Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φρούρια’

Το φρούριο Γκύκλος


 

Στο συγκρότημα του όρους Αραχναίου Αργολίδας, που από την αρχαιότητα εθεωρείτο σαν πέρασμα για την επικοινωνία της Αργολίδας με την Κορινθία, από τις αρχές της πρώτης Ενετοκρατίας αναγέρθηκαν πολλά φρούρια, μεταξύ των οποίων στην περιοχή του Χελιού [Αραχναίου]  είναι το φρούριο Γκύκλος (πιθανόν Κύκλος). Εκτός από το φρούριο Γκύκλος στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου (Μετόχι) υπάρχουν δύο ακόμα φρούρια το Ξεροκαστέλι και το Πυργούλι στα Ζεγκίλια.

Ερείπια του φρουρίου Γκύκλος.

Τα φρούρια αυτά, καθώς επίσης και οι πύργοι ή και τα οχυρά που βρίσκονται διάσπαρτα στο όρος Αραχναίο είναι αρχαία πολλά δε και μεσαιωνικά και εθεωρούντο σαν θέσεις εποπτεύσεων από τα στρατεύματα των Φράγκων, των Βυζαντινών κ.λπ. που κατά καιρούς κυριαρχούσαν στα μέρη αυτά και αποτελούσαν ακόμη οχυρές θέσεις για την παρεμπόδιση των μετακινήσεων των στρατευμάτων των αντιμαχομένων την εποχή εκείνη.

Το φρούριο Γκύκλος βρίσκεται στο δρόμο που συνδέει απ’ ευθείας το Χέλι [Αραχναίο] με το Λυγουριό. Ξεκινάμε από το χωριό για το Λυγουριό πεζοπορώντας, αφήνουμε αριστερά μας τον παλαιό Βυζαντινό Ναό «Μετόχι» που ήταν το καθολικό της παλαιάς Μονής Ταλαντιου πριν από το 1761 που μεταφέρθηκε αυτή στη νέα θέση και συνεχίζοντας φθάνουμε στην πολύ γνωστή τοποθεσία «Πηλιάρος». Από εκεί ανηφορίζουμε και φθάνουμε στον αυχένα Σκούντι-Αραχναίο για να κατηφορίσουμε από εκεί σε δρόμο όλο στροφές που οδηγεί τελικά στο Λυγουριό.

Αριστερά από τον αυχένα υπάρχει μικρό βραχώδες ύψωμα, όπου επάνω σε αυτό υπάρχουν τα ερείπια ενός φρουρίου που έχει την ονομασία Γκύκλος και περιβάλλεται Νότια και Ανατολικά από βραχώδη έξαρση ενώ το υπόλοιπο τμήμα Βόρεια και Δυτικά περιβάλλεται από τείχος. Το περιμετρικό τείχος του φρουρίου έχει πάχος 1,80 μέτρα και έχει την τεχνοτροπία του Δελαρός δηλαδή είναι ξερολιθοδομή όπου οι δύο όψεις του τείχους είναι κτισμένες με μεγάλες πέτρες και ενδιάμεσα το γέμισμα έχει γίνει με μικρότερες πέτρες. [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Περισσότερες πληροφορίες για το τον τρόπο δομήσεως των φρουρίων της Αργολίδας:  Ιωάννης Ε. Πέππας, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990, σελ. 52-61].

 

Τοπογραφικό σκαρίφημα του φρουρίου Γκύκλος.

 

Το τείχος διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση σε ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων. Εσωτερικά και σε απόσταση επτά περίπου μέτρων από το εξωτερικό τείχος υπήρχε δεύτερο τείχος του ιδίου πάχους και της ιδίας δομής, το οποίον όμως είναι γκρεμισμένο και βρίσκεται σε σωρούς από ερείπια. Μεταξύ των δύο τειχών το επίπεδο είναι γαιώδες, ενώ το τμήμα της επιφανείας του φρουρίου το πέρα και Νότια του εσωτερικού τείχους είναι βραχώδης επιφάνεια. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σαν άκρο του φρουρίου λογίζεται εκεί που η κλίση της βραχώδους επιφάνειας γίνεται απότομη και δεν επιτρέπει στους επιτιθέμενους στο φρούριο να ανέβουν επάνω.

Το φρούριο σύμφωνα με όλα τα στοιχεία είναι οπωσδήποτε Μεσαιωνικό, κτισμένο μεταξύ του 395 μ.Χ. και 1453 μ.Χ., χρονική περίοδος που καλύπτει τον Μεσαίωνα. Από την τεχνοτροπία του, το φρούριο κατά πάσα πιθανότητα να κτίσθηκε από τον Όθωνα Δελαρός, γνωστόν ευπατρίδη από την Βουργουνδία που ηγεμόνευσε στην Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1212-1225) και εξουσίαζε τότε το Άργος, το Ναύπλιο, το Κιβέρι, το Δαμαλά, την Πιάδα και την ευρύτερη περιοχή της, δηλαδή ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Σκοπός του Φρουρίου αυτού ήταν να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό του Σγουρού, Άρχοντα του Ναυπλίου την εποχή που αυτός βρισκόταν στον Ακροκόρινθο και πολεμούσε εναντίον των Φράγκων. Από το φρούριο Γκύκλος μπορούσε να ελεγχθεί η επικοινωνία του Ναυπλίου – Λυγουριού – Οροπεδίου του Αραχναίου – Αγγελοκάστρου – Κορίνθου.

 

Τοποθεσία του φρουρίου Γκύκλος.

