Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ρώσοι’

Ρώσοι ναυτικοί στη μάχη του Ναυαρίνου – Γκριγκόρι Λ. Αρς


 

Πριν από 180 χρόνια, στις 8/20 Οκτωβρίου 1827, στα ελληνικά παράλια έλαβε χώρα μία φημισμένη ναυμαχία, η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία απετέλεσε όχι μόνο μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της εποχής των ιστιοφόρων, αλλά και καθοριστική σελίδα στην ιστορία διεθνών σχέσεων της δεκαετίας του ’20 του 19ου αι., στην οποία δεσπόζουσα θέση κατείχε το Ελληνικό Ζήτημα.

Το Μάρτιο του 1821 στην Ελλάδα ξέσπασε εξέγερση ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, που δέσποζε επί 400 χρόνια. Αρχικά τα αντιδραστικά καθεστώτα της Ευρώπης αντιμετώπισαν την προοπτική ανεξαρτησίας της Ελλάδος, που γεννιόταν μέσα στη φλόγα πολέμου, με απροκάλυπτη εχθρότητα. Η ευρύτερη, ωστόσο, κοινή γνώμη της Ευρώπης και της Αμερικής στήριξε την Ελληνική Επανάσταση. Σε πολλές χώρες αναπτύχθηκε έντονο φιλελληνικό κίνημα. Φιλέλληνες υπήρξαν ο Μπάϋρον, ο Γκαίτε, ο Πούσκιν, ο Ουγκώ και πολλές άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πίεση που άσκουσε η κοινή γνώμη, καθώς και η συνειδητοποίηση του αναπότρεπτου ως προς τις αλλαγές στη διεθνή σκηνή, που γέννησε ο αγώνας των Ελλήνων, οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής να επιδιώκουν τη διπλωματική πλέον ρύθμιση του Ελληνικού Ζητήματος. Στις 6 Ιουλίου του 1827 οι εκπρόσωποι της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας υπέγραψαν στο Λονδίνο Σύμβαση που προέβλεπε  τη διακοπή των εχθροπραξιών στην Ελλάδα και τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς στο Σουλτάνο. Κατόπιν επιμονής της Ρωσίας, η οποία είχε έρθει επανειλημμένα σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η οποία τηρούσε και την πιο αποφασιστική στάση, στη Σύμβαση του Λονδίνου ενσωματώθηκε μυστικό άρθρο που προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που ένα εκ των μερών δε συμμορφωθεί στους όρους ανακωχής και συμφιλίωσης (όπως προέβλεπε η Σύμβαση), τότε «οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εφαρμόσουν από κοινού μέτρα για την εκπλήρωση της Σύμβασης». [1]

 

Η ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ελαιογραφία, 1831, του Γάλλου ζωγράφου Λουί Αμπρουάζ Γκαρνερέ. (Ambroise Louis Garneray 1783-1857).

 

Αποτέλεσμα της ρήτρας αυτής υπήρξε η εμφάνιση στα ελληνική παράλια στις αρχές Οκτωβρίου 1827 της συμμαχικής άγγλο-ρώσο-γαλλικής ναυτικής μοίρας. Κατόπιν επιμονής του Ρώσου επιτετραμμένου στο Λονδίνο Χ.Α. Λήβεν, στις από κοινού οδηγίες προς τους τρεις συμμαχικούς ναυάρχους περιλήφθηκε το εξής σημαντικό εδάφιο: «Σε περίπτωση άρνησης εκ μέρους της Πύλης της διαμεσολάβησης και της εκεχειρίας σε διάστημα μηνός, οι μοίρες των τριών συμμαχικών Δυνάμεων θα πρέπει να πλησιάσουν τις ακτές της Ελλάδος και από κοινού να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε βοήθεια, μέσω θαλάσσης, εκ μέρους τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων, αποφεύγοντας, παράλληλα, συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις». [2] Ωστόσο η λήψη οποιωνδήποτε καταναγκαστικών μέτρων απέναντι στις τουρκικές δυνάμεις, στο έδαφος της Ελλάδος, χωρίς την προσφυγή σε πολεμική σύρραξη, απεδείχθη αδύνατη.

