Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Τέμενος’

Βουλευτικό – Πότε χτίστηκε το μεγάλο Τζαμί «Βουλευτικό» στο Ναύπλιο


 

Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Τουρκοκρατίας στην παλιά πόλη του Ναυπλίου είναι το μεγάλο τζαμί με το μοναδικό τριώροφο Μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο) κτισμένο στα νότια πλευρά του. Το τζαμί αυτό είναι γνωστό ως «Βουλευτικό», από την πρώτη βουλή των Ελλήνων που λειτούργησε κατά την Ελληνική Επανάσταση στο χώρο αυτό από το 1825. Πρόκειται για ένα μοναδικό υπερυψωμένο μνημείο με κάλλος και μέγεθος, έργο σπουδαίου άγνωστου αρχιτέκτονα από τη μέχρι τώρα έρευνα, αλλά και ενός σπουδαίου πρωτομάστορα, όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια. Το μνημείο κτισμένο με πελεκητή πέτρα από γκριζόλευκο ασβεστόλιθο εντυπωσιάζει τον επισκέπτη της παλιάς πόλης, η οποία σαν ένα παλίμψηστο διατηρεί εναρμονισμένα μεταξύ τους μουσουλμανικά και χριστιανικά μνημεία,   ενσωματωμένα   στον   πολεοδομικό   ιστό, αψευδείς μάρτυρες της ιστορικής της διαδρομής.

 

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος - Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

 

Σε κάθε εποχή ανάλογα με τον κυρίαρχο της πόλης τα λατρευτικά κτίρια «άλλαζαν θρησκεία». Γιατί όπως έχει επισημάνει ο μεγάλος τραγικός ποιητής Αισχύλος στους «Πέρσες», όταν μια πόλη κυριευθεί όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι θεοί παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς. Άλλωστε, είναι αξιοσημείωτο ότι σημαντικά μνημεία της πόλης του Ναυπλίου, το τζαμί της πλατείας (Τριανόν), ο Άγιος Γεώργιος και η Φραγκοκκλησιά κτίστηκαν ως τζαμιά στη θέση χριστιανικών ναών. Η αρχιτεκτονική μορφή των τζαμιών έχει ως πρότυπο τις εκκλησίες βυζαντινού ρυθμού με τρούλο, διότι οι Οθωμανοί Τούρκοι όταν κατέκτησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχαν δική τους τέχνη και μιμήθηκαν, όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, την τέχνη των κατακτημένων.

Το μνημείο χρονολογείται στη δεύτερη Τουρκοκρατία. Οι παραδόσεις που σχετίζονται με το μνημείο προφανώς απηχούν την ιστορική πραγματικότητα μέσα από την προφορική παράδοση. Το «Βουλευτικό» παρά το ότι πρόσφατα ανακαινίστηκε από το Δήμο Ναυπλίου (1994 – 1999) με την εποπτεία των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά και δημοσιευθεί. Διεξοδική έρευνα για το σημαντικό κτίριο του Μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), τις γνωστές φυλακές Λεονάρδου στα νότια του μεγάλου τζαμιού – «Βουλευτικού», με το οποίο αποτελεί ενιαία αρχιτεκτονική ενότητα, εκπονήθηκε πρόσφατα σε διπλωματική εργασία από την αρχιτέκτονα Β. Μαυροειδή[1]. Το μνημείο είναι γνωστό, λόγω μεγέθους, ως Μεγάλο Τζαμί και σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα από τον Αγά – Πασά του Ναυπλίου, που κατείχε πλούτο και πολλές αστικές και αγροτικές ιδιοκτησίες. Η μεγαλοπρεπής κατοικία του σώζεται νοτιότερα από το τζαμί και τον μεντρεσέ, η οποία στα χρόνια της επανάστασης χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Εκτελεστικού [2].

 

Η πλατεία Πλατάνου ( Συντάγματος) με το Σεράι του Μορά Πασά και το Βουλευτικό, σχέδιο σε μολύβι, L. Lange, 1834.

 

Σύμφωνα με την παράδοση, δύο νέοι από τη Βενετία απόγονοι του τελευταίου Βενετού προβλεπτή του Ναυπλίου της Β’ Ενετοκρατίας (1686-1714), έφτασαν στο Ναύπλιο για να αναζητήσουν ένα κρυμμένο μεγάλο θησαυρό στην κατοικία του πρώην Ενετού προβλεπτή, όπου κατοικούσε ο Αγά Πασάς [3]. Μετά από συμφωνία μαζί του, οι δύο νέοι κατέβηκαν μια νύχτα στο υπόγειο του σπιτιού όπου ανακάλυψαν την κρύπτη με το μεγάλο θησαυρό. Ο Αγά-Πασάς θαμπώθηκε από το θησαυρό, σκότωσε τα δύο παιδιά και τα έθαψε στην κρύπτη. Μετά από αυτό το ανοσιούργημα για να απαλλαγεί από τις τύψεις αλλά και τις συμφορές που τον βρήκαν, ένας σοφός Σεΐχης ή Δερβίσης τον συμβούλευσε να κτίσει τζαμί ή τεκέ και να προσεύχεται επτά φορές την ημέρα. Αλλά ο Πασάς δεν επέζησε για να προσευχηθεί στο τζαμί που έκτιζε. Καθώς παρακολουθούσε καθημερινά τις εργασίες από το μπαλκόνι του σπιτιού του, μια μέρα το μπαλκόνι κατέρρευσε και σκοτώθηκε.

Σύμφωνα με παράδοση των μοναχών της Ιεράς Μονής Αγίου Δημητρίου Καρακαλά, ο τεκές κατασκευάστηκε από πωρόλιθους της παλιάς εκκλησίας της Ι. Μ. Αγίου Δημητρίου Καρακαλά, την οποία κατεδάφισε ο Βελή Πασάς του Ναυπλίου (1807 – 1812), γιος του Αλή Πασά, ο οποίος είχε διοριστεί Μουχαβούζης (γενικός επόπτης των φρουρίων) όλης της Πελοποννήσου. Η χήρα του Αγά – Πασά Φατιμέ μετά το θάνατο του συζύγου της και για εξαγνισμό της ψυχής της ανακαίνισε με δικές τις δαπάνες ερειπωμένο ενετικό ναό και τον μετέτρεψε σε οθωμανικό προσκύνημα, το πιθανότερο τη γνωστή σήμερα Καθολική Εκκλησία (Φραγκοκκλησιά), η οποία παραχωρήθηκε από το Βασιλιά Όθωνα για τις λατρευτικές ανάγκες των καθολικών του Ναυπλίου. Η παράδοση αυτή σε συνδυασμό με άλλες παρατηρήσεις βοηθάει να προσεγγίσουμε κατά το δυνατόν την πραγματικότητα.

 

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι στο υπέρυθρο (ανώφλι) της μιας από τις τρεις δυτικές πόρτες εισόδου του Βουλευτικού είχε κτιστεί τμήμα κίονα από το θησαυρό του Ατρέα (θολωτό τάφο) των Μυκηνών [4]. Ωστόσο, ως προς την ακριβή χρονολόγηση του «Βουλευτικού» έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με την ανηρτημένη πινακίδα εσωτερικά του ανακαινισμένου κτιρίου, το μνημείο αυτό κτίστηκε το 1730 από τον Αγά Πασά -Δελβινακιώτη.

Η Σέμνη Καρούζου, το τζαμί – Βουλευτικό με βάση την τοιχοδομία, το χρονολογεί στα τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα και επισημαίνει ότι το τζαμί είναι κτισμένο από γκριζόλευκη πολύ καλής ποιότητας πελεκητή πέτρα, χαρακτηριστικό δείγμα της λαμπρής λαϊκής αρχιτεκτονικής [5]. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι κτισμένο και το ισόγειο του Μεντρεσέ, με τον οποίο το Βουλευτικό αποτελεί ενιαίο αρχιτεκτονικό  σύνολο. Το ανώτερο τμήμα του Μεντρεσέ ο πρώτος και δεύτερος όροφος είναι κτισμένος με διαφορετικό τρόπο, με γκρίζες ασβεστολιθικές πέτρες, ενώ η στοά του τρίτου ορόφου είναι κτισμένη με πωρόλιθους.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι δύο ανώτεροι όροφοι του Μεντρεσέ χτίστηκαν σε δεύτερη φάση, ενώ οι πωρόλιθοι με τους οποίους είναι κτισμένος ο τρίτος όροφος συμφωνεί με την παράδοση ότι χτίστηκαν από τους πωρόλιθους του παλιού ναού του Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου Καρακαλά, που κατεδάφισε ο Βελή Πασάς του Ναυπλίου (1807 – 1812). Η δεύτερη φάση ανοικοδόμησης του Μεντρεσέ (2°ς -3ος όροφος) φαίνεται ότι συνεχίστηκε από τη χήρα του Αγά Πασά, Φατιμέ, το πιθανότερο στις αρχές του 19ου αιώνα.

 

Μεντρεσές Ναυπλίου.

 

Στο βιβλίο του Χρ. Κωνσταντινόπουλου αναφέρεται η σημαντική πληροφορία ανώνυμου λόγιου του 19ου αιώνα από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας, σύμφωνα με την οποία το «Βουλευτικό» το έκτισε ο ξακουστός λαγκαδινός πρωτομάστορας Αντώνης Ρηγόπουλος, ο οποίος «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και το μέγα ειδωλείον (= ναό των ειδώλων) των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη»[6].

Το «μέγα ειδωλείον των Οθωμανών» δεν είναι άλλο από το τζαμί του Αγά Πασά, που χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του Βουλευτικού στα χρόνια της Ανεξαρτησίας (1825). Ο ξακουστός πρωτομάστορας Αντώνης Ρηγόπουλος  μας είναι γνωστός  από μια επιγραφή του 1808 στο υπέρθυρο της πόρτας του Τιμίου Προδρόμου Λαγκαδιών: «Επιστασία Αντωνίου Ρηγόπουλου, πρωτομάστορα, χειρ δε Ευσταθίου Θεοδώρου, 1808». Ωστόσο, δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική περίοδος δράσης του. Η αναφερόμενη χρονολογία 1808 το πιθανότερο απηχεί την τελευταία περίοδο της ενεργού δράσης του.

Σημαντικές πληροφορίες για την ανέγερση ενός Τζαμιού του Ναυπλίου μας δίνει ένα σημαντικό έγγραφο, το οποίο έστειλε ο μουχαβούζης (φρούραρχος) του Ναυπλίου Ραγκή(π) Πασάς προς τους προεστούς της Ύδρας το Μάρτιο του 1816, με το οποίο τους ζητάει να του βρουν καΐκι ή άλλο καράβι για την Πόλη (Κωνσταντινούπολη), το οποίο θα μεταφέρει μαστόρους για να εξασφαλίσει κατάλληλη ξυλεία για την ανέγερση ενός τζαμιού. Το σημαντικό αυτό έγγραφο αναδημοσίευσε ο Τάκης Μαύρος στην τοπική εφημερίδα «Ειδήσεις» 23/2/1992.

«Τοις προεστώσιν της Ύδρας Ευγενέστατοι περιπόθητοι φίλοι μου ακριβοί προεστώτες καπετάν Νικόλαε και επίλοιποι, φιλικώς και ακριβώς σας χαιρετώ, ερωτώ το επιθυμητό μου χατήρι σας. Μετά τον ακριβόν μου φιλικόν χαιρετισμόν, ερωτώ δια την ευτυχή υγείαν σας όπου μου είναι επιθυμητή, αν ρωτάτε και δια μέρος μας, με την χάριν του Θεού υγιαίνομεν, όθεν σας φανερώνω, φίλοι μου, ότι πολλές φορές σας ενόχλησα με γράμματά μου, και πολλές δούλεψες και καλοσύνες είδα από το χέρι σας, και έμεινα υποχρεωμένος, όθεν και τώρα με θάρρος σας γράφω, ότι με το να ηκουλούθησεν και έχω νιγέτι (πρόθεση), ισαλά (πρώτα ο θεός) να φτιάσω ένα τζαμί εδώ εις την πατρίδα μου εις το Ανάπλι και μάζους (επίτηδες) και ήφερα τους παρόν μαστόρους από την πόλιν, λοιπόν με το να μην είχε ινταρέ (πρόβλεψη) από κεραστέ (ξυλεία), πάλι τους στέλνω μαξούς εις βασιλεύουσαν, δια να φέρουν ότι κερεστές χρειάζεται του Τζαμιού, και με το να μην έφτασε καΐκι οκαζιόν να μισεύουν από έδωθεν, τους στέλνω αυτού, όπου μπορεί να τύχη καράβι να μισεύση ή καμμίαν σακολέβαν δια βασιλεύουσαν, δια τούτο κάνω ριτζά (ζητώ, παρακαλώ) προς τους ακριβούς φίλους μου, όπου δια χατήρι μου, αμέσως όπου τύχη κανένα καΐκι ή καράβι να προστάζετε με το μέσον σας να πάρουν και αυτούς τους μαστόρους, δια να πάνε σιγούρως εις την Πάλιν, και είμαι βέβαιος εις την στενήν φιλίαν όπου έχομεν, καθώς και άλλες φορές μου εκάματε την χάριν και τώρα να επιτύχω της αιτήσεως μάλιστα όπου είναι εδική μου χρεία, και μεγάλως με υποχρεώσεις γράφω, να ακολουθήσετε, και τα κουσούρια (τις ζημιές, τα έξοδα) αφι (άφεριμ, καλά. Δηλαδή: ότι έζοδα γίνουν βάλτε τα στο λογαριασμό μου), γράφοντας σας την καλήν σας υγεία. Ταύτα και μένω.  1816 Μαρτίου Ανάπλι. Τον ενδοξοσοφολογιώτατον αδελφόν μου Ισούφ Χόντζα τον ακριβοχαιρετώ, ερωτώ το χατήρι σερίφι   του  (την  πολύτιμη   υγεία   του).   Ηγαπημένος   σας   Ραγκή   πασσάς μουχαφούζης Αναπλίου».

 (Αρχείο της κοινότητας Ύδρας 1778 – 1832 τ. 5 (1813 – 1817), εν Πειραιεί 1924 σ. 256).

Ο Ραγκή Πασάς, όπως αναφέρει ο Τάκης Μαύρος στην τοπική εφημερίδα «Ειδήσεις» 23/2/1992, ήταν σημαντική φυσιογνωμία του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου και όπως προκύπτει από το αρχείο του οπλαρχηγού της Επανάστασης Αναστασίου Νέζου, αναφέρεται ως Ραγκίπ Πασάς και ήταν ιδιοκτήτης εκτεταμένων εκτάσεων (χωραφιών) στην περιοχή μεταξύ Κουτσοποδίου και Πασσά (Ινάχου). Με τον Ραγκίπ Πασά ο Α. Νέζος είχε στενή φιλία. Το παλιό όνομα Πασσάς του χωριού Ινάχου προφανώς έχει λάβει το όνομά του από τον ιδιοκτήτη των εκτάσεων της περιοχής Ραγκίπ Πασά του Ναυπλίου.

Ο Τάκης Μαύρος με την παραπάνω αναδημοσίευση του εγγράφου απλώς υπέθεσε ότι το έγγραφο σχετίζεται με το μεγάλο Τζαμί του Ναυπλίου, «το Βουλευτικό», αλλά άφησε το θέμα ανοιχτό για περαιτέρω έρευνα. Το έγγραφο αυτό με την ακριβή χρονολόγησή του το Μάρτιο του 1816 προφανώς δεν σχετίζεται με το «Βουλευτικό» και το πιθανότερο αναφέρεται στο κτίσιμο του Τζαμιού – καθολική εκκλησία της Φραγκοκκλησιάς. Με Βάση τα παραπάνω το τζαμί – Φραγκοκκλησιά προφανώς κτίστηκε μετά το μεγάλο Τζαμί – Βουλευτικό, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση στα 1817 – 1820 περίπου.

 

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

 

Τέλος, είναι αξιοσημείωτη μια άλλη αδημοσίευτη πληροφορία που προέρχεται από το αρχείο του Δ. Περρούκα, σύμφωνα με την οποία η Δημογεροντία του Άργους πλήρωσε χρήματα για τη μεταφορά ξυλείας με ζώα από το Άργος στο Ναύπλιο για την ανέγερση ενός τζαμιού[7]. Η δεύτερη αυτή γραπτή αναφορά το πιθανότερο σχετίζεται με το Τζαμί – Φραγκοκκλησιά, αλλά κρίνεται απαραίτητη η δημοσίευση του αρχείου Δ. Περρούκα και η ακριβής χρονολόγηση του σχετικού εγγράφου.

Το Μεγάλο Τζαμί – «Βουλευτικό» του Ναυπλίου από τα παραπάνω φαίνεται ότι είναι δημιούργημα της λαϊκής αρχιτεκτονικής των λαγκαδινών μαστόρων και προοίμιο της καθαρής γραμμής του νεοκλασικισμού, που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Ναύπλιο τα χρόνια της Ανεξαρτησίας. Μια συγκριτική μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Πελοποννήσου είναι πιθανόν να καταλήξει σε ακριβέστερα συμπεράσματα.

Στην ίδια παράδοση και συνέχεια ανήκει η Φραγκοκκλησιά, το μοναδικό κτίριο της Πλατείας Συντάγματος, το «Εστιατόριο Ελλάς» πρώην ξενοδοχείο «ΜΥΚΗΝΑΙ», η οικία Άρμανσπεργκ στην αρχή της οδού Πλαπούτα, καθώς και τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά και ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Ιωάννη στο Άργος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι δίπλα ακριβώς στο λαμπρότερο ενετικό κτίριο, κόσμημα (ornamentum) της Πλατείας Συντάγματος, την Αποθήκη του Στόλου του 1713, οι Οθωμανοί έκτισαν αρκετά χρόνια αργότερα ένα Τζαμί με μεντρεσέ ανάλογου μεγέθους με το ενετικό κτίριο.

Το Τζαμί – «Βουλευτικό» προφανώς κατασκευάστηκε υπερυψωμένο λόγω της φυσικής διαμόρφωσης του εδάφους, αλλά και του πρωτοφανούς σε μέγεθος ενετικού κτιρίου. Το ενιαίο μουσουλμανικό τέμενος καταλαμβάνει μεγάλη έκταση μεταξύ των παράλληλων οδών Σταϊκοπούλου και Κων/λεως, καθώς και την ενδιάμεση οδό Καποδιστρίου, την οποία διέκοψε βάναυσα, έναν από τους παλαιότερους δρόμους του Ναυπλίου, που συνεχίζεται δυτικότερα με την οδό Σπετσών σε όλο το μήκος της πόλης.

Το Μεγάλο Τζαμί – «Βουλευτικό» και ο Μεντρεσές επισκευάστηκαν στα 1825 από τον Κερκυραίο συνταγματάρχη – μηχανικό Θ. Βαλλιάνο και μετατράπηκε σε Βουλή των Ελλήνων [8]. Στη συνέχεια επισκευάστηκε το 1826 ο τρούλος, όταν χτυπήθηκε από οβίδα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μεταξύ των φρουράρχων του Παλαμηδίου και της Ακροναυπλίας, Γρίβα και Φωτομάρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα κατέρρευσε από σεισμό το προστώο του κτιρίου, του οποίου σώζονται τμήματα των κιόνων και τα κιονόκρανα στην αυλή του.

Στη μεγαλόπρεπη αίθουσα γίνονταν οι δεξιώσεις και χοροί της εποχής της Αντιβασιλείας του Όθωνα καθώς και σημαντικές εκδηλώσεις της πόλης. Ο μεντρεσές, γνωστός ως φυλακές Λεονάρδου, και το ισόγειο του Βουλευτικού χρησιμοποιήθηκαν ως χώρος φυλακών υποδίκων το 19° έως τις τρεις πρώτες δεκαετίας του 20ού αιώνα. Εδώ φυλακίστηκε και ο πορθητής του Ναυπλίου Στάϊκος Σταϊκόπουλος. Στις φυλακές αυτές πρέπει να αναφέρεται ένα δημοτικό τραγούδι που το τραγουδάνε ακόμα σε παραδοσιακά γλέντια οι κάτοικοι της Αργολίδας:

Στ’ Ανάπλι στο Βουλευτικό

Μαρία – Μαριγώ τι γύρευες εδώ;

ήρθα να δω τ’ αδέλφια μου

τ’ αδέλφια τα δικά μου

τα φύλλα της καρδιάς μου.

Τ’ αδέλφια σου τα σκότωσαν

στ’ Ανάπλι όξω στην Πρόνοια

που στήσαν τα κανόνια

στ’ Ανάπλι όξω στην Άρεια

με τ’ άλλα παλλικάρια.

Κι η Μαριγώ σαν τ’ άκουσε

το μοιρολόι άρχισε

 

Το «Βουλευτικό» από το 1915 έως το 1932 λειτούργησε ως αρχαιολογικό μουσείο και στη συνέχεια ως ωδείο. Πρόσφατα, 1994-1998, ανακαινίστηκε και αποτελεί πνευματικό κέντρο του Δήμου Ναυπλίου, μια λειτουργική χρήση αντάξια της ιστορίας του και της πολιτιστικής παράδοσης της πόλης του Ναυπλίου.

 

Στη μνήμη του Τάκη Μαύρου

Χρήστος Ι. Πιτερός

αρχαιολόγος της Δ’ ΕΠΚΑ

 

Υποσημειώσεις


[1] Β. Μαυροειδή, «Φυλακές Λεονάρδου». Μελέτη, αποτύπωση, αποκατάσταση, επανάχρηση και αρχιτεκτονική φωτισμού. Διπλωματική Εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2006.

[2] Κ. Σπηλιωτάκη, «Τα εν Ναυπλίω κτήρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού (1824 – 1826)», Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ.20, Αθήνα 1973, 54-69. Χ. Δημακοπούλου, «Θεόδωρος Βαλλιάνος, Αγωνιστής και Αρχιτέκτων», Επετηρίς Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών τ.2ος Αθήνα 1981-1982, 110-122.

[3] Μ. Λαμπρυνίδου, «Η Ναυπλία», Γ’ έκδοση, Ναύπλιο, 1975, 191.

[4] Μ. Λαμπρυνίδου ο.π. 190 Λ. Ρος. Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), Αθήνα 1976, 69. Χ. Πιτερός, Ναύπλιο, Αρχαιολογικό Δελτίο 54 (1999) Β1 χρονικά, 148.

[5] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979, 58, φωτ. 69, 86, 87.

[6] Χρ. I. Κωνσταντινόπουλου, Οι παραδοσιακοί κτίστες της Πελοποννήσου, Αθήνα 1983, σελ. 18, 24.

[7] Σ. Σπέντζας «φορολογικές και οικονομικές πληροφορίες από το Αρχείο Περρούκα», Συνέδριο Αργειακών Σπουδών «Το Άργος κατά τον 19° αιώνα» Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004 (Σύλλογος Αργείων ο Δαναός) υπό έκδοση. Πρέπει να επισημάνουμε ότι στο Ναύπλιο την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρχαν περισσότερα τζαμιά.

[8] Δ. Βαρδουνιώτη, Το Βουλευτικόν, τοπική εφημερίδα ΑΡΓΟΛΙΣ έτος Η’ αρ. φύλλου 168, 1-1 1-1872, του ιδίου «Αι φυλακαί του Ναυπλίου», Εφημερίς ΑΡΓΟΛΙΣ 1 877. Ανδρ. Καρκαβίτσα, «Το Βουλευτικό», «Ταξιδιωτικά», Ναύπλιο 1892.

Read Full Post »

«Τριανόν» (ή Παλαιό τζαμί της πλατείας Συντάγματος Ναυπλίου)


Τέμενος, Β’  μισό 16ου αι.

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Το παλαιό τζαμί στην πλατεία Συντάγματος αποτελεί ίσως το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του β’ μισού αιώνα στην πόλη. Βρισκόταν  στη συνοικία του του Μεγάλου Βεζίρη ή στη συνοικία του χανιού του Σουλτάν Αχμέτ (φαίνεται ότι και οι δύο πήραν το όνομά τους από κάποιο τέμενος). Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί , η πλούσια πόλη του Ναυπλίου διέθετε πολλά τεμένη, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία δεν προέρχονταν από μετατροπή χριστιανικού ναού. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει δύο τεμένη με μεγάλους μιναρέδες στην αγορά της πόλης. Πιθανότατα το ένα από αυτά ήταν το γνωστό σε μας «Τριανόν». Ο Εβλιγιά δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία στο τέμενος αυτό, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα απλό, λιτό τέμενος, επαρχιώτικης τεχνοτροπίας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τεμένη της Πελοποννήσου.

Το τέμενος* μετατράπηκε κατά τη διάρκεια της Β’ Ενετοκρατίας σε χριστιανικό ναό του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο. Κατά τη διάρκεια της Β’ Οθωμανικής περιόδου χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως μουσουλμανικό τέμενος. Μετά την απελευθέρωση στέγασε το πρώτο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων.

Το 1915 μετατράπηκε σε ωδείο και θέατρο, για να γίνει αργότερα δημοτικός κινηματογράφος με την επωνυμία «Τριανόν», μια επωνυμία με την οποία είναι γνωστό το μνημείο στους κατοίκους. Σήμερα λειτουργεί ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων. Για τη μορφή του τεμένους περισσότερα στοιχεία αντλούμε από τις απεικονίσεις των Ευρωπαίων περιηγητών, ιδιαίτερα από την υδατογραφία του G. Haubenschmidt της Οθωμανικής περιόδου.

Το Παλαιό Τζαμί είναι ένα κτίριο με απλή ορθογωνική κάτοψη, το οποίο καλύπτεται από σχεδόν οκταγωνικό τρούλο. Το τέμενος, υπερυψωμένο στην αρχική του φάση, διέθετε μικρή αυλή στα δυτικά, που δεν σώζεται σήμερα, στην οποία οδηγούσε κλίμακα. Η είσοδος έχει κιονοστήρικτο προστώο που στεγάζεται από τρεις τρουλίσκους.

Πέντε θύρες στα δυτικά οδηγούν από το προστώο στον κεντρικό χώρο. Η τετράγωνη αίθουσα προσευχής στεγάζεται από τον μεγάλο κεντρικό τρούλο μέσω ημιχωνίων. Το χαμηλό τύμπανο του κεντρικού τρούλου διατρυπούν συμμετρικά διατεταγμένα μονόλοβα παράθυρα. Παράθυρα ανοίγονται σε όλες τις όψεις του μνημείου. Όλα τα παράθυρα ήταν μονόλοβα, τοξωτά.  Η συνήθης διάταξη είναι στην κάτω στάθμη τέσσερα ανοίγματα σε βόρεια και νότια όψη (αρκετά εκ των οποίων είναι σήμερα κλεισμένα ή τροποποιημένα) και δύο στην ανατολική όψη. Στην άνω στάθμη υπάρχουν τριάδες ανοιγμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο είναι μεγαλύτερο και στέκει ψηλότερα από τα δύο εκατέρωθεν. Σήμερα υφίσταται μόνο το μεσαίο σε κάθε όψη, ενώ τα μικρότερα είναι φραγμένα.

Για τα υπερώα που πιθανότατα υπήρχαν καθώς και για τη μορφή και τον τύπο των κλιμακοστασίων δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, δεδομένου ότι, κατά τη μετατροπή του τεμένους σε θέατρο, προστέθηκε μεσοπάτωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η τοιχοποιία είναι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα στο τύμπανο του τρούλου και σε επιλεγμένα σημεία (λ.χ. στην όψη του προστώου).

Η υπόλοιπη τοιχοποιία είναι από αδρά πελεκημένους λίθους, μικρού σχετικά μεγέθους, με παρεμβολή τεμαχίων οπτόπλινθου, όπως συμβαίνει και στα μεταβυζαντινά χριστιανικά μνημεία της περιοχής. Στις γωνίες χρησιμοποιούνται καλά πελεκημένοι λίθοι, κυρίως πωρόλιθοι, ενώ τα περιθυρώματα όλων των ανοιγμάτων είναι ιδιαίτερα προσεγμένα στην όψη, με χρήση σχεδόν αποκλειστικά πωρόλιθου. Στην αρχική του φάση το τέμενος δεν φαίνεται να διέθετε άλλους χώρους πέραν των κυρίων. Αν και επρόκειτο για επαρχιακό τέμενος, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για τα μέτρα της εποχής και της περιοχής όπου χτίστηκε.

Οι βασικές αρχές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής τηρήθηκαν με ευλάβεια, ενώ δόθηκε και προσπάθεια για μια αρμονία στην αρχιτεκτονική έκφραση, όπως θα ταίριαζε σε μια πόλη φημισμένη όπως το Napoli di Romania των Βενετών.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κατά τη Β’ Ενετοκρατία το τέμενος μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι στο φραγκισκανικό τάγμα, το 1687. Σε αυτή μάλλον τη φάση κλείσθηκαν ορισμένα από τα ανοίγματα, ιδιαίτερα στους πλάγιους τοίχους και πιθανότατα για καθαρά στατικούς λόγους. Κατά προτεραιότητα κλείστηκαν τα μικρά ανοίγματα, ενώ διατηρήθηκαν τα παράθυρα της ανώτερης στάθμης. Μετά την Απελευθέρωση (1828-1833), το κτήριο στέγασε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων και κατόπιν – για μικρό διάστημα – αποτέλεσε μητροπολιτικό ναό του Ναυπλίου.

Στην υδατογραφία του Haubenschmidt** το μνημείο φαίνεται σε αυτή του τη φάση. Το προστώο και η δυτική αυλή αφέθηκαν ως είχαν, ενώ στον ανατολικό τοίχο το μιχράμπ διαπλατύνθηκε, ώστε να σχηματιστεί η αψίδα του ιερού βήματος στο πάχος του τοίχου. Δυστυχώς δε μας σώζονται στοιχεία για το μιναρέ. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη θέση του, είναι δε πιθανό ο αρχικός να κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς στην περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας.

 

Γεώργιος Τσεκές

 

Υποσημείωση


* τέμενος το [témenos] : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

** Έργο του βαυαρού αξιωματικού Α. Haubenschmid που  υπηρέτησε στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο.

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

 

 

Read Full Post »