Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φραγκίσκος Πουκεβίλ’

Ναύπλιο – Φραγκίσκου Πουκεβίλ


  

Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες. Μολονότι ο Πουκεβίλ πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους Τούρκους, αυτοί τον έστειλαν σιδηροδέσμιο την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.

Ο Ναπολέοντας εκτιμώντας τις γνώσεις του για την περιοχή, τον διόρισε ως εκπρόσωπό του στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων όπου και παρέμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. (1805- 1815). Δυο χρόνια μετά (1817) τοποθετείται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Περιηγείται την Ελλάδα και βεβαίως την Πελοπόννησο.

Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στο Ναύπλιο.

 

 

Το Ναύπλιο


 

Henriette Lorimier, Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Musée national du Château et des Trianons (Versailles).

Ο Στράβων επονομάζει το Ναύπλιο επίνειο ή λιμάνι του Άργους. Άλλοτε, επεδείκνυαν εδώ ως έμβλημα ένα γάιδαρο, χαρακτηριστικό της αγραμματοσύνης των Ναυπλιωτών, σήμερα όμως αυτό το έμβλημα έχει υποκατασταθεί από τον ιππόγρυπα της Βενετίας ή λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, πάνω στην πύλη εισόδου της πόλης.

Οι Τούρκοι άφησαν άθικτο το έμβλημα, διατηρώντας το ως ένα τρόπαιο από τη νίκη τους κατά των απίστων. Από το 2ο μ.Χ. αιώνα και μετέπειτα, η πόλη αυτή είχε σχεδόν ερημωθεί, είναι όμως πολύ πιθανόν, αργότερα, να εποικίστηκε και πάλι, καθώς βλέπουμε να μνημονεύεται ένας επίσκοπός της στα πρακτικά της Συνόδου, τα αναφερόμενα στην επανενθρόνιση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Το Χρονικό του Μωρέως εμφανίζει το Ναύπλιο ως ένα από τα σπουδαιότερα κάστρα της Αργολίδας. Ο Ranusio, ο οποίος ανάγει στο έτος 1205 την κατάκτηση της πόλης από τους Βενετούς, σημειώνει ότι λίγο αργότερα κυριεύτηκε και πάλι από κάποιο πρίγκιπα ονόματι Giovanitza.

Μολαταύτα, είναι πιθανόν ο τελευταίος να μη διατήρησε στην κατοχή του το Ναύπλιο για μεγάλο διάστημα, αφού, σύμφωνα με τον Verdizotti, μέσα στον ίδιο αιώνα, η πόλη του Ναυπλίου ανήκε ταυτόχρονα και στη Μαρία dErigono, χήρα του Πέτρου, του γιου του Φρειδερίκου Corner Piscopia, ο οποίος τη δώρησε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία.

Όταν οι Βενετοί ασκούσαν την κυριαρχία τους  πάνω σ’ αυτή την πόλη, έτυχε ν’ απωθήσουν επανειλημμένα τις επιθέσεις των Τούρκων, έως το 1460, οπότε δοξάστηκαν αναγκάζοντας τον Μαχμούτ, στρατηγό του Μωάμεθ Β’, να λύσει την πολιορκία της πόλης τους. Εξίσου άτυχος στάθηκε το 1537 και ο Σουλεϊμάν, δυο χρόνια όμως αργότερα, το Ναύπλιο κατακτήθηκε από τον Κασσίμ, τον σερασκέρη του, και σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Τούρκοι τη διατήρησαν στην κατοχή τους επί εκατόν πενήντα τέσσαρα χρόνια.

Η άλωση του Ναυπλίου από τον Κασσίμ, ή μάλλον από τον Χαϊρεντίν, συνδέεται με μια τόσο παράξενη ιστορία, ώστε κρίνουμε σκόπιμο να μεταφέρουμε εδώ τα κυριότερα σημεία της. Βασίζομαι τόσο στην αυθεντικότητα της αφήγησης του Brantome, όσο και στους θρύλους της Τουρκικής παράδοσης, που λένε ότι αυτός ο περιώνυμος τυχοδιώκτης ήταν γαλλικής καταγωγής. Έτσι, λοιπόν, τόσο ο Κιουπρουγλού, όσο κι ο Γιώργης Τσέρνι, ο τελευταίος από τους χριστιανούς της Σερβίας, αντλούσαν την καταγωγή τους από τη γηραιά Γαλλία, ηρωική κοιτίδα όλων των ανδρείων.

Σύμφωνα με την παράδοση, λοιπόν, ο Χαϊρεντίν καταγόταν από τον οίκο των d’ Authon της περιοχής Saintonge. Η μητέρα του, η Μαργαρίτα de Marcueil, είχε προσκομίσει ως προίκα στον πατέρα του τις εκτάσεις και τα φέουδα Bernadieres και  Combes. Ο d’ Authon ενώθηκε με τα στρατεύματα του κ. de Ravastein, τον οποίο ο Λουδοβίκος ΙΒ’ έστειλε στην Ανατολή, ώστε να ενισχύσει τους Βενετούς που πολεμούσαν εναντίον των Τούρκων. Κατά την εκστρατεία εκείνη ο d’ Authon συνδέθηκε στενά με τον Montsoreau, το  δευτερότοκο γιο του οίκου των Berneuil της Ανδεγαυΐας.

Οι δυο αυτοί ιππότες ήταν παρόντες στην πολιορκία της Μυτιλήνης, όπου, κατόπιν διαφωνίας Γάλλων και Βενετών, οι δυο πλευρές διέλυσαν τη συμμαχία τους χωρίς να προκύψει κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα απ’ αυτό το γεγονός. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον d’ Authon και τον Montsoreau, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν όλα όσα συνάντησαν στο πέρασμά τους, εμφανίστηκαν πάλι στη Γαλλία φορτωμένοι λάφυρα και πλούτη. Ο ιππότης d’ Authon διαβεβαίωνε ότι έφερε μαζί του ένα πέπλο της Παναγίας, το οποίο ανακάλυψε, ως εκ θαύματος, κάπου κοντά στα Ιεροσόλυμα. Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν αυτό το πολύτιμο κειμήλιο, κι ο d’ Authon έκρινε ότι ήταν καθήκον του να  το δωρίσει στην ενορία του Champeou, στην οποία άνηκε και η δική του ιδιοκτησία Bernadieres. Επιθυμία του  ήταν να ζήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του εκεί. Όποιος όμως γεύτηκε μια φορά την περιπέτεια της θάλασσας, δύσκολα απαρνιέται τη ρηξικέλευθη ζωή που αυτή συνεπάγεται.

Ο d’ Authon  και ο Montsoreau  δεν μιλούσαν παρά για τη Μυτιλήνη. Δεν άργησαν να ξαναγυρίσουν εκεί για να γίνουν κουρσάροι, κι ασπάστηκαν το μωαμεθανισμό διαδίδοντας ότι ήταν αδέλφια, παιδιά ενός Εβραίου εξωμότη καταγόμενου από τη Λέσβο. Τότε, λοιπόν, απαρνούμενοι τόσο τη βάφτισή τους, όσο και τις οικογένειές τους, ο μεν ονομάστηκε Χαϊρεντίν, από το όνομα του Κάιν, του υποτιθέμενου πατέρα του, ενώ ο άλλος πήρε το όνομα Αρούτζ, στο οποίο πρόσθεσε και το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα. Συμμάχησαν κι οι δυο τους μ’ έναν πρώην βαστάζο που ήταν και ατρόμητος κουρσάρος, κι ήταν γνωστός σε όλους με το παρανόμι Χαμάλης.

Γνωρίζουμε ποια ήταν η συμπεριφορά του Μπαρμπαρόσα το 1517 μπροστά στις πύλες του Αλγερίου, όπου και στέφτηκε βασιλιάς, και πως ο Χαϊρεντίν, συνεχίζοντας την πειρατική τέχνη του, συμμάχησε και πάλι με τον Μπαρμπαρόσα, για να σπείρει τον τρόμο σ’ όλη την χριστιανοσύνη, μετά τη νίκη του κατά του Καρόλου του Ε’. Στη μάχη της Τύνιδας, όπου συνέπραξαν και οι δυο συνωμότες, ήταν παρόν και ο Πιζάρο.