Η είδηση για τη Σύμβαση του Λονδίνου έγινε δεκτή στην Ελλάδα σε μια κρίσιμη για το λαό της στιγμή. Το 1824 ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ κατάφερε να προσελκύσει με το μέρος του, στις ένοπλες αντιπαραθέσεις του, τον υποτελή του πασά της Αιγύπτου Μωχάμεντ Αλή, ο οποίος διέθετε καλά εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στρατό. Μετά από επίμονη ηρωική πάλη, στα χέρια του κατακτητή έπεσαν το Μεσολόγγι και η Ακρόπολη – σημαντικές βάσεις του ένοπλου αγώνα των εξεγερθέντων. Αναζωογονημένοι από αυτές τις στρατιωτικές επιτυχίες, η Υψηλή Πύλη απέρριψε την Ιουλιανή Σύμβαση του Λονδίνου.

Το φθινόπωρο του 1827 ο επικεφαλής του τουρκοαιγυπτιακού στόλου Ιμπραήμ πασάς προέβη στην προετοιμασία νέων πολεμικών συρράξεων, ώστε να καταπνίξει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης των Ελλήνων στην ενδοχώρα και τις νήσους. Με αυτό το στόχο, στο Ναυαρίνο συγκεντρώθηκαν μεγάλες θαλάσσιες και χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο στρατός του Ιμπραήμ συνέχιζε ασύστολα να ξεκληρίζει το Μοριά, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να αγνοεί το τελεσίγραφο που του έστειλαν οι αρχηγοί των τριών συμμαχικών στόλων. Τότε οι τρεις σύμμαχοι αποφάσισαν να οδηγήσουν τις μοίρες τους στον κόλπο του Ναυαρίνου, ώστε με την παρουσία τους να ακινητοποιήσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και να εμποδίσουν τις εχθροπραξίες κατά των Ελλήνων. Αγκυροβολημένος στον κόλπο του Ναυαρίνου, άρτια προετοιμασμένος, ο στόλος του Σουλτάνου αποτελούσε μεγάλη στρατιωτική απειλή. Αποτελούνταν από τρεις ναυαρχίδες, είκοσι φρεγάτες και πάνω από σαράντα γαλέτες, βρίκια και μεταγωγικά, ενώ διέθετε πάνω από 2.000 πυροβόλα. Πέραν αυτού, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ήταν αγκυροβολημένος μέσα στον κόλπο σε σχήμα πετάλου, τα δύο άκρα του οποίου στηρίζονταν στα δύο πυροβολεία που βρίσκονταν το ένα στο φρούριο του Ναυαρίνου και το άλλο στο νότιο άκρο της νήσου Σφακτηρίας. Ο αγγλικός στόλος αποτελούνταν από τρεις ναυαρχίδες, τέσσερις φρεγάτες, μία γαλέτα και τρία βρίκια με 472 πυροβόλα. Αρχηγός του αγγλικού στόλου ήταν ο έμπειρος και αποφασιστικός θαλασσόλυκος και συμμαχητής του Νέλσωνα ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτων. Επικεφαλής της γαλλικής μοίρας, που αποτελείτο από τρεις ναυαρχίδες, δύο φρεγάτες, δύο γαλέτες με 362 πυροβόλα, ήταν ο αντιναύαρχος Ερρίκος Δεριγνύ.

Ο διοικητής του πλοίου Αζόφ, Μιχαήλ Πετρόβιτς Λάζαρεφ.

Ο ρωσικός στόλος αποτελούνταν από τέσσερις ναυαρχίδες [«Αζόφ», «Ιεζεκιήλ», «Αλέξανδρος Νέβσκι» με 74 κανόνια έκαστη και «Γκανγκούτ» με 84 κανόνια] και τέσσερις φρεγάτες: «Κωνσταντίνος», «Προβόρνι» (= επιδέξιος), «Κάστωρ», «Έλενα». Η ρωσική μοίρα διέθετε 466 πυροβόλα και 3764 άνδρες. Επικεφαλής της ρωσικής μοίρας η ναυαρχίδα «Αζόφ», όπου επέβαινε ο αντιναύαρχος Λογγίνος Χέϋδεν και η οποία κυβερνείτο από τον διακεκριμένο Ρώσο θαλασσοπόρο και επιστήμονα Μ. Π. Λάζαρεβ. Συνολικά η συμμαχική μοίρα αριθμούσε 26 πλοία: 10 ναυαρχίες, 10 φρεγάτες, 6 γαλέτες και βρίκια με 1300 πυροβόλα. Ο αρχηγός της αγγλικής μοίρας ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον, ως ανώτερος ιεραρχικά, υπήρξε ο αρχηγός του συμμαχικού στόλου.

