώπησης της κοινωνίας, είχαν κλείσει τον πολιτικό τους κύκλο, ενώ οι ελιγμοί του μονάρχη σε συνδυασμό με την επίταση των κατασταλτικών μηχανισμών δεν συνιστούσαν επαρκές πλαίσιο για την αναπαραγωγή του συστήματος.

Εστιάζεται, επίσης, η προσοχή σε αυτήν καθ’ εαυτή την πόλη του Ναυπλίου, η οποία ως ένα δυναμικό παραδοσιακό αστικό κέντρο συγκέντρωνε μία ανήσυχη κοινωνική και πνευματική ελίτ. Τα μέλη της, από τα τέλη της δεκαετίας του 1850, είχαν συγκροτήσει έναν ισχυρό αντιπολιτευτικό πόλο και εκδήλωναν σε κάθε ευκαιρία την αντίθεση τους στο «σύστημα». Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την παρουσία ενός ικανού αριθμού στρατιωτικών με αντικαθεστωτικά φρονήματα, οδήγησε στη δημιουργία ενός ισχυρού άξονα, ο οποίος με τη δυναμική ρήξη του Φεβρουαρίου θα δοκιμάσει τις αντοχές του καθεστώτος. Επιπλέον, η οχυρή θέση που διέθετε η αργολική πρωτεύουσα ευνοούσε την ανάπτυξη μιάς επαναστατικής δυναμικής.

Γίνεται αναφορά στα αιματηρά γεγονότα και τις διακηρύξεις των επαναστατών, ενώ επισημαίνεται ιδιαίτερα η τακτική της κυβερνητικής πλευράς, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την πιο σοβαρή απειλή που γνώρισε πριν την ανατροπή της η δυναστεία, αλλά και η διχοστασία που παρατηρήθηκε μεταξύ των επαναστατών ως προς την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, δηλαδή παραμονή στην πόλη ή εκστρατεία στον πυρήνα του καθεστώτος, στην ίδια την πρωτεύουσα. Και ακόμη, η σημαντικότερη διάσταση στους κόλπους των επαναστατών, όταν η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια, μεταξύ διαλλακτικών και αδιάλλακτων, οι οποίοι υποστήριζαν την άνευ όρων και προϋποθέσεων συνέχιση του επαναστατικού αγώνα.

Συμπερασματικά, η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 μπορεί να μην ανέτρεψε το οθωνικό καθεστώς, ωστόσο του προκάλεσε ισχυρότατο πλήγμα, προλειαίνοντας ουσιαστικά το έδαφος για τη μεταπολίτευση του Οκτωβρίου.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Δημήτρη Μαλέσηπατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Αντιπολίτευση στο οθωνικό καθεστώς και ρήξη.

 

Read Full Post »

Ο Νομικός Κόσμος του Ναυπλίου και η  Επανάσταση της 1ης  Φεβρουαρίου 1682. Γούναρης Αναστάσιος, Φιλόλογος – Ιστορικός – Συγγραφέας, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013


 

    

Η μαρτυρημένη δράση δικηγόρων, που ζούσαν τότε στο Ναύπλιο, αρχίζει ένα χρόνο πριν από την Επανάσταση. Οι παλαιότεροι ανήκουν στον πολιτικό κύκλο της Κ. Παπαλεξοπούλου.

 Πέντε από αυτούς, μαζί με τη στρατιωτική ηγεσία, αποφασίζουν την πρόωρη έναρξη του αγώνα και εργάζονται πυρετωδώς  για την επιτυχία του. Aυτοί αποτελούν την προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία – ανάμεσα σε άλλα – ξεσηκώνει το λαό, αναθέτει στο φοιτητή της Νομικής Σχολής Θ. Φλογαϊτη την έκδοση της επαναστατικής εφημερίδας «Ο Συνταγματικός Έλλην» και διορίζει δημοτικό αστυνόμο τον κοσμαγάπητο δικηγόρο Κ. Ευθυμιόπουλο.

 Συγκροτείται νέα μόνιμη Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία ως Κυβέρνηση ασχολείται και φροντίζει για όλα τα θέματα, πλην των στρατιωτικών. Έχει δέκα μέλη, τα έξη από τα οποία είναι δικαστές και δικηγόροι. Από αυτούς τρεις συγκροτούν ισάριθμα εθελοντικά σώματα και τρεις πηγαίνουν για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία.

Άλλοι δικηγόροι εντάσσονται σε διάφορες εθελοντικές στρατιωτικές μονάδες. Κάποιοι με την ευγλωττία τους ενθουσιάζουν λαό και στρατό. Εκφωνούν επικήδειους για τα θύματα του αγώνα. Πρωτοστατούν στην καύση της λαιμητόμου και λύνουν ανθρωπιστικά το πρόβλημα των πολλών υποδίκων και καταδίκων στις φυλακές της πόλης. Σημαντική είναι η συμβολή των δικηγόρων στη σύνταξη της Έκθεσης των Επαναστατών προς τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Την κρίσιμη μέρα της 1 Μαρτίου, όλοι τους, από τον εφέτη Πετιμεζά μέχρι το δικηγόρο Ααρών, αγωνίζονται με θάρρος, που κάποτε φθάνει τον ηρωισμό.

 Μετά την ήττα και τη διάσπαση, συνεχίζουν τον αγώνα και προσπαθούν να διευθετήσουν τα πράγματα όσο μπορούν. Ζητούν γενική αμνηστία για τους ίδιους και τους πρώην φυλακισμένους κι όταν αντιλαμβάνονται πως ο γερμανο-ελβετός  αρχηγός του βασιλικού στρατού τους εμπαίζει, ο δικηγόρος Κ. Φαρμακόπουλος του δηλώνει: «λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια ουχί πόλιν». Τελικά, εξαιρούνται από την αμνηστία 19 άτομα: 12 στατιωτικοί  και 7 πολίτες. Από τους δεύτερους οι 2 είναι δικαστικοί και οι 3 δικηγόροι.

 

Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.

Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.

Αναδιφώντας τις πηγές και τα ιστορικά έργα που υπάρχουν για τη Ναυπλια­κή Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου του 1862, διαπιστώνουμε αμέσως την ύπαρξη μιας πραγματικής εθνικολαϊκής εκδήλωσης. Την Επανάσταση όμως αποφάσισαν, οργάνωσαν και διεύθυναν άνθρωποι από το αστικό στρώμα της αναπλιώτικης κοινωνίας, με σκοπό την εφαρμογή των καταπατούμενων από το σύστημα[1] συνταγματικών όρων του 1844 και τη λύση των εθνικών και άλλων προβλημάτων,[2] που ταλάνιζαν το μικρό[3] τότε Βασίλειο της Ελλάδος.

Μια άλλη διαπίστωση, η οποία προκύπτει πάλι από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι ότι μεγάλος αριθμός των αστών που πρωταγωνίστησαν στον επαναστατικό αγώνα της πόλης του Ναυπλίου ήσαν δικαστές και δικηγόροι.[4] Ο νομικός κόσμος, λόγω της ειδικής επιστημονικής συγκρό­τησής του και της συνεχούς επαγγελματικής απασχόλησής του στην απόδοση του δικαίου, ήταν πιο ευαίσθητος δέκτης των επαναστατικών μηνυμάτων.

Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.

Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.

