Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πόλεις’

Κίος 1914 – Η Γυναίκα της Κίου


  

Κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πολέμου 1914-1918, επειδή όλοι οι άνδρες από 19-50 ετών στρατευθέντες υπηρετούσαν στα περιώνυμα «Εργατικά Τάγματα»* (Αμελέ Ταμπούρ), τα οποία επινόησε ο μέγας διώκτης του Ελληνισμού γερμανός στρατηγός Φον Ντε Γκολτ Πασάς, για την εξόντωση του Ελληνισμού, άλλοι δε από τους άνδρες της Κίου φυγοδικούντες κρύβονταν σε κάθε είδους κρυψώνες μέσα στην πόλη, το εμπόριο και οι γεωργικές εργασίες, στην Κίο τουλάχιστον, πέρασαν στις γυναίκες.

Η Γυναίκα της ΚίουΟ πόλεμος εκείνος ο Ευρωπαϊκός έγινε αιτία να διαπιστωθεί η αντοχή των γυναικών και στις εξωτερικές εργασίες, αντοχή που θα την ζήλευαν και οι εργατικότεροι και οι πιο ακούραστοι άντρες. Η γυναίκα λοιπόν της Κίου κατά τα έτη 1914-1918 άφησε κατά μέρος το καπέλο, το δερμάτινο γάντι, τα πολυτελή φορέματα, τη μεταξωτή κάλτσα, το γοβάκι με ψηλό τακούνι, το κραγιόν, την πούδρα, τις παντόφλες που κατασκεύαζε η ίδια από σπάγκο, ακόμη και το τσαρούχι και αντικατέστησε σε όλα το στρατιωτικό ή φυγόδικο ή λιποτάκτη πατέρα, σύζυγο και αδελφό της. Τα ελαιοτόπια, οι συκομουριές, τα αμπέλια και γενικώς όλα τα κτήματα της Κίου καλλιεργούνταν από τις γυναίκες. Αυτές μάζευαν τις ελιές, αυτές μετέφεραν τα φύλλα της μουριάς για τη διατροφή των μεταξοσκωλήκων, αυτές πήγαιναν στην Προύσα όπου πουλούσαν τα κουκούλια. Αυτές με τα ζώα και με τα κάρα πήγαιναν στα χωριά του εσωτερικού και διενεργούσαν το εμπόριο ανταλλαγής. Δίνοντας βιομηχανικά προϊόντα ή εργόχειρα (κεντήματα κλπ.) έναντι γεωργικών προϊόντων (σιτάρι, πληγούρι κλπ.).

Αυτές καλλιεργούσαν τους λαχανόκηπους, αυτές έσπερναν, θέριζαν και μαζεύανε τα δημητριακά. Ο κάμπος της Κίου βομβούσε από τη γυναικεία εργασία. Η τσάπα, το λισγάρι, το σκαλιστήρι, το κλαδευτήρι και η ποτιστήρα δεν έλειψαν ολόκληρη την τετραετία του πολέμου από τα χέρια της Κιώτισσας γυναίκας, η οποία σαν μέλισσα εργαζότανε νύχτα και ημέρα κάτω από το δριμύ ψύχος το χειμώνα και τον καυτερό ήλιο το καλοκαίρι. Αυτές διενεργούσαν και το εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη. Αγόραζαν από την Κίο ελιές, λάδι, όσπρια, πουλερικά, μέλι, πετμέζι, άσπρα (χάσικα) ψωμιά, οπωρικά και διάφορα άλλα τρόφιμα και τα μετέφεραν στην Πόλη για να τα μεταπουλήσουν κερδίζοντας έτσι αρκετά χρήματα. Οι γυναίκες αυτές καθ’ όλο το διάστημα του πολέμου ενεργούσαν και το εμπόριο των δημητριακών, τα οποία η Κίος στερούνταν.

Η Γυναίκα της ΚίουΓι’ αυτό, επειδή το χρήμα στα χωριά του εσωτερικού δεν είχε τόση αξία όσο τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, οι γυναίκες μας πήγαιναν στην Προύσα, με τα πόδια βέβαια, ελείψει μέσων συγκοινωνίας, και αγόραζαν διάφορα αντικείμενα, όπως είδη μαγειρικής χάλκινα, διάφορα γυάλινα είδη, δοχεία από πορσελάνη, υφάσματα για τούρκικους φερετζέδες, σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά, τραπεζομάντιλα, ρολόγια, κομπολόγια και παντός είδους υφάσματα.

Εφοδιασμένες με τα ανωτέρω είδη, σχημάτιζαν ομάδες από τη γειτονιά τους και ξεκινούσαν για τα σιτοπαραγωγά χωριά του Παζάρ-Κιοϊ, του Γενή-Σεχήρ, του Μπιλετζίκ και έφθαναν ως το Εσκή-Σεχήρ. Εκεί πουλούσαν το εμπόρευμά τους με ανταλλαγή σιταριού, κριθαριού, αραβοσίτου, οσπρίων, αλευριού, διαφόρων ζυμαρικών, πουλερικών και παντός είδους τροφίμων, τα οποία φορτώνονταν σε βοδάμαξες με τις οποίες τα έφερναν στην Κίο.

Τα ταξίδια αυτά γίνονταν πάντα με τα πόδια, διαρκούσαν δε περίπου 15 μέρες. Τόση δε ασφάλεια υπήρχε τότε στην ύπαιθρο, ώστε ποτέ δε σημειώθηκε κλοπή ή ληστεία σε βάρος των γυναικών αυτών, επικρατούσε δε την εποχή εκείνη τέτοια τιμιότητα και ηθική, ώστε δεν έγινε κανένα επεισόδιο σε βάρος της τιμής των γυναικών που ταξίδευαν ολομόναχες από την Κίο μέχρι το Εσκή-Σεχήρ, απόσταση μεγαλύτερη από 150 χιλιόμετρα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο ότι όλος ο αρσενικός πληθυσμός της Τουρκίας από 19-50 ετών ήταν στρατευμένος στα διάφορα πολεμικά μέτωπα.

Το εμπόριο αυτό της ανταλλαγής που διεξήγαγαν οι γυναίκες της Κίου είχε τόσο αναπτυχθεί και προοδεύσει, ώστε κατά τα τελευταία έτη του πολέμου 1917-1918, είχε λυθεί το επισιτιστικό πρόβλημα της Κίου, όπου υπήρχε άφθονο ψωμί και ότι άλλο τρόφιμο που σπάνιζε στις άλλες περιοχές της Τουρκίας. Γι’ αυτό και οι τουρκικές αρχές, οι οποίες δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τον επισιτισμό της Κίου κατά τα πρώτα έτη του πολέμου, μετά παρείχαν κάθε ευκολία και υποστήριξη στις εμπορευόμενες γυναίκες της πατρίδας μας Κίου.

Η γυναίκα της Κίου κατά τον Ευρωπαϊκό εκείνο πόλεμο επιδόθηκε σε κάθε κοπιαστική, επίμοχθη, επίφοβη και επικίνδυνη εργασία, σπρωγμένη από τη σκληρή ανάγκη της ζωής για τη διατροφή της οικογένειάς της. Η κιώτικη γυναικεία αντοχή θριάμβευσε τότε.

 

Υποσημείωση    


* Την υποχρεωτική κατάταξη των αντρών στα διαβόητα «Εργατικά Τάγματα» (Αμελέ Ταμπουρού), που στην πραγματικότητα ήταν Τάγματα θανάτου. Οι επιστρατευμένοι στέλνονταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας και ήταν υποχρεωμένοι, κάτω από την άγρια επιτήρηση κτηνωδών τσαούσηδων, να δουλεύουν 18 ώρες το 24ωρο. Έσπαζαν πέτρες, μετέφεραν υλικά, άνοιγαν διαβάσεις, κάτω από το αφόρητο ψύχος, τη βροχή ή τον καυτό ήλιο, χωρίς επαρκή τροφή και ιατρική περίθαλψη. Χιλιάδες ήταν αυτοί που πέθαναν από τις κακουχίες, τους ξυλοδαρμούς και τις επιδημίες.

                                                                                            

Πελοπίδας Ε. Πινάτσης

Περιοδικό Αναγέννηση, «1922-2002: Αφιέρωμα στην Κίο», τεύχος 384, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.

Read Full Post »

Άργος (Οι ρίζες)

 

 


  

«Υπέρ της των Αργείων πόλεως πολλά μεν αν τις ειπείν έχοι,

σεμνύειν αυτήν εθέλων, παλαιά και νέα πράγματα»

 

«Αν ήθελε κανείς να τιμήση την πόλη των Αργείων,

θα μπορούσε να αναφέρη πολλά, παλαιά και καινούρια γεγονότα»[1]

 

Δυτικά της αργολικής πεδιάδας κτισμένο κάτω από τα τείχη της Λάρισας και της Δειράδας και κοντά στις πολύχρυσες Μυκήνες, βρίσκεται το αρχαίο και δοξασμένο Άργος της ηρωικής εποχής, το όνομα του οποίου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου έχει υποκαταστήσει ολόκληρη την Ελλάδα και τα ένδοξα ονόματα Αργείος και Δαναός είναι συνώνυμα με το εθνικό όνομα Έλληνας, γεγονός που υποδεικνύει ότι στους χρόνους αυτούς το Άργος ήταν η καρδιά του ελλαδικού και αιγαιακού κόσμου.

Ανάμεσα στις πόλεις που πρωταγωνίστησαν κατά την αρχαιότητα στην εθνική μας πορεία, το κλυτόν και πολυθρύλητον  Άργος κατέχει κορυφαία θέση. Κατά τις τοπικές παραδόσεις είναι η αρχαιότερη όλων των ελληνικών πόλεων, και η έδρα των πρώτων θεογενών βασιλέων, γιατί εκεί πρωτοεγκαθίδρυσαν τους θρόνους τους.

Φρονούσαν  ακόμη  οι  Αργείοι ότι  από  αυτούς έλκει τις ρίζες του το ελληνικό γένος:

«Εντεύθεν Άργος παλαιόν ονομάζεται και οι Αργείοι παλαιότατοι των Ελλήνων αξιούσι και πρωτογενείς αντιποιούνται είναι».[2]

Ο δε Ευριπίδης αρχίζει την τραγωδία του Ηλέκτρα με τον χαιρετισμό, «Ω γης παλαιόν Άργος, Ινάχου ροαί».

Η ιστορία των πρώτων χρόνων του Άργους συνυφασμένη με τους τοπικούς θρύλους φτάνει σε τόσο βάθος χρόνου που, όπως είδαμε στον Ίναχο, αγγίζει τις απαρχές της μυθολογικής εθνοφυλετικής μας Γενέσεως.

Όπως όλες οι αρχαίες πόλεις, έτσι και το Άργος έχει τον ιστορικό του μύθο, δηλαδή την ιστορία του καταγεγραμμένη κατά μυθικό τρόπο. Καμιά όμως ιστορία άλλης πόλης δεν συνοδεύεται με τόσες παραδόσεις, τόσους σαγηνευτικούς μύθους, που μορφώνουν, διδάσκουν, και ψυχαγωγούν αλλά και μας βοηθούν ερμηνεύοντας τις ωραίες αυτές παραδόσεις, κάτω από τις οποίες κρύβεται ο πυρήνας των ιστορικών γεγονότων, να βρούμε τα ίχνη και το φως της ιστορικής αλήθειας.

