Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Σταϊκόπουλος’

Ξένος παρατηρητής στην παράδοση του Ναυπλίου το 1822


karl krazeisen – Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Η άλωσις του Παλαμηδίου και στη συνέχεια η παράδοσις του Ναυπλί­ου στους Έλληνες το τέλος του έτους 1822 ήταν σύμφωνα με τον χαρακτηρι­σμό του Καποδίστρια, ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του Ελληνικού Αγώνα Απελευθερώσεως [1]. Πολλοί Έλληνες αγωνιστές όπως επί­σης ξένοι εθελοντές έχουν διηγηθή με αρκετές λεπτομέρειες τα συμβάντα αυτών των ημερών στα απομνημονεύματά τους απ’ όπου πέρασαν μετά στις μεγάλες Ιστορίες της Ελληνικής Επαναστάσεως.

Και όμως, ειδικά για την άλωση του Παλαμηδίου την νύχτα της 29ης-30ής Νοεμβρίου του 1822 έχομε, απ’ ότι γνωρίζομε, μία μόνο έκθεση που προ­έρχεται από πραγματικό αυτόπτη μάρτυρα, τον Γερμανό αξιωματικό Gustav Friedrich von Mandelsloh.

Ο εθελοντής von Mandelsloh από τη Σαξωνία έφθα­σε τον Ιανουάριο του 1822 στην Ελλάδα. Ως λοχαγός στο Σώμα των Φιλελ­λήνων έλαβε μέρος στην Ηπειρωτική Εκστρατεία και επέζησε κατά τη μοι­ραία μάχη του Πέτα. Δια μέσου Αθηνών έφθασε τον Οκτώβριο του 1822 στο Ναύπλιον όπου έμεινε, κατά τη μαρτυρία του Γερμανού γιατρού Heinrich Treiber, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 1822 [2]. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του ο von Mandelsloh δημοσίευσε, τον Νοέμβριο του 1824, στη «Βραδινή Εφημερίδα» της Δρέσδης τρεις μεγάλες επιστολές με τον τίτλο «Ματιές ενός αυτόπτη μάρτυρα στον Απελευθερωτικόν Αγώνα των Ελλήνων» [3].

Στην πρώτη επιστολή ο von Mandelsloh μιλά για τη συμμετοχή των ξένων στον Αγώνα του ’21, για τις δύσκολες συνθήκες που ευρήκαν αυτοί στην Ελλάδα, αλλά και για τη συχνή απαράδεκτη συμπε­ριφορά τους. Αρχίζει μια σφοδρή πολεμική ειδικά εναντίον του συμπατριώτη του, του ανθυπολοχαγού von Kotsch ο οποίος είχε δημοσιεύσει απομνημονεύματα για το ταξίδι του στην Ελλάδα  [4].

Στη δεύτερη επιστολή ο von Mandelsloh περιγράφει την επιχείρηση κατακτήσεως του Παλαμηδίου, κάτω από την ηγεσία του Στάικου Σταϊκόπουλου, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος και μάλιστα ως αρχηγός της εμπροσθοφυλακής που πρωτομπήκε στο φρού­ριο [5].

Η τρίτη και τελευταία επιστολή στη «Βραδινή Εφημερίδα» της 25ης Νοεμβρίου του 1824 έχει τον υπότιτλο «Παράδοσις του Ναυπλίου την 22αν Δεκεμβρίου του 1822 (3ην Ιανουαρίου του 1823)». Ενώ στην άλωση του Παλαμηδίου, ο van Mandelsloh έλαβε μέρος προσωπικά, στην παράδοση του Ναυπλίου δεν είχε πια άμεση ανάμιξη. Δεν συμμετείχε, φυσικά, στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για τους όρους παραδόσεως. Άλλωστε οι διαπραγματεύσεις αυτές με αποτέλεσμα την υπογραφή συνθήκης έγιναν τα­χύτατα και με τη σχεδόν αποκλειστική ενέργεια του Κολοκοτρώνη, ο οποίος, κατά την κατηγορία του Αναστασίου Μαυρομιχάλη, έδρασε σαν ένας απόλυ­τος μονάρχης [6].

Επίσης ο von Mandelsloh δεν ανήκε στην φρουρά που ωρίστηκε από τον Κολοκοτρώνη για να επίβλεψη την διαφύλαξη των λαφύρων μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Ήταν απλώς ένας από τους πάρα πολλούς στρατιώτες που περίμεναν, τρεις ολόκληρες εβδομάδες, έξω από την πύλη της πόλεως μέχρις ότου ν’ άνοιξη. Παρά ταύτα η έκθεσις του ξένου παρατηρητή προσφέρει πολλά ενδιαφέ­ροντα στοιχεία. Μας δίνει μεταξύ άλλων λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα του Κολοκοτρώνη για τη φρούρηση της πόλεως που επιβεβαιώνουν τις σημε­ρινές μας γνώσεις, ενώ άλλες λεπτομέρειες, που αφορούν την ποσότητα και την διανομή των λαφύρων, τις συμπληρώνουν [7].

Συγκινητικές είναι οι εικόνες που περιγράφει ο von Mandelsloh από την άθλια κατάσταση των στρατευμά­των στην αναμονή, και απολαυστικά τα μικρά επεισόδια που εντυπωσίασαν τον ξένο, όπως π.χ. η εμφάνισις του Κολοκοτρώνη που κατεβαίνει με κραυγές και πετροπόλεμο από το άνω φρούριο για να καθησύχαση την μάζα των φιλονεικούντων.

Επίσης ο von Mandelsloh αναφέρει αυτά που λέγονταν τότε και αυτά που ακούγονταν. Ερμηνεύει όλες αυτές τις φήμες και κάνει τις δικές του σκέ­ψεις. Και αφού απευθύνεται στο γερμανικό κοινό συνθέτει μια εικόνα της γε­νικής καταστάσεως που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα. Οι κρίσεις και σκέ­ψεις του συγγραφέα όπως και το στυλ εκφράσεώς του αποδεικνύουν ότι πρό­κειται για τις εκτιμήσεις ενός έξυπνου και μετριοπαθή άνδρα που δεν προ­σπαθεί να παρουσίαση τις δικές του γνώσεις σαν απόλυτες [8]. Τελικά, η έκθεσις του Γερμανού λοχαγού στο σύνολό της δείχνει ακόμα με ποιο ζήλο ένας φιλέλληνας συμμετείχε στον Αγώνα και με ποια πραγματική συμπάθεια συμ­μερίσθηκε την τύχη των Ελλήνων.

 

Μετάφρασις από τη «Βραδινή Εφημερίδα» της Δρέσδης, αρ. 283, της Πέμπτης 25ης Νοεμβρίου 1824:

Ματιές ενός αυτόπτη μάρτυρα στον Απελευθερωτικόν Αγώνα των Ελλήνων. 

Τέλος) Μέρος 3: Παράδοσις του Ναυπλίου [Napoli di Romania] την 22αν Δεκ. 1822 (3ην Ιαν. 1823) Δρέσδη, την 8ην Νοεμβρίου 1824.

 

Μόλις το φρούριο του Παλαμηδίου περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων ο Κολοκοτρώνης, ο τότε αρχιστράτηγος ή στρατάρχης του Μοριά, άρχισε τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την παράδοση του Ναυπλίου. Στη συνθηκολό­γηση ωρίσθηκε ότι η τουρκική φρουρά όπως και οι κάτοικοι, όλοι μαζί περί­που 4.000 ψυχές, θα άφηναν πίσω το πιο μεγάλο μέρος των υπαρχόντων τους και θα μεταφερόντουσαν με ελληνικά πλοία στην ακτή της Μικράς Ασίας.

Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Karl Krazeisen, 1828.

Έτσι 200 Έλληνες μπήκαν στην πόλη και κατέλαβαν την Αρβανιτιά, αυτό το τέως κάτω φρούριο των Βενετών που κείται στο βραχώδη διάσελο μεταξύ της πόλεως και του κόλπου και το οποίο, λόγω παλαιοτέρων οχυρωμάτων, είναι εντελώς αποκομμένο από την πόλη. Εκεί βρίσκονται οι κύριες πυροβολαρχίες προς τον κόλπο, όπως επίσης μερικές υψηλές πυροβολαρχίες προς τη στεριά και την πόλη. Συγχρόνως 50 επίτροποι μπήκαν στο φρούριο για να παραλάβουν όλα τα εντός ευρισκόμενα πυρομαχικά, πυροβόλα και πο­λεμοφόδια και για να κατασχέσουν από τα χρήματα, τους πολύτιμους λίθους, τα όπλα και τ’ άλλα αξιόλογα πράγματα το μερίδιο που ανήκε στους Έλληνες και το οποίο θα διαφύλατταν στα πιο μεγάλα τουρκικά τζαμιά. 

Όλες αυτές οι εργασίες μπορούσαν να τελειώσουν σε μία εβδομάδα. Επί πλέον η Ύδρα και οι Σπέτσες είναι κοντά και ο στόλος δεν είχε απο­πλεύσει αυτή την περίοδο, έτσι ώστε ο αναγκαίος αριθμός πλοίων συγκεντρώθηκε γρήγορα. Επίσης εμφανίστηκε ακόμα μία αγγλική φρεγάδα με τον πλοίαρχο Hamilton, ο οποίος προσφέρθηκε όχι μόνο να συνοδεύση αυτή τη μεταφορά μέχρι την ακτή της Μικράς Ασίας, για την ασφάλεια των δύο πλευρών, αλλά και να δεχθή ένα σημαντικό αριθμό Τούρκων στο πλοίο του.