 

Παραθέτουμε περιγραφή του ιστορικού της εποχής εκείνης που φανερώνει τον ρόλο που έπαιζε το φρούριο Γκύκλος.

«Πέραν του Αγγελοκάστρου υπήρχαν δύο κύριοι οδικοί άξονες. 1) προς τα λιμάνια του Αργολικού μέσω του αυχένα πάνω από το σημερινό χωριό Σταματαίικα και 2) προς τα λιμάνια του Σαρωνικού μέσω Δήμαινας. Οι Δελαρός απέκοψαν την πρώτη όδευση προς Αργολικό κτίζοντας το Φρούριο Γκύκλου, το οποίον ήταν έτσι κτισμένο για να ελέγχει την επικοινωνία της Κορινθίας με την Αργολίδα μέσω του Οροπεδίου του Χελιού».

Από το φρούριο Γκύκλος φαίνεται προς τα βορειοδυτικά το σημερινό χωριό Αραχναίο και Ανατολικότερα του χωριού η τοποθεσία Φράκια επάνω δε από την τοποθεσία αυτή αυχένας που αποτελεί φυσική δίοδο προς το Αγγελόκαστρο και από εκεί στην υπόλοιπη Κορινθία. Από το ίδιο φρούριο Γκύκλος φαίνεται ο δρόμος Ναυπλίου-Λυγουριού, δεν φαίνεται όμως το Λυγουριό, αλλά φαίνεται το νησάκι Ψηλή στον Αργολικό Κόλπο.

Η περιοχή κοντά στον Γκύκλο προς το μέρος του χωριού Αραχναίου ονομάζεται «Πηλιαρός», άγνωστο από που προέρχεται η ονομασία αυτή. Ολόκληρη η περιοχή του Πηλιαρού είναι μια εύφορη καλλιεργήσιμη έκταση Από τα πολύ παλιά χρόνια υπάρχει εκεί πηγάδι με αρκετό νερό όπως επίσης και εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο που πανηγυρίζει στις 29 Αυγούστου. Επίσης από τα παλιά χρόνια εκεί γίνεται κάθε χρόνο πανηγύρι που πρωτοστατούσαν όλοι οι τσοπάνηδες της περιοχής που πότιζαν τα γιδοπρόβατά τους στο παραπάνω πηγάδι και συγκέντρωνε πάρα πολύ κόσμο από το Λυγουριό και από το Χέλι [Αραχναίο].

Νότια του Γκύκλου και κάτω από το φρούριο εκτείνεται μια μεγάλη αγροτική περιοχή που φέρει το όνομα «Βίλλια» [1] και είναι ορατή από το Φρούριο Γκύκλος. Εκεί υπάρχει επίσης πηγάδι με αρκετό νερό. Ο Γκύκλος το 1364 ήταν στην εξουσία του Νικολάου Ατζεόλη από δε το 1388 περιήλθε στην κατοχή του Θεοδώρου Α. Παλαιολόγου, ο οποίος κατείχε και την Βίλλια. καθώς επίσης και μια άλλη τοποθεσία τη «Βίλιζα» που βρίσκεται Νοτιότερα από τη Βίλλια.

 

Υποσημειώση


 

[1] [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Βίλλια. Η λέξη Βίλλια απαντάται συχνά σε πολλές περιοχές είτε ως Εδαφονύμιο είτε ως όνομα οίκισμού τόσο εντός όσο και εκτός του Ελληνικού χώρου. Στην Ελλάδα απαντάται α) στην Ηπειρο και δη στη Θεσπρωτία ο Αγιος Δονάτος, β) στην Αττική, στη Μεγαρίδα όπου υπάρχουν τα Βίλλια και η Βιλιαρί και στη Λαυρεωτική, όπου υπάρχουν Βίλλια, γ) στην Ηλεία, η Πεύκη και δ) ιδιαίτερα στην Αργολίδα όπου υπάρχουν:

  1. Η Ξεροβίλλια στους ανατολικούς του όρους Φαρμακά (μεταξύ των φρουρίων Φαρμακά και Τζιρίστρας – Ντομακού) εκεί υπάρχουν ενδείξεις (τάφοι) ότι υπήρχε οικισμός.
  1. Στη λεκάνη της Αλέας, βορειότερα της Φρυσούνας, όπου μεγάλη γεωργήσιμη επιφάνεια 1000 στρεμμάτων. Εδώ τα Βίλλια κατέχουν τους νότιους πρόποδες του μικρού όρους Τσούκιζα, όπου τάφοι μαρτυρούν προϋφιστάμενο οικισμό. Επί δε της Τσούκιζας υπάρχουν ενδείξεις (πλήθος από πεσμένες πέτρες) παλαιού οικισμού, πιθανώς της αρχαίας Νεμέας.
  1. Στη περιοχή των αρχαίων Υσιών υπήρχε το παλαιό Σκαφιδάκι, δυτικότερα του οποίου σήμερα υπάρχει ο Ι. ναός της Αγ. Παρασκευής. ΒΑ αυτού του ναού μεγάλη έκταση φέρει την ονομασία «Ξεροβίλλια», ενώ ΝΔ του ίδιου ναού, επί υψώματος, υπάρχει μεσαιωνικό φρούριο. Οι νότιοι πρόποδες αυτού του υψώματος λέγονται Βίλλια.
  1. Χαμηλότερα, κοντά στον αυχένα των κοιλάδων του Ελληνικού (Μπουμπά) και της κοιλάδας Κόκλας υπάρχει ο μικροσυνοικισμός Φακίστρα, βορειότερα της οποίας είναι η Βίλιζα, όπου σώζεται το λίθινο αλώνι, ενώ άφθονα κεραμικά όστρακα μαρτυρούν παλαιό οικισμό.
  1. Οι νότιοι πρόποδες του υψώματος του Γκύκλου, είναι μεγάλη καλλιεργούμενη περιοχή, φέρει την ονομασία Βίλλια. Άλλη δε θέση, νοτιοδυτικά της παραπάνω, ονομαζόμενη Βίλλιζα, συμπληρώνει την κατόπτευση όλου του χώρου έως το Ναύπλιο, και θα μετέδιδε ασφαλώς πληροφορίες στα γειτονικά Βίλλια.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι το οροπέδιο του Αραχναίου κατά τον μεσαίωνα ανήκε σε ξεχωριστό χωροδεσπότη, που ήτο ο δεσπότης του Μυστρά, ενώ η κατοπτευόμενη Ναυπλία άνηκε στους Βενετούς.