Η συμμαχική μοίρα ήταν αισθητά υποδεέστερη του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ως προς τον αριθμό των κανονιών και των πλοίων, αλλά υπερίσχυε ως προς τη στρατιωτική εξάσκηση και την πειθαρχία. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία αποτελούσαν μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, οι σημαίες των οποίων είχαν στεφανωθεί με νίκη σε πολλές ναυμαχίες.

Στους κόλπους των συμμαχικών ναυτών παρατηρούνταν έντονες φιλελληνικές διαθέσεις. Αυτό αφορούσε, κατά κύριο λόγο, τους Ρώσους ναυτικούς, δεδομένου ότι το ρωσικό και ελληνικό λαό συνέδεαν, κατά τη διάρκεια αιώνων, ισχυροί δεσμοί φιλίας. Κάτι τέτοιο πιστοποιούν και οι σημειώσεις του ανθυπολογαχού Αλεξάντρ Ρικατσέβ, που έλαβε μέρος στην εποποιία του Ναυαρίνου. Πριν τον απόπλου του ρωσικού στόλου από την Κρονστάνδη, όταν δεν ήταν ακόμη γνωστός ο προορισμός του, ο Ρικατσέβ έγραφε στο ημερολόγιό του: «Δεδομένου ότι ο καθένας επιθυμεί να βοηθά τους Έλληνες, καθίσταται κατανοητό το ότι περισσότερο απ΄ όλα ονειρευόμαστε τη Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο θα ήταν η κορύφωση της ευτυχίας και όλη η νεολαία μας από την εποχή της εκστρατείας του Σενιάβιν, διαρκώς ονειρεύεται αυτή την καταπληκτική εκστρατεία». [3]

Στις 13.00 το μεσημέρι της 8ης/20ης Οκτωβρίου 1827 ο συμμαχικός στόλος, παραταγμένος σε δύο στήλες, – εκ δεξιών η αγγλική και η γαλλική μοίρα, εξ αριστερών η ρωσική – άρχισε να εισχωρεί στον κόλπο του Ναυαρίνου, για να αγκυροβολήσει απέναντι από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η εντολή του Κόδριγκτον,  που εδόθη αμέσως πριν την είσοδο των συμμάχων στον κόλπο, είχε ως εξής: «Κανένα κανόνι του συμμαχικού στόλου δε θα πρέπει να πυροβολήσει αν δεν δοθεί προηγουμένως σήμα, και κάτι τέτοιο μόνο σε περίπτωση που ανάψει πυρ από τον τουρκικό στόλο». [4] Και πράγματι, ένα τουρκικό μεταγωγικό άνοιξε πυρ εναντίον μιας λέμβου, στην οποία επέβαινε Άγγλος υποπλοίαρχος, απεσταλμένος του Άγγλου κυβερνήτη του πολεμικού «Ντάρτμουθ». Ο Άγγλος υποπλοίαρχος Φιτσρόυ και μερικοί ακόμη άνδρες της λέμβου πυροβολήθηκαν, με αποτέλεσμα τα αγγλικά και γαλλικά πλοία να ανταποδώσουν το πυρ. Οι μεμονωμένες τουφεκιές εξελίχθηκαν σε κανονιοβολισμούς και η μάχη γενικεύθηκε.