Και οι ηρωικοί μύθοι που σχετίζονται με την πόλη του Άργους είναι τόσοι πολλοί και έχουν τύχει καθολικής αποδοχής από τον κόσμο της κλασσικής αρχαιότητας, αφού υπήρξαν αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για τους μεγάλους μας ποιητές της αρχαιότητας.

Από την ανεξάντλητη και συναρπαστική αργολική μυθολογία και ιστορία δημιούργησαν αθάνατα και ανυπέρβλητα λογοτεχνικά έργα ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές μας Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος, η λαϊκή Μούσα.

Η ηρωική αργεία μυθολογία μας πείθει για το ρόλο που έπαιξε η πόλη από τα πανάρχαια χρόνια, ενώ λίγες Ελληνικές πόλεις αξιώθηκαν με τόσους πολλούς επαίνους από τα αρχαιότατα χρόνια, ακόμη και από τους θεούς.

Ο Όμηρος συγκαταλέγει το Άργος ανάμεσα στις τρεις πιο αγαπημένες πόλεις της θεάς Ήρας:

«Ήτοι εμοί τρεις μεν πολύ φίλταταί εισί πόληες Άργος τε Σπάρτη τε και ευρυάγεια (=πλατύδρομη) Μυκήνη».[3] 

Ακόμη το Άργος περιλαμβάνεται ανάμεσα στις επτά πόλεις που φιλονικούσαν για το ποια είναι γενέτειρα του Ομήρου:

«Επτά πόλεις μάρναντο σοφήν διά ρίζαν Ομήρου Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, Άργος, Αθήναι».[4]  

Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος σε μια ωδή του επικαλείται τις χάριτες να υμνήσουν την πόλη αυτή, του Δαναού και των αγλαοθρόνων θυγατέρων του, την θεϊκή κατοικία της Ήρας, γιατί κοσμείται από αμέτρητη δόξα και θαυμαστά έργα:

 «Υμνείστε ω Χάριτες, του Δαναού την πόλη Και τις πενήντα λαμπρόθρονες τις κόρες του.

 Υμνείστε το Άργος όπου η Ήρα έχει το λαμπρό το δώμα, αντάξιο της θείας καταγωγής της.

Από δόξα άφθαρτη το Άργος απαστράπτει χάρις στα επιτεύγματα των πάντολμων τέκνων του».[5]

Η μεταγενέστερη ονομασία Άργος που πήρε η πόλη από τον ομώνυμο βασιλιά, εγγονό του Φορωνέα, το θεοπρεπές δώμα της Ήρας κατά τον Πίνδαρο, συνοδεύεται από τα πανάρχαια χρόνια από πλήθος ακόμη επιθέτων:

Ιναχία γη, Φορωνικόν, κλυτόν, κοίλον, πολυδίψιον, Ίασον, Ίππιον, Ιππόβοτον, Πελοποννήσιον, παλαιόν, πολύπυρον (πλούσιο σε σιτάρι), ούθαρ αρούρης, φιλτάτη πόλις της Ήρας.

Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια το Άργος είχε την αγαθή τύχη να κυβερνηθεί από ονομαστούς και φημισμένους βασιλείς όπως ο Ίναχος, ο Φορωνεύς, ο Πελασγός ο Δαναός, οι Ηρακλείδες, με πιο φημισμένο τον Τήμενο, (πρόγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ο Φείδων, ο Διομήδης και άλλοι ακόμη, που ο καθένας τους ξεχωριστά είχε πολύτιμη προσφορά στην μεγαλειώδη ιστορική πορεία του Αργείου κράτους.

Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (1,1), από την παλαιότατη εποχή, σε όλο τον ελληνικό χώρο που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα, το Άργος υπερείχε όλων των πόλεων: «Το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νυν Ελλάδι καλεομένη χώρη»

Το Άργος θεωρείται η κοιτίδα των Πελασγών, των αυτοχθόνων Πρωτοελλήνων, που ξεκινώντας από εκεί δημιούργησαν στα πέρατα της γης, πελασγικά βασίλεια, και σκόρπισαν τα πρώτα φεγγοβολήματα του πελασγικού πολιτισμού:

«Ήν γάρ δή και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν, εκ Πελοποννήσου το αρχαίον». (Διονύσιος Αλικαρνασεύς, Ιστοριών, 17) 

Με υπερηφάνεια για την πανάρχαιη πελασγική καταγωγή του αποκρίνεται ο βασιλιάς του Άργους στις κόρες του Δαναού:

 «Γιατί του ντόπιου Παλαίχθονα ο γιος

ο Πελασγός εγώ είμαι αυτής της χώρας ο άρχοντας

και που από μένα το βασιλιά τους φυσικά ονοματισμένοι

οι Πελασγοί καρπίζονται τη χώρα τούτη».[6]

Υπάρχει δε και μια παράδοση, ότι ο ίδιος ο Όμηρος ήρθε στο Άργος και θέλοντας να τιμήσει τα κατορθώματα των Αργείων Ηρώων που τον ενέπνευσαν στα έπη του, ραψωδούσε στίχους της Ηλιάδος:

 «Της πυργόστηθης Τίρυνθας και τ’ Άργους τους λεβέντες

κι όσους μες στη βαθύκολπη Ασίνη κι Ερμιόνη

και στην Τροιζήνα κάθονταν, κι όσοι στην Ηιόνα

και στην αμπελοφύτευτη Επίδαυρο μα κι όσους

στην Αίγινα και Μάσητα[7] των Αχαιών λεβέντες

τρεις τους οδήγουν, ο γέρος Διομήδης και το τέκνο

του Καπανέα του τρανού ο Σθένελος και τρίτος

του Μηκιστέα το παιδί, ο Ευρύαλος, τ’ αγγόνι

του Ταλαού κι όλων αυτών ο Διομήδης πρώτος

κι είχαν μαζί τους μελανά ογδόντα πλοία φέρει» [8]

 

Οι Αργείοι άρχοντες ακούγοντας το γένος τους από τον πιο δοξασμένο ποιητή, τόσο ενθουσιάστηκαν, ώστε τον τίμησαν με πλούσια και ακριβά δώρα, αποφάσισαν ομόφωνα να τελούν θυσίες προς τιμήν του και του έστησαν ανδριάντα όπου τοποθέτησαν χάλκινη εικόνα του, κάτω από την οποία χάραξαν την επιγραφή:

 

«Εδώ βρίσκεται ο θεϊκός Όμηρος

ο οποίος την πολυφημισμένη Ελλάδα

όλη με γλαφυρή σοφία εκόσμησε.

Ιδιαίτερα δε τους Αργείους,

που την θεόκτιστη Τροία γκρέμισαν

ως τιμωρία για την καλλίκομη Ελένη

για χάρη του ο μεγάλος μας δήμος

του έστησε αυτόν (τον ανδριάντα)

και με τιμές αθανάτων τον περιβάλλει».[9]

(ελεύθερη απόδοση)

Υπήρχε μάλιστα διαμάχη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Αργείους για το ποια πόλη έχει τα πρωτεία της αρχαιότητας και την μεγαλύτερη εύνοια των θεών. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, «πρώτοι γάρ Αθηναίοι τα άστη και τάς πόλεις ευρείν ιστορούνται», κατά δε τον Παυσανία:

«Από τους Έλληνες, εκείνοι που αμφισβητούν πιο πολύ απ’ όλους στους Αθηναίους την αρχαιότητα και τα δώρα που λένε ότι έχουν από τους θεούς, είναι οι Αργείοι».[10]

Η από τα πανάρχαια χρόνια ονομασία της πόλεως Άργος προέρχεται από τη ρίζα αργ -που για τους αρχαίους σήμαινε φωτεινός, λευκός, λαμπρός, ταχύς, ευκίνητος.

Οι παραδόσεις που μας μεταφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς σχετικά με τον Πελασγό διαφέρουν. Την καταγωγή του διεκδικούν από τους Αργείους οι Αρκάδες.

Σύμφωνα με την Αργεία παράδοση ο Πελασγός ήταν γιος του Ινάχου, που ίδρυσε μεταξύ Πηνειού και Ολύμπου την Πελασγιώτιδα. Κατά τον Ησίοδο, ο πρώτος βασιλιάς υπήρξε ο Αρκάς στην Πελοπόννησο, ο οποίος ήταν αυτόχθων και γενάρχης του αρχαιότερου ελληνικού γένους, των Πελασγών.

Και ο Παυσανίας μεταφέροντας την Αρκαδική παράδοση, θέλει τον Πελασγό πρώτο κάτοικο και βασιλιά της Αρκαδίας:

«Οι Αρκάδες λένε ότι ο πρώτος κάτοικος της χώρας τους ήταν ο Πελασγός. Είναι φυσικό να υποθέσει κανείς, ότι ο Πελασγός δεν ήρθε μόνος, αλλά με άλλους μαζί…»

Ο ποιητής Άσιος λέει γι’ αυτόν:

«Το ισόθεο Πελασγικό έθνος στα ψηλόκορφα όρη Η μαύρη γη γέννησε, για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος».[11]

Επίσης και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος τους θεωρεί προσέληνους και τους αποκαλεί «βαλανηφάγους»:

«Προτού ακόμα υπάρξουν όλα τ’ αστέρια

που τριγυρίζουν στον ουρανό

κι ούτε ακόμα θα μπορούσε κανείς, ακόμα κι αν ρώταγε

ν’ ακούσει για το ιερό γένος των Δαναών,

υπήρχαν μόνοι οι Αρκάδες οι Απιδανοί,

οι Αρκάδες που, κατά την παράδοση,

ζούσαν πριν κι από την σελήνη,

κι έτρωγαν βελανίδια στα βουνά.

Ούτε η γη των Πελασγών είχε ακόμα την εποχή εκείνη,

άρχοντες, τους δοξασμένους γιους του Δευκαλίωνα».[12]

Άλλες όμως μυθολογικές παραδόσεις αναφέρουν ότι τον πρώτο Αρκαδικό οικισμό ίδρυσαν Αργείοι άποικοι. Κατά τον Απολλόδωρο επίσης (Γ΄, 96) οι βασιλείς της Αρκαδίας Λυκάων, Νύκτιμος – στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος – και Αρκάς, ήταν απόγονοι του Πελασγού, που γεννήθηκε από τον Δία και την κόρη του Φορωνέως Νιόβη. Επίσης σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο Λυκάων που θεωρείται ο ιδρυτής της Λυκόσουρας – της πρώτης πόλης που αντίκρισε ο ήλιος κατά τον Παυσανία, έζησε πέντε γενιές μετά τον Φορωνέα. (Fragm. Χρον. Α, CI, CII, τ.20, σελ.170).

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

 


[1] Ιουλιανός Αργείοις 198, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Όλγας Ρομπάκη.

[2] Ιωάν. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, πρόλογος.

[3] Ιλιάς, Δ, 51

[4] Ελληνική Ανθολογία, 3

[5] Πινδάρου Επίνικοι, Νέμεα 10, 1, μετ. εκδ. Β. Λαζανά.

«Δαναού πόλιν αγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κοράν Χάριτες, Άργος Ήρας δώμα θεοπρεπές υμνείτε. Φλέγεται δ’ αρεταίς μυρίαις έργων θρασέων ένεκεν».

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ. 250 – 254, Μετ. Ι. Γρυπάρη, εκδ. «Εστία».

