Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Τουρκοκρατία’

Το Παλαιό Σχολείο από την εποχή της Τουρκοκρατίας διατηρείται στην πόλη του Άργους – Προτάσεις για την ανάδειξή του


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Χρήστου Πιτερού,  αρχαιολόγου, μέλους του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτή Δ/ντή της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχου Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ, Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ και Επίτιμου  Προϊστάμενου αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και αρχαιογνωστικής έρευνας  με θέμα:

«Το Παλαιό Σχολείο από την εποχή της Τουρκοκρατίας διατηρείται στην πόλη του Άργους – Προτάσεις για την ανάδειξή του».

 

Το παλαιό σχολείο του Άργους της ύστερης Τουρκοκρατίας, που λειτούργησε και κατά την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και κατά την Καποδιστριακή περίοδο, όπως διαπιστώσαμε μετά από διεξοδική έρευνα, διατηρείται ως κατοικία. Πρόκειται για το μόνο προεπαναστατικό σπίτι, από την μέχρι τώρα έρευνα, που διατηρείται στην πόλη του Άργους.

Ως γνωστόν το προεπαναστατικό σχολείο[1] του Άργους άρχισε να λειτουργεί γύρω στα 1798 με την φροντίδα του Δημογέροντα και Βεκίλη στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαου Περρούκα[2] και αρχικά λειτούργησε στην Ιερά Μονή της Παναγίας Κατακρυμμένης. Στο σχολείο αυτό δίδαξαν σημαντικοί διδάσκαλοι της εποχής και διευθυντής διατέλεσε ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος Ησαΐας Καλαράς από το Αγιονόρι. Στο σχολείο αυτό φοίτησε και ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Η άποψη ότι στην Παναγία Κατακρυμμένη λειτουργούσε «κρυφό σχολείο» σύμφωνα με την εντοιχισμένη επιγραφή, είναι εσφαλμένη:[3] «Εντάυθα το έτος 1798 συνεστήθη και ελειτούργει Ελληνικό κρυφό/σχολείο, εις τούτο εφοίτησε και ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο υψώσας τη σημαία της Επανάστασεως του 1821».

Η λέξη «κρυφό» πρέπει να απαλειφθεί, όπως έχουμε ήδη επισημάνει. Η μεταγενέστερη αυτή άποψη δεν γίνεται δεκτή από την επιστημονική ιστορική έρευνα. Λίγα χρόνια αργότερα στα 1804-1805, όπως προκύπτει από τη σχετική αλληλογραφία, για το σχολείο αυτό στα 1834-1836 που δημοσίευσε ο Κ. Δανούσης,[4] το σχολείο μεταφέρθηκε στην πόλη του Άργους, στον τουρκικό Μπεκίρ-μαχαλά, αμέσως νοτιότερα της προϋπάρχουσας μικρής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, στη θέση της οποίας άρχισε να κτίζεται κατά την Ελληνική Επανάσταση ο Αγιάννης[5] (εικ.1) και στεγάστηκε σε οικία-μετόχι της Παναγίας Κατακρυμμένης, που δώρισε η μητέρα του Ιωάννη Χούρδη-Χούτρη.[6]

 

Εικ. 1: Αεροφωτογραφία του Αγιάννη, περιβάλλοντος χώρου, και το προεπαναστατικό επαναστατικό, καποδιστριακό σχολείο Άργους. αρ.1.

 

Όπως είναι γνωστό τα προεπαναστατικά σχολεία συνήθως λειτουργούσαν στους υπάρχοντες χώρους των εκκλησιών. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821 – Σαϊσανάς Βασίλειος


 

Εισαγωγή – Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης – Οι κοινότητες – Ο θεσμός των κοινοτήτων στην Πελοπόννησο κατά την Β΄ Τουρκοκρατία – Ο διοικητικός ρόλος των προεστών – Οι επαναστατικές και πολιτικές κινήσεις – Οι προεστοί ως παράγοντες στρατιωτικής και πολιτικής δράσης κατά το κίνημα των Ορλωφικών και πριν την επανάσταση του 1821 – Επίλογος – Συμπεράσματα – Παράρτημα. Προεστοί της Πελοποννήσου κατά την Β΄ Τουρκοκρατία

 

Εισαγωγή

 

Στην παρούσα εργασία θα εξεταστούν ζητήματα και προβληματικές που αφορούν τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά την δεύτερη τουρκοκρατία. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετηθεί ο ρόλος και η δράση τους ως παράγοντες πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισχύος κατά την διάρκεια του κινήματος των Ορλωφικών καθώς και κατά την περίοδο που προηγήθηκε του ξεσπάσματος της Επανάστασης του 1821. Για την βέλτιστη κατανόηση του ρόλου που διαδραμάτισαν οι προεστοί στα Ορλωφικά αλλά και για να προκύψουν ορθότερες ερμηνείες πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι σκόπιμο και εν πολλοίς αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά στα  γεγονότα του εμπόλεμου αυτού ξεσπάσματος.

Μελετώντας κανείς, έστω και στοιχειωδώς το ιστοριογραφικό έργο  που αφορά στην Πελοπόννησο κατά την δεύτερη τουρκοκρατία δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ένας από τους βασικούς διοικητικούς και δημοσιονομικούς άξονες που σχετίζεται με την Ελληνορθόδοξη – και όχι μόνο – πραγματικότητα υπήρξε η άτυπη τάξη των Προεστών ή Κοτζαμπάσηδων. Βασικοί μοχλοί πολιτικής εξουσίας και οικονομικής δύναμης οι τελευταίοι άσκησαν μεγάλη κοινωνική επιρροή και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα κρίσιμα εκείνα γεωπολιτικά και στρατηγικά δεδομένα που μετέβαλαν ουσιωδώς την μοίρα όχι μόνο της Πελοποννήσου αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού όπως αποδείχθηκε.[1]

Ποιοι ήταν όμως οι Προεστοί; Πώς αυτοί παγίωσαν την πολιτική και οικονομική εξουσία τους και πώς συγκροτήθηκε ιδεολογικά η ταξική τους συνείδηση, στον βαθμό βέβαια, που αυτή υπήρξε; Οι απαρχές και οι βάσεις της συγκρότησης και στοιχειοθέτησης του κοτζαμπασισμού εντοπίζονται την εποχή της δεύτερης Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685 – 1715) όταν και αναδείχτηκε μία ισχυρή αγροτική ολιγαρχία που έτεινε περιοδικά να αντικαταστήσει τους Τούρκους φεουδάρχες του παλαιού κοινωνικο-οικονομικού σχήματος. Οι νέοι αυτοί τοπικοί αρχηγοί, όντας – κατά κανόνα – φιλοβενετικά στοιχεία άντλησαν δύναμη από το διοικητικό σύστημα που εφάρμοσαν οι βενετικές αρχές αξιοποιώντας τα προνόμια που προορίζονταν για κάθε κοινότητα βάσει ειδικά διαμορφωμένου καταστατικού χάρτη. [2] Υπό αυτούς τους όρους, έτσι όπως υπαγορεύονταν από το συγκεκριμένο βενετικό σύστημα αρχών, ορισμένες οικογένειες απέκτησαν διόλου ευκαταφρόνητη πολιτική και οικονομική δύναμη. Ορισμένες από αυτές τις οικογένειες υπήρξαν οι Σύντιχοι στην Καρύταινα, οι Νοταράδες στην Κόρινθο, οι Ζαΐμηδες στα Καλάβρυτα, οι Μπενάκηδες στην Μεσσηνία, οι Κρεββατάδες στον Μυστρά κ.α.[3]

 

Προεστός του 18ου αιώνα με την επίσημη στολή του. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

 

Αυτές οι οικογένειες θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν και να εδραιώσουν την πολιτική και οικονομική τους εξουσία και μετά την οθωμανική ανακατάληψη της Πελοποννήσου το 1715. Η διαιώνιση αυτής της εξουσίας δεν θα μπορούσε να μην βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τους όρους κατάκτησης που υιοθετήθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ στην Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς κυριάρχους. Πιο συγκεκριμένα οι οθωμανικές αρχές διατήρησαν τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος αναντίρρητα ευνοούσε τα πεδία δράσης των προυχόντων.[4] Η οικειοθελής και έγκαιρη υποταγή των προεστών στα προελαύνοντα οθωμανικά στρατεύματα και η ομαλή ένταξή τους στην νέα πολιτική πραγματικότητα που συνεπαγόταν η κατάκτηση εξασφάλισε στους πρώτους όχι μόνο την εύνοια των κατακτητών αλλά και μία δεσπόζουσα θέση μέσα στο σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης με πολυσύνθετα διοικητικά και οικονομικά προνόμια.[5] Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κανέλλος Δεληγιάννης, οι πελοποννήσιοι προεστοί πέτυχαν δια σουλτανικού φιρμανίου την αναγνώριση προνομίων, κυρίως δημοκρατικήν διοίκησιν, δηλαδή δυναμική και εμπλουτισμένη τοπική αυτοδιοίκηση με αντιπροσώπους που αποφάσιζαν εις τας εκλογας και εις την διανομήν των επιτόπιων φόρων.[6] Βέβαια παρά την υπερβολή που αποδίδεται στον όρο δημοκρατική διοίκηση εντούτοις η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς και τις τοποθετήσεις του Δεληγιάννη. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)


  

Το παρακάτω κείμενο αναφέρεται στις προυχοντικές οικογένειες του Άργους κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, βασισμένο στην έρευνα που πραγματοποίησε  ο Αθανάσιος Φωτόπουλος προκειμένου να αποτελέσει μέρος της διδακτορικής διατριβής του (1995) με τίτλο: «Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821».

 Ας δούμε τη γράφει για τις προυχοντικές οικογένειες του Άργους (σελ. 53).

 

Αναντίρρητα, η παλαιότερη και σημαντικότερη προυχοντική οικογένεια του Άργους ήταν οι Περρουκαίοι [1]. Η επιρροή τους δεν περιοριζόταν στην πόλη και στην επαρχία του Άργους, άλλα είχε επεκταθεί και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Γενάρχης της είναι ο Γιαννάκης, ο οποίος ζούσε επί Βενετών ή και νωρίτερα [2]. Στα μέσα του ΙΗ’ αιώνα δρα ο γιος του Αποστολής. Γιος του τελευταίου ήταν ο Δημήτριος, τον οποίο διαδέχτηκαν οι τέσσερις γιοι του Νικόλαος [3], Γεωργαντάς, Σωτήριος [4] και Αποστόλης [5]. Η οικογένεια του Νικόλαου (†12.4.1822) κράτησε τα σκήπτρα της επαρχίας μέχρι την επανάσταση και κατ’ αυτήν. Ο ίδιος διατέλεσε βεκίλης στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο γιος του Δημήτριος. Από τους άλλους γιους του, ο Χαράλαμπος (†1822) διατηρούσε εμπορική εταιρεία στην Πάτρα και βρισκόταν σε ανταπόκριση με τον οικογενειακό εμπορικό οίκο του Άργους, ενώ ο Ιωάννης διατέλεσε προεστός Άργους τουλάχιστον μία δεκαετία πριν από την επανάσταση. Ο τελευταίος πέθανε αμέσως μετά την άλωση της Τριπολιτσάς εξαιτίας των κακουχιών, τις όποιες είχε υποστεί ως όμηρος [6].

 

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.

 

Σε επιγραφή του ναού των Αγίων Αδριανού και Ναταλίας, στο χωριό Κατσίγκρι [Άγιος Ανδριανός] του Ναυπλίου, αναφέρεται (1743) ότι αυτός «ιστορήθη δι’ εξόδου τού ενδοξοτάτου άρχοντος και δραγουμάνου του Μορέως κυρίω κύρ Θεοδώρου Καπελέτη εκ πόλεως Άργους», γιου του ποτέ Παπαδριανού, οικονόμου από την ίδια πόλη [7].

Μετά τα ορλωφικά εγκαθίσταται στο Άργος η οικογένεια Βλάση η Βλασόπουλου προερχόμενη από την Κοτίτσα της Λακωνίας. Γενάρχης της ήταν ο Χρήστος Βλασόπουλος, ο δε γιος του Θεοδωράκης κατέστη πλούσιος γαιοκτήμονας και προεστός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας με τον γιο του Χρήστο [8].

Το 1783 (24 Απριλίου) [9] υπογράφονται σε έγγραφο οι προεστοί Άργους Δημ. Περρούκας και Αναστάσιος Κάβας.

Σε έγγραφο (13.7.1789) [10], ως προεστοί του βιλαετίου Άργους υπογράφονται οι ακόλουθοι: Γεώργιος Περρούκας, Νικολάκης Κάβας, Τζώρτζης Χρυσοχός, Θεοδωράκης Κεφαλάς, Γιάννης Ρούνης, Παναγιώτης Μίντης, Μήτρος Κατρισιώτης, Γιάννης του Νίκα, Γκίκας Μοίρας, Δημητράκης της Καλής, Ανδριανός Καρκατζέλης, Ιωάννης ιερεύς Σακελλάριος, παπα-Μιχάλης Οικονόμου, Αναστάσιος Κάβας.