Η σύγκρουση διεξήχθη σε μικρές αποστάσεις και ξεχώρισε για το σκληρό και καταστροφικό χαρακτήρα της. Γύρω στα 100 πολεμικά πλοία με μερικές χιλιάδες πλήρωμα μάχονταν σε έναν ιδιαίτερα στενό, ουσιαστικά κλειστό, κόλπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του συγχρόνου των γεγονότων αξιωματικού Βλαντίμιρ Μπρονέβσκι, «η μάχη, που διεξήχθη σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο και σε ένα κλίμα, σχεδόν απελπισίας, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, παρά η πιο αιματηρή, ολέθρια και αποφασιστική. Οι δύο στόλοι, που μάχονταν σχεδόν σώμα με σώμα, μοιάζανε με δύο λυσσασμένου μονομάχους, που αναζητούσαν όχι ζωή και νίκη, παρά θάνατο ολέθριο, αλλά ένδοξο. Ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί δεν μπορούσαν πλέον να ξεφύγουν από την απόλυτη τελική καταστροφή: η παραμικρή αποτυχία στην κίνηση ή στον πυροβολισμό θα συνοδεύονταν από βέβαιο θάνατο». [5]

Τα πυρά που εκτόξευαν τα ρωσικά πολεμικά πλοία ήταν εύστοχα και ισχυρά. Ιδιαίτερα εύστοχα και αποτελεσματικά λειτούργησαν οι πυροβολητές της ναυαρχίδας «Αζόφ». Μαχόμενοι, ταυτόχρονα, με πέντε εχθρικά πλοία, βούλιαξαν δύο μεγάλες φρεγάτες και γαλέτες, επέφεραν σοβαρές ζημιές σε εχθρική ναυαρχίδα με 80 κανόνια, που έπεσε στα αβαθή και εξερράγη. Επίσης, μεγάλες ζημιές υπέστη, η δικάταρτη φρεγάτα, στην οποία επέβαινε ο αρχηγός της τουρκικής μοίρας Ταχήρ.

Λογγίνος Χέυδεν (Логин Петрович Гейден, Λόγκιν Πετρόβιτς Γκέιντεν, 1772 – 1850). Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής. Διοικητής του ρωσικού στόλου στο Ναβαρίνο, παρέμεινε αρκετό χρόνο στην Ελλάδα συνεργαζόμενος με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Levilly.

Όλοι οι Ρώσοι ναυτικοί, από το ναύαρχο μέχρι το ναύτη, επέδειξαν στη μάχη γενναιότητα, πίστη στο υπηρεσιακό καθήκον, πολεμική μαεστρία. «Δε βρίσκω επαρκείς εκφράσεις  – έγγραφε ο Λογγίνος Χέϋδεν στην αναφορά της 12ης/24ης Οκτωβρίου 1827 προς τον Αυτοκράτορα Νικόλαο τον Α΄- για να περιγράψω στη Μεγαλειότητά σας την ανδρεία, την ευψυχία και το ζήλο των καπετάνιων, των αξιωματικών και των χαμηλότερων ιεραρχικά, που τους χαρακτήρισε κατά τη διάρκεια της αιματηρής αυτής μάχης. Μάχονταν ως λέοντες εναντίον ενός πολυάριθμου, ισχυρού και πείσμονα εχθρού». [6] Μεταξύ αυτών που ξεχώρισαν στη μάχη ήταν ο ανθυπολοχαγός Πάβελ Ναχίμωβ, ο αρχικελευστής Βλαντίμιρ Κορνίλωβ και ο δόκιμος Βλαντίμιρ Ιστόμιν. Για αυτούς τους ένδοξους Ρώσους ναυάρχους, ήρωες της άμυνας της Σεβαστούπολης (1854-1855), η μάχη του Ναυαρίνου απετέλεσε το βάπτισμα του πυρός.

Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, που διήρκησε τέσσερις ώρες περίπου, η ρωσική μοίρα εξολόθρευσε τη δεξιά πτέρυγα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Με την ίδια επιτυχία μάχονταν εναντίον της αριστερής πτέρυγας του εχθρού η αγγλική και γαλλική μοίρα.