 «Του γηγενούς γάρ είμ’ εγώ Παλαίχθονος  ίνις Πελασγός, τήσδε γης αρχηγέτης,

    εμού δε άνακτος ευλόγως επώνυμον  γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα».

[7] Οι Ηιόνες και Μάσητες ήταν κάτοικοι της Ακτής. Ακτή ονόμαζαν οι αρχαίοι την χερσόνησο      που σχηματίζεται στο βορειοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου (Επιδαυρία, Ερμιονίδα, Τροιζηνία).

[8] Ιλιάς Β’ 559-564 Μταφρ. Πάικου Νικολαΐδη.

[9] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, πρόλογος, σελ. στ’

«Θείος Όμηρος οδ’ εστίν ος Ελλάδα την μεγαλαύχην πάσαν  εκόσμησεν καλλιεπώς σοφίη,

έξοχα δ’ Αργείους, οι την θεοτειχέαν Τροίην ήρειψαν ποινήν ηϊκόμου Ελένης˙

ου χάριν έστησεν δήμος μεγαλόπτολις αυτόν, ενθάδε και τιμαίς αμφέπει αθανάτων»

[10] Παυσαν. 1,14,2 Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Α. Γεωργιάδη.

«Ελλήνων οι μάλιστα αμφισβητούντες Αθηναίους ες αρχαιότητα και δώρα παρά θεών φασίν έχειν, εισίν Αργείοι»

[11] Παυσανίου Αρκαδικά, 1, 4-5 Εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Α. Γεωργιάδη

«Φασί δε Αρκάδες ως Πελασγός γένοιτο εν της γης ταύτης πρώτος. Εικός δε έχει του λόγου και άλλους ομού του Πελασγού, μηδέ αυτού τω Πελασγώ γενέσθαι μόνον….

πεποίηται δε και Ασίω τοιάδε εις αυτόν. Αντίθεον δε Πελασγικόν εν υψικόμοισιν όρεσι

Γαία μέλαιν’ ανέδωκεν, ίνα θνητών γένος είη.

[12] Απολλων. Ροδίου Αργοναυτικά, Δ, 264, μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου.

«ούπω τείρεα πάντα τα τ’ ουρανώ, ειλίσσονται, ουδέ τι πω Δαναών ιερόν γένος ήεν ακούσαι

πευθομένοις˙ ּοίοι δ’ έσαν Αρκάδες Απιδονήες, Αρκάδες, οί και πρόσθε σεληναίης υδέονται

ζώειν, φηγόν έδοντες εν ούρεσιν, ουδέ Πελασγίς χθών τότε κυδαλίμοισιν ανάσσετο Δευκαλίδησιν».

Read Full Post »

Το Άργος προτείνεται ως πρωτεύουσα της Ελλάδας (1833 -1834)

 

 

Λίγο πριν μεταφερθεί η πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, μεγάλη έκταση πήρε το ενδεχόμενο να οριστεί ως πρωτεύουσα το Άργος.

 

Ο Πρώσος αντιπρόσωπος Λούσι, ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές αυτής της πρότασης. Έγιναν πολλές και μεγάλες συζητήσεις ενώ οι εφημερίδες του Ναυπλίου υποστήριζαν ότι το Άργος έπρεπε να γίνει πρωτεύουσα και όχι η Αθήνα. Πρόβαλαν διάφορα επιχειρήματα και κυρίως το γεγονός ότι η Αθήνα είναι περιοχή φυσικά αφρούρητη και ανασφαλής ενώ το Άργος έχει ως φυσικό οχύρωμα το Ναύπλιο, που είναι και το λιμάνι του.

 

Ακόμη επικαλούνταν ότι η Αθήνα δεν διαθέτει κρατική γη εκτός της εκκλησιαστικής περιουσίας και της όποιας ιδιοκτησίας έχουν τα τζαμιά της περιοχής. Επομένως για κάθε κατασκευή στην Αθήνα ( ανάκτορα ή άλλα κυβερνητικά κτίρια) θα έπρεπε να αγορασθούν εδάφη ή οικόπεδα, με αποτέλεσμα να σπαταληθούν πολλά χρήματα από την Κυβέρνηση.

 

Το Άργος, με την θαυμάσια φύση και την εύφορη γη του, αλλά και του μεγάλου ιστορικού παρελθόντος, διαθέτει ιδιαίτερα μεγάλες δημόσιες εκτάσεις, που επαρκούν για την οικοδόμηση των απαραίτητων κρατικών εγκαταστάσεων και την διάθεση πολύ λιγότερων χρημάτων.

 

Την υποψηφιότητα της πόλης απέρριψε ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος, που πεισματικά επέμενε για την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Πράγμα που έγινε. Μια ακόμα ευκαιρία για το Άργος χάθηκε.    

 

 

Πηγή

 

  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 

 

Read Full Post »

Νέα Κίος

 

 

Η Νέα Κίος ήταν ένας από τους πλέον οργανωμένους δήμους του Νομού Αργολίδας. Σήμερα, μετά τον Καλλικράτειο  νόμο, έχει υπαχθεί στο Δήμο Άργους – Μυκηνών, ως δημοτικό διαμέρισμα.  Ο κύριος όγκος του πληθυσμού της είναι απόγονοι των προσφύγων από την Κίο της Μικράς Ασίας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η Κίος της Μικράς Ασίας, πόλη ιστορική, βρισκόταν χτισμένη στην Προποντίδα, 30 ναυτικά μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Έδεσε έτσι την μοίρα της με το Βυζάντιο και την βασιλεύουσα τότε Πόλη.


Ν�α ΚίοςΗ ιστορία της ξεκινά από την μυθολογία αφού ο μύθος λέει ότι ο Αργοναύτης Ύλας κατά την επιστροφή του από την Κολχίδα ίδρυσε την όμορφη πόλη. Το δε όνομά της, προήλθε από τον Κίο τον Αργοναύτη. Κατά μία άλλη εκδοχή, ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από τους Μιλήσιους, το δε όνομά της προήλθε από τον αρχηγό των Μιλησίων εποίκων, Κίο.


Η Κίος ήταν επίνειο της Κωνσταντινούπολης, έδρα της Μητρόπολης της Νικαίας και σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής. 
Τα σχολεία της ήταν φημισμένα και δίδαξαν σ’ αυτά σημαντικοί δάσκαλοι εκείνης της εποχής. Ο πολιτισμός, τα ήθη και έθιμα και το δημιουργικό πνεύμα των Κιωτών ήταν αυτά που τους βοήθησαν στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον ξεριζωμό να επιβιώσουν και να κατορθώσουν να δημιουργήσουν ξανά.


Οι πρώτοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Κίο το 1926. Η περιοχή, τους θύμιζε τη χαμένη τους πατρίδα. Όμως η Νέα Κίος ήταν τότε ένας ατέλειωτος βάλτος. Χρειάστηκε πολύς κόπος και μεγάλο κουράγιο για να καταφέρουν να φτιάξουν τη σημερινή, όμορφη Νέα Κίο.
Οι συγγραφείς: Ευρυσθένης Λασκαρίδης με το δίτομο έργο του «ΚΙΑΝΑ» και Βασίλειος Κουλιγκάς με το τρίτομο έργο του «Κίος η αλησμόνητη» περιγράφουν όλα τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία της Κίου από την ίδρυσή της μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση στη Νέα Κίο της Αργολίδας.


Ο Δήμος Νέας Κίου σήμερα έχει πληθυσμό 4000 περίπου κατοίκων και είναι από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά κύτταρα του νομού Αργολίδας.


Παρουσιάζει διαρκώς αυξανόμενη εμπορική κίνηση και βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά. Η οικονομία της Νέας Κίου είναι μικτή. Το εμπόριο, η βιοτεχνία, η βιομηχανία, ο τουρισμός, ο αγροτικός τομέας και η αλιεία, είναι οι πιο σημαντικοί τομείς δράσης των Κιωτών.        

 

Πηγή

 

  • Ιστότοπος Δημοτικού Σχολείου Νέας Κίου.

Read Full Post »

Το κάστρο του Άργους, W. Lindon 1856.

Το κάστρο του Άργους, W. Lindon 1856.

Read Full Post »

Η Ακρόπολη και η πόλη του Άργους από το Παλαμήδι του Ναυπλίου.

Η Ακρόπολη και η πόλη του Άργους από το Παλαμήδι του Ναυπλίου.

Read Full Post »

Μέγαρο Συλλόγου «Δαναού», Άργος


 

Κτίστηκε σε οικόπεδο που για τον λόγο αυτό δώρισε ο έμπορος Γεώργιος Θ. Λυκούριζας το 1895 στον «Δαναό». Τα σχέδια εκπόνησε αφιλοκερδώς ο συνταγματάρχης και αρχιτέκτονας Ιφικράτης Κοκκίδης.[1] Επειδή τα οικονομικά μέσα του νεοσύστατου τότε Συλλόγου ήταν πενιχρά, η ανέγερση του μεγάρου έγινε κυρίως με γενναίες δωρεές ιδιωτών και άλλων φορέων.

 

Ιφικράτης Κοκκίδης (1833-1922).

 

Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 16-6-1896 και τα εγκαίνια έγιναν με κάθε επισημότητα στις 3 Μαΐου 1900, ανήμερα του Αγίου Πέτρου Τα εξωτερικά επιχρίσματα και ορισμένες εργασίες στο εσωτερικό του μεγάρου έγιναν τα επόμενα χρόνια. Το μέγαρο είναι διώροφο και διαθέτει αίθουσα διαλέξεων, αναγνωστήριο, γραφεία και πλούσια βιβλιοθήκη, η οποία προέρχεται κυρίως από δωρεές.[2] Το μέγαρο κτίστηκε για τη στέγαση και τις ανάγκες του Συλλόγου.

 

Σχέδιο πρόσοψης του Μεγάρου του Ιφικράτη Κοκκίδη.

 

Κάθε Κυριακή, από την αρχή μέχρι σήμερα, δίδονται διαλέξεις. Επίσης, λειτούργησε νυχτερινή σχολή Απόρων Παίδων (1900-1973) και έλαβαν στοιχειώδη παιδεία 3.000 περίπου φτωχά παιδιά αλλά και μεγαλύτεροι, καθώς και στρατιώτες την περίοδο 1912-1913. Λειτούργησε εμπορική σχολή (1925) και κατά περιόδους σχολή βυζαντινής και ευρωπαϊκής μουσικής.  Την περίοδο της κατοχής το μέγαρο έγινε νοσοκομείο. Μετά το 1949 στέγασε σωματεία, κατηχητικά σχολεία, χορωδίες, το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών κλπ.

 

Μέγαρο Δαναού. Στο σφυρήλατο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού παριστάνεται ο γρύπας, το γνωστό μυθικό ζώο που είχε σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερούγες αετού. Το θέμα αυτό συνηθιζόταν πολύ και το συναντάμε στα μπαλκόνια πολλών σπιτιών.

 

Σήμερα συνεχίζονται οι διαλέξεις, η βιβλιοθήκη είναι ανοικτή σε όλους και η αίθουσα διαλέξεων παραχωρείται σε συλλόγους και άλλους φορείς για πνευματικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Μέγαρο «Δαναού», οδός Αγγελή Μπόμπου 8 (ΦΕΚ 401 Δ/1982).

 

Μέγαρο Δαναού.