Στο Ναύπλιο – πριν ακόμη από την Επανάσταση – υπάρχει και δρα ένας σημαντικός επαναστατικός πυρήνας, αποτελούμενος κυρίως από δικηγόρους και αξιωματικούς. «Εκ των εποχών εκείνων του Μαρτίου και του Απριλίου του 1861», γράφει μετά τη Ναυπλιακή Επανάσταση στο προς τον Όθωνα Υπόμνημά του ο επί των Εσωτερικών υπουργός του Χ. Χριστόπουλος, «εί­χεν αναπτυχθεί και εφαίνετο παγιούμενον εν Ναυπλίω το αντιδραστικόν κατά των καθεστώτων πνεύμα, η δε οικία της Κ. Παπαλεξοπούλου, ήτις αείποτε ην η διδάσκαλος πάσης κατά των ιερών προσώπων των ΑΑΜΜ βλασφημίας και ύβρεως, συχναζομένη υπό διαφόρων νέων δικηγόρων και αξιωματικών του στρατού, υπήρξε το κέντρον πάσης κατά των καθεστώτων μηχανορραφίας και ραδιουργίας […]».[5]

Ο ίδιος υπουργός δίνει στο ιστορικώς πολύτιμο Υπόμνημά του δύο ακόμη ενδιαφέρουσες για το θέμα μας πληροφορίες: «Την νύκτα», γράφει, «της 24ης προς την 25ην Ιανουαρίου ε.έ., οπότε επρόκειτο να πανηγυρισθή η βασιλι­κή της ημέρας ταύτης εορτή,[6] νέοι λίβελλοι, περιέχοντες τας πλέον ανιέρους βλασφημίας και ύβρεις κατά των ιερών προσώπων των ΑΑΜΜ, ευρέθησαν εν Ναυπλίω, τοιχοκολλημένοι και ερριμένοι εις τας οδούς […]». Το ίδιο επαναλαμβάνεται και την επόμενη νύχτα, αλλά την 29η «αυθόρμητοι και αθρόοι οι εγκριτότεροι του Ναυπλίου εξ όλων σχεδόν των τάξεων, οίον έμποροι, κτηματίαι, δικηγόροι και ο δήμαρχος μετά των μελών του δημοτικού συμ­βουλίου, προσήλθον εις το νομαρχείον», για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους «κατά του εν σκότει εργαζομένου λιβελλογράφου […]».[7] Ένα μέρος από αυτούς θα αποτελέσουν την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης.

Η δεύτερη πληροφορία του Χριστόπουλου είναι γενική· αφορά στο ποιοι από τις επαρχίες είχαν επαναστατικό φρόνημα. Οι δικηγόροι είναι πρώτοι στη λίστα: «Ήσαν δε», γράφει, «εν ταις επαρχίαις οι περί των κοινών συζητούντες και μετά πικρίας τας πράξεις διερχόμενοι […]. Οι δικηγόροι σχεδόν οι πλεί­στοι».[8] Το ίδιο συνέβαινε και στ’ Ανάπλι.

Μία άλλη σημαντική πηγή, ο άγνωστος χρονικογράφος της Ναυπλιακής Επανάστασης, μας δίνει μια ακόμη σχετική πληροφορία. Την 1η Απριλίου 1861, ο άτυπος[9] ακόμη Δικηγορικός Σύλλογος Ναυπλίου οργάνωσε στο Άρ­γος ένα πολιτικό συμπόσιο «εις το οποίον παρευρέθησαν υπέρ τους τριάκοντα πολίτας και αξιωματικούς. […] των θυρών κεκλεισμένων εσυμφωνήθη αντι­κείμενον μεγίστης σημασίας […]. Εικών δε πρίγκηπός τινος[10] ξένου και με­γάλου […] ενηγκαλίσθη και ησπάσθη παρ’ όλων, ως μέλλοντος να συντελέση προς ευδαιμονίαν και μεγαλείον του έθνους».[11]

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.

Όπως γνωρίζουμε, η Επανάσταση,[12] λόγω απροόπτου συμβάντος, ξεσπά πρόωρα τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου. Ο χρόνος της έκρηξής της συζητείται και αποφασίζεται στο σπίτι του εφέτη Γ. Πετιμεζά. Προγραμματίζεται αμέσως στρατιωτικά και πολιτικά. Το πάνω χέρι έχουν οι πολιτικοί. Τα ηνία κρατά η πενταμελής Προσωρινή Κυβερνητική Επιτρο­πή. Την αποτελούν ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι έγκριτοι δικηγόροι, Γρηγ. Δημητριάδης, Γεώργ. Αντωνόπουλος, Ιω. Παπαζαφειρόπουλος. Γραμματέας της είναι ο δικαστικός υπάλληλος Δημ. Καλιοντζής. Η Επιτροπή αυτή – ανάμεσα σε άλλα – εκδίδει δύο Διακηρύξεις, ξεσηκώνει το λαό και αναθέτει στο νεαρό φοιτητή της Νομικής, μαχητή και δημοσιογράφο Θεόδωρο Φλογαΐτη την έκδοση της επαναστατικής εφημε­ρίδας Ο Συνταγματικός Έλλην. Στη συνέχεια, η Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή διευρύνεται με την προσθήκη πέντε ακόμη αιρετών μελών: του δήμαρχου Πολ. Ζαρειφόπουλου, του πρόεδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Μιχ. Ιατρού, του πρώην Βουλευτή Γ. Ι. Ιατρού, του δημοτικού σύμβουλου Β. Κόκκινου και του δικηγόρου Κ. Πετσάλη. Γραμματέας της αναλαμβάνει ο νέος δικηγόρος Γ. Δ. Ποσειδών.[13] Όπως βλέπουμε, οι νομικοί υπερτερούν όχι μόνο σε αριθμό αλλά – όπως θα διαπιστώσουμε – και σε δύναμη. Άλλοι δικηγόροι υπηρετούν σε λόχους εθελοντών και αλλού. Γενικά, οι άνθρωποι αυτοί κλιμακώνονται σε διάφορες θέσεις: από απλός μαχητής μέχρι μέλος της Κυβερνητικής Επιτροπής.

Αυτή η μόνιμη πλέον Κυβερνητική Επιτροπή ασχολείται και φροντίζει για όλα τα θέματα, πλην των στρατιωτικών. Τρία από τα μέλη της οργανώ­νουν ισάριθμους στρατιωτικούς λόχους εθελοντών: ο Μαυρομιχάλης το λόχο εκ Λακώνων, ο Πετιμεζάς το λόχο εκ Καλαβρυτινών και ο Αντωνόπουλος το λόχο εκ Τριπολιτών.[14] Ο Πετιμεζάς, ο Παπαζαφειρόπουλος και ο Αντωνόπου­λος, με ένα μικρό τμήμα Ιππικού, πηγαίνουν στην Τριπολιτσά, για να ξεση­κώσουν την Αρκαδία.[15]

Σημαντική είναι η συμβολή των νομικών της Επανάστασης στη σύνταξη της αναλυτικής έκθεσης «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους Πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας». Την υπέβαλαν γιατί κυρίως ήθελαν να τους διαβεβαιώσουν ότι η Επανάσταση «ουδόλως τείνει εις την προσβολήν τής διά των συνθηκών καθιερωθείσης και υφισταμένης εν Ελλάδι μοναρχικής και συνταγματικής τάξεως ή των διεθνών σχέσεων ουδέ το παράπαν αντίκειται εις τους υψηλούς περί της Ανατολής σκοπούς των Δυνάμεων». Την κύρια ευθύνη για τη σύνταξη της διπλωματικής αυτής έκθεσης είχαν οι δικηγόροι Γ. Στεφόπουλος, Κ. Φαρμα­κόπουλος και Κ. Πετσάλης,[16] καθώς και ο Θ. Φλογαΐτης.

Η προοδευτική αντίληψη αυτών των ανθρώπων νομίζω πως υπήρξε σημαντική και στην αντιμετώπιση του προβλήματος των φυλακισμένων, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στις φυλακές του Παλαμηδιού και της πόλης: υπόδικοι – κα­τάδικοι (πολλοί βαρυποινίτες)· εξακόσιοι σύμφωνα με τον Καρολίδη, υπερχί­λιοι κατά το Λαμπρυνίδη. Το πρόβλημα ήταν δύσκολο και απασχόλησε πολύ την ηγεσία της Επανάστασης. Τελικά, ύστερα από τη γνωμοδότηση ενός ειδικού συμβουλίου, άρχισε η κατά τμήματα αποφυλάκισή τους και η εθελοντική κατάταξη των ικανοτέρων στον επαναστατικό στρατό. Η διαγωγή τους σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπήρξε ανεπίληπτη, ορισμένοι δε έπεσαν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης.[17]

Οι ηγέτες της Επανάστασης, προκειμένου να διατηρήσουν ακμαίο, υψηλό και αμείωτο το ηθικό φρόνημα των αγωνιζομένων και του λαού, έλαβαν απο­φάσεις, για την πραγματοποίηση των οποίων η συμβολή του νομικού κόσμου ήταν σημαντική. Αποφάσισαν και κήδευσαν μεγαλόπρεπα τους νεκρούς του αγώνα: «η κηδεία του ανθυπασπιστού [Ιω.] Παγώνη εγένετο μεθ’ όλης της παρατάξεως αποδοθεισών αυτώ τιμών ανθυπολοχαγού· άπασα η πόλις συνώ­δευσε τον νεκρόν μέχρι του τάφου του. Ο Θ. Φλογαΐτης απήγγειλε επιτάφιον λόγον […]».

Με τον ίδιο τρόπο κηδεύτηκαν και ο ανθυπασπιστής Ιππικού Περ. Φαγκρίδης (για τον οποίο εκφώνησε επικήδειο λόγο ο Π. Μαυρομιχά­λης), ο ανθυπασπιστής Πυροβολικού Γεωργ. Σταύρου (για τον οποίο εκφώνη­σαν λόγους ο Π. Μαυρομιχάλης και ο Ηλ. Κρομμύδας) κ.ά.[18]

Παράλληλα, η Επαναστατική Επιτροπή οργανώνει τακτικά λαϊκές γιορτές και συγκεντρώσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων φλογεροί ρήτορες που προέρχονται κυρίως από τον νομικό κύκλο, αναρριπίζουν τον επαναστατικό ενθουσιασμό. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συγκέντρωσης (που έγινε στις 21 Φεβρουαρίου) ο λαός προχώρησε σε μια εξαιρετικά συμβολική πράξη: «[…] έκαυσε την λαιμητόμον εν πομπή· δείξας το προς την θανατικήν ποινήν μίσος του, έπραξεν πράξιν αξίαν του ΙΘ΄ αιώνος. Ο δε ενθουσιώδης Π. Μαυ­ρομιχάλης εξεφώνησε τον επόμενον λόγον […]».[19] Πιστεύω πως στην υλοποίηση αυτής της ανθρωπιστικής σκέψης πρέπει να έπαιξε ρόλο και η παρουσία των δύο δικαστικών και των πολλών δικηγόρων που υπηρετούσαν στις τάξεις των αγωνιστών της Ναυπλιακής Επανάστασης.

Κοντά σ’ αυτά, οι ηγέτες της Επανάστασης ευνοούν την μεταξύ των πολεμιστών αναβίωση του παλαιού εθίμου της μπέσας. Στρατιώτες, υπαξιωματικοί και εθελοντές πολίτες δένονται μεταξύ τους με αμοιβαίους όρκους αδελφοσύ­νης και αφοσίωσης. Σε μια τέτοια τελετή αναφέρεται ο Συνταγματικός Έλλην: «Χθες [= 27 Φεβρουαρίου] την πρωίαν όλοι σχεδόν οι υπαξιωματικοί και πάμπολλοι πολίται συνεδέθησαν διά δεσμού αδελφότητος εκκλησιαστικής, αδελφοποιίας , ψαλείσης εν τω ναώ του Αγίου Γεωργίου. Κατόπιν επαιάνισεν η μουσική και πλήρεις ενθουσιασμού οι στρατιώται και οι πολίται έψαλαν άσματα εθνικά. Εις την τελετήν ταύτην παρήσαν και οι κ.κ. Γ. Α. Πετιμεζάς και Π. Μαυρομιχάλης […]».[20]

Και φθάνουμε πλέον στην αποφράδα μέρα της 1ης Μαρτίου. Όπως είπαμε, οι δικηγόροι έχουν κλιμακωθεί αναλαμβάνοντας θέσεις από απλός μαχη­τής μέχρι μέλος της Κυβερνητικής Επιτροπής. «Ο εφέτης Πετιμεζάς», γράφει ο ανώνυμος Ναυπλιεύς, «μετά υπερβολικού ενθουσιασμού περιφερόμενος εις τα κανονοστάσια της πόλεως από πρωίας ενεθάρρυνε τους πολίτας και τους στρατιώτας, εκτελών ο ίδιος και διαφόρους υπηρεσίας, ως και οι δικη­γόροι Γρ. Δημητριάδης, Κ. Αντωνόπουλος και Ιω. Παπαζαφειρόπουλος και ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, όστις ουδέποτε απ’ αρχής της Επαναστάσεως έπαυσεν ενθουσιάζων τον λαόν διά της ευγλώττου ρητορείας του […]. Εις το εν Ακροναυπλία τοποθετημένον μέγα πολυβόλον Φειδιάς […] υπηρέτει από πρωίας μετά μεγάλου ζήλου και ο δικηγόρος Ααρών άσιτος μετ’ άλλων πολι­τών».[21] Όπως όμως γνωρίζουμε, οι επαναστάτες, αντιμετωπίζοντας μεγαλύ­τερες αριθμητικά και καλά οργανωμένες κυβερνητικές δυνάμεις, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να χάσουν όλα τα εκτός του Ναυπλίου προπύργιά τους.

Με το χτύπημα της 1ης Μαρτίου η Επανάσταση κλονίζεται. Δεν καταβάλλεται, βέβαια, γονατίζει όμως και από τη θέση αυτή συνεχίζει τον αγώνα επί ένα και πλέον μήνα. Οι επαναστάτες μάταια ελπίζουν ακόμη τον ξεσηκω­μό και άλλων περιοχών. Στους κόλπους της ηγεσίας της επέρχεται μια σοβαρή διάσπαση σε δυο παρατάξεις: στους διαλλακτικούς και τους αδιάλλακτους. Η πρώτη είναι πολυπληθέστερη, έχει αρχηγό τον

Προσωπογραφία Αρτέμη Μίχου. Αγνώστου, Λάδι σε μουσαμά, 96 x 70,5εκ. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Προσωπογραφία Αρτέμη Μίχου. Αγνώστου, Λάδι σε μουσαμά, 96 x 70,5εκ.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

και είναι υπέρ της κατάπαυσης του εμφυλίου πολέμου, υπό τον όρο της παροχής γενικής αμνηστίας. Η δεύτερη είναι δυναμικότερη, έχει επικεφαλής τον υπολοχαγό Δημήτριο Θ. Γρίβα, τον οποίο ενισχύει με το κύρος του ο εφέτης Πετιμεζάς, και είναι υπέρ της συνέχισης του αγώνα.[22]

Αρχίζουν, λοιπόν, διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαλλακτικών και του αρχηγού του βασιλικού στρατού, στρατηγού Αμαδ. Χαν. Οι πρώτοι στέλνουν διαδοχικά στο δεύτερο τρεις επιτροπές, στις 2, 7 και 16 Μαρτίου. Στην πρώτη αποστολή μετέχει ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, στη δεύτερη και την τρίτη ο δικηγόρος Κωνστ. Φαρμακόπουλος· πρόκειται για τον γενναίο εκείνο άνδρα που, όταν κατάλαβε την ανειλικρίνεια του ξένου στρατηγού στο θέμα της χο­ρήγησης γενικής αμνηστίας, του είπε ίσια και σταράτα: «Λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια, ουχί πόλιν!».[23]

Ύστερα από αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων, οι δύο αντίθετες επαναστατικές παρατάξεις συμφιλιώνονται. Στην πολιορκημένη πόλη, που ζούσε την 44η μέρα του εμφύλιου πολέμου, η ατμόσφαιρα αλλάζει αμέσως. Πλήθος πολιτών, ακολουθώντας την παιανίζουσα στους δρόμους μπάντα της μουσι­κής, διαδηλώνει την πεποίθησή του να συνεχίσει τον αγώνα και οι δικηγόροι διοργανώνουν λαϊκές συγκεντρώσεις.[24]

Τα πράγματα όμως μέρα τη μέρα διαρκώς δυσκολεύουν όλο και περισσότερο, κυρίως για το πλήθος των πολιτών. Εξάλλου, με εξαίρεση τον ξεσηκωμό στις Κυκλάδες (28 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου) και κάποιες περιορισμένες εξεγέρσεις, τ’ Ανάπλι μένει μόνο και αβοήθητο. Τελικά, σχεδόν όλοι οι ηγέ­τες υποχρεώθηκαν να δεχτούν την παύση των συγκρούσεων με τη χορήγηση αμνηστίας, εξαιρουμένων 19 προσώπων: δώδεκα αξιωματικών του στρατού και επτά πολιτών· οι πέντε από τους δεύτερους ήταν ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι δικηγόροι Κ. Δ. Αντωνόπουλος, Γρ. Δημητριάδης, Ιω. Παπαζαφειρόπουλος, οι οποίοι αποφάσισαν να αυτοεξο­ριστούν. Την αυλαία στο ναυπλιακό δράμα έκλεισαν οι 300 περίπου αξιω­ματικοί, υπαξιωματικοί και πολίτες (κυρίως νέοι), που αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν στην εξορία.[25]

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ατομικά Σημειώματα Πληροφοριών για τη δράση αγωνιστών

δικαστών και δικηγόρων κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση

(1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862)

 

Ααρών

Για τον απλό δικηγόρο μαχητή Ααρών, που αναφέρεται έτσι, χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για το όνομα ή το επώνυμό του, έχουμε τρεισήμισι μόλις γραμμές από τον Ανώνυμο Ναυπλιέα: Εις το εν Ακροναυπλία τοποθετημένον μέγα πυροβόλον, Φειδιάς καλούμενον και διευθυνόμενον από τον λοχίαν Πετρόπουλον υπηρέτει  [την 1 Μαρτίου] από πρωΐας μετά μεγάλου ζήλου και ὁ δικηγόρος Ααρών άσιτος μετ’ άλλων πολιτών

Ανώνυμος, Τα συμβάντα, σ. 41.

 

Κωνστ. Γ. Αντωνόπουλος.

Υπήρξε άνθρωπος του κύκλου της Κ. Παπαλεξοπούλου. Ανήκε στον πυρήνα των συνωμοτών επαναστατών του Ναυπλίου. Κινήθηκε δραστήρια τη νύχτα της 31/1 –1/2/1862. Τη δεύτερη μέρα της Επανάστασης, μετά την ορκωμοσία του στρατού και την ομιλία του αντισυνταγματάρχη Πάνου Κορωναίου, απάγγειλε στην Πλατεία του Πλατάνου «λόγον πλήρη ενθουσιασμού». Διατέλεσε μέλος της προσωρινής και, στη συνέχεια, της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής της Επανάστασης. Αυτός και δύο άλλα επαναστατικά στελέχη πηγαίνουν στην Τρίπολη, για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία. Συγκροτεί «λόχον εκ Τριπολιτσιωτών» εθελοντών που πολέμησαν παλληκαρίσια. Τη δύσκολη μέρα της 1 Μαρτίου ενθουσιάζει τους πυροβολητές «εκτελών και ο ίδιος διαφόρους υπηρεσίας».

Η εν γένει πολιτεία του δικηγόρου Αντωνόπουλου φανερώνει ένα συνειδητό και δραστήριο επαναστάτη. Όπως ήταν φυσικό, εξαιρέθηκε από την αμνηστία που έδωσε ο Όθων. Προτίμησε τότε την αυτοεξορία και έζησε την πικρή ζωή του αυτοεξόριστου επαναστάτη. Γύρισε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση (12/10/1862). Ο λαός της Μαντινείας τον εξέλεξε βουλευτή. Στη συνεδρίαση της Βουλής της 28 Ιανουαρίου 1863 έγινε λόγος για την Εθνική Εορτή. Ο Κ. Αντωνόπουλος υποστήριξε ″ότι η 25 Μαρτίου δεν ήτο η ημέρα της Επαναστάσεως και μολαταύτα αύτη καθιερώθη […]″. Η Εθνικὴ Συνέλευση συμφώνησε …».  Η ημερομηνία όμως της εορτής παραμένει…

Ανώνυμος, Τα συμβάντα, σελ. 9-10, 11, 14, 15, 17, 19, 25, 28, 40, 43- 44, 62, 69, 72, 79, 83, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην  αριθ.1/ 1–2, 1/3, Παράρτημα 1, 2/ 1– 2, 2/ 3β΄, 3/1α΄, 3/2β, 4/1– 2, 4/4α,  12/4α. Γούναρης, Η ΝΕ, σ. 30, 40, 42/1, 43, 45, 54, 67, 76, 77, 102, 109, 121, 127. Κορδάτος, Ιστορία, τ.  Δ΄, σ. 41, 48, 53, 64. ΦΕΚ 25/26-4-1862 (ΒΔ 17- 2-1862).

                                               

Γρηγόριος Δημητριάδης (1830-1888)

Ανήκει και αυτός στον κύκλο της Κυράς τ’ Αναπλιού και είναι ενταγμένος στον στενό πυρήνα των επαναστατών. Δείχνει ιδιαίτερη δραστηριότητα τη βραδιά της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου 1862. Υπηρετεί κυρίως ως μέλος της προσωρινής και, κατόπιν, της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής. Αγωνίζεται σθεναρά κατά την κρίσιμη μέρα της 1ης Μαρτίου. Κατά τη διά­σπαση της ηγεσίας των επαναστατών πηγαίνει με το μέρος των διαλλακτικών. Εξαιρείται από την αμνηστία και αυτοεξορίζεται. Μετά τη μεταπολίτευση επιστρέφει, πολιτεύεται και εκλέγεται επανειλημμένως βουλευτής Ναυπλίου και το 1888 δήμαρχος.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 11, 25, 40, 44, 62, 69, 72, 74, 78, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, 3, 4, στ. β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, αρ. φύλλου 10, σ. 1-2, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 40, 42/1, 43, 67, 70, 76, 77, 102, 107, 127. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).

 

Κωνσταντίνος Δ. Ευθυμιόπουλος (1828-1885)

Ευθυμιόπουλος ΚωνσταντίνοςΟ Αναπλιώτης δικηγόρος Κ. Ευθυμιόπουλος είναι ένας κοσμοαγάπητος άν­θρωπος. Κατά την Επανάσταση διορίζεται δημοτικός αστυνόμος Ναυπλίου. Επιτελεί το έργο του κατά τρόπο υποδειγματικό. Τον βοηθούν σε αυτό η Εθνο­φυλακή του Σπ. Ζαβιτσιάνου και η Πολιτοφυλακή του λοχαγού Κ. Λώρη· «ου­δέποτε δε το Ναύπλιον ενθυμείται νύκτας ησυχωτέρας», γράφει ο Ανώνυμος.

Όταν ξεσπά η διαμάχη ανάμεσα σε διαλλακτικούς και σε αδιάλλακτους επαναστάτες, ο Ευθυμιόπουλος τάσσεται με τους δεύτερους. Ο Ζυμβρακάκης τον καθαιρεί, αλλά αναγκάζεται να τον αποκαταστήσει κατ’ απαίτηση του Δ. Γρίβα. Άγνωστο γιατί, αμνηστεύεται.

Μετά την έξωση του Όθωνα, τη 13η Οκτωβρίου «[…] ο όχλος θρασυν­θείς», γράφει ο Λαμπρυνίδης στη Ναυπλία, «κατέλυσε τον Δήμαρχον Γ. Ι. Ια­τρού, αντ’ αυτού δε ανεκήρυξε τοιούτον διά βοής τον Δικηγόρον Κ. Ευθυμιό­πουλον». Ο ίδιος «όχλος» στη συνέχεια τον ανέδειξε βουλευτή πολλές φορές. Υπήρξε ιδρυτής και αρχηγός του λαϊκού κόμματος των «Αρειμανίων». Το φτωχόπαιδο, που –όπως γράφει ο Δημόπουλος– «εσπούδασεν εν στερήσεσιν […] ανηγορεύθη διδάκτωρ Νομικής τω 1856» και έγινε για μία περίπου εικο­σαετία ο ισχυρότερος πολιτικός άνδρας του Ναυπλίου. Όταν πέθανε (1885) η κηδεία του έγινε «δημοσία δαπάνη», με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Θ. Δηλιγιάννη.

Το ήθος του ανθρώπου φανερώνει και το ακόλουθο γεγονός που ιστορεί ο Δημόπουλος. Την 1.2.1864 αρχίζει στο Κοινοβούλιο συζήτηση για την απο­ζημίωση των καταστροφών που έγιναν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης στο Ναύπλιο, την Πρόνοια και τα γύρω χωριά:

Μετά τον Αρ. Μίχου, ωμίλησαν οι πληρεξούσιοι Ναυπλίου Κ. Ευθυμιόπου­λος και Γρ. Δημητριάδης, αναπτύξαντες διά μακρών τα όσα δεινά υπέστη­σαν οι Ναυπλιείς και τας υλικάς καταστροφάς της πόλεως και των περι­χώρων. Μετά τας αγορεύσεις ταύτας ωμίλησεν ο πληρεξούσιος Ροντήρης, αντικρούσας τους Ναυπλιείς πληρεξουσίους και ειπών ότι δεν είναι δυνα­τόν να εγκριθώσιν αποζημιώσεις εις τους «αντάρτας του Ναυπλίου διά το ανταρτικόν των κίνημα» […].

Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο πληρεξούσιος Ροντήρης διορίζεται νομάρχης Αργολίδος και Κορινθίας και έρχεται εις Ναύπλιον. Άμα όμως απεβιβάσθη εις την παραλίαν, ευρέθη προ αποσπάσματος της Εθνοφυλα­κής, του οποίου ο επικεφαλής –τη εισηγήσει του δημάρχου Ευθυμιοπού­λου– διατάσσει τον Ροντήρην ν’ απέλθη εκ Ναυπλίου, διότι δεν τον δέχεται η Εθνοφυλακή! Ο Νομάρχης, εκπλαγείς, ζητεί τον δήμαρχον, όστις σπεύδει εκεί και γίνεται ο εξής αξιομνημόνευτος διάλογος:

Διατί, κ. Ευθυμιόπουλε, δεν μοι έλεγες εν Αθήναις ότι δεν θα με εδέχοντο εδώ, να μην έλθω;

Διότι δεν επίστευον, κ. Ροντήρη, ότι, λαόν, ον εξύβρισες ως ληστα­ντάρτην, θα είχες την αξίωσιν και να τον διοικήσης!

Ηγόρευσα εν τη Συνελεύσει κατά του Ναυπλίου –υπέλαβεν ο νομάρ­χης– αλλ’ ήδη θα φροντίσω ν’ αποζημιωθώσιν οι Ναυπλιείς.

Οι Ναυπλιείς –απεκρίθη υπερήφανος ο Ευθυμιόπουλος– έχουν ανά­γκην της υπολήψεώς των και όχι των χρημάτων των!

Ο λαός επευφήμησεν εις τους υψηλούς λόγους του δημάρχου του και ο νομάρχης απήλθε παραχρήμα του Ναυπλίου υπό την προστάτιδα συνοδείαν του Ευθυμιοπούλου, όστις επέβαλε νεκρικήν σιγήν εις τον παριστάμενον πολυπληθή λαόν και επεβίβασε τον νομάρχην εις το αυτό ατμόπλοιον.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 15, 50. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 18, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 43, 124. Δημόπουλος, ό.π., σ. 134, 211-213, 220-221, 228-231, 268-270.

 

Πέτρος Αν. Μαυρομιχάλης (1828-1892)

Γιος του μπεηζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Κάνει σπουδές Νομικής στην Αθήνα και το Παρίσι. Μπαίνει στον δικαστικό κλάδο και κατά την εποχή αυτή υπηρετεί στο Ναύπλιο ως πρωτοδίκης. Ανήκει και αυτός στ πολιτικό κύκλο της Κ. Παπαλεξοπούλου. Θεωρείται από τους ηγέτες της Επα­νάστασης και έχει να παρουσιάσει μεγάλη δράση κατά τη διάρκειά της. Είναι από τα πρόσωπα που αποφασίζουν –λόγω εκτάκτου γεγονότος– την έκρηξη της Επανάστασης το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου αντί για το βράδυ της 3ης προς 4η Φεβρουαρίου 1862, όπως είχε πανελληνίως συμφωνηθεί. Διατελεί μέλος της προσωρινής και κατόπιν της μόνιμης Κυ­βερνητικής Επιτροπής. Ενθαρρύνει την μεταξύ των αγωνιστών διάδοση του εθίμου της «μπέσας» (αδελφοποιίας). Ο αρχιεπαναστάτης αυτός θεωρείται και λαμπρός ρήτορας. Σώζονται οι επικήδειοι λόγοι του για τους πεσόντες αν­θυπασπιστές Π. Φαγκρίδη και Γ. Σταύρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο λόγος που εκφώνησε πριν από την καύση της απαίσιας λαιμητόμου: «[…] ουδέποτε από της αρχής της επαναστάσεως», γράφει ο Ανώνυμος, «έπαυσεν ενθουσιά­ζων τον λαόν διά της ευγλώττου ρητορικής του, καταρώμενος τους συγγενείς του εκείνους, οίτινες, αν και σύμφωνοι πρότερον μετ’ αυτού, εις την συνομω­σίαν, έλαβον τα όπλα κατά της επαναστάσεως».

Ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης συμμετέχει ενεργά στην κρίσιμη σύ­γκρουση της 1ης Μαρτίου. Κατά τη διάσπαση των επαναστατών στις 2 Μαρ­τίου συντάσσεται με τους διαλλακτικούς. Είναι μέλος της Επιτροπής που μεταφέρει το αιτητικό περί χορηγήσεως γενικής αμνηστίας έγγραφο στον αρχηγό του βασιλικού στρατού Αμαδ. Χαν. Εξαιρείται από την αμνηστία και απολύεται από τη θέση του. Αυτοεξορίζεται με άλλους τριακόσιους περίπου επαναστάτες. Φθάνει στη Σμύρνη. Εκεί νυμφεύεται τη θυγατέρα του πλουσιότατου Σμυρναίου ιατροφιλόσοφου Γαληνού Κλάδου.

Μετά την οκτωβριανή Επανάσταση και την έξωση του Όθωνα, επιστρέ­φει στην Ελλάδα και πολιτεύεται. Εκλέγεται επανειλημμένως βουλευτής και γίνεται υπουργός επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 10, 11, 19, 25, 28, 39, 40, 43-44, 44, 54, 62, 69, 72, 74, 79, 84, 85, 91-93, 93-94. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, 3, στ. β΄, σ. 4, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 10, σ. 3, στ. β΄, αρ. φύλλου 11, σ. 4, αρ. φύλλου 12, σ. 3, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 17, σ. 2-3. Γούναρης, ό.π., σ. 29-30, 37, 40, 43, 45, 67, 76, 77, 77-78, 90, 102, 107, 121, 128. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).

 

Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος (1829-1879)

Κάνει νομικές σπουδές στην Αθήνα και τη Λιψία και δικηγορεί στ’ Ανάπλι. Σφόδρα αντιδυναστικός. Συχνάζει και αυτός στο πολιτικό σαλόνι της Κ. Πα­παλεξοπούλου. Είναι από τα πρόσωπα που αποφάσισαν για την επιλογή της μέρας της έκρηξης της Ναυπλιακής Επανάστασης. Γίνεται μέλος της προσω­ρινής και κατόπιν της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής. Αποστέλλεται με τον εφέτη Πετιμεζά και το συνάδελφό του δικηγόρο Αντωνόπουλο στην Τρι­ πολιτσά, για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία. Μαζί με δύο δικαστές και δύο συ­ναδέλφους του συμμετέχει στις αποφασιστικές συγκρούσεις της 1ης Μαρτί­ου. Κατά τη διάσπαση των επαναστατών σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους, συντάσσεται με τους πρώτους. Θεωρεί μάταιο τον περαιτέρω αγώνα και το χύσιμο του αδελφικού αίματος. Εξαιρείται από την αμνηστία και απολύεται από τη θέση του (ως δικηγόρος και β΄ πάρεδρος του Πρωτοδικείου Ναυπλίου). Αυτοεξορίζεται και ζει μέχρι την έξωση του Όθωνα (10.10.1862) τη δύσκολη ζωή του πολιτικού πρόσφυγα. Επανέρχεται τότε στην Ελλάδα, πολιτεύεται, εκλέγεται βουλευτής και γίνεται υπουργός Δικαιοσύνης.

 Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 11, 14, 17, 19, 20, 25, 28, 40, 43-44, 54, 62, 64, 69, 72, 79, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, σ. 3, στ. α΄-β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 39-40, 42-43, 50, 67, 76, 77, 102, 103,109, 121, 127. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 6.2.1862) και Φ.Ε.Κ. 35/4.7.1862 (Β.Δ. 12.5.1862).

