Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες – Δημήτρης Μαλέσης
Η μορφή και ο τρόπος οργάνωσης ενός στρατεύματος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου -ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πολυετής – συνιστά ένα ουσιώδες ζήτημα, από το όποιο εξαρτάται εν πολλοίς και η αίσια έκβασή του. Για την ελληνική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, του Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 το πρόβλημα τέθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή και αποτέλεσε βασικό αίτιο για να διατυπωθούν διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις, να εκδηλωθούν έριδες αλλά και να προκαλέσουν εμφύλιες ρήξεις, οι όποιες θα δοκιμάσουν με τη σειρά τους τα όρια και τις αντοχές της επαναστατικής προσπάθειας.
Για τους Έλληνες το πρόπλασμα για τον στρατιωτικό μηχανισμό υπήρξε ασφαλώς η προεπαναστατική κλεφταρματολική παράδοση.[1] Ήταν αναμενόμενο οι άνδρες εκείνοι που στελέχωναν τις συγκεκριμένες ομάδες στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο επί δεκαετίες να επωμισθούν το κύριο βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή. Και αν το πρώτο διάστημα της Επανάστασης χαρακτηριζόταν περισσότερο από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό, η μακροχρόνια προοπτική των πολεμικών επιχειρήσεων έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της λυσιτελέστερης οργάνωσης του στρατιωτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερου.
Επικεφαλής των πρώτων ομάδων, των «μπουλουκιών» όπως αποκαλούνταν σε πολλές περιπτώσεις, θα τεθούν εκείνοι που κατείχαν ήδη ηγετικές θέσεις μεταξύ των ενόπλων ομάδων του κλεφταρματολισμού, άνδρες με αδιαμφισβήτητο κύρος και συνακόλουθη αποδοχή μεταξύ των ενόπλων. Οι καπετάνιοι αυτοί θα αποτελέσουν μαζί με τα στελέχη της προυχοντικής παραδοσιακής ολιγαρχίας την ηγέτιδα τάξη του επαναστατικού Αγώνα, με ρόλο πρωταγωνιστικό και συνήθως μεταξύ τους ανταγωνιστικό.
Ο ανταγωνισμός αυτός προέκυψε αναπόφευκτα από τη στιγμή που η διαφαινόμενη εθνική απελευθέρωση έθεσε ισχυρά διλήμματα ως προς τον τρόπο και τη δομή που θα έπαιρνε το υπό διαμόρφωση κράτος. Έτσι το ζήτημα τέθηκε επί του εξής καίριου ζητήματος: άτακτος στρατός ή σύσταση και οργάνωση εξ ύπαρχης τακτικού. Στην πρώτη περίπτωση θα διατηρούνταν τα ένοπλα σώματα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί σύμφωνα με την κλεφταρματολική παράδοση, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς που αναγνώριζε κάθε ομάδα, ενώ στη δεύτερη όλοι οι πολεμιστές θα υπάγονταν σε μία κεντρική εξουσιαστική Αρχή, η οποία θα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ως προς όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν την ιεραρχία και τον ρόλο των διαφόρων σωμάτων. Κάθε ένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα προϋπέθετε ταυτόχρονα και μία διαφορετική κρατική οντότητα. Το πρώτο ενδεχόμενο ισοδυναμούσε με διατήρηση και αναπαραγωγή των αποκεντρωμένων υφιστάμενων δομών, στην κορυφή των οποίων είχαν εδραιωθεί οι πρόκριτοι, ενώ στο δεύτερο η μία και ενιαία αδιαίρετη εξουσία παρέπεμπε σε συγκεντρωτικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού, για την εποχή, τύπου.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να σκιαγραφήσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύσταση και την οργάνωση τακτικού στρατού, να παρουσιαστούν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής και, κυρίως, να ερμηνευθούν οι λόγοι για τους οποίους το όλο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υλοποιηθεί.
Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού συνδέεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από την πρώτη στιγμή που αφίχθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1821. Προερχόμενος από τις τάξεις του ρωσικού στρατού ο Έλληνας πρίγκιπας τη μόνη στρατιωτική οργάνωση που γνώριζε αφορούσε αυτήν του τακτικού, του απολύτως πειθαρχημένου στην εκάστοτε τεταγμένη ηγεσία.
Μάλιστα, η άφιξή του συνοδεύτηκε από ένα σώμα 300 περίπου εθελοντών Ελλήνων, προερχόμενων από περιοχές όπου δεν μπορούσαν να σημειωθούν στρατιωτικές επιτυχίες και να εδραιωθεί επαναστατικό κλίμα, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Μικρά Ασία. «Θερμός ζηλωτής»[2] του τακτικού στρατού ο Υψηλάντης έδωσε τέτοια χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο σώμα, όπως ομοιόμορφη στολή, ιεραρχία και μισθό, με βάση τα οικονομικά που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία.[3] Με τη συμμετοχή του σε κάποιες επιχειρήσεις της Πελοποννήσου κατά τους πρώτους μήνες το συγκεκριμένο σώμα εξάντλησε όλη τη δραστηριότητά του.
Η εκτεταμένη αταξία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και της άλωσης της Τριπολιτσάς αποτελούσε ικανή απόδειξη για να κατανοήσει ο Υψηλάντης ότι οι δυσκολίες που είχε να υπερβεί για να υλοποιήσει τα σχέδιά του κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν. (περισσότερα…)