 

Ο Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός» ιδρύθηκε το 1894 και είναι πνευματικό και φιλανθρωπικό σωματείο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή ο ομώνυμος μυθικός βασιλιάς του Άργους ταυτίστηκε από παλιά με την ιδέα της προόδου και της ηθικής τάξης, αφού μεταξύ άλλων δίδαξε τη ναυτιλία, την ανόρυξη φρεάτων και τις τέχνες, κατάργησε τις ανθρωποθυσίες, μερίμνησε για τη θρησκεία και θέσπισε νόμους για το γάμο και την οικογένεια.

Σκοπός του καθορίστηκε «η από κοινού σύμπραξις των μελών αυτού, όπως προάγηται επί μείζον η πνευματική και ηθική του λαού ανάπτυξις και όπως περιθάλπωνται δυστυχούντες». Η δράση και η προσφορά του στην εκατόχρονη και πλέον πορεία του θεωρείται πολύ μεγάλη. Έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ιφικράτης Κοκκίδης (1833-1922). Συνταγματάρχης. Μεθοδικός, πολίτης τού κόσμου και με κύρος στην Ελληνική κοινωνία η οποία τον τιμούσε ως ήρωα, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος συντόνισε τις προσπάθειες για την υποδοχή και την φιλοξενία των ξένων κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων τού 1896. Υπήρξε Επιτελάρχης τού Ελληνικού Σώματος Στρατού το οποίο εισήλθε στην υπό Οθωμανική κατοχή Θεσσαλία, το 1876. Γνώριζε τουλάχιστον τρεις γλώσσες και από το 1890 ήταν καθηγητής της Στρατιωτικής Ιστορίας στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων  Αποστρατεύθηκε σε ηλικία 63 ετών, τον Ιούνιο του 1896, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μέγαρο του «Παρνασσού», επί της πλατείας Καρύτση οικοδομήθηκε το 1890, βάσει σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Ιφικράτη Κοκκίδη, προκειμένου να στεγάσει τα γραφεία και την αίθουσα εκδηλώσεων του ομώνυμου Φιλολογικού Συλλόγου των Αθηνών (έτος ίδρυσης 1865). Μεταξύ των ετών 1941-1944 το κτίριο επιτάχθηκε από τις κατοχικές αρχές και στέγασε το Γερμανικό στρατοδικείο. Επίσης το κτιριακό συγκρότημα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1900-1904, σε ερημική τότε τοποθεσία, στα ανατολικά του Πεδίου του Άρεως, με δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ και βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923), ενώ την επίβλεψη της ανέγερσης είχε ο στρατιωτικός μηχανικός Ιφικράτης Κοκκίδης.

[2] Οι σημαντικότεροι δωρητές της βιβλιοθήκης είναι γνωστά ονόματα της επιστήμης και της διανόησης: Γεώργιος Μιστριώτης, Σπυρ. Λάμπρος, Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Γρηγ. Μαρασλής, Δημοσθ. Δεσμίνης κ.ά

 

Πηγές


  • Δαναός, «1894 -1994: 100 Χρόνια Πνευματικής Προσφοράς του Συλλόγου Αργείων ο Δαναός», Εκδόσεις Συλλόγου Αργείων ο Δαναός, Άργος 1995.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, «Άργος το πολυδίψιον» Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Read Full Post »

ΚΙΟΣ – ΟΡΓΑΝΩΣΗ

 

Α’. ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΚΙΟΥ

1. Καϊμακάμης, πολιτικός διοικητής, κατώτερος του Βαλή (νομάρχη)

2. Δήμαρχος, υπεύθυνος για καθαριότητα, οδοστρώματα και καλντερίμια, αγορανομικό έλεγχο ψωμιού και γάλακτος, εξέδιδε άδειες οικοδομών. Ακόμη στον Δήμο ανήκαν οι αγροφύλακες (μπεξίδες), οι νυχτοφύλακες (πασβάντηδες) που χτυπούσαν την ώρα κατά την διάρκεια της νύχτας, η δημοτική αστυνομία, οι μουχτάρηδες υπεύθυνοι για τα παράπονα των πολιτών και για την πρόνοια και τέλος υπήρχε οργανωμένη υποτυπώδης πυροσβεστική υπηρεσία με συμμετοχή οικοιοθελώς των πολιτών

3. Αστυνομία πόλεως και Χωροφυλακή

4 .Φρουραρχείο και στρατώνες (κισλά)

5. Λιμεναρχείο και Τελωνείο

6. Μονοπώλιο άλατος

Κιανοί 1920

Κιανοί 1920

 

 

 

 

Β΄. ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΚΙΟΥ

Γενήμαχαλας, Αγυιά, Μπαλούκ παζαρι, Τσεκούρα, Παλάτια, Παζάρι, Κονακιού, μαχαλάς έξω  απ’ το γεφύρι.

 

 Γ’. ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΞΩΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΙΟΥ

1. Κοίμηση της Θεοτόκου (Μητρόπολη)
2. Αγ. Ιγνάτιος
3. Οδηγήτρια
4. Αγ.Γεώργιος
5. Προφ. Ηλίας
6. Μεταμόρφωση του Χριστού
7. Παζαριώτισσα
8. Παναγία η Φανερωμένη ή Θεομάννα
9. Ευαγγελίστρια
10 .Αγ. Σπυρίδων
11. Αγ. Νικόλαος
12. Αγ. Παρασκευή (δύο εκκλησίες)
13. Αγ. Ιωάννης (τέσσαρες εκκλησίες)

 

 

Δ’. ΥΓΕΙΑ

Κοινοτικό νοσοκομείο Κίου, από συνεισφορές κατοίκων
Γιατροί Έλληνες ήταν οι Βιδάλης, Μαυρομάτης, Τριχόπουλος, Γαβριηλίδης, Κεσίσογλου, Μελγουργιάν.

Διπλωματούχος μαία η Μαριγώ, οδοντίατρος ο Τζωρτζάκης και φαρμακεία του Κανακάρη, του Βαφειάδη και του Ξανθόπουλου.

 

Ε’. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ-ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ

1. εργοστάσια μετάξης
2. εργοστάσια
σαπωνοποιίας
3. βαρελοποιεία (βουτσάδικα ) για το πάστωμα  ψαριών και ελιάς
4. εργαστήρια ξυλουργίας
5. ελαιοτριβεία (λαδαριά), εξαγωγή ελιάς στην Ρουμανία
6. σηροτροφεία-μεταξοσκωληκοτροφία (μποτζεκλίκια)
7. αλιεία και πάστωμα ψαριών, κυρίως παλαμίδας

 

ΣΤ’. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

φαναρτζής (ανάβει τα φανάρια των δρόμων), τελάλης τούρκος και έλληνας, κανταρτζής (ζυγιστής), αναφορογράφος, επιστολογράφος, σαράφης (χρηματιστής), παγωτατζής (ντοντουρμαντζής), γαλατάς, πραματευτής και αμανετζής (εμπορικός παραγγελιοδόχος)

 

Ζ’. ΜΕΣΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΊΑΣ – ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

1. ατμοπλοϊκώς Κωνσταντινούπολη-Μουδανιά-Κίος, καθημερινά με πλοία, όπως ΝΙΛΟΥΦΕΡ, ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΡΙΓΛΕΙΑ, ΠΙΓΑ, ΟΛΓΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ
 

2. οδικώς με Προύσα, καθημερινά με αραμπάδες, άμαξες τουρκικού τύπου

3. ταχυδρομική άμαξα (πόστα)
 

4. Ι.Χ. αυτοκίνητο, που ανήκε στον Κωνστ. Πινάτση

5. κινηματογράφος Κίου, αδελφών Βάσου και Τζώρτζη Σά ριτζα
 

 

Κιανοί 1920

Κιανοί 1920

 

 

  

 

Η’. ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

1. Μουσικός σύλλογος Κίου, με μπάντα από 35 και πλέον όργανα
2. Μαντολινάτα κοριτσιών Κίου
3. Φιλόπτωχος αδελφότης Κίου
4. Ομάδα Προσκόπων Κίου
5. Φιλεκπαιδευτική αδελφότης Κίου
6. Γυμναστικός σύλλογος
7. Αδελφότης Αγίου Γεωργίου
8. Βιβλιοθήκη ο «Κοραής»

 

θ’. ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

ΤΕΡΚΕΖΟΙ μαχητές στο πλευρό των Ελλήνων και Φρούραρχος ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ

 

Ι’. ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΙΑΝΩΝ

Απόστολος Μέλλιας,Απόστ. Πεζάς,Αρχιμανδρ.Νίκανδρος, Αν. Πινάτσης, Μαντζαρίνης, Ανδρούτσος Χρ. καθηγητής Πανεπιστ. Αθηνών, Χριστ.Κοκκινάκης διδάσκαλος, Τρύφων Ευαγγελίδης, Φώτης Πινάτσης, Κώστας Πινάτσης, Θοδωράκης Ζαφειρίδης, Κώστας Γιαβάσογλου γερουσιαστής Θεσσ/νίκης βουλευτής και υφυουργός, Μανώλης Κάης, Χατζη Γιώργης Δεληγκιαούρης ή Δελλής, Σπύρος Καβουνίδης, Αθηνά Σταϊκοπούλου, Πέτρος Μπούζης, Μήτσος Καγγελάρης, Φώτης Πάντερμανλης, Ηλίας Σώκος, Ηλίας Πολέτης, Μακάριος Βα¨κούσης, Μανώλης Χάμος, Κακίκης, Κάλφας Αθανάσιος, Παδιδέκας Ζαφείρης, Σεφερειάδης Ιορδάνης, Σαφαρίκας Πάνος, Αυγουστίνος Γεώρ, Τσομπάνογλου Χρήστ, Τσακίρης Μήτσος, Κρασούδης Γιώρ, Τσιρκουνής Λεβ, Γκιουλμπάλογλου Γιώρ, Γκάλτσας Γιώρ, Χριστόπουλος Γιώρ, Κεχαγιόπουλος Απόστ, Μυλωνάς Νίκος, Βογιατζής Κυριάκ, Κουλιγκάς Βασ, Μελτζανάκης Πάνος, Διαμαντόπουλος Νικ, Πανταζίδης Σταυρ, Δελής Ασημ, Κεχαγιόπουλος Χρυσ, Δερβενιώτης, Μιχ. Βαρκάρης, Κατσικάρης Θρασύβ, Αγαπίου, Καραμιχάλης Σταυρ, Σπινάρης Γρηγ, Αλέκος Γενηματζής, Καραδήνας Αναστ, Βλασιάδης Δημ, Κόντος Γιώρ, Μουράτης Γιώρ, Παπακεφάλης Μακάριος, Βανδώρος Φίλ, Δανιήλ Σωκρ, Κοτσάνης Σωτηρ, Τριγλιανός, Μπαντής Κωνστ, Πούσης Γιώρ, Καγιάς Μήτσ, Σάριτζας Τζώρτζης, Μυτιληνού, Κάβουνας, Σταυρίδης, Χατζόγλου Κώστ. Χαρ. Παπαδόπουλος, Βαμβάκης Θεολ, Κατικιώτης, Δελής, Μπάμιας, Παλλάδης, Σκουλής, Διαμαντής, Καλούδης, Φουρμάς, Ιακώβου, Εσκιόγλου, Τσούφιος, Καβουνίδου Ελ, Γρηγορίου Ειρ, Παυλάκη Σμαρ, Ευσταθίου Δέσπ, Μπουκούνης, Κόντου Ουρ, Φυνδάνης, Κουντής Χαρ, Δερβενιώτης, Μαργάνη, Ζαμπίτη Καλλ, Κοζάκου, Κουντουρίδης, Μακρίδου Χρυσή, Κραμέλης Θ, Πανάς, Κωστόπουλος, Καγιάς, Σαμιώτης, Σαρηβαλάσης, Δελάλης, Γαρουφαλίδης, Ξυνής, Μάλαμα Μαυρουδή, Σπάργιας, Φαφούτας, Τσιρώνης, ……………….