Εκτός απ’ αυτό ένα σημαντικό σώμα Τούρκων ευρισκόταν ακόμα κοντά στην Κόρινθο το οποίο θα μπορούσε, σε μια μέρα, να εμφανισθή στο Ναύ­πλιο. Αυτό το σώμα, αν θα ερχόταν πραγματικά, μάλλον δεν θα μπορούσε εύκολα να καταλάβη εκ νέου όλο το κάστρο, όμως θα δημιουργούσε μεγάλη αταξία, διότι θα μπορούσε όχι μόνο να ελευθέρωση την ενεργό ομάδα της τουρκικής φρουράς και να την πάρη μαζί του στην Κόρινθο, αλλά θα μπο­ρούσε επίσης να αχρηστεύη όλα τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά. 

Δεν θα έπρεπε επίσης οι Έλληνες να συλλογίζωνται ότι πριν από μισό χρόνο περίπου ευρίσκονταν στο ίδιο σημείο; και ότι μόνο ο διχασμός τους έφταιγε που έπρεπε να αποσυρθούν με άδεια χέρια από το κάστρο του Ναυπλίου, την κατάκτηση του οποίου θεωρούσαν κιόλας σαν δεδομένη. Δεν είχαν τότε το Παλαμήδι στα χέρια τους, αλλά το θαλασσινό κάστρο τους είχε παραδοθή (και το κρατούσαν μετά συνεχώς στην κατοχή τους), οι όμηροι είχαν ανταλλαχθή για την εγγύηση της συμβάσεως και η τουρκική φρουρά διατρεφόταν από τους Έλληνες. 

Δηλαδή όλα ήταν καθωρισμένα και έτοιμα, μόνο που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν με τους Υδραίους και Σπετσιώτες για το κόστος της διατροφής και της μεταφοράς. Και ενώ μάλωναν και παζάρευαν ακόμη, ο Δράμαλης πασάς εισέβαλε στο Μοριά, έδιωξε τους Έλληνες από το κάστρο, ακύρωσε τη συνθηκολόγηση, διώρισε καινούργιο φρού­ραρχο, τον Αλή πασά, ενίσχυσε τη φρουρά και εφοδίασε το φρούριο με τρό­φιμα. 

Πόσοι λόγοι λοιπόν για τους Έλληνες για να επισπεύσουν τώρα όσον το δυνατόν την επιβίβαση των Τούρκων! Όμως, παρά αυτό το μάθημα, και παρά το κόστος που δημιούργησε η διατροφή των Τούρκων, δεν μπόρεσαν, ούτε αυτή τη φορά, να συμφωνήσουν και να τελειώσουν με τους πλοιοκτήτες σχετικά με τη μεταφορά. Τελικά, οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν με ένα μέρος των λαφύρων και έτσι, 22 μέρες μετά την άλωση του Παλαμηδίου, την 22αν Δεκεμβρίου του 1822 (3ην Ιανουαρίου του 1823) η παράδοσις του Ναυπλίου πραγματοποιήθηκε με σχετική τάξη, γεγονός στο οποίο μάλλον η παρουσία των Άγγλων συνέβαλε αρκετά. 

Γι’ αυτήν την καθυστέρηση όμως δεν έφταιγε μόνο ο κανονισμός των δαπανών της μεταφοράς, αλλά πιο πολύ ακόμα οι εσωτερικές κάπως ανώμα­λες συνθήκες της Ελλάδος και πριν απ’ όλα η επίδρασις των κομμάτων, τα οποία ευρίσκονταν σε ακραία αντίθεση μεταξύ τους. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι άσκοπο ν’ αναφερθούν μερικά συμβάντα που συνδέονται με αυτό το γε­γονός. Διότι ή συμπεριφορά των δύο κομμάτων, δηλαδή ο σφετερισμός του ενός και η παθητικότητα και δειλία του άλλου δίνει μία αρκετά χαρακτηριστική εικόνα της τότε καταστάσεως των εσωτερικών συνθηκών της Ελλάδος και αποδεικνύουν ειδικά την αδυναμία της τότε κυβερνήσεως.

Η κυβέρνησις της οποίας τα κύρια μέλη ήταν ο αντιπρόεδρος Θάνος, ο υπουργός του πολέμου Ιωάννης Κωλέττης και ο υπουργός των εξωτερικών Νέγρης (ο πρόεδρος του Εκτελεστικού πρίγκιψ Μαυροκορδάτος και ο πρόε­δρος του Βουλευτικού πρίγκιψ Υψηλάντης απουσίαζαν), μετά την εισβολή των Τούρκων στο Μοριά, είχε μεταβή στο Καστρί απέναντι της Ύδρας. Εκεί η κυβέρνησις, λόγω της τοποθεσίας και λόγω της αφοσιώσεως όλης της γύρω περιοχής σε αυτήν, προστατευόταν από τις εχθροπάθειες του Κολοκοτρώνη και του κόμματός του.

Ο Σταϊκόπουλος κυριεύει το Παλαμήδι. Peter Von Hess, επιχρωματισμένη λιθογραφία.

Ο Κολοκοτρώνης, που εσκόπευε πάντα να ενώση την πολιτική εξουσία με τη στρατιωτική, επιτηδείως επωφελήθηκε από την άτυχη καταστροφή αυτή για να διασπείρη την φήμη ότι ειδικά ο Θάνος και ο Νέγρης όχι μόνο δεν εμπόδισαν την εισβολή των Τούρκων, αλλά ότι αυτή η εισβολή έγινε εις γνώ­ση των και την διευκόλυναν, και ήθελαν, για να ευνοηθούν, να υποκύψη ο Μοριάς πάλι στους Τούρκους. 

Κάθε λαός που βρίσκεται στην ατυχία και στην μεγάλη ανάγκη γίνεται ευκολόπιστος, έτσι ήταν εύκολο οι Έλληνες να πεισθούν για την αλήθεια της φήμης αυτής. Επομένως ο Κολοκοτρώνης μπό­ρεσε να τολμήση να δηλώση δια μέσου προκηρύξεως προς το λαό τους δύο επικεκηρυγμένους. Με την φυγή τους στο Καστρί, όπου μετέβη όλη η κυβέρνησις, απέφυγαν μεν τις συνέπειες της προκηρύξεως αυτής ο δε Κολοκοτρώ­νης επέτυχε δι’ αυτού πράγματι να μονοπώληση την πολιτική εξουσία και να τη μοιράση μόνο με τη Γερουσία, δηλαδή την τοπική κυβέρνηση του Μοριά, η οποία με πρόεδρο τον Παπαφλέσα, είχε υποκύψει από καιρό στα συμφέροντα του Κολοκοτρώνη.

Εν τω μεταξύ η άλωσις του Ναυπλίου παρουσίασε στην κυβέρνηση την καλή ευκαιρία να ξαναποκτήση, τουλάχιστον εν μέρει, το παλαιό κύρος της και την εξουσία που της άνηκε διότι εκτός από το γεγονός ότι η Γερμανική Λεγεών με 150 άνδρες που μόλις είχε φθάσει, ήταν αποκλειστικά στη διάθεσή της, η κυβέρνησις μπορούσε να βασισθή με σιγουριά στο Σύνταγμα (των τα­κτικών) και στο πλήθος των προσελευσομένων στο Ναύπλιον Καστριωτών και Κρανιδιωτών και κυρίως στους Υδραίους και Σπετσιώτες που είχαν έλθει με πολυάριθμα καράβια. Παρά ταύτα δεν τόλμησε να στείλη επιτρόπους στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, αν και ο διοικητής του Συντάγματος συνταγματάρχης Gubernati όχι μόνο την ειδοποίησε την ίδια νύχτα σχετικά με την άλωση του Παλαμηδίου αλλά της ζήτησε να στείλη αμέσως απεσταλμένους, για την ασφάλεια των οποίων το Σύνταγμα θα εγγυάτο.

Ο Κολοκοτρώνης ως αρχιστράτηγος του Μοριά συνήψε μόνος του την συμφωνία και μόνο κατόπιν εμφανίσθηκαν μερικοί Υδραίοι, οι οποίοι ήταν μέλη της κυβερνήσεως αλλά δεν την αντιπροσώπευαν και που ήθελαν απλώς να φροντίσουν τα ιδιωτικά συμφέροντα της Ύδρας και του στόλου. Η κυβέρνησις, που στην αρχή από φόβο δεν έστειλε αντιπροσώπους, ήταν μετά αρκετά ασύνετη να αρνηθή επιμόνως την επικύρωση της συνθηκολογήσεως που είχε συνάψει ο Κολοκοτρώνης. Έτσι έχασε σχεδόν όλο το μερίδιο των λαφύρων που της ανήκε, αλλά και τα στρατεύματα που ήταν υπό τας διαταγάς της, πριν απ’ όλα το Σύνταγμα, παραμελήθηκαν. Επί πλέον δημιουργή­θηκε η στιγμιαία δυσχέρεια ότι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες που ήταν ανέ­καθεν με το μέρος της κυβερνήσεως, αρχικά δεν ήθελαν να προμηθεύσουν τα αναγκαία πλοία για τη μεταφορά της τουρκικής φρουράς, όπως το είχε απαι­τήσει ο Κολοκοτρώνης. Τελικά όμως πείσθηκαν με το επιχείρημα ότι ένας πε­ρισσότερος δισταγμός θα μπορούσε εύκολα να βλάψη υπερβολικά το καλό της Ελλάδος.

Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος

Η επιβίβασις των Τούρκων στα πλοία πραγματοποιήθηκε τελικά, αλλά προτού τελείωση οι Έλληνες, γύρω στους 10.000 άνδρες, εισέβαλαν στην πό­λη και όλα αυτά που δεν είχαν διαφυλαχθή στα τζαμιά αφέθηκαν στο έλεός τους. Και όμως αυτό πού θα φαινόταν απίστευτο ακόμα με ευρωπαϊκά στρα­τεύματα, συνέβη εδώ, δηλαδή δεν έλαβε μέρος ούτε μία φιλονεικία με σοβαρές συνέπειες. Αυτό είναι πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, διότι πρέπει να συλλογισθή κανείς ότι το σώμα που εισέβαλε απετελείτο από τους οπαδούς δύο εχθρικών κομμάτων, από τρεις διαφορετικές φυλές, δηλαδή τους Έλληνες, τους Αλβα­νούς και τους Βλάχους, και από τα στρατεύματα της ξηράς και τους ναυτι­κούς. Επίσης κανένας Τούρκος δεν σκοτώθηκε, αλλά μερικοί μαύροι, άνδρες και γυναίκες, επέθαναν μεταξύ των πολλών ατύχων, τους οποίους οι Τούρκοι μεταχειρίζονταν κατά βούληση και τους οποίους είχαν αφήσει πίσω μισοπε­θαμένους, ελεεινούς και απογυμνωμένους.

Στο Ναύπλιο και στο Παλαμήδι μαζί βρέθηκαν πάνω από 300 πυροβό­λα μεταξύ των οποίων ήταν μερικές πολύ καλές πυροβολαρχίες των 36 και 24 λιβρών, μόνο που εξ αιτίας της κακής καταστάσεως του τροχισμού τους όλες ήταν σχεδόν μη χρησιμοποιήσιμες. Επίσης τα αποθέματα από πολεμοφόδια υπήρξαν σημαντικά, και τα πραγματικά λάφυρα ήταν εξαιρετικά πολλά αλλά δυστυχώς οι πιο δυνατοί καπεταναίοι κατακράτησαν πολλά απ’ αυτά έτσι ώστε τα στρατεύματα πήραν μόνο ένα μικρό μερίδιο από τα πράγματα, τα οποία επί πλέον έπρεπε πρώτα να πωληθούν για να μοιρασθούν μετά. 

Του Συντάγματος π.χ. ο απλός στρατιώτης έλαβε 90 γρόσια, ο υπαξιωματικός 120, ο δεκανεύς 200, ο λοχαγός 300 κλπ. Ο Κολοκοτρώνης, φυσικά, πήρε κά­τι παραπάνω μεταξύ άλλων πήρε για τον εαυτό του το στιλέττο του πασά, του οποίου η αξία εκτιμόταν σε 200.000 γρόσια. Το πόσο συνολικά πήρε για τον εαυτό του σε αυτή την περίπτωση ούτε περίπου μπορεί κανείς να το εκτί­μηση. Αλλά μάλλον είναι σημαντικό, διότι ήδη λίγες μέρες μετά την άφιξη των επιτρόπων στην πόλη ο ένας απ’ αυτούς ο προσωπικός ιατρός του Κολοκοτρώνη, διαπίστωσε ότι εκτός από τα μετρητά χρήματα παρελήφθησαν πολύτιμοι λίθοι αξίας μερικών εκατομμυρίων γροσίων αργότερα όμως ούτε για το μεν ούτε για το δε έγινε ποτέ πια λόγος. Αν υποτεθή ότι ο Κολοκο­τρώνης έδωσε ένα μερίδιο ειδικά στην Μπουμπουλίνα, όπως και στον Νική­τα, τον Στάικο και μερικούς άλλους καπετάνιους, το μεγαλύτερο μερίδιο σί­γουρα θα το κράτησε για τον εαυτόν του.

Αυτές οι 22 μέρες μεταξύ της αλώσεως του Παλαμηδίου και της παρα­δόσεως του Ναυπλίου ήταν για τα στρατεύματα που περίμεναν, από τις πιο φοβερές όλης της εκστρατείας. Η ασταμάτητη δυνατή βροχή ανάγκασε τους στρατιώτες να προστατευτούν σε σπηλιές, αλλά κυρίως σε μία ελληνική εκκλησία και στο μνημείο ενός Τούρκου άρχοντα, που ήταν τα δύο σκαλισμέ­να και κτισμένα στο βράχο κοντά στην πόλη. Εδώ προφυλάσσονταν μεν αρχικά από τη βροχή, αλλά εκάθονταν ο ένας επάνω στον άλλον, και όταν αργότερα τα πολλά νερά μπήκαν μέσα και εκεί, η κατάστασίς τους έγινε απελ­πιστική. Εκτός απ’ αυτό για μερικές μέρες τα τρόφιμα έλλειπαν σχεδόν εξ ολοκλήρου, ενώ πολλές φορές τη νύχτα τα στρατεύματα έπρεπε να μπουν στη γραμμή λόγω της μικρής αποστάσεως του τουρκικού σώματος που ευρίσκετο στην Κόρινθο.

Πρέπει να τονισθή επίσης ότι η παρουσία του Συντάγματος «Τακτικών» ήταν και σε αυτά τα γεγονότα πάρα πολύ χρήσιμη διότι, πράγματι, το Σύν­ταγμα εφύλαξε το φρούριο από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι, χωρίς αυτό τον έλεγχο, θα είχαν πιθανώς εισβάλει πιο γρήγορα και θα είχαν δημι­ουργήσει αταξίες. Αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έκανε συχνά την αστυνόμευση όταν η αναταραχή στην πόλη υπερέβη τα όρια. 

Σε ένα Ευρωπαίο θα φανή παράξενο ν’ ακούση ότι σε τέτοια περίπτωση ο αρχιστράτηγος του Μο­ριά που αρχικά εζήτησε ησυχία από το άνω φρούριο με διαπεραστική φωνή, αλλά ματαίως, και που διέταξε μάλιστα να πυροβολήσουν μερικές φορές ανά­μεσα στους ταραξίες, τελικά κατέβηκε από τους βράχους, επικεφαλής 100 πα­λικαριών (τιμητική ονομασία για ικανούς πολεμιστές) και δεν σταμάτησε να ρίξη τη ράβδο του, πέτρες και ό,τι αντικείμενο βρήκε μπροστά του μέσα στο πλήθος, μέχρις ότου εχώρισε τους καυγαδίζοντες και αποκατέστησε την ησυχία.

Ήδη στην αφήγηση για την άλωση του Παλαμηδίου ανέφερα ότι η κα­τοχή του φρουρίου του Ναυπλίου είχε ένα απίστευτο όφελος για τους Έλλη­νες, διότι αυτοί όπως και οι Τούρκοι πίστευαν με σιγουριά πως από την τύ­χη του φρουρίου αυτού εξαρτιόταν η έκβασις όλου του πολέμου. Επίσης λόγω της θέσεώς του είναι ειδικά κατάλληλο για εμπορικό κέντρο. Πράγματι, λίγο μετά την κατάληψή του, οι εισπράξεις από δασμούς επαρκούσαν για τη συντήρηση μιας σημαντικής φρουράς. Αλλά κυρίως από στρατιωτικής απόψεως το Ναύπλιον προσφέρει το πλεονέκτημα ότι προστατεύει σχεδόν όλο το Μοριά από την εισβολή των Τούρκων. Διότι αυτοί, όσο πολυάριθμοι και αν ήταν και όσο καιρό κατείχαν την Κόρινθο, κράτησαν μόνο μία στενή λωρίδα, μεταξύ Κορίνθου και Πατρών και μετά την πτώση της Κορίνθου μό­νο πια τα περίχωρα των Πατρών*.

 

ν. Mandelsloh

* Πόσο διαφορετική ακούγεται αυτή η εκθεσις ενός αυτόπτη μάρτυρα που συμμετείχε σε πολλά γεγονότα αν τη συγκρίνωμε με τις προφανώς πολύ επιπολαίως συλλαμβανόμενες περιγραφές φόνων και ερωτικές περιπέτειες με λαφυραγωγημένες Τούρκισσες, οι οποίες μας παρουσιάζονται τόσο γεναιόδωρα στο «Ταξίδι ενός αξιωματικού του πυροβολικού». (Essen, Bädeker, 1824) στη σελ. 54 και επ.![9]

 

Regina Quack – Μανουσάκη

Διατηρήθηκε η ορθογραφία της συγγραφέως (εκτός του πολυτονικού)

Μνημοσύνη, τόμος δέκατος τέταρτος 1998-2000, Εν Αθήναις. 

 

Υποσημειώσεις


[1] Βλ. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1982, τόμ. ΣΤ, σ. 277.

[2] Τράϊμπερ Ερρίκου, Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828, εκδ. Χρήστου Ν. Αποστολίδου, Αθήναι (1960), σ. 55.

[3]Abend-Zeitung, αρ. 278, 279, 283, 19./20./25. November 1824.

[4] Τον πλήρη τίτλο του βιβλίου αυτού βλ. κατωτέρω, υποσ. 9.