Σε άλλο ανέκδοτο έγγραφο (1.4.1798), υπογράφονται οι εξής άρχοντες και λοιποί πρόκριτοι του Άργους [11]: Γεώργιος Περρούκας, Νικόλαος Περρούκας, Ιωάννης Νίκας, Γεώργος Συρίγος, Νικολής Παναγιώτου, Ιωαννάκης Μοθωναίος, Τζώρτζης Χρυσοχός, Θεοδωράκης Βλασόπουλος, Νικόλαος Σέκερης, Μήτρος Ντουσιμίνης, Αναστάσης Ντόκος, Ανδριανός του Αλεξαντρή, Πανάγος Τζότηρη, Παναγιώτης Πασχάλης, Βασίλης Ταρλής, Ηλ(ίας) Σταθόπουλος, Γιωργατζής Βώκος, Θεοδωράκης Κεφαλάς, Αναγνώστης παπα-Μιχαήλ, Τζέρτος Ιωαννούσης, Γιωργάκης Στασινόπουλος, Παναγιώτης Τζουλούφος, Γιώργος Ντοροβίνης, Γιάννος Χρυσοχός, Γιαννάκης Ιωαννούσης.

Προεπαναστατικά, προεστός του Άργους ήταν ο Θεόδωρος Μοθωνιός, που διατέλεσε και γραμματέας του τούρκου βοεβόδα Αλήμπεη [12]. Ως επίσημη οικογένεια αναφέρεται και αυτή του Παναγή Ιωαννούση [13], της οποίας μέλη ήταν ο Γεώργιος (1789) [14], ο Μιχαήλ (1791) [15], ο Τζέρτος και ο Γιαννάκης (1798). Ο Αναγνώστης Μπόνης ή Ιατρός [16], από το Μπουγιάτι [Αλέα], είχε εγκατασταθεί στο Άργος πολλά χρόνια πριν από την επανάσταση και ως «άρχων ιατρός» αναφέρεται σε έγγραφο (17.11.1818) του δραγομάνου του Μορέως Γεωργάκη Ουαλεριανού [17].

Στον Κάτω Ναχαγιέ (επαρχία Ερμιονίδος), προεστός ήταν ο καπετάν Αντώνης Νάκης, του οποίου ο γιος Ν. Νάκης ήταν γραμματικός του πασά των Τρικάλων (1816) και του καϊμακάμη του πασά της Πελοποννήσου (1818) [18].

Στην επαρχία Ναυπλίου δεν αναδείχτηκε «ουδείς προεστός επίσημος και με τας απαιτουμένας δυνάμεις», όπως και σε άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου. Και τούτο, γιατί η πόλη – όπως και η επαρχία – του Ναυπλίου «εξουσιάζετο» από τους Οθωμανούς. Κάποιοι δημογέροντες υπήρχαν μόνο σε χωριά [19].

Στις πρώτες δεκαετίες του ΙΣΤ’ αιώνα, στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο, ζει η οικογένεια Ντενασή (Denassim ή De Nassin), μέλη της οποίας συμμετέχουν στην τοπική διοίκηση της πόλης [20]· και αργότερα (1705), ο φιλοβενετός σύνδικος Κοσμάς Καλαβρός [21].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος τομ. Δ’, σελ. 107-108· Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, Η καταστροφή του Δράμαλη ο.π., σελ. 255-259. Λείπει μια μονογραφία για την οικογένεια Περρούκα.

[2] Το όνομά του αναφέρεται το έτος 1687.

[3] Υπογράφεται σε έγγραφο του έτους 1781: IEEE, αρ. 17160.

[4] Αυτόθι· επίσης, βλ. Τάκης X. Κανδηλώρος, Η Φιλική Εταιρεία, σελ. 288, οπού και κάποια γενεαλογικά στοιχεία.

[5] IEEE (Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος), αρ. 17160.

[6] Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών…, σελ. 68. Επίσης, για την οικογένεια Περρούκα, βλ. τα εξής μελετήματα: Κων. Ν. Τριανταφύλλου, «Συμβολή στα περί οικογένειας Περρούκα Άργους-Πατρών», ΠΒ’ ΤΣΑργΣ, σελ. 157 κ.ε.· Ιωάννης Φ. Αθανασόπουλος, «Κληρονομικές διαφορές μελών της οικογένειας Περρούκα Πατρών αποκαλυπτόμενες από έγγραφα της ολλανδικής πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως», ΠΔ’ ΔΣΠΠ, τομ. Γ’, σελ. 177-196.

[7] Για την επιγραφή, βλ. Κωνστ. Γ. Ζησίου, Σύμμικτα, Αθήνα, 1892, σελ. 86· Αθανάσιος  Θ. Φωτόπουλος, «Συμπληρωματικά στα περί δραγομάνων του Μορέως», Journal of Oriental and African Studies 3-4 (1991-1992), σελ. 91- 92, όπου νεότερη έκδοση της επιγραφής.

[8] Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, ο.π., σελ. 259. Βλ. και το φυλλάδιο «Έκθεσις περί της του χωρίου Δυμηνίου υποθέσεως» [1840], σελ. 4, όπου η πληροφορία ότι ο Θ. Βλάσης ήταν συγγενής των Περρουκαίων.

[9] IEEE, αρ. 17170.

[10] IEEE, αρ. 17185.

[11] Εννοείται της επαρχίας Άργους· το έγγραφο στην IEEE, αρ. 17205· ονόματα και άλλων προεστών και ψήφον εχόντων ανδρών (1818), βλ. στο βιβλίο του Σταμ. Αναστ. Αντωνόπουλου, Σταματέλος Σπηλ. Αντωνόπουλος, Αθήνα, 1918, σελ. 21-22.

[12] Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, ο.π., σελ. 286.

[13] Φραντζής, τομ. Δ’, σελ. 108. Την 11.5.1818 υπογράφει δανειστικό έγγραφο ως επίτροπος του καζά Άργους: IEEE, αρ. 17354.

[14] IEEE, αρ. 17186.

[15] IEEE, αρ. 17189.

[16] Γιατί ήταν εμπειρικός ιατρός: Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, ο.π., σελ. 254.

[17] IEEE, αρ. 47447.

[18] Νικ. Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, τομ. Α’, Αθήνα, 1940, σελ. 258, σημ. 3.

[19] Φραντζής, τομ. Δ’, σελ. 106.

[20] Για μέλη της, βλ. Λακωνικαί Σπουδαί  Γ’ (1977), σελ. 246, σημ. 7. Στα χρόνια του Βελή πασά, αναφέρεται Γεώργιος Δανεσής από τον Πραστό, έμπορος στην Κωνσταντινούπολη: Κοντάκης, σελ. 23.

[21] Μήτσας Οικονόμου, «Το προξενείο του Αρχιπελάγους στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο», Παρουσία Ζ’ (1991), σελ. 444-445, 470-473.

 

Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος

Ιστορικός – Πανεπιστήμιο Πατρών

«Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821», Διδακτορική διατριβή, 1995.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Θρήνοι για την πόλη του Ναυπλίου


 

Ναυπλιακού λαού φωνή εκ βαθέων στα παιχνίδια της μοίρας του.

 

Αν διεξέλθουμε τους μεγάλους σταθμούς της μακράς Ιστορίας του Ναυπλίου δύσκολα θα ξεχωρίσουμε ευτυχισμένες στιγμές από τις πολλές δραματικές. Γνώρισε το Ναύπλιο στη μακραίωνη, πολυκύμαντη και περιπετειώδη του πορεία πολλά και αλλεπάλληλα στάδια ακμής και παρακμής. Και οι τρικυμιώδεις αναδιπλώσεις της Ναυπλιακής Ιστορίας αποτελούν δραματικό πολύπτυχο, που όποια πτυχή του πιάσουμε και σηκώσουμε θα βρούμε τιμές και μεγαλεία, αλλά και δυστυχίες και συμφορές και σφαγές και κατατρεγμούς και εξανδραποδισμούς.

Τα τελευταία μάλιστα σε τέτοια εναλλαγή, ένταση και συχνότητα, ώστε κάθε ευτυχισμένη περίοδος του Ναυπλιακού λαού να μην αποτελεί παρά το μικρό ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της τελευταίας και της επομένης συμφοράς. Και αυτό χαρακτήριζε όλο σχεδόν το χρονικό φάσμα από την Φραγκοκρατία μέχρι την Επανάσταση του 1821. Κυρίως όμως σχετιζόταν με τις τέσσερις διαδοχικές περιόδους κατοχής από Τούρκους ή Ενετούς και τους πολέμους μεταξύ των δύο αυτών κατακτητών.

 

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

 

Την πρώτη δηλαδή Ενετοκρατία (1440-1540), ακολούθως την πρώτη Τουρκοκρατία (1540-1687) και στη συνέχεια την δευτέρα Ενετοκρατία (1687-1715) και τέλος την δευτέρα Τουρκοκρατία (1715-1822), οπότε η ιστορική πόλις, η πανέμορφη αρχόντισσα του Αργολικού και όλου του Μοριά, απαλλάχθηκε διά παντός από τη βία και την παρουσία των δύο αυτών κατακτητών. Ιδιαίτερα επώδυνες και δυσβάσταχτες για τον πολυπαθή Ναυπλιακό λαό ήταν οι στιγμές που το Ναύπλιο άλλαζε δυνάστη, από τον τελευταίο δηλαδή στον επόμενο κατακτητή, είτε με συνθήκη, είτε εξ εφόδου, μετά σκληρή πάντοτε πολιορκία.

Ανάμεσα στις δύο αυτές συμπληγάδες, τον Τούρκο και τον Βενετσιάνο, ασχέτως του ποιος εξ αυτών ήταν κάθε φορά ο επιτιθέμενος και ποιος ο υπερασπιζόμενος τα τείχη του Ναυπλίου, η ιστορική πόλις προσπαθούσε ως οχυρό, ως φρούριο ισχυρό και ένδοξο, να περισώσει το κύρος της και την τιμή της, αρνούμενη να παραδοθεί, όπως κατέγραψε η λαϊκή Μούσα:

 

– Ανάπλι δώσε τα κλειδιά, Ανάπλι παραδώσου!

– Πώς να τα δώσω τα κλειδιά, πώς να τα παραδώσω,

πού ‘γώ ‘μ’ Ανάπλι ξακουστό, Ανάπλι παινεμένο·

στην Πόλη και στη Βενετιά μ’ έχουν ζωγραφισμένο!  [1] 

 

Και συνέχιζε παραβάλλοντας το ισχυρό της κάστρο με τα λιγότερο σημαντικά του Νιόκαστρου, της Κορώνης και της Καλαμάτας:

– Τί γάρ και είμαι Νιόκαστρο, Μεθώνη και Κορώνη

και Καλαμάτα ξέφραγη με τις συκιές φραγμένη; … 2 

 

Και αυτά μεν βάζει ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής να αναφωνεί το δύσμοιρο και περήφανο, άλλα πάντως απρόσωπο Ναύπλιο. Τη μήνη όμως, τα έκτροπα, τη σκληρότητα και την εκδικητική μανία του νέου κατακτητή, τα δεινά, τις κακουχίες και τις συμφορές, τις ένοιωθε κάθε φορά μέσα κατάβαθα ο πολυπαθής Ναυπλιακός λαός. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η πόλις έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, αφού συνήθως η Βενετσιάνικη κατοχή ήταν ηπιώτερη από την τουρκική3.

Άποψη του Ναυπλίου. Χαλκογραφία, Gasp. Bouttats, 1690.

Πιστεύεται, ιδιαίτερα για την πρώτη Ενετοκρατία, ότι οι κάτοικοι της ωραίας πόλεως κατά την εκατονταετή πρώτη κατοχή των Ενετών, από το 1440 μέχρι το 1540, άρχισαν με την πάροδο του χρόνου σιγά-σιγά να προσαρμόζoνται, να συμβιβάζoνται να εργάζoνται, να φορολογούνται, να διεκδικούν καλύτερους όρους και συνθήκες δια­βιώσεως και εν πάση περιπτώσει να μην αισθάνoνται τόσο βαρύ τον ξένο ζυγό4. Δεν αμφισβητείται βέβαια και σ’ αυτή την περίοδο η στυγνή εκμετάλλευση, άλλα ούτε και η ήπια συμπεριφορά των Ενετών, στα πλαίσια φυσικά της δικής τους γενικώτερης πολιτικής. Υπήρχε μάλιστα τότε και μακρά περίοδος ειρήνης στον αργολικό χώρο.

Και αν δημιουργούνται ταραχές μεταξύ Ενετών του Ναυπλίου και Τούρκων του παρακειμένου Άργους, αυτές τοποθετούνται στην τελευταία τριετία της ενετικής κατοχής, στο διάστημα δηλαδή 1537-1540. Πρόκειται για τη συνεχή τριετή πολιορκία της πόλεως που κατέληξε σε παράδοση στους Τούρκους διά διαπραγματεύσεων. Στην σκληρή αυτή πολιορκία υπέφερε τα πάνδεινα ταλαιπωρούμενος ο Ναυπλιακός λαός. Δεν ήταν μόνον η διάρκεια της πολιορκίας, η πείνα και οι στερήσεις, ούτε οι ανελέητοι βομβαρδισμοί πού σκορπούσαν καθημερινά τον όλεθρο στην πόλη και στους κατοίκους, αλλά ήταν και η εξάπλωση των ασθενειών από τη στιγμή πού οι Τούρκοι έκοψαν τη βασική υδροδότηση της πόλεως για να εκβιάσουν την παράδοση, με αποκορύφωμα την επιδημία της πανώλης πού εξαπλώθηκε ταχύτατα και σε δύο χρόνια, 1538-1539, αποδεκάτισε το ήμισυ σχεδόν του πληθυσμού5.