Ο τελευταίος διαπίστωσε πόσο αποτελεσματική μπορεί ν’ αποβεί η πειθαρχία προκειμένου ν’ αναχαιτιστούν τα στίφη των Βαρβάρων, κι έτσι ξεκίνησε από εδώ για να πάει να κατακτήσει  το Νέο Κόσμο.

  

Η κατάληψη του Ναυπλίου από τον Μπαρμπαρόσα


 

Το Σεράι, σχέδιο σε μολύβι, Μονακό, L. Lange.

Την ίδια ώρα ο Μπαρμπαρόσα έβαζε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, κι έχοντας έναν ολόκληρο στόλο κι έναν ατρόμητο στρατό ξηράς κάτω από τις διαταγές του, θεάθηκε να πορεύεται προς την Ρώμη, κι αφού πρώτα έσπειρε τον τρόμο στην Ιταλία, κατέλαβε στη συνέχεια τη Σύρο, την Πάτμο, την Πάρο, την Αίγινα, τη Νάξο το Ναύπλιο, τρέποντας σε φυγή τον αήττητο στόλο του Ντόρια. 

Ας μου συγχωρεθεί το γεγονός ότι, μιμούμενος τον Παυσανία, παρενέβαλα στις ταξιδιωτικές μου περιγραφές ένα αναξιόπιστο σε μερικά σημεία του αφήγημα. Προς τα τέλη της βασιλείας του Ερρίκου Δ’, η Γαλλία τοποθέτησε στο Ναύπλιο έναν πρόξενο καθώς και μια ιεραποστολή αποτελούμενη από Καπουτσίνους της οδού Σαιντ Ονορέ, οι οποίοι παρέλαβαν αργότερα τα ιερά δισκοπότηρά τους από την παρισινή αδελφότητα των Μοναχών του Αγίου Μυστηρίου. Αυτή ήταν η κατάσταση που συνάντησε ο La Guilletière όταν διέτρεξε ένα τμήμα του Μοριά. Είχε παρατηρήσει πόσο καλοπροαίρετοι ήταν οι Έλληνες, και πόσο κακεντρεχείς οι Τούρκοι του Ναυπλίου.

Σ’ αυτόν οφείλουμε τις πληροφορίες σχετικά με την αποστολική φιλανθρωπία και την αυταπάρνηση του Πατρός Βαρνάβα, όταν ο τελευταίος οδηγήθηκε ενώπιον του οθωμανικού Σανχεδρίν και καταδικάστηκε από τον κατή σε θάνατο, επειδή δεν άφησε ένα ορφανό Γαλλόπαιδο ν’ αλλαξοπιστήσει και το έστειλε κρυφά στην Τουλόν.

Νιώθει υπερήφανος ν’ ανήκει κανείς στην τάξη εκείνων των προξένων της Ανατολής που διαφύλαξαν τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους, όπως είναι η περίπτωση Chastagner, προξένου του χριστεπώνυμου βασιλιά μας, ο οποίος έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο θέλοντας να κάνει τον Ισμαηλίτη δικαστή ν’ αναιρέσει την απόφασή του, και να σώσει έτσι τη ζωή ενός ταπεινού και θεοσεβούμενου  Καπουτσίνου, που περίμενε καρτερικά να δεχτεί το προοριζόμενο γι’ αυτόν στεφάνι του μαρτυρίου.

Δεν φείδονταν πλέον κανενός μέσου οι Τούρκοι, όταν ο αρχιστράτηγος Μοροζίνι, έχοντας καταλάβει ήδη το 1686 το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη, αποβιβάστηκε στις 27 Ιουλίου με δώδεκα χιλιάδες άνδρες του πεζικού και του ιππικού στο Πορτ Τουλόν (Τολό), που δεν απέχει παραπάνω από τέσσερα μίλια από το Ναύπλιο. Αιφνιδιάζοντας τον εχθρό, ο στρατηγός Καίνιγκσμαρκ τον εξεπόρθησε ευθύς από το Παλαμίδι που είχε κιόλας αρχίσει να οχυρώνει.

Ο νικητής ήταν έτοιμος να κανονιοβολήσει την πόλη από την κορυφή αυτού του βράχου, όταν πληροφορήθηκε ότι τρεις χιλιάδες Τούρκοι, προερχόμενοι από το Νεγρεπόντε, πλησίαζαν για να ενωθούν με τον στρατοπεδευμένο στο Άργος σερασκέρη.

Στις 6 Αυγούστου, ο Καίνιγκσμαρκ ξεκινά επικεφαλής των εφεδρικών ταγμάτων του Μιλάνου, της Σαξωνίας, του Μπρούνσβικ, καθώς κι ενός σώματος δραγώνων, υπό την ηγεσία των δουκών, Μπρούνσβικ και Τυρέν, τους οποίους ο αρχιστράτηγος ενίσχυσε και με δυο χιλιάδες πεζοναύτες. Οι άπιστοι, αφού ηττήθηκαν μέσα στο Άργος, αποκρούστηκαν στις 29 του ίδιου μήνα όταν επιτέθηκαν κατά των χριστιανικών σωμάτων. Οι Σάξονες δείχνουν στους πολιορκημένους τα κεφάλια των γενίτσαρων που επρόκειτο να έρθουν σε επικουρία τους, οι άπιστοι παραδίδονται υπό τον όρο να μεταφερθούν στην Τένεδο, κι έτσι ένας χριστιανικός πληθυσμός εξήντα χιλιάδων ψυχών επανέκτησε την ελευθερία του.

Είπαμε προηγουμένως με ποιο τρόπο το Ναύπλιο περιήλθε και πάλι, το 1715, στην εξουσία των Τούρκων, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν εκεί ένα καθεστώς δεσποτισμού και στρατιωτικής αναρχίας. Όταν εγώ πρωτοείδα την πόλη, το 1799, ο κ. Καρατζάς, δραγομάνος του βεζίρη του Μοριά και παλαιότερα αρχιδιερμηνέας της διπλωματικής αποστολής στο Βερολίνο, δεν έπαυε να καταφέρεται κατά της ασυδοσίας της τουρκικής πολιτοφυλακής σ’ αυτό το λιμάνι, λες κι ήταν το Αλγέρι σε μικρογραφία.

Μου διηγήθηκε με ποιο τρόπο, εδώ και λίγο καιρό, ένας Τούρκος καθισμένος ανακούρκουδα πάνω στο μόλο σκότωσε κάτω από τα μάτια του σχεδόν, έναν Υδραίο.

Οι λεπτομέρειες αυτής της δολοφονίας ήταν ανατριχιαστικές: ο χριστιανός ζύγιζε σιτάρι, όταν ο Γενίτσαρος τον πρόσταξε να πάει να του ανάψει τον ναργιλέ του. «Μόλις γεμίσω το σακί μου, αφέντη μου, είμαι στις προσταγές σου». Στα λόγια αυτά, ακούστηκε μια πιστολιά που έριξε νεκρό, πάνω στο κατάστρωμα της βάρκας το χριστιανό. «Τώρα γέμισε το σακί σου», λέει ο Τούρκος με ένα περιφρονητικό χαμόγελο. Οι σύντροφοι του φονιά κραυγάζουν άφεριμ, μπράβο, και με θριαμβευτική πομπή τον συνοδεύουν ως τον καταυλισμό τους, όπου τον ανακηρύσσουν εκδικητή των προνομίων του Ορτά.