 

Γεώργιος Αν. Πετιμεζάς (1816-1884)

Γεώργιος Πετιμεζάς

Γεώργιος Πετιμεζάς

Ο Καλαβρυτινός εφέτης Γ. Πετιμεζάς ήταν γόνος της ιστορικής γενιάς των Πετιμεζάδων, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο. Σπούδασε νομικά στο Μόναχο. Υπηρετούσε ως εφέτης στο Ναύπλιο. Ψυχω­μένος επαναστάτης, είχε πολιτικές σχέσεις με την Κ. Παπαλεξοπούλου και τον κύκλο της. Στο σπίτι του λήφθηκε η απόφαση για την επίσπευση της Επα­νάστασης κατά τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου λόγω τυχαίου περιστατικού που υποψίασε τις αρχές της πόλης. Πολύ μεγάλη ήταν η δραστηριότητά του για τη στερέωση και την εξάπλωση της Επανάστασης, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες μέρες της. Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των πολιτικών και ο Πετιμεζάς ήταν εκλεκτό μέλος της, άτυπος, θα λέγαμε, Πρό­εδρος της Κυβερνητικής Επιτροπής, της προσωρινής, και κατόπιν της μόνι­μης. Με δύο δικηγόρους και ένα μικρό τμήμα Ιππικού πήγε στην Τριπολιτσά, για να ξεσηκώσει τους Αρκάδες. Συγκρότησε «λόχον εκ Καλαβρυτινών εθε­λοντών», από αυτούς που κατοικούσαν τότε στη Ναυπλία. Συναποφασίζει με την Κυβερνητική Επιτροπή και τη στρατιωτική ηγεσία τη σύνταξη της Έκθεσης προς τις Προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις. Στη φοβερή σύγκρουση της 1ης Μαρτίου «Ο εφέτης Πετιμεζάς», γράφει ο Ανώνυμος, «μετά υπερ­βολικού ενθουσιασμού περιφερόμενος εις τα κανονοστάσια της πόλεως από πρωίας ενεθάρρυνε τους πολίτας και στρατιώτας, εκτελών ο ίδιος διαφόρους υπηρεσίας, ως και οι δικηγόροι Γ. Δημητριάδης, Κ. Αντωνόπουλος και Ιω. Παπαζαφειρόπουλος […]».

Κατά τη διάσπαση των επαναστατών σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους, τάσσεται με το μέρος των δεύτερων. «Εις την επαύξησιν της επιρροής του [αρχηγού των αδιάλλακτων] Γρίβα συνετέλει τα μέγιστα διά των πολλών σχέ­σεών του ο εφέτης Πετιμεζάς, απολαμβάνων μεγάλης δημοτικότητος παρά τω λαώ και τω στρατώ», γράφει πάλι γι’ αυτόν ο Ανώνυμος.

Όπως ήταν επόμενο, το οθωνικό «σύστημα» τον εξαιρεί από τη γενική αμνηστία και τον απολύει από τη θέση του. Παίρνει με αξιοπρέπεια το δρόμο της ξενιτειάς μαζί με 18 μη αμνηστευόμενους στρατιωτικούς και πολιτικούς και με ένα πλήθος αυτοεξορισθέντων αγωνιστών (300 περίπου), από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν νέοι. Η εξορία του κράτησε έξι περίπου μήνες. Επαναπατρίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα. Ορίστηκε αρχηγός της αρτι­σύστατης τότε Εθνοφυλακής, χωρίς να το έχει επιδιώξει. Κατόπιν εκλέχτηκε βουλευτής και χρημάτισε υπουργός επί των Εσωτερικών.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 10, 11, 17, 19, 22, 25, 28, 40, 43-44, 44, 45, 54, 62, 69, 72, 79, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 1-2, σ. 3, στ. β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 18, σ. 4. Γούναρης, ό.π., σ. 29, 37, 39-40, 43, 65, 67, 76, 76-77, 85, 89-90, 102, 108, 109, 116, 121, 125. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).

 

Κωνσταντίνος Πετσάλης

Ο δικηγόρος Κ. Πετσάλης (και ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος[26]  που δικηγορούσε στην Αθήνα) ήσαν από τους ένθερμους αγωνιστές που αντιμά­χονταν το «σύστημα». Στο Ναύπλιο σύχναζε και αυτός στο πολιτικό σαλόνι της μεγάλης Κυράς, όπως έλεγαν την Κ. Παπαλεξοπούλου.

Τη βραδιά που ξέσπασε η Επανάσταση, ο Πετσάλης ήταν από τους πρώ­τους που έφτασαν στην Πλατεία Πλατάνου, όπου είχε παραταχθεί ο στρατός. Ο λαός συγκεντρώθηκε γύρω του και του ζητούσε να μιλήσει. Ανέβηκε σε ένα πρόχειρα στημένο βήμα και από εκεί, ανεμίζοντας μια κόκκινη σημαία, μέσα στις επευφημίες του συγκεντρωμένου λαού και του στρατού, κήρυξε επίσημα την Επανάσταση και ανέπτυξε εύγλωττα τους σκοπούς της. Στη συ­νέχεια, με πρόταση πολλών πολιτών, εκλέγεται μέλος της δεκαμελούς «επί της ασφαλείας Επιτροπής». Είναι ένας από τους κύριους συντάκτες της Έκθε­σης «Προς τας τρεις Προστάτιδας της Ελλάδος Δυνάμεις». Κατά τη διάσπαση των επαναστατών, στις 2 Μαρτίου, σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους είναι με το μέρος των πρώτων. Αμνηστεύεται, αλλά η κυβέρνηση τον απολύει από τη θέση του δικηγόρου και προχωρεί σε κατάσχεση πολλών κτημάτων της οικογένειάς του. Αποκαθίσταται μετά την έξωση του Όθωνα και πολιτεύεται με επιτυχία.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 14, 25, 28, 43, 44, 54, 72, 74, 80-84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 3, στ. β΄, σ. 4, στ. α΄, σ. 4, στ. α΄-β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 2, στ. β΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 42-43, 66-67, 75-76, 89, 102, 121. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).

 

Γεώργιος Δ. Ποσειδών

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, από την πρώτη μέρα, με τη συγκρότηση της προσωρινής Κυβερνητικής Επιτροπής, ορίστηκε ως «Γενικός Γραμματεύς» της ο δικαστικός υπάλληλος Δημ. Καλιοντζής. Φαίνεται όμως ότι οι επανα­στάτες, θέλοντας να «αναβαθμίσουν» τη θέση, τοποθέτησαν σε αυτήν στις 2 Φεβρουαρίου το δικηγόρο Γ. Δ. Ποσειδώνα. «Ο δικηγόρος Ποσειδών», γρά­φει ο Ανώνυμος, «νέος εμπνεόμενος υπό υγιών πατριωτικών αισθημάτων διο­ρίζεται Γενικός Γραμματεύς της διοικητικής Επιτροπής». Για τον νεαρό αυτό επαναστάτη έχουμε μία ακόμη μαρτυρία από την εφημερίδα των επαναστα­τών, τον Συνταγματικό Έλληνα: «Σήμερον δημοσιεύομεν», γράφει ο Θ. Φλο­γαΐτης, «τον επί του τάφου του […] αποθανόντος [ανθυπασπιστή του Ιππικού] Περ. Φαγκρίδη ενθουσιώδη λόγον του κ. Πέτρου Μαυρομιχάλη, επιφυλαττό­μενοι να δημοσιεύσωμεν ακολούθως τον επίσης ωραίον επικήδειον λόγον του κ. Γ. Ποσειδώνος». Ο Γ. Ποσειδών, με Βασιλικό Διάταγμα της 17.2.1862, που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 23/26-4-1862 απολύθηκε από τη θέση του.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 14-15, 69. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 3, στ. β΄ κ.εξ. Δημόπουλος, ό.π., σ. 138, 135. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).

 

Γεώργιος Στεφόπουλος

Για το δικηγόρο αυτό έχουμε μία μόνο πληροφορία, ότι υπήρξε ένας από τους τρεις δικηγόρους που συνέταξαν την Έκθεση «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας», για την οποία έχει ήδη γίνει αναφορά προη­γουμένως.

«Προς αποφυγήν», γράφει ο Ανώνυμος, «ενδεχομένων παρεξηγήσεων […], ο αρχηγός εν συμβουλίω, εις το οποίον παρευρέθησαν και τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής και διάφοροι αξιωματικοί, προτείνει να συνταχθή έκ­θεσις προς τους πρέσβεις των τριών Ευεργετίδων Μεγάλων Δυνάμεων, εις ην να καταδεικνύηται ο σκοπός της επαναστάσεως και αι προκαλέσασαι αυτήν αιτίαι, καθ’ όσον –είπεν– δεν πρέπει να αμφιβάλλωμεν ότι εκείνοι, κατά των οποίων το κίνημά μας αποτείνεται, θέλουν δυσφημίσει δι’ όλων των μέσων την επανάστασιν και δώσει αυτή χαρακτήρα άλλον παρά τον αληθή. Μετά τινα συζήτησιν περί των βάσεων της εκθέσεως ταύτης, απεφασίσθη η σύντα­ξις αυτής, ανατεθέντος του έργου τούτου εις τους δικηγόρους Γ. Στεφόπου­λον, Κ. Φαρμακόπουλον, Κ. Πετσάλην και άλλα πρόσωπα […]».