 

Πηγή

 

ΦΟΥΝΔΟΥΚΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, www.musesnet.gr/pages/kios/

 

 

Read Full Post »

 Κίος – Ιστορική αναδρομή

 

 

Πρώιμα χρόνια 2000-1000 π.Χ.

           

Η ευρύτερη περιοχή της Βιθυνίας κατοικήθηκε αρχικά κατά την 2η χιλιετία π.Χ. από τους Χεταίους, οι οποίοι στην συνέχεια εκτοπίσθηκαν κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. από τους Φρύγες και τους Μυσούς, ινδοευρωπαϊκές φυλές, που πέρασαν από την Ευρώπη προς την Μ. Ασία. Κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. ένας άλλος λαός, οι Βιθυνοί, θρακικής καταγωγής επικράτησαν στην περιοχή μέχρι τον αποικισμό της από τους Μιλήσιους. Κατά την περίοδο αυτή, κτίστηκαν στα παράλια του Βοσπόρου πόλεις σπουδαιότατες, όπως Κίος, Χαλκηδών, Κύζικος, Ηράκλεια και Αστακός (αργότερα Νικομήδεια). 

 

1000 π.Χ.- Γέννηση Χριστού

 

Η αποίκιση της Κίου από τους Μιλήσιους 625 π.Χ. μέχρι 553 π.Χ. είχε συμβάλει στην πρόοδο και την ανάπτυξή της και διακρίθηκε κυρίως για το εμπόριο από τα παράλια προς την ενδοχώρα. Κατά το έτος 553 π.Χ. όλοι οι λαοί της Μ. Ασίας υποτάχθηκαν στους εμφανισθέντες Ληδούς και αργότερα στους Πέρσες. Ευτυχώς οι νέοι κατακτητές παρείχαν στους κατοίκους ελευθερία και αυτονομία με μόνη υποχρέωση την καταβολή φόρων. ΄Ετσι συνέχισαν να ευδαιμονούν μέχρι την απελευθέρωσή τους από τους Αθηναίους το 459 π.Χ. Ο αθηναίος στρατηγός Κίμων νίκησε στην Κύπρο τον περσικό στόλο και απομάκρυνε για πολύ τον κίνδυνο των Περσών, τόσο από την ξηρά όσο και την θάλασσα. Από το έτος 466 π.Χ. η Κίος με πολλές άλλες πόλεις της Μ. Ασίας συμμετείχαν στην συμμαχία της Δήλου. Ακόμη η Κίος συμμετείχε και στην Ιωνική επανάσταση. Μετά την ήττα των Αθηναίων στην Σικελία, οι Πέρσες επανέρχονται καταλαμβάνοντας και την Κίο το έτος 412 π.Χ. μέχρι το 334 π.Χ., οπότε και απελευθερώνονται από τον Μ. Αλέξανδρο.

Οι πόλεις της Μ. Ασίας, κατά την διάρκεια των διαφόρων κατοχών, ιδιαίτερα της περσικής, με τις συνεχείς εξεγέρσεις και αντιδράσεις κατάφερναν να εξασφαλίζουν καθεστώτα αυτονομίας και δεν εμποδίστηκαν να αναπτυχθούν και να διακριθούν. Από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και μετά οι πόλεις ανέρχονται στον Κολοφώνα της δόξας, προόδου και ανάπτυξης σ’ όλους τους τομείς,(το 330 π.Χ. κόβονται τα πρώτα χρυσά νομίσματα της Κίου). Το εμπόριο αναπτύχθηκε μέχρι την Αίγυπτο και την χώρα των Φοινίκων, όπου και βρέθηκαν τα χρυσά νομίσματα της Κίου. Η Κίος συμμετείχε ακόμη και στην Αιτωλική συμπολιτεία. Οι έριδες όμως , οι ανταγωνισμοί και οι διαμάχες των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, οδήγησαν την Κίο και άλλες ελληνικές πόλεις σε διαδοχικές καταστροφές. Σπουδαιότατη βέβαια ήταν η εκ βάθρων καταστροφή της από τον βασιλιά  Προυσία τον Α΄ της Βιθυνίας, με την βοήθεια του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Οι κάτοικοι εσφάγησαν, εκδιώχθηκαν ή εκρατήθηκαν δούλοι και νέα πόλη κτίστηκε με άλλο όνομα «Προυσιάδα η παραθαλάσσια». Η καταστροφή αυτή της Κίου ξεσήκωσε διαμαρτυρίες πλήθους ελληνικών πόλεων, ιδίως των Ροδίων. Το θέμα έγινε γνωστό μέχρι την ρωμαϊκή σύγκλητο, που δυστυχώς είχαν αρχίσει να ζητούν σε βοήθεια και μεσολάβηση οι διάφορες ελληνικές πόλεις. Οι Ρόδιοι και ο ΄Ατταλος Α’, ζητώντας την βοήθεια των Ρωμαίων, αποφάσιζαν μοιραία υπέρ της δικής των καταστροφής και ολοκλήρου της Ελλάδας. Οι Ρωμαίοι δράττοντας την ευκαιρία αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον Φίλιππο τον Ε΄ στην μάχη της πόλης Κυνός Κεφαλαί της Θεσσαλίας (197 π.Χ. β΄ μακεδονικός πόλεμος) όπου και νικήθηκε και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει κάθε επιβουλή και διεκδίκηση συμφερόντων στις πόλεις του Βοσπόρου. Γρήγορα πετυχαίνοντας τα σχέδια τους οι Ρωμαίοι, κατά το έτος 74 π.Χ., μετά τον θάνατο του βασιλιά Νικομήδη Γ΄, με διαθήκη κληρονόμησαν και κατέλαβαν όλη την Βιθυνία και την Κίο μαζί. 

 

  

Ρωμαϊκή εποχή- Βυζαντινή εποχή

        

Η Κίος υποταγμένη στους Ρωμαίους έτυχε καθεστώτος αυτονόμου πολιτείας με εποπτεία Ρωμαίου υπάτου. Διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα , το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα (ομοίως η Κύζικος και η Απάμεια). Η περιοχή έγινε η πιο αγαπητή για τον παραθερισμό των Ρωμαίων αρχόντων. Επιφανείς φιλόσοφοι της Κίου όπως ο Ασκληπιάδης και ο Φλάβιος Άρχιππος, με κάθε τρόπο κατόρθωναν να εξασφαλίζουν προνόμια υπέρ της Κίου και να αποκαταστήσουν το όνομα της πόλης από Προυσία σε Κίο. 

 Από τις αρχές του β’ αιώνα (112 μ.Χ.), ο χριστιανισμός γνώρισε τόση μεγάλη διάδοση στην περιοχή της Βιθυνίας (την περιοχή επισκέφθηκε και ο Απόστολος Πέτρος), ώστε ο Ρωμαίος διοικητής Πλίνιος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό οδηγίες για την αντιμετώπιση των άπειρων χριστιανών. Η Κίος έδωσε κι αυτή φόρο αίματος στους διωγμούς κατά των χριστιανών. Με την ίδρυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, η Κίος αποκτά αρχιεπισκοπή με αρχιεπίσκοπο τον Κύριλλο που συμμετέχει στην Α’ Οικουμενική σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. κατά του Αρείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την παρακμή των πόλεων, το Πατριαρχείο κατήργησε την αρχιεπισκοπή Κίου, η περιοχή υπήχθη στην Μητρόπολη Νίκαιας, της οποίας η έδρα ήταν η Κίος. Ο μητροπολίτης Νικαίας απέχτησε ισχύ και πανίσχυρος έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην εκλογή του πατριάρχου και την αντιμετώπιση πολλών ζητημάτων. (Κατά την έναρξη της επανάστασης το 1821 η Κίος διέθεται πέντε ενορίες, η Νίκαια μία και δεκαέξι τα διάφορα χριστιανικά χωριά της περιοχής).

Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Κίος απέκτησε σημασία λόγω της θέσης της και αποτέλεσε το προσφιλές θέρετρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού ιδρύθηκε στη Κίο στρατιωτική σχολή που λειτούργησε για 37 χρόνια. Όμως πολλές φορές βρέθηκε στο θέατρο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των βυζαντινών και διαφόρων εχθρών. Δέχτηκε επιδρομές από Γότθους, Άραβες, καταστροφές και λεηλασίες από Σταυροφόρους και Σελτζούκους Τούρκους, που άρχισαν από το 1100 μ.Χ. να απειλούν την Κίο και τη γύρω περιοχή. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, λαός ηπειρωτικός και νομαδικός, κατόρθωσαν να αποκτήσουν και ναυτικές δυνάμεις, χρησιμοποιώντας τους ντόπιους κατοίκους ΄Έλληνες, έμπειρους ναυτικούς. Στην Κίο τότε λειτούργησε το πρώτο τούρκικο ναυπηγείο, που γρήγορα κατέστρεψε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ το 1092 μ.Χ. προσπαθώντας να διασώσει την περιοχή της Βιθυνίας από τους Τούρκους. Πολύ αργότερα, το 1789 μ.Χ. με την ολοκληρωτική επικράτηση των Οσμανιδών Τούρκων, επί σουλτάνου Σελήμ, ιδρύθηκε νέο τουρκικό ναυπηγείο πολεμικών πλοίων, που λειτούργησε μέχρι το 1860 μ.Χ.

 

Σταυροφορίες

      

Δυστυχώς, κατά την εμφάνιση των Σταυροφόρων, πολλά ήταν τα δεινά και οι ζημιές που υπέστη η Κίος. Κατά την Α’ Σταυροφορία (1096 μ.Χ.) απετέλεσε στρατιωτική βάση των ιπποτών με το όνομα Κιβωτός (Civitot). Με συνεχείς επιδρομές οι Σταυροφόροι κατάφεραν να απομακρύνουν τους Τούρκους από τα παραθαλάσσια της Βιθυνίας και να υποχωρήσουν στο εσωτερικό, γύρω από το Ικόνιο. Κατά την Δ’ Σταυροφορία, επί αυτοκράτορος Αλεξίου Γ’ και την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, η Κίος κατελήφθη από τους Φράγκους (1207 μ.Χ.) και παραχωρήθηκε στην δικαιοδοσία των ιπποτών, μέχρι την ανακατάληψή της από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο (1261 μ.Χ.). 