Επιτρέψτε μου να μνημονεύσω εδώ τα ονόματα των συντρόφων μου της αιχμαλωσίας, τον Fornier de Montcazal, τον Calmet de Beauvoisins και τον πλοίαρχο Joie de la Ciotat, που μαζί τους αποβιβάστηκα στο Ναύπλιο. Την προσοχή μου τράβηξε αμέσως η φυσιογνωμία ενός τύπου σοφολογιότατου, με μακρύ μέχρι κάτω ένδυμα, με καπέλο στο κεφάλι του σαν κι αυτό του Δον Μπαζίλιο, και που μας τον σύστησαν ως υποπρόξενο της Αγγλίας. Αποφύγαμε να μπούμε στο χώρο του τελωνείου όπου βρισκόταν κι εκείνος, προτιμώντας να μείνουμε κάτω από τον καυτό ήλιο, παρά να πλησιάσουμε έναν άνθρωπο αποσπασμένο στην υπηρεσία του λόρδου Έλγιν και  πληρωμένον απ’ αυτόν.

Ένας Τούρκος μας έκανε μια χειρονομία για να μας δείξει ότι επρόκειτο να μας αποκεφαλίσουν, αλλά μια πέτρα που ο κ. Fornier του εκσφενδόνισε, πετυχαίνοντας το στόχο της, εξασφάλισε το θρίαμβό μας. «Μόνο ένας Γάλλος θα τα κατάφερνε τόσο καλά», φώναξαν μερικοί παλαίμαχοι Γενίτσαροι. «Σύντροφοι, ας τους δείξουμε σεβασμό, είναι οι γιολδάσηδές μας».

Ήταν για μας μια καλή αρχή, και η φήμη μας ως παλικάρια του Βοναπάρτη, δικαιωμένη χάρη στην εκσφενδόνιση μιας πέτρας, αποκατέστησε αμέσως την υπόληψή μας, κι έτσι βρεθήκαμε κάτω από την προστασία της φανταρίας. Η στιγμή όπου μας παρουσίασαν στον Κασάν Μπέη, τον κυβερνήτη του Ναυπλίου, στον· οποίο δεν θελήσαμε να κάνουμε αντικάμαρα, η συνάντησή μας με τον κ. Roussel, το Γάλλο πρόξενο που βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, η υποδοχή που ο ευγενέστατος γιατρός Sicinni μας επεφύλαξε, παραμένουν στην μνήμη μου ακόμη νωπά: ανάμεσά τους νιώθαμε σαν να ήμασταν στη Γαλλία.

Είχα την άδεια να κυκλοφορώ έξω, να χαίρομαι την ελευθερία μου και να παρατηρώ τα πάντα. Θα επαναλάβω, λοιπόν, τα όσα δημοσίευσα το 1805 σχετικά μ’ αυτό το φρούριο, στο οποίο τώρα όλα θα έχουν αλλάξει ή τουλάχιστον θα πρέπει ν’ αλλάξουν, αν εφαρμόστηκαν τα σχέδια του συνταγματάρχη Fabvier, του γενναιόψυχου υπερασπιστή των Ελλήνων.

  

Το Παλαμήδι, η ονομασία Νάπολι ντι Ρομάνια και το Μπούρτζι


 

Το Ναύπλιο και το Παλαμήδειον ή Παλαμήδι διατηρούν ακόμη τις ονομασίες που ήδη έφεραν στα πολύ παλιά χρόνια, αν κι οι Τούρκοι κι οι Φράγκοι χρησιμοποιούν περισσότερο τις ονομασίες  Ανάπλι  ή   Νάπολι ντι Ρομάνια.

Ακροναυπλία, η Πύλη των Τόρων

Οι διάσπαρτες επιγραφές πάνω σε μάρμαρα ή επιφάνειες του τείχους αποδεικνύουν ότι την πόλη κατείχαν πρώτα οι Έλληνες και κατόπιν οι Ρωμαίοι. Η σύγχρονη πόλη κείται στις υπώρειες του όρους Παλαμήδι, ενώ μερικά από τα σπίτια της ορθώνονται κλιμακωτά στη ρίζα αυτού του βουνού. Με την πρώτη κιόλας ματιά σε ξαφνιάζει η τόσο στρατηγική θέση αυτού του οχυρού, ιδιαίτερα όταν υψώνεις το βλέμμα σου προς την ακρόπολη, όπου τα σύννεφα καλύπτουν πολύ συχνά τις επάλξεις της. Έτσι, λοιπόν, οι κανονιές διαπερνούν τα σύννεφα και κατευθύνονται τόσο προς τον όρμο, όσο και προς το αγκυροβόλι και τα γειτονικά παράλια.

Καθώς προσορμίζει στο Ναύπλιο το καράβι, πριν προσεγγίσουμε στον ταρσανά, αφήνουμε στο αριστερό χέρι μας το φρούριο του Αγίου Θεοδώρου ή Μπούρτζι, κτισμένο πάνω σ’ έναν απομονωμένο σκόπελο. Επικρατεί η άποψη ότι μια διπλή οροσειρά που ξεκινούσε απ’ αυτό το βράχο, έκλεινε άλλοτε το εσωτερικό του λιμανιού.

Το πράγμα μου φαίνεται ωστόσο αμφίβολο, αν κι ο ίδιος ο Coronelli έχει σημειωμένη αυτή τη λεπτομέρεια στην απεικόνιση που μας έχει αφήσει. Το προαναφερόμενο καστράκι είναι κτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο,  αγγίζοντας σχεδόν την επιφάνεια του νερού: απαρτίζεται από έναν καχεκτικό πύργο, με λιγοστά σπίτια προσκολλημένα στα τείχη του, και διαθέτει  ελάχιστες μόνο πολεμότρυπες. Το κάστρο συνεπώς αυτό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερους κινδύνους για όσα καράβια θα τολμούσαν να το πλησιάσουν μετωπικά, αφού μόνο μια σειρά τηλεβόλων πλοίου θα ήταν αρκετή για να ισοπεδώσει τον πυργίσκο, εκείνο το τόσο αξιογέλαστο καύχημα των Τούρκων, και να το βουλιάξει στο βυθό της θάλασσας. Αφού περιπλεύσουμε το φρούριο του Αγίου Θεοδώρου, περνάμε κάτω από την κανονιοστοιχία των δώδεκα τριανταεξάρικων κανονιών που υπερασπίζονται την πούντα της ξηράς.

Σε μικρή απόσταση από εκεί, ρίχνουμε άγκυρα σ’ ένα λασπώδη βυθό, αποβιβαζόμαστε σε μια πλακόστρωτη αποβάθρα και βρισκόμαστε κιόλας μέσα στην πόλη. Οι δρόμοι μπροστά μας είναι πλατιοί, ωραίοι και με πολλή απλοχωριά για μια τούρκικη πόλη, αλλά θλιβεροί κι έρημοι.

Μετά από πεντακόσια ή εξακόσια βήματα, καθώς ανηφορίζουμε την κεντρική οδό, έκπληκτοι αντικρίζουμε ένα δεύτερο τείχος με μια πύλη και με πολεμίστρες, και στρέφοντας το βλέμμα μας προς το Παλαμήδι, βλέπουμε ότι έχει στα πλευρά του κανονιοστοιχίες, διατεταγμένες κλιμακωτά και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κατευθύνουν τους πυροβολισμούς τους τόσο προς τον όρμο, όσο και προς έναν αγκώνα της ακτής.

Εδώ, έχει ανοιχτεί μια στενή οδός μέσω της οποίας γίνεται η από ξηράς προσπέλαση στην κάτω πόλη. Κτισμένο στην ανατολική πλευρά του Αργολικού κόλπου, πάνω σε μια πολύ στενή γλώσσα, το Ναύπλιο εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με κατεύθυνση από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά. Ο ισθμός αυτής της μικρής χερσονήσου καταλαμβάνεται από έναν πανύψηλο και πολύ απόκρημνο βράχο, ο οποίος αφήνει μετά βίας ελεύθερη μια στενή δίοδο απ’ όπου γίνεται η προσπέλαση στην πόλη.