[5]Για αυτή την δεύτερη επιστολή έκανα μια ανακοίνωση στο Α’ Διεθνές Συνέδριο Πελοπ. Σπουδών στη Σπάρτη το Σεπτ. του 1975, η οποία δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά (Αθήναι 1976, τόμ. Γ’, σσ. 124-144) μαζί με τη δική μου μετάφραση ολοκλήρου του κειμέ­νου. Εκεί βλ. επίσης περισσότερες λεπτομέρειες για τη σταδιοδρομία του von Mandelsloh στην Ελλάδα και για την πολεμική του εναντίον του von Kotsch, όπως επίσης στοιχεία για την εξακρίβωση της αυθεντικότητας των γραφομένων του von Mandelsloh (σσ. 135-136).

[6] Βλ. Κ. Λ. Κοτσώνη, Συμβάντα μετά την κατάληψη του Ναυπλίου (1822), Πρα­κτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι 1979, σσ. 164, 170.

[7]Για τα αποτελέσματα της έρευνας βλ. την κατανοητή περίληψη των γεγονότων με βάση τιςπηγές από τον Κ. Κοτσώνη, ενθ’ ανωτ., σσ. 168 και επ. και το σχετικό κεφά­λαιο του Απ. Βακαλοπούλου, ενθ’ ανωτ., σσ. 273 και επ.

[8]Αν συγκρίνωμε τις γενικές εκτιμήσεις του von Mandelsloh από τότε με τις σημε­ρινές μας γνώσεις, συμπεραίνομε ότι αυτός δεν έπεσε πολύ έξω.

[9]Ο εκδότης των επιστολών του von Mandelsloh στη «Βραδινή Εφημερίδα» της Δρέσδης, αναφέρεται εδώ στο ημερολόγιο του ανθυπολοχαγού Maximilian von Kotsch «Τα­ξίδι ενός Γερμανού αξιωματικού του πυροβολικού στην Ελλάδα και διαμονή του επί τό­πον από τον Αύγουστο του 1822 μέχρι τον Ιούλιο του 1823. Ακολουθώντας τα ημερολό­για και τις σημειώσεις αυτού σε επεξεργασία του F. Μ. von Mauvillon». (Το βιβλίο αυτό «Reise eines deutschen Artillerie affiriers nach Griechenland…» εμφανίστηκε στο Essen το 1824, ανώνυμα). Για την πολεμική μεταξύ των δύο εθελοντών, του von Mandelsloh και του von Kotsch βλ. τη μελέτη μου, ενθ’ ανωτ., υποσ. 5, σσ. 135, 139-140.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Μοσχονησιώτης Δημήτριος – Ο πρωταγωνιστής της άλωσης του Παλαμηδιού


 

[ Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης γεννήθηκε στις Κυδωνίες ( Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Στις 2 Ιουνίου 1821, οι Τούρκοι καταστρέψανε την πόλη για να εκδικηθούν τους Έλληνες που είχαν  πυρπολήσει ένα πλοίο τους ( δίκροτο) στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου 1821. Μεταξύ αυτών που σώθηκαν από την σφαγή, ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης καθώς και ο πατέρας του Νικόλαος. Κατέφυγαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχτηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις. Ο Δημήτριος υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Οπλαρχηγού Θάνου και κατόπιν – κατά την άλωση του Παλαμηδιού – υπό τον Στάϊκο Σταϊκόπουλο ως Ενωμοτάρχης. Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης μαζί με τον πατέρα του Νικόλαο, είναι εκείνοι που σχεδίασαν και υλοποίησαν- με την έγκριση του Σταϊκόπουλου- το σχέδιο της εκπόρθησης του Παλαμηδιού, την παραμονή του Αγίου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου 1822 ].

 

Μια άγνωστη αναφορά του

Ακολουθεί το κείμενο του Δικηγόρου- Συγγραφέα Τάκη Α. Σαλκιτζόγλου. 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σώζεται μια αίτηση – αναφορά του Δημητρίου Μοσχονησιώτη, που πρωτοστάτησε μαζί με το Στάϊκο Σταϊκόπουλο κατά τις ιστορικές ώρες της άλωσης του Παλαμηδιού. Είναι γραμμένη στις 15 Μαρτίου 1825 από άτομο γραμματισμένο, που γνωρίζει καλά τα ελληνικά. Φέρει όμως την ιδιόχει­ρη υπογραφή του ίδιου του Μοσχονησιώτη, που προτάσσει μάλιστα με σεμνότητα στα χαραγμένα με έκδηλο κόπο ανορθόγραφα κολλυβογράμματα της υπογραφής του τις λέξεις «δουλουσας ταπηνως» (δούλος σας ταπεινός), ανορθόγραφο κι αυτό αλλά αυθόρμητο δείγμα της ευπείθειάς του προς τις Αρχές. Το κείμενο της αίτησης αυτής (που έρχεται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότη­τας και παρατίθεται σε φωτοτυπία) έχει ως εξής: 

Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν

Ο υποσημειούμενος ηγωνίσθην με όλην μου την δυνατήν προθυμίαν εις τον υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος ιερόν αγώνα, δια διάστημα τριών ήδη χρόνων, υπό διαφόρους. Κατά το 1822 μετά του μακαρίτου κυρίου Θάνου εις διάστημα 7 μηνών, χωρίς να λάβω κανένα μισθόν, εσυντρόφευσα τον ρηθέντα εξ Άργους εις τα πλοία και εγώ διέμενα πολεμών κατά των εχθρών, έως ού ούτοι κατεδιώχθησαν. Μετά ταύτα συνενώθην μετά του καπετάν Στάϊκου Σταϊκόπουλου, υπό την οδηγίαν του οποίου εδούλευσα ένδεκα μήνας, χωρίς ποτέ να λάβω ούδ ‘ οβολόν.

Ότε δε έγινε η έφοδος Παλαμηδιού, εγώ πρώτος πηδήσας ένδον του τείχους, εγώ πρώτος και μόνος εμβήκα εις όλας τας δάπιας, και αναβαίνων την κλίμακα και με τα εργαλεία ανά χείρας ήνοιγα τας θύρας και εισήρχοντο οι λοιποί (ως φαίνεται από το εσώκλειστον αποδεικτικόν και καθώς ημπορούν και όλοι όσοι τότε εις την έφοδον παρήσαν). Μετά δε την έφοδον, μ ‘ όλον ότι ο καπετάν Στάϊκος κατά την στιγμήν ενώ είμεθα πλησίον εις τα τείχη του Παλαμηδίον μου υπεσχέθη επί παρρη­σία όλων των συντρόφων εάν έμβω πρώτος να μου δίδη αμοιβήν του κινδύνου τα ίδια του τα όπλα και τας πιστόλας του, πέντε μερίδια από τα λάφυρα του Παλαμη­διού και χίλια γρόσια δώρον, μ’ όλον τούτο αφού εμβήκαμεν μέσα εις το Παλαμήδι δεν έλαβα ειμή μόνον δια τον εαυτόν μου και τους δέκα συντρόφους μου γρόσια 101 και 25.

Αλλ’ όταν του εζητούσα το δώρον μου, μού έλεγε συχνά ότι η Διοίκησις θέλει γνωρίσει τους κόπους μου και θέλει με επιβραβεύσει. Ήδη λοιπόν όπου δεν έχω άλλον πόρον πλέον τροφής, λαμβάνω το θάρρος να αναγγείλω  ταύτα εις την Σεβαστήν Διοίκησιν και να την παρακαλέσω να γνωρίση τα δίκαια μου και τους αγώνας μου και να συγκατάνευση εις το να προνοήση και δι’ εμέ πόρον τινα, δι’ ού να ημπορώ να θρέψω εμαυτόν και την οικογένειάν μου. Ομοίως να με τιμήση και με ένα ανάλογον βαθμόν αξιώματος των εκδουλεύσεων όπου έκαμα και κινδύνων όπου υπέφερα.

 Ων δ’ ευελπις επί των αιτήσεών μου, μένω ευσεβάστως

Τη 15 Μαρτίου 1825                   ο ευπειθής πατριώτης

Ναύπλιον                                 δουλουσας ταπηνως   δημητριως μωσχουνησοτης

  

Ενυπόγραφη αναφορά του Δημ. Μοσχονησιώτη

Στην οπισθία όψη της αιτήσεως υπάρχει ο αριθμός 982 και αναγράφεται το όνομα Δ. Μοσχονησιώτης με την εξής επισημείωση, γραμμένη από άλλο χέρι: «Το υπουργείον του Πολέμου να εξετάση και να αναφέρη, 19 Μαρτίου 1825, Ναύπλιον, 5135, ο προσ (ωρινός) Γεν. Γραμμ. (υπογραφή δυσανάγνωστος)». Οι αριθμοί 982 και 5135 σχετίζονται μάλλον με το πρωτόκολλο.

Η αίτηση είναι γραμμένη από εγγράμματο γραφέα, πολύ καλό γνώστη της ελλη­νικής, που απέδωσε με την πέννα του όσα θα του εξέθεσε ο ίδιος ο Μοσχονησιώτης. Ίσως μάλιστα ο γραφέας να ήταν κάποιος συμπατριώτης του, που θα είχε φοιτήσει στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών, με δασκάλους τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και τον Θεόφιλο Καΐρη, και τα σωστά ελληνικά του τον είχαν οδηγήσει, πρόσφυγα τώρα και τον ίδιο, να βγάζει το ψωμί του ως αναφορογράφος μέσα στο Ναύπλιο.