  

Μεσαίωνας

     

Από το 1300 μ.Χ., οι επανεμφανισθέντες Τούρκοι, λεηλατούντες όλα τα παράλια της Προποντίδας, με αρχηγό τον Οσμάν Α’, κατόρθωσαν την άλωση της Προύσας (1326 μ.Χ.) και δέκα χρόνια αργότερα, μετά από δύο χρόνια πολιορκίας, κατέλαβαν και την Κίο (1336 μ.Χ.). Η Κίος κατεστράφη ολοσχερώς, εκ θεμελίων, οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν και κατέφυγαν στο Αργαθώνιο όρος, όπου ζούσαν πρόχειρα με την ελπίδα της επιστροφής. Μετά από 3 χρόνια τους επετράπη να εγκατασταθούν στην περιοχή της Κίου κάτω από τα τείχη την ονομαζόμενη «καστρινά», γύρω από τον χώρο της κατεστραμμένης εκκλησίας της Θεομάννας. Επισκεύασαν την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (Μητρόπολη) ή Παζαριώτισσα και άρχισαν τον εκκλησιασμό τους και την κοινωνική οργάνωση. Οι κάτοικοι της, κυρίως ψαράδες και αγρότες, στερήθηκαν κάθε μόρφωση και παιδεία, με επιβεβλημένη την τουρκική γλώσσα. Φτώχεια, ατιμώσεις, στερήσεις, παιδομάζωμα, ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής των. Ο ετήσιος έγγειος φόρος για τους φτωχούς κατοίκους ήταν 159000 γρόσια. Πολλοί κάτοικοι προτίμησαν να φύγουν γιατί δεν άντεχαν την τουρκική παρουσία και καταπίεση. Ακόμη και την καλλιέργεια της αμπέλου απαγόρευσαν καθώς και την κατανάλωση του κρασιού ( οι Κιώτες, όμως, αντί των αμπελιών καλλιέργησαν ροδιές και παρήγαγαν ένα είδος αναψυκτικού από τον χυμό του ροδιού που το κρύωναν με πάγο από τον Όλυμπο της Προύσας, που διατηρούσαν για το ζεστό καλοκαίρι). Επί σουλτάνου Μουράτ Δ’, 1656-1710 μ.Χ., άρχισε η χαλάρωση των αυστηρών μέτρων και συγχρόνως άρχισε να διαφαίνονται συνθήκες για ανάπτυξη και πρόοδο. Με την ίδρυση του πολεμικού ναυπηγείου αρκετοί έλληνες της Κίου και της Κυζήκου σαν έμπειροι ναυπηγοί βρήκαν δουλειά. Η Κίος αποτελούμενη από αμιγή ελληνικό πληθυσμό απέκτησε τότε το δικαίωμα να εκλέγει δικό της δήμαρχο, (τελευταίος πριν την καταστροφή ήταν ο Αναστάσιος Πινάτσης που πέθανε πρόσφυγας το 1938 στην Θεσσαλονίκη).

 

19ος αιώνας

     

Επί σουλτάνου Μαχμούτ Β’, 1823-1839 μ.Χ., άρχισαν οι πρώτες μεταρρυθμίσεις και αργότερα επί Αβδούλ Μετζίτ βελτιώθηκε η κατάσταση των χριστιανών υπηκόων. Αποκαταστάθηκε η θρησκευτική, κοινωνική, εμπορική θέση της Κίου, επανήλθε η παιδεία με αύξηση του διδακτικού προσωπικού και ιδρύθηκε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, με έξοδα της Κοινότητας. Στα σχολεία συνέχισε πάλι να διδάσκεται το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας, χώρας κατ’ εξοχή πολιτισμού και ελευθερίας. Όλες οι θρησκευτικές εκδηλώσεις και γιορτές (Ανάσταση, Θεοφάνεια, πανηγύρεις), οι σχολικές εορτές των Τριών Ιεραρχών, οι διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις όπως γάμοι, βαπτίσεις, Αποκριές, γινόντουσαν κανονικά με πλήρη ελευθερία. Όλα ήταν τόσο αγαπητά και από τον απλό τουρκικό λαό , ώστε με τυφλή πίστη συμμετείχαν και πολλές φορές προσκυνούσαν τους εορτάζοντας θαυματουργούς αγίους της Κίου. Το εμπόριο αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο γύρω τουρκικός πληθυσμός ήταν οικονομικά εξαρτημένος από τον ελληνικό πληθυσμό της Κίου. Με την ανακήρυξη του τουρκικού συντάγματος το 1908, όλοι πανηγύριζαν για την εξαγγελλόμενη ισότητα και ελευθερία μεταξύ όλων των υπηκόων της τουρκικής επικράτειας, ασχέτως εθνικότητας και θρησκείας. Δυστυχώς η εμφάνιση των Νεότουρκων, οπαδών του φανατικού Κεμάλ, σήμανε την αρχή της καταστροφής. Άρχισε η γενική επιστράτευση των μη μουσουλμάνων και ο συστηματικός διωγμός των Ελλήνων και Αρμενίων δεν έλειψε φυσικά, ούτε οι μεμονωμένες πιέσεις, διώξεις, συλλήψεις, κατηγορίες εναντίων εντίμων κατοίκων της Κίου. Φοβερότερη ήταν η εξόντωση (εξοντώθηκαν περίπου 300.000 ‘Ελληνες μικρασιάτες) με τα τάγματα εργασίας, τα αποκαλούμενα «αμελέ ταμπουρού», αγριότερα ίσως και από τα φασιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεων.  

 

20ος αιώνας

 

 

Ελ�νης-Μιχοπούλου-Κουνδή)

Είσοδος του ελληνικού στρατού στην Κίο 1920. (Συλλογή:Ελένης-Μιχοπούλου-Κουνδή)

 Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, η Τουρκία στο πλευρό της Γερμανίας, συνέχισε τις διώξεις, σφαγές και λεηλασίες του ελληνικού στοιχείου. Οι Κιώτες οργανώθηκαν για την αυτοάμυνά τους, εξοπλίζοντας τους περίφημους «νταήδες» τους με όπλα, αγορασμένα με χρήματα συγκεντρωμένα από τα εκκλησιαστικά ταμεία και την Φιλόπτωχο αδελφότητα. Με το τέλος του πολέμου οι σύμμαχοι και η Ελλάδα εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κίο και στην γύρω περιοχή, επειδή δρούσαν Τούρκοι αντάρτες, τσέτες, με την βοήθεια του αγγλικού στόλου, εκδιώχθηκαν και η Κίος παρεδόθη στον ελληνικό στρατό στις 25 Ιουλίου 1920, με διοικητή τον συνταγματάρχη Δ. Σαμαρτζή. Η υποδοχή ήταν μεγαλειώδης και ενθουσιώδης, όλος ο λαός με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Νίκαιας και αργότερα Οικουμενικό Πατριάρχη Βασίλειο Γ’ και τον Δήμαρχο Α. Πινάτση, υποδέχθηκαν τον ελληνικό στρατό ( δες και σχετική φωτογραφία), ψάλλοντες όλοι αντί άλλου το «Χριστός Ανέστη». Δυστυχώς ο εθνικός διχασμός και ο συμμαχικός εμπαιγμός οδήγησαν στην αποτυχία της ενδοξότατης εκστρατείας του στρατού μας στην Μ. Ασία και την εθνική συμφορά. Έγινε κάποια προσπάθεια αυτονόμησης της παραλιακής ζώνης με σκοπό να διασωθούν οι κάτοικοι και να μην ξεριζωθούν από τις εστίες τους. Η τότε Σοβιετική Ένωση προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία, αλλά δυστυχώς η βασιλική κυβέρνηση της υποτέλειας απαξίωσε και ν’ απαντήσει στην ρωσική μεσολάβηση (καμιά ιστορία δεν αναφέρεται στην προσπάθεια των Ρώσων πλην του Γ .Κορδάτου, τόμος 5ος). ‘Άδικα ξεκίνησε η «Άμυνα» τόσο στην Σμύρνη όσο και σε κάθε πόλη της Μικρασίας. Στην Κίο έγινε μεγάλη συγκέντρωση με συμμετοχή και τούρκων κατοίκων των πέριξ χωριών που χαιρετούσαν την αυτονομία της Μικρασίας.

Τα σχέδια όμως των συμμάχων ήταν άλλα. Η μυρωδιά των πετρελαίων της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας τους ανάγκαζαν να προχωρήσουν σε μοίρασμα των εδαφών που δεν τους ανήκαν χωρίς να λογαριάζουν το δικαίωμα τους για ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση και ακεραιότητα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1912 στην Μ. Ασία σε σύνολο 10.755.774 κατοίκων ζούσαν 2.522.151 Έλληνες. Το δικαίωμα διατήρησης της δικής τους εθνικής ζωής δεν το σεβάστηκε κανείς από τους μεγάλους που διακήρυτταν σε διεθνείς συναντήσεις, ότι τάχα προστατεύουν τα μικρά και αδύναμα έθνη. Ήδη οι ίδιοι οι Γερμανοί οργάνωσαν τα περίφημα πογκρόμ εναντίων του μικρασιατικού Ελληνισμού. Η επίθεση του Κεμάλ, ενισχυμένου τώρα από τους συμμάχους αλλά και τους μπολσεβίκους, ήταν σφοδρότατη και οργανωμένη. Μάταια ο εγκαταλειμμένος από τους συμμάχους ελληνικός στρατός πότιζε με αίμα τα «δικά μας χώματα«. Ο στρατιωτικός υποτομέας της Κίου από 22 Αυγούστου 1922 δέχτηκε επιθέσεις και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κίο στις 28 Αυγούστου 1922. Ο πληθυσμός περίπου 30.000 πρόσφυγες πια, Κιώτες και άλλοι από τις γύρω περιοχές, στοιβαγμένοι στην παραλία, άδικα περίμεναν την άφιξη πλοίων. Γαλλικά πλοία στο λιμάνι των Μουδανίων, εμπόδιζαν με τους ισχυρότερους ασυρμάτους των την επαφή του αντιτορπιλικού «Πάνθηρα» με τον «Αβέρωφ» που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά έφτασαν 11 φορτηγά πλοία και από ώρα 2 μ.μ. της 25ης Αυγούστου 1922, άρχισε η επιβίβαση των προσφύγων, αφήνοντας πίσω γλυκύτατη πατρίδα, αγώνες, θυσίες, τάφους αγαπημένων, περιουσίες ……..

ΦΟΥΝΔΟΥΚΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

   

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Διδώ Σωτηρίου, Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, εκδ. Κέδρος
Encarta 96, εγκυκλοπαίδεια, Microsoft
Έπος Μικρασίας, εκδόσεις Μορφωτικού κόσμου
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
ΚΙΑΝΑ, Ευρυσθ. Λασκαρίδη, 1966
Κουλιγκά Βασ., ΚΙΟΣ αναμνήσεις ενός Κιώτη, εκδ. Δωδώνη,1988
Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Γ. Ρούσσου
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, εγκυκλοπαίδεια
Στρατηγός Ξεν., η Ελλάδα στην Μικρασία, εκδ. Μπάυρον, 1986
Σιμόπουλος Κυριάκος, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια,1990

 

Πηγή

 

ΦΟΥΝΔΟΥΚΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, www.musesnet.gr/pages/kios/

 

 

Read Full Post »

Άργος  


Ιστορική πόλη της Πελοποννήσου και σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Αργολίδας.  Είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας του Άργους στο νομό Αργολίδας και είναι η μεγαλύτερη πόλη του νομού με πληθυσμό 24.239 κατοίκους (απογραφή 2001). Μετά την εφαρμογή του νόμου περί συνενώσεων των Δήμων, του γνωστού «Καλλικράτη» ο Δήμος Άργους μετονομάστηκε σε Δήμο Άργους-Μυκηνών και εντάχθηκαν οι πρώην Δήμοι: Μυκηναίων, Κουτσοποδίου, Λυρκείας, Λέρνας και Νέας Κίου. Βρίσκεται σε απόσταση 136 χιλιομέτρων από την Αθήνα  και η απόστασή του από το Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του νομού, είναι 12 χιλιόμετρα.

 

Άργος, Th. Du Moncel. Ρωμαϊκά Λουτρά, Αρχαίο Θέατρο, Κάστρο της Λάρισας, 1843.

 

Το Άργος, η αρχαιότερη συνεχώς κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης και της Ελλάδας, παρά τις καταστροφές που υπέστη κατά καιρούς από επιδρομείς και κατακτητές, πάντοτε κτιζόταν στην ίδια θέση. Αυτό βεβαιώνεται και σήμερα από την αρχαιολογική σκαπάνη στα υπό οικοδόμηση οικόπεδα, τα οποία αποκαλύπτουν τη ζωή των παλαιότερων εποχών.

Η θέση της πόλης ήταν ιδανική για δύο κυρίως λόγους. Οι δύο λόφοι, της Ασπίδας (84μ.) και ιδίως της Λάρισας (289μ.), παρείχαν μεγάλη ασφάλεια στους κατοίκους. Παράλληλα, τα δύο αυτά υψώματα εισχωρούν βαθιά στο αργολικό πεδίο και φέρνουν την πόλη κοντά στο Τημένιο, που ήταν ανέκαθεν το επίνειό της.

Έτσι εξηγείται γιατί διαμέσου των αιώνων, παρά τις αλλεπάλληλες διώξεις και καταστροφές, η πόλη επέμενε να ευρίσκεται στην ίδια πάντα θέση. Άμεση συνέπεια αυτής της πραγματικότητας ήταν να μη διατηρηθούν πολλά από τα μνημεία και επιπλέον να καθίσταται δύσκολος ή και αδύνατος ο εντοπισμός τους από τους αρχαιολόγους. [1] Το αρχαίο Άργος εκτεινόταν δυτικά και ΒΔ μέχρι τη Λάρισα και την Ασπίδα, ΝΔ μέχρι και την αρχαία αγορά και ΝΑ μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο.

Η πόλη υπήρχε σαν οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Τα κεραμικά που βρέθηκαν μαρτυρούν ότι στο τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας υπήρχε σημαντικός οικισμός στην Ασπίδα, ο οποίος αυξήθηκε εντυπωσιακά στις αρχές της επόμενης χιλιετίας. Ανάμεσα στα λείψανα συγκαταλέγονται και ίχνη τείχους, που εντοπίστηκαν στην κορυφή και στη νότια πλαγιά του λόφου, καθώς και μεγάλο νεκροταφείο με τύμβους στις ανατολικές υπώρειες. Επίσης, βρέθηκαν αρκετοί θαλαμοειδείς τάφοι στις Πορτίτσες – αρχ. Δειράδα – στις υπώρειες των δύο λόφων. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν πίθους για την ταφή των νεκρών. Τέτοιοι πίθοι σώζονται στο μουσείο του Άργους.

Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο πιθανότατα υπήρχαν ακροπόλεις στη Λάρισα και στην Ασπίδα, ενώ ο οικισμός εξακολουθούσε να απλώνεται προς νότο. Το μυκηναϊκό Άργος εντοπίζεται περίπου στην περιοχή που περικλείεται από τους δρόμους Κορίνθου, Τσώκρη και Καρατζά. Και φαίνεται πως το Άργος ήταν μέχρι το 1.200 π.X. μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αργολίδας.

Προϊστορικοί Χρόνοι

Ύστερα από μια σύντομη παρακμή, η οποία συμπίπτει με τη γενικότερη παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, γνώρισε νέα ανάπτυξη μετά την κάθοδο των Δωριέων. Οι περισσότερες πληροφορίες για την ακμή και την έκταση της πόλης προέρχονται από τους τάφους, που εντοπίστηκαν από τη μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη, από τον Ξεριά μέχρι και πέρα από την Παναγία. Η πόλη είχε αρκετή ζωή και ήταν πυκνοκατοικημένη. Η κατάληψη της αργολικής πεδιάδας από τους Δωριείς έγινε περίπου το 1125-1120 π.Χ. [2]   

Οι Δωριείς αυτοί ήταν εξαιρετικά δυναμικοί και εξοπλισμένοι με τα πλέον σύγχρονα όπλα της εποχής τους. Στα μέσα του επόμενου αιώνα κατέλαβαν την υπόλοιπη Αργολίδα, τη Σικυώνα και τη Μεγαρίδα. Από τη διάσπαση των Δωριέων, που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα του Άργους, προέκυψαν τρία μικρότερα βασίλεια, το βασίλειο του Άργους, το βασίλειο των Μυκηνών και το βασίλειο της Τίρυνθας, με μικρό πληθυσμό, αφού και οι Δωριείς, που είχαν κατακλύσει την Πελοπόννησο, στο σύνολό τους ήταν oλιγάριθμoι (βλ. υποσ. 2 για τον μυθικό Τήμενο).

Το κράτος των Αργείων ξεπέρασε σε δύναμη και έκταση όλα τα άλλα της κεντρικής και βόρειας Πελοποννήσου. Κατέλαβε τη Θυρεάτιδα και την Κυνουρία, προωθήθηκε ως τον Μαλέα και κατέλαβε τα Κύθηρα, δηλαδή σημεία συνοριακά με τη Σπάρτη, για την οποία το Άργος εξελισσόταν έτσι σε πολύ ισχυρό και επικίνδυνο εχθρό. Για την ιστορία του δωρικού Άργους από τη σύστασή του (περ. 1.120 π.Χ.) μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. ελάχιστα γνωρίζουμε, όπως την ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων και διάφορες συγκρούσεις με γειτονικά κράτη, όπως με την Κόρινθο και την Ασίνη, την οποία κατέστρεψε στο τέλος του 8ου αι. π.Χ. Επίσης, σχετικά με την κοινωνική οργάνωσή τους, γνωρίζουμε ότι υποχρέωναν τους κατακτημένους να καλλιεργούν τους κλήρους, που μοιράστηκαν σαν κατακτητές, και να τους προσφέρουν σημαντικό μέρος από το εισόδημα. Αυτοί οι «δουλοπάροικοι» στο Άργος ονομάζονταν γυμνήτες. [3]  

Παρόμοια καθεστώτα συναντάμε σ’ όλες σχεδόν τις δωρικές κοινωνίες. Οι γυμνήτες διέφεραν από τους δούλους· οι τελευταίοι θεωρούνταν ιδιοκτησία των ιδιωτών. Το ισχυρό δωρικό Άργος προστατευόταν από τείχη, λείψανα των οποίων εντοπίζονται ακόμα και σήμερα. Οι δύο ακροπόλεις, φυσικά, ήταν οχυρωμένες και συνδέονταν μεταξύ τους με τείχος στον αυχένα.

Εκεί, στις σημερινές Πορτίτσες, ήταν και η σημαντικότερη ίσως πύλη, η πύλη της Δειράδος. Εξάλλου, με βεβαιότητα θεωρούμε ότι από εκεί ήταν η είσοδος προς την πόλη μέχρι τους νεότερους χρόνους (περίοδος 1821). Υπήρχαν άλλες τρεις πύλες, η μία στο ανατολικό άκρο, που οδηγούσε στις Μυκήνες, άλλη μία στο ΝΑ άκρο που οδηγούσε στην Τίρυνθα και η τρίτη στο ΝΔ προς Λέρνη και κεντρική Πελοπόννησο. Το τείχος κατέβαινε από τη ΝΑ πλευρά της Ασπίδας, περνούσε λίγο ανατολικότερα της οδού Κορίνθου και του Αγίου Πέτρου, άφηνε ανατολικά του το σημείο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Κωνσταντίνος, κατόπιν τραβούσε ΝΔ, αγκάλιαζε όλη την αγορά και ανηφορίζοντας επί της νότιας πλευράς του λόφου της Λάρισας, κατέληγε στο κάστρο της ακρόπολης.

Ιστορικοί Χρόνοι

Η ιστορική περίοδος ουσιαστικά έχει αφετηρία τη βασιλεία του Φείδωνος. Ο Φείδων (7ος αι. π.Χ.), που θεωρείται μακρινός απόγονος του Τήμενου, είναι το πρώτο ιστορικό πρόσωπο του Άργους. Επί της εποχής του η πόλη παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή. Είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης πριν από την ανάδειξη της Σπάρτης σε πρώτη δύναμη της Πελοποννήσου. Ο μεγάλος κίνδυνος για το Άργος ήταν η ισχυρή Σπάρτη, η οποία του αμφισβητούσε την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Γύρω από αυτό το μακροχρόνιο και αξεπέραστο μίσος διαμορφώνεται η πολιτική του Άργους, η οποία αργότερα θα έχει δημοκρατικούς προσανατολισμούς. Αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος της οξύτητας μεταξύ των δύο πόλεων.

Μνημονεύονται διάφορες συγκρούσεις, όπως η μάχη του 669 π.Χ. στις Υσιές (Αχλαδόκαμπο), όπου νίκησαν οι Αργείοι, καθώς επίσης και η μάχη του 547 π.Χ. στη Θυρέα (περ. Κυνουρίας) με νικητές τους Σπαρτιάτες. Επίσης, το 494 π.Χ., τότε που χάθηκαν 8.000 Αργείοι στο Άλσος της Σηπείας, η πόλη απειλήθηκε σοβαρά από τον Κλεομένη. Γι’ αυτό και οι σύμμαχοι του Άργους το εγκαταλείπουν, πρώτα οι μακρινοί και ύστερα της Αργολίδας. Γρήγορα όμως θα συνέλθει, θα κυριαρχήσει στην ευρύτερη περιοχή και θα συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους. Κατά τους μηδικούς πολέμους οι Αργείοι έμειναν ουδέτεροι, γιατί δεν ήθελαν προφανώς να αγωνιστούν πλάι στους Λακεδαιμονίους. Αργότερα, στον πελοποννησιακό πόλεμο, ήταν πιστοί σύμμαχοι των Αθηναίων. Μετά το 404 π.Χ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη δύναμη. Οι εχθροί εισέρχονται στην πόλη και τη λεηλατούν, όπως ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, το 272, ο οποίος σκοτώθηκε από κεραμίδι, που του έριξε Αργείτισσα στο κεφάλι. Αργότερα το Άργος προσχώρησε στην Aχαϊκή Συμπολιτεία (229 π.Χ.).

 

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

 

Από τους Ρωμαίους κατελήφθη το 146 π.Χ. Αν κρίνουμε από την ξενάγηση του Παυσανία, το Άργος επί ρωμαιοκρατίας βρισκόταν σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Πότε ακριβώς εκχριστιανίστηκε το Άργος δεν γνωρίζουμε. Ο λατίνος επίσκοπος και εκκλησιαστικός ποιητής Παυλίνος (353 – 431 μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι το  χριστιανισμό δίδαξε στο Άργος ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού Ανδρέας. Ίσως όμως να κήρυξε πρώτος ο Απόστολος Παύλος, όταν βρισκόταν για αρκετούς μήνες στην Κόρινθο. Πιθανότατα, λοιπόν, το Άργος γνώρισε το χριστιανισμό στα μέσα περίπου του 1ου αιώνα.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο το Άργος ήταν άσημο. Βέβαιο είναι ότι λεηλατήθηκε από τους Γότθους του Αλάριχου στο τέλος του 4ου αιώνα, οι οποίοι ξεκίνησαν από τη Θράκη, διέσχισαν τον Ελλαδικό χώρο και κατέληξαν στην Ισπανία, όπου ίδρυσαν το Βησιγοτθικό κράτος. Το Άργος παρουσιάζει εκ νέου αξιόλογη ακμή μετά το 1189, όταν έγινε μητρόπολη με την ένωση των Επισκοπών Άργους και Ναυπλίας.

Το Άργος υπέστη δύο μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους, την πρώτη επί Ενετοκρατίας το 1397 από το στρατηγό Βαγιαζήτ Γιακούβ. Κατεδαφίστηκαν τότε τα τείχη, η πόλη λεηλατήθηκε και πολλοί Αργείοι αιχμαλωτίστηκαν και διακομίστηκαν στη Μικρά Ασία. Η άλλη έγινε το 1463, όταν Έλληνες και Ενετοί δεν μπόρεσαν να σώσουν την πόλη από το νέο κατακτητή, ο οποίος σάρωνε προοδευτικά όλα τα βαλκάνια. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε μέχρι το 1683 και η δεύτερη από το 1715-1821. Τα ενδιάμεσα χρόνια (1683-1715) το Άργος ήταν πάλι υπό Ενετική κυριαρχία.

Το 1821 το Άργος ήταν από τις πρώτες πόλεις που επαναστάτησαν στις 2 Απριλίου, όταν ένοπλο σώμα με επικεφαλή τον Σταματέλο Αντωνόπουλο ανέκοψε την πορεία 300 Τούρκων ιππέων στη Δαλαμανάρα, οι οποίοι κατευθύνονταν προς το Άργος, και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στ’ Ανάπλι.

Το Άργος κινδύνευσε και υπέστη τρεις καταστροφές στη διάρκεια της επανάστασης. Πρώτος τη λεηλάτησε και έκανε σφαγές ο Κεχαγιάμπεης μετά τη νίκη του στον Ξεριά (Απρ. 1821). Ακολούθησε η προέλαση του  Δράμαλη  τον Ιούλιο 1822 και τέλος του Ιμπραήμ τον Ιούνιο 1825. Η τελευταία οδυνηρή καταστροφή, που υπέστη ο πληθυσμός του Άργους, ήταν η σφαγή του 1833 από τους Γάλλους.

 

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας, μεταξύ των ετών, 1861-1874. Σχέδιο του Γάλλου, γραμματέα της Γαλλικής Πρεσβείας στην Ελλάδα, Herni Belle.

 

Το έτος 1822 το Άργος ήταν έδρα της γενικής διοίκησης. Πολλά γεγονότα, στρατιωτικά και πολιτικά, που σημάδεψαν την πορεία και την εξέλιξη της επανάστασης, συνδέθηκαν με την πόλη μας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης την είχε επιλέξει για τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι ορκίστηκαν στην παλιά εκκλησία του Αϊ-Γιάννη, που ήταν ημιυπόγεια. Οι εργασίες τελικά έγιναν στη Νέα Επίδαυρο.

Επίσης, στο αρχαίο θέατρο του Άργους έγιναν οι εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης επί Καποδίστρια (1829) και μετά τη δολοφονία του ήταν να γίνουν οι εργασίες της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης (Δεκέμβριος 1831), αλλά ήταν τόσο φορτισμένη η ατμόσφαιρα και είχαν φτάσει στα πρόθυρα σύρραξης, που οι εργασίες τελικά πραγματοποιήθηκαν στο Ναύπλιο. Γιατί, όταν οι κυβερνητικοί πληρεξούσιοι ανακήρυξαν τον Αυγουστίνο, αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβέρνησης, επήλθε οριστική ρήξη με τους «Συνταγματικούς» του Ι. Κωλέττη, που συνεδρίαζαν σε άλλο οίκημα, και μπροστά στη σύρραξη που θα ξεσπούσε, ο πληθυσμός του Άργους έντρομος εγκατέλειπε την πόλη, για να σωθεί.

 

Σήμερα 

Σήμερα, είναι η δεύτερη σε πληθυσμό μεγαλύτερη πόλη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, με έντονη εμπορική, βιομηχανική και αγροτική δραστηριότητα. Είναι μια σύγχρονη πόλη, που αναπτύσσεται πολύπλευρα και με δυναμισμό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα το καλοκαίρι, μπορεί να αποτελέσει προορισμό πολιτιστικού τουρισμού, τόσο για τη γνωριμία με την πόλη, όσο και για τη παρακολούθηση επιλεγμένων καλλιτεχνικών γεγονότων που πραγματοποιούνται σε στεγασμένους αλλά και γοητευτικούς υπαίθριους χώρους, με βασικότερους αυτούς του  Αρχαίου Θεάτρου και του κάστρου της Λάρισας.

 

 

Αρχαίο Θέατρο Άργους, E. Rey 1843

 

  Βρίσκεται στο  κέντρο του μεγαλύτερου Αρχαιολογικού πάρκου του κόσμου, το οποίο περιλαμβάνει τις Μυκήνες (10 χλμ), την Αρχαία Τίρυνθα (6 χλμ), το Ναύπλιο (12χλμ), τη Λέρνα (10 χλμ) , την Επίδαυρο (40 χλμ ) μπορεί να αποτελέσει αφετηρία εξορμήσεων για τη γνωριμία τόσο με τους χώρους αυτούς, όσο και με τις φυσικές ομορφιές της Αργολίδας.

Ως η  αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας, συμμετέχει στο Δίκτυο των Αρχαιότερων Πόλεων της Ευρώπης και αποτελεί το μεγαλύτερο υπαίθριο μουσείο της χώρας, με πολυάριθμα και μοναδικά ευρήματα που τοποθετούνται σε κάθε ιστορική περίοδο των Ελλήνων. Έχει να προτείνει στον επισκέπτη πλήθος μνημείων από τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, μουσεία, ιστορικές εκκλησίες και πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, την παλιά πόλη, χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, νεοκλασικά κτίρια, κ.λ.π.

 

Βιβλιογραφία

 

  • Ιωάννου Κ. Κοφινίωτου, « Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρις Ημών», Εν Αθήναις, 1892.
  • Ιωάννου Ζεγκίνη, « Το Άργος Δια Μέσου των Αιώνων», Αθήναι, 1957.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον », Εκδόσεις «Εκ προοιμίου», Άργος, 2007.
 
 
 
Υποσημειώσεις

 

[1]  Οι ανασκαφές άρχισαν στις αρχές του 20ου αι. από τον Ολλανδό αρχαιολόγο Βόλγκραφ (Vollgraff). Εντοπίστηκαν τα τείχη και ανασκάφηκε ο προϊστορικός οικισμός και το ιερό του Απόλλωνα και της Αθηνάς στην Ασπίδα. Παράλληλα άρχισε η έρευνα στην αρχαία αγορά και στο θέατρο. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν συστηματικά από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας το 1951 και συνεχίζονται. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η προσφορά του Πωλ Κουρμπέν. Επίσης, τα τελευταία 25 χρόνια Έλληνες αρχαιολόγοι μελετούν κυρίως ιδιοκτησίες ιδιωτών με αρχαιότητες.

 [2] Σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων, οι Δωριείς διαπεραιώθηκαν στην Πελοπόννησο από το Ρίο και ο Τήμενος, προερχόμενος από την Αρκαδία, εισέβαλε στο αργολικό πεδίο –όπως και ο Ιμπραήμ το 1825 – και έδωσε μάχη με τους Αχαιούς στην παραθαλάσσια περιοχή που πήρε το όνομά του. Κατόπιν κατέλαβε το Άργος και τις Μυκήνες και στη συνέχεια επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Επίδαυρο, την Κόρινθο και τη Σικυώνα. Ο μυθικός Τήμενος θεωρείται ο τρίτος κατά σειρά θεμελιωτής του Άργους μετά το Φορωνέα και το Δαναό.

Ιδρυτής του Άργους φέρεται ο Ίναχος, ο οποίος καταγόταν από παλαιούς Αργείους αποίκους της Αιγύπτου, επέστρεψε από την Αίγυπτο στην πατρίδα των πατέρων του, ίδρυσε το Άργος και έγινε βασιλιάς. Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει τον Ίναχο αυτόχθονα. Από αυτόν η περιοχή ονομάστηκε Ιναχία και οι απόγονοί του Ιναχίδες. Επίσης, έδωσε το όνομά του στον ποταμό Ίναχο, ο οποίος στη συνέχεια στέρεψε από την οργή του Ποσειδώνα και το Άργος έγινε «πολυδίψιον», επειδή ο Ίναχος δέχτηκε ως  προστάτισσα θεά της πόλης την Ήρα αντί του Ποσειδώνα. Κατόπιν κυβέρνησε ο γιος του Φορωνεύς, γι’ αυτό και η πόλη ονομάστηκε Φορωνικό άστυ.

Δώδεκα γενιές αργότερα έρχεται από την  Αίγυπτο ο Δαναός με τις πενήντα θυγατέρες του και γίνεται βασιλιάς. Με αφορμή διάφορα κείμενα που βασίζονται στους μύθους για την προέλευση του Δαναού από την Αίγυπτο, μερικοί ιστορικοί «προσπάθησαν να βρουν επιβεβαιωτικά στοιχεία, αλλά παρά τη σοφία που χαρακτηρίζει τις υποθέσεις αυτές, δεν πέτυχαν το στόχο τους» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τ. Α΄, σ. 362).

Άλλος μύθος θέλει το Δαναό εγγονό του Ίναχου. Κατόπιν βασίλεψε ο γαμπρός του προηγούμενου, ο Λυγκεύς, τον οποίο δεν σκότωσε η γυναίκα του Υπερμήστρα κατά το πρώτο βράδυ του γάμου τους, όπως έπραξαν οι άλλες Δαναΐδες με εντολή του πατέρα τους.

Τα εγγόνια του Λυγκέα και της Υπερμήστρας, ο Ακρίσιος και ο Προίτος, μάλωσαν και μοίρασαν το βασίλειο· ο Προίτος κράτησε την Τίρυνθα και ο Ακρίσιος το Άργος, που αναδείχτηκε ισχυρότερο και ενδοξότερο.

Ο Περσέας ήταν εγγονός του Aκρίσιoυ και γεννήθηκε με θαυματουργικό τρόπο, από την ένωση της Δανάης με το Δία, που την επισκέφτηκε στη φυλακή με τη μορφή χρυσής βροχής. Εγγονή του Περσέα ήταν η Αλκμήνη, η μητέρα του Ηρακλή, στον οποίο ανέθεσε ο Ευρυσθέας επικίνδυνες αποστολές και πραγματοποίησε έτσι τους δώδεκα γνωστούς άθλους του. Μετά το θάνατο του Ηρακλή, οι Ηρακλείδες διώχτηκαν από τον Ευρυσθέα. Εμφανίζονται και πάλι με αρχηγούς τον Τήμενο, τον Κρεσφόντη και τον Αριστόδημο, παιδιά του Αριστομάχου, οι οποίοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο. Στη μοιρασιά ο Τήμενος κράτησε το Άργος.

 
 [3] Βλ. Ιστορία του Ελλ. Έθνους, Εκδ. Αθηνών, τ. Β΄, σ. 42.

Read Full Post »

Older Posts »