Ανώνυμος, ό.π., σ. 25, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68. Δημόπουλος, ό.π., σ. 148-149.

 

Κωνσταντίνος Φαρμακόπουλος (1799-1899)

Ο Κ. Φαρμακόπουλος είναι ένας από τους τρεις έγκριτους δικηγόρους του Ναυπλίου, οι οποίοι συνέταξαν και συνυπέγραψαν στις 6.8.1862 την Έκθεση «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας». Υπήρξε μέλος της δεύτερης και της τρίτης Επιτροπής, την οποία οι διαλλακτικοί επαναστάτες έστειλαν στον αρχηγό του πολιορκητικού στρατού Αμαδ. Χαν, στις 7 και 16 Μαρτίου, με γραπτή εντολή να διαπραγματευτούν την παράδοση της πόλης και των φρουρίων της υπό τον όρο της παροχής γενικής αμνηστίας «διά τε το Ναύπλιον και δι’ όσα άλλα μέρη […] εξετέθησαν οπωσδήποτε […]». Κατά τη δεύτερη συνάντηση ο στρατηγός Χαν «[…] εβεβαίωσε την Επιτροπήν επί τω λόγω της στρατιωτικής του τιμής ότι η αμνηστεία υπάρχει πλήρης και γενική […]. Τα αυτά επανέλαβε και ο Αντιστράτηγος και ο Νομάρχης». Στην τρίτη, και τελευταία, συνάντηση οι επαναστατικοί αντιπρόσωποι άκουσαν το Χαν να τους λέει και να επαναλαμβάνει πως «αμνηστεία δεν υπάρχει, διότι το Υπουργείον δεν ενδίδει». Τότε ο Φαρμακόπουλος, αηδιασμένος από την ανέ­ντιμη συμπεριφορά του ξένου στρατηγού και από την εμπαθή αδιαλλαξία της κυβέρνησης, του δήλωσε το εξής: «Λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια και ουχί πόλιν!».

Ο Κ. Φαρμακόπουλος, διδάκτορας της Νομικής, είναι από τους ιδρυτές του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου (1884) και δεύτερος πρόεδρός του (1886-1895). Πολιτεύτηκε και εκλέχτηκε βουλευτής Ναυπλίας.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 25, 45-47, 50-51, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68, 94, 99. Δημόπουλος, ό.π., σ. 148-149, 165-167, 252-253, 268.

 

Θεόδωρος Νικολ. Φλογαΐτης (1840-1905)

Φλογαΐτης  Θεόδωρος

Φλογαΐτης Θεόδωρος

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο, όπου έκανε τις στοιχειώδεις και γυμνασιακές του σπουδές. Κατά το βιογράφο του σε ηλικία δεκαπέντε ετών γράφτηκε στη Νο­μική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1860 άρχισε να αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες ασκώντας αντικυβερνητική πολιτική· για το λόγο αυτό οι οθωνικές αρχές τον είχαν εκτοπίσει στη γενέτειρά του. Ήταν είκοσι δύο ετών όταν ξέσπασε η Ναυπλιακή Επανάσταση. Εντάχθηκε αμέσως στις δυ­ νάμεις της και πρόσφερε αξιόλογες υπηρεσίες. Από την πρώτη ακόμη μέρα της Επανάστασης, η προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή του αναθέτει «την σύνταξιν και έκδοσιν της Εφημερίδος Ο Συνταγματικός Έλλην – Εφημερίς των αρχών της Πρώτης Φεβρουαρίου». Ενδεχομένως σε αυτό το έντυπο συνεργα­ζόταν με την Κ. Παπαλεξοπούλου. Ο νεαρός τότε επαναστάτης δημοσιογρά­φος αγωνιζόταν με την πένα του να κρατήσει ακμαίο το φρόνημα λαού και του στρατού. Γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε και το χάρισμα της ρητορικής. Για παράδειγμα, στην παλλαϊκής συμμετοχής κηδεία του ανθυπολοχαγού Ιω. Παγώνη εκφώνησε έναν εμπνευσμένο επικήδειο. Ο Π. Μαυρομιχάλης και ο Θ. Φλογαΐτης ήσαν οι δημεγέρτες ρήτορες της Ναυπλιακής Επανάστασης.

Παράλληλα με τα παραπάνω, ο νεαρός Φλογαΐτης έχει να επιδείξει ακόμη ένα απλό μεν αλλά τιμητικό έργο: ζητεί και εντάσσεται ως απλός στρατιώτης στο λόχο του Πυροβολικού, στον οποίο υπηρετούσε επίσης ως εθελοντής και ο μοναδικός γιος της Κ. Παπαλεξοπούλου, ο Επαμεινώνδας.

Δεν γνωρίζουμε τι έπραξε ο Θ. Φλογαΐτης μετά την καταστολή της Ναυ­πλιακής Επανάστασης. Πήρε όμως το πτυχίο της Νομικής, έγινε διδάκτορας και κατόπιν υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, έγραψε με επιτυχία πολλά σχετικά έργα, αλλά αρνήθηκε την έδρα του καθηγητή του Διοικητικού Δικαί­ου για χάρη της δημοσιογραφίας, την οποία εξάσκησε με γνώση, μαχητικότη­τα και εντιμότητα. Πολιτεύτηκε και εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής.

Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 89-90. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 6, σ. 2-3, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., 45/9, 77/4, 78/2. Κούλα Ξηραδάκη, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου 1809-1898: Η γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Όθωνα, εκδ. Φιλιππότη, γ΄ έκδοση, Αθή­να 1998, σ. 210-212. Χαράλαμπος Χ. Κύρκος, Θεόδωρος Φλογαΐτης. Ένας ανυποχώρητος μαχητής της συνταγματικής νομιμότητας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2009.

 

 Γούναρης Αναστάσιος

Φιλόλογος – Ιστορικός – Συγγραφέας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φαυλοκρατία. Για την ακριβή έννοια του όρου βλ. Αναστ. Γούναρης, Η Ναυπλιακή Επανάσταση (1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862). Ιστορική μελέτη, β΄ έκδοση, Δήμος Ναυ­πλιέων – ΔΗ.Κ.Ε.Ν., Ναύπλιο 2010, σ. 19/4.

[2] Δηλαδή της εθνικής ολοκλήρωσης, της δημιουργίας Εθνοφυλακής, της διαδοχής του Όθωνα, της αποκατάστασης των ακτημόνων αγροτών, της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους κ.ά.

[3] Το Βασίλειο της Ελλάδος επί Όθωνα είχε έκταση 47.516 τ.χλμ. και (κατά την απογραφή του 1861) 1.086.810 κατοίκους.

[4] Π.χ. στον κύκλο της πολυθρύλητης Καλλιόπης Σπ. Παπαλεξοπούλου αναφέρονται δύο δικαστικοί και τέσσερεις τουλάχιστον δικηγόροι. Επαναστάτες, οι οποίοι ασκούσαν άλλα επιστημονικά επαγγέλματα, ήσαν οι εξής: οι γιατροί Σταματόπουλος, Ν. Μαράτος και Λ. Σακελλαριάδης, ο φαρμακοποιός Σπ. Ζαβιτσιάνος και ο διδάσκαλος της Πρόνοιας Εμμανουήλ Παπαδάκης. Πιστεύω πως η έρευνα θα φέρει στο φως και άλλους πολλούς.

[5] Επαμ. Κυριακίδης, Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού, από της ιδρύσεως του Βα­σιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών μας (1832-1892), τ. Β΄, εν Αθήναις 1892, σ. 112 και Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Δ΄ (1860-1901), Εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1958, σ. 42.

[6] Εορτή των Αποβατηρίων του Όθωνα (25.1.1833).

[7] Κυριακίδης, ό.π., σ. 115 και Κορδάτος, ό.π., σ. 42.

[8] Κυριακίδης, ό.π., σ. 117 και Κορδάτος, ό.π., σ. 44.