Πάνω σ’ αυτό το βράχο ορθώνεται το κάστρο του Παλαμηδίου. Ένα απομονωμένο ξεροβούνι προστατεύει την πλευρά της γλώσσας που είναι προσανατολισμένη προς τα δυτικά του κόλπου, ενώ πάνω στην κορυφή του υψώνεται το κάστρο, το λεγόμενο Ιτς–Καλέ, από το οποίο διακλαδίζονται τα τείχη διαμορφώνοντας τον περίβολο του Ναυπλίου. Ένα απ’ αυτά τα αντερείσματα κατευθύνεται προς τη θάλασσα πάνω σ’ έναν άξονα βορειοδυτικά – νοτιοανατολικά και κατόπιν σχηματίζει πάνω σ’ έναν άξονα δυτικοανατολικό δυο προμαχώνες, χωρισμένους μεταξύ τους με ένα μεταπύργιο, το οποίο είναι εφοδιασμένο με κανόνια. Σ’ όλο το μήκος του μεταπυργίου αναπτύσσεται μια τάφρος με νερό, σκαμμένη εγκαρσίως προς το πλάτος του προαναφερθέντος ισθμού. Η χερσαία πύλη έχει ανοιχτεί στη μέση ακριβώς αυτού  του μεταπυργίου.

Από το βορειοανατολικότερο προμαχώνα του Παλαμηδίου, οι πρόποδες του οποίου βρέχονται από τη θάλασσα, τα τείχη της πόλης ανεβαίνουν από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά και προχωρούν προφυλάσσοντας μια κανονιοστοιχία από δώδεκα κανόνια, μοναδική προστασία του μυχού του λιμανιού.

Μετά από την κανονιοστοιχία αυτή, ο περίβολος του οχυρού περιορίζεται σ’ ένα απλό τείχος, χωρίς κλίση του εδάφους, καθόσον εντοπίζεται σ’ ένα πλάτωμα. Αυτός ο περίβολος προχωρεί προς το εσωτερικό της γλώσσας, αφήνοντας ελεύθερη μια μεγάλη επιφάνεια πάνω στην οποία είναι κτισμένο το εξωτερικό προάστιο, που βρίσκεται μ’ αυτό τον τρόπο εγκλωβισμένο ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα, και δεν έχει άλλη διέξοδο παρά δυο πύλες που ανοίχτηκαν στο προαναφερόμενο τείχος. Το τείχος, οροθετώντας προς την πλευρά του όρμου το εξωτερικό προάστιο, διαθέτει άλλη μια κανονιοστοιχία με δεκαπέντε κανόνια. Από το σημείο αυτό, το τείχος, διαγράφοντας μερικούς ελιγμούς, προεκτείνεται προς την πλευρά  του κόλπου πάνω στο προαναφερθέν απομονωμένο ξεροβούνι και περικλείει ολόγυρα την πόλη καταλήγοντας στην ακρόπολη του Ιτς – Καλέ

Το τείχος της Αρβανιτιάς

Οι Βενετοί οχύρωσαν την κορωνίδα του Παλαμηδιού γύρω στο έτος 1687. Οι  Τούρκοι, κρίνοντας το Παλαμήδι ως τη λεωφόρο διαφυγής του Ναυπλίου, δεν επιτρέπουν σε κανένα χριστιανό την είσοδο σ’ αυτό. Το χρησιμοποιούν για ν’ αποθηκεύουν εκεί τόσο το μπαρούτι τους, όποτε βέβαια διαθέτουν, κάτι που δεν συμβαίνει πάντοτε, όσο και τα όπλα τους, όταν οι πασάδες δεν τα πωλούν στους Υδραίους καραβοκύρηδες.

Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα απόρθητο σχεδόν καταφύγιο, με την προϋπόθεση ότι θα ήταν εφοδιασμένο με τις απαραίτητες προμήθειες. Έχοντας κατακόρυφους βράχους κι από τις τρεις πλευρές του, η πρόσβασή του γίνεται απευθείας μέσα από την πόλη ακολουθώντας ένα στεγασμένο και κατά τέτοιο τρόπο προφυλαγμένο μονοπάτι, ώστε η αποτελούμενη από κλιμακωτά επίπεδα θολωτή σκεπή του να επιτρέπει να μπαίνει φως, έτσι ώστε να φωτίζονται αρκετά οι σκάλες καθώς κι η ομαλή πλαγιά, την οποία η θολωτή εκείνη σκεπάζει και προστατεύει από κάθε είδους βλήματα.

Η ακρόπολη, όπου για ν’ ανέβει κανείς χρειάζεται παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας, έχει τη μορφή πενταγώνου με πέντε συμμετρικούς προμαχώνες, εφοδιασμένους με πυροβόλα στην κάθε πλευρά τους. Για τη στρατιωτική φρουρά υπάρχει ένα τζαμί, υπάρχουν καταυλισμοί καθώς και δεξαμενές για να διατηρούν το νερό.

Τις πληροφορίες αυτές μου τις παρείχε ο κ. Roussel,ο οποίος ζούσε πάνω από δέκα χρόνια στο Ναύπλιο, καθόσον όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εγώ βρισκόμουν, δεν μου άφηναν πολλά περιθώρια για περιπλανήσεις, που θα απέβαιναν ενδεχομένως ενδιαφέρουσες, αν κρίνω απ’ όσα ανέκδοτα, πιστεύω, σπαράγματα αρχαίων επιγραφών δημοσιεύω εδώ.

Το προσανατολισμένο προς τον Αργολικό κόλπο τμήμα της πόλης, διαθέτει μια φυσική οχύρωση από βράχους, πάνω στους οποίους ύψωσαν ένα γεροκτισμένο πέτρινο τείχος με επάλξεις και κανονιοστοιχίες, κατάλληλες να υπερασπίζουν τη γύρω περιοχή. 

Πάνω στα βενετικά οικοδομήματα, εκτός από το πανταχού παρόν λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, επισημαίνουμε και ορισμένα αποφθέγματα που μας πληροφορούν για τα έργα των Προβλεπτών, τα μισοσβησμένα ονόματα των οποίων μετά βίας διακρίνονται. Κατά τον ίδιο τρόπο θα διακρίνονται, πριν καν περάσει ένας αιώνας, τα ομοίως και δικαίως ακρωτηριασμένα από τους Έλληνες ονόματα των Τούρκων. Διάβασα ονόματα όπως του Βαρβαρήγου, του Γριμάνη, αλλά και την ταπεινή παράκληση ενός άτυχου στρατιώτη, που μέσα από  το αγνοημένο, όπως και το όνομά του, μνήμα του, μας παρακαλεί να ικετεύσουμε την Παναγία ν’ αναπαύσει την ψυχή του.

Το κάστρο του Αγίου Θεοδώρου, τα δυο οχυρά στην εισόδου του λιμανιού, καθώς και το Παλαμήδι, διοικούνται από ικανό αριθμό δισδάρηδων ή τοποτηρητών, που πληρώνονται για να συντηρούν μια μόνιμη φρουρά τριάντα συνολικά ανδρών.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς, η στρατιωτική δύναμη του φρουρίου θα έπρεπε να ανέρχεται σε εκατόν είκοσι άνδρες, επειδή όμως η τόσο ευγενείς  πυργοδεσπότες σκέφτονται πάνω απ’ όλα το δικό τους συμφέρουν, δεν διατηρούν συνήθως παρά μόνο δέκα στρατιώτες, πράγμα που περιορίζει τον αριθμό του τακτικού σώματος για τις ανάγκες τις υπηρεσίας σε σαράντα άνδρες, μια υπηρεσία που εκείνοι εκπληρώνουν όποτε δεν έχουν να θερίσουν το σιτάρι τους, να μαζέψουν τις ελιές τους, ή όταν δεν επινοούν να κλέψουν κανένα αρνί για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους.

Τ’ αφεντικά τους, που χρήζουν και τα ίδια κάποιας επιείκειας, τους συχωρούν κάτι τέτοια μικροαμαρτήματα, εκτός βέβαια κι αν αυτά σχετίζονται με τον πασά, στον οποίο αποδίδουν ένα μέρος των πλασματικών μισθών. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τρεις υποτιθέμενους Ορτάδες των Γενίτσαρων που έχουν κι αυτοί τον αγά τους.

Θα έλεγες ότι το ευλογημένο αυτό Ναύπλιο είναι μια γη της Επαγγελίας, γιατί η κλοπή, οι δεισιδαιμονίες, ο εγκλεισμός των γυναικών, τα έκλυτα ήθη, η υπέρμετρη αυστηρότητα σ’ ότι αφορά τις σαρκικές αδυναμίες και η δημόσια αποδοχή της κάθε παρά φύσει ακολασίας, η βαρβαρότητα και η ανανδρία, έχουν γίνει εδώ θεσμός κι έχουν ανακηρυχτεί σε κυβερνητικές αρχές, προς δόξαν του Αλλάχ και του προφήτη του.

  

Συνάντηση με τον Μουφτή


 

Κατά κανόνα, η πόλη έχει έναν σαντζάκ – μπέη με δυο ουρές, έναν κατή που αγοράζει κάθε χρόνο χονδρικά από την Κωνσταντινούπολη το δικαίωμα να μεταπωλεί λιανικά στους Ναυπλιώτες τη δικαιοσύνη, καθώς κι ένα μουφτή ή μουσουλμάνο θεολόγο. Εκείνος που, την εποχή μου, έδινε χρησμούς ή  φετφά, τυφλώθηκε από την άκρατη οινοποσία. Θέλησε να με συμβουλευτεί με την ιδιότητά μου του φιλόσοφου γιατρού.

Όταν ο γιατρός Siccini με οδήγησε στο σπίτι του, μου είπε να περάσω μέσα στο χαρέμι του όπου μας ανέμενε η Εκλαμπρότης του. Γνώριζε, όπως και όλοι σχεδόν οι Τούρκοι, τις πιο εύχρηστες γαλλικές εκφράσεις και τις μεταχειρίσθηκε αφού με καλωσόρισε πρώτα στα ελληνικά.

Η σύζυγός του έδειχνε να έχει αρκετή οικειότητα με το φίλο μου Siccini, και μας δέχτηκε στο σπιτικό της καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας μαζί μας καφέ. Πρόσεξα πως φορούσε ένα πελώριο δαχτυλίδι περασμένο στον αντίχειρά της, πως είχε βαμμένα κίτρινα τα νύχια της και την παλάμη των χεριών της, όπως άλλωστε κι οι υπόλοιπες γυναίκες του περίγυρού της.

Ο τυφλός μουφτής που είχε επιπλέον και πυρετό, που μίλησε πολύ για το Βολτέρο, για τον Βοναπάρτη, και με συγκίνησε προσφέροντάς μου ένα δώρο: τη στιγμή ακριβώς που σηκώναμε πανιά και βάζαμε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, μου έστειλε δυο αρνιά και δυο μεγάλα σταμνιά με κρασί. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που έτυχε να συναντήσω ένα γενναιόδωρο Τούρκο, αλλά ταυτόχρονα και νοήμονα μουφτή, και να περιεργαστώ το εσωτερικό ενός χαρεμιού, μαζί με όλο τον εξοπλισμό του σε γυναίκες, ευνοούμενες και ευνούχους.

 

Ο πληθυσμός του Ναυπλίου


 

Το 1799, το κατοικούμενο από Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους Ναύπλιο, εξακολουθούσε να αριθμεί εφτά χιλιάδες άτομα, ό,τι είχε δηλαδή απομείνει από έναν πληθυσμό εξήντα χιλιάδων ψυχών, που ήταν ο πληθυσμός του το 1715. Η δικαιοδοσία του σαντζακιού του, του περιλαμβάνοντος επίσης και την Τροιζηνία και την Ερμιονίδα είναι αρκετά περιορισμένη, λόγω των εδαφικών παραβιάσεων τόσο του βεζίρη της Τριπολιτσάς όσο και του Καπετάν Πασά αν κι ο τελευταίος δε στέλνει πλέον παρά σπανίως μόνο μερικές φρεγάτες, οι οποίες, μην μπορώντας να εισχωρήσουν στο λιμάνι είναι αναγκασμένες να πηγαίνουν ν’ αράζουν στην ακτή της Λέρνης, στους κοινώς λεγόμενους Μύλους.

  

Το Πορτ Τουλόν (Τολό)


  

Τα σκιερά λεμονοδάση και οι πορτοκαλεώνες της περιοχής του Πορτ Τουλόν, ενός μικρού λιμανιού τέσσερα ελληνικά μίλια από το Ναύπλιο, είναι ο συνηθισμένος περίπατος των χριστιανών. Μισή λεύγα έξω από την πόλη, πάνω σ’ αυτή την οδό, συναντάμε το χωριό Κατσίγκρι, και κοντά του επισημαίνουμε την εκκλησία του Αγίου Αδριανού.

Η εκκλησία αυτή έχει προφανώς υποκαταστήσει το ναό της Ήρας, την οποία και απεικόνιζαν μ’ ένα διάδημα περιτριγυρισμένο από τις Ώρες και τις Χάριτες, και  κρατώντας στο ένα χέρι της το συμβολικό ρόδι των μυστηρίων, καθώς κι ένα σκήπτρο μ’ ένα κούκο καθισμένο πάνω του.

Ήταν ξακουστό στην Ερμιονίδα το πουλί αυτό, χάρη σε μια από τις μεταμορφώσεις του Δία, γι’ αυτό και μια οροσειρά που καταλήγει στο ακρωτήριο Σκύλλαιον έφερε το όνομα του. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα πρέπει να διαρθρώνεται αυτή η αρχαία τοποθεσία, ως προς την οποία  διαφωνούν ο Παυσανίας με τον Στράβωνα.

Αν θεωρήσουμε  ότι ο Αδριανός, από τον οποίο και πήρε το όνομα της η εκκλησία, διοχέτευσε  όλη τη γενναιοδωρία του προς χάριν της Ήρας, εύλογα συμπεραίνουμε ότι το όνομα αυτό, αφού προηγουμένως υιοθετήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως προσδιοριστικό αυτού του οικοδομήματος, όταν οι τελευταίοι το μετέτρεψαν σε εκκλησία.

Πολύ παλαιότερα, οι Αργείοι είχαν ήδη κατεδαφίσει τις περισσότερες από τις ακροπόλεις σ’ αυτά τα μέρη, καθώς και την Πρόσυμνα, την οποία όλοι ομόφωνα εντοπίζουν στο Πορτ Τουλόν, αποκαλούμενο από τους χωρικούς Αυλών. Στη θέση αυτής της ακρόπολης βρίσκεται σήμερα το χωριό Τζαφέραγα (Ασίνη) όπου και διακρίνουμε έναν πύργο, σε μικρή απόσταση από έναν αρχαιότατο περίβολο.

Το λιμάνι, κοντά στο οποίο συναντάμε κήπους με οπωροφόρα δέντρα, εμφανίζει βάθος δώδεκα ως δεκαπέντε οργιών σ’ όλα σχεδόν τα σημεία του, ενώ η είσοδός του προφυλάσσεται από ένα νησάκι, το λεγόμενο Μακρονήσι,  όπου βρίσκει κανείς γλυκό νερό.

Αν από το σημείο αυτό επιστρέψουμε στο Ναύπλιο μέσα από τα βουνά, θα φτάσουμε στον Καραθώνα, την πιθανολογούμενη αρχαία Ειώνη, ένα αγκυροβόλι που οι ναυτικοί το προτιμούν από το Τολό λόγω της γειτνίασής του με το Ναύπλιο, αν κι αναγκάζονται να ρίχνουν άγκυρα στ’ ανοιχτά.

Παραθέσαμε αυτό το διπλό οδοιπορικό, επειδή κρίναμε ότι ήταν απαραίτητο να περιλάβουμε στην περιγραφή μας τα βουνά εκείνα που προστατεύουν σαν περιτείχισμα το Ναύπλιο, και κατόπιν να προβούμε στη σκιαγράφηση της Τροιζηνίας και της Επιδαυρίας, μέσω της οποίας θα επανέλθουμε στην Ερμιονίδα. 

 

Πηγές 


  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1822.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

 

Read Full Post »

Άργος  – Φραγκίσκου  Πουκεβίλ (Pouqueville, François Charles Hugues Laurent)   


 

 

Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

 Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες.  Στο διάστημα αυτό ο Πουκεβίλ είχε την ευκαιρία να μάθει την νεοελληνική γλώσσα και να συγγράψει το πεντάτομο έργο του « Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας». (Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ empire ottoman). Το έργο εκδόθηκε το 1805 στο Παρίσι. 

Το 1820 εκδίδει στο Παρίσι το νέο πεντάτομο έργο του, «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Voyage dans la Grece),  το οποίο  γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Το συναρπαστικό περιεχόμενο με αρχαιολογικό υλικό, με ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, με Δημοτικά τραγούδια και περιγραφές των εθίμων, με στοιχεία για τον πληθυσμό και την οικονομική ζωή του τόπου αλλά και έκθεση για την πανίδα της χώρας, τονώνουν τα αισθήματα συμπάθειας των αναγνωστών προς την δοκιμαζόμενη Ελλάδα.

Σ’ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μεταξύ των οποίων και στην Αργολίδα, με αρκετές σημαντικές λεπτομέρειες.

 Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στο Άργος. 

  

Οργισμένος όταν είδε τον Ίναχο να παραχωρεί την Αργολίδα στην Ήρα, ο Ποσειδώνας εκδικήθηκε στερώντας την περιοχή από τα νερά της. Κι έτσι, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν ένα φαινόμενο που επέρχεται κάθε χρόνο, οι άνθρωποι επινόησαν ένα θαύμα. 

Το φαινόμενο είναι απολύτως φυσιολογικό, αφού  ο ποταμός αυτός, που δεν είναι παρά ένας χείμαρρος, διακόπτει τη ροή του μόλις περάσει η εποχή των βροχών. Καθώς  όμως τα πάντα στην Ελλάδα περιβάλλονταν από ένα πέπλο  μυστήριου, η φαντασία των ποιητών, των πρώτων δηλαδή ιστοριογράφων της, άφησε να παρεισφρήσουν μέσα στις αφηγήσεις τους και ορισμένοι μύθοι, πίσω από τους οποίους κρύβονταν μερικά φαινόμενα απολύτως φυσιολογικά. 

Το γεγονός αυτό με κάνει να πιστεύω ότι, σε πολύ απώτερους χρόνους, η περιλαμβανομένη μεταξύ της Τίρυνθος και του στομίου του Ίναχου ακτή είχε κατακλυστεί απ’ αυτό τον ποταμό, κι ότι εκείνος, εκχειλίζοντας, είναι πιθανόν να διαμόρφωσε μια λίμνη, η στάθμη της οποίας ανήλθε ως το ύψος του Άργους. 

Ένα συγκεκριμένο φαινόμενο συνηγορεί υπέρ αυτού του γεγονότος, ότι δηλαδή (πληροφορία που μου παρείχαν οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής) παρατηρείται ένας εποχιακός κατακλυσμός, ο οποίος, αφού προκαλέσει επί πέντε χρόνια πλημμύρες στα περίχωρα της Μαντινείας, σταματά αιφνιδίως, και τότε τα νερά, περνώντας μέσα από υπόγειες διώρυγες, διοχετεύονται στην πεδιάδα του Άργους, κατακλύζοντας όλη την έκταση επί ένα χρόνο, όσο δηλαδή διάστημα απαιτείται για την απορροή τους στη θάλασσα. 

Αν η εκχείλιση των νερών από τις υψηλότερες κοιλάδες προς τη λεκάνη της Αργολίδας είχε πράγματι συμβεί κατά την προϊστορική εποχή, μια εποχή στην οποία επέστρεψε και πάλι η σύγχρονη Ελλάδα, εξαιτίας  του εκβαρβαρισμού της, θα ήταν επόμενο η δόνηση εκείνη ν’ αποδοθεί στον Ποσειδώνα, ένα θεό που ταρακουνά τη γη. Αποτέλεσμα της δόνησης εκείνης ήταν να αποτραβηχτούν από την Αργολίδα τα νερά, χωρίς ν’ απαλλαγεί μολαταύτα η περιοχή από τη νοσηρή ατμόσφαιρα, τη δημιουργούμενη και σήμερα ακόμη από τα έλη της. Ας μην ερμηνεύουμε όμως τους μύθους με εικασίες, και ας επανέλθουμε στην ιστορική και περιγραφική τροχιά μας. 

Το Άργος, η αγαπημένη πόλη  θεών και ηρώων, η γενέτειρα ωραίων γυναικών και καθαρόαιμων κελήτων, που καυχιόταν άλλοτε ότι είχε ηγεμόνες της το Φορωνέα, τον Πελασγό, τον Ιάσωνα, τον Αγήνορα και τον παντοδύναμο Αγαμέμνονα, αρκείται σήμερα στον απροσδιόριστο ρόλο της έδρας μιας επαρχίας. 

Είχε σε τέτοιο βαθμό ξεπέσει,  ώστε αδυνατούσε ήδη στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουλιανού ν’ αντεπεξέλθει τόσο στη συντήρηση των δημοσίων κτιρίων της, όσο και στα έξοδα των Ισθμίων. Από την εποχή εκείνη και μετέπειτα παρήκμαζε ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας μάλιστα  και των αναταραχών που αφάνιζαν συνεχώς την Ελλάδα. Μολαταύτα, ο ανώνυμος δημιουργός του έπους για τον πόλεμο των Φράγκων στο Μοριά, παρομοιάζει το Άργος μ’ ένα στρατόπεδο σκηνών μέσα στην πεδιάδα, στους πρόποδες ενός όρους που στέφεται από ένα φρούριο. 

Φαίνεται ότι απότομα το Άργος περιέπεσε σε μαρασμό, αφού δεν ήταν πλέον  παρά ένας σκελετός όταν περιήλθε στον κλήρο του Θεοδώρου, αδελφού του αυτοκράτορα της Ανατολής Εμμανουήλ, ο οποίος και το εκχώρησε στη Βενετία. 

Κατόπιν, το Άργος λεηλατήθηκε από τον Βαγιαζήτ, και σύμφωνα  μ’ όσα αναφέρει κάποιος ιστορικός, έστω κι αν οι αριθμοί  είναι κάπως διογκωμένοι, ο κατακτητής αυτός απήγαγε τριάντα χιλιάδες αιχμαλώτους, με τους οποίους εποίκισε τη Μικρά Ασία. 

Τέλος το Άργος, έχοντας και πάλι περιέλθει, συνεπεία μιας περίπλοκης κληρονομιάς, στη Marie d’ Enghien, η τελευταία παραιτήθηκε εκχωρώντας την πόλη στους Βενετούς. Η πόλη δεν άργησε να περάσει στα χέρια των μωαμεθανών, οι οποίοι και  την απέσπασαν οριστικά από τους Βενετούς. 

Το όνομα του Άργους, το συνυφασμένο μ’ όλα τα ιστορικά γεγονότα, αναγράφηκε στα Εκκλησιαστικά Χρονικά την εποχή που ο πρώτος επίσκοπός της πόλης ο Άγιος Περιγένης, μαχόταν εναντίον των αιρετικών, επειδή εκείνοι ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός, δηλαδή ο Μεσσίας, ήταν ο Σεθ. 

Στο μνημόνιο του Ιεροκλή, η έδρα του Άργους αναφέρεται ως η πεντηκοστή έδρα της Ελλάδας, ενώ ο  Λέων ο Σοφός τη σημειώνει ως τη δεύτερη επισκοπή, την υπαγόμενη στη μητρόπολη της  Κορίνθου. Κατά τη φραγκική κατοχή, η Ρώμη τοποθέτησε εκεί Λατίνους επισκόπους, οι οποίοι όμως αποχώρησαν μόλις το Άργος περιήλθε στην κατοχή των Τούρκων. 

Όταν ήμουν εγώ εκεί, την πόλη του Βασιλέα των Βασιλέων κυβερνούσε ο πρωτότοκος γιος του Αχμέτ, του πρώην πασά του Μοριά, στα χέρια του οποίου βρέθηκα ως αιχμάλωτος πολέμου το 1798. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, είχα κάποτε την ευκαιρία να προσφέρω βοήθεια σ’ αυτό το σατράπη, όταν εκείνος κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Λάρισα της Θεσσαλίας  (αν και το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε να πεθάνει σε άθλια κατάσταση). 

Τώρα συναντούσα και πάλι, καθισμένο πάνω στο θρόνο των Πελοπιδών, ένα από τα παιδιά του, κι αυτό σήμαινε ότι είχε ευνοηθεί από την τύχη περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενα. Είχα μια ελπίδα ότι δεν θα με είχε ξεχάσει, επειδή όμως όταν εγώ τον πρωτοσυνάντησα, εκείνος κατείχε το ταπεινό αξίωμα του σταβλίτη του Βέλη Πασά, προσποιήθηκε πως τάχα δεν με αναγνώριζε, απαξιώντας να μου διαβιβάσει ακόμη και τους χαιρετισμούς του. Αλλά έτσι είναι η ζωή, οι τυχάρπαστοι αποδεικνύονται αχάριστοι. Δεν κατάφερα ωστόσο να εξηγήσω τη συμπεριφορά του δολερού Αβραμιώτη, που με εγκατέλειψε ξαφνικά στη γωνία του δρόμου, αν και μου είχε υποσχεθεί ότι θα με ξεναγούσε. 

Όταν επέστρεψα στο κατάλυμά μας, βρήκα να μας περιμένουν εκεί οι Έλληνες ιεράρχες που μας είχαν καλοδεχτεί την προηγούμενη μέρα. Έδειχναν κάπως συνοφρυωμένοι, και δεν άργησα να μάθω την αιτία. Ένας απ’ αυτούς είχε πληροφορήσει το δραγουμάνο μου, κάτω από απόλυτη εχεμύθεια, «ότι λόγω κάποιας αναταραχής, ο βασιλιάς  είχε εγκαταλείψει το Παρίσι κι υπήρχε κίνδυνος η φρίκη της αναρχίας να σαρώσει και πάλι τη Γαλλία!» Αν και ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιες ειδήσεις, τις οποίες ορισμένοι σύμμαχοι  διασπείρουν για να μας κάνουν να ξεπληρώνουμε βίαια τα λάθη ενός και μόνο ανθρώπου, μολαταύτα τα μάτια μου βούρκωσαν κι είχα την αίσθηση ότι θα πέθαινα από τον καημό μου. 

Μόνο όποιος έζησε στην ξενιτιά γνωρίζει πόσο βαθιά σε πληγώνουν όλα όσα σχετίζονται με το καλό της πατρίδας σου. Για αρκετή ώρα βρισκόμουν σε κατάσταση απελπισίας και ένιωθα ότι μοναδική γιατρειά στο πόνο μου θα ήταν να επανέλθω στις ενασχολήσεις μου. 

 

 

Voyage dans la Grece

 

Άργος – Επισήμανση ορισμένων ερειπίων του 

 

Ο Fourmont μας κατέλιπε μια αρκετά ακριβή αν και κακοσχεδιασμένη άποψη του Άργους: τα ερείπια της πόλης εντοπίζονται στη σωστή τους θέση, αλλά η περιγραφή τους  περιέχει αοριστίες. 

Όταν αυτός ο περιηγητής πέρασε από το Άργος, ήταν ήδη πολύ δύσκολο να ταυτίσει κανείς όλα όσα απέμεναν από την πόλη: γι’ αυτό κι εκφράζεται πολύ επιφυλακτικά. Αφού ο ίδιος περιπλανηθεί  πρώτα στα λατομεία, τα οποία έχει επικρατήσει να θεωρούνται ως οι φυλακές της Δανάης , καταπιάνεται με την ερμηνεία του Παυσανία. 

Αλλά και ο Chandler δεν στάθηκε τυχερότερος, ενώ ήταν γραφτό ο κ. Gell να φέρει στο φως μια αρχαιοτάτη, σωζόμενη μέσα στην ακρόπολη της Λαρίσσης επιγραφή, την οποία δεν κρίνουμε απαραίτητο να μνημονεύσουμε εδώ. Όπως όμως μας λέει και ο βάρδος των Μαρτύρων, ούτε η ακρόπολη ούτε και ίδια πόλη ανταποκρίνονται πλέον  στο μεγαλείο του ονόματος του Άργους. Η εξαθλίωση της πόλης συναγωνίζεται σε μέγεθος την αλλοτινή της λάμψη. Πιο εύκολο, επομένως, είναι να εικάσουμε ποια θα ήταν η θέση των υδραγωγείων, του σταδίου και του ναού του Λυκίου Απόλλωνα, όπου διαβάζουμε και σήμερα ακόμη μια αφιέρωση, απ’ ό,τι να περιγράψουμε τα όσα έχουμε μπροστά στα μάτια μας. 

Στη σκιά των κυπαρισσιών, δίπλα σ’ ένα τζαμί που λέγεται ότι οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια του ναού της Νικηφόρου Αφροδίτης, μου έδειξαν ένα υπέρθυρο το οποίο ένας Ιρλανδός είχε μεταφέρει εδώ από τις Μυκήνες, με την πρόθεση να το στείλει στη Αγγλία. 

Στους δρόμους, κοντά στο Μεντρεσέ (τουρκικό ιεροδιδασκαλείο) διέκρινα κίονες από μάρμαρο και γρανίτη. Ο Έλληνας που έκανε χρέη δραγουμάνου μου είχε μια τέτοια διαίσθηση, ώστε ήταν σε θέση να μου υποδείξει από ποιο ακριβώς οικοδόμημα προέρχονταν οι κίονες εκείνοι, καθότι απ’ ότι ίδιος έλεγε  μπορούσε να διαβάσει ως και μέσα από τη σκόνη. 

Ιδού, έλεγε ότι απέμεινε από το ανάκτορο του Αγαμέμνονα. Ο βασιλεύς  των ανθρώπων, όταν  εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία για ν’ αναλάβει  την αρχηγεία των στρατευμάτων της συμπολιτείας κατά της Τροίας, δεν ανέθεσε την φύλαξη της γυναίκας του σ’ ένα από τα ποταπά εκείνα πλάσματα στα οποία οι Ανατολίτες εμπιστεύονται την αρετή των γυναικών τους. 

Η Κλυταιμνήστρα είχε στο πλευρό της έναν αοιδό,  που γνώριζε πώς ν’  αξιοποιεί σωστά τη μουσική και την ποίηση. Αυτή η λεπτομέρεια μας δίνει μια ιδέα του πώς ήταν η εποχή εκείνη, όταν τα ήθη ήταν  τέτοια,  ώστε εξυμνώντας  με τους στίχους του την αρετή, ο ποιητής  κατάφερνε να συγκρατήσει με τον καλύτερο τρόπο την ορμή των παθών. 

Ο Αίγισθος πέτυχε ν’ αποπλανήσει την Κλυταιμνήστρα μόνο αφού σκότωσε το θεϊκό αοιδό, τον επιφορτισμένο με την προστασία της αγνότητά της. Εδώ συνέχιζε ο δραγομάνος, ήταν ο τάφος του Δαναού, ενώ πιο πέρα υπήρχε ένας βωμός του Υέτιου Δία. Αναγνωρίζουμε τους ναούς της Ήρας, της Ανθείας και της Λητούς στο δρόμο προς την Τίρυνθα, όπου διακρίνονται επιπλέον και την  υπόγεια διέξοδο από την οποία διοχετεύονταν στη θάλασσα τα νερά που  πλημμύριζαν άλλοτε την Αργολίδα. 

Είχε αρχίσει να μου απαριθμεί το  γενεαλογικό δένδρο του Φορωνέως, μνημονεύοντας τον Παυσανία, το Μελέτιο και τον Απόστολο Παύλο, καθότι, ο Απόστολος Παύλος δεν απουσιάζει ποτέ από καμία αφήγηση των Ελλήνων, ώσπου εγώ τον παρακάλεσα, και κάπως απότομα μάλιστα, να σωπάσει. 

Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε  ότι  ο ναός της Ακραίας Ήρας, ήταν κτισμένος στην ανατολική γωνία του βράχου εκείνου που, στεφανωμένος από την ακρόπολη της Λάρισσας, ορθώνεται στο σημείο όπου οι χριστιανοί ίδρυσαν τη μονή της Κατηχουμένης, μια μονή αφιερωμένη στην Παρθένο του Άργους. 

Καθώς ήμουν εξουθενωμένος από την κόπωση και τις σκοτούρες, έκρινα φρόνιμο ν’ αναπαυτώ λίγη ώρα στο γυμνάσιο, όπου και θα είχα την ευκαιρία να συνδιαλεχτώ με τους δασκάλους. Ένας απ’ αυτούς, πιο ξύπνιος από τον ξεναγό μου, μάντεψε τι ήταν εκείνο που αναζητούσα, και με οδήγησε στα σπίτια οπού υπήρχαν επιγραφές, τις οποίες κι εγώ αντέγραψα. Αγόρασα από εκείνον και αρκετά  νομίσματα, και σ’ αυτά τελικώς περιορίστηκαν τα αρχαιολογικά μου ευρήματα στο Άργος. 

 

Ο πληθυσμός της πόλης και της επαρχίας της 

 

Η σύγχρονη πόλη του Άργους, κτισμένη σε μια  πεδιάδα στους πρόποδες των βουνών, δεσπόζει  πάνω από τον κόλπο του Ναυπλίου, καθώς και πάνω από έναν αχανή και απογυμνωμένο από  κάθε είδους βλάστηση κάμπο. Δεν είναι σπάνια εδώ τα πηγάδια, κι αν και το έδαφος του Άργους θεωρείται γενικά άγονο, δικαίως η πόλη εξακολουθεί να είναι ονομαστή για τις άφθονες πηγές της. 

Τα χαμηλά κι εξωτερικά ασπροασβεστωμένα σπίτια, δικαιολογούν προφανώς κι αυτά την ετυμολογία της, όμως οι κάτοικοι της δεν είναι πλέον οι απόγονοι των γενναιόψυχων  εκείνων Ελλήνων που πολέμησαν κάτω από τη σημαία των Ατρειδών στις όχθες του Σκαμάνδρου. 

Οι Σκυπετάροι, οι επονομαζόμενοι από τους ιστορικούς Ηπειρώτες, είναι οι σημερινοί κάτοικοι μιας ένδοξης όσο και η Σπάρτη πόλης. Προσκολλημένοι στους Βενετούς ως εφεδρικά τάγματα, πότε υπερασπιστές του Μοριά και πότε κατακτητές του, αλλά πάντοτε πιστοί στη χριστιανική θρησκεία, οι ξένοι αυτοί συγκροτούν έναν πληθυσμό δέκα χιλιάδων ανθρώπων, που χρόνο με το χρόνο αυξάνεται και προοδεύει. 

Χάρη στην καθαριότητα, τη γενναιότητα και την εργατικότητά τους, ξεχωρίζουν ανάμεσα σ’ όλους τους κάτοικους της χερσονήσου. Όπως κι οι αρχαίοι Αργείοι, έτσι κι αυτοί εκτρέφουν άτια, όχι πλέον καθαρόαιμα και προοριζόμενα για τους αγώνες του ιπποδρόμου, αλλά βαρβάτα και γεροδεμένα, κατάλληλα για τις αγνές γεωργικές εργασίες. 

Οι ασχολίες αυτές δεν είναι αρκετές για ν’ απορροφήσουν εξ ολοκλήρου την εργατικότητα εκείνων των  ανθρώπων, γι’ αυτό και τους συναντάμε σε κάθε γωνιά του Μοριά όπου υπάρχουν αγροί για εκχέρσωση. Η δραστηριότητα τους αυτή τους φέρνει, ανάλογα με τις εποχές, πότε στην Πάτρα, πότε στην Ήλιδα, ακόμη και στα νησιά του Ιονίου. Ωστόσο, παραμένουν πάντοτε Σκυπετάροι, ζουν σε μια κλειστή κοινωνία , συμπαρίστανται ο ένας στις ανάγκες του άλλου, και δεν παραλείπουν να προσκομίζουν κάθε χρόνο όλες τις οικονομίες τους στην οικογενειακή εστία. 

Άλλοτε, το κράτος του Άργους περιελάμβανε την Επιδαυρία, την Τροιζηνία, την Ερμιονίδα, την κυρίως Αργολίδα και την Κυνουρία. Συνόρευε επομένως προς βορρά με την Κορινθία, ενώ προς τα δυτικά και τη μεσημβρία με την Αρκαδία και τη Λακωνία. Η νεώτερη οροθέτησή του στέρησε από το Άργος την Επιδαυρία καθώς και την Τροιζηνία υπαγόμενες τώρα πλέον στην Κόρινθο, ενώ η επαρχία του Ναυπλίου αφαίρεσε  από το Άργος την Ερμιονίδα, αλλά και το ευρισκόμενο στην αριστερή όχθη του Ίναχου τμήμα της κοιλάδας. Ακρωτηριασμένο κατ’ αυτό τον τρόπο, το βιλαέτι του Άργους δεν αριθμεί παρά μόνο δώδεκα χωριά συγκεντρωμένα στα περίχωρα της πόλης. Αλλά όπως συμβαίνει με όλες τις διαμελισμένες αυτοκρατορίες, που η δικαιοδοσία τους επεκτείνεται και σε επαρχίες σχηματίζουσες θύλακες μέσα σε εδάφη τα οποία έπαψαν να τους ανήκουν, έτσι και η πόλη των βασιλέων εξακολουθεί να διατηρεί κυριαρχικά δικαιώματα πάνω σε ορισμένες εγκατασπαρμένες στην Αρκαδία και ως τα βάθη της Λακωνίας κώμες. 

Επειδή σ’ αυτή την επαρχία τα πάντα ενέχουν ιστορικό χαρακτήρα, έκρινα σκόπιμο να παραθέσω εδώ έναν αναλυτικό πίνακα όλων των εξαρτωμένων  απ’ αυτή κωμοπόλεων και χωριών, έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση ανάμεσα στο άλλοτε βασίλειο του Αγαμέμνονα, και στη σημερινή κατάσταση αυτής της επαρχίας. Πώς όμως θα βρούμε στα σημερινά λιμάνια της Αργολίδας, τόσες νήες όσες κυβερνούσε ο Διομήδης και οι αρχηγοί που συμμάχησαν μαζί του στην ένδοξη εκστρατεία του; Τι απέγιναν όσοι λαοί τάχτηκαν κάτω από τη σημαία τους; Η Τίρυνθα, η Ερμιόνη, η Ασίνη, η Τροιζήνα, η Ειώνη, που ούτε τη σκόνη τους δεν αναγνωρίζουμε πλέον, μας δίνουν την απογοητευτική λύση σ’ αυτό το ερώτημα γιατί είναι φανερό ότι τα πάντα έχουν εκφυλιστεί κάτω από το σιδερένιο ρόπαλο που κυβερνά αυτή την ιστορική γη. 

Η αραιοκατοικημένη αυτή περιοχή καθώς κι ο πληθυσμός των άμεσα υπαγομένων στο Άργος χωριών, βρίσκεται στην ειδική δικαιοδοσία ενός πασά με δυο ουρές, διαμένοντος στο Ναύπλιο. 

Ο προκαθήμενος της εκκλησίας  είναι ένας μητροπολίτης, ο οποίος βρισκόταν άλλοτε υπό την σκέπην της μητρόπολης Μονεμβασίας, και φέρει τον τίτλο του Μητροπολίτη Αναπλίας και Άργους. Τα εισοδήματα του, σημαντικότερα απ’ ό,τι  θα περίμενε κανείς κρίνοντας  από το μέγεθος της επαρχίας, του επιτρέπουν να κατέχει μια αξιοπρεπή θέση ανάμεσα στους ιεράρχες της Πελοποννήσου, όπου η κληρονομιά του Κυρίου ποτίζεται τώρα πλέον μόνο με δάκρυα και με το αίμα των ένδοξων μαρτύρων. 

  

Πηγές 


 

  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1820.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

Read Full Post »