Γενικά κατά την περίοδο 1388 – 1394 (τέλος των Ντε Ενγκιέν και απόδοση του Άργους στους Βενετούς) πρέπει να τοποθετηθεί η ίδρυση των πολυπληθών Βιλλίων και Βιλλιζών στην περιοχή της Αργολίδας.

  1. Στην περιοχή Λιμνών αντί της ονομασίας Βίλλια υπάρχει η ονομασία Βιλλιατούρι, που ως τοπωνύμιο αποδίδεται σε κωνοειδές ύψωμα, από την κορυφή του όποιου υπάρχει ανεμπόδιστη θέα των περιοχών. Βιλλιατούρια, υπάρχουν εκτός της Αργολίδας στην Αττική (Κιθαιρώνα, Λαυρεωτική), στην Αιγιαλεία, το νότιο άκρο της νήσου Νάξου (Βιγλατόρι).
  1. Τέλος τοπωνύμιο Βίλλια υπάρχει και στην περιοχή Ερμιονίδας και συγκεκριμένα 3,5χλμ. Α-ΝΑ του συνοικισμού Ηλιόπετρας (Καρακάσι), όπου υπάρχει το φρούριο Ηλιόκαστρου, το όποιο κατά την αρχαιότητα έλεγχε την οδό Τροιζηνίας – Ερμιονίδας (μέσω του αυχένος του όρους των Αδέρων) και όπου τάφοι μαρτυρούν προϋφιστάμενο οικισμό, ενώ 3 χιλιόμετρα ανατολικότερα αυτού υπάρχει η αγροτική περιοχή Βίλλια – Πλεπίου.
  1. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι ο Hahn αναγράφει Βορειοαλβανική πατριά με το όνομα Willja ή Willjai άνηκε στην τέταρτη ομάδα (σημαία) της Μιρδίτας, όμως η πατριά είναι εντελώς άσχετη με τα πολυάριθμα Βίλλια.

Ως γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Βυζαντινή λέξη Βίγλα από τους Αλβανόφωνους μετατράπηκε σε Βίλλια και μ’ αυτή ονόμαζαν κάθε οικισμό των φυλάκων που ήταν προσαρτημένοι σε κάποιο φρούριο, ώστε να είναι η Βίλλια του α’ η β’ φρουρίου].

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

[Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ο συγγραφέας αντλεί της πληροφορίες του από το βιβλίο του Ιωάννου Ε. Πέππα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990, σελ. 255-262].

Read Full Post »

Το φρούριο Λάρισα του Άργους


 

  Το Άργος τον 19o αιώνα [ως θέμα] του παρόντος συνεδρίου έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως για την επιστημονική έρευνα για ό,τι έχει σχέση με την ιστορία της πόλεως και τον πολιτισμό της. Πρώτον, διότι σχετίζεται με την αναγέννηση του Ελληνικού Έθνους κατά τον αιώνα αυτόν ως αποτέλεσμα της επανάστασης του 1821, στην οποία το Άργος έπαιξε βασικό ρόλο[1].

Δεύτερον, διότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους άρχισε η διεπιστημονική έρευνα για το παρελθόν της πόλης με σκοπό να πάρει και η σύγχρονη πόλη του Άργους τη θέση που είχε πάντα ως σημαντικό αστικό κέντρο της Πελοποννήσου για τον διαχρονικό πολιτισμό εν γένει της Ελλάδος, πνευματικά και υλικά (οικονομία).[2]

 

Το ονομαζόμενο φρούριο Λάρισα που δεσπόζει της πόλης, εξεταζόμενο ιδιαίτερα ως μνημείο, που επιβίωσε κατά την ανά τους αιώνες πορεία των κατοίκων του Άργους, συμβολίζει διαχρονικά την επιβίωση και της πόλης, που προστάτευε από τους προϊστορικούς χρόνους, της λατρείας των ειδώλων και των αρχαίων θεών, μέχρι τους μετά Χριστόν αιώνες.[3]

Στα τείχη του φρουρίου και τον περιβάλλοντα χώρο η έρευνα απεκάλυψε ό,τι είχε σχέση: α) με αρχιτεκτονική (στρατιωτικές οχυρώσεις), β) θρησκευτική χρήση, γ) υλικό για σύγκριση με άλλα φρούρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό και δ) γλωσσικά στοιχεία για την εύρεση των κατασκευαστών, μόνιμων κατοίκων η περαστικών κατακτητών[4].