Τα πληρώματα του συμμαχικού στόλου λειτούργησαν στη μάχη σε πνεύμα αλληλεγγύης και ομοψυχίας και την κρίσιμη στιγμή παρείχαν ο ένας στον άλλο τη βοήθεια που χρειάζονταν. Παραδείγματα τέτοιας ομοψυχίας αναφέρει ο Λογγίνος Χέϋδεν στην αναφορά του στο Νικόλαο τον Α΄ της 13ης/25ης Νοεμβρίου 1827. Ο Λα-Μπρετονιέρ, κυβερνήτης του γαλλικού πλοίου «Μπρεσλάβλ», βλέποντας ότι η ναυαρχίδα «Αζόφ» βάλλεται από έντονα πυρά, αμέσως έκοψε το παλαμάρι του πλοίου του και κατέλαβε θέση μεταξύ του «Αζόφ» και του αγγλικού πλοίου «Αλβιών», δεχόμενος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέρος των πυρών πάνω του. Από την πλευρά του το «Αζόφ», αν και ήταν περικυκλωμένο από εχθρικά πλοία, κατηύθυνε τα πυρά 14 πυροβόλων του εναντίον αιγυπτιακού πολεμικού πλοίου 80 κανονιών, από το οποίο βάλλονταν η αγγλική ναυαρχίδα «Ασία», με αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα το εχθρικό πλοίο να ανατιναχθεί στον αέρα. [7] «Κανένας στόλος στον κόσμο – διατυπώνει στην αναφορά του μετά το πέρας της ναυμαχίας ο Κόδριγκτον – δεν επέδειξε σε τέτοιο βαθμό τέτοια απόλυτη ομοψυχία, τέτοια πλήρη ομοφωνία, με τις οποίες ήταν διαποτισμένες οι μοίρες των τριών συμμαχικών δυνάμεων σε μία τόσο αιματηρή μάχη». [8]

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έληξε με σχεδόν ολοκληρωτικό αφανισμό του στόλου του Σουλτάνου. Μερικά από τα καράβια τους, που απώλεσαν τη μαχητική τους ικανότητα, ήδη οι Τούρκοι τα ανατίναξαν την επόμενη ημέρα. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν από την απειλητική  αρμάδα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που αριθμούσε πάνω από 60 πλοία, άθικτη παρέμεινε μια φρεγάτα και δεκαπέντε πλοιάρια. Οι ανθρώπινες απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων ανήλθαν σε 6 χιλ. νεκρούς και 4 χιλ. τραυματίες.

Οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν σε 750 άτομα νεκρούς και τραυματίες [Άγγλοι – 74 νεκροί, 206 τραυματίες, Γάλλοι – 46 νεκροί, 128 τραυματίες, Ρώσοι – 59 νεκροί, 139 τραυματίες]. [9]

Ο συμμαχικές στόλος δεν έχασε ούτε ένα πλοίο, αλλά αρκετά πλοία, ιδίως οι ναυαρχίδες, είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Από τα ρωσικά πολεμικά, ιδιαίτερες ζημιές υπέστη η ναυαρχίδα «Αζόφ», η οποία μετά τη μάχη αριθμούσε 153 οπές, εκ των οποίων επτά υποβρύχιες. Τα δε κατάρτια της είχαν χτυπηθεί τόσο πολύ, ώστε με δυσκολία το πλήρωμά της κατόρθωσε να ανεβάσει τα ιστία της.

Ο αντίκτυπος από την κανονιοβροντή στον κόλπο του Ναυαρίνου σύντομα διαδόθηκε σε Ελλάδα και σε ολόκληρη της Ευρώπη. Η είδηση για τη νίκη στο Ναυαρίνο ενέπνευσε κύμα χαράς και ανακούφισης σε Έλληνες και Φιλέλληνες. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αναγνώρισε στο Ναυαρίνο το θρίαμβο του φιλελληνισμού.

Οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων των συμμάχων ήταν ποικίλες. Στην Αγία Πετρούπολη εξολοκλήρου επικρότησαν τις ενέργειες του Χέυδεν ως συμβαδίζουσες με τη Σύμβαση του Λονδίνου και ανταποκρινόμενες στην εφαρμογή αυτής. Στο Λονδίνο θεωρήθηκε ότι ο Κόδριγκτον παραβίασε τις εντολές που είχε. Ο Άγγλος μονάρχης στο λόγο του της 29ης Ιανουαρίου 1828 χαρακτήρισε το Ναυαρίνο «ατυχές συμβάν» και εξέφρασε τη λύπη του για τη σύρραξη του βρετανικού στόλου με «τη ναυτική δύναμη του παλαιού συμμάχου». [10] Μετά από μερικούς μήνες ο Εδουάρδος Κόδριγκτον απομακρύνθηκε από το αξίωμά του.