[9] Κανονικά ιδρύθηκε το Μάρτη του 1884, με πρώτο πρόεδρο τον αντιφρονούντα (στη Ναυπλιακή Επανάσταση) Υπάτιο Αυγερινό και δεύτερο τον επαναστάτη Κ. Φαρμα­κόπουλο. Βλ. Θεοδόσιος Σπ. Δημόπουλος, Ιστορία του Ναυπλίου. Ιστορία της πόλεως του Ναυπλίου από των μυθικών χρόνων μέχρι σήμερον – 1500 π.Χ. μέχρι 1948 μ.Χ., εισαγω­γή-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης, τ. Β΄, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2010, σ. 253, 268.

[10] Μάλλον πρόκειται για τον Ιερώνυμο Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

[11] Ανώνυμος, Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως της πρώτης Φεβρουαρί­ου, υφ’ ενός Ναυπλιέως, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, 1862, σ. 5 και Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Ιστορική μελέτη, β΄ έκδοση, τύποις Κλεισιούνη, Αθήναι 1950, σ. 396. Την εποχή εκείνη πολλά συμπόσια αυτού του είδους οργανώνονταν στην Αθήνα και σε πόλεις της επαρχίας.

[12] Γούναρης, ό.π., σ. 35-37.

[13] Στο ίδιο, σ. 39 κ.εξ.

[14] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 4, σ. 4, στ. α΄.

[15] Ανώνυμος, ό.π., σ. 17, 18-20, 22.

[16] Στο ίδιο, σ. 25, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68.

[17] Ανώνυμος, ό.π., σ. 18. Γούναρης, ό.π., σ. 46-47, 88, 94.

[18] Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 39, 89-94. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 6, σ. 2-3, αρ. φύλλου 10, σ. 3, στ. β΄, αρ. φύλλου 11, σ. 4, αρ. φύλλου 17, σ. 2, στ. β΄. Ο Συνταγματικός Έλλην γράφει (αρ. φύλλου 14, σ. 4, στ. β΄) ότι τους νεκρούς μαχη­τές ενταφίαζαν σε ιδιαίτερο τόπο, «εις την θέσιν της Ακροναυπλίας Παναγίτσα, ένθαεσχηματίσθη από της 8 Φε.[βρουαρίου] ε.έ. η συνοικία των φιλελευθέρων […]».

[19] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 12, σ. 3. Γούναρης ό.π., σ. 77-78. Το 1866 η Ελληνική Πολιτεία κατασκεύασε στο Οπλοστάσιο του Ναυπλίου νέα λαιμητόμο και το 1890 όρισε μόνιμο τόπο εκτέλεσης των θανατοποινιτών το Παλαμήδι· βλ. Δημόπουλος, ό.π., τ. Β΄, σ. 298-299.

[20] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄. Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 32, 45. Τελικά το έθιμο είχε αρνητικές συνέπειες, γιατί καθένας ήθελε να βρίσκεται και να πολεμά δίπλα στον αδελφοποιητό του.

[21] Ανώνυμος, ό.π., σ. 40-41.

[22] Στο ίδιο, σ. 43-44.

[23] Στο ίδιο, σ. 44, 46-47, 50-51. Γούναρης, ό.π., σ. 89 κ.εξ., 94 κ.εξ.

[24] Ανώνυμος, ό.π., σ. 51.

[25] Γούναρης, ό.π., σ. 101-102, 102-103, 107-108, 109, 111, 126 κ.εξ.

[26] Τα δύο αδέλφια ανήκαν στη λεγόμενη «παράταξιν των νέων». Ο Αθανάσιος, μαζί με τον ποιητή Παν. Σούτσο, συνέταξε το «Προς τον βασιλέα της Ελλάδος περί της απαι­τουμένης πολιτικής μεταβολής Υπόμνημα του Γερουσιαστού Κωνστ. Κανάρη», στο οποίο προσέθεσε έναν πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο· βλ. Γούναρης, ό.π., σ. 26-27, 34, 132-136.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Η πρόσληψη της αρχαιότητας ως μέσον προβολής του οίκου των Wittelsbacher: Το παράδειγμα του λέοντος των Βαυαρών στον συνοικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου – Ιωάννα Σπηλιοπούλου. Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Κοντά στον τόπο αποβίβασης του Όθωνα, στον πρώτο οργανωμένο προσφυγικό οικισμό της χώρας, την Πρόνοια του Ναυπλίου, σμίλευσε ο Βαυαρός γλύπτης Christian Siegel ένα μνημείο στον βράχο, εις μνήμην των Βαυαρών στρατιωτών που απεβίωσαν από τύφο στην περιοχή, κατά τα έτη 1833-34. Το μνημείο, σε μορφή θνήσκοντος λέοντος, φιλοτεχνήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, κατόπιν παραγγελίας του Λουδοβίκου Α’, ο οποίος ανέλαβε και τη δαπάνη του (1840- 41). Ο λέων των Βαυαρών είναι σχεδόν πιστό αντίγραφο του λιονταριού που σχεδίασε ο διαπρεπής Δανός γλύπτης του κλασικισμού, Bertel Thorvaldsen, εις μνήμην των πεσόντων Ελβετών στις Tuillerie και κατασκεύασε ο Lucas Ahorn το 1820/21 στην Λουκέρνη. Η σύνθεση όμως του Thorvaldsen στηρίζεται σε ένα αρχαίο πρότυπο, που έφερε στο φως στην Κέα ο Charles Robert Cockerell. Πρόκειται για τον μνημειώδη λέοντα της Ιουλίδας της Κέας, λαξευμένο επίσης στον φυσικό βράχο, τον πρωιμότερο από τους αρχαϊκούς λέοντες των Κυκλάδων (α’ μισό 6ου αι. π.Χ.). Ο αποθνήσκων λέων του Sie­gel στον συνοικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου επαναλαμβάνει σχεδόν πιστά το μοτίβο του αρχαϊκού λιονταριού της Κέας, συμβολίζοντας προφανώς τον αιώνιο θάνατο των εκλιπόντων Βαυαρών. Έτσι επιστρέφει ένα αρχαίο μοτίβο ως καλλιτεχνικό αντιδάνειο μέσω του ευρωπαϊκού κλασικισμού και πάλι στον τόπο της καταγωγής του.

 

Ανυπόγραφo χαρακτικό σε ατσάλι (24 x 16,7 εκ.), το οποίο αναπαριστά το μνημείο της Πρόνοιας. Μουσείο του βασιλιά Όθωνα στο Οττομπρούν του Μονάχου (König-Otto-von-Griechenland-Museum der Gemeinde Ottobrunn). Στο κάτω μέρος φέρει την εξής επιγραφή: «Denkmal der in Griechenland gefallenen Baiern von Christian Siegel». [= Μνημείο των Βαυαρών πεσόντων στην Ελλάδα του Χριστιανού Ζίγκελ]

Ανυπόγραφo χαρακτικό σε ατσάλι (24 x 16,7 εκ.), το οποίο αναπαριστά το μνημείο της Πρόνοιας. Μουσείο του βασιλιά Όθωνα στο Οττομπρούν του Μονάχου (König-Otto-von-Griechenland-Museum der Gemeinde Ottobrunn). Στο κάτω μέρος φέρει την εξής επιγραφή: «Denkmal der in Griechenland gefallenen Baiern von Christian Siegel». [= Μνημείο των Βαυαρών πεσόντων στην Ελλάδα του Χριστιανού Ζίγκελ]

 

Με αφορμή την ανάθεση του λέοντος των Βαυαρών από τον Λουδοβίκο Α’ στην Πρόνοια του Ναυπλίου, θα εξετάσουμε τον ρόλο που έπαιξε η πρόσληψη της αρχαιότητας, όπως μαρτυρούν τα τρία μνημεία που στήθηκαν σε ανάμνηση του αποχαιρετισμού του από την πατρίδα του, τη Βαυαρία (κίονας του Όθωνα στο Ottobrunn του Μονάχου, μνημείο της Θηρεσίας στο Bad Aibling της Βαυαρίας και παρεκκλήσι του Όθωνα στο Kiefersfelden, κοντά στα σύνορα της Βαυαρίας με την Αυστρία) και στο Ναύπλιο (Μνημείο των Φιλελλήνων), ως μέσον προβολής του νεοσυσταθέντος οίκου των Wittelsbacher (1806).

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Ιωάννας Σπηλιοπούλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Το παράδειγμα του λέοντος των Βαυαρών στον συνοικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου

 

Read Full Post »