Όσο για τον ίδιο τον αγράμματο αγωνιστή, η ίδια η υπογραφή του, εκτός από τα αναπόφευκτα ορθογραφικά του λάθη, τη διακοπή της συνέχειας της γραφής σε α­προσδόκητο σημείο (στην επάνω σειρά γράφει δημη και στην κάτω -τριως), την αυτόβουλη έκφραση υποταγής (δουλουσας ταπηνως), αποπνέει τον κόπο και την προσπάθεια που φαίνεται πως κατέβαλε για να καταφέρει να την βάλει επιτέλους πάνω στο χαρτί. Η γραφή του αγνοεί την ύπαρξη των κεφαλαίων γραμμάτων και είναι καθαρά φωνητική, φέρει δηλαδή έκδηλα τα φαινόμενα του λεσβιακού γλωσσικού ιδιώματος των Κυδωνιών, όπου το όμικρον εκτείνεται σε ου (δούλους, μωσχουνησότης). Είναι γνωστό πως οι Αϊβαλιώτες και οι Μοσχονησιώτες ήταν στην πλειοψηφία τους Μυτιληνιοί, που από τη γειτονική Λέσβο άρχισαν να εγκαθίστα­νται στις Κυδωνιές (ή Αϊβαλί) περί τα μέσα του 16ου αιώνα.

Δεν είναι γνωστή η απάντηση της Σεβαστής Διοίκησης, ούτε και διαθέτουμε άλλες πληροφορίες για την περαιτέρω τύχη του Δημ. Μοσχονησιώτη. Στις κατα­στάσεις των αγωνιστών που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Μητρώο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης αναφέρεται και κάποιος άλλος Μο­σχονησιώτης Δημήτριος ο οποίος αγωνίσθηκε υπό τον καπετάνιο Παντελή Ποριώ­τη, δεν είναι όμως βέβαιο αν είναι ο ίδιος ο ήρωας του Παλαμηδιού ή αν πρόκειται περί συνωνυμίας.*

Τα γεγονότα της Άλωσης του Παλαμηδιού είναι γνωστά από τους ιστοριογράφους της Επανάστασης, ιδιαίτερα από τον Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδη και από τη διεξοδική μονογραφία του Πάνου Λιαλιάτση που δημοσιεύθηκε προσφάτως σε οκτώ συνέ­χειες σε ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών. Όλοι τονίζουν την αποφασιστική συμβολή του Αϊβαλιώτη αγωνιστή Δημητρίου Μοσχονησιώτη, ο οποίος προθυ­μοποιήθηκε να ανέβει πρώτος στα τείχη, υπερπήδησε τις επάλξεις, όρμησε πρώ­τος και μόνος μέσα στο κάστρο και με το θάρρος και την άφοβη παλικαριά του εξουδετέρωσε την τουρκική φρουρά. Αμέσως έδωσε το σύνθημα στους Έλληνες που ακολουθούσαν για να εφορμήσουν κι αυτοί και να ολοκληρώσουν την άλωση του Παλαμηδιού.

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης είχε συλλάβει την προηγούμενη νύχτα δυο Αλβα­νούς και μια γυναίκα, που είχαν βγει από το Παλαμήδι και μάζευαν χόρτα έξω από το κάστρο. Τους οδήγησε αμέσως στο Στ. Σταϊκόπουλο, στον οποίον αυτοί αποκά­λυψαν ότι οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από το φρούριο, εξουθενωμέ­νοι από την πολιορκία και την έλλειψη τροφής.

« Ο Α. Μοσχονησιώτης, σίγουρος ότι οι Αρβανίτες είπαν την αλήθεια» γράφει ο Πάνος Λιαλιάτσης «παρακίνησε τον Σταϊκόπουλο να πάρει την απόφαση για το ρε­σάλτο. Για να πείσει αυτόν και τους άλλους καπεταναίους ότι οι πληροφοριοδότες είπαν την αλήθεια, δέχθηκε πρώτος αυτός ν’ ανεβεί με σκάλα τα τείχη της Γιουρούς ντάπιας και, αν οι στρατιώτες που ήταν κοντά της ακούσουν πυροβολισμό, να κατα­λάβουν ότι σκοτώθηκε. Αν ακούσουν μόνο φωνές να καταλάβουν ότι πιάστηκε, οπότε να φύγουν και να τιμωρήσουν αυστηρά τους δυο Αρβανίτες… Στην περίπτωση όμως που θα βρει τον προμαχώνα αφρούρητο αμέσως θα τους ειδοποιήσει ν’ ανεβούν κι αυτοί στα τείχη».

Όταν έφτασε η ώρα του ρεσάλτου ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, πατώντας σε μια σκάλα που είχαν κουβαλήσει οι πολιορκητές, έκανε το σταυρό του και πήδηξε μέσα στη ντάπια, άρπαξε αιφνιδιαστικά τον Τούρκο φρουρό, τον αδρανοποίησε, μάζεψε όλα τα όπλα που υπήρχαν μέσα στο φυλάκιο και κάλεσε τα άλλα παλικάρια που περίμεναν από κάτω να ανέβουν κι’ αυτά γρήγορα στο τείχος. Αφού ολοκληρώ­θηκε η κατάληψη της Γιουρούς ντάπιας, κουβάλησαν τη σκάλα στη διπλανή Καρά ντάπια, όπου πάλι ο Μοσχονησιώτης με τον ίδιο τρόπο πήδηξε πρώτος μέσα από τα τείχη και πάλι με τον ίδιο τρόπο την κυρίευσε, ειδοποιώντας τους Έλληνες να ορμή­σουν μέσα. Σε λίγο όλες οι ντάπιες κυριεύθηκαν και το άπαρτο Παλαμήδι έπεσε. Ήταν ξημερώματα της 30 Νοεμβρίου 1822. Η απελευθέρωση και του Ναυπλίου ήταν πια εύκολη υπόθεση.

Πέρασαν δυόμιση σχεδόν χρόνια. Το Έθνος αγωνιζόταν να ολοκληρώσει κι’ αυτό την απελευθέρωση του, που ήταν υπόθεση ολοκλήρου του ελληνισμού. Στις τάξεις των αγωνιστών δεν έσπευσαν να καταταγούν μόνο Ελλαδίτες (Μωραΐτες, Ρουμε­λιώτες, Σουλιώτες, Αιγαιοπελαγίτες κ.α.) αλλά και Έλληνες του Μείζονος Ελληνι­σμού, της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Κύπρου, ακόμα και Μανιάτες της Κορσικής.

Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που καταγόταν από το Αϊβαλί, τις ελληνικότατες Κυδωνιές της Μικράς Ασίας. Σίγουρα θα ήρθε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή και την πυρπόληση της πατρίδας του από τους Τούρκους που έγινε στις 3 Ιουνίου 1821. Τότε που ολόκληρος ο ελληνικός πληθυ­σμός των Κυδωνιών σφαζόμενος, διωκόμενος και όχι απλώς «συνωστιζόμενος» (κατά μία μοντέρνα έκφραση) έτρεχε να σωθεί και να προλάβει να μπει στα καράβια του Τομπάζη και του Μιαούλη, που τον οδήγησαν στα Ψαρά και στα άλλα νησιά του Αιγαίου. Αμέτρητοι ήταν όσοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα, ενώ περισσό­τεροι από 30.000 ήταν οι Κυδωνιάτες και Μοσχονήσιοι πρόσφυγες που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πατρίδα τους ερημώθηκε και έμεινε για αρκετά χρόνια ακατοίκητη. Όσοι γλίτωσαν τη σφαγή έβλεπαν από τα καράβια μια ολόκλη­ρη πόλη, την πόλη τους, να πυρπολείται και τα σπίτια τους, τα σχολεία και τις εκ­κλησίες τους να καπνίζουν σε ερείπια.

Από τους Αϊβαλιώτες που έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα, κατατάχθηκαν στα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα αλλά και στον τακτικό στρατό. Ο αριθμός των αγωνιστών από τις Κυδωνιές δεν έχει υπολο­γισθεί με ακρίβεια, είναι βέβαιο όμως ότι ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες. Από σχετική έρευνα στα Μητρώα Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τα Γενικά Αρ­χεία του Κράτους (Αρχείο Αγώνος, Συλλογή Βλαχογιάννη), τα Αρχεία της Ιστορι­κής και Εθνολογικής Εταιρείας και από άλλες πηγές προβάλλουν τα ονόματα σω­ρείας Αϊβαλιωτών αγωνιστών.