Για την Υψηλή Πύλη και τη στρατιωτική ηγεσία της, το Ναυαρίνο απετέλεσε αναπάντεχο και δυνατό πλήγμα. Ο Ιμπραήμ, που υπολόγιζε σε καταστροφή του συμμαχικού στόλου στον κόλπο του Ναυαρίνου, εκφράστηκε με λύπη μετά τη Ναυμαχία ως εξής: «Ποιός μπορούσε να ξέρει ότι τα πλοία τους είναι σιδερένια, το δε πλήρωμά τους πραγματικοί διάβολοι». [11]

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου απετέλεσε αξιοσημείωτο στρατιωτικό-πολιτικό γεγονός, που διαδραμάτισε θετικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση του Αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία. Κυριολεκτικά έσωσε τους Έλληνες από την απειλή του αφανισμού και τους επέτρεψε να επανακτήσουν τις δυνάμεις τους, για τους δε εχθρούς τους υπήρχε σημαντική στρατιωτική και πολιτική ήττα.

Στη βιβλιογραφία, ιδίως στη δυτικοευρωπαϊκή, υπάρχουν απόλυτες εκτιμήσεις για τη σημασία της ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Ο Άγγλος ιστορικός Richard Clogg, στην εισαγωγή της ενδιαφέρουσα μονογραφίας του για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, γράφει ότι «η συντριβή του αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο τον Οκτώβριο του 1827 από τον ενωμένο άγγλο-ρώσο-γαλλικό στόλο σε τελική ανάλυση εξασφάλισε την επιτυχία του ελληνικού ζητήματος». [12]

Αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα των πληρωμάτων της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, που πολέμησαν στο Ναυαρίνο, και τις επιτηδευμένες και αποφασιστικές ενέργειες των συμμαχικών ναυάρχων, εκτιμώ την ως άνω κρίση ως υπερβολή. Στην πραγματικότητα, ούτε από στρατιωτικής ούτε από πολιτικής άποψης, η ναυμαχία του Ναυαρίνου δε διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του ελληνικού πολέμου για ανεξαρτησία. Από στρατιωτικής άποψης η ναυμαχία αναμφίβολα βελτίωσε τη θέση των Ελλήνων, αλλά και μετά από αυτή το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος εξακολουθούσε να παραμένει στα χέρια των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων. Μόλις το φθινόπωρο του 1828, μετά την απόβαση γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στο Μοριά, τα στρατεύματα των κατακτητών εγκατέλειψαν τη χερσόνησο της Πελοποννήσου. Η απόβαση, ωστόσο, του σώματος του Μαιζόν πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη του ρώσο-τουρκικού πολέμου των ετών 1828-1829 και υπήρξε άμεσο αποτέλεσμα αυτού.

Αξιοσημείωτο, εξάλλου, είναι να λαμβάνεται υπόψη ότι μετά το Ναυαρίνο και μέχρι την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου η Πύλη διέθετε αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να προβεί σε νέες προσπάθειες πλήρους κατάπνιξης της εξέγερσης των Ελλήνων. Και μετά το Ναυαρίνο η Πύλη αρνείτο να αναγνωρίσει στους Έλληνες οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας. Ο Σουλτάνος ο Μαχμούτ ο Β΄ εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τους Έλληνες αγωνιστές ως «εξεγερθέντες ραγιάδες». Το μοναδικό, στο οποίο συμφωνούσε ο Σουλτάνος, ήταν να παράσχει αμνηστία και άλλες «μεγαλοψυχίες», σε περίπτωση που οι Έλληνες καταθέσουν τα όπλα και ομολογήσουν την ενοχή τους. [13] Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι τότε, τη δεκαετία του ΄20 του 19ου αι., η Πύλη υποχρεούτο, κατόπιν ήττας της σε πολέμους, να παραχωρεί στις Δυνάμεις κατεχόμενες από αυτή εκτάσεις, ουδέποτε, ωστόσο, μέχρι τότε είχε συμφωνήσει να αναγνωρίσει διεθνώς την αυτονομία ή ανεξαρτησία υπόδουλού της λαού. Τα μάθημα του Ναυαρίνου δε στάθηκε επαρκές για να σπάσει αυτό το ιδιάζον ψυχολογικό κατεστημένο, αυτό το εμπόδιο. Από τις Δυνάμεις που υπέγραψαν τη Σύμβαση του Λονδίνου απαιτούνταν νέες, ακόμη πιο αποφασιστικές ενέργειες. Η Αγγλία, ωστόσο, και η Γαλλία απέφευγαν τέτοιου είδους ενέργειες. Μόνο η Ρωσία εξακολουθούσε να καταλαμβάνει αποφασιστική στάση.