 

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

 

Πιο κάτω παραθέτουμε τα αποτελέσματα των ερευνών, που έγιναν από τον 19o αιώνα μέχρι και τον 20o, με προτάσεις για μία σύγχρονη αξιοποίηση του ευρύτερου χώρου, αφού εκεί πρέπει να καταλήγει κάθε Συνέδριο [5]. Αυτό συμπίπτει και με τα εκατό δέκα χρόνια πολιτιστικής δράσης του ΔΑΝΑΟΥ, ενός Συλλόγου που ανέδειξε με τις δραστηριότητές του το χθες και το σήμερα του Άργους για να ακουμπάμε στο παρελθόν (μελετώντας) να αγγίζουμε το παρόν (ερευνώντας) έτσι, ώστε να οραματιζόμαστε το μέλλον με την αξιοποίηση όσων μας προσφέρει η μελέτη και η έρευνα [6].

 

Το Κάστρο της Λάρισας από ψηλά. Αεροφωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

Από τα ονόματα στα πράγματα

 

Η ιστορική και συγκριτική γλωσσολογία για τα ονόματα Άργος – Αργείοι – Λάρισα μας προσφέρει υλικό για τις σχέσεις των ονομάτων αυτών με αντίστοιχά τους εντός και εκτός της σημερινής Ελλάδος [7]. Με κέντρο τη Βόρειο Ελλάδα διαδόθηκε το Αργείοι ως παράγωγο του Άργους ως ένα από τα ομηρικά ονόματα για τους Έλληνες. Έτσι έχουμε:

1. Άργος Ορεστικόν στη λεκάνη του ποταμού Αλιάκμονα με παράγωγο του Άργους το Argestaeus Campus (αργεσταία πεδιάδα) στον Άνω Αλιάκμονα.

2. Άργος (= Υπέρια) στο νησί των Φαιάκων (Στέφανος Βυζάντιος) που ταυτίζεται με την Κέρκυρα.

3. Άργος Αμφιλοχικόν στη νότιο Ήπειρο, περιοχή Αμφιλοχίας.

4. Άργεις (στον Ησύχιο) στη Βόρειο Θεσσαλία εθνικόν από το Άργος.

5. Άργος Πελασγικόν, όνομα της Θεσσαλικής πεδιάδας κοντά στον Πηνειό (Ιλιάδα) ή κατά τον Στράβωνα και Απολλώνιο της Θεσσαλίας ή κατά τον Ευστάθιο της Λάρισας. Το Πελασγικό προστέθηκε για να το διακρίνει από άλλες πόλεις η περιοχές με το ίδιο όνομα. Άργος Πελασγικό σημαίνει Άργος στην αρχαία περιοχή των Πελασγών.

6. Άργος Ίασον (Οδύσσεια και Σχόλια, Στράβων, Στεφ. Βυζ., Ευστάθιος, Ησύχιος) το σύνηθές του Άργος Αχαϊκόν (από την Ιλιάδα και μετά) είναι το υπό εξέταση Άργος της Αργολίδας με το φρούριο Λάρισα που έδινε το όνομα σε όλη του την περιοχή, αλλά και σ’ όλη την Πελοπόννησο.

Αντίστροφο παράγωγο είναι το Ιωνικόν Άργος από το Ιάσι < La Fασι πληθυντικός από το Lά(f)ονες, δηλαδή το Άργος στην περιοχή των Ιώνων που μπορούμε να το συγκρίνουμε με παρόμοια όπως Άργος το εν Ορεστεία (Ορεστικόν) και Άργος εν τω Ιονίω (= Ίππιον στην Απουλία της Ιταλίας).

[Αρχικά η πόλη είχε το προελληνικό όνομα Λάρισ(σ)α όταν κατακτήθηκε από τους Έλληνες[8] ενώ η Πελοπόννησος ονομάσθηκε Άργος, γνώμη Γεκοργκέφ]. Οι Ίωνες ήταν οι πρώτοι Έλληνες στην Πελοπόννησο και κατ’ αρχάς η πόλη ονομάσθηκε Άργος Ίασον (Ιωνικόν Άργος) και όταν αργότερα κατακτήθηκε από τους Αχαιούς (Αργείους και Δαναούς) ονομάσθηκε Άργος Αχαϊκόν Αργεία (χώρα).

7. Άργος, πόλη στην περιοχή της Τροιζήνας (Στεφ. Βυζ.) στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο.

8. Άργος, πόλη στο νησί Νίσυρος (Στεφ. Βυζ.).

9. Άργος, πόλη στην Καρία (Στεφ. Βυζ.).

10. Άργος = Αργειόπολις, πόλη στην Κιλικία (Στεφ. Βυζ.).

Από τη γεωγραφική διάδοση του τοπωνυμίου Άργος και του εθνικού Αργείοι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Βορειοδυτική Ελλάδα είναι η αρχική χώρα προέλευσης των Αργείων, (όρος Χάων στην Ήπειρο και Αργολίδα). Από εκεί κατά την 3η χιλιετηρίδα η στις αρχές της 2ης οι Αργείοι κατέκτησαν την περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία (νότια του Πηνειού) που πριν κατοικούσαν οι Πελασγοί και πιθανώς ονομαζόταν η περιοχή Πελασγία. Αυτή άλλαξε σε Άργος (Πελασγικόν) και από την φυλή των Θεσσαλών έγινε αργότερα Θεσσαλία.

