Σοφοκλής (496 ή 495 π.Χ.- 406 π.Χ.)
Αίας, Αντιγόνη, Τραχίνιαι, Οιδίπους Τύραννος, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης και Οιδίπους επί Κολωνώ είναι οι επτά διασωθείσες τραγωδίες του μεγάλου Αθηναίου ποιητή της κλασικής περιόδου. Γεννημένος το 496 ή 495 π.Χ., ο Σοφοκλής, σύγχρονος του Αισχύλου και του Ευριπίδη (λίγο νεότερος από τον πρώτο, λίγο μεγαλύτερος από τον δεύτερο), πέθανε σε βαθύ γήρας (περίπου 90 ετών) και υπήρξε, σύμφωνα με τις λίγες πηγές που μαρτυρούν τη ζωή του, ένας άνθρωπος από εύπορη οικογένεια, ευσεβής και αφοσιωμένος στην αθηναϊκή πολιτεία και τους θεσμούς της, με εξαιρετικά καλλιτεχνικά χαρίσματα. Μαζί με τον Περικλή, ως στρατηγοί, διεξήγαγαν το Σαμιακό πόλεμο και μετά την καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία εκλέχθηκε ως ένας από τους 10 προβούλους της πόλης. Συνολικά ο Σοφοκλής έγραψε 123 έργα και η τύχη -καλή μαζί του- δεν τον άφησε να δει την παράδοση της Αθήνας στους Σπαρτιάτες το 404 π.Χ.
Η ζωή και το έργο του
Συμφωνά με το Πάριο Χρονικό (Marm. Par. A 56 και 64), ο διάσημος τραγωδιογράφος από τον Ίππιο Κολωνό της Αττικής γεννήθηκε το 496/495 π.Χ. και ήταν γιος του Σοφίλλου, κατά πάσα πιθανότητα εύπορου Αθηναίου και μάλιστα ιδιοκτήτη πολυάριθμων δούλων. Μολονότι κάποιες αρχαίες μαρτυρίες και ανεκδοτικές πληροφορίες προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη μη αριστοκρατική καταγωγή του, προφανώς για λόγους εντυπωσιασμού, δεν πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα ότι η ευυπόληπτη οικογένειά του είχε όντως αριστοκρατικές καταβολές, γεγονός που ενισχύεται από πολυάριθμες βιογραφικές αναφορές σε μια εξαιρετικά επιμελημένη μόρφωση αλλά και σε διάφορες τιμητικές διακρίσεις, που απονεμήθηκαν στον τραγικό ποιητή ήδη από σχετικώς νεαρή ηλικία.
Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι ο Σοφοκλής αξιώθηκε να έχει ως εκπαιδευτή του στην τέχνη της μουσικής τον περιώνυμο μουσικό Λάμπρο˙ επίσης, ως έφηβος, μετά τη θριαμβευτική επικράτηση των Ελλήνων επί των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), ορίστηκε από την αθηναϊκή πολιτεία κορυφαίος του χορού των συνομηλίκων του που ανέπεμψαν στον επινίκιο παιάνα γύρω από το καθιερωμένο τρόπαιο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Σοφοκλής – ένας άνδρας που ήδη από τα νεανικά του χρόνια η ψυχή του καταυγάστηκε από τη λάμψη των ελληνικών πολεμικών άθλων εναντίον των Περσών εισβολέων και ακολούθως τιμήθηκε από τους συμπολίτες του όσο ελάχιστοι άλλοι για το φυσικό κάλλος του, τον προσηνή χαρακτήρα του, το φρόνιμο ήθος του και την απαράβλητη ποιητική δύναμή του- παρουσιάζεται κατ’ επανάληψη από τους αρχαίους βιογράφους του ως κατ’ εξοχήν «φιλαθηναιότατος» πολίτης και ποιητής.