Τον Απρίλιο του 1828 ξεκίνησε νέος ρώσο-τουρκικός πόλεμος. Αν και το Ελληνικό Ζήτημα παρέμενε σημαντικό, αλλά δεν απετέλεσε το μοναδικό λόγο ξεσπάσματος του πολέμου, η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο επέφερε τη διπλωματική του διευθέτηση. Σύμφωνα με τη Συνθήκη Ειρήνης της Ανδριανούπολης της 2ης/14ης Σεπτεμβρίου 1829, η Πύλη υποχρεούνταν να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδος, σε δε μισό χρόνο την ίδια την ανεξαρτησία της. «Με τον τρόπο αυτό – σύμφωνα με τον επιφανή Έλληνα ιστορικό Α. Βακαλόπουλο, – ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που δημιούργησε τέτοια ανησυχία στην πολιτική ατμόσφαιρα της Ευρώπης, έλυσε, σαν το σπαθί το γόρδιο δεσμό,  τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις και υποκίνησε της απελευθέρωση της Ελλάδας». [14] Αυτή η διατύπωση δε μειώνει την ιστορική σημασία της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, στην οποία ανήκει σημαίνων ρόλος στην υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο της εξωτερικής βοήθειας, η απελευθέρωση αυτή υπήρξε πριν απ’  όλα έργο των ίδιων των Ελλήνων.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Μάρτενς, Φ.Ο., Συλλογή συνθηκών και συμβάσεων, συναφθεισών μεταξύ Ρωσίας και ξένων Δυνάμεων, Αγία Πετρούπολη 1895, τ. ΧΙ, σ. 361.

[2] Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας κατά τον 19ο – αρχές του 20 ου αι., Μόσχα 1992, Σειρά ΙΙ, τ. VII (XV), σ. 153.

[3] Ρικατσέβ, Α.Π., Έτος εκστρατείας Ναυαρίνου. 1827 και 1828. Κρονστάνδη 1877, σ. 4.

[4] Στο ίδιο, σ. 58.

[5] Μπρονέβσκι Β., Η ναυμαχία του Ναυαρίνου της 8ης Οκτωβρίου 1827. Πολεμικό περιοδικό 1829. № 3, σ. 31.

[6] Λάζαρεβ, Μ.Π., Τεκμήρια, Μόσχα 1952, τ. 1, σ. 323.

[7] ΒΠΡ, Σειρά ΙΙ, τ. VII (XV).

[8] Αντριένκο, Β.Γ., Πριν και μετά το Ναυαρίνο, Μόσχα 2002, σ. 162.

[9] Ρικατσέβ, Α.Π., Έτος εκστρατείας Ναυαρίνου. 1827 και 1828. Κρονστάνδη 1877, σ. 295.

[10] Memoir of the life of Admiral Sir Edward Codrington. L., 1873. Vol. 2. P. 178-179.

[11] Ρικατσέβ, Α.Π., Έτος εκστρατείας Ναυαρίνου. 1827 και 1828. Κρονστάνδη 1877, σ. 75.

[12] Clogg R. The Movement for Greek Independence. 1770-1821. A collection of documents. London and Bastingstoke, 1976. P. XXIII.

[13] Νοβιτσέβ, Α.Ν., Ιστορία της Τουρκίας, Λένινγκραντ 1968, τ. ΙΙ, Μέρος Ι, σ. 159.

[14] Βακαλόπουλου Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1988, τ. Η΄, σ. 502.

 

Γκριγκόρι Λ. Αρς,

Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών,

Ινστιτούτο Σλαβικών Σπουδών Ακαδημίας Επιστημών Ρωσικής Ομοσπονδίας 

 23 Οκτωβρίου 2007, Κρατική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας, Επιστημονική ημερίδα με θέμα «Ναυαρίνο: 180 χρόνια από τη Ναυμαχία.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »