Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπράν – Sophie de Marbois-Lebrun (1785-1854)’

Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπράν  – Sophie de Marbois-Lebrun (1785-1854)

 

 

Sophie de Marbois-Lebrun

Sophie de Marbois-Lebrun

Η MarieAnneSophie Marbois (Δούκισσα της Πλακεντίας), γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1785, στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής και πέθανε στις 14 Μαΐου του 1854 στην Αθήνα, μετά από μια ασυνήθιστη και γεμάτη γεγονότα ζωή. Ήταν κόρη του Γάλλου γενικού συμβούλου Francois Barbe de Marbois και της Αμερικανίδας Elisabeth More. Η Sophie Marbois παντρεύτηκε το 1802 με το Γάλλο αξιωματικό AnneCharles Lebrun (1775-1859) στο Παρίσι. Χώρισαν 30 χρόνια αργότερα, το 1831. Δύο χρόνια μετά το γάμο απόκτησαν μια κόρη, την CarolineEliza (1804-1837). Το 1804 έγινε ο πεθερός της Σοφίας Λεμπρέν υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση του Ναπολέοντα και το 1806 το δόθηκε το δουκάτο της Piacenza, στη βόρεια Ιταλία. Η Σοφία και ο Κάρολος Λεμπρέν απόκτησαν τον τίτλο de Plaisance το 1809. Η Σοφία και η Ελίζα ταξίδεψαν μερικούς μήνες στην Ιταλία το 1825 και το 1827 επισκέφτηκαν τη Ρώμη, όπου συνάντησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια (1777-1831) που ήταν αντιπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή είχε αποφασιστική σημασία για τη Sophie de Plaisance, που από τότε έδωσε πολλές φορές χρήματα για να βοηθήσει την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

 

Αλληλογραφούσε με τον Καποδίστρια και αποφάσισε να επισκεφτεί την Ελλάδα συνεπαρμένη και από τον φιλελληνισμό που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο Παρίσι. Συμμετείχε ενεργά στο συντονισμένο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων και ενίσχυσε οικονομικά την τότε νεοσύστατη δημοτική εκπαίδευση και ανέλαβε την επιμόρφωση 12 θυγατέρων αγωνιστών. Το Δεκέμβριο του 1829 ταξίδεψε μαζί με την κόρη της, δία μέσου της Κέρκυρας και της Πάτρας, στην πόλη όπου έδρευσε τότε η κυβέρνηση, το Ναύπλιο. Εκεί έφτασαν στις 3 Ιανουαρίου του 1830 και έμειναν σχεδόν ένα χρόνο. Το 1831 έμεινε ένα χρονικό διάστημα στην Αίγινα και επένδυσε χρήματα στην αγορά γης, μέσα και γύρω από την Αθήνα. Στις 16 Μαΐου του 1831, πήγαν οι δυο γυναίκες στη Ζάκυνθο και τον Οκτώβριο η Σοφία γύρισε στη Ρώμη, όπου έμαθε για τη δολοφονία του Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου του 1831. Η Σοφία επιθυμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα και μετά από μία σύντομη περίοδο στη Φλωρεντία ξαναγύρισε, στην Αθήνα. Δεν επισκέφτηκε ποτέ πια τη Γαλλία, αλλά αλληλογραφούσε όλη τη ζωή της με τον πρώην άντρα της.

 

Η Σοφία και η Ελίζα έμειναν το 1833 στο ξενοδοχείο της Ευρώπης, στην οδό Αιόλου, αλλά το 1834-35 έχτισε δικό της σπίτι στα νοτιοδυτικά προάστεια της Αθήνας στην οδό Πειραιώς, κοντά στην τότε πλατεία των στρατιωτικών ασκήσεων.

Το σπίτι ήταν χτισμένο από ξύλο με δυο πατώματα και υπόγειο. Αμέσως μετά το 1835-37, έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στο Λίβανο και τη Συρία μαζί με την κόρη της, που πέθανε στη Βηρυττό, από στηθικό νόσημα πιθανώς οφειλόμενο στην εξάπλωση της πανώλης.. Η Δούκισσα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό της αγαπημένης της κόρης και βαλσάμωσε το κορμί της Ελίζας, με το οποίο επέστρεψε στην Αθήνα. Τοποθέτησε το άψυχο σώμα της στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς, το οποίο είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσιο, έχοντας υπ’ όψη να το θάψει σε μεγαλοπρεπή Ναό που σκόπευε να χτίσει στην Πεντέλη.