Αναφέρουμε εδώ μερικούς, όπως οι πέντε ηρωικοί αδελφοί Πίσσα (Αθανάσιος, Δημήτριος, Ευστράτιος, Νικόλαος και Παναγιώτης από τους οποίου οι δυο τελευταίοι πρόσφεραν την ίδια τη ζωή τους στον Αγώνα)**, οι Άγγελος Ζωντανός και Μανουήλ Αμμανίτης που έπεσαν ηρωικά στη μάχη του Πέτα, ο Χατζη-Αποστόλης ο οποίος οδηγούσε δικό του σώμα από 80 Αϊβαλιώτες που εμάχοντο υπό τον Γιατράκο, ο Δημ. Καπαντάρος που επικεφαλής 300 συμπα­τριωτών του πολέμησε στο Άργος τον Δράμαλη, οι Γεώργιος Σεϊταρής, Γεώργιος Γεωργίτσας, ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, που επικεφαλής σώματος 50 συμπατριω­τών του έλαβε μέρος στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς***, οι Στρατής Αϊβαλώτης – Λαχανάς, Γαβριήλ Αμμανίτης, Στυλιανός Γονατάς (πρόγονος του ο­μώνυμου στρατηγού της Επανάστασης του 1922), και Δημ. Σαλτέλης, ο Ιωάννης Σαλτέλης που βρήκε ένδοξο τέλος στα Ψαρά, ανατινάζοντας την πυριτιδαποθήκη και παρασύροντας στο θάνατο μαζί με τους συμπολεμιστές του και πολλούς Τούρ­κους, ο Νικόλαος Σκορδομπέκης, ο Δημήτριος Τζίτζιρας, που σκοτώθηκε εφορμώ­ντας και αυτός πρώτος στην πολιορκουμένη Ακρόπολη των Αθηνών, οι 100 Αϊβαλιώτες που ανήκαν στο σώμα του Κριεζώτη και υπεράσπιζαν την Ακρόπολη των Αθηνών από τον Κιουταχή, και τόσοι άλλοι που θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να αναφέρει κανείς τα ονόματα και τη δράση τους.

Όλοι αυτοί (οι Κυδωνιάτες) πολέμησαν στον τακτικό στρατό ή σε ομάδες συ­μπατριωτών τους (μπουλούκια), συνήθως υπό την αρχηγία ενός συμπατριώτη τους, αλλά υπό την γενική ηγεσία στρατηγών όπως οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χα­τζηχρήστος, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Ιωάννης Νοταράς, Καραϊσκάκης, Μακρυ­γιάννης, Ιω. Γκούρας κ.α.

Ανάμεσα στους ανώνυμους αυτούς αγωνιστές ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που θα είχε ασφαλώς λάβει μέρος σε αρκετές μάχες, αφού κατά την άλωση του Παλαμηδιού αριθμούσε ήδη 18 μήνες στον ιερό Αγώνα, από την αρχή δηλαδή της Επανάστασης μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1822.

Όλοι αυτοί δεν αγωνίζονταν μόνο για την Ελλάδα. Αγωνίζονταν παράλληλα και για την επιβίωση των μελών των οικογενειών τους, που περιφέρονταν στη μητέρα πατρίδα ανέστιοι και πένητες, ρακένδυτοι και μονοσάνδαλοι, και έφτα­σαν στο σημείο ακόμα και να επαιτούν, όπως η παλιά αρχόντισσα των Κυδωνιών Πανωραία Χατζηκώστα, που κατάντησε να την αποκαλούν στο Ναύπλιο Ψωροκώσταινα. Ούτε περιουσίες ή χωράφια είχαν στην Ελλάδα, ούτε σπίτια (πολλοί κατοικούσαν σε σπηλιές), ούτε συγγενείς για να τους συμπαρασταθούν. Η αιώνια μοίρα των προσφύγων.

Από την ανάγνωση του κειμένου της αιτήσεως του ηρωικού παλικαριού από τις Κυδωνιές, μπορεί κανείς να κάνει μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και να ο­δηγηθεί σε κάποιες σκέψεις. Κατ’ αρχάς η αίτηση ομιλεί περί «εσωκλείστου αποδει­κτικού», από το οποίο προκύπτει η αλήθεια των περιστατικών της άλωσης του κά­στρου και περί επιβεβαιωτικής μαρτυρίας όσων παρευρέθησαν την ιστορική εκείνη στιγμή κάτω από τα τείχη του Παλαμηδιού.

Το αποδεικτικό αυτό έγγραφο υπάρχει σε επίσημο αντίγραφο, υπογράφεται από τον Γενικό Αστυνόμο Ναυπλίου και φυλάσσεται κι’ αυτό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πρόκειται περί πιστοποιητικού που υπέγραψαν ο καπετάνιος του Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο αδελφός του Αθανάσιος Σταϊκόπουλος και δημοσιεύεται κι αυ­τό σήμερα.

Το κείμενο του έχει ως εξής:

Τη 3 Φεβρουαρίου 1823 εν Ναυπλίω

Ο το παρόν επιφέρων Μήτρος Μοσχονησιώτης Νικολάου Κυδωνιάτης εις την του Παλαμηδιού έφοδον επήδησεν πρώτος αυτός με μεγάλην ηρωικήν ανδρείαν τα τείχη, και πρώτος αυτός επήδησεν εις τας τάπιας, και εις παντοτινήν ένδειξιν της αρετής του, του εδώσαμεν το παρόν ενυπόγραφον, όπου παρρησιάζοντάς το εις την πατρίδα να λάβη τους καρπούς αναλόγως των αγώνων του, και υποσημειούμεθα

Στάικος Σταϊκόπουλος

Αθανάσιος Σταϊκόπουλος

Ότι ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου τη 4 Ιουλίου 1824,

Ναύπλιον ο Γενικός Αστυνόμος Ναυπλίου (Τ.Σ.) Ν. Ευαγγελίδης

Το πιστοποιητικό έγγραφο που βεβαιώνει το ανδραγάθημα του Δημ. Μοσχονησιώτη.

Μετά και από αυτό, οι ισχυρισμοί του Μοσχονησιώτη αποδεικνύονται βάσιμοι, αφού προκύπτει ότι αυτός αναρριχήθηκε όχι μόνο στις δυο πρώτες ντάπιες αλλά και στις υπόλοιπες, γεγονός που ανεβάζει ακόμα περισσότερο το δείκτη του ηρω­ισμού του.

Δεύτερο περιστατικό που επικαλείται ο Αϊβαλιώτης αγωνιστής είναι η δελεαστική προσφορά του Στ. Σταϊκόπουλου, που του έταξε όχι μόνο πενταπλάσια λάφυρα από όσα κανονικά θα εδικαιούτο, όχι μόνο το σημαντικό ποσό των χιλίων γροσίων, αλλά και τα ίδια τα άρματα του και τις πιστόλες του. Όλα αυτά τα υπεσχέθη ο καπετάνιος τη δραματική και κρίσιμη εκείνη στιγμή, που ο Μοσχονησιώτης αποφάσιζε να εφορμή­σει επάνω στα τείχη, πρώτος και μόνος αυτός, παίζοντας τη ζωή του «κορώνα-γράμματα».

Όλοι ξέρουμε πόσο ιερά ήταν για τους αγωνιστές του 21 τα όπλα και οι πιστό­λες τους, τα οποία δεν διανοούνταν ποτέ να τα αποχωριστούν. Αυτά ήταν το καμάρι τους και η απόδειξη της λεβεντιάς τους. Συνήθως ο καλά οπλισμένος αγωνιστής, ό­πως θα ήταν ένας καπετάνιος σαν τον Σταϊκόπουλο, που οδηγούσε πάνω από 300 άνδρες στις πολεμικές επιχειρήσεις, έφερε στη ζώνη ένα ζευγάρι πιστόλες, ένα γιατα­γάνι (παραξιφίδα) και πολλές φορές και μία σπάθη. Είχε ακόμη και μία ή δύο παλά­σκες. Όλα αυτά τα άρματα ήταν πολλές φορές ασημοκέντητα και μαλαμοστόλιστα, και είχαν συχνά κερδηθεί στο πεδίο της μάχης με ανδραγαθίες. Ο Σταϊκόπουλος υπο­σχέθηκε να τα προσφέρει ως «γέρας αΐδιον» στον παράτολμο Μικρασιάτη, αναγνωρί­ζοντας εκ προοιμίου το μέγεθος του κινδύνου που αναλάμβανε.

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο εκάλυπταν τις καθημερινές βιοτικές τους ανάγκες οι αγωνιστές του 21. Τα άτακτα σώματα των επαναστατών σχηματίζονταν γύρω από ένα καπετάνιο εγνωσμένης ικανότητος και πολεμικής ανδρείας, που περιστοιχιζόταν από ένα ρευστό αριθμό στρατιωτών, οι οποίοι τον αναγνώριζαν για αρχηγό τους και τον ακολουθούσαν. Τα έξοδα της καθη­μερινής διαβίωσης τους, τη μισθοδοσία και το λιτότατο σιτηρέσιο, τα έδινε ο ίδιος ο καπετάνιος, που τα εισέπραττε από την κυβέρνηση, σε όχι τακτικά διαστήματα και μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις. Οι ίδιοι οι αγωνιστές ήταν υποχρεωμένοι να έχουν και να συντηρούν τον ιματισμό τους, τα τσαρούχια τους και τα όπλα τους.

Τις περισσότερες φορές όμως η κυβέρνηση αδυνατούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Το μηνιαίο μισθό των στρατιωτών, που ανερχόταν σε 10 συνήθως γρόσια, αναγκάζονταν τότε οι καπεταναίοι να τον αντλούν φορολογώντας αυθαιρέ­τως τις κοινότητες, προκαλώντας έτσι συχνά τις αντιδράσεις των χωρικών, όπως συνέβη στην Αττική, όταν φρούραρχος των Αθηνών ήταν ο Γκούρας. Τα λάφυρα από τις μάχες και τις εκπορθήσεις των κάστρων ήταν μια οικονομική ανάσα για τους κακοπληρωμένους και στερημένους αγωνιστές. Μετά τη νικηφόρα μάχη ο κα­πετάνιος έπαιρνε ένα μεγάλο μερίδιο (κάποτε τα μισά από τα λάφυρα), υποχρεωνό­ταν όμως με αυτά να καλύπτει διάφορες ανάγκες του στρατεύματος του. Τα υπόλοι­πα τα μοίραζε στους άνδρες του ανάλογα με το βαθμό τους και την προσφορά τους.

Η φερεγγυότητα του καπετάνιου ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων του αυ­τών ήταν ουσιώδης λόγος για τη βιωσιμότητα του στρατιωτικού του σχηματισμού. Καπετάνιος που δεν εξασφάλιζε τη μισθοδοσία και δεν φρόντιζε τις ανάγκες των αν­δρών του, έβλεπε το ασκέρι του να φυλλορροεί και τα παλικάρια του να του φεύγουν για να ενταχθούν στα σώματα άλλων αρχηγών. Άλλωστε η έννοια της πειθαρχίας ήταν σχεδόν άγνωστη στα επαναστατικά στρατεύματα και η εγκατάλειψη ενός στρα­τιωτικού σχηματισμού δεν εθεωρείτο λιποταξία. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα στον τακτικό στρατό που δημιούργησε ο Δημ. Υψηλάντης στην Καλαμάτα από τις αρχές της Επανάστασης, με πρώτο διοικητή τον φιλέλληνα Μπαλέστρα.

Μετά από αυτά η πικρία του Μοσχονησιώτη για την παραγνώριση του ήταν δικαιο­λογημένη. Όχι μόνο δεν είχε πάρει τα λίγα γρόσια που έπρεπε να του δώσει ο άλλος καπετάνιος για τους 7 μήνες που είχε προηγουμένως αγωνιστεί με το ασκέρι του, αλλά και ο επόμενος καπετάνιος του, ο Σταϊκόπουλος, δεν του έδωσε ποτέ «ουδ’ οβολόν» για τους 11 μήνες που διατέλεσε υπαξιωματικός του. Συνάγουμε δε ότι ήταν υπαξιωματικός, διότι αναφέρει ότι αυτός και οι δέκα σύντροφοι του δεν εισέ­πραξαν από τα λάφυρα παρά μόνον 100 γρόσια (αν διαβάζουμε καλά το δυσανά­γνωστο αριθμό αυτό).

Οι δέκα αγωνιστές αποτελούσαν μια μάγκα (ενωμοτία) και ο επικεφαλής τους, ο μάγκατζης, ήταν ο Δημ. Μοσχονησιώτης, Όσο για τα υπόλοιπα που ο Σταϊκόπουλος γενναιόδωρα του είχε τάξει, φαίνεται, αν πιστέψουμε τον Μοσχονησιώτη, ότι αυτός ανέβαλε διαρκώς να εκπληρώσει τα υπεσχημένα και τον παρέπεμπε στην κυβέρνηση (τη Σεβαστή Διοίκηση), η οποία εκώφευε από τότε, όπως συχνά κωφεύει μέχρι σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις.

Απευθυνόμενος προς τη Σεβαστή Διοίκηση ο Μοσχονησιώτης, μετά την αποτυ­χία των διαβημάτων του προς τον Σταϊκόπουλο, δεν ζητάει παρά αορίστως κάποιο πόρο για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένεια του, η οποία Κύριος οίδε υπό ποίας συνθήκας θα ζούσε, ίσως μέσα στο ίδιο το Ναύπλιο. Τολμά μάλιστα να ζητάει και κάποιο βαθμό, που φαίνεται ότι μέχρι τότε οι αρμόδιοι του Υπουργείου Πολέ­μου της Επανάστασης είχαν ξεχάσει να του απονείμουν.

Η παράλειψη αυτή νομίζουμε ότι είναι σοβαρότερη. Οι βαθμοί απενέμοντο τότε αφειδώς και χωρίς να αντιπροσωπεύουν πάντα την αξία και την προσφορά του προαγόμενου. Κριτήριο της προαγωγής του αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε η αγωνιστική του δράση. Ήταν συχνά οι φιλικές σχέσεις του με τους στρατηγούς και τους αρμόδιους του Υπουργείου Πολέμου, οι πολιτικές και τοπικιστικές συμ­μαχίες, και βεβαίως η καταγωγή του από κάποια γνωστή οικογένεια κοτζαμπάσηδων ή πολεμαρχών.

Ο ατυχής Μοσχονησιώτης δεν θα είχε στο Ναύπλιο στηρίγματα πολιτικά ή στρατιωτικά, σαν πρόσφυγας και ετερόχθονας που ήταν, και φυσικό ήταν να τον αγνοούν στις αλλεπάλληλες και γενναιόδωρες προαγωγές στις οποίες αθρόως προ­έβαινε το Υπουργείο Πολέμου, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα σχετικά έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Χαρακτηριστικό της ευκολίας με την οποία απεδίδοντο οι βαθμοί είναι ότι, όταν ο Καποδίστριας επιθεώρησε τον τακτικό στρατό στα Μέθανα και παρατήρη­σε έκπληκτος ότι ο αριθμός των αξιωματικών του τακτικού στρατού ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους απλούς στρατιώτες, ο Φαβιέρος του απάντησε, και δικαί­ως, ότι «οι προαγωγές ήταν οι μόνες αμοιβές για τις εκδουλεύσεις των στρατιωτι­κών προς την πατρίδα, αφού τον περισσότερον καιρόν υπηρετούν αμισθί και χωρίς μάλιστα να καταπιέζουν τους αμάχους για να πορισθούν τροφές, χρήματα κ.λ.π.».****

Αν αυτά παρετηρούντο στον τακτικό στρατό που διοικούσε ο Φαβιέρος, στα άτακτα σώματα των καπεταναίων και των οπλαρχηγών η απονομή των βαθμών δεν ήταν πάντοτε υπόδειγμα αμεροληψίας.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής παρατηρεί τα εξής: «Τα διπλώματα κατ’ εκείνην την εποχήν εδόθησαν με τόσην αφθονίαν χωρίς τινός διακρίσεως, ώστε κατήντησε το έθνος να έχη υπέρ τας 12 χιλιάδας αξιωματικούς, εκ των οποίων πολλοί προεβιβάσθησαν εις βαθμούς στρατηγίας, αντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, υποχιλιαρχίας μέχρι εικοσιπενταρχίας, χωρίς ποτέ να ρίψωσιν ουδέ καν ένα τουφέκι εις τας κατ’ εχθρών γενομένας μάχας».

Για τις αθρόες απονομές βαθμών ευθύνονται βεβαίως ο φατριασμός, ο παραγοντισμός και οι τοπικιστικές προτιμήσεις, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά ο Μάρκος Μπότσαρης όταν, την παραμονή της μάχης στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, όπου σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος, έσχισε επιδεικτικά το δίπλωμα του στρατηγού. Χαρα­κτηριστικό της κατάχρησης απονομής βαθμών είναι ότι μόνο τα ονόματα των Μανια­τών στρατηγών και αντιστράτηγων ξεπερνούσαν συνολικά τους σαράντα! Φυσικό ήταν λοιπόν να αισθάνεται πικρία και παραγκωνισμό ο ήρωας του Παλαμηδιού.

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που ήρθε από το κατεστραμμένο Αϊβαλί να αγωνι­στεί για την Ελλάδα, μάταια περίμενε δυόμιση χρόνια, από τον καπετάνιο του πρώ­τα κι’ από την επαναστατική κυβέρνηση ύστερα, να αναγνωρίσουν (να «γνωρίσουν» όπως γράφει η αναφορά του) το ηρωικό του τόλμημα, να τηρήσουν τουλάχιστον τα υπεσχημένα. Μετά από την αίτηση – αναφορά που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου 1825 τα αβέβαια ίχνη του χάνονται.

Το Ναύπλιο που αναπνέει την ελευθερία του εδώ και σχεδόν δυο αιώνες μετά την άλωση του Παλαμηδιού, ετίμησε δικαίως, τον Στάικο Σταϊκόπουλο με το άγαλ­μα που του έστησε στην ομώνυμη πλατεία του.

Δεν ξέχασε όμως ούτε τον Δημήτριο Μοσχονησιώτη, στον οποίο έχει αφιερώσει μια οδό στο όνομα του, ενώ μια εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα επάνω στο Παλα­μήδι, παρά το σφάλμα του μικρού του ονόματος (τον αποκαλεί Νικόλαο αντί Δημή­τριο) θα υπενθυμίζει πάντα το ηρωικό κατόρθωμα του παλικαριού από τις Κυδωνι­ές της Μικράς Ασίας.

  

Υποσημειώσεις


 

* Οι συνωνυμίες είναι πολλές στις καταστάσεις των Μικρασιατών αγωνιστών. Τούτο διότι πολλοί απεκαλούντο με επίθετο πατριδωνυμικό που εξελισσόταν σε επώνυμο. Έτσι απαν­τάται συχνότατα το επίθετο Αϊβαλιώτης ή Κυδωνιάτης, Σμυρναίος, Περγάμαλης, Κουσαντιανός (από το Κουσάντασι), Τραπεζανλής (από την Τραπεζούντα) κ.λ.π. Με το επίθετο Μοσχονησιώτης υπάρχουν αρκετοί αγωνιστές, που το επίθετο τους μαρτυρεί το γεγονός ότι ήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα από τα Μοσχονήσια, συστάδα μικρών νήσων που βρίσκονταν μπροστά από το λιμάνι των Κυδωνιών (αρχαία Εκατόννησος). Με το μικρό όμως όνομα Δημήτριος και με επίθετο Μοσχονησιότης ο γράφων μόνο δύο αγωνιστές κατόρθωσε να εντοπίσει.

** Από τους πέντε αδελφούς Πίσσα οι Νικόλαος και Παναγιώτης έπεσαν μαχόμενοι, ο μεν Νικόλαος αγωνιζόμενος κατά του Δράμαλη στα 1822, ο δε Παναγιώτης στην εκστρατεία της Καρύστου το 1826. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ηρωικό εγχείρημα διάσπασης της πο­λιορκίας και ανεφοδιασμού με πυρομαχικά των πολιορκουμένων στην Ακρόπολη των Α­θηνών στις 30/11/1826 ο επικεφαλής του ενός από τα τρία τάγματα Αϊβαλιώτης Ευστρά­τιος Πίσσας είχε συμπεριλάβει και τους δύο άλλους μόνους επιζώντας αδελφούς του, τον Αθανάσιο και τον Δημήτριο στη δύναμη του τάγματος του. Ο Φαβιέρος έκπληκτος τον κάλεσε να εξαιρέσει έναν, τον μικρότερο. «Πρέπει», του είπε, «τουλάχιστον αυτός, να μη μετάσχει στο παρακινδυνευμένο τόλμημα, ώστε να μείνει κάποιος γιος για να περιθάλπει τους γέροντες γονείς σας». Κανένας όμως δεν δέχθηκε να αποχωρήσει! (Παρασκευαΐδη Φ ι λ. Επικήδειος εις τον Ευστράτιον Πίσσαν, Εφημ. Ακρόπολις της 3/1/1885).

*** Επέδειξε τέτοια αγριότητα κατά των Τούρκων στην άλωση της πόλης αυτής, ώστε περιέπε­σε στη δυσμένεια του Δημ. Υψηλάντη (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου, λήμμα Αϊβαλιώτης Κων/ νος).   

**** Β υ ζ ά ν τ ι ο ς Χ p., ο.π., σελ. 155 . – Δείγμα της κατάστασης αυτής μας δίνει και ο τότε ταγματάρχης του τακτικού στρατού Ευστρ. Πίσσας «Μετά την εις Μέθανα άφιξίν μας ….ήσχολήθην κατά χρέος εις την κατάλληλον τοποθέτησιν των διαφόρων λόχων , την εξάσκησιν αυτών δις της ημέρας και εις διατήρησιν της αυστηροτέρας πειθαρχίας, καίτοι μη λαμβανό­ντων των στρατιωτών ούτε μισθούς, ούτε σιτηρέσιον, ειμή μόνον ξηρόν άρτον». Πίσσα Ευστρατίου., Απομνημονεύματα, (στα Άπαντα των Γ.Α.Κ., τόμ. 14-15 του Διαμαντή Κωνστ., Αθήναι 1992, σελ. 272).

  

Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου

Δικηγόρος – Συγγραφέας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Σταϊκόπουλος Στάϊκος (1798-1835)


 

Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος

Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος

Ο ήρωας του Παλαμηδιού γεννήθηκε το 1798 στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Ο Πατέρας του Παναγιωτάκης ήταν κρεοπώλης ενώ ο ίδιος δερματέμπορος.

 Το 1818 πήγε στην Ύδρα όπου ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση επεξεργασίας και εμπορίας δερμάτων. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Σπηλιωτόπουλο. Όταν ξεκίνησε η επανάσταση πήρε πρώτος τα όπλα και επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, έσπευσε στο Άργος και έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά του Κεχαγιάμπεη. Την παραμονή του Αγίου Ανδρέα στις 29 Νοεμβρίου του 1822, η νύχτα ήταν ασέληνη και ο θεός έριχνε ασταμάτητα. Οι Τούρκοι είχαν κατέβει από το Παλαμήδι στο Ναύπλιο για να συσκεφθούν μετά από δίχρονη πολιορκία, για την απάντηση που θα έδιναν στην επιστολή του Γέρου του Μοριά, για να φύγουν ελεύθεροι και να σωθούν.

Ο Στάϊκος που βρισκόταν στην Άρια, δεν έχασε την ευκαιρία. Στήνοντας σκάλες στα βράχια του άπαρτου Κάστρου του Παλαμηδίου, άρχισε το ανέβασμα ύψους 216 μέτρων. Πρώτος φθάνει στη «Γιουρούς Τάπια» ο Μοσχονησιώτης μαζί με τον Θανάση Σταϊκόπουλο.* Μαζί τους ο Αγιορίτης καλόγερος Παφούντιος, ο Αργίτης Βιολιστής Πορτοκάλης και άλλα παλικάρια. Το κάστρο πάρθηκε εκείνη τη νύχτα. Και ήταν το κάστρο αυτό, από τα πιο τρανά της ανατολικής Μεσογείου. Η προσωρινή διοίκηση, τιμώντας τον για τα κατορθώματά του, τον προβίβασε από Χιλίαρχο, στον ανώτερο βαθμό του Στρατηγού. Ήταν κάτι που πολλούς πείραξε και ενόχλησε. Ο ίδιος ούτε σπίτι δεν δέχθηκε να πάρει από τα τόσα που άδειασαν τότε, από τη φυγή των Τούρκων.

Στάϊκος Σταϊκόπουλος, λιθογραφία Giovanni Boggi, 1825.

Στάϊκος Σταϊκόπουλος, λιθογραφία Giovanni Boggi, 1825.

Τον Απρίλιο του 1823 έλαβε μέρος στην Β΄ Εθνική Συνέλευση του Άστρους, όπου και υπέγραψε την καταληκτήρια διακήρυξη με το νέο του αξίωμα: Στρατηγός Στάϊκος Σταϊκόπουλος. Λίγο αργότερα, με διαταγή του Εκτελεστικού, στάλθηκε στην πολιορκία του Κάστρου του Ακροκορίνθου. Σαν έμπειρος πολεμιστής που ήταν ο ένδοξος Στρατηγός, τούτο το κάστρο ήταν το δεύτερο που έπεφτε μετά την επιμονή του ήρωα Στάϊκου Σταϊκόπουλου. Στις 26 Οκτωβρίου 1823, έγινε η παράδοσή του. Τότε, υπερασπιζόμενος τα παλικάρια του, ζήτησε από τον Γέρο το μερδικό των παλικαριών του. Ο Γέρος αντέδρασε και τότε, ο  Στάϊκος, πέταξε στον Γέρο τον αρραβώνα που είχε κάνει με την ανιψιά του. Ο Γέρος τον αποκάλεσε παράφρονα. Το δίκιο όμως του Στάϊκου τον έπνιγε.

Λίγο αργότερα, μετά από προτροπή του φίλου και συμπατριώτη του Σπηλιωτόπουλου, παντρεύτηκε την κόρη του προέδρου της Αλωνίσταινας, Παν. Δημητρακόπουλου την Κατερίνα, όπου μαζί της απέκτησε μια κόρη, δίνοντάς της το όνομα της μητέρας του Ζαχαρούλας. Την πάντρεψε με τον Νικόλαο Ζατζηπανάγου από την Πρόνοια. Η Κυβέρνηση, το 1842 την  προίκισε  με γη αξίας  3.500 δραχμών. Μετά την άφιξη του Όθωνα, παρέμεινε στο στράτευμα με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.

Δυστυχώς, ο ήρωας της επανάστασης είχε τραγικό τέλος. Αρρώστησε από βαριά μελαγχολία η οποία το 1833 τον οδήγησε στην τρέλα. Η ζωή του κατάντησε αφόρητη. Για να ζήσει άρχισε να επαιτεί. Επειδή εκφραζόταν άσχημα κατά των Βαυαρών, τελικά τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στα υπόγεια του Βουλευτικού, με την δικαιολογία του μαινόμενου και ταραξία. Οι κακουχίες και η έλλειψη στοιχειώδους επιμέλειας και φροντίδας, έφθειραν την υγεία του αγωνιστή και την 21 Φεβρουαρίου του 1835 πέθανε, φέροντας τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.

 

Επειδή πέθανε πάμπτωχος, φίλοι και συγγενείς έκαναν έρανο για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας. Αλλά οι Προεστοί της πόλης του Ναυπλίου, ανέλαβαν αυτοί κάθε δαπάνη με αποτέλεσμα ο άτυχος ήρωας να κηδευτεί με μεγαλοπρέπεια, παρουσία όλων των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών του τόπου. Ο δε διάκονος και λόγιος Ευγένιος Διογενίδης τον αποχαιρέτισε με ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο λόγο.

 

  

 

Υποσημείωση

 

  

* Αθανάσιος Σταϊκόπουλος

Ο Α. Σταϊκόπουλος ήταν αδελφός του Στάϊκου Σταϊκόπουλου από την Ζάτουνα Γορτυνίας. Πριν την επανάσταση του 21 ήταν μαζί με τον αδελφό του και αυτός έμπορος δερμάτων στην Ύδρα. Όταν άρχισε η επανάσταση ακολούθησε τον Στάϊκο σε όλες τις επιχειρήσεις. Ήταν από τους αρχηγούς της πολιορκίας του Ναυπλίου και συμμετείχε στην άλωση του Παλαμηδίου (1822), όπως και στην πολιορκία Ακροκορίνθου (1823). Τον Ιανουάριο του 1833 έγινε ταγματάρχης.

 

  

Πηγή

 

  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »