Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Τελέσιλλα’

Αι Απόκρεω εν Άργει


 

  Ο Αναστάσιος Τσακόπουλος (1876-1967) μας μεταφέρει στις αποκριάτικες εκδηλώσεις του Άργους, του 1952, μέσα από άρθρα του, που δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα «Ασπίς του Άργους», στις 9, 16 και 23.3. του 1952. Ο Αναστάσιος Τσακόπουλος υπήρξε σπουδαίος ιστοριοδίφης και ερευνητής. Διέσωσε πολλές πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα του Άργους. Κατέγραψε στιχουργήματα και τραγούδια της Αργολίδας και της Αρκαδίας και  χαρτογράφησε τα ιστορικά οικήματα της πόλης. Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον του απορρόφησε η Ελληνική Επανάσταση του ᾽21, καθώς και η καταγραφή των εκκλησιών και μονών της Αργολίδας.

 

Αναστάσιος Τσακόπουλος

Τριώδιον είναι λειτουργικόν βιβλίον της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, το οποίον αρχίζει την Κυριακήν του Τελώνου και Φαρισαίου και λήγει την με­σημβρίαν του Μ. Σαββάτου.

Είναι δε βιβλίον το οποίον προετοιμάζει τον Χριστιανόν πνευματικώς δια της μετανοίας, της εξομολογήσεως και της θείας μεταλήψεως των αχράντων Μυστηρίων, δια την μεγάλην και λαμπροφόρον ημέραν της Αναστάσεως. Λέγεται δε Τριώδιον, διότι έχει τρεις ωδάς και ουχί 8 ή 9 που έχουν τα Μη­νιαία, η Παρακλητική, ίσως και άλλα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Ωδή, θα πη ύμνος, ποίησις, άσμα.

Η αρχή του Τριωδίου συνδέεται και συνυπακούεται με τας Απόκρεω (από­κρεω – αποχή κρέατος) δηλ. με τας μεταμφιέσεις, μετημφιεσμένους, προσωπιδοφόρους κ.λπ. Και όλα αυτά είναι μάλλον προϊόν της ανεπιστρέπτου Βυ­ζαντινής εποχής.

Το αληθές είναι, ότι τας ημέρας αυτάς αναζή τις εις τα αγνά, εις τα απέριττα και αφελή ήθη και έθιμα και τας ωραίας και ακραιφνείς παραδόσεις της πόλεώς μας [Άργους], τας οποίας διεφύλαξε δια μέσου μάλιστα σκληρών αιώνων, ως ιεράν παρακαταθήκην και ιερόν Παλλάδιον και διαιωνίζονται σχεδόν αμείωτοι μέχρι σήμερον, και πρέπει να διατηρηθούν δι’  Εθνικούς και ιστοριολαογραφικούς λόγους και μάλιστα ως διεμορφώθησαν τα δύο τελευταία έτη.

Και πέρυσι εγράψαμεν [1951], ότι αι μεταμφιέσεις, μετημφιεσμένοι, προσωπιδοφόροι ή και εκ του Γαλλικού masque μασκαράδες λεγόμενοι, είναι προέλευσις και συνέχεια μιας αρχαιοτάτης Αργείας εορτής «Υβριστικά» καλούμενης, ήτις δια νόμου εθεσπίσθη προ 2.500 περίπου ετών υπό της ενδόξου πολιτεί­ας του Άργους και η οποία διαιωνίζεται δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμε­ρον, και δια τούτο ημείς οι Αργείοι πρέπει να σεμνυνώμεθα και να υπερηφανευόμεθα δια την εορτήν αυτήν, διότι είναι όντως Αργεία, ως αναφέρουσιν οι ιστορικοί Ηρόδοτος, Πλούταρχος και Πολύαινος σύγχρονος του Παυσανί­α (Β’ μ. X. αιών).

Τα «Υβριστικά» έχουν την εξής ιστορίαν.

Το αρχαίον Άργος από τα 600 π. X. είχεν εμπλακεί εις πολυετείς και αιμα­τηρούς πολέμους με την αιωνίαν εχθράν και αντίζηλον Σπάρτην, δια την κατάκτησιν της Κυνουρίας – Θυρέας (Άστρος), διότι η κτήσις αυτής εθεωρείτο πολύτιμος δια την κυριαρχίαν και ηγεμονίαν της Πελοποννήσου, ην εξεδίκουν αμφότεραι αι παντοδύναμοι και πανίσχυραι τότε πολιτείαι.

Οι Σπαρτιάται ηττηθέντες επανειλημμένως εις την πεδιάδα της Θυρέας, μετέφερον δια πλοίων τον πόλεμον εις την Αργολικήν πεδιάδα, παρά την πα­ραλίαν την μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθος. Τούτο μαθόντες οι Αργείοι αντεπεξήλθον και εστρατοπέδευσαν αντίκρυ των Σπαρτιατών, παρά την πολίχνην Σήπειαν, άγνωστον μέχρι σήμερον πού έκειτο αύτη.

Οι Σπαρτιάται επιτεθέντες δια τεχνάσματος κατά των Αργείων, άλλους μεν εξ αυτών συνέλαβον, άλλους εφόνευσαν, άλλους δε ηνάγκασαν να καταφύγωσιν εις το ιερόν άλσος του Θεού Άργου, (επεξετείνετο τούτο από της θέσεως Σερεμέτι έως το χωρίον Χώνικα – Ηραίον) το οποίον περικυκλώσας ο βασιλεύς της Σπάρτης διέταξε τους Είλωτας ίνα δια ξηρών ξύλων καύσωσι τούτο.

Ούτω δε του ιερού εκείνου τόπου καέντος συγκατεκάησαν και οι εν αυτώ καταφυγόντες φιλοπάτριδες Αργείοι. Ο αριθμός των οικτρώς φονευθέντων κατά τους ιστορικούς ανέρχεται εις 5-7 χιλ.

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Ο Κλεομένης μετά την άνανδρον αυτήν νίκην επορεύθη προς το Άργος, όπερ ήλπιζεν ότι θα το εκυρίευεν ευκόλως, ελλείψει υπερασπιστών.

Κατά το έσχατον τούτον κίνδυνον η περίφημος λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα με τα ενθουσιώδη ποιήματά της εγένετο η σώτειρα της αρχαίας και ενδόξου πόλεως. Εκτός όμως των ποιημάτων εσκέφθη και το κάτωθεν ευφυές στρα­τήγημα ως αναφέρουσιν ο Πλούταρχος και ο Πολύαινος: αύτη αφήσασα τους γέροντας, τους παίδας και τους δούλους ν’ αναβώσιν εις τα τείχη της πόλε­ως, αφού προηγουμένως ενέδυσεν αυτούς ως γυναίκας, φορούντας πέπλους και καλύπτρας γυναικείας. Τας δε ανδρειοτάτας γυναίκας, αφού τας ώπλισε, τας ενέδυσε ως άνδρας με ανδρικούς χιτώνας και χλαμύδας.

Ο Κλεομένης εγκατέλειπε την πόλιν εκουσίως, αφού υπέστη πολλήν φθοράν υπό των περί την Τελέσυλλαν μετημφιεσμένων ανδρείων γυναικών, τας οποίας ορμή, θεί­α τόλμη και έρως κατέλαβεν αυτάς υπέρ της σωτηρίας της πατρίδος των. Το γεγονός τούτο εκρίθη τόσον σοβαρόν, τόσον έκτακτον, ώστε οι Αργείοι δια νόμου εις τα 494 π. X. ίδρυσαν εορτήν καλουμένην «Υβριστικά», ην ημείς οι νεώτεροι Αργείοι υποχρεούμεθα και επιβάλλεται να συνεχίσωμεν, να διατηρήσωμεν και να διαφυλάξωμεν, ως Εθνικόν κειμήλιον, ως πατροπαράδοτον παρακαταθήκην και ιερόν Παλλάδιον, ως γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων ενδόξων συμπολιτών μας («Ασπίς», 9.3.1952).

Ο εφετεινός εορτασμός των Απόκρεω και ιδιαιτέρως της Καθαράς Δευτέ­ρας, ήτις χάρις εις την ωραίαν εαρινήν ημέραν εσημείωσεν εξαιρετικήν επι­τυχίαν και πλήρη αναβίωσιν των παλαιών αγνών και ιστορικών ηθών και ε­θίμων της πόλεώς μας, ίσως είναι η μόνη Πελοποννησιακή πόλις η οποία εμμένει εις τας πατροπαραδότους ευθύμους διασκεδάσεις, εις τους διαφόρους τύπους και ποικίλας μεταμφιέσεις και εις τα διάφορα Αργεία Δημώδη, εκ των οποίων τα πλείστα δυστυχώς εξέλιπον.

Το σπουδαίον και σοβαρώτατον είναι ότι έλειψαν αι ασχημίαι των μετημφιεσμένων με τας ασέμνους, ανηθίκους, προκλητικός στάσεις και χειρονομί­ας, με τας αγρίας αγροίκους κινήσεις και διαθέσεις ή μάλλον επιθέσεις με χονδροράπανα και υπερμεγέθη πράσσα εις τας χείρας, ως θα ενθυμούνται οι γεροντότεροι και με το βάναυσον και κακόηχον «Στάσου μωρή….. και επά­νω της……Ου να χαθής ρέέέέ, να πας να τα κάνης στη γυναίκα σου και στην αδερφή σου», απήντα η αυθαδεστάτη συμπολίτις. Επηκολούθουν όλα τα χον­δροειδή και χυδαιότατα αστεία, με τας βρωμερωτέρας βωμολοχίας και τα χυ­δαιότερα αισχρόλογα.

Τι πρώτον να θαυμάση τις κατά τας ημέρας των προπέρσινων, περυσινών και εφετεινών Απόκρεω, το αναίμακτον πέρασμα των εορτών, όπου το αστυ­νομικόν δελτίον ήτο λευκόν, διότι δεν αιματώθη ούτε μύτη, ή το απαράμιλλον της τάξεως, ως να διεξήχθη υπό την εποπτείαν σοβαρός οργανωτικής επιτροπής με αυστηρόν και με λεπτομερές πρόγραμμα, ή την ζηλευτήν και ά­μεμπτον συμπεριφορά των μετημφιεσμένων, οίτινες εφέροντο ως φίλτατοι και πολύφιλοι μεταξύ των; Ουδεμία παρεκτροπή, ουδεμία παρεξήγησις παρετηρήθη εις τους διαφόρους χορούς των συνοικιών εις τους οποίους ελάμβανον μέρος και προσεκολλώντο ο είς κατόπιν του άλλου αδιακρίτως και ανεμποδίστως, που άλλοτε έπρεπε να διεξήγοντο συνεννοήσεις και αν επιτρέπετο τούτο είχε καλώς, άλλως φόρα τις κάμαις και τα πιστόλια και επηκολούθουν αιματηραί συμπλοκαί.

Όλη η αστυνομική δύναμις εις κίνησιν την μακαρίαν εκείνην εποχήν. Εν­θυμούμαι μάλιστα, όταν ήτο σύνταγμα ιππικού εις την πόλιν μας, διατίθετο μία ολόκληρος ίλη ιππέων δια την τάξιν και την πρόληψιν αιματηρών γεγο­νότων.

Η μεταβολή αύτη, αρξαμένη ολίγον κατ’ ολίγον προ ολίγων περίπου ετών, οφείλεται κατ’ ανάγκην και μοιραίως εις τον χρεωκοπημένον ψευδοπολιτισμόν του μίσους, της ασυμπαθείας και της σκληρότητας – του παρόντος.

Η συγκέντρωσις των Δημ. Σχολείων εις την πλατείαν του αγίου Πέτρου τας μ.μ. ώρας της Παρασκευής της Τυροφάγου παρουσίαζεν εν φασμαγορικόν σύνολον και γραφικώτατον θέαμα. Όλα σχεδόν τα παιδάκια μετημφιεσμένα με διαφόρους και ποικιλοχρώμους ενδυμασίας, χαρούμενα, εύθυμα και με την διακρίνουσαν αυτά παιδικήν αφέλειαν και απλότητα, προεκάλουν τα εν­θουσιώδη χειροκροτήματα των παρισταμένων.

Παρ’ όλην την τσιφούραν των μ.μ. ωρών της ημέρας εκείνης, τα παιδάκια εχόρευσαν, ετραγούδησαν και διασκέδασαν με όλην την καρδούλα τους, δεν παρέλειψαν δε και την «Αργειτοπούλαν» του δαφνοστεφούς λογοτέχνου συ­μπολίτου μας κ. Σ. Α. Παναγιωτοπούλου.

Η συμμετοχή των μαθητών της Μ. Εκπαιδεύσεως εις την αποκρηάτικην κίνησιν εφέτος, έδωκε από άλλοτε μεγαλυτέραν ζωήν και ευθυμίαν εις τον ε­ορτασμόν των Απόκρεω, αν και παρετηρήθησαν μικραί παρεκτροπαί, – παι­διά είναι, Αποκρηαίς είναι, ευθυμία και διασκέδασις επεκράτει, τι ήθελες να κάμουν τα παιδιά επάνω στα καλά τους; – Αμ’ τα κορίτσια; Δια τα κορίτσια αγνοούμεν, ότι το ωραίον φύλον έχει αυτήν την χάριν, όπου και αν παρευρίσκεται προσδίδει ιδιαιτέραν ζωήν και κίνησιν εις τας συγκεντρώσεις και εις τας διαφόρους συναναστροφάς και διασκεδάσεις.

Μέσα εις την πολυθόρυβον από ανθρωποπλημμύραν κεντρικήν πλατείαν τας μ.μ. ώρας της Καθαράς Δευτέρας, μετημφιεσμένοι οι γυμνασιόπαιδες Β. Κεραμίδας και Β. Νικολάου, έχοντες μικρό κασελάκι είδους ταβλά με πι­κραγγουριάν και πινακίδα με την εξής επιγραφήν: «Πωλείται πικραγγουριά – για ελκοπαθείς – στομαχικούς και φρενοβλαβείς!!!». Σοβαρώτατα και μετά παιδικής αφελείας, σεμνότητας και αιδημοσύνης διελάλουν, διεφήμιζον και επροπαγάνδιζον την θεραπευτικήν δύναμιν της πικραγγουριάς!!

Πράγματι η επινόησις και απλότης των παιδιών αυτών έκαμεν αρίστην εντύπωσιν («Ασπίς», 16.3.1952).

Το αληθές είναι, ότι η Καθαρά Δευτέρα επανέρχεται ως η παλαιοτέρα εύθυμος, φαιδρά και διασκεδαστική, αλλά κοσμία, ευπρεπής ως νεάνις σεμνή και σοβαρά χωρίς όμως βωμολοχίας, χυδαιότητας, χωρίς ασέμνους, ανηθίκους και προκλητικός στάσεις, χειρονομίας καν κινήσεις, και το σοβαρώτερον όλων αναιμάκτους, όπως εγράψαμεν και πέρυσι και εις το προηγούμενον φύλλον της φίλης «Ασπίδος».

Προς παρηγορίαν ημών των γηραιοτέρων ηκούσθησαν και τα θρυλικά ντα­ούλια, τα οποία άλλοτε με την έναρξιν του Τριωδίου εις τας συνοικίας της πόλεώς μας έδιδον το σύνθημα των Απόκρεω. Δεν έλειψαν δε και αι γκαμήλες, ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών δια να ησυχάζουν και κοιμούνται.

Ωραίον θέαμα παρουσίαζαν οι ιππείς με τους θυμοειδείς ίππους, οίτινες ει­σερχόμενοι εις τα καφενεία προεκάλουν την ευθυμίαν και την διασκέδασιν των θαμώνων. Προτιμότερον ήτο να εφόρουν φουστανέλλαις, διότι ως ήσαν ενδεδυμένοι εφαίνοντο ως έκπτωτοι ή μάλλον ξεπεσμένοι ιππόται του Με­σαίωνας. Πάντως είναι αξιέπαινα τα παιδιά.

Σοβαρόν και αισθητήν έλλειψιν παρουσίασαν εφέτος οι βλαχοπούλες με τα φλωριά εις την κεφαλήν και το στήθος κ.λπ. βαρύτιμα κοσμήματα και με τας ωραίας και πολυποικίλους και πολυποικίλτους γραφικός ενδυμασίας. Μεγά­ρων, Βόχας, και των ορεινών χωρίων της επαρχίας μας, Μπερμπατιού, Λιμνών, Καρυάς, Αχλαδοκάμπου και τα ωραιότατα Γιαννιώτικα. Ούτε το γαϊτανάκι με το ρυθμικόν και ωραιότατον δημώδες τραγουδάκι του δεν έκαμεν ακόμη την εμφάνισίν του.

Πού δε τα ανάποδα κάρρα φορτω­μένα με χονδροδράπανα και πράσσα και σακκάκια ανάποδα; Ελπίζω δε ότι θα επανέλθουν και πρέπει, δια να έχωμεν μίαν πλήρη εικόνα και αναπαράστασιν της παλαιοτάτης Αποκρηάτικης Αργείας εορτής.

Αμ οι Μακεδόνες, πληρεστάτη απομίμησις και αναπαράστασις Μακεδόνων οπλιτών εν πλήρει πανοπλία, περικεφαλαίαν – ασπίδα – δόρυ – θώρακα – περικνημίδας – πέδιλα κ.λπ. Όλα όμως ήσαν με κόκκινο χαρτί. Ενθυμούμαι τον μακαρίτην Ιω. Λάπαταν, θείον εκ μητρός των εμπόρων της πόλεώς μας Αναγνωστοπούλων ή Μπαρμπίτσιδων, όστις ήτο ένας ωραίος και υψηλός άνδρας. Ήτο δε ο ωραιότερος εξ όλης της παρέας (περί τους 10). Το σπουδαίον είναι παρέσυρε και τον υπηρέτην μας Αριστοτέλην Κόϊκαν, θείον εκ πατρός των αδελφών Σταύρου και Δημητρίου Κόϊκα, τον οποίον εχάσαμεν από τας μ.μ. ώρας του Σαββάτου της Τυροφάγου μέχρι του μεσονυκτίου της Κα­θαράς Δευτέρας. Εσφαλμένως ελέγοντο Μακεδόνες, εν ω ήσαν γνησιώτατοι Έλληνες οπλίται εν πλήρει πανοπλία. Ωραιότατον το θέαμα, ήσαν όλοι ένας – ένας, σχεδόν του αυτού αναστήματος.

Είναι δυνατόν να μη αναφέρομεν την βλαχοστάνην, με λίγα προβατάκια – με παληοκάδαις και παληοκαρδάραις, καζάνια – σκύλους – καταπόταις και παντός είδους σκεύη και ποιμενικά είδη. Αλλά πούν’ ο Στάθης ο Ζορμπάς; Ο μακαρίτης επάθαινε παραισθήσεις· αρματώνετο παντός είδους όπλα, γιατα­γάνια, πιστόλια και εκαιροφυλάκτει εις τις Πορτίτσαις ή Άκοβαν για να εμποδίζη ή να συλλάβη τους ληστάς που θα εισήρχοντο εις την πόλιν μας. Ούτω ωραματίζετο και εφαντάζετο ο δυστυχής, τύπος και αυτός της τότε επο­χής. Άλλος τύπος ο Σπύρος Καραφελιάς και ο αδελφός μου Γεώργιος. Και οι τρεις απετέλουν δήθεν τους αρχιτσελιγγάδες του ανύπαρκτου τσελιγκάτου. Εν σμικρώ εμιμούντο τους βλαχοποιμένας, φρασεολογίαν, ενδυμασίαν κ.λπ. και ως δικηγόρον δια τας συναλλαγάς των είχον τον πολύν και γνωστότατον Πετραλιάν. Και εφέτος οι ολίγοι ευσταλείς, ευκίνητοι και ακούραστοι φουστανελοφόροι με τα κεντητά γιλέκα και τις φέρμελες, τα υποκάμισα με τα πλατειά μανίκια, μεταξωτά μαντήλια και το σιλάχι και με την αθάνατον και πολύπτυχον φουστανέλλαν προεκάλουν τον θαυμασμόν και τα παταγώδη χειροκροτήματα όπου και αν εχόρευον. Είναι άξιοι θερμοτάτων συγχαρητη­ρίων. Δυστυχώς όμως ελιγόστευσαν και αυτοί.

Ευχαρίστως είδον την εκ του προχείρου σύστασιν επιτροπής, η οποία δια διαφόρων δώρων εβράβευσε τους καλυτέρους προσωπιδοφόρους. Επαινώ και συγχαίρω τους σχόντας την ευγενή πρωτοβουλίαν της συστάσεως επι­τροπής. Πρώτην δε φοράν γίνεται τούτο. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Λόγω της πυκνής συγκοινωνίας είχομεν και θα έχωμεν πολλούς τα ημέρας αυτάς ξένους και ιδίως Αθηναίους, και μάλιστο ως μοί έλεγεν ο φίλος μου κ. Αθ. Μαραγκός, τας μ. μ. ώρας της Κυριακής, ήσαν τρεις Φιλλανδοί, των ο­ποίων τέτοιαν εντύπωσιν έκαμεν η Αποκρηάτικη κίνησις, ώστε παρέμειναν εις την πόλιν και όλην την Καθαράν Δευτέραν – αμφιβάλλει κανείς ότι αυ­τοί έλαβον σημειώσεις και θα δημοσιεύσουν εις τον ξένον τύπον;

Το ζήτημα της εορταστικής επιτροπής των Απόκρεω είναι τόσον σοβαρόν, τόσον σπουδαίον, περί του οποίου γράφομεν κατωτέρω ολίγας γραμμάς.

Τα πρόσωπα της επιτροπής πρέπει να είναι σοβαρά και επιβολής, να γνω­ρίζουν τα ήθη και έθιμα, την πρόοδον, την ανάπτυξιν και εξέλιξιν της πόλεώς μας, η οποία δυστυχώς, και να μην κρυπτώμεθα όπισθεν του δακτύλου μας, είναι εν μεγάλον χωρίον εν προόδω και αναπτύξει, και τούτο οφείλεται εις την έλλειψιν ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Όλα δε τα περιμένομεν από την πολιτικήν. Δήμαρχον και Βουλευτάς, εν ω στερούμεθα ιδιωτικής πρωτο­βουλίας.

Πρέπει να παραδειγματισθώμεν από το Ναύπλιον, ας αφίσωμεν τα θαύμα­τα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας της Αστικής και Υπαίθρου, αλλ’ απαραμίλλου και ασυγκρίτου ευάνδρου Αρκαδίας.

Γίνεται λόγος προ ετών περί του Τουριστικού Ξενοδοχείου και περιμένο­μεν ή από τον Δήμον ή από τον Τουρισμόν. Ιδιωτική δε πρωτοβουλία μηδέν.

Η μέλλουσα εορταστική επιτροπή πρέπει να εργασθή με ιδιωτικήν πρωτο­βουλίαν και να λείψουν τα Κομιτάτα και τα Ευρωπαϊκά Καρναβάλια, τα οποία είναι ου μόνον ξένα αλλά και ολέθρια εις τα ήθη, έθιμα και τας παρα­δόσεις της πόλεώς μας.

Απαραιτήτως πρέπει να διατηρήσωμεν την αρχαιοτάτην αυτήν εορτήν των μετημφιεσμένων όπως την διεμόρφωσεν ο λαός, και την διεμόρφωσεν όπως την θέλει, όπως την αισθάνεται, όπως την εννοεί.

Πάντως να διατηρηθή εντός του ηθικού πλαισίου – και τώρα μάλιστα που εορτάζεται άνευ ενόπλων περιπόλων.

(Εφημερίδα «Ασπίς του Άργους», 9, 16 και 23.3. 1952).

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η συμβολή του Αρχαίου Άργους στην ανάπτυξη της Μουσικής 


 

Ο Ηρόδοτος μας παραδίδει ότι περί το 600 π.Χ. οι Αργείοι είχαν τη φήμη ότι ήσαν οι καλύτεροι μουσικοί ανάμεσα στους Έλληνες [1]. Μολονότι το σχετικό εδάφιο του πατέρα της Ιστορίας αμφισβητείται, τα στοιχεία, που διαθέτουμε σήμερα για το θέμα, επιβεβαιώνουν αυτή την υπεροχή των Αργείων. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ιχνηλατήσουμε την εξέλιξη της μουσικής στο Αρχαίο Άργος, όσο μας το επιτρέπουν οι ιστορικές πηγές, τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι σύγχρονές μας μουσικολογικές  μελέτες.

Το παλαιότερο, ίσως, σχετικό αρχαιολογικό εύρημα από την περιοχή είναι η παράσταση μιας τρίχορδης λύρας σε θραύσμα αγγείου από την Τίρυνθα, που χρονολογείται στον 12ο π.Χ. αιώνα [2]. Τα όργανα της  οικογένειας της λύρας – κιθάρας αρχικά είχαν μόνο τρεις χορδές, άρα εδώ έχουμε απεικόνιση ενός οργάνου πρώιμης χρονικά περιόδου. Κατά τη Μυθολογία την τέταρτη χορδή πρόσθεσε στα όργανα αυτά ο Λίνος, γιός του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης, σε μυθικούς ακόμη χρόνους.      

Η ιστορική μνήμη μάς παραδίδει σαν πρώτο σημαντικό Αργείο μουσικό τον κιθαριστή Αριστόνικο [3]. Ο Αριστόνικος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την «ψιλήν κιθάρισιν», δηλαδή την εκτέλεση  μουσικής από μόνο κιθάρα, solo κιθάρα, τον 7ο π.Χ. αιώνα, μέχρι τότε υπήρχε μόνο «κιθαρωδία», δηλαδή τραγούδι (ωδή) με συνοδεία κιθάρας. Καθιερώνοντας ο Αριστόνικος την «ψιλήν κιθάρισιν», την σκέτη κιθάριση, αποδέσμευσε την κιθάρα από τον συνοδευτικό χαρακτήρα της στο τραγούδι και την ανάδειξε σε ανεξάρτητο μουσικό όργανο.

Σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε καλά την σημασία αυτής της καινοτομίας, αν αναλογισθούμε τί διαφορά έχουν η κιθάρα ή το πιάνο, όταν συνοδεύουν τραγούδι και ποιές γνώσεις και ικανότητες απαιτούνται, όταν αυτά τα όργανα χρησιμοποιούνται για σολιστική παρουσίαση αυτοτελών έργων για πιάνο ή κιθάρα. Και οι αρχαίοι είχαν ήδη εκτιμήσει ακριβώς αυτή τη διαφορά, γι’ αυτό, και επί αυλωδίας, νικητή στεφάνωναν μόνο τον αοιδό και όχι και τον συνοδό αυλητή.

Τόση ήταν η απήχηση αυτής της ενέργειας του Αριστόνικου ώστε η ψιλή κιθάριση θεωρήθηκε σπουδαίο επίτευγμα και καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στις μεγάλες Πανελλήνιες εορτές. Γνωρίζουμε ότι το αγώνισμα αυτό, «τῶν κιθαριστῶν τῶν ἐπὶ τῶν κρουμάτων τῶν ἀφώνων»[4], εισήχθη για πρώτη φορά, λίγα χρόνια μετά τον Αριστόνικο, στα Πύθια των Δελφών στα 558 π.Χ. και πρώτος νικητής αναδείχθηκε τότε ο Αγέλαος από την Τεγέα.

Η καθιέρωση του αγωνίσματος της solo κιθάρας στα Πύθια μας οδηγεί και σε άλλες σκέψεις. Η κιθάρα την εποχή εκείνη, και για χρόνια μετά, είχε επτά χορδές (εικ. 1), όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και σε αυτή την αγγειογραφία, είναι όμως ευνόητο ότι οι κιθαριστές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο τους επτά φθόγγους, τις επτά νότες που αντιστοιχούσαν στις ισάριθμες χορδές, αλλά με κατάλληλους δακτυλισμούς διέκοπταν τη δόνηση των χορδών σε διάφορα σημεία, όπως διακρίνουμε να κάνει με το αριστερό του χέρι ο μουσικός της εικόνας, έτσι ώστε να παράγονται και άλλοι φθόγγοι. Την ίδια αρχή εφαρμόζουν μέχρι και σήμερα όσοι παίζουν κιθάρα ή μπουζούκι ή όργανα της οικογένειας του βιολιού, πιέζοντας με το αριστερό τους χέρι τις χορδές στη ταστιέρα των οργάνων αυτών.

 

Εικ. 1. Θραύσμα ερυθρόμορφου αττικού αγγείου του 490 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ακρ. 609.

 

Η ψιλή κιθάριση διατηρήθηκε στους διάφορους ανά την Ελλάδα μουσικούς αγώνες σε όλη την διάρκεια της Ελληνικής Αρχαιότητας. Εδώ (εικ. 2) μπορούμε να δούμε ένα κιθαριστή, μάλλον σε επίσημο μουσικό αγώνα, που φορά στεφάνι και πολυτελές ένδυμα συναυλίας και είναι πλαισιωμένος από δύο κριτές.   

 

Εικ. 2. Κιθαρωδός σε μουσικό αγώνα στον ερυθρόμορφο αμφορέα του αγγειογράφου Ανδοκίδου. 5ος π.Χ. αιώνας. Μουσείο Λούβρου, G1. Φωτογραφία της RMN. Φωτογράφος Lewandowski.

 

Σύγχρονος με τον Αριστόνικο υπήρξε ένας άλλος Αργείος μουσικός, αυλητής αυτός, ο Ιέραξ, που ήταν διαπρεπής μουσικός των χρόνων του, του 7ου αιώνα π.Χ. Κατά τον Πολυδεύκη [5] ο Ιέραξ ήταν μαθητής τού μεγάλου αυλητή Ολύμπου, του τελευταίου από την ονομαστή μυθική αυλητική Φρυγική τριάδα, που την αποτελούσαν οι: Ύαγνις, Μαρσύας και Όλυμπος. Ο Ιέραξ πέθανε νέος, πρόλαβε, όμως, να αφήσει σημαντικό έργο, που αφορούσε συνθέσεις για αυλούς. Το όνομά του στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής συνδέεται με τρεις μορφές, με τρία είδη συνθέσεων για αυλούς, τα οποία επινόησε αυτός : τον ιεράκειον νόμον, το ιεράκειον μέλος και την ενδρομήν.

Ο ιεράκειος νόμος ήταν σύνθεση για αυλούς και, όπως όλοι οι νόμοι της αρχαίας ελληνικής μουσικής, αποτελούσε σημαντική σύνθεση υψηλών απαιτήσεων∙ ήταν μια πολύ πειθαρχημένη και αυστηρού χαρακτήρα μορφή – μουσική φόρμα, τόσο από πλευράς σύνθεσης όσο και από πλευράς εκτέλεσης. Οι συνθέτες των μουσικών νόμων, αλλά και οι παρουσιαστές τους, ήσαν υποχρεωμένοι να τηρούν τα διάφορα στοιχεία αυτών των συνθέσεων απαρέγκλιτα σαν να επρόκειτο για νόμους της Πολιτείας, και μάλιστα από αυτήν την υποχρέωση οι συνθέσεις αυτές ονομάστηκαν νόμοι. Ειδικά οι ιεράκειοι νόμοι είχαν, φαίνεται, τόσες ιδιαιτερότητες και τόσες δυσκολίες κατά την εκτέλεσή τους, ώστε υπήρχαν ειδικές αυλητρίδες που έπαιζαν στον αυλό τους αποκλειστικά ιεράκειους νόμους [6].

Το ιεράκειον μέλος ήταν ένα άλλο είδος οργανικής σύνθεσης που το έπαιζαν και πάλι με αυλούς, συνοδεύοντας τα κορίτσια που κρατούσαν τα λουλούδια, τις «ανθεσφόρες», κατά την πομπή προς τιμή της Ήρας – Ανθείας, που τελούσαν στο Άργος [7]. Κάθε φορά, με την ευκαιρία αυτής της πομπής, οι μεταγενέστεροι αυλητές επί αιώνες συνέθεταν νέα ιεράκια μέλη.

Τέλος η ενδρομή ήταν και αυτή ένα είδος σύνθεσης για αυλό, διακεκριμένη και σπουδαία, την οποία πρώτος εμπνεύστηκε και συνέθεσε ο Ιέραξ, και η οποία καθιερώθηκε να συνοδεύει στους Ολυμπιακούς αγώνες το αγώνισμα του πεντάθλου κάθε φορά, με νέα έργα αυτού του είδους. Τις συνθέσεις αυτές τις θεωρούσαν τόσο σπουδαίες ώστε να τις δημιουργούν και να τις παρουσιάζουν διάσημοι αυλητές, όπως υπήρξε ο Πυθόκριτος ο Σικυώνιος, που παρουσίασε έξι φορές ενδρομή στους Ολυμπιακούς αγώνες στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. [8], ενώ παράλληλα ο ίδιος είχε  αναδειχθεί και άλλες έξι φορές πυθιονίκης-αυλητής στους Δελφούς. Για τις νίκες του αυτές, μάλιστα, τιμήθηκε με ανάγλυφη ενεπίγραφη στήλη στην Ολυμπία. Οι ενδρομές εξακολούθησαν να συνοδεύουν το πένταθλο (άλμα, δρόμος, δίσκος, ακόντιο και πάλη) μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή από συνήθεια πλέον, τότε, όμως, οι συνθέσεις αυτές κατέληξαν να είναι ασήμαντες και αδύναμες και οπωσδήποτε όχι ανάλογες προς την αρχαιοπρεπή και σπουδαία μορφή που είχε συλλάβει ο Ιέραξ, ο πρώτος δημιουργός τους [9].    

Η έντονη μουσική ανάπτυξη εξακολούθησε να σημειώνεται στο Άργος και στην Αργολίδα γενικά και κατά τη διάρκεια του 7ου , 6ου  και 5ου αιώνα π.Χ. Τότε παρουσιάστηκαν μεγάλες μουσικές μορφές όπως ο αυλητής και ποιητής Σακάδας, η σπουδαία Αργεία ποιήτρια και μουσικός Τελέσιλλα, ο μουσικός και πρώτος θεωρητικός της μουσικής Λάσος ο Ερμιονεύς, ο Μικύλος, του οποίου μάλιστα έχει σωθεί το χάλκινο κύμβαλo (εικ.3) με την επιγραφή ΤÔΙ ΑỈCΚΛΑΠΙÔΙ ẢΝÉΘΕΚΕ ΜΙΚÝΛΟC και άλλοι.     

 

Εικ. 3. Χάλκινο Κύμβαλο του Μικύλου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αρ. ευρ. 10870 της Συλλογής Χαλκών του Μουσείου.

 

Στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται στο Άργος ένας από «τοὺς εὑρετὰς τῆς πρώτης μουσικῆς» (κατά τον Λυσία [10]), είναι ο ονομαστός αυλητής Σακάδας ο Αργείος. Αρχικά ο Σακάδας ήταν ποιητής, συνθέτης μελοποιημένων ελεγείων και αυλωδός, αλλά αργότερα στράφηκε στην καθαρά αυλητική τέχνη [11]. Όπως παλαιότερα ο συμπατριώτης του Αριστόνικος διαχώρισε την κιθαρωδία σε κιθάριση και ωδή, έτσι και ο Σακάδας απελευθέρωσε τον αυλό από τη συνοδεία του τραγουδιού και τον ανέδειξε σε αυθύπαρκτο όργανο. Όταν στα 586 π.Χ. καθιερώθηκε σαν επίσημο αγώνισμα στα Πύθια, στους Δελφούς, η εκτέλεση σόλο αυλού, δηλαδή η σκέτη αύληση, ο Σακάδας αγωνίστηκε και νίκησε παρουσιάζοντας εκεί, στο Θέατρο των Δελφών (εικ. 4), για πρώτη φορά τον Πυθικό Νόμο. Κατά τον Παυσανία [12] τη νίκη του αυτή την επανέλαβε και στις δύο επόμενες πυθιάδες με νέους Πυθικούς νόμους, καθιερώνοντας τη νέα αυτή μορφή σύνθεσης.

 

Εικ. 4. Θέατρο των Δελφών.

 

Ο Πυθικός νόμος ήταν μια σύνθεση που είχε σκοπό να περιγράψει την πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα, τον  φοβερό δράκοντα-φίδι, που αρχικά ήταν ο κύριος των Δελφών, και να υμνήσει την τελική νίκη του θεού.

Τον Πυθικό νόμο αποτελούσαν τα εξής πέντε μέρη :

1ο) η πείρα (εισαγωγή δηλαδή), όπου ο θεός εξετάζει την καταλληλότητα του χώρου πριν αρχίσει τον αγώνα,

2ο) ο κατακελευσμός (δηλαδή η πρόκληση,), εδώ ο θεός προκαλεί σε αγώνα τον Πύθωνα,

3ο) το ιαμβικόν, όπου ο αυλός διηγείται μουσικά τον κυρίως αγώνα. Στο μέρος αυτό επιχειρείται η μίμηση από τον αυλό του τριξίματος των δοντιών του πληγωμένου δράκοντα με τον λεγόμενο οδοντισμό,

4ο) το σπονδείον, όπου δηλώνεται η νίκη  του θεού και τέλος

5ο) η καταχόρευσις, ο επινίκιος χορός, όπου ο θεός γιορτάζει χορεύοντας  τη νίκη του.

Και μόνη η απαρίθμηση των μερών του Πυθικού νόμου είναι αρκετή για να καταστήσει σαφές ότι τα έργα αυτά ήσαν συνθέσεις μεγάλης έκτασης και πολλών απαιτήσεων.

Η εντύπωση που δημιούργησε ο Πυθικός νόμος ήταν τόσο έντονη, ώστε, κατά τον Παυσανία [13], ο Σακάδας έγινε αιτία να διαλυθεί η απέχθεια που έτρεφε ο Απόλλων προς τους αυλητές, κατάλοιπο της έχθρας του θεού προς τον αυλητή  Μαρσύα, μετά τον μεταξύ τους μουσικό αγώνα.

Τα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια του Πυθικού νόμου διατηρήθηκαν από τους μεταγενέστερους συνθέτες, που ήσαν συγχρόνως και οι εκτελεστές τους, αναλλοίωτα για αιώνες, μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., οπότε και τροποποιήθηκε ο Πυθικός νόμος από τον Τιμοσθένη, τον ναύαρχο του φιλότεχνου βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου (309-247 π.Χ.) [14].

Τους αυλητές που έπαιζαν τους Πυθικούς νόμους τους ονόμαζαν πυθικούς αυλητές ή πυθαύλες και τους αυλούς που μεταχειρίζονταν για την παρουσίασή τους πυθικούς αυλούς [15] . Εδώ (εικ. 5) Βλέπουμε αυλητή με επίσημο ένδυμα να παίζει τον δίαυλό του σε μουσικό αγώνα.

 

Εικ. 5. Ερυθρόμορφος αμφορέας των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Ο Πυθικός νόμος είναι η πρώτη γνωστή σύνθεση προγραμματικής μουσικής, της οποίας γνωρίζουμε την υπόθεση που διηγείται η μουσική. Με τον όρο προγραμματική μουσική ονομάζουμε σήμερα στη μορφολογία μια ελεύθερη φόρμα – μορφή, που έχει σκοπό να εκφράσει με ήχους, όσο το δυνατόν πιο παραστατικά, μια σκέψη, μια υπόθεση ή να διηγηθεί ένα ποίημα. Στη νεώτερη εποχή αυτός που καθιέρωσε την προγραμματική μουσική ήταν ο Έκτωρ Μπερλιόζ (Hector Berlioz, 1803-1869), μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα.

Με τις νίκες του εκείνες ο Σακάδας έγινε ο ιδρυτής της περίφημης αυλητικής παράδοσης, της αυλητικής σχολής του Άργους, σχολής που για πολλούς αιώνες ανταγωνιζόταν την επίσης ονομαστή Θηβαϊκή αυλητική σχολή, που ίδρυσε εκεί ο εξίσου σπουδαίος Θηβαίος αυλητής Πρόνομος. Μάλιστα μεταξύ των δύο αυτών παραδόσεων αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα, που γνωρίζουμε ότι ίσχυε τουλάχιστον μέχρι το 369 π.Χ., όταν οι Αργειακοί και οι Βοιωτικοί αυλοί συναγωνίζονταν, παίζοντας αντίστοιχα συνθέσεις του Σακάδα και του Προνόμου, καθώς συνόδευαν το κτίσιμο των τειχών, των ναών και των κατοικιών της Πελοποννησιακής Μεσσήνης [16].

Βιογραφικές πληροφορίες για τον Σακάδα δεν μας έχουν διασωθεί, φαίνεται όμως ότι ήταν γενικά καταξιωμένη μουσική προσωπικότητα με πανελλήνια προβολή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανίου [17] ο Πίνδαρος είχε αφιερώσει στον Σακάδα κάποιον ύμνο ή τουλάχιστον τον ανέφερε σε κάποιο προοίμιό του, όπου φαίνεται ότι σχολίαζε το μέγεθος των αυλών του Αργείου αυλητή. Με αφορμή μάλιστα εκείνο το εδάφιο του Πινδάρου, ο Παυσανίας ψέγει τον γλύπτη του αγάλματος του Σακάδα, που ο ίδιος είδε να υπάρχει στο ιερό άλσος των Μουσών στον Ελικώνα ανάμεσα στα αγάλματα των Μουσών, γιατί στο άγαλμα εκείνο, κατά τον Περιηγητή, δεν τηρήθηκαν οι αναλογίες αυλητή – αυλών που ανέφερε ο Πίνδαρος.

Ο Ψευδο – Πλούταρχος, εκτός του Πυθικού νόμου, αποδίδει στον Σακάδα και άλλες δημιουργίες, όπως τον Τριμερή νόμο [18]. Ο Τριμερής ή Τριμελής νόμος ήταν μια σύνθεση, που περιελάμβανε Δώριο, Φρύγιο και Λύδιο τρόπο και ο Σακάδας συνέθεσε τρεις στροφές και δίδαξε τη χορωδία να τραγουδάει την πρώτη στροφή σε Δώριο, τη δεύτερη σε Φρύγιο και την τρίτη σε Λύδιο τρόπο. Η ύπαρξη των τριών διαφορετικών αρμονιών-τρόπων έδωσε και τον χαρακτηρισμό τού Τριμερούς στη σύνθεση αυτή. Ο Πλούταρχος προσθέτει, βεβαίως, ότι ως εφευρέτης του νόμου αυτού αναφέρεται κάπου ο Κλονάς ο Σικυώνιος.            

Ο Ψευδο – Πλούταρχος συνεχίζει να μας πληροφορεί ότι ο Σακάδας μαζί με τον Θαλήτα από τη Γόρτυνα, τον Ξενόδαμο από τα Κύθηρα, τον Ξενόκριτο από τους Λοκρούς και τον Πολύμνηστο από την Κολοφώνα υπήρξαν οι συνδημιουργοί της δεύτερης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής (παράδοσης). Η ομάδα αυτή των μουσικών θέσπισε στη Σπάρτη τις Γυμνοπαιδίες, όπου είχαμε τους τρεις χορούς : των γερόντων, των ανδρών και των παίδων με τα γνωστά τους τραγούδια [19]. Οι ίδιοι μουσικοί οργάνωσαν στην Αρκαδία τις Αποδείξεις, για τις οποίες δεν έχουμε πληροφορίες, και τέλος στο Άργος τα Ενδυμάτια.

Τα Ενδυμάτια ήσαν εορτή που τελούσαν στο Άργος προς τιμήν της Ήρας, ανάλογη προς τα Παναθήναια των Αθηνών, σε αυτήν οι ιέρειες της θεάς περιέβαλλαν το λατρευτικό άγαλμά της με το «πάτος», τον ποδήρη πέπλον της Ήρας (το πάτος, του πάτους). Κατά την εορτή αυτή έψαλλαν τις ειδικές συνθέσεις των Ενδυματίων του Σακάδα.

Κατά τον Ψευδο – Πλούταρχο [20] η ομάδα αυτή των πέντε μεταρρυθμιστών, παρά τους νεωτερισμούς που εισήγαγε, δεν απομακρύνθηκε από το υψηλό ύφος των παλαιοτέρων μουσικών και κυρίως του Τερπάνδρου, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης Σπαρτιατικής μουσικής σχολής∙  ειδικά δε ο Σακάδας αναφέρεται ότι, αν και καινοτόμησε ως προς τη ρυθμοποιΐα, διατήρησε την υψηλή μορφή στις συνθέσεις του.

Ο Παυσανίας [21] και πάλι μας πληροφορεί ότι είδε τον τάφο του Σακάδα στο Άργος, κοντά στο γυμναστήριο του Κυλάραβι και στη εκεί πύλη, οκτώ ολόκληρους αιώνες μετά τον θάνατο του μουσικού.  Από τον Ησύχιο παραδίδεται και ένα πνευστό όργανο με το όνομα «σακάδιον», που η κατασκευή του αποδίδεται στον Σακάδα, αυτό όμως μας είναι άγνωστο από άλλες πηγές (Ησύχιος, λήμα σακάδιον).

Ο Σακάδας, εκτός από διάσημος μουσικός ήταν και πολύ καλός ποιητής, όπως όλοι οι ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Από τα  μουσικά έργα του Σακάδα δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα, από τα ποιητικά του έργα γνωρίζουμε μόνο τον τίτλο ενός, πρόκειται για ένα ποίημά του με τίτλο «Ἰλίου Πέρσις», Πάρσιμο του Ιλίου, Άλωση της Τροίας, όπου, κατά τον Αθήναιο [22], ο Σακάδας κατονόμαζε «πάμπολλους» από εκείνους που είχαν κρυφθεί στον Δούρειον Ίππο [23].  Εδώ (εικ. 6) βλέπουμε μιαν χαρακτηριστική απεικόνιση του Δουρείου Ίππου σε ανάγλυφο αγγείο, με παραστάσεις από την άλωση της Τροίας, αγγείο που είναι σύγχρονο ή λίγο προγενέστερο της εποχής του Σακάδα, και που σήμερα κοσμεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου.     

 

Εικ. 6. Μεγάλος ανάγλυφος αμφορέας του 7ου π.Χ. αιώνα, του γνωστού κεραμεικού εργαστηρίου αναγλύφων αγγείων της Τήνου, που βρέθηκε στη Χώρα της Μυκόνου και είχε χρησιμοποιηθεί για ταφή. Αριθμός Καταλόγου 2240 του Αρχαιολογικού μουσείου Μυκόνου.

 

Λίγο μεταγενέστερη του Σακάδα είναι μια σπουδαία γυναικεία μορφή, η λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα, αυτή έζησε στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Υπήρξε σπουδαία ποιήτρια και μουσικός. Πρέπει εδώ να διευκρινισθεί και πάλι ότι σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Αρχαιότητας όλοι οι ποιητές, και οι μεγάλοι τραγικοί, ήσαν συγχρόνως και πολύ καλοί μουσικοί και μελοποιούσαν οι ίδιοι τα δημιουργήματά τους, άλλωστε ειδικά η λυρική ποίηση όχι μόνο ήταν μελοποιημένη, αλλά είχε συνοδεία κυρίως λύρας, τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια, και ακριβώς στη συνοδεία του οργάνου αυτού οφείλει τον επιθετικό προσδιορισμό της, πρόκειται, δηλαδή, για ποίηση προορισμένη να τραγουδιέται με συνοδεία λύρας.

Αν και η Τελέσιλλα έζησε σε χρόνια ιστορικά, οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της είναι αρκετά συγκεχυμένες. Κατά τον Πλούταρχο[24], ήταν γόνος επιφανούς και ένδοξης αργειακής οικογένειας, χωρίς να διευκρινίζεται σε τί συνίστατο η οικογενειακή αυτή δόξα. Ο Πλούταρχος επίσης μας πληροφορεί ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και ότι στη νεανική της ηλικία ήταν φιλάσθενη, πράγμα που της δημιουργούσε πολλά δυσάρεστα  προβλήματα, ώστε χρειάστηκε να ζητήσει τη συμβουλή του Μαντείου των Δελφών∙ η απάντηση της Πυθίας ήταν : «τὰς Μούσας θεραπεύειν». Ο χρησμός αυτός, φαίνεται ότι ικανοποίησε τη νεαρή Τελέσιλλα, η οποία τον ακολούθησε, καλλιέργησε τις φυσικές ικανότητες, που, αναμφίβολα, είχε και κατέληξε να θεωρείται και από τους συγχρόνους και από τους μεταγενεστέρους της σαν μια πολύ μεγάλη ποιητική και μουσική μορφή. Έξι αιώνες αργότερα ο επιγραμματοποιός του 1ου αιώνα μ.Χ. Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς την θαυμάζει και την συγκαταλέγει, μαζί με την Σαπφώ, μεταξύ των εννέα Μουσών που ανέδειξε η Γη[25], σε αντιδιαστολή προς τις εννέα Ουράνιες Μούσες [26].

Γνωρίζουμε ότι η Τελέσιλλα υπήρξε σύζυγος του Ίδα, ο οποίος, μετά τον θάνατό της, ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της, του οποίου έχει σωθεί το επίγραμμα [27]. Το επίγραμμα αυτό αναφέρει :

 

 «Σῆμά τοι, ὦ γλυκερὴ Τελέσιλλα, ἐνθάδε καλὸν

τεῦξεν Ἴδας ἀλόχῳ, λάχειν ἥ οἱ πᾶν τὸ περισσὸν

πίστεος[28], εὐνοίας, ἀρετῆς ἀγανοφροσύνης τε,

ὄφρα καὶ ἐσσομένοισι τεὸν κλέος ἄφθιτον εἴη.»

 Σε ελεύθερη μετάφραση :

Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, εδώ ωραίο

έκτισε ο Ίδας στη σύζυγο, που του έτυχε, η οποία του πρόσφερε περίσσια

πίστη, εύνοια, αρετή και πραότητα,

ώστε να είναι η δόξα σου αθάνατη και στους μεταγενέστερους.

 

Από το επίγραμμα αυτό μαθαίνουμε τις αρετές που διέκριναν την Τελέσιλλα, εν τούτοις από τους ιστορικούς και τους αρχαίους συγγραφείς που την αναφέρουν (Παυσανίας, Πλούταρχος, Αθήναιος, Πολυδεύκης και άλλοι) δεν μας έχουν διασωθεί άλλες πληροφορίες για τη ζωή της, δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε, σε ποιά ηλικία, πού και πότε πέθανε κ.ο.κ.

Γύρω από το όνομά της και τη δράση της αναπτύχθηκε μια παράδοση, που παρουσιάζει την ποιήτρια σαν μια μοναδική ηρωική μορφή, που κατόρθωσε με τη γενναία στάση της και τα ενθουσιαστικά πατριωτικά ποιήματά της να εμψυχώσει τους γέροντες, τις γυναίκες, ακόμη και τα παιδιά και να τους παρατάξει με επιτυχία εναντίον των Σπαρτιατών, που επιζητούσαν να καταλάβουν το Άργος, αφού οι μάχιμοι  άνδρες της πόλης είχαν σκοτωθεί μέχρις ενός, περί το 494 π.Χ., στη μάχη της Σηπείας. Τελικά ο στρατός των Σπαρτιατών υποχώρησε και η πόλη του Άργους δεν κυριεύθηκε.

Τα βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα είναι ότι οι Σπαρτιάτες, ήδη μετά την επικράτησή τους στον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657 π.Χ.), θέλησαν να καταστούν η μοναδική ηγέτιδα δύναμη στη Πελοπόννησο, εμπόδιο σε αυτή τους την επιδίωξη συναντούσαν το Άργος∙ υπομονετικά, όμως, και επί ενάμιση αιώνα προωθούσαν το σκοπό τους, άλλοτε με πολεμικές πράξεις και άλλοτε με διπλωματικές ενέργειες. Τελικά λίγο μετά το 500 π.Χ., πιθανότατα το 494 π.Χ., ο δραστήριος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ο Α΄, ετεροθαλής ομοπάτριος αδελφός του Λεωνίδα, νίκησε κατά κράτος τον στρατό των Αργείων πλησίον της Τίρυνθος, στη Σηπεία, όπου κατά τον Ηρόδοτο [29] σκοτώθηκαν 6.000 Αργείοι, και όσοι  επέζησαν της μάχης και κατέφυγαν, ως ικέτες, στο παρακείμενο του πεδίου της μάχης ιερό άλσος του Άργου, κάηκαν ζωντανοί, κατόπιν διαταγής του Κλεομένους[30]. Παρόλη τη νίκη του αυτή ο Σπαρτιάτης βασιλιάς δεν προχώρησε, κατά τον Ηρόδοτο, σε κατάληψη της πόλης, εξ αιτίας των διαφορών που είχε με τον δεύτερο βασιλιά της Σπάρτης, τον Δημάρατο.       

Μετά την καταστροφή αυτή, και προφανώς αργότερα, αναπτύχθηκε η αργειακή παράδοση, που παρουσίασε την ποιήτρια Τελέσιλλα σαν ηρωική υπερασπίστρια της πόλης της. Όπως προσφυώς παρατηρεί ο Μ. Μιτσός [31], ο σύγχρονος των γεγονότων Ηρόδοτος, που περιγράφει με λεπτομέρειες την εκστρατεία εκείνη, δεν αναφέρει να είχε μια τέτοια δράση η Τελέσιλλα, πράγμα περίεργο, αν τα γεγονότα είχαν συμβεί όπως τα παραδίδουν ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Οι τελευταίοι αυτοί, πιθανώς να άντλησαν τις πληροφορίες τους από μεταγενέστερες πηγές, όταν είχε πλέον αναπτυχθεί και εδραιωθεί στη συνείδηση των Αργείων ο θρύλος γύρω από  την Τελέσιλλα.

Ο Παυσανίας [32] περιγράφει ότι είδε περί το 170 μ.Χ. στο επάνω μέρος  του θεάτρου του Άργους, και προ του ιερού της Αφροδίτης που υπήρχε εκεί, μια ανάγλυφη στήλη, που παρουσίαζε την Τελέσιλλα να κρατά στα χέρια της κράνος και να ετοιμάζεται να το βάλει στο κεφάλι της, ενώ στα πόδια της ήσαν ριγμένα τα βιβλία της, και μάλιστα, με αφορμή αυτήν ακριβώς τη στήλη, μας αναφέρει την θρυλούμενη ηρωική στάση της ποιήτριας. Πιθανώς οι Αργείοι να θέλησαν να παρουσιάσουν την Τελέσιλλα σαν περίπτωση ανάλογη με εκείνη του Τυρταίου στη Σπάρτη. Αγνοούμε, λοιπόν, λεπτομέρειες από τη ζωή της σπουδαίας αυτής λυρικής ποιήτριας, και οι σύγχρονοί μας ιστορικοί βάσιμα αμφισβητούν την ακρίβεια του ωραίου μύθου που την περιβάλλει.

Για την ποιητική της δραστηριότητα γνωρίζουμε ότι στα ποιήματά της χρησιμοποιούσε δικό της μέτρο, το τελεσίλλειο μέτρο. Τα ποιήματά της είχαν τον τίτλο Άσματα, ήσαν όλα λυρικά ποιήματα, συνήθως παρθένια, και κατά καλή συγκυρία έχουν διασωθεί κάποια μικρά αποσπάσματα από τα άσματά της εις Άρτεμιν, εις Απόλλωνα, εις Νιόβην και ίσως εις τους γάμους Διός – Ήρας.

Ο Παυσανίας [33] μας παραδίδει ότι στη κορυφή του όρους Κορυφαίον, πλησίον της Επιδαύρου, υπήρχε ιερό της Αρτέμιδος Κορυφαίας, και ότι αυτό το ιερό το μνημόνευσε η Τελέσιλλα σε κάποιο άσμα της. Θεωρείται πιθανόν ότι σε εκείνο το ποίημά της ανήκουν οι δύο ακόλουθοι διασωθέντες στίχοι [34]:

 

 Ἅδ’ Ἄρτεμις, ὦ κόραι,                                 αυτή δε η Άρτεμις, κορίτσια,

    φεύγοισα τὸν Ἀλφεόν.                                 αποφεύγοντας τον Αλφειόν.

 

Τέλος στην Επίδαυρο βρέθηκε επιγραφή  σε γκρίζο σκληρό ασβεστόλιθο με κόκκινα νερά, σπασμένη σε τρία τεμάχια. Η επιγραφή έχει χαραγμένους τρεις Ύμνους, ο πρώτος Ύμνος είναι αφιερωμένος σε όλους τους θεούς, ο δεύτερος στον Πάνα, και ο τρίτος στη Μητέρα των θεών. Ο Ύμνος στη Μητέρα των θεών (Ματρὶ θεῶν), την Ρέα, έχει τελεσίλλειο μέτρο, αποδίδεται στην Τελέσιλλα και έχει σωθεί ολόκληρος, σχεδόν ακέραιος.

Ο ωραίος αυτός Ύμνος είναι ο εξής :         και σε μετάφραση :

 

   Ματρὶ θεῶν.                                               Στη Μητέρα των θεών.

Ὦ Μνημοσύνας κόραι                               Ω κόρες της Μνημοσύνης

δεῦρ’ ἔλθετε ἀπ’ ὠρανῶ                             ελάτε εδώ από τον ουρανό

καί μοι συναείσατε                                    και τραγουδήστε μαζί μου

τὰν ματέρα τῶν θεῶν,                               την μητέρα των θεών,

ὡς ἦλθε πλανωμένα                                  που ήρθε αφού περιπλανήθηκε

κατ’ ὤρεα καὶ νάπας,                                στα όρη και στα φαράγγια

σύρουσ’ ἀβρόταν κόμαν,                          τραβώντας την ιερή κόμη,

κατωρημένα φρένας.                                 έχοντας τελείως χάσει τον νου της. 

Ὁ Ζεὺς δ’ ἐσιδὼν ἄναξ                             Όταν όμως είδε ο βασιλιάς Δίας 

τὰν ματέρα θεῶν,                                      την μητέρα των θεών,

κεραυνόν ἔβαλλε – καὶ                              έριχνε κεραυνό – και

τὰ τύμπαν’ ἐλάμβανε –                              έπαιρνε τα τύμπανα – 

πέτρας διέρρησε – καὶ                               έσπαζε τις πέτρες – και 

τὰ τύμπαν’ ἐλάμβανε – .                             έπαιρνε τα τύμπανα – .  

Μάτηρ, ἄπιθ’ εἰς θεούς,                             Μητέρα, άπελθε προς τους θεούς,

καὶ μὴ κατ’ ὄρη πλανῶ,                            και μη πλανάσαι στα όρη,

μή σε χαροποὶ λέοντες                              μήπως λαμπροί λέοντες

ἢ πολιοὶ λύκοι –                                         ή γκριζωποί λύκοι –

ἔδωσι πλανωμέναν.                          σε κατασπαράξουν ενώ περιπλανάσαι.

Καὶ οὐκ ἄπειμι εἰς θεούς,                          Και δεν απέρχομαι προς τους θεούς,

ἂν μὴ τὰ μέρη λάβω,                                 αν δεν λάβω τα μερίδια μου,

τὸ μὲν ἥμισυ οὐρανῶ,                               το μισό μεν του ουρανού,

τὸ δὲ ἥμισυ γαίας,                                     το μισό δε της γης,

πόντω τὸ τρίτον μέρος∙                             της θάλασσας το ένα τρίτον∙

χοὔτως ἀπελεύσομαι.                                και έτσι θα φύγω.

Χαῖρ’ ὦ μεγάλα                                         Χαίρε, ω μεγάλη 

ἄνασσα, Μᾶτερ Ὀλύμπω[35] .       βασίλισσα, Μητέρα του Ολύμπου.     

 

Το αρχαίο κείμενο είναι εύκολα κατανοητό ακόμη και με ελάχιστες γνώσεις αρχαίων ελληνικών, ενώ συγχρόνως διατηρεί τη μουσικότητά του, που δεν μπορεί να αποδώσει καμία μετάφραση. Η επιγραφή αυτή φυλάσσεται, δεν εκτίθεται, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Επιδαύρου. Με ενθουσίασε η ωραία ιδέα που μου διατύπωσε ο συνάδελφος – αρχαιολόγος κ. Χρήστος Πιτερός, να γίνει, δηλαδή, αντίγραφο της επιγραφής αυτής και να τοποθετηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους. Εύχομαι αυτό να είναι σχετικά εύκολο να πραγματοποιηθεί, ώστε η πολύ μεγάλη  Αργεία ποιήτρια Τελέσιλλα να βρει τη θέση της στο Μουσείο της γενέτειράς της.      

Με το τέλος του 6ου αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. συντελείται μια ιστορική πρόοδος σε ότι αφορά τη μουσική γενικά. Τώρα οι μουσικοί συστηματοποίησαν την ενασχόλησή τους με την τέχνη τους και σαν φυσική συνέπεια προέκυψε η ανάγκη καταγραφής των έργων τους, ανάγκη που τελικά κατέληξε στη δημιουργία της «παρασημαντικής», της πρώτης μουσικής γραφής του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε και πού άρχισαν αυτές οι προσπάθειες καταγραφής της μουσικής. Μέχρι τώρα η αρχαιότερη αναφορά, και αυτή έμμεση, μας δίνει χρονολογία γύρω στα 470 π.Χ. Γνωρίζουμε, δηλαδή, ότι τότε ο Πίνδαρος απέστειλε από την Ελλάδα στο ιερό του Άμμωνος Διός στην Αίγυπτο έναν Ύμνο προς τιμήν του θεού [36], πράγμα που προϋπέθετε μουσική γραφή και μάλιστα γνωστή και κατανοητή και στους ιερείς του Άμμωνος Διός, διότι τότε οι Ύμνοι ήσαν πάντοτε μελοποιημένοι από τους ίδιους τους ποιητές τους. Αυτής της εποχής ή λίγο παλαιότερο είναι και το δείγμα αποτύπωσης μουσικής που μας παρέχει το επίνητρο της Ελευσίνας  (εικ. 7), όπου έχουμε προφανώς καταγραφή ενός πολύ σύντομου σκοπού σαλπίσματος. Εδώ μουσικά σημεία είναι τα γράμματα ή μάλλον οι συλλαβές που πλαισιώνουν την Αμαζόνα.

 

Εικ. 7. Θραύσμα 1 του Επινήτρου της Ελευσίνας. Μουσείο Ελευσίνας, αρ. 465 και παλαιός αρ. 907.

 

Η αρχαία ελληνική μουσική γραφή είναι γνωστή σε μας σήμερα κυρίως χάρη στους πίνακες του συγγράμματος Εισαγωγή Μουσική του θεωρητικού της μουσικής Αλυπίου, 3ος – 4ος αιώνας μ.Χ., ώστε με τη βοήθειά τους να είναι αναγνώσιμα τα ελάχιστα (περί τα 60 ή λίγα περισσότερα) γραπτά μουσικά κατάλοιπα της Ελληνικής Αρχαιότητας, παρτιτούρες θα λέγαμε, που, όμως, όλα πλην ενός, είναι πολύ κατεστραμμένα. Γενικά πιστεύεται ότι η οργάνωση της μουσικής γραφής ακολούθησε διάφορα εξελικτικά στάδια για να καταλήξει σε ένα σύστημα αλφαβητόμορφης μουσικής γραφής, όπου χρησιμοποίησε ως σύμβολά της τα γράμματα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου κανονικά ή παραποιημένα, ορθά, (εικ. 8) πλάγια, ύπτια, απεστραμμένα, ανεστραμμένα, διπλά, τετράγωνα, καθειλκυσμένα, ελλιπή κ.ο.κ. Οι αρχαίοι Έλληνες διαμόρφωσαν τελικά διπλή μουσική γραφή, είχαν δηλαδή άλλα σύμβολα για την οργανική μουσική, την κρουματογραφία, και άλλα για την φωνητική μουσική, την μελογραφία. Τα ίδια τα σχήματα των μουσικών συμβόλων της οργανικής γραφής, της κρουματογραφίας, θυμίζουν την αρχαϊκή μορφή που είχαν τα γράμματα των μέσων χρόνων του 5ου αιώνα π.Χ.

 

Εικ. 8. Πίνακας με σύμβολα αρχαίας παρασημαντικής.

 

Ας δούμε τα συμπεράσματα δύο διεθνώς καταξιωμένων ειδικών μελετητών του θέματος. Κατά τον καθηγητή Egert Pöhlmann [37] «περισσότερες δυνατότητες συγκρίσεων προσφέρουν τα αλφάβητα του Άργους και των Μυκηνών. . .  Αυτό που βλέπουμε να προκύπτει, συνεχίζει, είναι ότι οι απαρχές της μουσικής γραφής της κρουματογραφίας, θα πρέπει να αναζητηθούν στο Άργος και να χρονολογηθούν στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., στο τελευταίο τέταρτο του οποίου πρέπει να δημιουργήθηκε και η μελογραφία.»..

Για το ίδιο θέμα ο M. L. West συμπεραίνει ότι : «την οργανική παρασημαντική, ή εν πάση περιπτώσει τον αρχικό της πυρήνα, την εφηύρε κάποιος μουσικός από την Αργολίδα, όχι πολύ αργότερα από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και πιθανώς λίγο νωρίτερα. Δεν μπορεί κανείς να μη νοιώσει έκπληξη, σημειώνει, από τη σύμπτωση ότι δύο από τους παλαιότερους γνωστούς θεωρητικούς (της μουσικής) κατάγονται από αυτήν ή από κοντινή περιοχή, ο Λάσος ο Ερμιονεύς και ο Επίγονος ο Σικυώνιος» [38]

Ήδη κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., λοιπόν, διάσημοι Αργείοι μουσικοί είχαν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στα μουσικά πράγματα της Ελλάδος. Ο Αριστόνικος και ο Σακάδας καθιέρωσαν την κιθάρα και τον αυλό αντίστοιχα ως αυτόνομα σολιστικά όργανα στους μουσικούς αγώνες. Ο Ιέραξ και ο Σακάδας επινόησαν και καθιέρωσαν ιδιαίτερες μορφές (φόρμες) αξιόλογων συνθέσεων και γενικά εισήγαγαν καινοτομίες, που συνέβαλαν στην εξέλιξη της μουσικής εκείνων των χρόνων.

Ο Σακάδας συμμετείχε στην διαμόρφωση των εορτών των Γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη, των Αποδείξεων στην Αρκαδία και των Ενδυματίων στο Άργος. Ο Λάσος ο Ερμιονεύς μελέτησε τη μουσική θεωρητικά και είναι ο πρώτος που συνέγραψε θεωρητικό σύγγραμμα περί μουσικής, άλλωστε στις ενέργειες του Λάσου οφείλεται και η εισαγωγή και καθιέρωση του διθυράμβου ως αυτοτελούς αγωνίσματος στους μουσικούς αγώνες των διαφόρων εορτών.

Τέλος η μελέτη της αρχαίας παρασημαντικής σήμερα, είκοσι έξι  αιώνες μετά τη δημιουργία της, υποδεικνύει σαν τόπο επινόησής της την Αργολίδα του 5ου αιώνα π.Χ.  Όλα αυτά τα δεδομένα δικαιώνουν το εδάφιο του Ηροδότου που αναφέρθηκε στην αρχή, εύλογα στα χρόνια εκείνα οι Αργείοι είχαν τη φήμη ότι είναι οι πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων στη μουσική, αφού είχαν συμβάλλει ουσιαστικά με τόσα νέα στοιχεία στην ανάπτυξή της.

Μετά από αυτή την ακμή περί τα μουσικά πράγματα μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., η μουσική κίνηση στο Άργος και την Αργολίδα εξακολούθησε να είναι ζωηρή, περιοριζόταν, όμως, πλέον στο να παρακολουθεί τις γενικές εξελίξεις, χωρίς να προσφέρει νέες πρωτότυπες ιδέες. Οι ποιητικές και μουσικές δημιουργίες των Αργείων τώρα μιμούνται τα παλαιότερα πρότυπα και, χωρίς να τα φθάνουν σε ποιότητα, επισκιάζονται από εκείνα. Η ιστορική μνήμη και οι πηγές μάς δίνουν κάποιες σχετικές πληροφορίες για μερικούς μουσικούς, μάλλον πενιχρές, ικανές όμως να βεβαιώσουν την ύπαρξη έντονης μουσικής δραστηριότητας.

Σημαντικό γεγονός  τον 4ο  με 3ο αιώνα π.Χ., είναι η ίδρυση  του μεγάλου  ελληνιστικού θεάτρου του Άργους (εικ. 9), που είναι ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα θέατρα της αρχαίας Ελλάδος, με χωρητικότητα 20.000 θεατών στην πλήρη ανάπτυξή του, και που σήμερα σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι είναι λαξευμένο στον φυσικό βράχο. Το θέατρο αυτό έχει το συνηθισμένο σχήμα του αρχαίου θεάτρου και αντικατέστησε το παλαιότερο θέατρο των Κλασικών Χρόνων, που είχε ευθύγραμμα εδώλια.

 

Εικ. 9. Το μεγάλο Θέατρο του Άργους, των Ελληνιστικών Χρόνων.

 

Τις θεατρικές και μουσικές ανάγκες της πόλης εξυπηρετούσε αργότερα και το Ωδείο των Ρωμαϊκών Χρόνων (εικ. 10), που επίσης σώζεται σε ικανοποιητική κατάσταση. Από το Άργος, μάλιστα, μας έχει σωθεί και ένα εισιτήριο θεάτρου. Πρόκειται για ένα ενεπίγραφο πήλινο εισιτήριο σε σχήμα πυραμίδας του 3ου αιώνα π.Χ., που φέρει επιγραφή με τα ονόματα  ΣΤΡΑΤΩΝ/ΑΝΤΑΝΔΡΑ [39], προφανώς είναι τα ονόματα των κατόχων του, είχαμε λοιπόν επώνυμα εισιτήρια ήδη από τότε.   

 

Εικ. 10. Το Ωδείο των Ρωμαϊκών Χρόνων.

 

Στα 270-260 π.Χ. μεταφέρθηκε στο Άργος η τέταρτη σε σημασία Πανελλήνια Εορτή, τα Νέμεα ή Νέμεια, και έκτοτε η διοργάνωσή της κάθε δύο χρόνια ήταν αποκλειστική ευθύνη των Αργείων. Τά Νέμεια τα τελούσαν προς τιμήν του Νεμείου Διός και ο εορτασμός τους στο Άργος έδωσε ιδιαίτερη λαμπρότητα στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, γιατί με την ευκαιρία της τέλεσης των μουσικών αγώνων των Νεμείων συνέρρεαν στην πόλη πολλοί διάσημοι μουσικοί.  

Κατά την Αρχαιότητα όλοι όσοι είχαν επαγγελματική ασχολία τη μουσική, την ποίηση, το θέατρο  θεωρούσαν ότι ήσαν στην υπηρεσία του Διονύσου, και υπό την προστασία του, και απεκαλούντο Τεχνίτες Διονύσου. Αρχικά οι τέχνες αυτές εξυπηρετούσαν αποκλειστικά θρησκευτικές ανάγκες και σε αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Από τον 4ο αιώνα π.Χ., όμως, άρχισε σιγά-σιγά να διαφοροποιείται η στενή σχέση τους με τη θρησκεία, και, καθώς με την πάροδο των χρόνων το θρησκευτικό στοιχείο ατόνησε, επικράτησε η εκκοσμίκευσή τους, αν και πάντα διατήρησαν κάποια υποτυπώδη θρησκευτική επίφαση.

Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. όλοι οι επαγγελματίες μουσικοί διαφόρων οργάνων, ποιητές, δραματικοί ποιητές, υποκριτές – δηλαδή ηθοποιοί, διδάσκαλοι και ποιητές διθυράμβου, χορευτές, χορωδοί, σκηνικοί τεχνίτες, κήρυκες και όλοι οι σχετικοί καλλιτέχνες είχαν αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική συνείδηση και είχαν συμπήξει  επαγγελματικές ομάδες, που τις ονόμαζαν Κοινά Τεχνιτών Διονύσου.

Τα Κοινά αυτά εμφανίζονται οργανωμένα  την εποχή αυτή, σχεδόν ταυτόχρονα, σε ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο. Η πρώτη σαφής αναφορά που έχουμε προέρχεται από ένα ψήφισμα των Δελφών του 279 π.Χ., το οποίο παρέχει στο Κοινὸν Τεχνιτῶν Διονύσου Ἰσθμοῦ – Νεμέας δικαίωμα προμαντείας, προεδρίας και προδικίας [40]. Αμέσως μετά ένα χρόνο, στα 278 π.Χ., ακολουθεί νέο ψήφισμα των Αμφικτυόνων των Δελφών, που παρέχει ανάλογα και περισσότερα προνόμια στη Σύνοδον τῶν ἐν Ἀθήναις Τεχνιτῶν Διονύσου [41]. Ακολούθησαν : το Κοινὸν τῶν ἐπ’ Ἰωνίας καὶ Ἑλλησπόντου Τεχνιτῶν Διονύσου, το Κοινὸν Τεχνιτῶν Αἰγύπτου, το Κοινὸν τῶν ἐν τῷ κατὰ Κύπρον γραμματείῳ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν, το Κοινὸν Τεχνιτῶν Δωδεκανήσου, το Κοινὸν Τεχνιτῶν στη Δύση (Ιταλία, σημερινή Νότια Γαλλία) και τέλος, περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. πλέον, εμφανίζεται η ἀπὸ τῆς Οἰκουμένης Σύνοδος τῶν Τεχνιτῶν Διονύσου, με έδρα τη Ρώμη.

Στα  Κοινά αυτά προΐστατο ο κατά τόπους ιερεύς Διονύσου. Τα μέλη των Κοινών έχαιραν ιδιαίτερων τιμών και προνομίων, που τους εξασφάλιζαν καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και διάφορες διευκολύνσεις στη ζωή τους γενικότερα, αλλά τους δημιουργούσαν και υποχρεώσεις προς το Κοινόν, η αθέτηση των οποίων επέφερε και ποινές, συνήθως χρηματικές. Άξιο επισήμανσης είναι ότι την πρωτοπορία στην δημιουργία των  Κοινών την είχαν οι Πελοποννήσιοι Τεχνῖται Διονύσου Ισθμού-Νεμέας.    

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ψήφισμα του έτους 114 π.Χ. του «Κοινοῦ τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν τῶν ἐξ Ἰσθμοῦ καὶ Νεμέας τῆς ἐν Ἄργει συνόδου» [42]. Από το ψήφισμα αυτό πληροφορούμεθα ότι υπήρχε Σύνοδος Τεχνιτών Διονύσου Άργους και ότι αυτή ανήκε στο Κοινό Τεχνιτών Ισθμού-Νεμέας. Από το ίδιο ψήφισμα μαθαίνουμε τα ονόματα τριών Αργείων τεχνιτών της εποχής, αυτοί είναι : ο Αριστοκλής, γραμματεύς της Συνόδου, ο Ξένων, άρχων και ταμίας της Συνόδου και ο Ζήνων ο Εκατοδώρου, τον οποίο η Σύνοδος με το ψήφισμα αυτό τιμά με χρυσό στεφάνι και χάλκινο ανδριάντα για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο Κοινό.   Οι διάφορες πηγές μάς έχουν διασώσει τα ονόματα και κάποια άλλα στοιχεία συνολικά για περισσότερους από 60 Τεχνίτες Διονύσου από το Άργος και την ευρύτερη περιοχή διαχρονικά.                        

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τη πόλη του Άργους μαζί με άλλες πληροφορίες γραπτών πηγών συμπληρώνουν τις γνώσεις μας για τη μουσική κίνηση της πόλης. Αναφέρθηκε ήδη ότι τις μουσικές και θεατρικές ανάγκες των πολιτών ικανοποιούσαν το Θέατρο των κλασικών χρόνων, που είχε ευθύγραμμα εδώλια, το μεγάλο Θέατρο των ελληνιστικών χρόνων, το λαξευμένο στον φυσικό βράχο, χωρητικότητας 20.000 θεατών, αριθμός ενδεικτικός της ανάγκης εξυπηρέτησης μεγάλου αριθμού θεατών, και το Ρωμαϊκό Ωδείο της πόλης.              

Μια σειρά εορτών πανελλήνιας ακτινοβολίας προσέδιδε μεγάλη κινητικότητα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης. Εκτός από τη μεγάλη πανελλήνια εορτή των Νεμείων, ονομαστή τοπική εορτή με πανελλήνια ακτινοβολία ήταν τα Ηραία, εορτή προς τιμή της Ήρας, θεάς πολιούχου του Άργους. Την εορτή τελούσαν ανά τέσσερα χρόνια, στο μέσον της κάθε ολυμπιάδας, διαρκούσε δε μέχρι και τρεις μέρες και αποτελούσε τη βάση της αργειακής χρονολόγησης. 

Η εορτή άρχιζε στο στάδιο της πόλης με μουσικούς, αθλητικούς-γυμνικούς και ρητορικούς αγώνες. Την πανελλήνια σημασία της εορτής πιστοποιεί και ο χάλκινος τρίποδας (εικ. 11), που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου, στη Βεργίνα, που χρονολογείται στα 430-420 π.Χ. και φέρει την επιγραφή «παρ’ Ἥρας Ἀργείας εἰμὶ τῶν ἄθλων». Προφανώς αποκτήθηκε από κάποιο βασιλικό πρόγονο και συνόδευσε τον Φίλιππο στον τάφο του, σαν πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο.

 

Εικ. 11. Ο χάλκινος τρίποδας του τάφου του Φιλίππου από τα Ηραία του Άργους.

 

Μετά το τέλος των αγώνων ξεκινούσε από την πόλη μεγαλοπρεπής πομπή προς το Ηραίον, που βρίσκεται μεταξύ Άργους και Μυκηνών, στη σημερινή κοινότητα Νέου Ηραίου, έχοντας επί κεφαλής την πρωθιέρεια της θεάς και με συνοδεία αυλών. Το Ηραίον (εικ. 12) ήταν το εκτεταμένο ιερό της θεάς και μεταξύ των άλλων οικοδομημάτων του δέσποζε ο ναός της θεάς, που στα χρόνια εκείνα φιλοξενούσε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας, έργο του Πολυκλείτου.

 

Εικ. 12. Το Ηραίον του Άργους.

           

Στη πόλη, και κοντά στο ναό της Λητούς, υπήρχε ο ναός της Ανθείας Ήρας [43], όπου, κατά την πομπή που τελούσαν προς τιμή της Ήρας – Ανθείας, «ανθεσφόρες» παρθένοι, κρατούσαν λουλούδια και βάδιζαν υπό τους ήχους των αυλών, που έπαιζαν το ιεράκειον μέλος, την ειδική για την περίσταση σύνθεση του Ιέρακα, όπως μας πληροφορεί και ο Πολυδεύκης [44].

Στην πόλη τελούσαν επίσης Εκατόμβοια, με θυσία εκατό βοών, και την «εξ Άργους Ασπίδα». Όλες αυτές οι εορτές περιελάμβαναν και μουσικούς αγώνες, όπου διακρίθηκαν κατά καιρούς μουσικοί και ποιητές από ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο, όπως συμπεραίνουμε από διαφόρους καταλόγους νικητών.

 Κατά τον  Παυσανία ο Ηγέλεως, γυιός του Τυρρηνού, ίδρυσε στο Άργος ναό της Αθηνάς – Σάλπιγγος [45] και ήταν αυτός και ο αδελφός του Μήλας, που πρώτοι εισήγαγαν τη σάλπιγγα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Στην εικόνα 13  μια πτερωτή Νίκη σαλπίζει την ευτυχή έκβαση μάχης, ίσως κάποιας ναυμαχίας. Οι Αργείοι πραγματοποιούσαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις με συνοδεία σαλπίγγων, ενώ οι Σπαρτιάτες με συνοδεία αυλού (εικ. 14), οι Κρήτες με συνοδεία λύρας κ.ο.κ.    

 

Εικ. 13. Νίκη με σάλπιγγα σε χρυσό στατήρα Δημητρίου του Πολιορκητού. (Θησαυρός Επιδαύρου) του 300 π.Χ. περίπου. Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.

 

Εικ. 14. Κορινθιακός Κρατήρ του 7ου π.Χ αιώνα. Ρώμη Villa Giulia. Αυλητής σε μάχη.

Την εικόνα της μουσικής κίνησης της πόλης συμπληρώνουν ακόμη κάποια εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου του Άργους. Στην προθήκη 20 του ισογείου εκτίθεται θραύσμα οστέινου αυλού (εικ. 15) του 7ου αιώνα π.Χ. με δύο τρήματα, δύο οπές∙  στην εντοιχισμένη προθήκη 13 του ισογείου επίσης εκτίθεται το επεξεργασμένο κέλυφος χελώνας (εικ. 16) που αποτελούσε ηχείο λύρας  και βρέθηκε μαζί με ένα δεύτερο κέλυφος σε αποθέτη των Υστεροαρχαϊκών Χρόνων (6ος αιώνας π.Χ.) κοντά στο Αρχαίο Θέατρο.

 

Εικ. 15. Θραύσμα οστέινου αυλού. 7ος π.Χ. αιώνας.

 

Εικ. 16. Ηχείο λύρας των Υστεροαρχαϊκών χρόνων.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η λύρα, που ήταν εφεύρεση του Ερμού, ήταν ένα έγχορδο όργανο που είχε για ηχείο κέλυφος χελώνας. Στην εικόνα 17 βλέπουμε την περίφημη λύρα του Έλγιν του 5ου αιώνα π.Χ., που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Τα πιο κατάλληλα για τη χρήση αυτή ήσαν τα κελύφη της κρασπεδωτής χελώνας (testudo marginata), που συναντάται σε μεγάλους πληθυσμούς και στο Παρθένιον όρος, το σημερινό Παρθένι, μεταξύ Τεγέας και Αρκαδίας, όπου υπήρχε και ιερό του Πανός, ο Παυσανίας μάλιστα σημειώνει την καταλληλότητα αυτής της χελώνας για ηχεία λύρας [46].

 

Εικ. 17. Η λύρα του Έλγιν. 1816. 6-10. 501. Βρετανικό Μουσείο.

 

Ανάμεσα  στα γλυπτά του Μουσείου Άργους, στον πρώτο όροφο όπου η έκθεση γλυπτών, ξεχωρίζει η εικονιστική κεφαλή του Σοφοκλέους (εικ. 18) τύπου Farnese, που βρέθηκε στο Κεφαλάρι του Άργους και είναι αντίγραφο έργου του 3ου αιώνα π.Χ., καθώς και ένα άγαλμα Μούσας (εικ. 19) που κρατά λύρα. 

 

Εικ. 18. Κεφαλή Σοφοκλέους. Αρ. κατ. 33.

 

 

Εικ. 19. Μούσα με λύρα. Αρ. κατ. 4.

Τέλος στον αύλειο χώρο του Μουσείου εκτίθεται ωραίο ψηφιδωτό δάπεδο (εικ. 20) του 5ου ή 6ου αιώνα μ.Χ., με παράσταση διονυσιακής σκηνής Σατύρου με βυκάνη και ορχηστρίδας με κύμβαλα, που πιστοποιεί ότι η μουσική εξακολούθησε να είναι προσφιλής ενασχόληση των Αργείων και κατά την  Ύστερη Αρχαιότητα. 

 

Εικ. 20. Ψηφιδωτό δάπεδο με σκηνή χορού Σάτυρου και ορχηστρίδας.

 

Το περίφημο μεγάλο Θέατρο  του Άργους, των Ελληνιστικών Χρόνων, έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας και ανάδειξης Αρχαίων Θεάτρων του Σωματείου «Διάζωμα» και ελπίζεται ότι σύντομα θα επιτευχθεί η ανάδειξή του.

 

Κατερίνα Παπαοικονόμου-Κηπουργού

Μουσικός-Αρχαιολόγος 

 

Υποσημειώσεις


[1] Ηροδότου 3, 131, 3.

[2] Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου, αρ. ευρετηρίου 14376.

[3] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί  XIV637 f.

[4] Παυσανίου Φωκικά X, VII, 7.

[5] Πολυδεύκους Ονομαστικόν  IV, 78 και 79.

[6] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί  XIII, 570 b, 26.

[7] Πολυδεύκους Ονομαστικόν IV 78.

[8] Παυσανίου Ηλιακά Β, VI, XIV, 9 και 10.

[9] Ψευδο-Πλουτάρχου Ηθικά. Περί Μουσικής 1140 D, 6.

[10] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1135 E, 14.

[11] Ψευδο – Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1134 Α, 8.

[12] Παυσανίου Φωκικά Χ, VII, 4.

[13] Παυσανίου Κορινθιακά II, ΧΧΙΙ, 9.

[14] Σχόλιο 34 στο Περί Μουσικής του Ψευδο-Πλουτάρχου. Ηθικά. Τόμος 29. Εκδόσεις Κάκτος. Σελ. 272.

[15] Πολυδεύκους ’Ονομαστικόν IV, 81.

[16] Παυσανίου Μεσσηνιακά IV, XXVII, 7.

[17] Παυσανίου Βοιωτικά ΙΧ, ΧΧΧ, 2.

[18] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής 1134 A, B, 8.

[19] Πλουτάρχου Λυκούργος 21.

[20] Ψευδο-Πλουτάρχου Περί Μουσικής1135 F.

[21] Παυσανίου Κορινθιακά ΙΙ, ΧΧΙΙ, 9.

[22] Αθήναιου Δειπνοσοφισταί ΧΙΙΙ 210 c.

[23] Bergk Theodorus Poetae Lyrici Graeci, Τόμος ΙΙΙ. Έκδοση Teubner. Λειψία 1882. Σελ. 201. Σακάδα Ἰλίου Πέρσις.

[24] Πλουτάρχου Ηθικά245 C και εξής.

[25] Πρήξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Κόριννα, Νοσσίς και Μυρτίς.

[26] Παλατίνη Άνθολογία. Επίγραμμα Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως ΙΧ, 26. Τόμος ΙΙ. Σελ. 6.

[27] Παλατίνη Ἀνθολογία Επίγραμμα II 553. Τόμος ΙΙΙ. Σελ. 182.

[28] Τηρήθηκε η ορθογραφία της επιγραφής.

[29] Ηροδότου Ιστορίαι 6, 77.

[30] Παυσανίου  ΙΙ, ΧΧ, 8.

[31] Μιτσού Μ. Άργολική Προσωπογραφία  σελ. 171.

[32] Παυσανίου ΙΙ, ΧΧ, 7.

[33] Παυσανίου II, XXVIII, 2.

[34] Theodorus Bergk Poetae Lyrici Graeci. Τόμος IΙΙ. Σελ. 381.

[35] Iscriptiones Graecae (IG). Τόμος IV, Ι. Επιγραφή 131. Αριθμός Καταλόγου 1277 του Αρχαιολογικού Μουσείου Επιδαύρου.

[36] Παυσανίου Βοιωτικά IX, XVI, 1.

[37] Έγκερτ Πέλμαν – Ιωάννα Σπηλιοπούλου. Δράμα και Μουσική στην Αρχαιότητα. Σελ. 38-40.

[38] M. L. West Αρχαία Ελληνική Μουσική. Σελ. 358-359.

[39]  Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG) XI 356.

[40] Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG) 460.

[41] Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG) 399.

[42] Inscriptiones Graecae (IG) IV 558.

[43] Παυσανίου ΙΙ, ΧΧΙΙ, 1.

[44] Πολυδεύκους Ὀνομαστικόν  IV 78.

[45] Παυσανίου Κορινθιακά II, XXI 3.

[46] Παυσανίου Ἀρκαδικά VIII, LIV, 7.

 

 

Βιβλιογραφία


  • Αθήναιου Δειπνοσοφισταί. The Loeb Classical Library.HarvardUniversity Press. Τόμοι I – VII. 1957- 1966.
  • Βρεττού Λ., Λεξικό τελετών, εορτών και αγώνων αρχαίων Ελλήνων. Εκδόσεις Κονιδάρη. Αθήνα  22002.
  • Βυζαντίου Σκ., Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Εν Αθήναις 1882.
  • Δημητρόπουλου Αχ. – Ιωαννίδη Γ., Ερπετά της Ελλάδας και της Κύπρου. Έκδοση Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Αθήνα 2002.
  • Ζεγκίνη Ι., Το Άργος διά μέσου των αιώνων. Χωρίς Εκδότη. Πύργος, 1968.
  • Ηροδότου, Ιστορίαι. The Loeb Classical Library.HarvardUniversity Press. Τόμοι Ι-IΙ. 1957.  
  • Μιτσού Μ. Θ., Αργολική Προσωπογραφία. Έκδοση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Αρ. 36. Εν Αθήναις 1952.
  • Μιχαηλίδη Σ., Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής. Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Αθήνα 21989. 
  • Μπανάκα – Δημάκη Άννα. «Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους». Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 89, Δεκέμβριος 2003.
  • Μποσνάκη Δ. και Γκαγκτζή Δ. (Επιμέλεια Έκδοσης), Αρχαία Θέατρα. Εκδόσεις Ίτανος. Αθήνα 1998.
  • Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κατ., Η μουσική στην Αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις Γεωργιάδης. Αθήναι 2007.
  • Παπαστάμου Δημ., Ασκληπιός-Επίδαυρος και το Μουσείο της. Εκδόσεις Απόλλων. Αθήναι 1979.
  • Παπασταύρου Ι. Στ., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος. Εκδόσεις Χιωτέλλη. Αθήναι 1969.
  • Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις. Έκδοση Teubner. Τόμοι I και ΙΙ. Λειψία 1881-1883.
  • Πέλμαν Ε. – Σπηλιοπούλου Ι., Δράμα και Μουσική στην Αρχαιότητα. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2000.
  • Πλουτάρχου Ηθικά. Εκδόσεις Κάκτος. Τόμοι: 2, 7 και 29. Αθήνα 1995 και 1997.
  • Πολυδεύκους, Ονομαστικόν.  Τόμοι Ι και ΙΙ. Έκδοση Teubner. Λειψία 1900 και 1931.
  • Στεφανή Ι. Ε., Διονυσιακοί Τεχνίται. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο. 1988.
  • West M. L., Αρχαία Ελληνική Μουσική. Μετάφραση Στάθης Κομνηνός. Εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα 1999.
  • Anthologia Palatina. Έκδοση Didot. Τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ. Παρίσι 1888 και 1890.
  • Bergk Theoδorus Poetae Lyrici Graeci. Τόμος III. Έκδοση Teubner. Λειψία 1882.
  • Grimal P., Dictionnaire de la Mythologie Grecque et Romaine. Presses Universitaires de France, Paris.1958.
  • Hagel Stefan, Ancient Greek Musik. A New Technical History.CambridgeUniversity Press, December 2009.
  • Inscriptiones Graecae (IG). Τόμος IV, Ι και ΙΙ. 1929 και Τόμος VII 1892. Βερολίνο.
  • Le Guen Brigitte, Les Associations de Technites Dionysiaques à l’époque Hellénistique. Τόμοι 1 καί 2. Nancy : Association pourla Diffusion dela Recherche sur l’ Antiquité (ADRA). 2001.
  • Martianus Capella, De Armonia (βιβλίο ΙΧ). Έκδοση. Adolfus Dick, προσθήκες Jean Préaux. Στουτγάρδη 1969.  
  • Pickard – CambridgeA. W., The Dramatic Festivals of Athens. Έκδοση Clarendon Press. Oxford. 21968.
  • Pöhlmann E. and West M. L., Documents of ancient Greek music. Clarendon Press.Oxford. 2001.
  • Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG). Τόμος ΙΙΙ 1929 και Τόμος ΙΧ 1954.
  • Sylloge Inscriptiorum Graecarum (SIG). Dittenberger. Λειψία 1915-1920. Έκδοση Τρίτη

 

 

 

Read Full Post »

Τελέσιλλα η Αργεία λυρική Μούσα


  

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Η πόλη του Άργους, από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που αναφέρονται στην ιστορία και τη μυθολογία, χτισμένη από το 2.600 π.χ. στην ίδια θέση που επιβιώνει και σήμερα, είναι γνωστή  για το πολύπλευρο ιστορικό ρόλο  που διαδραμάτισε στις 5 περίπου χιλιετίες της ζωής της.  Ελάχιστα όμως είναι γνωστά για την πολιτιστική ζωή και δραστηριότητα του Άργους, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα. Φαίνεται πως η πνευματική παραγωγή των Αργείων δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί  αποτελεσματικά τα σημαντικά πνευματικά και πολιτικά κέντρα  με τα οποία γειτόνευε και μοιραία λειτουργούσε ανταγωνιστικά: Την Τίρυνθα και τις Μυκήνες στην αρχαϊκή εποχή, την Αθήνα, τη Σπάρτη και την Κόρινθο στην κλασική περίοδο, τα άλλα κέντρα που επιβλήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο από την Ελληνιστική Εποχή και αργότερα.

Η γεωγραφική θέση του Άργους φαίνεται πως έπαιξε κι εδώ το ρόλο της. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι και στα νεώτερα χρόνια, παρά το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Άργος στην επανάσταση του 1821, δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, αλλά επισκιάστηκε από το Ναύπλιο, την Αθήνα και άλλα μικρότερα επαρχιακά κέντρα. Όλα αυτά δε σημαίνουν  βέβαια ότι η πόλη του Άργους έμεινε στο περιθώριο. Αντίθετα μάλιστα εξελίχτηκε σε σημαντικό εμποροβιοτεχνικό κέντρο από την αρχαιότητα ακόμα και δεν έλειψαν οι  σημαντικές προσωπικότητες από την πόλη.

Ενδεικτικά μπορεί να σημειώσει κανείς ότι ο Φείδων, ο σημαντικότερος αρχαίος βασιλιάς του Άργους, είναι αυτός που πρώτος έκοψε αργυρά νομίσματα στην Ελλάδα, τον 7ο π.Χ. αιώνα. Στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους το Άργος αναδείχτηκε σε κέντρο πλαστικής με τεράστια συμβολή στην τέχνη. Το αργειακό εργαστήρι είναι από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας κυρίως της χαλκοπλαστικής και Αργείοι ήταν οι μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας Αγελάδας και Πολύκλειτος. Το Άργος διέθετε το αρχαίο του θέατρο, το μοναδικό λαξευμένο σε βράχο στις Ν.Α. πλαγιές της Λάρισας, αρχαίας ακρόπολης  του Άργους, θέατρο σύγχρονο αλλά μεγαλύτερο της Επιδαύρου (χωρούσε 20.000 θεατές) με εξαιρετική ακουστική κι αυτό. Αργείος ήταν και ο μουσικός Σακάδας.

Στον κατάλογο όμως των Αργείων πνευματικών ανθρώπων ανήκει και μια γυναίκα με εξαιρετική προσωπικότητα και σημαντική προσφορά στην πόλη της, η αρχαία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα. Θεωρείται μια ποιητική ευφυΐα που κέρδισε το θαυμασμό των συγχρόνων της, καταξιώθηκε ως λυρική ποιήτρια στην εποχή της, απέκτησε τεράστια φήμη και πανελλήνια εμβέλεια σε σημείο ώστε να τη συγκρίνουν με την ξακουστή Σαπφώ από τη Λέσβο και την Κόρρινα από την Κόρινθο, και να την τιμούν με το διακριτικό επίθετο «αγακλή» δηλαδή περίφημη, ξακουστή, δοξασμένη. Ο επιγραμματοποιός μάλιστα Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς την κατατάσσει στις εννέα μεγάλες ποιήτριες της αρχαιότητας σ’ ένα επίγραμμά του αφιερωμένο σ’ αυτές: [1]

«Αυτές τις γυναίκες ανέδειξε ο Ελικώνας με θεϊκή λαλιά στους ύμνους και η Μακεδονική κορυφή του Ολύμπου: Την Πρήξιλλα, τη Μοιρώ, τη φωνή της Ανύτης, το θηλυκό Όμηρο, τη Σαπφώ, το στολίδι για τις ομορφομαλλούσες της Λέσβου, την Ήριννα, την Τελέσιλλα την ξακουστή, και σένα Κόρρινα, που τραγούδησες την πολεμική ασπίδα των Αθηναίων, τη Νοσσίδα τη γλυκομίλητη και τη γλυκολαλούσα Μύρτιν, όλες εργάτισσες ατέλειωτων σελίδων. Εννέα μούσες ο μέγας Ουρανός, εννέα επίσης και η Γη γέννησε, αστέρευτη χαρά για τους ανθρώπους».

Στο επίγραμμα λοιπόν μνημονεύονται με τ’ όνομά τους οι 9 πιο γνωστές ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας, ανάμεσά τους και η Αργείτισσα Τελέσιλλα, (Πρήξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Νοσσίς, Μυρτίς, Κόρρινα) που θεωρούνται μάλιστα ισότιμες και ισάξιες με τις εννέα μούσες του Ολύμπου (Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη). [2]

Τόσο σημαντική και ονομαστή ήταν στην αρχαιότητα η Αργεία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα, μα είναι σχεδόν άγνωστη σε μας, ακόμα και στους Αργείους. Η άγνοια αυτή οφείλεται ίσως στις συγκεχυμένες πληροφορίες που μας παρέδωσε η αρχαιότητα για τη ζωή της και στη μυθολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόσωπο της Τελέσιλλας.

Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, που ήταν φημισμένη για κάποιο ένδοξο παρελθόν της σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, [3] που υποστηρίζει ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη στη νεανική της ηλικία. Η ασθενική της φύση φαίνεται πως την ανάγκαζε να ζει απομονωμένη και κλεισμένη στον εαυτό της, χωρίς συναναστροφές και κοινωνικότητα, ώσπου αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μαντείο για να μάθει για την εξέλιξη της υγείας της.

Το «Μαντείο του Θεού» απάντησε στη μικρόσωμη και ασθενική Τελέσιλλα ότι θα βρει την υγεία και την επιτυχία της, εφόσον υπηρετεί τις Μούσες. Η μαντική προσταγή «τας Μούσας θεραπεύειν» σε συνδυασμό με το έμφυτο ποιητικό της ταλέντο και την έφεσή της για τη μουσική έκαναν την Τελέσιλλα να αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και τη μουσική, να βρει νόημα στη ζωή της και να κατακτήσει την πνευματική ομορφιά. Επιβεβαιώνεται έτσι η παράδοση που θέλει να αποδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε άτομα που στερούνται το σωματικό κάλλος. [4] 

Πότε έγιναν αυτά, πότε έζησε δηλαδή η Τελέσιλλα δε γνωρίζουμε ακριβώς. Κανένας συγγραφέας, αρχαίος ή σύγχρονος, απ’ αυτούς που λίγο ή πολύ αναφέρουν και σχολιάζουν την ποιήτρια στα έργα τους, δε δίνει ακριβείς πληροφορίες για το χρόνο της γέννησής της και για την ηλικία της. Όλες οι πηγές, αρχαίες και νεώτερες, αναφέρουν την Τελέσιλλα ως πρωταγωνίστρια που έσωσε το Άργος, όταν ο Σπαρτιάτης Κλεομένης εξεστράτευσε εναντίον του Άργους. Η χρονολογία όμως αυτής της εκστρατείας του βασιλιά Κλεομένη και της μάχης που επακολούθησε ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Τοποθετείται στο 519, στο 509 ή στο 494 π.Χ. Η τελευταία αυτή χρονολογία φαίνεται  η πιθανότερη.[5]

Ο συσχετισμός της Τελέσιλλας μ’ αυτά τα γεγονότα οδηγεί τις περισσότερες πηγές να αναφέρουν δίπλα στο όνομά της τη χρονολογία 510 π.Χ. χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτή αναφέρεται στη γέννηση της ποιήτριας ή στη μάχη των γυναικών του Άργους και των Σπαρτιατών. Αν υποθέσουμε ότι η Τελέσιλλα γεννήθηκε στα 510 π.Χ. θα πρέπει να ήταν 16 χρονών, όταν το 494 π.Χ. έγινε η επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον του Άργους.[6]

Τέτοια όμως υπόθεση αποκλείεται, γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι η Τελέσιλλα σε τόσο μικρή ηλικία  είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τις συμπατριώτισσές της και να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες. Λογικότερο φαίνεται να τοποθετήσουμε τη γέννησή της ανάμεσα στο 520 – 515 π.Χ.,[7] οπότε στα γεγονότα του 494 π.Χ. θα είχε ηλικία τουλάχιστον 20 – 25 χρόνων και συνεπώς την ψυχική και πνευματική ωριμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα της που κινδύνευε.

Σύγχρονη λοιπόν του Πίνδαρου και της Κόρρινας η Τελέσιλλα, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της. Από την Ελληνική Ανθολογία[8] μαθαίνουμε ότι είχε σύζυγο τον Ευξενίδα, ο οποίος μετά το θάνατό της  ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της με το εξής επίγραμμα:

« Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, έστησε εδώ

Ο Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε,

γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή

και αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους

η φήμη σου αξέχαστη για πάντα».

 

Ιδανική σύζυγος λοιπόν η Τελέσιλλα, αλλά και μεγάλη ποιήτρια αναγνωρισμένη πανελλήνια και καύχημα για το Άργος, δεν υστερούσε σε φιλοπατρία και ηρωισμό, αρετές που την οδήγησαν στο λαμπρό κατόρθωμα να σώσει το Άργος, την πόλη της, από την επιβουλή των στρατιωτών του Κλεομένη. Αξίζει να παρακολουθήσουμε αυτή τη δραστηριότητα της Τελέσιλλας, που παραδίδεται απ’ όλες τις αρχαίες πηγές με διάφορες παραλλαγές, χωρίς όμως κανείς να αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.

Η Σπάρτη μετά τη νίκη στο Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657) είχε την άνεση και την επιθυμία να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην προσπάθειά της αυτή εμπόδιο στεκόταν το Άργος. Οι δυο πόλεις ποτέ στην αρχαιότητα δεν είχαν καλές σχέσεις, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και πάντοτε είχαν διαφορές σε επίμαχα ζητήματα.[9] Για να κατακτήσουν λοιπόν οι Σπαρτιάτες την ηγεμονία της Πελοποννήσου έπρεπε να εξασθενήσουν και να ταπεινώσουν το Άργος. Επιχείρησαν, πράγματι, μακροχρόνια στρατιωτική και διπλωματική επίθεση εναντίον του. Το 550 π.Χ. κατέλαβαν με τη βία τα Κύθηρα και τα παράλια του Μαλέα, που ήταν κτήσεις του Άργους. Γύρω στο 546 π.Χ. μετά από σκληρό αγώνα πήραν από το Άργος τις περιοχές της Κυνουρίας και της Θυρέας.

Η κρίσιμη στρατηγική σημασία των περιοχών αυτών ανάγκασε τους Αργείους, όταν συνήλθαν από τις ήττες, να επιχειρήσουν καταστρεπτικό πόλεμο για την ανάκτηση της Κυνουρίας. Την περίοδο αυτή (520 – 487 π.Χ.) βασίλευε στη Σπάρτη ένας ικανός, θαρραλέος και σκληρός άνδρας, ο Κλεομένης ο Α’, γιος του Αναξανδρίδα του 15ου του  βασιλικού οίκου των Αγιαδών.  

Ο Κλεομένης αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τους Αργείτες κατακτώντας την πόλη τους και προετοίμασε με κάθε λεπτομέρεια την επιχείρησή του. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ζητήσει και σχετικό χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που του απάντησε ότι θα κυριεύσει το Άργος.[10] Γύρω στο 500 π.Χ. ο Κλεομένης εκστρατεύει εναντίον του Άργους και φθάνει στον ποταμό Ερασίνο, που κατά τον Ηρόδοτο ξεκινάει από τη λίμνη Στυμφαλία, χύνεται σ’ ένα κρυφό χάσμα και αναφαίνεται στο Άργος.[11]

Ο Κλεομένης, τηρώντας πιστά τα θρησκευτικά έθιμα για να διασφαλίσει την επιτυχία της εκστρατείας του, θυσίασε στον ποταμό Ερασίνο, αλλά η θυσία δεν του έδωσε καλά σημεία και αναγκάστηκε να πάρει το στρατό του και να υποχωρήσει στη Θυρέα, στην περιοχή του Άστρους. Εκεί θυσίασε έναν ταύρο στη θάλασσα, επιβίβασε το στρατό σε πλοία και αποβιβάστηκε στην περιοχή της Σήπειας, μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας. Οι Αργείοι έσπευσαν να στρατοπεδεύσουν στη Σήπεια, απέναντι από το Στρατό των Σπαρτιατών, χωρίς να φοβούνται την αναμέτρηση, παρά μόνο μήπως νικηθούν με δόλο από τους Σπαρτιάτες, γιατί όταν απειλήθηκαν από τον Κλεομένη ζήτησαν και πήραν χρησμό από την Πυθία, που έλεγε:[12]

 «Όταν η θηλυκή νικήσει τον αρσενικό,

τον διώξει και δοξασθεί ανάμεσα στους Αργείους,

τότε πολλές Αργείτισσες θα ξεσχίσουν τα μάγουλά τους,

ώστε κάποτε να πει κάποιος μεταγενέστερος άνθρωπος:

ο φοβερός τριπλοτυλιγμένος όφις χάθηκε νικημένος από δόρυ».

Θηλυκή για τους Αργείους ήταν η Σήπεια και αρσενικός ο Κλεομένης,[13] αλλά φοβόντουσαν το φοβερό όφι, το δόλο, γι’ αυτό αποφάσισαν να ακολουθούν πιστά τα σήματα του κήρυκα των αντιπάλων, για να μην εξαπατηθούν. Ό,τι έλεγε ο κήρυκας να κάνουν οι Σπαρτιάτες, το ίδιο έκαναν και οι Αργείοι. Ο πανέξυπνος Κλεομένης όμως αντελήφθη την τακτική των Αργείων και παράγγειλε κρυφά στους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα και να ετοιμασθούν για επίθεση, όταν ο κήρυκας δώσει το σύνθημα για μεσημεριανό φαγητό, για «άριστον».[14]

Έτσι, όταν ο κήρυκας έδωσε σήμα για φαγητό, οι Αργείοι κάθισαν για συσσίτιο και οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και οι Αργείοι ζαλισμένοι από τον αιφνιδιασμό δεν πρόλαβαν  να αντισταθούν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο πυκνό άλσος της Σήπειας, που οι Αργείτες  το θεωρούσαν ιερό, γιατί ήταν αφιερωμένο στον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης και διάδοχο του βασιλιά Φορωνέα, από τον οποίο πήρε και η πόλη το όνομά της. Ο Κλεομένης, μια και ήταν ανόσιο να εισβάλει με το στρατό του στο ιερό άλσος, μεταχειρίστηκε και πάλι το δόλο για να εξοντώσει τους αποκλεισμένους Αργείους.

Πληροφορήθηκε από αυτομόλους Αργείους, που είχε κοντά του, τα ονόματα όσων είχαν αποκλεισθεί στο ιερό άλσος και έστειλε τον κήρυκα να τους καλεί ονομαστικά να βγουν λέγοντάς τους ότι είχε πάρει τα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πενήντα Αργείτες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και βγήκαν έξω τους συνέλαβε ο Κλεομένης και τους σκότωσε. Κάποια στιγμή όμως ένας από τους αποκλεισμένους στο πυκνό άλσος Αργείους ανέβηκε σ’ ένα δέντρο και είδε τι γινόταν έξω.

Από κείνη τη στιγμή σταμάτησαν να βγαίνουν έξω αυτοί που προσκαλούνταν. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να συσσωρεύσουν φρύγανα γύρω από το άλσος και κατόπιν έβαλε φωτιά και το έκαψε μαζί με τους αποκλεισμένους Αργείους. Την ώρα που καιγόταν το Άλσος ο Κλεομένης ρώτησε έναν αυτόμολο σε ποιον είναι αφιερωμένο και, όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι αφιερωμένο στον Άργο, πίστεψε ότι αυτό ήταν το «Άργος» που του είχε πει ο χρησμός ότι θα κυριεύσει και αναφώνησε με αναστεναγμό.[15] «Απόλλωνα που δίνεις τους χρησμούς, πόσο με εξαπάτησες λέγοντάς μου ότι θα κυριεύσω το Άργος! Καταλαβαίνω ότι ο χρησμός που μου ’δωσες ξεπληρώθηκε».

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

Οι Αργείτες πάντως αποδεκατίστηκαν απ’ όλο το μάχιμο ανδρικό πληθυσμό τους, αφού σκοτώθηκαν στη Σήπεια επτά χιλιάδες επτακόσιοι εβδομήντα επτά Αργείοι κατά τον Πλούταρχο και τον Πολύαινο[16] ή πέντε χιλιάδες κατά τον Παυσανία ή έξι χιλιάδες κατά τον Ηρόδοτο. Μετά απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο[17] που φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από Σπαρτιατικές πηγές, ο Κλεομένης διέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του να επανέλθει στη Σπάρτη και με χίλιους μόνο επίλεκτους πήγε στο Ηραίον του Άργους για να θυσιάσει.

Ο ιερέας της Ήρας του το απαγόρευσε λέγοντας ότι δεν είναι όσιο να θυσιάζουν οι ξένοι και ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να τον μαστιγώσουν και θυσίασε δια της βίας. Το άγαλμα της θεάς τότε έβγαλε φωτιά από το στήθος και όχι από το κεφάλι, όπως έπρεπε, και ο Κλεομένης κατάλαβε ότι η θεά δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει απροστάτευτο το Άργος και επανήλθε στη Σπάρτη χωρίς να επιχειρήσει επίθεση στο Άργος.

Εκεί κατηγορήθηκε από τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ότι δωροδοκήθηκε για να μην καταλάβει το Άργος, αλλά υποστηρίζοντας στην απολογία του πως πίστεψε ότι εκπληρώθηκε ο χρησμός του Δία με την κατάληψη του ιερού του Άργου και ότι αποτράπηκε με τη στάση της Ήρας από την κατάληψη του Άργους, έπεισε τους εφόρους, που ανήκαν άλλωστε στην παράταξή του, και τον αθώωσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Η διήγηση αυτή απέβλεπε προφανώς να δικαιολογήσει τους Σπαρτιάτες και τον Κλεομένη για την αποτυχία τους να κυριεύσουν το Άργος μετά τη νίκη τους στη Σήπεια.

Πιστότερα την πραγματικότητα όμως φαίνεται να απεικονίζουν ο Παυσανίας και ο Πολύαινος,[18] που αποδίδουν τη σωτηρία του Άργους στον ηρωικό ρόλο της ποιήτριας Τελέσιλλας. Σύμφωνα μ’ αυτές τις πηγές, λοιπόν, ο Κλεομένης μετά τη νίκη του στη Σήπεια βάδισε εναντίον του Άργους, που ήλπιζε ότι θα το κυριεύσει εύκολα απογυμνωμένο από τους άνδρες υπερασπιστές του.

Το Άργος κινδύνευε άμεσα με μόνους  υπερασπιστές τους γέρους, τα παιδιά και της γυναίκες κάθε ηλικίας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή η ποιήτρια Τελέσιλλα συγκέντρωσε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες του Άργους, τους έδωσε κάθε λογής όπλο που βρήκε στα σπίτια και τους ναούς, τόξα και βέλη, κοντάρια, ασπίδες, μαχαίρια, σπαθιά, ξύλα και πέτρες, και τις παρέταξε στα τείχη και τις επάλξεις έτοιμες για αντίσταση. Όταν πλησίασαν οι Σπαρτιάτες, είδαν τις Αργείτισσες απτόητες μπροστά τους και την Τελέσιλλα στραμμένη προς τον ουρανό να αναπέμπει δεήσεις στους θεούς: «Ω Άρτεμη, ω Απόλλωνα! Βοηθήστε μας να σώσουμε την πατρίδα!».

Αιφνιδιάστηκαν φυσικά από την αυτοσχέδια καθοδηγήτρια, που έδινε το σύνθημα του συναγερμού και τις κατευθύνσεις για την άμυνα του Άργους, και βρέθηκαν σε δίλημμα φοβερό: Αν έκαναν επίθεση και τις σκότωναν, θα γίνονταν μισητοί και άνανδροι που σκότωσαν γυναίκες. Αν αποτύγχαναν στην επίθεσή τους, θα ήταν καταγέλαστοι που ξακουστοί πολεμιστές αυτοί νικήθηκαν από γυναίκες με επικεφαλής, μάλιστα, μια ποιήτρια, την Τελέσιλλα. Δοκίμασαν να τις τρομάξουν με αλαλαγμούς και αντάρα, αλλ’ αυτές στέκονταν ακλόνητες στις επάλξεις.

Έκαναν κάποιες επιθέσεις εναντίον τους, αλλά οι γυναίκες τις απέκρουσαν. Τελικά οι περήφανοι Σπαρτιάτες του Κλεομένη αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να βγουν από το αδιέξοδο με ακέραιη την αξιοπρέπειά τους.[19] Τελικά το Άργος δεν έπεσε! Σώθηκε από τον ηρωισμό των γυναικών του και τη γενναιότητα της έξοχης ποιήτριας Τελέσιλλας, που διέψευσε μ’ αυτό τον τρόπο πανηγυρικά το γνωστό αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη». Γι ̉αυτή την πράξη της θαυμάστηκε η Τελέσιλλα και μνημονεύεται πιο πολύ από τις αρχαίες πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υστέρησε στην ποιητική δημιουργία.

Αντίθετα η Τελέσιλλα είχε αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και στη μουσική μετά το χρησμό που πήρε από το θεό και μ’ αυτή τη δραστηριότητά της κατάφερε όχι μόνο να δυναμώσει το σώμα της και να αποκαταστήσει την υγειά της, αλλά και να τη θαυμάσουν όλοι οι Αργείτες και, προπαντός, οι Αργείτισσες για την «ποιητική» της. Φαίνεται ότι ο ενθουσιασμός που προκαλούσε με τα ποιήματά της ήταν εκείνος με τον οποίο κατάφερε, ως άλλος Τυρταίος, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους να υπερασπισθούν οπλισμένοι τα τείχη της πατρίδας τους που κινδύνευε. Τα ποιήματά της έφεραν τον τίτλο «άσματα» και ήταν ύμνοι προορισμένοι για χορούς, κυρίως παρθένων, ένα ποιητικό είδος που το εκτιμούσαν πολύ στην εποχή της. Τις λυρικές αυτές δημιουργίες της αφιέρωνε στις μούσες και στους θεούς Άρτεμη και Απόλλωνα, που ήταν οι κυριότεροι εμπνευστές της.

Δυστυχώς,[20] από τα ποιήματα αυτά σωθήκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και άλλες πληροφορίες για το έργο της από έμμεσες πηγές. Από μια επιγραφή της Επιδαύρου, που αναφέρει ο Παυσανίας,[21] μαθαίνουμε ότι «στην κορυφή του όρους Κορυφός (ή Κόρυφον, νοτιοανατολικά του ιερού της Επιδαύρου υπάρχει ιερό της κορυφαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει σε κάποιο ποίημα της η Τελέσιλλα».

 Απ’ αυτό, πιθανόν, το άσμα έχουν σωθεί δύο μόνο στίχοι:[22]                  

«Την Άρτεμη τραγουδήστε, κόρες,

που αποφεύγει τον Αλφειό…»

Από τους στίχους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ποίημα ήταν εμπνευσμένο από το μύθο για τον ποταμό Αλφειό. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το μύθο, ο Αλφειός, που λατρευόταν στην αρχαιότητα σαν προσωποποιημένος θεός με τεράστιες ικανότητες πλουτοδοσίας, ένιωθε για την Άρτεμη ασίγαστο ερωτικό πάθος.[23] Η θεά, κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, για να μην πέσει στα χέρια του Αλφειού, άλειφε με λάσπη το πρόσωπό της και τα πρόσωπα των Νυμφών που τη συνόδευαν, και ο Αλφειός δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ο θρύλος του ερωτοχτυπημένου Αλφειού με την Άρτεμη, που τον απέφευγε, ήταν, φαίνεται, η αιτία που  την Άρτεμη στην περιοχή  της Ηλείας την ονόμαζαν «Αλφειούσα, Αλφειαία, Αλφειωνία ή Ποταμία». Και την εικόνα της φυγής της θεάς συνθέτει με έμμετρο τρόπο το δίστιχο της Τελέσιλλας.

Σύμφωνα με άλλη πληροφορία[24] η Τελέσιλλα είχε συνθέσει μια ωδή για τον Απόλλωνα, που ονομαζόταν «Φιληλιάς», αυτός δηλ. που αγαπάει τον Ήλιο. Το άσμα αυτό το τραγουδούσαν, ίσως, οι εργάτες, όταν πήγαιναν  με συννεφιά στα χωράφια να δουλέψουν και παρακαλούσαν τον ήλιο να βγει από τα σύννεφα και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.[25]

Κάποιο άλλο ποίημα της Τελέσιλλας πρέπει να ήταν αφιερωμένο στη Νιόβη και στα παιδιά της, γιατί ο Απολλόδωρος[26] μας δίνει την πληροφορία ότι «από τα αγόρια της Νιόβης σώθηκε ο Αμφίων και από τα κορίτσια η Χλωρίς η μεγαλύτερη, που την παντρεύτηκε ο Νηλέας, σύμφωνα όμως με την Τελέσιλλα σώθηκαν ο Αμύκλας και η Μελίβοια, που  σκότωσαν με τόξο τον Αμφιώνα». Από το ποίημα όμως αυτό της Τελέσιλλας δε σώθηκε ούτε λέξη!

Κατά πάσα πιθανότητα η Τελέσιλλα είχε συνθέσει και ένα ποίημα για τους γάμους του Δία με την Ήρα, αν κρίνουμε από ένα σχόλιο στο στίχο 64 του ποιήματος του Θεόκριτου «Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι», που περιέρχεται σε ένα πάπυρο (αρ.1487 Ρ.), και αναφέρει ότι «όλα τα ξέρουν οι γυναίκες, ακόμα και πως ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα».[27] Τον υπαινιγμό αυτό τον αποδίδουν στη Τελέσιλλα.

Το μοναδικό ποίημα της Τελέσιλλας που σώθηκε ολόκληρο και μάλιστα όχι σε πάπυρο, αλλά ως επιγραφή χαραγμένη σε λίθο του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνος, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, είναι ένας ύμνος στη «μητέρα των θεών», που αξίζει να τον παραθέσουμε, όπως μας παραδόθηκε στο αρχαίο κείμενο, και σε μετάφραση:[28]

 

[Ματρί Θεών]                                             [Στη Μητέρα των Θεών]

                                                                        

Ω Μνημόσυνας κόραι                                    Κόρες της Μνημοσύνης

Δευρ’ έλθετε απ’ ωρανώ                                ελάτε εδώ απ’ τον ουρανό

και μοι συναείσατε                                        και τραγουδήστε μαζί μου

ταν ματέρα των θεών,                                   τη μητέρα των θεών,

ως ήλε πλανωμένα                                        που ήρθα, αφού περιπλανήθηκα

κατ’ ώρεα και νάπας                                      στα όρη και στις πηγές

σύρουσα αβρόταν κόμαν,                              με ανεμοπαρμένα τα μαλλιά

κατωρημένα φρένας.                                     ξετρελαμένη στα βουνά.

Ο Ζεύς δ’ εσιδών άναξ                                   Και ο βασιλιάς ο Δίας σαν είδε

ταν Ματέρα των θεών,                                  τη μητέρα των θεών

κεραυνόν έβαλλε και                                     έριξε κεραυνό και

τα τύμπαν’ ελάμβανε,                                    πήρε τα τύμπανα,

πέτρας διέρρησε και                                      έσπασε τα βράχια

τα τύμπαν’ ελάμβανε                                     και πήρε τα τύμπανα.

Μάτηρ, άπιθ’ εις θεούς,                                 -Μητέρα, φύγε στους θεούς

και μη κατ’ όρη πλανώ,                                  και μη γυρνάς στα όρη,

μη σε χαροποί λέον-                                      γιατί τ’ άγρια λιοντάρια

τες ή πολιοί λύκοι                                          και οι γκρίζοι οι λύκοι

[έδωσι πλανωμέναν.]                                    [θα σε φάνε κυνηγημένη.]

και ουκ άπειμι εις θεούς,                                -Δε θα φύγω στους θεούς

αν μη τα μέρη λάβω,                                     αν δεν πάρω μερίδια,

το μεν ήμισυ ουρανώ,                                    το μισό απ’ τον ουρανό,

το δε ήμισυ Γαίας,                                         τ’ άλλο μισό απ’ τη γη,

πόντω το τρίτον μέρος˙                                 το τρίτο μέρος απ’ τη θάλασσα,

χούτως απελεύσομαι,                                     κι έτσι θ’ αποχωρήσω.

χαιρ’ ω μεγάλα άνα                                       -Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,

σα Μάτερ Ολύμπω.                                        Μητέρα του Ολύμπου.

 

 

Στους 28 στίχους του ποιήματος, που σώθηκαν σχεδόν αυτούσιοι, εξιστορείται με γλαφυρότητα η δραματική περιπλάνηση της Μητέρας των θεών, της Ρέας Κυβέλης, που σε έξαλλη κατάσταση διεκδικεί από το Δία μερίδιό της απ’ τα μέρη του κόσμου, τον Ουρανό, τη γη, και τη θάλασσα. Ο μύθος για τη σύγκρουση του Δία με τη μητέρα του, τη Ρέα, που δε μας είναι γνωστός από αλλού, φαίνεται ότι είναι πνευματικό δημιούργημα της Τελέσιλλας. Ευρηματική, λοιπόν, η ποιήτρια στο θέμα της πλάθει ένα μεγαλειώδη μύθο με έντονο το τραγικό στοιχείο στην περιγραφή της και με απλό ύφος, που η παρεμβολή όμως λόγου και αντίλογου του δίνουν εξαιρετική ζωηράδα.

Αοιδός με τη λύρα του

Αξιοσημείωτα στοιχεία είναι η επίκληση στις εννέα Μούσες, τις Κόρες της Μνημοσύνης και του Δία, στην αρχή του ποιήματος, επίκληση που συνεχίζει την παράδοση του Ομήρου και άλλων επικών ή λυρικών ποιητών, που συνήθιζαν να επικαλούνται τη βοήθεια κάποιας θεάς ή μούσας για να ολοκληρώσουν με επιτυχία το έργο τους, η έντονη φυσικότητα με την οποία αναφέρεται στο πάθος της θεάς, στη φύση και στα άγρια θηρία, η ειλικρινής αφοσίωση στους θεούς με ψυχική ευγένεια και ευαισθησία και ένας αδιόρατος τόνος απαισιοδοξίας που διακρίνεται στο πείσμα και την επιμονή της Ρέας, αλλά και του Δία.

Τα στοιχεία αυτά, που χαρακτήριζαν, προφανώς, όλα τα ποιήματά της, έκαναν  τον αρχαίο σχολιαστή του Ομήρου να σημειώσει[29] ότι η Τελέσιλλα και ο Ξενοφών είναι υποδείγματα αρετής και καλοκαγαθίας.

Η γλώσσα της Τελέσιλλας ήταν λυρική κοινή γλώσσα της εποχής με μικρές αποκλίσεις. Όλα σχεδόν τα ποιήματά της ήταν μελικά, τονίζουν δηλ. για να τραγουδιούνται˙ το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι είχε καθιερώσει δικό της ποιητικό μέτρο με εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών[30] που οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι του έδωσαν το όνομά της, γιατί το βρήκαν μοναδικό, το ονόμασαν δηλ. «Τελεσίλλειον».

Η Τελέσιλλα όμως δεν έμεινε, δυστυχώς, γνωστή από την ποίησή της, αλλά από το κατόρθωμά της να σώσει το Άργος κατά τη διάρκεια του Κλεομενικού πολέμου. Δεν έπαψε πάντως να συγκινεί με την προσωπικότητά της και μεταγενέστερους ανθρώπους. Αμέσως μετά την απόκρουση των Σπαρτιατών στη μάχη του 494 π.Χ. στο Άργος, για να θυμούνται τον ηρωισμό και τη νίκη της Τελέσιλλας και των γυναικών του Άργους, έχτισαν ένα ναό του Ενυαλίου, του πολεμικού δηλαδή, του Φονικού Άρη, ο οποίος στο Άργος  μάλιστα εθεωρείτο ως θεός των γυναικών.[31] Προς τιμή του Ενυαλίου και των γυναικών που πολέμησαν για την πατρίδα τους έκαναν κάθε χρόνο, στην επέτειο της μάχης, μια γιορτή, που τη ονόμαζαν «Υβριστικά».

Στη γιορτή αυτή οι γυναίκες φορούσαν ανδρικά ενδύματα και οι άνδρες γυναικεία, για να θυμίζουν το κατόρθωμα των ανίσχυρων γυναικών, που αντιμετώπισαν τους αρειμάνιους Σπαρτιάτες πολεμιστές και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Η αλλαγή, βέβαια, αυτή των ενδυμάτων σχετίζεται με γαμήλιο θρησκευτικό έθιμο όχι μόνο του Άργους, αλλά και της Σπάρτης, της Κύπρου και άλλων πόλεων, σύμφωνα με το οποίο την πρώτη νύχτα του γάμου η νύφη φορούσε ανδρικό χιτώνα και τεχνητό γένειο, ενώ ο γαμπρός ντύνονταν γυναικεία και έκοβε τα μαλλιά του. Στο Άργος πάντως το έθιμο είχε συνδεθεί με τη Τελέσιλλα. Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει[32] ότι ψήφισαν και νόμο που επέβαλε στις Αργείτισσες να φορούν τεχνητό πώγωνα, όταν κοιμούνται με τους άνδρες τους!

Ο νόμος αυτός εξηγείται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη της Σήπειας και τον αποδεκατισμό των Αργείων ανδρών αναγκάστηκαν στο Άργος, για να αντιμετωπίσουν τη λειψανδρία, να παραχωρήσουν το δικαίωμα του πολίτη σε αρκετούς περίοικους,[33] και οι γνήσιες Αργείτισσες που παντρεύτηκαν έπρεπε να τους θυμίζουν μ’ αυτό τον τρόπο την ταπεινή καταγωγή και την κατωτερότητα τους. Ο Παυσανίας, εξάλλου, αναφέρει[34] ότι πάνω από το αρχαίο θέατρο του Άργους είδε ένα ιερό της Αφροδίτης και μπροστά στο άγαλμά της μια στήλη με ανάγλυφη παράσταση της λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας. Η ποιήτρια παρουσιαζόταν εκεί με τα βιβλία της σκορπισμένα στα πόδια της και μ’ ένα κράνος στο χέρι, που ετοιμαζόταν να το φορέσει.

Με τη στήλη αυτή, που δυστυχώς δε σώθηκε, οι Αργείοι τίμησαν την Τελέσιλλα και της απέδωσαν εύγλωττα τα δυο χαρακτηριστικά, που την έκαναν αξιοθαύμαστη, την ποιητική της τέχνη με τα βιβλία και την ηρωική προσφορά της στην πατρίδα με το κράνος.

Να προσθέσουμε ότι στο αρχοντικό του Τσώκρη στο Άργος βρίσκεται μέχρι σήμερα ανάγλυφο γυναίκας εντοιχισμένο κάτω από τον κεντρικό εξώστη του κτηρίου. Παριστάνει γυναικεία μορφή που στέκεται όρθια πάνω στους κοθόρνους της, φοράει δωρική εσθήτα με μακρές πτυχές και κρατάει με το δεξί της χέρι ένα στεφάνι. Μπροστά της βρίσκεται ένα μικρό παιδί γυμνό, που με το αριστερό του χέρι κρατάει το ριγμένο στην πλάτη μανδύα του και με το δεξί του χέρι προσπαθεί να πάρει το στεφάνι από τη γυναίκα, αλλά δεν το  φτάνει.

Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει[35] ότι το ανάγλυφο αυτό παριστάνει την ποιήτρια Τελέσιλλα σε υπερήφανη δωρική στάση και το παιδί, που είναι μπροστά της, συμβολίζει τη φτερωτή ευφυΐα. Σύμφωνα με άλλες απόψεις[36] το ανάγλυφο αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την Τελέσιλλα, αλλά είναι επιτύμβιο, που παριστάνει τη νεκρή μητέρα με το νεκρικό στεφάνι στο χέρι, και το ζωντανό ορφανό παιδί της, που δε μπορεί να φθάσει το στεφάνι, όπως δεν μπορεί να πλησιάσει τη νεκρή μητέρα του. Αν πρόκειται βέβαια για παράσταση της Τελέσιλλας, θα είναι η μοναδική που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αφού ένα άλλο άγαλμα της Τελέσιλλας που αναφέρεται[37] ότι είχε κατασκευάσει ο περίφημος Αθηναίος αγαλματοποιός Νικήρατος, σύγχρονος του Περικλή και του Αλκιβιάδη, δε βρέθηκε πουθενά.

Μπορεί, λοιπόν, τα μνημεία και το ποιητικό έργο της Τελέσιλλας να μη σώθηκαν, το όνομά της όμως, η προσωπικότητα και η δράση της δε ξεχάστηκαν για πολλούς αιώνες, αφού μνημονεύεται, όπως είδαμε, από μια σειρά αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Παυσανίας, Απολλόδωρος, Αθήναιος, Λουκιανός, Πολύαινος κ.α.), που φτάνουν ως το 2ο μ.Χ. αιώνα. Από κει και πέρα ήταν φυσικό εξαιτίας της έλλειψης άμεσων πηγών να ατονήσει η μνήμη και το ενδιαφέρον για την ηρωική αυτή λυρική ποιήτρια. Το όνομά της, πάντως, δεν ξεχάστηκε από τους Αργείτες.

Μνημονεύεται και σήμερα σε μια μικρή πλατεία στην αρχή της οδού Ινάχου, μετά τους «Πέντε Δρόμους», που έχει ονομασθεί «Πλατεία Τελέσιλλας» και αναγράφεται σε σχετική πινακίδα. Θα μπορούσε η εργασία αυτή να προκαλέσει την ευαισθησία των σημερινών συμπατριωτών της Τελέσιλλας, για να αποκαταστήσουν τη μνήμη της; Μια προτομή της Αργείας λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας στη ομώνυμη σημερινή πλατεία του Άργους θα αποτελούσε όχι μόνο ένδειξη σεβασμού της πνευματικής παράδοσης, αλλά και πολιτιστική περιουσία για την  πόλη του Άργους. Το χαμένο άγαλμα της Τελέσιλλας, που περιγράφει ο Παυσανίας, λύνει τα πρακτικά προβλήματα, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς επικαλούμενος την έλλειψη προτύπου για τη μορφή της ποιήτριας.

 

Αλέξης Α. Τότσικας

Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», τεύχος 11, Άργος, 1994.

Υποσημειώσεις


[1] Ελληνική Ανθολογία, 9,26.

[2] Βλ. και Α. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός, τ.2. σελ. 103, 437.

[3] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245: «Ταύτην δε φάσιν οικίας ούσαν ενδόξου»… «τω σώματι νοσηματικήν».

[4] Παράδοση σύμφωνη με τις αρχαίες ελληνικές αξίες «μέτρον» και «ύβρις», γιατί αν κάποιος διαθέτει πνευματικά χαρίσματα και σωματική ομορφιά ξεπερνά ίσως τον κοινό άνθρωπο και πλησιάζει επικίνδυνα την τελειότητα, που οι θεοί τη φθονούν.

[5] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, Τόμος ΙΙ, σελ. 289. Βλέπε και Παυσανία: Κορινθιακά, μετάφραση και σχόλια Ν. Παπαχατζή σελ. 139, σημ. 2.

[6] Ν. Α. Παπαδάκης, Φτερουγίσματα στον αρχαιοελληνικό κόσμο, σελ. 73-74, Αθήνα 1976.

[7] Άλλες πηγές, όπως ο Ευσέβιος, που τοποθετούν τη γέννηση της Τελέσιλλας στην 82η Ολυμπιάδα, δηλ. το 451 π.χ. πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστες, γιατί η χρονολόγηση αυτή δε συμφωνεί με τα γεγονότα του 494 π.χ., στα οποία σίγουρα πρωταγωνίστησε.

[8] Ελληνική Ανθολογία, 316.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΙ, σελ. 221 κ.ε.

[10] Ηροδότου Ιστορία, 6, 76: «Κλεομένεϊ γαρ μαντευομένω εν Δελφοίσι εχρήσθη Άργος αιρήσειν».

[11] Ηροδότου, 6, 76.

[12] Ηροδότου, 6, 77.

[13] Η διπλή σημασία του χρησμού ήταν στις λέξεις «θηλυκό και αρσενικό» που αντιστοιχούσαν στη Σπάρτη (θηλυκή) και στον Άργο, γενάρχη του Άργους (αρσενικό). Αργότερα είπαν ότι η νίκη της «θηλείας κατά του άρρενος» ήταν η νίκη της Τελέσιλλας κατά του Κλεομένη, ερμηνεία κατασκευασμένη εκ των υστέρων και λαθεμένη, γιατί το κατόρθωμα της Τελέσιλλας οδήγησε στη σωτηρία, όχι στην καταστροφή του Άργους και το θρήνο των γυναικών της πόλης, που προέβλεπε ο χρησμός.

[14] Παραστατική περιγραφή του περιστατικού κάνει ο Πολύαινος (Στρατηγικά, 1,11).

[15] Ηροδότου, Ιστορία, 6, 80: «Ω Άπολλον Χρηστήριε, η μεγάλως με ηπάτηκας φάμενος Άργος αιρήσειν συμβάλλομαι δ’ εξήκειν μοι το χρηστήριον».        

[16] Η πλαστότητα του πρώτου αριθμού αποδεικνύεται εύκολα από το γεγονός ότι περιέχει αποκλειστικά τον αριθμό επτά (7.777), αριθμό με μυστηριακή σημασία για τους αρχαίους (βλέπε Μ. Ιατρού, Ο αριθμός 7, Αθήνα 1965).

[17] Ηροδότου, Ιστορία, 6,81 κ.ε.

[18] Βλέπε Παυσανία, Κορινθιακά, 2, 20, 7 και Πολυαίνου, Στρατηγικά, 8,33.

[19] Παυσανίου, Κορινθιακά, ΙΙ, 20, 9.

[20] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245 κ.ε.

[21] Παυσανίου, Κορινθιακά, ΙΙ, 28, 2: «Επί δε τω άκρα του όρους κορυφαίας εστίν ιερόν Αρτέμιδος, ου και Τελέσιλλα εποιήσατο εν άσματι μνήμην».

[22]«Άδ’ Άρτεμις, ω κόραι φεύγουσα τον Αλφεόν». 

[23] Ν. Α. Παπαδάκης, ο.π. σελ. 77.

[24] Αθήναιος, XIV, 619 Β: «Η εις τον Απόλλωνα ωδή Φιληλιάς ως Τελέσιλλα παρίστησιν».

[25] Ακριβώς αντίστοιχο στο θέμα και το περιεχόμενο είναι ένα δημοτικό τραγούδι, γνωστό στην περιοχή, που σ’ ένα του τετράστιχο λέει:

«έβγα, ήλιε, έβγα,/έβγα λιγουλάκι/για να σεργιανίσουμε/μες στο περιβολάκι».

[26] Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, ΙΙΙ, 5: «εσώθη δε των μεν αρρένων Αμφίων, των δε θηλέων Χλωρίς η πρεσβυτέρα, η Νηλεύς συνώκηκε, κατά δε Τελέσιλλαν εσώθηκαν Αμύκλας και Μελίβοια, ετοξεύθη δε υπ’ αυτών Αμφίων».

[27] «Πάντα γυναίκες ίσαντι, και ως Ζευς αγάγεθ’ Ήραν». Βλέπε: A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας,  μτφρ. Α. Τσοπανάκη, σελ. 270-271.

[28] D. L. Page, Lurica Graeca Selecta, oxonii, MCM LXVIII, σελ. 248-9. Βλέπε και ASCLEPIEYM, HYMNI 131.

[29] Σχόλιο στον 289 της Ομήρου Οδύσσειας: «καλή τε μεγάλη τε εκ της κατά την όψιν κοσμότητος και αιδούς και τούτο υπονοείν δίδωσι καθά και Ξενοφών και Τελέσιλλα η Αργεία διαγράφουσιν αρετής και καλοκαγαθίας εικόνα».

[30] Ο τύπος του «Τελεσίλλειου» μέτρου είναι: υ_  υ υ _  υ _  Χρησιμοποιεί δηλ. επτασύλλαβο στίχο με συλλαβές: μακρά (ή βραχεία), μακρά, βραχεία, βραχεία, μακρά, βραχεία, μακρά.

[31] Λουκιανού, Ερωτικός, 30, 431: «….η Σπαρτιάταις ανθωπλισμένη Τελέσιλλα, δι’ ην εν Άργει Θεός αριθμείται γυναικών Άρης». Βλέπε και Ν. Δεπάστα, Η κατά του Άργους εκστρατεία του Σπαρτιάτου Βασιλέως Κλεομένους του Λ’ και η Τελέσιλλα (494 π.Χ.), Στρατιωτική Επιθεώρηση, Τ. 1, 1980.

[32] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245 F: «…έθεντο νόμον τον κελεύοντα πώγωνα δειν εχούσας συναναπαύεσθαι τοις ανδράσι τας γεγαμημένας».

[33] Αριστοτέλους, Πολιτικά, ν, 1303 α 6: «…και εν Άργει των εν τη βδόμη απολομένων υπό Κλεομένους του Λάκωνος ηναγκάσθηκαν παραδέξασθαι των περιοίκων τινάς».

[34] Παυασανία, Κορινθιακά, ΙΙ, 20, 8.

[35] Βλέπε Ι. Κοφινιώτου, Ιστορία του Άργους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, Αθήνα 1982, σελ. 113.

[36] Βλέπε και Β. Δωροβίνη, Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο Άργος, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, XII, τ.2, 1980, σελ. 182.

[37] Βλ. Ν. Δεπάστα, ο.π., σελ. 100, σημ. 3.

Read Full Post »