Την επιδημία της πανώλης ακολούθησε τελική συμφορά: Η παράδοση του Ναυπλίου στους Τούρκους6 με διαπραγματεύσεις, η αποχώρηση έτσι των Ευρωπαίων χριστιανών και η εγκατάσταση των αλλοθρήσκων Οθω­μανών, πού δημιούργησαν θλιβερές εικόνες, αφού οι περισσότεροι των κατοίκων για να αποφύγουν την τουρκική δουλεία αναχώρησαν με τους Ενετούς, για να καταφύγουν σε άλλες ασφαλείς Ενετικές κτήσεις7. Όταν δύο αντίπαλοι συγκρούoνται σε ξένο τόπο, πληρώνει ο τόπος τα επίχειρα της κακίας των μαχόμενων.

Οι μισοί των κατοίκων πέθαναν, όπως είπαμε, από τις κακουχίες και την πανώλη και από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι εκπατρίσθησαν για να αποφύγουν τον τουρκικό ζυγό. Μεταξύ αυτών και ο πρωτοπαπάς του Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξός8, ο οποίος συνέθεσε και αφιέρωσε «θρηνητικόν Κανόνα εις τον πικρόν χωρισμόν της ελεεινής πό­λεως Ναυπλίου9». Χαρακτηριστική η ακροστιχίς: ο πρωτοπαπάς συγκλαίει Ναυπλιέοις ο Μαλαξός. Το κείμενο του Κανόνος διασώθηκε σε ειδικόν κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων, πού είναι αυτόγραφος του Μαλαξού10.

Μέσα στις εννέα Ωδές του διεκτραγωδείται η δεινή θέση των κατοίκων: Λαός ευκελής των Ναυπλών νυνί ταλαίπωρος γενόμενος, δεύτε άπαντες, γέροντες, νέοι, νήπια, Άνδρες, γυναίκες και τέκνα, και αλλήλων Θρηνήσωμεν την δυστυχίαν την δεινήν και τον πικρόν χωρισμόν11.

Προη­γουμένως όμως ο ίδιος διερωτάται: ποίον κλαυθμόν ποίαν ωδήν δακρυκίνητον και ποίον θρήνων μέλισμα νυν εξηχήσωμεν, Ναυπλιέων οι δήμοι, τη νυν αποδημία και τη στερήσει υμών12…. Σε άλλα σημεία του Κανόνος, εκτός των κατοίκων, συγκλαίει και συνταράσσεται η μητέρα-πόλις, το Ναύπλιον, για τον αποχωρισμό των τέκνων της: Συσσαλεύεται άπασα πόλις Ναυπλίου και στένει τη νυν αποδημία των γεννημάτων αυτής13 Λαόν τον οικείον – πόλις Ναυπλιέων δακρυχέουσα, ανακαλείται και προσφθέγγεται. «μη επιλήθησθε μητρώων των σπλάγχνων, τέκνα μου, και των τροφείων και τον θάλψεων»14.

 

 

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.

 

Εφεξής συμπάσχει το Ναύπλιο μετά της λοιπής Πελοποννήσου υπό την δυσβάστακτη τουρκική κυριαρχία. Αλλά οι Ενετοί θα επανέλθουν και θα δημιουργηθούν και πάλι αναστατώσεις και συμφορές, τόσο όταν θα εγκατασταθούν νικητές το 1687, όσον και όταν αποχωρήσουν ηττημένοι το 1715. Το 1687 οι Τούρκοι αποχωρώντας δεν άφησαν λίθον επί λίθου, ενώ το 1715 νικητές και ηττημένοι, Τούρκοι και Ενετοί, συναγωνίζονταν πως θα ξεθεμελιώσουν τον τόπο λεηλατώντας, καταστρέφοντας και σφάζοντας.

Εκπλήρωσε και πάλι το Ναύπλιο και υπέφεραν γη και άνθρωποι. Όσο για την δευτέρα αυτή ενετική κυριαρχία, 1687-1715, ερχόμενοι το 1687 οι Ενετοί ως ελευθερωτές υπόσχονταν να διώξουν τους δυνάστες Τούρκους και να ελευθερώσουν τον Μοριά. Αλλά οι Ενετοί του 1687-1715 δεν ήσαν οι Ενετοί της πρώτης Ενετοκρατίας 1440-1540. Ετέθησαν τότε τρομερά διλήμματα για τους κατοίκους. Οι Ενετοί απαιτούσαν να συνεισφέρουν και να συμπολεμήσουν οι υπήκοοί τους εναντίον των επερχομένων Τούρκων, ενώ ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Μεγάλος Βεζίρης Αλή Κιουμουρτζή, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες είχαν αρχίσει να μη συμπαθούν τους καταπιεστές Ενετούς, κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες για να μεταβά­λει την παθητικότητά τους σε ενεργό συμμετοχή τους εναντίον των Ενετών. Και φαίνεται ότι προ των επαπειλουμένων νέων δοκιμασιών πολλοί από την υπόλοιπη Πελοπόννησο συνέπραξαν με τον Μεγάλο Βεζίρη, κατά τους γνωτούς ελαφρούς υπολογισμούς15. Στο ισχυρά όμως ωχυρωμένο Ναύπλιο, έδρα του Ενετού Προνοητού και της στρατιωτικής ηγεσίας του Μοριά, οι κάτοικοι είτε αμέσως, είτε εμμέσως βρέθηκαν εκ των πραγμάτων στο πλευρό των αμυνομένων Ενετών και πρόβαλαν σθεναρά αντίσταση στους επιτιθεμένους με εκδικητική μανία Τούρκους. Και πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, όταν τον Ιούλιο του 1715 η πόλις κυριεύθη­κε16.

Συμφορά, σφαγές και αιχμαλωσίες. Βιαιότητες και κατατρεγμοί. Κλαυθμός και οδυρμός. Τον πόνο του Ναυπλίου μετέβαλαν τότε επώνυμοι και ανώνυμοι στιχουργοί σε θρήνο. Δύο εξ αυτών είναι οι πιο γνωστοί: Ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης και ο Γιαννιώτης Μάνθος Ιωάννου. Αμφότεροι ήσαν τότε εγκατεστημένοι στο Ναύπλιο και αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους. Και οι δύο κατώρθωσαν να δραπετεύσουν και να συνθέσουν ο μεν Κατσαΐτης τον «Κλαυθμό Πελοποννήσου προς Ελλάδα», ο δε Μάνθος Ιωάννου την «Συμφορά και αιχμαλωσία Μορέως». Και στα δύο αυτά τα μακρόσυρτα ποιήματα γίνεται εκτενής αναφορά στην συμφορά του Ναυπλίου το 1715.

Ο Κατσαΐτης μέσα σε 3.000 περίπου γραφικούς στίχους αναφέρεται στα γεγονότα όπως τα έζησε, όχι όμως ως ιστορικός, αλλά με ένα ξέσπασμα ψυχής, ένα ατελείωτο θρήνο17. Είναι ένας διδακτικός θρήνος με πολύ ενδιαφέρον. Έζησε ο Κατσαΐτης από κοντά τα γεγονότα, αλλά δεν τα αφηγείται ο ίδιος. Βρήκε πρωτότυπο τρόπο εκθέσεως, ένα είδος λογοτεχνικής σκηνοθεσίας. Προσωποποιημένη δηλαδή η Πελοπόννησος επάνω σε ένα βουνό συζητεί με την επίσης προσωποποιημένη Ελλάδα. Μεταξύ των άλλων λεπτομερώς εκτίθενται η πολιορκία και η άλωσις του Ναυπλίου, με αναφορά στον καθόλου βίο της πόλεως προ της συμφοράς. Ο ποιητής έχει ευχέρεια στο λόγο του, λόγο δημώδη με μερικές μόνο παρεκκλίσεις προς τη λογία μορφή εκφράσεως. Η προσωποποιημένη Πελοπόννησος διεκτραγω­δεί την κατάσταση της με λεπτομερή περιγραφή:

 

Στις είκοσι κι οκτώ του Ιουνίου

ξιπλώθη εις τον Κάμπον τ’ Αναπλίου

τ’ αρίφνητο και φοβερό φουσάτο

εγέμισε τον τόπο άνω κάτω…

Διεξήχθη σφοδρή και πεισματώδης μάχη προ των επάλξεων του Ναυπλίου, την άμυνα του οποίου σθεναρά κρατούσαν Ενετοί και Έλληνες, αλλά με την ισχυρή έφοδο του εχθρού τα τείχη γκρεμίστηκαν. Τ’ Ανάπλι κυριεύθηκε. Και ακολούθησε σφαγή άγρια και ανελέητη.

 

Εγιόμισαν οι στράτες φονευμένους

και τα πατάρια απονεκρωμένους.

Τις εκκλησιές τσ’ ευπρεπισμένες

τσ’ εγδύσαν και αφήκαν κουρσεμένες

τους τάφους εξανάσκαψαν να βρούσι

και έβγαλαν τους νεκρούς όπου βρωμούσι.

 

Η Πελοπόννησος θρηνεί στην συνέχεια το Ναύπλιο, το μονάκριβο παιδί της, το φώς των ομματιών της, ψυχή της ίδιας της ψυχής, και καρ­διά της. Στίχοι με λόγια τρυφερά, μοιρολόγι πραγματικό.

 

Ανάπλι, ωχ, ωϊμέ, η ψυχή μου βγαίνει,

Ανάπλι, όνομα χαριτωμένο,

και πως εγίνηκες δυστυχισμένο.

Ανάπλι πάντα θέλω να σε κλαίγω

και πικρολόγια να σε λέγω.

Και πως μπορεί η γλώσσα μου ν’ αρχίση,

τα μάτια να μη τρέχουνε σαν βρύση,

να χύνω δάκρυα από την καρδιά μου

να κλαίγω εσέν κι εμέ την συμφορά μου.

 

Τέλος, με την αναδρομή στη χαμένη δόξα του Ναυπλίου, στις γυναίκες, στις νεάνιδες με την καταστόλιστη παρουσία τους, ευγενικές όπως λέ­γει, κι αγγελοκαμωμένες, η μητέρα Πελοπόννησος μεταβάλλει το πονεμένο μοιρολόγι σε προσευχή και ικεσία προς τον μεγαλοδύναμο Θεό:

Μέγας και φοβερός είν’ ο θυμός σου,

μα μεγαλύτερο το έλεος σου.

Ο Μάνθος Ιωάννου τώρα που συνελήφθη κι αυτός αιχμάλωτος και μεταφερόταν στα στρατόπεδα, από όπου κάποια στιγμή δραπέτευσε, συνέθεσε θρήνο με τίτλο, όπως είπαμε «Συμφορά και αιχμαλωσία Μορέως»18. Υπήρξε πράγματι συμφορά. Πρωτόγονη και πρωτόγνωρη σε ένταση και βία, σε σφαγές και κατατρεγμούς. Ο μακρόσυρτος θρήνος του Μάνθου σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, κυκλοφορούσε τυπωμένος στη σύγχρονη γενεά, σαν μοιρολόγι παρηγοριάς.

Λιγότερο όμως ποιητικός από τον «Κλαυθμό» του Κατσαΐτη ο στίχος του Μάνθου Ιωάν­νου είναι περισσότερο ρεαλιστικός. Δεν προβάλλει τους στοχασμούς του ποιητή. Αφηγείται. Φωτίζει τα γεγονότα με ρεαλιστική ζωντάνια, πού κρα­τάει σε ένταση και αγωνία την προσοχή του αναγνώστη. Ο Κατσαΐτης στο θρήνο του μοιρολογεί, συγκινεί και παρηγορεί. Ο Μάνθος Ιωάννου συνε­γείρει, συγκλονίζει και συναρπάζει, αφηγούμενος και φωτίζοντας τα γεγο­νότα. Ιδού μία σχετική περικοπή:

 

Την ίδια μέρα μπήκανε στ’ Ανάπλι με τη βία, 

τότε να ιδής πώς άρπαζαν γυναίκας και παιδία.

Σάββατο ημέρα πάρθηκε κι ήταν κοντά στο γέμα

πού μέσ’ στ’ Ανάπλι έτρεχε ωσάν ποτάμι το αίμα.

Τότε να ιδής τόσα κορμιά των χριστιανών κομμένα

και να μην εγνωρίζωνται, στο αίμα τυλιγμένα.

 

Ο Μάνθος κάνει λόγο για αίμα, για αδιάκριτη σφαγή ανδρών και γυναικών, αλλά και αρπαγή παιδιών και κορασίδων:

 

Οι μάνες να φλογίζονται, να καίγετ’ η καρδιά τους

Καθώς αρπάζαν τα παιδιά από την αγκαλιά τους.

Να βλέπης τ’ άλλα τα παιδιά στις στράτες πού περνούσαν

οι Τούρκοι με τα πόδια τους πώς τα τζαλοπατούσαν.

Κι οι κορασίδες οι εύμορφες όπου ήταν φυλαμένες,

και σήμερα να τις θωρής γυμνές και σκλαβωμένες,

όπου ποτέ δεν έβγαιναν μήτε στο παραθύρι,

τώρα ξυπόλητες γυρνούν στην τέντα του Βεζίρη.

Να βλέπης μάτια Χριστιανών να τρέχουν σαν την βρύση

καθώς τους διαμοιράζασι σ’ ανατολή και δύση.

Κλάψετε όλος ο Μοριάς, τ’ Ανάπλι το καημένο

σε μίαν ώρα έμεινε ωσάν χαρατζωμένο.

Κλάψετε σεις οι ιερείς, τραβάτε τα μαλλιά σας

τι εχάσατε τις εκκλησιές κι όλα τα ιερά σας.

Εικόνες οι ευγενικές, παλαιές ιστορημένες

και σήμερα τις θεωρείς στις στράτες τζακισμένες.

 

Στον αβάσταχτο πόνο για τις τρομερές σφαγές, τον όλεθρο και τη συμφορά του Ναυπλίου καλεί ο ποιητής να συμμετάσχουν τη φύση, τα δέντρα, τις πέτρες, τα βουνά, τα ποτάμια, τις πηγές, τα πουλιά, και τα αστέρια:

«Κι σεις πέτρες ραγίσετε, δέντρα να ξηρανθήτε,

βουνά και όρη κλάψετε και όλα λυπηθήτε,

βρύσες μην τρέξετε νερό, ποτάμια ξεραθήτε,

και περιβόλια εύμορφα το Μάη μην ανθήτε.

Ω Ήλιε κρύψε σου το φώς, αστέρια θαμπωθήτε,

και σεις πουλιά του ουρανού πάψτε να κελαδήτε».

Και εδώ, όπως λέει ο σύγχρονός μας ποιητής,

σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν και οι καμπάνες,

σωπαίνει κι ο μικρός ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του.

Μα πάν’ στη πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει.

Μονάχος και αβοήθητος. Της λευτεριάς ταμένος…19

Τη ρωμιοσύνη μην τη κλαις· εκεί πού πάει να σκύψη,

με τον σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,

να τη! Πετιέται από ξαρχής και αντρειεύει και θεριεύει,

και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου»20.

 

 Φθάνουμε έτσι στο τέλος της μακράς αυτής αναδρομής, στο Νοέμβρη του 1822, όταν ανήμερα του Αγίου Ανδρέου τ’ Ανάπλι παραδόθηκε. Τη φορά αυτή στον λεύτερο πια λαό του.

 

Ελένη Κυριακοπούλου, Νομικός – Επίτ. Δ/ντρια  Υπουργ. Οικονομικών.

Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 2006.

 

 

 

 

Υποσημειώσεις:


 

[1] Δημ. Πετροπούλου, Ιστορικά δημοτικά τραγούδια της Πελοποννήσου, «Πελοποννησιακά», τ. Α’ (1956), σ. 174, 178.

2 Αυτόθι, σ. 177.

3 Θάνου Δ. Κριμπά, Η Ενετοκρατουμένη Πελοπόννησος, «Πελοποννη­σιακά», τ. Α’ (1956), σ. 325. Βλ. κ. Μ. Λαμπρυνίδου, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, εκδ. Β’, Αθήναι 1950, σσ. 85 κ.έπ.

4 Βλ. Παπαρηγοπούλου, Ιστορ. Ελλ. Έθν., τ. 5, σ. 608. Πρβλ. Daru, Histoire de la république de Venise, 1853, τ. 5, σ. 143-148, M. Λαμπρυνίδου, ενθ’ αν.

5 Αθαν. Κονδύλη, Ο λοιμός (πανώλη) του Ναυπλίου (Άνοιξη 1538 – Κα­λοκαίρι 1539) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλεως από τους Τούρκους (1537-1540), «Πρακτικά του ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών», Τρίπολις 2000, τ. 3ος , σ. 209 κ.έπ. Πρβλ. D. Ρ an ζ ac, La peste dans l’Empire Ottoman, 1700-1850, Editions Peeters, Louvain 1985, σσ. 221-225. Βλ. κ. Κ. Κωστή, Στον καιρό της πανώλης, Ηράκλειο 1995, σσ. 159-160.

6 Για την πολιορκία του Ναυπλίου (1537-1540) από τους Τούρκους βλ. Δω­ροθέου Μονεμβασίας Βιβλίον Ιστορικόν, Βενετία 1631, σ. 442. P. Paruta, Degli istorici delle cose veneziane i quali hanno scritto per publico decreto, Βενετία 1718, tomo 3, libro 8, σ. 707. M. Λαμπρυνίδου, ενθ’ άν. σσ. 80-81, πρβλ. Αθαν. Κονδύλη, ενθ’ άν., σ. 209 κ.επ.

7 Βλ. ενδεικτικώς Μαριάνας Κολυβά-Καραλέκα – Ερρίκου Μούτσου, Αποκα­τάσταση Ναυπλιωτών και Μονεμβασιωτών προσφύγων στην Κρήτη το 1548, Byzanti­nisch-Neugriechische Jahrbücher 22 (1983), σ. 375-452.

8 Περί του βίου και των έργων αυτού, βλ. Κ. Δ. Μέρτζιου, Περί Νικολάου Μαλαξού, Πρωτοπαπά Ναυπλίου, Εφημερίου Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας, περιοδ. «Στάχυς», τχ. 6-7, σσ. 69 κ.έπ., Ιούλιος-Δεκέμβριος 1966, Βιέννη, έκδ. Ι. Μη­τροπόλεως Αυστρίας». Πέτρου Πετρή, Νικόλαος Μαλαξός, Πρωτοπαπάς Ναυπλίου, «Πελοποννησιακά», τ. 3-4 (1960), σσ. 348 κ.έπ., όπου και σχετ. βιβλιογραφία.

9 Ο «θρηνητικός Κανών» εδημοσιεύθη από τον Πέτρο Πετρή εις Επετηρίδα Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 8-9, 1958-1959 (1961), σσ. 57 κ.έπ. Μνεία του Κανόνος αυτού κάμνει και ο Ε. Legrand, Bibliograpjie Hellenique … aux XV-XVI siècles, τομ. 1, Paris 1885, σ. 305.

10 Συγκεκριμένα, στον υπ.’ αρ’ 369 (φ. 80′-86ν) ελληνικό κώδικα αυτής. Αντίγραφο του πρωτοτύπου και αυτογράφου αυτού κώδικος, μετά μικρών τίνων παραλλαγών, αποτελεί ο υπ.’ αρ’ 917 (φ. 139-142) κώδιξ της εν Αθήναις Εθνικής Βιβλιοθήκης.

11 Ωδή Ζ’, φ. 84, στχ. 57-59.

12 Ωδή Α’, φ. 80, στχ. 9-10.

13 Ωδή Δ’, φ. 82, στχ. 30-31.

14 Ωδή Θ’,φ. 86, στχ. 89-91.

15 Βλ. ενδεικτικώς Αλέξη Μάλλιαρη, Η τουρκική εισβολή στη βενετική Πελοπόννησο (1715) και η στάση του πληθυσμού έναντι Βενετών και Τούρκων, Πρακτικά ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολις 24-29 Σεπτ. 2000, τ. 3ος , σ. 424.

16 Βλ. Μιχ. Σακελλαρίου, Η ανάκτησις της Πελοποννήσου υπό των Τούρκων έν έτει 1715, «Ελληνικά», τ. Θ’ (1936) σσ. 221-240. Πρβλ. Ευτυχίας Λιάτα, Μαρτυρίες για την πτώση τ’ Αναπλιού στους Τούρκους (9 Ιούλη 1715), Μνήμων 5 (1975), σ. 101-156. Κων/νου Βακαλοπούλου, Νέες ειδήσεις για την πτώση του Ναυπλίου (1715), Θησαυρίσματα 16 (1979), σ. 269-277.

17 Εμ. Κριαρά, Κατσαΐτης, «Ιφιγένεια», «Θυέστης», «Κλαθμός Πελοπον­νήσου», Αθήνα 1950. Ανάλυση του ποιήματος βλ. υπό Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, Εισαγωγή εις την Νέαν Ελληνικήν Λογοτεχνίαν, τ. Α’, Αθήναι 1969, σσ. 208-220.

18 Το ποίημα εξεδόθη το 1875 στη Βενετία και έκτοτε επανειλημμένως. Βλ. Ε. Legrand, Bibliothèque Grecque Vulgaire, τ. III, Paris 1881, σσ. 280 κ.έπ. Για τον στιχουργό βλ. Δ. Μ. Μ ιχαηλίδη, Ο Ηπειρώτης ποιητής Μάνθος Ιωάννου και το έργον του, «Ηπειρωτική εστία», ετ. ΙΗ’ (1969), σσ. 598 κ.έπ. Τ. Α. Γριτσοπούλου, Σημειώσεις περί Μάνθου Ιωάννου, «Πελοποννησιακά», τ. Ζ’ (1969-70), σσ. 393-395.

19 Γιάννη Ρίτσου, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, τραγ. 17, «Ο Ταμένος».

20 Γιάννη Ρίτσου, ενθ’ άν., τραγ. 18, «Η Ρωμιοσύνη».

Read Full Post »

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στο Ναύπλιο


 

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνονται και γενικότερες αναφορές στους Καθολικούς του Ναυπλίου, για λόγους ευρύτερης ενημέρωσης των αναγνωστών μας.

 

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι ( Ordo Fratrum minorum cappucinorum)

  

Ένας από τους τρεις κλάδους (Μικροί Αδελφοί, Καπουκίνοι ή Καπουτσίνοι, Κοινοβιακοί μοναχοί) Καθολικών μοναχών που ανάγουν την ίδρυση και πνευματικότητά τους στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.

Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, έργο του Ελ Γκρέκο.

Προέρχονται από το μοναστικό τάγμα των Φραγκισκανών που αναγνωρίστηκε το 1210 από τον πάπα Ινοκέντιο Γ΄. Το τάγμα των Καπουκίνων ιδρύθηκε από τον φραγκισκανό μοναχό Φραγκίσκο ντε Μπάσι και επικυρώθηκε από τον πάπα Κλήμη Ζ΄. To 1619 δημιούργησαν ξεχωριστό τάγμα με δικό τους αρχηγό. Οι Καπουκίνοι περιέβαλαν με ιδιαίτερη φροντίδα και στοργή τους δυστυχείς και γρήγορα κέρδισαν την αγάπη και την εκτίμηση του λαού. Μολονότι είναι το φτωχότερο μοναστικό τάγμα της καθολικής Εκκλησίας, λόγω των κανόνων του περί ακτημοσύνης και πενίας, προσέλκυσαν πολλούς γόνους της ανώτερης κοινωνίας ενώ κατάφεραν να προσηλυτίσουν πολλούς διαμαρτυρόμενους, εντάσσοντάς τους στο καθολικό δόγμα.

Σχετικά με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, εμπνευστή και ιδρυτή του τάγματος των Φραγισκανών, ο  ιστορικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει: «έγινε με απόλυτο τρόπο, το γλυκύτατον έαρ που είχε ενσαρκώσει ο Ιησούς, η ανθρώπινα γλυκύτερη μορφή που έχει ως τα σήμερα γεννήσει η Ευρώπη» ενώ ο Φώτης Κόντογλου, παρά την αντιπάθειά του για κάθε τι το δυτικό, τον κατατάσσει «στους πιο αγνούς μαθητές του Ιησού».

 

Φραγκοκρατία ( 1212 -1389)

  

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας οι Λατίνοι Κληρικοί κατέλαβαν πλήρως τα εκκλησιαστικά πράγματα στην Αργολίδα. Οι Ορθόδοξοι κληρικοί και ιεράρχες παραγκωνίστηκαν ή εκδιώχτηκαν από τις έδρες τους και τις θέσεις τους πήραν καθολικοί Επίσκοποι. Αυτοί οι Κληρικοί που έστειλε η Ρώμη και που βίαια κατέλαβαν την εξουσία, κάποιες φορές δεν ήταν οι καλλίτεροι, ούτε οι καταλληλότεροι. Λόγω ακριβώς αυτού του λόγου η επίδρασή τους στους γηγενείς Ορθοδόξους ήταν μικρή. Το Ναύπλιο, το Άργος και η γύρω περιοχή υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του Λατίνου Επισκόπου Άργους, ο οποίος εξαρτάται απολύτως από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.

 

Α΄Ενετοκρατία (1389- 1540)

  

Κατά τη διάρκεια της Α’ Ενετοκρατίας, η παρουσία της Ρωμαιοκαθολι­κής Εκκλησίας ήταν συνεχής, μέσω των απεσταλμένων της Αγίας Έδρας. Ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου είχε, με την υποστήριξη της ομόδοξης πολιτικής Αρχής, βαρύνουσα παρουσία στην περιοχή, με έδρα από το 1397, το Ναύπλιο αντί του Άργους.

Γνωστός Λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά την Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Secundus Nani. Περί τα τέλη του 1420, η περιοχή του Ναυπλίου, σείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημίες στα κτίρια της πόλης.

Στις 21 Ιανουαρίου 1421, με πρωτοβουλία του Λατίνου Επισκόπου Secundi Nani, μεταφέρονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πέτρου Άργους, από το Άργος στο Ναύπλιο. Στο «Χρονικό Σύντομο» αναφέρε­ται: «τω στλκθ’, νεμήσει ιδ’, Ιανουαρίου κα’, ημέρα γ’, Σιγουντονάνης, επίσκοπος Λατίνων, μετεκόμισε τα τίμια λείψανα του οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου και Άργους, από Άργους εις την επισκοπήν Ναυ­πλίου».

Ο Nani αρχιερατεύει μεταξύ των ετών 1421-1424. Εν όσω ζούσε, είχε αποδεχθεί την νομική κατάσταση, η οποία υφίστατο επί ορθοδόξων στην «Αγία Μονή» Αρείας Ναυπλίου. Δέχθηκε δηλαδή, να παραμείνει ανενόχλη­τος στην ηγουμενία της Αγίας Μονής, ο ηγούμενος που είχε εκλεγεί χωρίς την έγκριση του και ο διάδοχος του στην ηγουμενία, να εκλέγεται από μόνους τους μοναχούς της Μονής, χωρίς ανάμιξη του οικείου Επισκόπου.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ανεφέρθη στις Ενετικές Αρχές, ο διάδοχος του Nani, ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Bartholomaeus, ο οποίος απαίτησε την αναγνώριση, υπέρ εαυτού, του δικαιώματος διορισμού ηγουμέ­νου της «Αγίας Μονής».

Η αξίωση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου και ο δόγης της Ενετίας, Φραγκίσκος Foscari, κοινοποίησε την ληφθείσα απόφαση, δια του από 24ης Δεκεμβρίου 1437 εγγράφου του, προς τον «εξουσιαστήν και καπετάνον» Ναυπλίου Ιωάννην Barbo, αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφασισθέντων.

Η μαρτυρία του εγγράφου αυτού, έχει μεγάλη σημασία, για τις σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στην περιοχή. Σ’ αυτό, ο Λατίνος Επίσκοπος επιδιώκει να επισείει την ποινή της απελάσεως, με τη βοήθεια μάλιστα των Οργάνων της Πολιτείας, όταν μοναχοί ή πρόσωπα, που έχουν γενικά εκκλησιαστική ιδιότητα, είναι ανεπιθύμητα στην περιοχή της δι­καιοδοσίας του. Οι μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλούνται υποτιμητικά «αδελφίσκοι» και χαρακτηρίζονται με κάποια περιφρόνηση, επειδή θεωρούνται επίφοβοι αιρετικοί. Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, για ανοικτή ρήξη και επεισόδια, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών και Λατίνων κοσμικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων.

Έτσι αυτό το πρόβλημα του Λατίνου Επισκόπου Αργολίδος, είναι ενδεικτικό και συνιστά αξιοπρό­σεκτη μαρτυρία για τη σοβούσα, έστω και υπό λανθάνουσα μορφή, κρίση στις σχέσεις μεταξύ κληρικών των δύο ομολογιών.

  

Α΄Τουρκοκρατία (1540- 1685)

 

Στις 13 Μαΐου του 1630, οι Καπουκίνοι Ιάκωβος και Άγγελος, έφτασαν στο Ναύπλιο προκειμένου να ιδρύσουν σταθμό. Οι δύο μοναχοί κατάγονταν από τις κωμοπόλεις Οστούντο και Τρίκαζε, της περιοχής του Σαλέντο  της Μεσημβρινής Απουλίας, που παλαιότερα ήταν ελληνόφωνη. Δεν αποκλείεται συνεπώς να μιλούσαν την ελληνική, που εξακολουθούν να μιλούν μέχρι σήμερα δέκα χωριά νότια του Lecce. Οι δύο μοναχοί εκτιμώντας την περιοχή εισηγήθηκαν στην Ιερά Σύνοδο, την μόνιμη παραμονή τους στο Ναύπλιο και την δημιουργία μόνιμου σταθμού με αιτιολογία την έλλειψη άλλων καθολικών κληρικών. Η Σύνοδος όμως δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους και συμπεριέλαβε το Ναύπλιο στους σταθμούς της κινητής αποστολής των Καπουκίνων που ιδρύθηκαν το 1644 προσωρινά και το 1656 οριστικά.

Όσιος Ιωσήφ ο εκ Λεονίσης. Ιδρυτής της Αποστολής Καπουκίνων στην Ελληνική Ανατολή (1583).

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, ο ανταγωνισμός μεταξύ Γάλλων και Ιταλών κληρικών για τον έλεγχο της περιοχής, υπήρξε έντονος. Όμως και μεταξύ ομοεθνών αλλά διαφορετικών ταγμάτων κληρικών, υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός. Οι σχέσεις των Γάλλων Ιησουιτών με τους επίσης Γάλλους Καπουκίνους ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένες.

To 1640, έφτασαν στο Ναύπλιο δυο Γάλλοι Ιησουίτες, ο Φραγκίσκος Bleseau και Ρενέ de SaintCosme, που ήρθαν μαζί με τον νεοδιορισμένο πρόξενο της Γαλλίας Ιωάννη Villere, για να εξετάσουν την δυνατότητα εγκατάστασής τους στην πόλη.

Σε σύγχρονη στα γεγονότα αναφορά που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και δημοσιεύτηκε το 1869 από τον αρχειοδίφη και βιβλιογράφο Αιμίλιο Legrand, πληροφορούμαστε ότι οι δυο Ιησουίτες πέρασαν στο Ναύπλιο το δεύτερο εξάμηνο του 1640 και τους τρεις πρώτους μήνες του 1641.

Εκτός από τις πνευματικές υπηρεσίες που προσφέρανε στην προξενική οικογένεια και στους ολιγάριθμους γηγενείς καθολικούς, κατήχησαν και μετέδωσαν τα μυστήρια σε κατάδικους, σε οθωμανικές γαλέρες που διαχείμαζαν στον Αργολικό.

Αν και η δραστηριότητα αυτή δικαιολογούσε την παρουσία τους στο Ναύπλιο, ο υπεύθυνος της αποστολής Φραγκίσκος Bleseau προτίμησε την ασήμαντη πολίχνη των Αθηνών, επειδή, λόγω της θέσης της, προσφέρονταν καλύτερα για τις επισκέψεις στην Αττική, Εύβοια, Βοιωτία και Πελοπόννησο, περιοχές που εστερούντο καθολικών ιερέων.

Ο π. Ουρβανός Παρισηνός, ηγούμενος των Καπουκίνων στο Ναύπλιο κατά την διετία 1660-1662, γράφει ότι την Μεγαλοβδομάδα του 1660, κήρυξε στην Μητρόπολη των Ελλήνων καλεσμένος από τον Επίσκοπο.

Το 1677 ο ίδιος κληρικός, ηγούμενος τότε στην Μονή Αγίου Γεωργίου στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, επέστρεψε στο Ναύπλιο. Στην μονή της Παναγίας, ηγούμενος ήταν ο π. Βαρνάβας, επίσης από το Παρίσι, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον εκδιωχθέντα από τους Τούρκους το 1674, π. Βασίλειο de Noyon. Με την ευκαιρία της επίσκεψής του, ο π. Ουρβανός που επέστρεφε από την Πάτρα κατευθυνόμενος προς την Κορώνη και Μεθώνη μέσω Ναυπλίου, συνέταξε για την Ιερά Σύνοδο Ευαγγελισμού των Λαών, μια ενδιαφέρουσα αναφορά για την κατάσταση των μικρών καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου.

 Συγκεκριμένα για το Ναύπλιο γράφει:

« Από την Πάτρα ήρθα στη Νάπολι της Ρωμανίας όπου μένουν δύο πατέρες μας. Θα πρέπει να ενισχυθούν με ένα τρίτο ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται διαδοχικά την Πάτρα. Στο σχολείο μας συχνάζουν 40 με 50 μαθητές του ελληνικού και του λατινικού τυπικού. Οι πιο αξιόλογες οικογένειες που πριν την οθωμανική κατάκτηση ήταν καθολικές, μας εκτιμούν πολύ. Όπως στην Αθήνα, το κήρυγμα γίνεται στα σπίτια επειδή δεν διαθέτουμε εκκλησίες. Το καλό μεταδίδεται από το ένα σπίτι στο άλλο και οι πιστοί μορφώνονται χωρίς θόρυβο. Κατά την διαχείμαση των γαλερών στον Αργολικό, πολλοί καταδικασμένοι στα κάτεργα χριστιανοί, έρχονται να ακούσουν τη λειτουργία, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Μερικοί οπαδοί αιρέσεων, έχουν αποκηρύξει την πλάνη και ασπαστεί την καθολική πίστη. Όταν παλαιότερα υπηρετούσα εδώ, είχα μεταστρέψει 30 αιρετικούς που έκαναν δημόσια ομολογίας πίστεως….».

Το 1675, μετά από παρέμβαση του μαρκησίου de Nointel, ο οποίος ήταν πρέσβης του Λουδοβίκου ΙΔ΄στην Υψηλή Πύλη του Σουλτάνου, ο π. Βασίλειος de Noyon επέστρεψε στην έδρα του, αφού επισκευάστηκαν από τους Τούρκους όλες οι ζημιές που είχαν προκληθεί στη Μονή κατά την εποχή της δίωξής του.

Σε μια ενδιαφέρουσα επιστολή του Καπουκίνου μοναχού Πλάκιδου από τους Ρήμους ( Reims) της ΒΑ Γαλλίας, που επισκέφτηκε το Ναύπλιο κατά την τετραετία 1684-1688, διαβάζουμε ότι:

«Στο Ναύπλιο ( Napoli de Romanie) έχουμε ένα μικρό αλλά ωραίο και αξιομνημόνευτο μοναστήρι. Η πόλη βρίσκεται σε μια μεγάλη πεδιάδα με ερείπια του παλαιού κάστρου του Άργους σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Είναι, χωρίς υπερβολή, η πιο οχυρωμένη πολιτεία στο Μωριά. Διαθέτει δύο πολύ καλά κατασκευασμένα φρούρια. Το ένα βρίσκεται στην πόλη και το άλλο στη θάλασσα. Οι Τούρκοι υπολογίζονται σε 8.000. το λιμάνι είναι πάρα πολύ καλό για τα πλοία και τις γαλέρες που διαχειμάζουν εδώ. Μερικές φορές, όταν μας επιτρέπουν οι μπέηδες, επισκεπτόμαστε τους δυστυχείς σκλάβους.

 Άλλοτε μας επισκέπτονται στο μοναστήρι αλυσοδεμένοι και συνοδευόμενοι από Τούρκο φύλακα, τον οποίο πληρώνουν με την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή με χρήματα που συγκεντρώνουν στην πόλη.

Η δυστυχία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε αναγκάζονται να κλέβουν ότι βρουν. Γι’ αυτό όταν έρχονται σε μας, κλειδώνουμε τα πάντα και δεν τους αφήνουμε μόνους. Τους παρακολουθούμε συνέχεια. Τους εξυπηρετούμε γράφοντας στους συγγενείς τους ή κρατώντας γι’ αυτούς τα γράμματα που τους στέλνουν.

Κάποτε, δίνουμε λύτρα στους μπέηδες για την απελευθέρωσή τους. Είναι ευχαριστημένοι γιατί με τον τρόπο αυτό κερδίζουν χρήματα χωρίς κόπο. Υποχρεωμένοι μαζί μας, μας επιτρέπουν να ταξιδεύουμε χρησιμοποιώντας τις γαλέρες τους, έναντι ολίγων χρημάτων…».   

 

Β΄Ενετοκρατία (1685- 1715)

  

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Στις 20 Αυγούστου 1686, κατά την γνωστή εκστρατεία του Μοροζίνη, το Ναύπλιο κυριεύτηκε και πάλι από τους Ενετούς, οι οποίοι εγκατέστησαν εδώ, νέα πολιτικοστρατιωτική διοίκηση, γνωστή με το όνομα Regno di Μοrea, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania, «eccelentissima«, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί).

Στο Ναύπλιο μετατίθεται, ο μέχρι τότε Επί­σκοπος Χίου Leonardo Balsarini, με τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κορίν­θου». Οι Ενετοί αποκαθιστούν την λατινική ιεραρχία, ανεχόμενοι παράλλη­λα, την Ελληνική ιεραρχία, με τους ιερείς και τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Την περίοδο αυτή, δύο Ιταλοί Καπουκίνοι διαδέχτηκαν τους Γάλλους. Για τους Καπουκίνους στο Ναύπλιο κατά την Β΄Ενετοκρατία δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Στις πηγές αναφέρονται τα ονόματα του Ορατίου, δάσκαλου της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας, του Βερναρδίνου d’ Ontella, με σημαντικές επιτυχίες στον τομέα μεταστροφής διαμαρτυρομένων εμπόρων, του π. Πατρίκιου από το Μιλάνο ο οποίος έφυγε το 1702 στη Ρωσία όπου, με την άδεια του Μεγάλου Πέτρου, ίδρυσε σταθμούς Καπουκίνων στην Πετρούπολη και το Αστραχάν.

Ένας άλλος Ιταλός Καπουκίνος, ο π. Ρόκος, διορίστηκε από την Ρώμη στις 29 Μαΐου του 1694, γενικός επιθεωρητής των καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου, με έδρα το Ναύπλιο όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του, την 20η Δεκεμβρίου 1695.

Τον Ιούλιο του 1715, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, αλώθηκαν για δεύτερη φορά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο με εξαίρεση τα Επτάνησα τα οποία διατήρησαν μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας τους από τον Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797. 

  

Η έκθεση Corner

 

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η έκθεση του Giacomo Corner, γενικού Προ­βλεπτή Πελοποννήσου, την οποία συνέταξε στις 23 Ιανουαρίου 1691, για χρήση της Γερουσίας. Περιγράφει εκεί ο Corner με μελανά χρώματα, την πνευματική κατάσταση της Πελοποννήσου, υποτιμώντας τον Ορθόδοξο Κλήρο, αλλά και μερικούς καθολικούς κληρικούς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην έκθεση αυτή, η περιγραφή της ειρηνικής πολιτικής προς την Ορθόδο­ξη Εκκλησία, που είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν οι Ενετικές Αρχές, κατά την παραμονή τους στο Ναύπλιο, με κύριο στόχο να μη δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στο λαό, προφανώς προ της απειλής της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, που είχε βλέψεις στην περιοχή.

Ο αγώνας τότε μεταξύ Τούρκων και Ενετών, ήταν η κυριαρχία στο Αιγαίο, για το οποίο έγιναν οι γνωστοί Ενετοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Ενετοί συμπεριφέρονταν στον εντόπιο πληθυ­σμό ηπιώτερα, για να έχουν φυσικά την υποστήριξη τους.

Ο Corner υπόσχεται, ότι δε θα αφαιρεθούν οι περιουσίες των Εκκλησι­ών, αλλά και το ίδιο το Κράτος θα βοηθήσει στην επισκευή τους. Απέναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, συνιστά διπλωματική στάση, δηλαδή ήπια και διαλλακτική. Αλλά όπως πάντα, η πράξη διαφέρει της θεωρίας. Δηλαδή, η αρχή της συμφιλιωτικής πολιτικής επισκιαζόταν πολλές φορές, από την αρχή «βασιλικώτερος του βασιλέως»!

 

Β΄Τουρκοκρατία (1715- 1821)

  

Σχετικά με την περίοδο αυτή ο Δρ. Μάρκος Ρούσσος- Μηλιδώνης γράφει στα « ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (75 μ.Χ-2004)» τα εξής:

 «Από το 1716 έως το 1821, την πνευματική φροντίδα των ελαχίστων Καθολικών στο Ναύπλιο, είχαν ένας ή δύο – ενίοτε και κανένας – Γάλλοι Καπουκίνοι οι οποίοι υπάγονταν στη μεγαλύτερη Μονή της Αθήνας. Η τύχη τους εξαρτώνταν από την παρουσία των πρόξενων της Γαλλίας που συχνά εγκατέλειπαν το Ναύπλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη «φυγή» τους, τους ακολουθούσαν και οι εκτεθειμένοι στους εκβιασμούς των Τούρκων, Καπουκίνοι.

Ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου.

Ούτε ο τόπος στον οποίο κατοικούσαν μετά το 1716, μας είναι γνωστός. Βέβαιο είναι ότι η μητρόπολη των Ενετών Άγιος Γεώργιος, μετατράπηκε σε τέμε­νος μετά την αποχώρηση τους. Θα πρέπει, συνεπώς, να έφυγαν από εκεί οι ιερο­μόναχοι που υποτίθεται ότι έμεναν σε γειτονικό με το ναό κτίριο.

Όταν εξερρά­γη η Επανάσταση, στο Ναύπλιο υπηρετούσε ο Σμυρναίος π. Πολύκαρπος ο οποί­ος το εγκατέλειψε το 1822, λόγω των εκτεταμένων ζημιών που είχε υποστεί η αγνώστου θέσεως κατοικία του. Οπωσδήποτε δεν ήταν στο χώρο της σημερινής καθολικής εκκλησίας η οποία λειτουργούσε το 1821, ως οθωμανικό τέμενος.

Με την επανάσταση και την απελευθέρωση του Ναυπλίου στις 29/30 Νοεμβρίου 1822, αρχίζει η νεώτερη ιστορία της πόλεως και μαζί της, της μικρής καθολικής κοινότητας, κυρίως εξ αλλοδαπών αλλά και ευάριθμων Κυκλαδιτών».

 

Ελεύθερη Ελλάδα

 

Ο Επίσκοπος Επιδαύρου κ. Καλλίνικος, στα ΝΑΥΠΛΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΙΙ (1998) αναφερόμενος στην τύχη των καθολικών πιστών και ιδρυμάτων επί τελευταίας Τουρκοκρατίας και ελευθέρας Ελλάδος γράφει:

«Στα 1781, υπήρχαν συνολικά εκατό (100) καθολικοί πιστοί, στην Αθή­να, το Ναύπλιο, την Κορώνη και την Πάτρα. Στο Ναύπλιο παρέμειναν λιγοστές οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και με διπλωματικές αντιπροσωπείες της Γαλλίας, της Βενετίας και άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών.

Η κατάσταση αυτή, ανατρέχει σε όλη την Τουρκοκρατία (1771-1822), μέχρι που ήλθε ο πρώτος Βασιλιάς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ο καθολικός το θρήσκευμα Όθωνας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, το 1833.

Το Βασιλιά Όθωνα, συνόδευε σημαντικός αριθμός καθολικών Βαυα­ρών. Υπολογίζεται πως ήταν μαζί του χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) Βαυαροί, κυβερνητικοί, άλλοι τιτλούχοι, στρατιωτικοί, αυλικοί, οι οποίοι μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν το 1834 μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της πρω­τεύουσας. Σε ανεπίσημη απογραφή του καθολικού πληθυσμού στα 1834, μετά την εγκατάσταση του ‘Οθωνα στην Αθήνα, έχουμε ακόμη στο Ναύπλιο εκατόν είκοσι (120) πιστούς του καθολικού Δόγματος.

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

To 1839, ύστερα από αίτηση του Επισκόπου των Δυτικών Λουδοβίκου Μαρία Blanchis, Επισκόπου Σύρου, που είχε την ποιμαντική φροντίδα των καθολικών πιστών της Ελλάδας, σε περιοχές που δεν υπήρχαν Λατίνοι Επί­σκοποι, όπως στο Ναύπλιο, δωρήθηκε από τον Όθωνα το τέως μουσουλμα­νικό Τέμενος, δηλαδή η λεγόμενη «Φραγκοκλησιά» στην πλαγιά της Ακρο­ναυπλίας, για να μετατραπεί σε καθολικό Ναό του Ναυπλίου.

Στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, Παράρτημα των Γ.Α. Κράτους, και στους φακέλους: ΔΗΜ 1.1/Π 35(1839) και ΔΗΜ 1.1./12 32β (1838), βρίσκουμε τη σχετική αλληλογραφία, για την παραχώρηση του τζαμιού στους Δυτικούς, τους Καθολικούς του Ναυπλίου.

Βλέπουμε στο υπ’ αριθ, 4998/28 Αυγούστου 1838 έγγραφο του Διοικη­τού Αργολίδος, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίου, ότι «κατόπιν αιτήσεως του εν Σύρω Επισκόπου των Δυτικών, απευθυνόμενης προς την επί των Εκκλησια­στικών Βασιλικήν Γραμματείαν, ο Δήμαρχος προσκαλείται, βάσει και της υπ’ αριθ. 12021 διαταγής της επί των Εσωτερικών Γραμματείας», να κάμει αίτηση, ώστε να παραχωρηθεί στους πιστούς του Δυτικού Δόγματος το πα­ραπάνω τζαμί ή κάποιο άλλο κατάλληλο απ’ όσα υπάρχουν προς ανέγερσιν Ναού «κατά τον νόμον περί προικοδοτήσεως».

Ο Διοικητής παρακαλεί τον Δήμαρχο, να έχει την αίτηση του, το ταχύτερο, για να την υποβάλλει εις την «επί των Εσωτερικών Γραμματείαν». Το Τέμενος χαρακτηρίζεται ως «το υπό τον Ιτσκαλέ ερείπιον τζαμίου».

Σε έγγραφο της 7 Νοεμβρίου 1838, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίας, ο εφημέριος των καθολικών Ναυπλίου, ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, απο­στέλλει κατάλογο των «όσων έγραψε έως τώρα» καθολικών, εκατόν είκοσι εννέα (129) ονόματα, που βρίσκονται στο Ναύπλιο και επιφυλάσσεται να στείλει και άλλον με ονόματα των υπόλοιπων Καθολικών του Ναυπλίου. Με το από 20 Φεβρουαρίου / 4 Μαρτίου 1839 Βασιλικό Διάταγμα, πα­ραχωρείται «εις τούς ενταύθα διαμένοντας ή ως δημότας εις τον Δήμον Ναυ­πλίας καταγραφέντας Δυτικούς» η οικοδομή του τζαμιού, που βρίσκεται «εντός του φρουρίου πλησίον του Ιτσκαλέ».

Με το από 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου 1839 έγγραφο του, ο ιερέας Πέ­τρος Πριβιλέγγιος, με την ιδιότητα του εφημέριου των καθολικών Ναυ­πλίου, ευχαριστεί και εκ μέρους των πιστών του Δυτικού Δόγματος τον Δήμαρχο Ναυπλίου, «διά την φιλοκαλίαν και προσπάθειαν», την οποία κατέ­βαλε ως προϊστάμενος του Δήμου Ναυπλιέων, προς επιδίωξη του σκοπού τους, δηλαδή για ίδρυση καθολικού Ναού.

Με το από 3 Μαΐου 1839 έγγραφο, ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνό­πουλος, διατάσσει τον Δημοτικό Αστυνόμο, να διώξει όσους κατοικούν εις τα «χαμώγια του υπό τον Ιτσκαλέ τζαμίου», δίνοντας τους μόνο τρεις (3) ημέρες προθεσμία, για να βρουν άλλα καταλύματα, διότι το τζαμί αυτό, εχορηγήθη εις τους καθολικούς δια της Κυβερνήσεως, για να ανιδρύσουν Ναόν του Δόγματος τους.

Στην παραχώρηση συνέβαλε, ο προσωπικός φίλος του Βασιλιά, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret. Ο Ναός επισκευάζεται λόγω των ζη­μιών από τα επαναστατικά γεγονότα και ανοικοδομείται πρεσβυτέριο, για κατοικία του εκάστοτε εφημερίου. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στα 1840 από τον εφημέριο Φραγκίσκο Κουκούλα και αφιερώθηκε στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Την εποχή εκείνη το Ναύπλιο συγκέντρωνε τριακοσίους (300) περίπου καθολικούς, Έλληνες και ξένους. Οι δεύτεροι ανήκαν στο σώμα των Βαυαρών στρατιωτών, που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα».

 

Σχετικά θέματα:

   

Πηγές


  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στη Νάπολι της Ρωμανίας 1642-1821», Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.
  • Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη, «Οι καθολικοί στο Ναύπλιο», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.   
  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Ανάλεκτα Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου 75μ.χ. – 2004», Έκδοση Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου, 2004.
  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, « Η Ναυπλία από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς », Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας, Εν Αθήναις 1898.

Read Full Post »

Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821)


   

Ο Αχλαδόκαμπος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821

 

Αχλαδόκαμπος

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν χωριό, συγκροτήθηκε, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, από διάφορους γεωργικούς και κτηνοτροφικούς μικροσυνοικισμούς της περιοχής, οι οποίοι υπήρχαν ανέκαθεν στην περιοχή, όπως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα τοπωνύμια: « Καλύβια», «Παλιόμαντρα», «Παλιόχωρα», «Παλιοχώρια», «Νερά» κλπ., πιθανόν από κατοίκους του Μουχλίου, καθώς και από κατοίκους άλλων περιοχών, οι οποίοι σαν φυγόδικοι βρήκαν καταφύγιο και εργασία στον Αχλαδόκαμπο ή ήρθαν σιόγαμπροι.

Χτίστηκε απόκρυφα και αμφιθεατρικά, μέσα σε δασώδη περιοχή, στο επάνω μέρος του «Πέρα» και του «Δώθε χωριού», αποτελούμενο από μικρούς οικίσκους (κονάκια), με μια πόρτα και ένα παράθυρο, πολλοί των οποίων χρησιμοποιούνται σήμερα, σαν στάβλοι και αχυρώνες, σε υψόμετρο εξακοσίων (600) περίπου μέτρων από τη θάλασσα.

Οι κάτοικοι προτίμησαν τη θέση αυτή για να έχουν κοντά το νερό των πηγών «Αγίου Γεωργίου» και «Καρυάς», για να αποφεύγουν τις ενοχλήσεις των Τούρκων, λόγω των διαβάσεων υποχρεωτικά δια μέσου Αχλαδοκάμπου και για να μπορούν εύκολα, σε περίπτωση τουρκικής επιδρομής να ανεβαίνουν προς το Αρτεμίσιο.

 

Σπίτια στον Αχλαδόκαμπο.

 

Το όνομα του χωριού, Αχλαδόκαμπος, μνημονεύεται στον Κατάλογο της γενικής απογραφής των πόλεων και χωριών της Πελοποννήσου, που έγινε από το μηχανικό και επόπτη του καταστίχου της Μορέως Alberghetti, έπειτα από σχετική εντολή του Ενετού Φραγκίσκου Μοροζίνη, το 1687, και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Νotitia Alberghetti», σαν παράρτημα, στο έργο του Ενετού ιερέα Antonio Pacifico, που έχει τον τίτλο: «Breve Descrittione Corografica del Peloponneso, Venetia 1704».

Πρώτη γραπτή μαρτυρία κατοίκου του χωριού, με το όνομα «Αχλαδοκαμπίτης», έχουμε του Αναγνώστη Κονδάκη, οπλαρχηγού της Κυνουρίας, ο οποίος στο έργο του: Απομνημονεύματα, Αθήναι [1957], σ.18, λέγει ότι κατά τη συντριβή των Αλβανών στην Τρίπολη, το 1779, από τους Κλεφταρματολούς, «ένας Αχλαδοκαμπίτης σημαιοφόρος πρώτος έστησε την σημαίαν εις το Σεράγιον».

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησίμευε, όπως και σήμερα, σαν σταθμός αναψυχής και διανυκτέρευσης των οδοιπόρων και του τουρκικού στρατού, έπειτα από εξάωρη πορεία τριάντα περίπου χιλιομέτρων, είτε από το Άργος, είτε από την Τρίπολη. Η διάβαση αυτή δια μέσου του Αχλαδοκάμπου λεγόταν Δερβένι, που σημαίνει πέρασμα. Το Δερβένι του Αχλαδοκάμπου φυλαγόταν από Αχλαδοκαμπίτες κυρίως φρουρούς, μισθωτούς, για την πρόληψη ληστειών, φονικών και άλλων κινδύνων, και ακόμη για να ελέγχονται τα είδη εισαγωγής και εξαγωγής.

Στη θέση «Λιά ρέμα», όπου γινόταν διακλάδωση του δρόμου, είτε προς το «Λυκάλωνο», είτε προς τα «Νερά», είτε ακόμη προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια», υπήρχε έλεγχος και οι αμαξηλάτες και ταξιδιώτες με άλογα πλήρωναν ανάλογο φόρο, ένα είδος διοδίων.

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν δερβενοχώρι, υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου της Κυνουρίας, που ήταν μια από τις έξι διοικητικές περιφέρειες της Πελοποννήσου.

 

Θέα από τον Αχλαδόκαμπο, στο βάθος η μεγάλη γέφυρα.

 

Σχετικά ο Άγγλος περιηγητής Will. M. Leake, στο έργο του, Travels in the Morea, Λονδίνο 1830, τ. Β’, σ. 334, σημειώνει, το 1809, τα ακόλουθα για τον Αχλαδόκαμπο:

«Το χωριό Αχλαδόκαμπος… ανήκει στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου και όπως όλα τα χωριά αυτής της περιφέρειας είναι ένα κεφαλοχώρι. Ως δερβενοχώρι διατηρεί  με τα δικά του έξοδα μερικούς φύλακες, για την ασφάλεια.  Για την υπηρεσία που προσφέρει δεν έχει υποχρέωση να φιλοξενεί τους ταξιδιώτες».

 

Αγία Κυριακή Αχλαδοκάμπου – Εντός της ρεματιάς που ενώνει το πέρα και το εδώ χωριό, η εκκλησία της Αγίας Κυριακής βρίσκεται εκεί τουλάχιστον 200 χρόνια… Ο Ιερός Ναός της Αγίας Κυριακής Αχλαδοκάμπου αποτελεί αξιόλογο ιστορικό μνημείο της περιοχής, χτίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, με σκοπό να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των συνεχώς αυξανόμενων οικογενειών του χωριού και κάτω από ορισμένες συνθήκες και παραχωρήσεις του Τούρκου διοικητή, όπως μαρτυρούν οι θρύλοι και οι τοπικές παραδόσεις.

 

Επίσης ο ιστορικός και υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Αθήναι 1888, σ. 74, γράφει τα εξής για το προνόμιο αυτό του Αχλαδοκάμπου:

«Το χωρίον τούτο η τουρκική εξουσία το είχεν εν μέρει ασύδοτον, και όλα τα χωριά, όσα ευρίσκονται εις θέσιν όπου υπήρχε διάβασις, και την οποίαν ωνόμαζον δερβένι, διότι τα τοιαύτα χωριά εχρησίμευον ως κατάλυμα των στρατιωτών και των άλλων ανθρώπων της εξουσίας, οι δε κάτοικοι τούτων ήσαν υπόχρεοι να φέρουν εις το δρόμον ψωμί, νερό και κρέας και ό,τι άλλο είχον και εκεί  τους επερίμεναν να φάγουν.

Όταν δε διήρχετο ο πασάς εφιλοδωρούσε τους χωρικούς δι’ όσα έφερον. Είχον δε την άδειαν οι δερβενοχωρίται ούτοι του Αχλαδοκάμπου να φέρουν όπλα  και να φυλάττουν εις το Νταούλι-Χάνι, ως σκοποί προς συνδρομήν και ασφάλειαν των διαβατών. Επειδή δε είχον και τύμπανον και αυλούς και έπαιζον ολίγον και ηυχαρίστουν τους διαβάτας, ούτοι εις αμοιβήν έδιδον εις αυτούς χρήματα και ως εκ τούτου έμεινεν η ονομασία του τόπου Νταούλι».  

Στο Δερβένι  του Αχλαδοκάμπου υπήρχαν πολλά χάνια, για την εξυπηρέτηση των οδοιπόρων και των τούρκικων στρατευμάτων, όπως πιο πάνω από τη θέση «Αγία Παρθένα», ονομαζόμενο «Κιόσκι», το «Χάνι του Γαλλή», το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), το «Χάνι Νταούλι», το «Χάνι Νερά» και άλλα μικρότερα.

Από τα χάνια αυτά ονομαστότερα, ένεκα του ιστορικού τους ρόλου, είναι, «Το χάνι του Αγά πασά», στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», το «Χάνι Νταούλι», στην ομώνυμη θέση και το «Χάνι Νερά», στις πηγές της περιοχής «Νερά».

Το «Χάνι του Αγά πασά», βρισκόταν στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», νοτιοανατολικά  του σιδηροδρομικού σταθμού του Αχλαδοκάμπου και νοτιοδυτικά της θέσης «Γκετέ», όπου μέχρι σήμερα διασώζονται τα ερείπιά του, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου. (Βλ. Ιωάννου Σπ. Αναγνωστοπούλου, Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου. Αθήναι 1961, σ. 83).

Από τα ερείπια του κεντρικού κτιρίου και των διαφόρων γύρω συγκροτημάτων, αποθηκών και στάβλου, φαίνεται πως ήταν αρκετά μεγάλο. Είχε πολλά δωμάτια (κονάκια), για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών και πολλές «θολογύριστες καμάρες» , κατά το Φωτάκο.

 

Σιδηροδρομικός Σταθμός Αχλαδοκάμπου – Σε υψόμετρο 295 μέτρων και στη θέση «Παλιόχανο» βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός του χωριού, επί του 84ου χιλιομέτρου της γραμμής Μύλων Ναυπλίου – Καλαμάτας. Ο Σταθμός απέχει από το χωριό περίπου 1.5km. Η σημερινή γενιά αλλά κυρίως οι περαστικοί και αρκετοί που έχουν περάσει με το τρένο από την περιοχή μας έχουν την απορία γιατί ο σταθμός ενός τόσο μεγάλου χωριού χτίστηκε τόσο μακριά από τον οικισμό. Ο λόγος είναι ότι η σιδηροδρομική γραμμή βρισκόταν ακόμα σε χαμηλό υψόμετρο, ανηφορίζοντας συνεχώς προς την Τρίπολη.

 

Το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο) είναι ξακουστό, γιατί εκεί έγινε την 10η Ιουλίου 1822 το πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών, υπό την αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη, κατά του Δράμαλη. Εκεί γράφτηκαν και υπογράφτηκαν οι προκηρύξεις επιστράτευσης, οι οποίες εστάλησαν προς όλα τα μέρη της Πελοποννήσου, για τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού. Από το χάνι τούτο ο Θ. Κολοκοτρώνης, την 12η Ιουλίου 1822 ειδοποίησε τους Αχλαδοκαμπίτες, πως θα διανυχτερεύσει στα «Νερά» και εκεί να του φέρουν τροφές για το στρατό και τα άλογά του, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 262:

«Την δε 12ην Ιουλίου παρήγγειλεν ο αρχηγός εις το χωρίον Αχλαδόκαμπον να του φέρουν τροφάς δια τους στρατιώτας και τα άλογά του, και ότι θα διανυκτερεύση εκεί εις τα Βρυσούλια ή Νεράκια, κατά τον δρόμον του Άργους».

Στο χάνι εκείνο, όταν επέστρεφαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, από τους Μύλους για την Τρίπολη, σκότωσαν έξι στρατιώτες, που τους βρήκαν μεθυσμένους να κοιμούνται, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 507:

«Οι δε Τούρκοι φθάσαντες ηύραν κοιμωμένους από την μέθην και τον κόπον έως έξ ‘Ελληνας, τους οποίους αμέσως εσκότωσαν και ούτω δεν εδυνήθησαν να εννοήσουν οι κοιμώμενοι, ποίοι και διατί τους εφόνευσαν. Οι δε λοιποί Έλληνες ετρύπωσαν μέσα εις τα γεννήματα και εσώθησαν».

Το «Χάνι Νταούλι», βρισκόταν στη σημερινή ομώνυμη θέση, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου, πέντε χιλιόμετρα ανατολικά του Αχλαδοκάμπου, λείψανα του κεντρικού κτιρίου και του παρακειμένου ευρύχωρου στάβλου σώζονται μέχρι σήμερα. (Βλ. Ιωάννη Σπ. Αναγνωστοπούλου , Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου σ. 75).

Από στρατιωτικής πλευράς πλεονεκτούσε, σε σύγκριση με το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), γιατί είχε μεγάλη ορατότητα προς τα «Νερά», από τη θέση «Κόλλια», όπου επάνω σε λόφο, ανατολικά του δρόμου προς το Άργος, διακόσια περίπου μέτρα, υπήρχε παρατηρητήριο, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, με την ονομασία «Ταμπουρίτσα», και προς τη θέση «Δόκανο» και τα Παλιοχώρια», αλλά και από άποψη νερού και ευρυχωρίας. Εκεί διασταυρώνονταν οι δρόμοι προς τα «Νερά» προς το «Λυκάλωνο» προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια» ή προς τα «Λιθαράκια», «Μπάκα», «Κεφαλάρι», «Χάνι Αγά πασά» δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή προς τον Αχλαδόκαμπο, «Γαλή Χάνι», δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή δια μέσου «Κάτω Βρύσης» προς Τρίπολη.

 

Το Κεφαλάρι Αχλαδοκάμπου με το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.

 

Ο ήχος του νταουλιού και των άλλων μουσικών οργάνων ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε θάρρος και δύναμη στους ταξιδιώτες, οι οποίοι έλεγαν: «Ακούεται το νταούλι», «να φτάσαμε στο νταούλι» και έτσι έμεινε η ονομασία του τόπου «Νταούλι».

Όπως σε όλα τα χάνια, έτσι και το «Χάνι Νταούλι», οι ταξιδιώτες και ο στρατός έτρωγαν, έπιναν, κοιμόντουσαν, μάθαιναν νέα, έπαιρναν και έστελναν επιστολές και εξυπηρετιόντουσαν τα υποζύγια από τροφή, νερό και στέγη, στον παρακείμενο ευρύχωρο στάβλο.

Το χάνι στην περιοχή «Νερά» βρισκόταν λίγα μέτρα πάνω από την πρώτη  μεγάλη πηγή, σε κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Ντρούλια, όπου σώζονται ερείπια και μεγάλος υπόγειος θόλος. Εκεί στον ευρύχωρο πεδινό τόπο συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός, τον Ιούλιο του 1822, και με αρχηγό το Θ. Κολοκοτρώνη βάδισε κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Εκεί οι Αχλαδοκαμπίτισσες γυναίκες έφεραν τρόφιμα και τους άντρες τους, τους οποίους παρέδωσαν στο Θ. Κολοκοτρώνη.

Αξιοσημείωτα είναι όσα γράφει για το γεγονός τούτο ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 263:

«Αι γυναίκες του χωρίου με μεγάλη των προθυμία έφερον φορτωμέναι τροφάς και τους άνδρας των εμπρός με τα άρματά των, τους οποίους παρέδωσαν εις τον αρχηγόν και του είπαν: Να τους άνδρας μας να τους πάρης εις τον πόλεμον, και αν δεν είναι παλικάρια, να βγάλουν τ’ άρματα και να τα φορέσωμεν εμείς. Τοιούτους άντρες δεν τους θέλομεν» . Ο Κολοκοτρώνης εγέλασε καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας και οι λοιποί καπεταναίοι, τις ευχαρίστησαν, τις έστειλαν οπίσω εις τα σπίτια των και εκράτησε τους άνδρας των ως στρατιώτας».

Από το σημείο τούτο και ύστερα οι Αχλαδοκαμπίτες, αν και διστακτικοί στην αρχή, λόγω της γεωγραφικής θέσης του χωριού και της συμμετοχής τους στην ένοπλη Πολιτοφυλακή της διαφύλαξης του Δερβενίου του Αχλαδοκάμπου με έδρα το «Χάνι Νταούλι», παίρνουν ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821.

Πρωτύτερα έδρασαν ως κλεφταρματολοί, με αρχηγό τον Κυριάκο Στεφόπουλο και αργότερα με τον Κωνσταντίνο Ντούσια, ο οποίος έχοντας ως ορμητήριο τις ομώνυμες απρόσιτες σπηλιές στα «Κόκκινα βράχια», απέναντι από τη θέση «Χαλκιά» του «Κολοσούρτη», συνεργάστηκε, κατά την Επανάσταση του 1821, με το Θ. Κολοκοτρώνη και έλαβε μέρος με την ομάδα των Αχλαδοκαμπιτών και ξένων παλικαριών του σε πλείστες όσες μάχες τις Πελοποννήσου. Το ίδιο συνέβη και με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο και την ομάδα των παλικαριών του.

 

Άποψη του Αχλαδοκάμπου από την πλατεία του χωριού.

 

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Απέβη ένα διαρκές ολοκαύτωμα υπέρ της Ελευθερίας. Μάλιστα την 1η Μαΐου 1821 λεηλατήθηκε από τους Τούρκους και τη 13η Ιουνίου 1825 πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ριζικά από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.

Πρόσφερε τις μεγαλύτερες θυσίες του στις κρισιμότερες περιστάσεις και στους αμεσότερους κινδύνους της Πατρίδας, κατά τρόπο γόνιμο και επωφελή, με σύνεση και γενναιότητα. Όσες φορές οι περιστάσεις ζητούσαν τις θυσίες του, τότε οι κάτοικοι έδειχναν τον ανιδιοτελή πατριωτισμό τους.

Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει Φωτάκος, για τη συμβολή του Αχλαδοκάμπου, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στο έργο του, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 74:

«Το χωρίον τούτο επί του Εθνικού Αγώνος εθυσιάσθη ολόκληρον, διότι οι στρατιώται κινούμενοι άνω και κάτω όλοι εις αυτό κατέλυον, και τους έθρεφον. Κατήντησε σταθμός στρατιωτικός, και όμως οι πτωχοί κάτοικοι υπέφεραν πολύ, καθώς και αι Καλάμαι από τους Μανιάτας.

Επί δε της εισβολής του Δράμαλη, ότε ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης διέβαινεν εκείθεν δια την Αργολίδα και συνάντησε τους υπό της εμπροσθοφυλακής του Δράμαλη σκορπισθέντας και φεύγοντας από το Άργος και τους Αφεντικούς Μύλους Έλληνας κατά το Χάνι Νταούλι, και εκείθεν εγύρισε πίσω εις το άλλο Χάνι του αυτού χωρίου, το οποίον κείται εις τον κάμπον και λέγεται του Αγά πασά, όπου όλοι εμού εστάθμευσαν  σχεδόν τρεις ημέρας, το χωρίον τούτο, ο Αχλαδόκαμπος, έθρεψεν όλους εκείνους τους συναχθέντας εκεί, και τον Κολοκοτρώνην , προς τον οποίον έστειλε τροφάς ως και δια τα άλογά του εις την θέσιν Βρυσούλια, όπου διενυκτέρευσε και την αυγήν εκίνησε να υπάγη κατά του Δράμαλη».

Εάν το 1809, όπως λέγει ο Will. M. Leake στο έργο του Travels in the Morea, τ. Β’, σ. 334, ο Αχλαδόκαμπος είχε «ογδόντα οικογένειες», το 1822 θα είχε τουλάχιστο εκατό και επομένως θα μπορούσε να προσφέρει πενήντα άντρες ως στρατιώτες.  

 

Πηγή  


  • Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.

Read Full Post »

Ναύπλιο


 

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.

Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολίδας και πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Ιδρυτής της πόλης φέρεται ο μυθικός Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης. Προστάτης της πόλης ήταν ο Ποσειδών, ο οποίος με κτύπημα της τρίαινάς του δημιούργησε την πηγή Κάναθο στη σημερινή Αγία Μονή. Εκεί έλουζε η ιέρεια της Ήρας το είδωλο της θεάς και γι’ αυτό πιθανότατα πλάστηκε ο μύθος ότι η Ήρα λουζόταν κάθε χρόνο στην Κάναθο και ανακτούσε την παρθενία της. 

Απόγονος του Ναύπλιου ήταν ο Παλαμήδης, ο πατέρας του οποίου ονομαζόταν επίσης Ναύπλιος και ο οποίος έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Αλλά είχε οικτρό τέλος, γιατί λιθοβολήθηκε από τους Έλληνες. Η τραγική του ιστορία απετέλεσε πηγή έμπνευσης για τους τραγικούς και άλλους δημιουργούς της αρχαιότητας. Το κάστρο του Παλαμηδιού σ’ αυτόν οφείλει το όνομά του. 

Ναύπλιο1908, στερεοσκοπική φωτογραφία, by Stereo Travel Co.

Το Ναύπλιο και το Άργος, μια και βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, είχαν στο πέρασμα των αιώνων περίπου την ίδια μοίρα. Φαίνεται όμως πως από παλιά μάλωσαν, επειδή το Ναύπλιο συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες κατά το Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο και τότε κυριεύτηκε από τον Αργείο Δαμοκρατίδα και οι κάτοικοί του εκδιώχθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη.

Το Ναύπλιο έγινε στη συνέχεια επίνειο του Άργους. Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να παρουσιάσει η πόλη ιδιαίτερη ακμή. Σταχυολογώντας λίγα μόνο γεγονότα, σημειώνουμε ότι το 879 μ.Χ. έγινε έδρα επισκόπου και ότι ο επίσκοπος Λέων το 1149 έκτισε τη γνωστή σε όλους μας Αγία Μονή της Ζωοδόχου Πηγής έξω από την πόλη.

Το 1180 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διόρισε άρχοντα Ναυπλίου τον ντόπιο Θεόδωρο Σγουρό. Ο γιος του Λέων Σγουρός (1202-1208), έχοντας την πόλη ως πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι την ανατολική Στερεά Ελλάδα και μέχρι τη Θεσσαλία. Ακολούθησε η Φραγκοκρατία μέχρι το 1388, οπότε το Ναύπλιο παραχωρείται στους Βενετούς, επί της εποχής των οποίων γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Ενισχύθηκε η οχύρωσή του και αυξήθηκε ο πληθυσμός του, γιατί συνέρρευσαν πολλοί άνθρωποι από πολλά μέρη, ιδίως μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους.

Άποψη του Ναυπλίου. Χαλκογραφία, Gasp. Bouttats, 1690.

Επί Ενετοκρατίας η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και το λιμάνι της παρουσίασε μεγάλη κίνηση.  Το 1540 έπεσε στους Τούρκους ύστερα από τριετή πολιορκία. Κατά την πρώτη τουρκοκρατία μαρτύρησε ο νεομάρτυρας Αναστάσιος (1η Φεβρουαρίου 1655) κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Το 1686 οι Ενετοί ξανακέρδισαν την πόλη, όταν την κατέλαβε ο στρατηγός Φραγκίσκος Μοροζίνι, ο οποίος αμέσως οχύρωσε το Παλαμήδι και κατέστησε το Ναύπλιο πρωτεύουσα του Μορέως, της ΒΑ Πελοποννήσου. Τότε ήταν που ονομάστηκε Νάπολι ντι Ρομάνια.

Το 1715 το ξαναπήραν οι Τούρκοι και το κατείχαν μέχρι την άλωση του Παλαμηδιού από τον Στάικο Σταϊκόπουλο στις 30 Νοεμβρίου 1822, ύστερα από τρεις διαδοχικές πολιορκίες συνολικής διάρκειας σχεδόν είκοσι μηνών. Στην πολιορκία είχανε λάβει μέρος πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Τσώκρης, ο Παπαρσένης, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο αδελφός του Νικηταρά Νικόλας Σταματελόπουλος, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια έξοδο των Τούρκων τον Αύγουστο 1822, ο Δημ. Μοσχονησιώτης, που πρώτος πάτησε το κάστρο τη νύχτα της 29ης προς την 30ή Νοεμβρίου, και άλλοι.

 

Μπούρτζι. Αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης οχύρωσης της πόλης για πολλούς αιώνες.

 

Από τη θάλασσα πολιορκούσαν τα Σπετσιώτικα καράβια με τη θρυλική Μπουμπουλίνα κι άλλους καπεταναίους. Μετά την άλωση το Ναύπλιο έγινε κέντρο του αγώνα και έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης. Στις 7 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο Ιω. Καποδίστριας και στις 25 Ιανουαρίου 1833 ο Όθωνας. Για πολλά χρόνια είχε καθιερωθεί η εορτή των αποβατηρίων σε ανάμνηση της άφιξης του πρώτου μας βασιλιά.

Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833

Το Ναύπλιο με βασιλικό διάταγμα της 18ης Σεπτ. 1834 έπαψε να είναι πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους. Ο πληθυσμός του Ναυπλίου, ο οποίος προεπαναστατικά ήταν τούρκικος με εξαίρεση λίγες οικογένειες Ελλήνων του «Ψαρομαχαλά», αυξήθηκε σημαντικά. Η αύξηση οφειλόταν και στο γεγονός ότι συνέρρευσαν από διάφορα μέρη πρόσφυγες και μάλιστα από την Κρήτη το 1830, όταν η μεγαλόνησος δεν απελευθερωνόταν με βάση το πρωτόκολλο του Λονδίνου.

Οι Κρήτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Τολό και έξω από την πόλη του Ναυπλίου και ονομάστηκε το προάστιό της Πρόνοια από την πρόνοια που έλαβε ο Καποδίστριας για λογαριασμό τους.  Αργότερα το Ναύπλιο έγινε αντιοθωνικό κέντρο. Την 1η Φεβρουαρίου του 1862 εκδηλώθηκε κίνημα στην πόλη με επικεφαλής τους αξιωματικούς Πάνο Κορωναίο, Αρτέμ. Μίχο και άλλους. Συμμετείχαν ακόμα πολλοί επώνυμοι της εποχής. Ανάμεσά τους ήταν και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, η οποία είχε μετατρέψει το σπίτι της σε αντιδυναστικό κέντρο. Οι επαναστάτες ζητούσαν τη διάλυση της Βουλής και τη συγκρότηση εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση απέστειλε στρατό, η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και οι νεκροί και τραυματίες κι από τις δυο πλευρές ήταν πολλοί. Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος της Ναυπλιακής επανάστασης.

 

Άποψις προς Ακροναυπλίαν και Παλαμήδι, δεκαετία 1930

 

Ο Όθωνας, ως γνωστόν, αναγκάστηκε λίγο μετά να εγκαταλείψει την Ελλάδα (12 Οκτωβρίου του 1862). Το Ναύπλιο είναι μικρή αλλά ζεστή πόλη, από τις ομορφότερες της πατρίδας μας. Συνδυάζει το βουνό με τη θάλασσα και την άγρια ομορφιά με την απλωσιά του κάμπου. Η παλιά πόλη με τα στενά δρομάκια και τα παραδοσιακά σπίτια διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον παλιό όμορφο παραδοσιακό χρώμα. 

Ναύπλιο, Άγιος Σπυρίδωνας. Frederic Boissonnas (1858-1946)

Από τα πολλά μνημεία της πόλης σημειώνουμε λίγα μόνο, τον Άγιο Σπυρίδωνα (1702), στην είσοδο του οποίου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, το μνημείο του Δημ. Υψηλάντη στην πλατεία των Τριών Ναυάρχων, το πρώτο Ελληνικό σχολείο, τον σκαλισμένο σε βράχο λέοντα των Βαυαρών στην Πρόνοια, το παλιό βουλευτήριο και πρώην τζαμί στην πλατεία Συντάγματος, το μέγαρο του μουσείου, ενετικό κτίσμα του Σαγρέδου (1713) που χρησίμευσε αρχικά ως στρατώνας, επίσης μία ακόμα εκκλησία της ίδιας εποχής, του Αγίου Νικολάου (1713), τον ανδριάντα του Καποδίστρια και του έφιππου Κολοκοτρώνη.

 

Πηγή


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

Read Full Post »