Robert Lefevre, 1818, προσωπογραφία της Δούκισσας της Πλακεντίας.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Raoul Malherbe που επισκέφτηκε τον Ιούνιο του 1843 τη Σοφία, περιέγραψε το σπίτι σαν ένα άσχημο ξύλινο κτίριο που βρισκόταν στα περίχωρα της Αθήνας με θέα στο γυμνό αττικό τοπίο και κοντά σ’ ένα καινουργιοκτισμένο θέατρο. Το θέατρο Sansoni ιδρύθηκε το 1840. Το ξύλινο σπίτι της Σοφίας ήταν δίπλα από το σπίτι του Γερμανού γλύπτη Christian Heinrich Siegel (1808-1883) που ονομαζόταν «Die Burg» και ήταν σπίτι ατελιέ του. Στο πρώτο πάτωμα έμενε ο εφημέριος της αυλής της βασίλισσας Αμαλίας από το Holstein της Δανίας, ο Asmus Heinrich Luth (1806-1859) από το Σεπτέμβριο του 1842 μέχρι το Μάρτιο του 1843, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα πέντε δωματίων με μπαλκόνι, κουζίνα, αυλή και κήπο.

 

Η γειτονική αυτή σχέση με τη Σοφία περιγράφηκε από τη γυναίκα του εφημέριου, την Christiane Luth, το γένος Fischer (1817-1900) στα ημερολόγιά της από την Αθήνα τα οποία έχουν εκδοθεί σε βιβλία. Η οικογένεια έμεινε στην Αθήνα στα 1839-52. Η αδελφή της Christian, η Hanne Fisher (1819-1910) έζησε με την οικογένεια Λυτ όλα τα χρόνια  που έμεινε στην Αθήνα και έγραψε τις αναμνήσεις της από τη ζωή της στην Αθήνα, όταν ήταν 70 χρονών και έμενε στο Kolding Δανίας.

 

Γράφει μεταξύ των άλλων: «δίπλα μας έμενε η Γαλλίδα Δούκισσα Πλακεντίας, μια ιδιόμορφη γυναίκα, χωρισμένη από τον άντρα της και πολύ πλούσια….».

Το σπίτι της Σοφίας κάηκε το Δεκέμβριο του 1847. Η ίδια δεν ήταν στο σπίτι, αλλά το φέρετρο της κόρης της που ήταν ακόμα στο υπόγειο. Πιθανόν η ίδια να είχε μόλις μετακομίσει στα «Ιλίσσια». Η φωτιά έχει περιγραφεί σε πολλά λογοτεχνικά έργα, επίσης και από τον Κριστιάνε Λυτ, σ’ ένα από τα ημερολόγιά της που δεν έχουν εκδοθεί, από την περίοδο που έμεναν στην Αθήνα. Σημειώνει: «Παρασκευή 19/31 Δεκεμβρίου: Το βράδυ, στη δυνατή καταιγίδα, κάηκε το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας και μαζί μ’ αυτό το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Όπως συνήθως, δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει, εκτός από αυτούς που ήθελαν να κλέψουν και βεβαίως, δεν υπήρχε νερό. Η Δούκισσα παρακαλούσε όλους να σώσουν το σώμα της κόρης της, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει στο υπόγειο».

Η Δούκισσα της Πλακεντίας θεωρείτο εκκεντρική προσωπικότητα, με πολλούς μύθους να περιβάλλουν το πρόσωπό της και να τη συσχετίζουν με τους ληστές που κατοικούσαν στην αττική ύπαιθρο και ταλάνιζαν την Αθήνα. Στην αρχή απαρνιέται την Ορθοδοξία και ασπάζεται την Ιουδαϊκή θρησκεία. Οι κοινωνικές συναναστροφές και οι πολιτικές ιδέες της την οδήγησαν να εισάγει στην Ελλάδα μια νέα θεοκρατική κοινωνική οργάνωση μεταβάλλοντας το μέγαρό της των Ιλισίων σε κέντρο διάφορων ελλήνων και ξένων λογίων, διανέμοντας κτήματα και τίτλους ευγενείας σε εξέχουσες μεν ελληνικές οικογένειες, στερούμενη όμως από τη πρότερη αγαθοποιό κοινωφελή δράση της. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο. Τον Ιούνιο του 1846 η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον Λήσταρχο Μπίμπιση αλλά ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των Χαλανδριωτών. Αυτής ακολούθησαν άλλες ιστορίες, αναδιαρθρώνοντας κάθε φορά ιστορικά γεγονότα. Γεγονός πάντως είναι πως με δικά της έξοδα ανακατασκεύασε το 1854 τη Συναγωγή στη Χαλκίδα, ενώ συνέχισε με δικά της έξοδα τη δεύτερη έκδοση των «Χρονικών» του Μεσολογγίου.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία και η ίδια είχε αναθρέψει, και την κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη. Απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 64 χρονών. Ετάφη μαζί με την κόρη της στον Πύργο της στη Πεντέλη, αφήνοντας πίσω της μια σημαντική ιστορία στη συμβολή του φιλελληνισμού, καθώς και σημαντικά κειμήλια που κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο, πολλά από τα οποία διαχειρίστηκε ο Γεώργιος Σκουζές*. Λέγεται ότι ο τάφος της διασώθηκε μέχρι και το 1946 όταν κάποιοι ασυνείδητοι τον κατέστρεψαν.

 

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

 

Η ιστορία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αρχίζει το 1884 με την ίδρυση της ΧΑΕ. Κύριο μέλημα των ιδρυτών της ΧΑΕ ήταν η δημιουργία Μουσείου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Πρωταγωνιστικός υπήρξε ο ρόλος ενός από τους ιδρυτές της, του Γεωργίου Λαμπάκη. Το Μουσείο επίσημα ιδρύεται το 1914 και έως το 1923 όπου άνοιξε για το κοινό διοικείται από Εφορευτική Επιτροπή με Διευθυντή τον Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Οι συλλογές της ΧΑΕ, που εμπλουτίστηκαν τόσο από αγορές και δωρεές έργων, όσο και από την κατάθεση κειμηλίων, τα οποία προέρχονταν από μονές της Ελλάδας και από διαλυμένες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, στεγάστηκαν σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

 

Villa Ilissia

Villa Ilissia

Το 1930 το Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά στη Villa Ilissia, ένα συγκρότημα κτηρίων κοντά στις όχθες του Ιλισού, το οποίο κτίσθηκε από τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη** το 1848, για τη Γαλλίδα Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας. Το μέγαρο των Ιλισίων είναι στην πραγματικότητα ένα συγκρότημα κτιρίων. Το κεντρικό κτίριο, επενδεδυμένο εξωτερικά με μάρμαρο, αποτελείται από δύο ορόφους και υπόγειο. Πρόκειται για ένα κτίσμα που διακρίνεται για την απλότητα και την αυστηρή συμμετρία του και που υψώνεται επιβλητικό στο βάθος της αυλής, το περίγραμμα της οποίας συμπληρώνεται από δύο χαμηλές πλευρικές πτέρυγες, που προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, και από το κτίριο με τον πυλώνα της εισόδου. Στο κτιριακό συγκρότημα συνδυάζονται στοιχεία του κλασικισμού όπως η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, δτοιχεία του ρομαντισμού, όπως οι αψιδωτές στοές στις δύο όψεις του κεντρικόυ κτιρίου και η προβολή της στέγης. Η οικοδόμηση της Villa Ilissia κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της , το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και, στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές, έως ότου συνδεθεί στη συνείδηση χιλιάδων επισκεπτών, με τη νέα μουσειακή του χρήση ως το χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας.


Η εξωτερική μορφή του κτιρίου παρέμεινε περίπου όπως είχε σχεδιαστεί από τον Κλεάνθη, ενώ το εσωτερικό του προσαρμόστηκε στις ανάγκες της νέας του χρήσης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και σύμφωνα με τις μουσειολογικές αντιλήψεις του τότε διευθυντή του Μουσείου, Γεώργιου Σωτηρίου, ο οποίος οργάνωσε την έκθεση, που συνεχώς εμπλουτιζόταν με νέα αποκτήματα, με επιστημονικά κριτήρια και της προσέδωσε διδακτικό χαρακτήρα και σηματοδότησε την πορεία του Μουσείου. Οι μεγαλύτερες επεμβάσεις έγιναν στο ισόγειο του κτιρίου όπου τρεις αίθουσες διαμορφώθηκαν σε χαρακτηριστικούς τύπους ναών της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, ενώ τα αντικείμενα και ιδίως τα γλυπτά, τοποθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπουν στα κτίρια στα οποία ανήκαν. Στον άνω όροφο εκτέθηκαν, χρονολογικά και κατά ρυθμούς εικόνες και μικροτεχνήματα με κριτήριο την ταξινόμηση κατά συλλογές. Στην αριστερή πτέρυγα του συγκροτήματος παρουσιάστηκαν όλοι σχεδόν οι εικονογραφικοί τύποι της βυζαντινής ζωγραφικής, ενώ η δεξιά περιελάμβανε χειρόγραφα και αντίγραφα γλυπτών, μωσαικών και τοιχογραφιών.Η διαμόρφωση της αυλής έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη. Η μουσειολογική προταση αυτή του Γ. Σωτηρίου, ο οποίος παρέμεινε διευθυντής ως το 1960 παρέμενε (εκτός από μία αίθουσα στην αριστερή πτέρυγα του Μουσείου με χρηματοδότηση του σχεδίου Μάρσαλ το 1952) σε μεγάλο βαθμό αμεταβλητη εως το 2003.


Από το 1960 έως και σήμερα διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο Μανόλης Χατζηδάκης (1960-67, 1974-75), Αναστάσιος Ορλάνδος (1967-73) διετέλεσαν διευθυντές του Μουσείου συμβάλοντας στην όλο και περαιτέρω οργάνωση,εξέλιξη και καθιέρωσή του ως ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στον ελληνικό χώρο. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν η κτιριακή αύξηση στο συγκρότημα του ΒΧΜ,το 1979 με την παραχώρηση του διώροφου κτιρίου όπου εγκαταστάθηκε ένα χρόνο μετά η σπουδαιότατη Συλλογή Δ. Λοβέρδου και επιμέρους τροποποιήσεις στο κτίριο διοικήσεως.

Νικόλαος Κωνστάντιος, αρχαιολόγος – μουσειολόγος

 

Υποσημειώσεις  

* Ο Γεώργιος Σκουζές (17811884) ήταν έμπορος και τραπεζίτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν απο παλιά Αθηναϊκή οικογένεια. Ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις και τον τραπεζικό κλάδο. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα όπου ίδρυσε πολλές τράπεζες μεταξύ των οποίων την Εθνική, την Ιονική, την Βιομηχανική κ.α. Επίσης ενίσχυσε οικονομικά τις κρητικές επαναστάσεις ενώ ήταν και μέλος της Κρητικής Εταιρείας. Απεβίωσε στην Αθήνα και παιδιά του ήταν οι Αλέξανδρος και Παύλος Σκουζές.

** Ο Σταμάτης Κλεάνθης ήταν ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα, δημιουργός αρκετών χαρακτηριστικών κτιρίων της Αθήνας. Γεννήθηκε το 1802 στο Βελβενδό Κοζάνης. Έντάχθηκε στον Ιερό Λόχο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αλλά αιχμαλωτίστηκε απο τους Τούρκους στη μάχη του Δραγατσανίου. Δραπέτευσε και κατόπιν πήγε στο Βερολίνο όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Υπήρξε λάτρης των αναγεννησιακών μορφών, τις οποίες απέδιδε με καλαισθησία και λιτότητα. Το 1828 μαζί με τον συνάδελφό του Έντουαρντ Σάουμπερτ ήρθαν στην Ελλάδα όπου ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τους ανέθεσε την ευθύνη για τον σχεδιασμό δημοσίων κτιρίων. Το 1833 εκπόνησαν το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, το οποίο όμως δεν τέθηκε τελικά σε εφαρμογή γιατί κρίθηκε ως πολυδάπανο. Τα ονομαστότερα κτίρια του Κλεάνθη ήταν:

  • Ο Γοτθικός ναός για την Αγγλικανική παροικία στην καρδιά της πρωτεύουσας, στην οδό Φιλελλήνων.
  • Το μέγαρο της Αγγλικής πρεσβείας στη πλατεία Κλαυθμώνος, που πλέον έχει κατεδαφιστεί.
  • Το μέγαρο της Κοντέσσας Θεοτόκη στην οδό Σωκράτους.
  • Το παρά τον Ιλισσό μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας (Villa Ilissia) (1848) που έχει μετατραπεί σε Βυζαντινό Μουσείο.
  • Ο πύργος της Δουκίσσης Πλακεντίας στη Πεντέλη.
  • Το «Καστέλλον της Ροδοδάφνης».
  • Η διαμορφωμένη από τον ίδιο οικία του στην Πλάκα, όπου στεγάστηκε τα πρώτα 4 χρόνια της λειτουργίας του (18371841) το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Πηγές

  • Περιοδικό Αρχαιολογία και τέχνες « Τα κτίρια της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα», Ida Haugsted,  Τεύχος 29, Δεκέμβριος 1988.
  • Υπουργείο Πολιτισμού.

Read Full Post »