Αναφέρεται μάλιστα ότι ο δραματογράφος αυτός από τον αργήτα Κολωνόν δεν εγκατέλειψε ουδ’ επ’ ελάχιστον την πολυφίλητη πόλη του για να φιλοξενηθεί στην αυλή κάποιου πανίσχυρου ηγεμόνα, όπως αντίθετα έπραξαν οι ευκλεείς ομότεχνοί του Αισχύλος και Ευριπίδης. Πέρα από τις αλλεπάλληλες νίκες, που επάξια κατήγαγε στους δραματικούς αγώνες λόγω του απαράμιλλου ποιητικού ταλέντου του, ο ίδιος ανήλθε στη διάρκεια της ζωής του σε υψηλά πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα.
Η λιγότερο γνωστή αυτή πτυχή της ζωής του βρέθηκε αρκετά πρόσφατα στο επίκεντρο του φιλολογικού ενδιαφέροντος εν όψει μιας αξιοπρόσεκτης όσο και ενδιαφέρουσας στροφής της θεατρικής κριτικής προς μια διεξοδικότερη ανάλυση και εμβριθέστερη μελέτη της «πολιτικής διάστασης» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη νέα θεώρηση, η ενεργός παρουσία και η έκθυμη συμμετοχή ενός δημιουργού στο πολιτικό γίγνεσθαι της πατρίδας του αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας το γεγονός ότι εν προκειμένω η τραγωδία λειτουργεί σαν ένα είδος παραμορφωτικού κατόπτρου, μέσα στο οποίο ανακλάται με τρόπο πολύμορφο και πολυδύναμο η αθηναϊκή πολιτική και κοινωνική ζωή του 5ου αι. π.Χ. Η προειρημένη ακραιφνώς κοινωνιολογική προσέγγιση της αττικής τραγωδίας, που εδράζεται σε μεγάλο βαθμό πάνω σε σύγχρονες θεωρίες σχετικά με την αισθητική της πρόσληψης ενός λογοτεχνικού έργου μέσα από τα ιστορικά συμφραζόμενα και υποδηλούμενά του, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με προγενέστερες, εν πολλοίς μονοδιάστατες και απλουστευτικές, θα λέγαμε, απόπειρες ανίχνευσης μέσα στο τραγικό corpus ενός αυστηρά προκαθορισμένου πολιτικού υποστρώματος, ή έστω, κατ’ άλλους, μιας άγονης και ίσως αυτάρεσκης εθνικής απόχρωσης.
Πράγματι, ο Σοφοκλής, ιδίως σε προχωρημένη ηλικία, ενώ πλέον διαφαίνεται ευκρινώς στον ορίζοντα η επικείμενη ήττα και συντριβή της Αθήνας από τη Σπάρτη προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, αποφεύγει να παρασύρεται σε μεγαλόστομες εξάρσεις πατριωτικής περιπάθειας.
Στη διάρκεια του πολύχρονου βίου του υπηρέτησε την πολυαγαπημένη πόλη του από την περίβλεπτη θέση του Ελληνοταμία το 443/442 π.Χ.· εξελέγη στρατηγός τουλάχιστον δυο φορές και μάλιστα ευτύχησε να είναι συστράτηγος του Περικλή, ίσως ακόμη του Θουκυδίδη του γιου του Μελησία και επίσης του Νικία, του μοιραίου στρατηγού της σικελικής εκστρατείας, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και πολυαίμακτης πολιορκίας της Σάμου από τον αθηναϊκό στόλο (440-439 π.Χ.) και πιθανώς είτε στον πόλεμο των Αθηναίων ενάντια στους σαμιακής καταγωγής Αναιίτες (428/427 π.Χ.) είχε αργότερα κατά την περίοδο της εύθραυστης Νικίειας ειρήνης (421-415 π.Χ.).
Ανάμεσα στα πολιτικά αξιώματά του μπορεί επίσης να προσμετρηθούν οι πολυάριθμες «πρεσβείες», στις οποίες έλαβε μέρος ως λαοπρόβλητος εκπρόσωπος της πατρίδας του προς άλλες πόλεις της Ελλάδας, και η αμφιλεγόμενη, καθ’ ότι όχι πλήρως αποδεδειγμένη, συμμετοχή του ως Προβούλου στο ολιγαρχικό κίνημα των Τετρακοσίων, το οποίο, ως γνωστόν, οδήγησε στην προσωρινή ανατροπή της Αθηναϊκής δημοκρατίας (411 π.Χ.).
Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται προφανές ότι ο Σοφοκλής εκδήλωσε αδιάπτωτο ενδιαφέρον απέναντι στις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. για ένα χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τριάντα ετών (443-411 π.Χ.)· ειδικότερα, η έντονη πολιτική δράση του συνοδεύεται και από την ολόψυχη συμμετοχή του στις ζωηρές θεολογικές αναζητήσεις της εποχής εκείνης.
Ενδεικτικό της ειλικρινούς ευλάβειας και ανυπόκριτης ευσέβειας του Αθηναίου δραματουργού είναι η άρρηκτη διασύνδεσή του με τις λατρείες του επιδαύριου θεού Ασκληπιού και του ήρωα Άλωνα – πιθανότατα δε ο ίδιος μετά το θάνατό του αφηρωίζεται και λατρεύεται στην Αττική με την επωνυμία Δεξιών. Αναμφίλεκτα, η ειλικρινής αγάπη του για το γενέθλιο τόπο του και ο πηγαίος θαυμασμός του για τα ανυπέρβλητα επιτεύγματα του αθηναϊκού πνεύματος και πολιτισμού διαπερνούν το δραματικό έργο του· ωστόσο, η νηφαλιότητα, η μετριοπάθεια, το απροκατάληπτο πολιτικό του αισθητήριο και η πλήρης επίγνωση της τραγικής πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης δεν αφήνουν περιθώρια για «διανοητικά πυροτεχνήματα», που συχνά λειτουργούν απλώς ως ευπρόσδεκτα αντιστηρίγματα στείρων τοπικιστικών εξάρσεων και άγονων συγκινησιακών υπερβολών.
Παράλληλα προς τους ακραιφνώς πολιτειακούς θεσμούς του αθηναϊκού κράτους, όπως η εκκλησία του δήμου και τα δικαστήρια, η αρχαία ελληνική τραγωδία αντανακλά και αποκρυσταλλώνει το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της Αθήνας των κλασικών χρόνων μέσα από μια δυσδιόρατη αλλά όμως ενδελεχή κριτική διεργασία, που συμπαραβάλλει με τρόπο εύρυθμο και εύτακτο την πολυστρώματη μυθολογική παράδοση με τρέχουσες ιδεολογικές ζυμώσεις.
Σύμφωνα με κάποιες αρχαίες πηγές, ο Σοφοκλής συνέγραψε 123 δραματικά έργα και πήρε δεκαοχτώ φορές το πρώτο βραβείο στους θεατρικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων. Για να περιοριστούμε στα ακέραια έργα του, τα οποία η χειρόγραφη παράδοση διέσωσε σε ορισμένες περιπτώσεις όχι χωρίς την ευνοϊκή παρέμβαση ολωσδιόλου τυχαίων παραγόντων, ο Αίας – ένα μεγαλόπνοο έργο της ποιητικής κατά τα φαινόμενα ωριμότητας του Αθηναίου τραγωδού παρουσιάζει ανάγλυφα την ασυμβίβαστη αξιοπρέπεια και το δυσπρόσιτο μεγαλείο του ομώνυμου ήρωα μέσα στην ξέφρενη δίνη των ανθρώπινων παθών και των πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Εν αντιθέσει προς τον ηρωικό παλμό του ασυμβίβαστου Αίαντα και την ηλεκτρισμένη πολεμική ατμόσφαιρα του τρωικού πεδίου, στην Ηλέκτρα (420-410 π.Χ.) με την ομώνυμη ηρωίδα του «ασίγαστου μίσους» ο Σοφοκλής τοποθετεί τη δράση στην Ελλάδα και μεταφέρει τον απόηχο της αδυσώπητης σύγκρουσης Ελλήνων και Τρώων μέσα στο ασφυκτικά στενό πλαίσιο μιας πολύπαθης οικογένειας, όπου θύτης και θύμα ανταγωνίζονται επί σκηνής και ενίοτε εκτός σκηνής με εναλλασσόμενη πειστική ευγλωττία.
Το ανώτερο όλων σε τραγικότητα έργο Οιδίπους Τύραννος (430-420 π.Χ.) θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερους κριτικούς ως το αποκορύφωμα της θεατρικής τέχνης του Σοφοκλή· ιδίως στο δράμα αυτό μέσα από μια σειρά μοιραίων και συνταρακτικών αναγνωρίσεων ο τραγικός εστεμμένος της Θήβας τελικά συνειδητοποιεί τη θεϊκή πλεκτάνη, μέσα στην οποία σπαρταρούσε παγιδευμένος ανεπίγνωστα σε όλη τη διάρκεια του δράματος.
Μολονότι ο σοφόκλειος ήρωας διεκδικεί ακατάπαυστα ένα έστω γλίσχρο μερίδιο στην καθολική ευτυχία, ο ίδιος συνάμα με ανυποχώρητο πείσμα και αταλάντευτο φρόνημα επιλέγει αυτό ακριβώς που αναπόφευκτα θα τον εκμηδενίσει· ωστόσο, όπως στην περίπτωση της αγέρωχης και αποφασιστικής Αντιγόνης στο φερώνυμο έργο (450-440 π.Χ.), η ασύνετη τόλμη εν τέλει μεταλλάσσεται σε αξιοθαύμαστη γενναιοψυχία, ενώ η συγκλονιστική πτώση του τυραννικού Κρέοντα προκαλεί μιαν απροσδόκητη αναψύχωση του δημοκρατικού φρονήματος. Θα έλεγε κανείς ότι το αντιστασιακό παράδειγμα της απτόητης Αντιγόνης καθιστά εντονότερη για τον αθηναϊκό δήμο την ανάγκη συνεχούς επαγρύπνησης για τη διασφάλιση ενός ηθικά ωριμότερου πολιτικού βίου.
Με παρόμοιο τρόπο στις Τραχίνιες (450-440 π.Χ.) το εξατομικευμένο πάθος αναλύεται υπό το πρίσμα μιας θλιβερής ερωτικής ιστορίας, όπου η άνευ όρων παραδοχή του παραλόγου στην ανθρώπινη ζωή αποτελεί μιαν ανακουφιστική προοπτική εν όψει μιας φρικιαστικής διαδοχής επάλληλων αναπόδραστα αλύτρωτων θανάτων.
Η θεατρική δραστηριότητα του Σοφοκλή φαίνεται ότι δεν κάμφθηκε από το βαθύ γήρας· αντίθετα ο ποιητής συνέθεσε δυο αριστουργήματα στη δύση της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας του. Ο Φιλοκτήτης (409 π.Χ.) είναι μια τραγωδία επικού μεγαλείου, στην οποία ο ομώνυμος ήρωας – το alter ego του αυτοκτονικού Αίαντα- παραμένει ανυποχώρητος στο φιλέκδικο πείσμα του, άκαμπτος και αλύγιστος μέσα στην αφόρητη ερημιά του· ωστόσο, στο τέλος δεν εξουθενώνεται από τη δυναμική ενός ανέφικτου ηρωικού ιδανικού, αλλά επιδεικνύει μια ήρεμη αξιοπρέπεια μπροστά στην ακαταγώνιστη θεϊκή βούληση, ακροβατώντας έτσι στις παρυφές μιας ρεαλιστικότερης θεώρησης της ανθρώπινης ειμαρμένης.
Το κύκνειο άσμα του Αθηναίου τραγικού και επάξιο επιστέγασμα μιας μακρόχρονης ποιητικής πορείας είναι ο Οιδίπους επί Κολωνώ (406 π.Χ.), που παραστάθηκε στο θέατρο του Διονύσου με αναμενόμενη θριαμβική επιτυχία μετά το θάνατό του (406/405 π.Χ.). Κατ’ αναλογία προς το προηγούμενο έργο, τον Φιλοκτήτη, το τελευταίο αυτό σωζόμενο σοφόκλειο δράμα μέσα από πολύπτυχες διακειμενικές συσχετίσεις και αντιπαραβολές ανασκοπεί την ιστορία του Οιδίποδα και επιχειρεί να στήσει γέφυρα επικοινωνίας με τον Οιδίποδα Τύραννο και την Αντιγόνη, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό ανυποψίαστο στοχαστικό βάθος στα δρώμενα.
Τα αφηγηματικά νήματα, που συναρθρώνουν τα τρία αυτόνομα δράματα σε μια δυνάμει θηβαϊκή τριλογία, δεν οδηγούν σε άγονη επανάληψη και άχαρη αναδίπλωση των παρελθοντικών γεγονότων, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά όλως διαφορετικά οι απροσδόκητες συμφιλιωτικές απολήξεις των prima facie άσπονδων αντιπαραθέσεων στην Αθήνα εγκαρδιώνουν τους θεατές, ενώ ο επικήδειος ενθουσιασμός της εξόδιας σκηνής προετοιμάζει με δραματουργικό οίστρο και ειρωνική διάθεση την επόμενη μυθολογική εμπλοκή στη μακρινή όσο και μοιραία πόλη των Καδμείων.
θα μπορούσε να λεχθεί λοιπόν ότι ο Σοφοκλής, πέρα από ενεργός πολίτης και άγρυπνος στοχαστής, υπήρξε πρωτίστως ένας γνήσιος άνθρωπος του θεάτρου, ο οποίος μέσα στην έξαρση της ποιητικής δημιουργίας δεν έπαψε να αναζητεί πρακτικές λύσεις για να αναπτύξει και να τελειοποιήσει την τέχνη του· ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αθηναίος τραγωδιογράφος εισήγαγε στο αττικό δράμα ή τουλάχιστον προώθησε, μεταξύ πολλών άλλων αλλαγών, κυρίως τρεις σημαντικότατες καινοτομίες:
α) την αύξηση των υποκριτών από δυο σε τρεις,
β) την αύξηση των μελών του Χορού από δώδεκα σε δεκαπέντε, και
γ) κατά το αισχύλειο πρότυπο την περαιτέρω αποσύνδεση της ιστορικομυθικής ενότητας των τετραλογιών, δηλαδή τη συμμετοχή κάθε φορά των ποιητών στους θεατρικούς αγώνες με τέσσερα αυτόνομα δράματα.
Κατά την άποψη έγκριτων σύγχρονων μελετητών, που ανάμεσα στα άλλα διερευνούν τις λανθάνουσες αφηγηματικές δομές των δραματικών έργων με απώτερο σκοπό να διερμηνεύσουν τις δαιδαλώδεις θεατρικές κατασκευές της αρχαίας δραματουργίας, οι προαναφερθέντες νεοτερισμοί παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον ποιητή για να ιεραρχήσει τους διηγητικούς τρόπους του, προκρίνοντας κατά περίπτωση το λειτουργικότερο και δραστικότερο.
Η αύξηση των υποκριτών από δυο σε τρεις, καθώς επίσης η συμμετρικότερη παράταξη του Χορού σε δυο ημιχόρια των εφτά μελών με την ταυτόχρονη ανάδυση του κορυφαίου σε ρόλο τέταρτου υποκριτή, διευκολύνουν συν τοις άλλοις διαδοχικές αλλαγές στην οπτική γωνία και στο χρόνο εποπτείας των συμβάντων. Επιπροσθέτως, η σταδιακή αποδυνάμωση της μυθικής αλληλουχίας ως επί το πλείστον συμβάλλει στην αδιάσπαστη παρουσίαση των κεντρικών γεγονότων και στη ραγδαία επιτάχυνση του σκηνικού ρυθμού.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο φιλόσοφος Πολέμων, που έζησε και έδρασε κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ., απέδωσε στον Σοφοκλή τον εύστοχο χαρακτηρισμό «τραγικός Όμηρος», ενώ παράλληλα αποκάλεσε τον πατριάρχη της ελληνικής λογοτεχνίας «επικό Σοφοκλή» (TrGF, τόμ. 4ος, TIIb 115). Πράγματι, η θαυμάσια εναρμόνιση μιας υπερτέλειας διαγραφής των χαρακτήρων, που ερείδεται κυρίως σε εδραίους αφηγηματικούς αρμούς, με μια εξόχως στοχαστική θέαση της ανθρώπινης μοίρας, που καθαιρεί το παραστάσιμο υλικό από απρόσφορες ίσως ιδεοληπτικές προσμίξεις, δικαιολογεί απολύτως τη διαχρονική αξία και το ανυπέρβλητο σφρίγος της σοφόκλειας δραματουργίας.
Ανδρέας Μαρκαντωνάτος
Λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας,
Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών
Βιβλιογραφία
- M. W. Blundell, Helping Friends and Harming Enemies: A Study in Sophocles and Greek Ethics, Κέμπριτζ 1989.
- C. M. Bowra, Sophoclean Tragedy, Οξφόρδη 1944.
- F. Budelmann, The Language of Sophocles: Communality, Communication and Involvement,
Κέμπριτζ 2000. - R. G. A. Buxton, Sophocles [Greece & Rome New Surveys in the Classics No. 16], Οξφόρδη 1984.
- V. Ehrenberg, Sophocles and Pericles, Οξφόρδη 1954.
- H. Flashar, Sophokles: Dichter im demokratischen Athen, Μόναχο 2000.
- G. M. Kirkwood, A Study of Sophoclean Drama, Ithaca και London 19942.
- B. M. W. Knox, The Heroic Temper: Studies in Sophoclean Tragedy, Μπέρκλεϊ και Λος Άντζελες 1964.
M. R. Lefkowitz, The Lives of the Greek Poets, Λονδίνο 1981, σελ. 75-87. - A. Lesky, Η Τραγική Ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων, τόμος Α’. Από τη γέννηση του είδους ως τον Σοφοκλή, μτφρ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα 1987, σελ. 281- 456.
- Η. Lloyd-Jones, Sophocles Volume I [Loeb Classical Library No. 20], Κέμπριτζ, Μασ. και Λονδίνο 1994, σελ. 1-24.
- A. Machin, Cohérence et continuité dans le théâtre de Sophocle, Κεμπέκ 1981.
- A. Markantonatos, Tragic Narrative. A Narratological Study of Sophocles’ Oedipus at Colonus, Βερολίνο και Νέα Υόρκη, του ιδίου, Sophocles: Oedipus at Colonus [Duckworth Companions to Greek and Roman Tragedy], Λονδίνο 2004, κεφ. 1.
- Γ. Μαρκαντωνάτος, Εισαγωγή στην Αττική Τραγωδία, Αθήνα 1991, σελ. 137-152.
- Κ. Reinhardt, Sophocles, μτφρ. Η. Harvey και D. Harvey, Οξφόρδη 1979.
- W. C. Scott, Musical Design in Sophoclean Theater, Ανόβερο και Λονδίνο 1996.
- D. Seale, Vision and Stagecraft in Sophocles, Λονδίνο και Καμπέρα 1982.
- C. Segal, Tragedy and Civilization: An Interpretation of Sophocles, Κέμπριτζ, Μασ. 1981, του ιδίου, Sophocles’ Tragic World: Divinity, Nature, Society, Κέμπριτζ, Μασ. 1995.
- T.B.L. Webster, An Introduction to Sophocles, Οξφόρδη 19692.
- C. H. Whitman, Sophocles: A Study in Heroic Humanism, Κέμπριτζ, Μασ. 1951.
- T. Von Wilamowitz-Moellendorfï, Die dramatische Technik des Sophokles, Βερολίνο 1917.
- R. P. Winnington-Ingram, Sophocles: An Interpretation, Κέμπριτζ 1980.
Πηγή
- Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Σοφοκλής», τεύχος 255, 30 Σεπτεμβρίου 2004.