Έτσι σχηματίστηκε μια φυλετική συμμαχία (Τρίφυλος) μεταξύ των Αργείων, του πληθυσμού του Άργους Πελασγικού (Βόρειος Θεσσαλία) των Αχαιών, του πληθυσμού της Αχαΐας (Αχαΐα Φθιώτης, στη νότιο Θεσσαλία) και των Δαναών (Βλ. το όνομα Απιδανός ποταμός της περιοχής που ονομάστηκε αργότερα Θεσσαλιώτις) [από το απα = νερό και δαν = ποταμός] και Δαναός = ποταμήσιος) [9]. Γι’ αυτό ο Όμηρος αποδίδει στους Έλληνες τρία ονόματα: Αργείοι, Αχαιοί ή Δαναοί.

Οι Ίωνες που πιθανώς κατοικούσαν στην περιοχή του ποταμού Ίων (ΒΔ Θεσσαλοί) πιεζόμενοι από τους Αργείους προχώρησαν προς το νότο και κατέκτησαν την Αονία (Βοιωτία) και την Πελοπόννησο (Άργος Ίασον). Οι Αργείοι, Αχαιοί, Δαναοί από τη Θεσσαλία κατέκτησαν την Πελοπόννησο και το Άργος Ίασον ονομάστηκε τότε Άργος Αχαϊκόν. Στο δεύτερο μισό της 2ης χιλιετηρίδας οι Αργείοι, Αχαιοί, Δαναοί έκαναν αποικίες στη ΝΔ. και Ν. ακτή της Μικράς Ασίας και την Κύπρο.

Οι Χετταίοι τους ονόμαζαν τότε Αχχιγιάβα (Αχαιfοί) (από το Αχαιf-ία η χώρα των Αχαιfοί) και Αrzαννα (Αrzaννα) που υποκρύπτει τον υστεροΜυκηναϊκό (Κυπριακό) τύπο Άρζει fα η χώρα των Αργείων παράγωγο του Αργεεύς (κάτοικος του Άργους).

Στα Λατινικά διατηρήθηκε ως Argivi κάτοικοι της Αργείας (η χώρα των Αργείων) ενώ ίχνη των αποικιών των Αργείων στη Μικρά Ασία είναι το Άργος της Καρίας και η Αργειόπολις της Κιλικίας.

Το τοπωνύμιο Άργος (λευκή πόλις) σχετίζεται με το επίθετο αργής (λαμπρός, λευκός, απαστράπτων) που απαντά συχνά στα Ελληνικά τοπωνύμια, όπως Άργιον (το όρος) το βουνό και το αρχαιότερο όνομα για τις Μυκήνες Άργεννον, που ως ακρωτήριο της Ιωνίας μετονομάστηκε το μεσαίωνα σε Λευκό ακρωτήριο.

Λάρισα είναι το όνομα οκτώ πόλεων στη Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Αττική, Άργος και στην Κρήτη. (Μπορεί να παραβληθεί με το Λάρισσος όνομα ποταμού στην Αχαΐα και Λαρισαίαι Πέτραι βράχοι στο νησί Λέσβος, ενώ από το λάας = λίθος (λαύρον = μέταλλον αργύρου παρά Αθηναίοις (Ησύ-χιος) (πρβ. Λαύριον, όπου ορυχεία αργύρου) και το Άργος με το argentum (Λατ. άργυρος).

Έχουμε λοιπόν μία σημασιολογική ταύτιση Άργους (λευκός) και άργυρος (ασήμι ως λευκό) με τη Λάρισα ως φρούριο να δεσπόζει σε βραχώδη λόφο, πράγμα που επαληθεύει άλλη μία φορά τη φράση του Πλάτωνος (από το διάλογο Κρατύλος) «ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα» (= όποιος θα γνωρίσει τα ονόματα, θα μάθει και τα πράγματα).

 

Το Κάστρο της Λάρισας από ψηλά. Αεροφωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

Σταθμοί της ιστορίας της Λάρισας

 

Η λέξη κάστρο εισήχθη από τη λατινική (ρωμαϊκή) στην ελληνική με αρχική σημασία της το οχυρωμένο στρατόπεδο[10] (castra-οrum). Πήρε τη θέση των λέξεων οχυρόν, φρούριον, και με τη διαρκή χρήση της στη Βυζαντινή εποχή φτάνει μέχρι σήμερα.

Στην τοιχοδομία του φρουρίου Λάρισα βρίσκουμε μυκηναϊκά στοιχεία, αρχαϊκά (6ος αιώνας), κλασικά του 5ου αιώνα, Βυζαντινά, φραγκικά, ενετικά, τουρκικά. Όλα αυτά δεν άλλαξαν το γενικό του σχήμα και σχέδιο κατασκευής πράγμα που αποδεικνύει ότι έγινε διαχρονικά το φυσικό επιστέγασμα της οχύρωσης του Άργους, ως ακρόπολή του, έτσι ώστε η ιστορία της πόλης να ταυτίζεται με την τύχη του φρουρίου αυτού [11].

Βρίσκεται στον ψηλότερο από τους δύο λόφους 289 μ. που ορίζουν προς Δ. και Β. το Άργος με ισοπεδωμένη την κορφή μήκους 200 μ. και για λόγους μίας άμυνας «εις βάθος» έχει εσωτερικό φρούριο μήκους 7μ. στον κεντρικό χώρο. Μπορεί να συγκριθεί στο σημείο αυτό με το εσωτερικό φρούριο στο κάστρο Χλεμούτσι της Ηλείας [12] και της Πάτρας.

 

Το κάστρο του Άργους, W. Lindon 1856.

 

Παραλληλίζοντας την ιστορία του Άργους και της Λάρισας βρίσκουμε στα διαφορετικά οικοδομικά υλικά κατά εποχές και τους σταθμούς στη μακραίωνη ιστορία του Άργους. Τα μυκηναϊκά κατάλοιπα έχουν ενσωματωθεί στα μεταγενέστερα τείχη που χαρακτηρίζονται: α) αρχαϊκά 6ος αι. π.Χ. και β) κλασσικά 5ος στη Βόρεια, ανατολική και βορειοδυτική πλευρά. Χρησιμοποιούνται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (αρχίζει με την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ.) και κατά την ακόλουθη Βυζαντινή από τον 4ο μ.Χ. αι.

Ο Λέων Σγουρός καταλαμβάνει το κάστρο το 1203 ένα χρόνο πριν από τη Φραγκοκρατία 1204 και ο Θεόδωρος Άγγελος το 1210 για να καταληφθεί τα επόμενα χρόνια 1212-1381 από τους Φράγκους που έχουν ιδρύσει με τους Βιλλεαρδουΐνους το Πριγκηπάτο του Μορέως με έδρα την Ηλεία (Ανδραβίδα) [13].

Το 1389 το κατέχει ο Θεόδωρος Ά  Παλαιολόγος μέχρι το 1394 που καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Μέχρι τότε έγιναν οι μεγαλύτερες αλλαγές στα αρχαία του τείχη που αντικαταστάθηκαν με μεσαιωνικές κατασκευές και με φραγκικές προσθήκες τον 13ο αι. και μετά. Το 1397-1463 έχουμε ανανέωση οχυρωματική από τους Βενετούς κατά την πρώτη περίοδο της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.

Το 1463-1686 καταλαμβάνεται από τους Τούρκους την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (μετά την Άλωση της Πόλης το 1453). Μετά τη νίκη των Βενετών ανακαταλαμβάνεται το 1686 – 1715 στη Β’ Ενετοκρατία για να καταληφθεί πάλι από τους Τούρκους το 1715 που κράτησαν το φρούριο μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.

Από τότε αρχίζει με την έρευνα να «ξεκαθαρίζει» η οικοδομική ιστορία της Λάρισας και να βρίσκονται μνημεία και ενδείξεις όλων των προηγούμενων του 19ου αιώνα εποχών όπως: τα θεμέλια του ναού του Διός Λαρισαίου και της Αθηνάς Πολιάδος. Στην ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κάστρο έχει χρησιμοποιηθεί αρχαίο οικοδομικό υλικό [14].

Υπάρχουν δεξαμενές για αλλαγή του νερού των βροχών, η μία σκαλισμένη στο Βράχο. Το αρχαίο ιερό της Ήρας Ακραίας στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου έχει πιθανώς τη θέση του μοναστηριού της Παναγίας Κατακεκρυμμένης ή του Βράχου. Σήμερα διαθέτουμε μία ευρεία βιβλιογραφία για τα κάστρα που ανήκουν χρονολογικά στις διάφορες εποχές στις οποίες ανήκαν τμήματα του φρουρίου Λάρισα. Μπορεί να αναπαρασταθεί το φρούριο στις διάφορες εποχές του και να εντοπισθούν καταστροφές που έγιναν όχι από τους πολιορκητές του, αλλά από σύγχρονους ανασκαφείς για την εύρεση παλαιοτέρων στρωμάτων[15].

Υπάρχει έτσι περιθώριο για επιδιορθώσεις, αναστηλώσεις και χρήση του χώρου που συγκινεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους επισκέπτες οι οποίοι αναζητούν μνημεία που σχετίζονται με την ιστορία της Δύσης (Φράγκων, Σταυροφόρων – Βενετών). Αυτό συμβαίνει και λόγω της πλούσιας λογοτεχνίας που επικεντρώνεται στην ιστορία των κάστρων και απαρχή της είναι οι ιστορίες των ιπποτών, τροβαδούρων, σταυροφόρων όπως κυρίως διαδόθηκαν με τις μεσαιωνικές μυθιστορίες, ποιήματα και όσα αναβίωσαν με το ρομαντισμό στη λογοτεχνία των δυτικών κρατών [16] και της Ελλάδος.

Η σύγχρονη χρήση του φρουρίου της Πάτρας (εσωτερική αυλή) και της Κυλλήνης (Χλεμούτσι) για παραστάσεις είναι πόλος έλξεως τουριστικής, αλλά και τοπικών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ίσως με την αξιοποίηση των περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων[17] για τη Λάρισα και το Άργος, όπως έγινε με τα πιο πάνω κάστρα, αξιοποιηθούν και οι κόποι των ειδικών ερευνητών (ιστορικών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων) για την «ειρηνική» αντιμετώπιση του φρουρίου της Λάρισας. Ενός φρουρίου που ατενίζει από ψηλά την πανέμορφη γη της Αργολίδας ως σύμβολο της ιστορικής μνήμης της πόλεως του Άργους, την οποία υπηρετεί τα τελευταία 110 χρόνια ανελλιπώς ο ιστορικός της Σύλλογος «ΔΑΝΑΟΣ».

 

Γεώργιος Ντελόπουλος

Ιστορικός, Γλωσσολόγος, τ. ερευνητής Ακαδημίας Αθηνών.

Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.

Σχετικά θέματα:

Υποσημειώσεις

 

[1] Βλ. λήμμα ΑΡΓΟΣ – ΛΑΡΙΣΑ στον 14ο τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών και στο Αρχείο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού (ΚΕΙΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών.

[2] Βλ. λήμμα ΑΡΓΟΣ – ΑΡΓΟΛΙΔΑ στην Εγκ. ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ – πνευματική κίνηση – προϊόντα και ΕΛΛΑΣ, Μορφωτική Εταιρεία. Αθήναι 1959.

[3] Παράβαλε τη γιορτή με τα πορτοκάλια (22 Νοεμβρίου) με την αρχαία γιορτή με τα αχλάδια «Βαλαχράδες» (Πλούταρχος).

[4] Βλ. – Andrews Kevin, Castles of the Morea. Princeton 1963.

– Ι. Σφηκόπουλος, Τα Μεσαιωνικά Κάστρα του Μοριά. Αθήναι 1968.

– W. Leake, Travels in the Morea, London 1835, B’. Ansterdam 1967, τ.2, σελ. 400.

– A. Bon, «A propos des chatfeaux de plan polygonal», Rev. Arch., 28, 1947.

[5] Πρβ. προτάσεις μου στην ανακοίνωση, Γ. Ντελόπουλος, «Το Άργος εις την αγγλική Βιβλιογραφία», Πρακτικά Πρώτου Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, εκδ. ετ. Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1976 με του παρόντος Συνεδρίου για α) έκδοση Ιστορικού Λεξικού του Άργους (πρότυπό του το ιστ. Λεξ. των Πατρών του Κ. Τριανταφύλλου) και β) Εισαγωγή της αργολικής βιβλιογραφίας στη δημόσια εκπαίδευση για παραδείγματα κατά μάθημα θεωρητικών και θετικών σπουδών (Βλ. για πρότυπο τα Πρακτικά Συνεδρίου ΠΥΛΟΣ 1998. Αθήνα, Δ. Παπαδήμας, 2000) και Γ. Ντελόπουλος, «Βελεστίνο και Εκπαίδευση», Πρακτικά Συνεδρίου ΥΠΕΡΕΙΑ, τομ. Δ . Αθήνα 2008.

[6] Βλ. εκδ. για το Άργος του Συλλόγου ΔΑΝΑΟΣ.

[7] Βλ. Vladimir I. Georgiev, Introduction to the History of the Indoeuropean Languages, Sofia 1981, σ. 162–164.

[8] Ο Βούλγαρος Συμεών (9ος αι. μ.Χ.) ονομάσθηκε «ημιαργείος (κατά το ήμισυ έλληνας), επειδή είχε ελληνική παιδεία (από τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη). Αντίθετες γνώμες για άνοδο των νοτίων αντί της καθόδου βορείων φύλων βλ. Α. Πουλιανός, Η καταγωγή των Ελλήνων. Αθήνα 1956 για την ερμηνεία της επανόδου των Ηρακλειδών στην Αργολίδα από το Βορρά, όπου Ορεστικόν – Ορέστης σημαίνει ορεινό – ορεινός (εκ του όρος).

[9] Η ρίζα ΔΑΝ ως ενδεικτικό ποταμού απαντά σε πολλά υδρωνύμια του Ευρωπαϊκού – Μεσογειακού χώρου Δαν-ακός (Σύρος) Δανούβιος, Ηριδαν-ός Αττική) Δανούβιος > Δούναβις – Δον – Ιορδάν-ης.

[10] Με τους Ρωμαίους έφθασε ως την Αγγλία, όπου το castra έγινε chester σε καταλήξεις πόλεως που είχαν ρωμαϊκά στρατόπεδα όπως: Manchester, Colchester Winchester.

[11] Βλ. Ν. Παπαχατζής, Κορινθιακά, Λακωνικά, εις Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις. Αθήνα, εκδοτική Αθηνών, 1976, σ. 174.

[12] Βλ. Γ. Ντελόπουλος, «Δυτικά πρότυπα των κάστρων της Ηλείας», Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών. Αθήναι 1980, σ. 149-158.

[13] Στο Χρονικό του Μορέως, 2084–2088, εκδ. Καλονάρος αναφέρεται ως ένα από τα ισχυρότερα κάστρα του Μοριά για τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο.

 «Τέσσερα κάστρα αφέντη μας

σε λείπουσιν ακόμη·

το πρώτο ένι η Κόρινθος, το δεύτερο

το Ανάπλιν,

το τρίτον ένι η Μονοβασιά, το

τέταρτο το Άργος·

πολλά είν’ τα κάστρα δυνατά

καλά σωταρχισμένα,

Με πόλεμον ούχ ημπορείς

ποτέ σου να τα επάρης».

[14] Είναι ακόμη εμφανές σε εξωτερικούς τοίχους Βλ. Εικονογράφηση ένθ. άν. Παπαχατζή.

[15] Ο A. Bon σημειώνει για αλόγιστες ανασκαφές χωρίς να έχουν ληφθεί μέτρα συντήρησης. Βλ. Αρχαιολογικόν Δελτίον 29 (1973 –74) 101-505.

[16] Βλ. τα κάστρα στην Ελληνική και ξένη (δυτική) λογοτεχνία όπως:

– Α. Δουμά (πατρός) Ο πύργος της Νέσλ (1832).

– Κ. Ουράνης, Ταξίδια στην Ελλάδα.

– Α. Τερζάκη, Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ μυθιστόρημα.

– Ν. Καζαντζάκη, «Τοπία και κάστρα του Μοριά», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960.

[17] Αυτή η τάση αξιοποίησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διατήρηση- συντήρησης όλων των ιστορικών αρχιτεκτονικών στοιχείων των διασωθέντων κάστρων όπως έχουν καταγραφεί σε ειδικά Συνέδρια που έγιναν κατά καιρούς στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Βλ. σχετική βιβλιογραφία εις G. Dimitrocallis – N. Moutsopoulos, «Bibliographie principale de chateaux–forts de la Grece», Τεχνικά Χρονικά, Φεβρουάριος, τεύχος 500, Αθήναι 1968 και την από τότε μέχρι σήμερα (2006) στα αντίστοιχα κάστρα Ελλάδος, Ιταλίας, Γαλλίας στο διαδίκτυο και στο Κέντρο Τεκμηρίωσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), Αθήνα.

Read Full Post »

Μπούρτζι – Ο Θαλασσόπυργος του Ναυπλίου


 

Ένα μικρό κάστρο στην αγκαλιά του Ναυπλίου. Σήμα και σύμβολο του.  Στα χρόνια της Ενετοκρατίας (1389-1540) και μάλιστα το 1473 ο μηχανικός Antonio Gambello έλαβε εντολή από τον Προβλεπτή της πόλης Pasqualigo, να οχυρώσει το νησί. Στον πύργο που έκτισαν τοποθέτησαν πυροβόλα. Η  πόλη αρματώθηκε καλά. Τα πυροβόλα του νησιού και τα κανόνια της περιοχής «πέντε αδέλφια» διασφάλιζαν την πόλη από επιδρομές ή επιθέσεις από την μεριά της θάλασσας. Το νησί πήρε το όνομα Μπούρτζι. Πρόκειται μάλλον για Τουρκοαραβική λέξη που σημαίνει φρούριο, κάστρο.

 

Ναύπλιο, Μπούρτζι.

 

Οχυρωματικά έργα έγιναν και κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετικής κυριαρχίας. Ορθώθηκε πύργος με περίβολο και προμαχώνες. Ο Μοροζίνης, αφού  κατάσφαξε τους Τούρκους υπερασπιστές του, το κατέλαβε και πάλι το 1686. Το νησάκι το αποκαλούσαν και Castello dello soglio και το λιμάνι Porto Cadena, λιμάνι της αλυσίδας. Μια βαριά αλυσίδα απλωνόταν την νύχτα από το Μπούρτζι μέχρι την στεριά και έκλεινε με ασφάλεια την θαλασσινή είσοδο στο Ναύπλιο. Αργότερα, στα χρόνια της ελληνικής εξέγερσης συνηθιζόταν να το λένε Καστέλλι ή θαλασσόπυργο. Μετά από δύο πολιορκίες, την πρώτη υπό την καθοδήγηση και το σχέδιο του Γάλλου Φιλέλληνα Βουτιέ, παραδόθηκε τελικά στους Έλληνες στις 18 Ιουνίου 1822.

 

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

Το Μπούρτζι, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά την πολιορκία του Ναυπλίου, γιατί οι Έλληνες χτυπούσαν με τα πυροβόλα του τα κάστρα του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας, της γνωστής τότε ως Ιτς Καλέ. Εκεί, κατέφυγε και η Ελληνική Κυβέρνηση δύο φορές το 1826, λόγω των γεγονότων εκείνης της χρονιάς.

 

Μπούρτζι, ελαιογραφία του Karl von Heideck (Εϊδεκ Κάρολος Γουλιέλμος). Μόναχο περίπου, 1837.

 

Ως Φρούριο λειτούργησε μέχρι το 1865. Μετά, έγινε η κατοικία των δημίων της γκιλοτίνας, γιατί ο λαός του Ναυπλίου δεν επιθυμούσε την συνύπαρξη μαζί τους, αλλά και διότι οι δήμιοι κατά κανόνα ήταν κατάδικοι. Το κάστρο προστάτευαν 4 στρατιώτες και ένας επικεφαλής Υπαξιωματικός. Η καρμανιόλα στηνόταν κάθε φορά που υπήρχε τέτοια ανάγκη στο περίφημο Αλωνάκι, νότια των φυλακών του Παλαμηδιού και κοντά στον Άγιο Ανδρέα. Όταν ήρθε η καρμανιόλα από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε ένας δήμιος. Έφυγε όμως πολύ γρήγορα για την πατρίδα του γιατί οι πολίτες του Ναυπλίου τον αντιμετώπιζαν με μίσος και ιδιαιτέρως προσβλητική συμπεριφορά. Άρχιζαν οι άγριες μέρες των καρατομήσεων. Το Παλαμήδι, το Ιτς-καλέ και το Μπούρτζι, θα γίνουν σημείο αναφοράς δυστυχίας και πόνου για εκείνους που ο Νόμος έπεφτε βαρύς. 

 

Το λιμάνι του Ναυπλίου, στο βάθος το Μπούρτζι, 1928.

 

Το 1950 το Μπούρτζι πρωτολειτούργησε ως Ξενοδοχείο. Φιλοξένησε σπουδαίες και διάσημες προσωπικότητες.  Κατόπιν, μεταβλήθηκε σε ωραιότατο εστιατόριο και αργότερα σε καφετερία. Σήμερα, ο χώρος είναι επισκέψιμος με βαρκάκια που ξεκινούν από την παραλία του Ναυπλίου, ενώ το καλοκαίρι οργανώνονται καλλιτεχνικές ή άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »