Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φωτάκος’

Βαλτέτσι 1821 – Δοξασίες και ψυχολογία των πολεμιστών | Κώστας Ρωμαίος, Καθηγητής  Πανεπιστημίου – Ακαδημαϊκός


 

Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος, πασίγνωστος ιδίως με το βαπτιστικό του όνομα ως Φωτάκος, είναι γνωστό ότι από την αρχή της Επαναστάσεως του 1821 υπήρξε αφοσιωμένος υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και ότι αρκετούς χρόνους, μετά το τέλος της Επαναστάσεως, συνέγραψε εκτενή Απομνημονεύματα που έχουν εκδοθεί σε δύο τόμους [1]. Εκείνο όμως, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι ότι ο Φωτάκος, ακριβώς επειδή ασχολείται πολύ συχνά με πολλές και μικρές λεπτομέρειες για πρόσωπα και γεγονότα του πολέμου, αναδεικνύεται – παράλληλα με την εξαίρετη ιστορική άξια των Απομνημονευμάτων του – και ως μία αξιόλογη λαογραφική πηγή. Γενικά για τον λαϊκό πολιτισμό της εποχής του 1821, τόσο τον σχετικό με τον υλικό βίο όσο και με τον κοινωνικό και ιδιαίτερα τον πνευματικό βίο του λαού, ο Φωτάκος γίνεται με το βιβλίο του πολύτιμος.

 

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος. Προτομή στο χωριό Μαγουλιανά.

 

Από το πλούσιο υλικό των πληροφοριών του Φωτάκου, έχω διαλέξει να ασχοληθώ μόνο με το στρατόπεδο που συνεστήθη στο Βαλτέτσι, για να οργανωθεί αποτελεσματικότερα η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Τα χρονικά όρια των γεγονότων εκείνων περιορίζονται μεταξύ της 16 Απριλίου και της 13 Μαΐου 1821. Άλλα και πάλι, από το ποικίλο υλικό των πληροφοριών του Φωτάκου διάλεξα να εξετάσω τώρα μόνο τρία περιστατικά, με τα όποια δεν έχω ύπ’ όψη μου να έχει ασχοληθεί έως σήμερα άλλος ερευνητής της ελληνικής λαογραφίας.

Αναφέρονται τα τρία αυτά προβλήματα στα έξης περιστατικά: 1) Στο ότι οι Μανιάτες στο Βαλτέτσι με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να μετρηθούν, και ας επρόκειτο για διαταγή του Κολοκοτρώνη. 2) Στο ότι οι Έλληνες στρατιώτες, μόλις αντίκρισαν τα κατακρεουργημένα κορμιά των συναδέλφων τους, που είχαν πριν από λίγη ώρα σφαγή από τους Τούρκους, έστεκαν κίτρινοι από τον φόβο τους και δεν τολμούσαν να τα εγγίσουν και να τα θάψουν. Και 3) στο ότι μπροστά από το στρατιωτικό τμήμα του Κολοκοτρώνη, που ξεκίνησε από το Χρυσοβίτσι και έσπευδε στη μάχη, ξεπετάχτηκαν ξαφνικά τρεις λαγοί, που όμως τους έπιασαν ζωντανούς.

A

Η καταμέτρηση του στρατού στο Βαλτέτσι

 

Τον Απρίλιο του 1821 ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να οργάνωση στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, ώστε να αρχίσει στενότερη την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Φωτάκος και πολλοί άλλοι ξεκίνησαν στις 16 Απριλίου από το Διάσελο της Αλωνίσταινας, όπου είχαν στρατόπεδο, και επήγαν στο Βαλτέτσι.

Στις 23 Απριλίου άρχισε εκεί μια συστηματική καταμέτρηση όλων όσοι ήσαν παρόντες. Σκοπός γι’ αυτό το μέτρημα ήταν να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των στρατιωτών, για να οργανωθεί αντίστοιχα καλύτερος ο επισιτισμός τους. Ξαφνικά όμως σ’ αύτη την καταμέτρηση αρνήθηκαν να πάρουν μέρος οι Μανιάτες, κυρίως οι απλοί στρατιώτες. Τελικά όμως αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν και να δεχθούν την καταμέτρηση, επειδή αλλιώς ο Κολοκοτρώνης δεν επρόκειτο να τους συμπεριλάβει στον κατάλογο των δικαιούχων για τροφοδοσία. Η σχετική μαρτυρία του Φωτάκου έχει ως έξης: «Την περασμένην ημέραν (δηλαδή την πριν από τη μάχη και τη διάλυση του στρατοπέδου, η οποία έγινε στις 24 Απριλίου) εμετρήθημεν όλοι οι ευρεθέντες εκεί και ήμεθα υπέρ τας δύο ήμισυ χιλιάδες στρατιώται. Εις αυτήν μάλιστα την καταμέτρηοιν έναντιωθησαν οι άπλοι Μανιαται στρατιώται και δεν ήθελαν να μετρηθούν, διότι το είχαν κακόν, άλλ’ εβιάσθηοαν να δεχθούν την καταμέτρησιν, διότι δεν ήθελεν ο Κολοκοτρώνης να τους δώση τροφήν (ταΐνι)»[2].

Την επομένη ημέρα μετά την καταμέτρηση, επετέθησαν εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι περίπου 9 χιλιάδες Τούρκοι, πεζικό και ιππικό, που βγήκαν από την Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι κυρίευαν το χωριό Βαλτέτσι και οι Έλληνες απωθήθηκαν βορεινά, προς το δρόμο που οδηγούσε στο μικρό χωριό Αραχαμίτες που βρίσκεται κοντά στην σημερινή Ασέα.

Μαυρομιχάλης Κωνσταντίνος, ελαιογραφία, Ελένη Προσαλέντη, 1899, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Εκεί στο δρόμο, έξω από το Βαλτέτσι και βορεινά του χωριού, σταμάτησαν οι Καπεταναίοι και πολέμησαν μόνοι τους, αναγκάζοντας έτσι τους Τούρκους να μην προχωρήσουν πιο πέρα. Αν δεν είχαν επιχειρήσει αύτη την αντίδραση οι Καπεταναίοι, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να πιάσουν οι Τούρκοι αιχμάλωτο τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον αρχηγό των Μανιατών. Εξ άλλου από την πλευρά τους οι Μανιάτες, που δείλιασαν και δεν έμειναν να πολεμήσουν (όπως ήξεραν και μπορούσαν να πολεμούν), γόγγυζαν εναντίον του Κολοκοτρώνη, λέγοντας ότι εκείνος έφταιγε που τους ανάγκασε να μετρηθούν, και για τούτο οι Τούρκοι τους έκαμαν μάγια και εκείνοι δείλιασαν και δεν σταμάτησαν να πολεμήσουν.

Η σχετική μαρτυρία του Φωτάκου έχει ως έξης: «Την άλλην ημέραν (24 Απριλίου) μετά την καταμέτρησιν… ήρθαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς έως 9 χιλιάδες πεζοί και καβαλαραϊοι και αφού μας εκυνήγησαν, εγόγγυσαν κατά του Κολοκοτρώνη οι Μανιάται και έλεγαν ότι εξ αιτίας όπου εμετρήθησαν τους εμάγευσαν οι Τούρκοι και ως εκ τούτον εδειλίασαν και δεν εστάθησαν εις τον πόλεμον. Οι Τούρκοι μας επήραν το χωρίον Βαλτέτσι και μας έσπρωξαν κατά το βορεινόν μέρος σιμά τον χωριού, όπου είναι ο δρόμος των Αραχαμιτών εκεί επολέμησαν μόνοι των οι μεγάλοι Καπεταναΐοι και τους εσταμάτησαν άλλως επίαναν ζωντανόν τον Κυριακούλην»[3].

Η συμπεριφορά των Μανιατών είναι φυσικό να μας φαίνεται τουλάχιστον περίεργη. Επιβάλλεται όμως να την προσέξουμε πιο πολύ και να αναζητήσουμε να την ερμηνεύσουμε.

Είναι γνωστό ότι ακόμη και σήμερα οι Έλληνες βοσκοί, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αποφεύγουν να μετρούν τα πρόβατα ή τα γίδια της στάνης τους, και κυρίως αποφεύγουν συστηματικά να ανακοινώνουν σε άλλους τον ακριβή αριθμό των ζώων τους. «Το έχουν για κακό», όπως γράφει και ο Φωτάκος για τους Μανιάτες. Για τούτο, οσάκις κάποιος τρίτος, ανίδεος από την ψυχολογία των βοσκών, ερώτηση κάποιον τσοπάνη πόσα είναι τα πρόβατά του, εκείνος αποφεύγει να αναφέρει αριθμό. Συνηθισμένη απάντηση του είναι: «Δεν ξέρω» η αλλιώς: «Πόσα είναι; Όσα είναι».

Πιστεύουν οι βοσκοί ότι, αν μετρήσουν τα ζώα της στάνης τους, τότε αυτά κινδυνεύουν να υποστούν άμεση καταστροφή. Είναι γνωστή η φράση: «Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος». Πρόκειται αρχικά για ένα ποιμενικό γνωμικό ολοκληρωτικής λαϊκής αποδοχής, που γρήγορα έπειτα έγινε πανελλήνια παροιμία. Η άποψη, που υποστηρίζεται μ’ αυτό το γνωμικό, μπορεί να διατυπωθεί: Αν δεν μετρήσεις τα ζώα της στάνης σου, αυτά όχι μόνο δεν κινδυνεύουν άλλα και θα πληθύνονται συνεχώς. Αν όμως τα μετράς, εκείνα κινδυνεύουν άμεσα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχει ανάλογη δοξασία ανάμεσα και στους χαρτοπαίκτες. Εάν ένας κερδίζει και το παιγνίδι συνεχίζεται, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να μετρήσει πόσα κερδίζει, γιατί πιστεύει – και πιστεύουν και οι άλλοι – ότι όσο δεν τα μετράει, τόσο η ευνοϊκή τύχη θα εξακολουθεί και τα κέρδη θα αυξάνονται και θα πληθύνονται, ενώ αν κάμει το μεγάλο λάθος να τα μετρήσει, από εκεί και πέρα η καλή τύχη σταματάει και η χασούρα αρχίζει να κυριαρχεί. Και τότε, τα μετρημένα δεν τα τρώει μόνο ο λύκος, άλλα και τα ενθυλακώνει ο αντίπαλος χαρτοπαίκτης.

Ακόμη και σχετικά με τα παιδιά μίας οικογένειας, παλαιότερα δεν ήθελαν οι γονείς να ανακοινώνουν σε άγνωστους και τρίτους, πόσα είναι. «Πόσα παιδιά έχεις; – Όσα έχει δώσει ο Θεός!» απαντούσαν.

Ζεύγος ποιμένων στην Αρκαδία, C. Delort, D΄ Apres M. H. Belle, 1879.

Πίσω από αυτά τα έθιμα κρύβεται η λαϊκή δοξασία ότι καταμετρώντας κάποιο πλήθος, το περιχαρακώνεις, το εξουσιάζεις και το κάνεις ευπαθέστερο. Γι’ αυτό αν θέλεις να παραμένει εκείνο ισχυρό, (οτιδήποτε είναι που χρειάζεται προστασία, αύξηση και μεγάλωμα, όπως είναι ζώα, παιδιά, χρήματα, καρποφόρα δέντρα), οφείλεις να αποφεύγεις την καταμέτρηση τους [4]. Ούτε πρέπει να ανακοινώνεις σε άλλους τον ακριβή αριθμό των πραγμάτων που έχεις. Εκείνος που θα πληροφορηθεί τον ακριβή αριθμό των ζώων μίας στάνης, είναι σα να έχει γίνει ο μαγικός κάτοχος της στάνης. ’Εάν δηλαδή ακουστή ο αριθμός των ζώων της στάνης, τούτο ισοδυναμεί ως να έχει κοινολογηθεί ήδη το σπουδαίο μυστικό και ως να έχει μάθει τούτο ακόμη και ο λύκος, στον οποίο άλλωστε είναι γνωστό ότι του απεδίδοντο δαιμονικές ιδιότητες. ’Ακόμη και για τα παιδιά της οικογένειας, ο αριθμός τους έπρεπε να παραμένει μυστικός για τους ξένους, επειδή και εκείνοι, γινόμενοι κάτοχοι του αριθμού, είναι σα να αποκτούν αντίστοιχα τη δυνατότητα να βλάψουν. Ποικίλη μαγική ενέργεια στο μέλλον θα είναι πολύ εύκολο να κατευθύνεται εναντίον του συγκεκριμένου εκείνου αριθμού.

Συγκεντρωμένοι συνεπώς για πρώτη φορά οι Μανιάτες στις 23 Απριλίου του 1821 στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου, – στην πρώτη τους πολεμική έξοδο από τη Μάνη και πριν καλά-καλά συμπληρωθεί μήνας από την επίσημη κήρυξη της Επαναστάσεως – μετέφεραν μαζί τους έντονες όλες τις δοξασίες τους, που μάλιστα γίνονταν ισχυρότερες μπροστά στο αβέβαιο του πολεμικού κινδύνου. Είναι για τούτο δικαιολογημένοι, διότι δεν ήθελαν να μετρηθούν πριν από τη μάχη. Αν δέχονταν, θα ήταν σα να παραχωρούν στους αντιπάλους τους -προκαταβολικά και εθελοντικά – τη δύναμη της μαγικής εξόντωσής τους.

Οι Μανιάτες συνεπώς, πιστεύοντας ακράδαντα ότι έχουν γίνει υποκείμενο ισχυρής μαγείας, υπέστησαν αυθυποβολή. Οι εμπειροπόλεμοι στρατιώτες της Μάνης, ξαφνικά έγιναν απόλεμοι. Και για να αποφύγουν μια μάχη που εκ των προτέρων πίστευαν ότι θα τους αποβεί μοιραία, προχώρησαν στον μόνο τρόπο σωτηρίας που τους απέμενε, στο να φύγουν κυνηγημένοι για να σωθούν. Στη φυγή τους μάλιστα ξέχασαν και τον γενναίο αρχηγό τους, τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ήταν φυσικό να οπισθοχωρεί ακούσια και τελευταίος, και παρά λίγο να συλληφθεί αιχμάλωτος. Καθώς πήγαινε ουραγός, θα είχε σίγουρα αιχμαλωτισθεί, εάν οι άλλοι «μεγάλοι Καπεταναίοι» – όπως τους ονομάζει ο Φωτάκος – δεν σταματούσαν και δεν πολεμούσαν μόνοι τους Τούρκους, σώζοντας τον Κυριακούλη.

Πιστεύω ότι τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε ικανοποιητικά την συμπεριφορά των Μανιατών στο Βαλτέτσι. Έχοντας ριζωμένη στον ψυχικό τους κόσμο την πεποίθηση ότι έπειτα από τη δημόσια καταμέτρησή τους ένας μεγάλος κίνδυνος τους απειλεί, επίστεψαν ότι στους επιτιθέμενους Τούρκους της επομένης ημέρας πολύ σωστά «αναγνωρίζουν» τους ανθρώπους που τους έκαναν μάγια και τώρα έρχονται να αποτελειώσουν με φόνο το αποτέλεσμα της μαγικής ενέργειας που είχε προηγηθεί. Το κείμενο του Φωτάκου ευθυγραμμίζεται με όλα αυτά και αποδίδει με ακρίβεια την ομαδική ψυχολογία. Ιδού: «Εγόγγυσαν κατά του Κολοκοτρώνη οι Μανιάται και έλεγαν ότι εξ αιτίας όπου εμετρήθησαν τους εμάγευσαν οι Τούρκοι και ως εκ τούτου εδειλίασαν και δεν εστάθησαν εις τον πόλεμον»[5].

 

Β

Τα κατακρεουργημένα κορμιά στο Βαλτέτσι

 

Αφού οι Τούρκοι έφυγαν, μετά την επίθεση και τη σφαγή που έκαμαν, ξαναγύρισαν έπειτα στο Βαλτέτσι και οι Έλληνες. Το θέαμα όμως που αντίκρισαν τότε ήταν φρικιαστικό. Βρήκαν να έχουν κατακρεουργηθεί οι Έλληνες εκείνοι, όσοι έμειναν και πολέμησαν και στη συνέχεια δεν πρόλαβαν να φύγουν. Κανένας από τους ερχόμενους – και ανάμεσά τους φυσικά και ο Φωτάκος – δεν είχε το θάρρος να ζυγώσει κοντά στους σκοτωμένους. Κατακίτρινοι όλοι τους από τον φόβο, έστεκαν και κοίταζαν. Τότε ο Κολοκοτρώνης για να τους δώσει θάρρος, επήγε ο ίδιος και άρχισε να μαζεύει τα σκόρπια κομμάτια των σκοτωμένων. Τα έπαιρνε, τα φιλούσε και έλεγε στους γύρω του στρατιώτες ότι αυτοί, που σκοτώθηκαν μ’ αυτό τον άγριο τρόπο, είναι πραγματικοί άγιοι και ότι θα πάνε στον παράδεισο, γιατί είναι μάρτυρες που εμαρτύρησαν για τον Χριστιανισμό. Μονάχα τότε, έπειτα από όλα αυτά, επήραν θάρρος – ο Φωτάκος και οι άλλοι τρομαγμένοι – και επλησίασαν και έθαψαν τους νεκρούς.

Το σχετικό κείμενο, που μας έχει παραδώσει για το περιστατικό ο Φωτάκος, έχει ως εξής: «Αφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επέστρεψα – μεν εις το χωριό Βαλτέτσι, ήβραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. Ο δε Κολοκοτρώνης δια να μας ενθαρρήνη, εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού, τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας ότι αυτοί είναι άγιοι και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν»[6].

Ανάλογο επεισόδιο συνέβη και αργότερα, πάλι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Το περιστατικό συνέβη στον Άγιο Σώστη, ένα από τα χωριά στον κάμπο της Τεγέας, ασφαλώς το πιο κατάλληλο για οχύρωση, επειδή βρίσκεται πάνω σε χωμάτινο λόφο και αγναντεύει τον κάμπο και το δρόμο για τη γειτονική Τριπολιτσά.

Ο Κολοκοτρώνης είχε δώσει διαταγή στον Φωτάκο, να πάει και να ζυγώσει στο χωριό, τον Άγιο Σώστη. Πριν ξεκινήσει όμως ο Φωτάκος, ο Κολοκοτρώνης του έδωσε και άλλες σπουδαίες οδηγίες που ήσαν το αποτέλεσμα της Κολοκοτρωναίϊκης μακροχρόνιας πείρας στον τομέα της κλεφτουριάς. Γράφει σχετικά ο Φωτάκος: «Έπειτα με ωδήγησε, πως να πλησιάσω τον Άγιον Σωστήν. Να υπάγω δηλαδή τριγύρω ξέμακρα, να μη με τρώγη το βόλι εύκολα. – Πρόσεξε, μου είπεν ακόμη, τα πουλάκια τα μικρά, όταν τα σηκώνης ή οηκώνωνται μοναχά τους, εάν περνούν επάνω από το χωριό και τα ιδής να κάθωνται μέσα εις το χωριό άφοβα, τότε δεν είναι μέσα Τούρκοι και πήγαινε άφοβα ει δε και τα βλέπεις, άμα φθάσουν εις το χωρίον και γυρίζουν πίσω φοβισμένα και κάμουν (ε)λιγμούς ξαφνιασμένους, τότε είναι μέσα Τούρκοι και μην πας»[7].

Ο Φωτάκος ακολούθησε με προσοχή τις συμβουλές του Κολοκοτρώνη και έπειτα μπήκε στο χωριό τρέχοντας με το άλογό του από τη βορεινή πλευρά του χωρίου προς τη μεσημβρινή. Εκεί, στο νότιο μέρος του Αγίου Σώστη, είδε την εκκλησία του χωριού και την πόρτα της ανοιχτή. Ο Φωτάκος πλησίασε και κοίταξε στο εσωτερικό της εκκλησίας: «Έσκυψα και είδα την εκκλησίαν γεμάτην από πτώματα κοψοκέφαλα. Εφοβήθηκα πολύ και εγύρισα οπίσω εις τον αρχηγόν, ο όποιος ήρχετο με τους στρατιώτας, δια να πιάσουν το χωρίον και να κάμουν όλην την νύκτα ταμπούρια»[8].

Ο Κολοκοτρώνης ερώτησε τον Φωτάκο, γιατί έχει γίνει κίτρινος από τον φόβο του και εκείνος διηγήθηκε όσα είδε. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης εκάλεσε τους καπεταναίους και τους ρώτησε, τι πτώματα ήσαν εκείνα μέσα στην εκκλησία. Εκείνοι του είπαν ότι δεν έθαψαν τους σκοτωμένους. «Τότε (ο Κολοκοτρώνης) έδιαλεξεν ανθρώπους συνηθισμένους να μη φοβούνται τους νεκρούς (διότι τότε ο φόβος ήτο πολύς εις τους Έλληνας, επειδή ήσαν ασυνήθιστοι να πιάνουν και να θάφτουν πτώματα) και τους έστειλε και έκαμαν ένα μεγάλον λάκκον και τους έρριξεν όλους μέσα»[9].

Ανακατωμένες είναι οι δικαιολογίες που φέρνει ο Φωτάκος. Ωστόσο ο φόβος των Ελλήνων στρατιωτών στο Βαλτέτσι δεν οφείλεται απλώς στο ότι πρώτη φορά εκείνοι έβλεπαν ανθρώπους σκοτωμένους. Ούτε και κιτρίνισαν άπ’ αυτή την αιτία, δηλαδή διότι δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν σκοτωμένους. Εξ άλλου, στον Άγιο Σώστη της Τεγέας ο φόβος δεν προερχόταν απλώς γιατί είδαν μέσα στην εκκλησία τα κορμιά να είναι κοψοκέφαλα. Αν ήσαν μόνο αυτοί οι λόγοι, ασφαλώς έπειτα από τον πρώτο φόβο οι Έλληνες στρατιώτες θα ζύγωναν και θα έθαβαν τους νεκρούς.

Αλλά τότε, ποιός είναι ο βαθύτερος – και ο άγνωστος – λόγος για τον οποίο όλοι τους, Φωτάκος και λοιποί, έστεκαν κατακίτρινοι και ασάλευτοι, μην τολμώντας να πλησιάσουν και να έγγισουν τα πτώματα;

Πριν απαντήσω στο ερώτημα, προτείνω να γνωρίσουμε, τι ακριβώς πιστεύει, ακόμη και σήμερα, ο πολύς λαός ως προς τους πιθανούς κινδύνους που απειλούν καθέναν που θα πιάσει με τα χέρια του κάποιον νεκρό. Πιστεύουν λοιπόν ότι το λιγότερο που έχει να πάθη, είναι ότι θα τρέμουν τα χέρια του ή θα μένουν μουδιασμένα ή πιασμένα. Αυτό σημαίνει ότι τα χέρια που θα αγγίξουν το πτώμα, θα αχρηστευθούν προσωρινά από κάποιο νευρικό κλονισμό που θα πάθουν, ή από την ακινησία του αίματος και το βαρύ μούδιασμα.

Αναφέρω δύο παραδείγματα που μου είναι γνωστά από τη Θράκη: 1) Στον Σκοπό της Θράκης οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος στο άλλαγμα του νεκρού, συνήθιζαν να κόβουν από το σάβανο ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι που το έραβαν έπειτα πάνω στο εσωτερικό ποκάμισό τους, και το έκαναν αυτό «για να μην τρέμουν τα χέρια τους» [10]. 2) Στο Σαμακόβι της Ανατολικής Θράκης «οι νεκροθάφτες, φεύγοντας από το σπίτι του πεθαμένου, παίρνουν μια λωρίδα πανί και το κρύβουν κάπου, έξω στην αυλή τους. Έπειτα από σαράντα ημέρες το παίρνουν πάλι, το πλένουν και το βάζουν για μπάλωμα σ’ ένα ρούχο τους, για να μην πιαστούν τα χέρια τους»  [11].

Διαπιστώνομε ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις εκείνος που θα πιάσει τον νεκρό, είτε για να τον αλλάξει, είτε για να τον θάψει, κινδυνεύει να ίδει τα δύο χέρια του να τρέμουν ή να είναι πιασμένα και αχρηστευμένα και αυτό να γίνεται για αρκετόν καιρό. Φυσικά, όλα αυτά συμβαίνουν στις πιο αθώες περιπτώσεις, όταν δηλαδή ο θάνατος είναι φυσιολογικός και γίνεται μέσα στο σπίτι, και όταν οι γειτόνισσες σπεύδουν πρόθυμα για να περιποιηθούν τον προσφιλή νεκρό και οι νεκροθάφτες του χωριού να βοηθήσουν για την ταφή.

Στην περίπτωση όμως των βιαιοθανάτων, που τα κορμιά τους κατακρεουργήθηκαν από αιμοσταγείς φονιάδες, είναι πολύ φυσικό ότι η εκδικητική αντίδραση του νεκρού θα είναι πολύ ισχυρότερη και χειρότερη, και ότι θα κατευθύνεται αδιακρίτως εναντίον καθενός που θα τολμήσει να πιάσει τα διαμελισμένα κομμάτια του αδικοσκοτωμένου νεκρού. Καθένας που θα πιάσει τα ματωμένα κομμάτια, θα βάψη και αυτός τα χέρια του στο αδικοχυμένο αίμα. Θα γίνει συνεπώς συνένοχος στον φόνο και συνεκδοχικά συμμέτοχος στην εκδίκηση και την τιμωρία που θα προκαλέσει ο νεκρός.

Το μίασμα συνεπώς και ο πανίσχυρος φόβος από το μίασμα, ήσαν οι λόγοι που είχαν κάμει στο Βαλτέτσι και τον Φωτάκο και τους άλλους Έλληνες, να σταθούν περίτρομοι, κατακίτρινοι και αποσβολωμένοι, ευθύς ως αντίκρισαν τα κομματιασμένα κορμιά των συστρατιωτών τους. Ούτε και θα μετέβαλλαν ποτέ εκείνοι αύτη τη στάση τους, εάν δεν παρενέβαινε ο Κολοκοτρώνης, αυτός ο συχνός «από μηχανής θεός» για πάρα πολλά προβλήματα, μικρά και μεγάλα, που συνεχώς παρουσιάζονταν σε όλη την μακροχρόνια διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας.

Εζύγωσε λοιπόν τότε ο Κολοκοτρώνης και όχι μόνο έπιανε και εμάζευε ο ίδιος τα σκόρπια κομμάτια από τα διαμελισμένα κορμιά, άλλα και – αντιπαραθέτοντας σκόπιμα, στους δήθεν μιασμένους και εκδικητικούς νεκρούς, την αγιότητα των τωρινών νεκρών – έλεγε στους στρατιώτες του ότι οι νεκροί εκείνοι δεν είναι βλαπτικοί και μιασμένοι, άλλ’ ότι είναι πραγματικοί Άγιοι, και θα πάνε σίγουρα στον παράδεισο, γιατί είναι ισάξιοι με τους Μάρτυρες του Χριστιανισμού.

Και για να αποδείξει έμπρακτα ο Κολοκοτρώνης ότι επρόκειτο για Αγίους και για λείψανα Αγίων, εφιλούσε με ευλάβεια το κάθε κομμάτι που εμάζευε. Το εφιλούσε με ευλάβεια, που ήταν όμοια με εκείνην, όταν φιλούμε τα ιερά λείψανα κάποιου Αγίου.

Γ

Οι τρεις λαγοί, πριν από τη μάχη στο Βαλτέτσι

 

Αρκετές ημέρες πριν από τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης πηγαινοερχόταν κάθε ημέρα ανάμεσα στο Χρυσοβίτσι, το Βαλτέτσι και την Πιάνα. Οι ενδιάμεσες αποστάσεις σ’ αυτά τα τρία χωριά είναι αρκετά μεγάλες, αλλά ο οργανωτικός Κολοκοτρώνης εννοούσε να έχει κάθε ημέρα προσωπική αντίληψη για το κάθε πρόβλημα: «Αφού ήλθαν τα στρατεύματα, εις Βαλτέτσι, τότε ο Κολοκοτρώνης δια πολλάς ημέρας επήγαινε και ήρχετο εις Βαλτέτσι την αυγήν από εκεί το μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι και το εσπέρας εκείθεν εις Πιάνα. Ταύτα ήσαν αδύνατον να μη γίνουν κάθε ημέραν, μολονότι το διάστημα ήτο όχι ολίγον»[12].

Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ακριβώς μέσα σε εκείνο το καθημερινό πέρα – δώθε βρήκε τον Κολοκοτρώνη και η είδηση, ότι επί τέλους οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς ξεκίνησαν πανστρατιά, με σκοπό να συντρίψουν ολοσχερώς όλους τους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στο Βαλτέτσι. Ο Φωτάκος γράφει σχετικά: «Ο δε Κολοκοτρώνης εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται και να βλέπη και τας τρεις θέσεις… του Χρυσοβιτσιού, της Πιάνας και του Βαλτετσιού, και τα πάντα ήσαν έτοιμα… Τέλος πάντων ήλθεν η ώρα να δοξασθούν και να ελευθερωθούν οι Έλληνες με του Θεού την βοήθειαν. Οι Τούρκοι εβγήκαν από την Τριπολιτσάν όλοι υπέρ τας δώδεκα χιλιάδας πεζοί και καβαλαραΐοι… Ο Κολοκοτρώνης εις το Χρυσοβίτσι τότε ευρισκόμενος, άμα είδε τους καπνούς[13], ότι οι Τούρκοι πηγαίνουν εις το Βαλτέτσι, αμέσως έστειλε τον Θεοδόσην Καρδαράν καβαλάρην με μίαν σημαίαν να έβγη εις την ράχιν του Βαλτετσιού δια να τον βλέπουν οι κλεισμένοι εις το Βαλτέτσι, ότι τους πηγαίνομεν βοήθειαν. Έπειτα διέταξε τους στρατιώτας να τον ακολουθήσουν»[14]. Και πιο κάτω ο Φωτάκος συνεχίζει: «Αφού ο πόλεμος άρχισεν εις τα καλά, έφθασεν ο Κολοκοτρώνης με τους Χρυσοβιτσιώτας και άλλους κοντά 700 και επήρε τις πλάτες των Τούρκων»[15].

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος (λεπτομέρεια). Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Ανάμεσα, όμως σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, – ενώ η μεγάλη μάχη είχε αρχίσει και ενώ ο Κολοκοτρώνης πήγαινε, εσπευσμένα, για το Βαλτέτσι, – ιδού ότι στο δρόμο του ξεπετάχτηκαν μπροστά από το στρατιωτικό τμήμα τρεις λαγοί. Ψυχολογικά, το ασήμαντο τούτο για σήμερα περιστατικό ήταν για τότε ότι χειρότερο θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς για εκείνες τις ώρες. Γενικά, εάν ένας λαγός παρουσιαζόταν είτε στο στρατόπεδο είτε σε ώρες κρίσιμες για πολεμική δράση, και ιδίως εάν ο λαγός έκοβε τον δρόμο προσπερνώντας κάθετα, τότε όλοι πίστευαν ότι τούτο ήταν προάγγελος για βέβαιη καταστροφή. Το νόημα όμως του οιωνού εκείνου πίστευαν ότι θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά, αρκούσε οι στρατιώτες να ήσαν ικανοί να σκοτώσουν τον απροσδόκητο τετράποδο επισκέπτη τους, ή προπάντων να καταφέρουν να τον πιάσουν ζωντανό. Το τελευταίο τούτο εθεωρείτο και ως το σπουδαιότερο. Και τότε η ελπίδα για επικείμενη και βέβαιη νίκη άλλαζε και γινόταν πεποίθηση.

Ο Φωτάκος, περιγράφοντας το περιστατικό, έχει φροντίσει να προσθέσει και τις δικές του παρατηρήσεις σχετικά με την δοξασία. Το κείμενό του έχει ως εξής: «Όταν ο πόλεμος άρχισεν εις το Βαλτέτσι και ο Κολοκοτρώνης με τούς Χρυσοβιτσιώτας ήρχετο εκεί, οι στρατιώται του εις τον δρόμον έπιασαν λαγούς ζωντανούς· επειδή δε οι Έλληνες εκ προλήψεως εθεώρουν τον λαγόν, τον οποίον απαντούσαν καθ’ οδόν ως κακόν σημείον, ο Κολοκοτρώνης είπε τότε εις τους στρατιώτας δια να τους δώση θάρρος· «καλόν σημείον, στρατιώται, έτσι θα πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους»[16].

Παραλλαγή, ως προς την αφήγηση του αυτού επεισοδίου, συναντούμε στα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως ο Γέρος του Μόρια αφηγήθηκε το ίδιο περιστατικό στον Γεώργιο Τερτσέτη: «Όταν εκίνησα διά να υπάγω εις το Βαλτέτσι, εις τον δρόμο εβγήκαν τρεις λαγοί και τους επιάσαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τους είπα, ότι: «Η νίκη, παιδιά, είναι δική μας». Είχαν πρόληψη οι Έλληνες, όταν έβλεπαν λαγούς και επερνούσαν από το στρατόπεδο και δεν τους εσκότωναν ή δεν τους επίαναν, η καρδιά των Ελλήνων εκρύωνε, ότι θα χάσουν τον πόλεμο»[17].

Προτού προχωρήσω στις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις μου, θα προτιμούσα να παραθέσω αμέσως τώρα το κείμενο από τρεις άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, που προέρχονται από την νεώτερη προφορική παράδοση.

Η πρώτη προέρχεται από την καταγραφή μίας ρουμελιώτικης παραδόσεως που την άκουσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο τελευταίος την ανακοίνωσε στον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο όποιος και τη δημοσιεύει το έτος 1927: «Στη Γραβιά, πριν μπούνε και κλειστούν οι Έλληνες στό Χάνι, πετάχτηκε λαγός από τα γύρωθε σπαρτά. Ο Ανδρούτσος φώναξε: – Μη χαλάτε τα φουσέκια σας». Έβαλε το λαγό στο κυνήγι και τον έπιασε ζωντανό, λένε»[18].

Στο Ζαγόρι της Ηπείρου έχουν την ακόλουθη δοξασία, σύμφωνα με όσα γράφει στην Λαογραφία το έτος 1921 ο καταγόμενος από εκεί και μετέπειτα καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιος Αναγνωστόπουλος: «Άμα πας πουθενά και προσπεράσει λαγός, δε βρίσκεις καλά και μ’ ευκολία για ότι δουλειά πας»[19].

Τέλος η φιλόπονη και ευσυνείδητη λογία της Θράκης Ελπινίκη Σαραντή-Σταμούλη, γνωστή ιδιαίτερα για τις λαμπρές πληροφορίες εθίμων και δοξασιών της Θράκης που έχει δημοσιεύσει, γράφει το 1951 στη Λαογραφία:  «Σαν ο λαγός τους έκοφτε το δρόμο, δεν το ’χαν σε καλό, προπάντων όσοι πήγαιναν για το στρατό»[20].

Έχω τη γνώμη ότι τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να συγκρίνω τις πληροφορίες και να προσθέσω μερικές παρατηρήσεις που θα ήθελα να κάμω.

  1. Πρώτα-πρώτα, η πιο αδύναμη μαρτυρία από όλες τις πιο πάνω είναι αύτη που ο Γιάννης Βλαχογιάννης την έχει δημοσιεύσει στην «Ιστορική Ανθολογία». Γίνεται φανερό ότι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, που άκουσε τη σχετική ρουμελιώτικη διήγηση, θαύμασε προπάντων τη λεβεντιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου και ιδίως τη θρυλική ταχύτητά του στο τρέξιμο. Θαυμάζοντας όμως αυτά, δεν πρόσεξε και δεν ρώτησε να μάθη περισσότερα για τη λαϊκή δοξασία, που κρύβεται πίσω από την ιστορία. Όπως η παράδοση έχει διασωθεί, φαίνεται απλώς σαν ένα περιστατικό που δείχνει την ωκυποδία του θρυλικού στο τρέξιμο Οδυσσέα. Στο μεταξύ όμως η παράδοση – μ’ αύτη τη μορφή της – έχει χάσει όλο το δραματικό στοιχείο της, που επικεντρώνεται στο ότι, την ώρα που οι γενναίοι αλλά ολίγοι πορεύονται για το απροστάτευτο Χάνι, ένας λαγός ξεπετιέται μπροστά τους, για να τους προειδοποιήσει ότι εκεί που πάνε τους περιμένει ο θάνατος. Μονάχα επειδή ο Οδυσσέας κατάφερε και έπιασε ζωντανό εκείνο τον λαγό, μονάχα τότε όλοι τους έγιναν σίγουροι, και ότι θα ταπεινώσουν την επόμενη ήμερα τον πολυάριθμο τουρκικό στρατό, και ότι οι ίδιοι τελικά θα ξεφύγουν, με εκείνο το νυκτερινό άλλα δυναμικό γιουρούσι τους την μεθεπόμενη νύχτα.
  2. Αντίθετα όμως με τη διήγηση για τον Ανδρούτσο και το Χάνι της Γραβιάς, οι άλλες πληροφορίες είναι πολύ καλές. Πρόκειται για τις δύο για το Βαλτέτσι και για τις άλλες δύο, τις σχετικές με τη νεώτερη ζωή στο Ζαγόρι της Ηπείρου και στη Θράκη. Αξίζει λοιπόν να απομονώσουμε – και να τονίσουμε – τα σπουδαιότερα στοιχεία τους.

Και πρώτα-πρώτα, από όσα υποστηρίζουν οι δύο νεοελληνικές μαρτυρίες, η πληρέστερη μορφή της δοξασίας δεν ολοκληρώνεται απλώς με την παρουσία ενός λαγού στο δρόμο, άλλα κυρίως με το να προσπεράσει κάποιος λαγός κάθετα, μπροστά από τον δρόμο σου: «Άμα πας πουθενά και προσπεράσει λαγός» τονίζεται στο Ζαγόρι. «Σαν ο λαγός τους έκοφτε το δρόμο», επιμένουν και στη Θράκη.

Η αναποδιά πάντως, που προκαλείται με την εμφάνιση του λαγού, είναι γενική και ισχύει για τον οποιοδήποτε σκοπό που επιδιώκεται με την πορεία. Κυρίως όμως η απροσδόκητη εμφάνιση κάποιου λαγού συνδέεται αμεσότερα με τους κινδύνους που σχετίζονται με το στρατό και τον πόλεμο, διότι εκεί άλλωστε δεσπόζει το αβέβαιο του μέλλοντος. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούν μεταξύ τους, τόσο η μαρτυρία της Θράκης, όσο και οι δύο σχετικές με το Βαλτέτσι, ιδίως όμως η παραλλαγή που την διηγείται ο ίδιος δ Κολοκοτρώνης. «Σαν ο λαγός τους έκοψε το δρόμο, δεν το ’χαν σε καλό, και προπάντων όσοι πήγαιναν για το στρατό» (Θράκη). «Οι Έλληνες, όταν έβλεπαν λαγούς και επερνούσαν από το στρατόπεδο[21] και δεν τους εσκότωναν ή δεν τους έπιαναν, η καρδιά των Ελλήνων εκρύωνε, ότι θα χάσουν τον πόλεμο» (Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα).

 

Δ

 

Ως προς τον ρόλο τώρα του λαγού, και τη σημασία της ξαφνικής παρουσίας του, δεν έχω αμφιβολία ότι ως αρχική αφετηρία στις δοξασίες πρέπει να έχει υπάρξει η δαιμονική και κυρίως η χθόνια ιδιότητα, που από παλαιότατους χρόνους και από αρκετούς ευρωπαϊκούς λαούς έχουν αποδοθεί στον λαγό. Γι’ αυτό τον λόγο ο λαγός – ιδίως στα ευρωπαϊκά έθιμα του θερισμού – έχει πολύτιμες μαγικές ιδιότητες. Εάν έξαφνα στο τέλος του θερισμού ξεφύγει κάποιος λαγός, που σ’ αύτη την περίπτωση συμβολίζει τον πλουτοδότη δαίμονα του σίτου, τότε πιστεύουν ότι η καρποφορία του μεγάλου χωραφιού θα μεταβληθεί σε ασήμαντη για το επόμενο έτος. Εάν όμως οι θεριστές του αγρού, κόβοντας τα τελευταία δράγματα (τις τελευταίες «χεριές») από τα στάχια, θα τύχη να συλλάβουν κάποιον αληθινό λαγό, η έστω εάν απομιμηθούν ότι τάχα τον έπιασαν – φωνάζοντας θριαμβευτικά «να, ο λαγός» και τρέχοντας «τον πιάνουν» – τότε και η καλή εσοδεία του αγρού εκείνου πιστεύουν ότι θα είναι απόλυτα εξασφαλισμένη και για την επόμενη χρονιά. Η ευετηρία που συνυπάρχει με τον λαγό, δαίμονα του σίτου, παραμένει στο χωράφι, όπου και ανήκει.

Συνοψίζω συνεπώς τις σκέψεις μου γύρω από το βαθύτερο νόημα, που – σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς, άλλα και στην Ελλάδα – βρίσκεται πίσω από τα έθιμα του θερισμού: Η εμφάνιση του λαγού φέρνει μαζί της την ευγονία της γης και την ευτυχία στον αγρότη, άλλα στη συνέχεια η φυγή και εξαφάνισή του σε ξένους αγρούς προκαλεί αντίστοιχα την καχεξία του χωραφιού στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, εάν κατορθωθεί η σύλληψη του λαγού ζωντανού, ή έστω «η εικονική μιμητική σύλληψή του» μέσα στις φάσεις του θεριστικού «δρωμένου», τότε τούτο συμβολίζει ότι και η μελλοντική επιτυχία στην παραγωγή του χωραφιού θα είναι σίγουρη.

Δεν χρειάζεται λοιπόν παρά μόνο τα ίδια νοήματα και τους συμβολισμούς να τους μεταφέρουμε και στο χώρο του πολέμου και να παραδεχτούμε ότι και εκεί συμβαίνουν πράγματα πανομοιότυπα. Η εμφάνιση δηλαδή και στη συνέχεια η φυγή ενός λαγού μπροστά από τους στρατιώτες, σημαίνει καταστροφή τους. Αντίθετα η σύλληψη του ζωντανού, σημαίνει μεγαλειώδη θρίαμβο κατά την επόμενη μάχη.

Ο Κολοκοτρώνης συνεπώς δεν είχε άδικο, όταν βλέποντας ότι οι στρατιώτες του έπιασαν ζωντανούς τους τρεις λαγούς τους είπε ότι η νίκη στο Βαλτέτσι είναι σίγουρη: «Εις τον δρόμο (για το Βαλτέτσι, όπου έσπευδαν) εβγήκαν τρεις λαγοί και τους έπιασαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τους είπα, ότι «η νίκη, παιδιά, είναι δική μας».

Σιγά-σιγά όμως το παλαιότατο και βαθύτερο νόημα, ως προς την εμφάνιση και τη φυγή ή τη σύλληψη ζωντανού του λαγού, που ήταν ο δαίμων του σίτου και πάροχος αγροτικής ευημερίας, ήταν φυσικό με τα χρόνια να ξεχασθεί.

Τι απέμενε λοιπόν έκτοτε; Απέμενε να παρεμβληθεί η λύση της ομοιοπαθητικής αναλογίας. Το παλαιό δηλαδή έθιμο επέζησε, το αίμα όμως που ανανεώνει τη ζωή του έχει αλλάξει ιδιότητες και αιτιολογία.

Στη νέα αύτη φάση, με την οποία επιβιώνει σήμερα η παλιά δοξασία, υπόκειται το ακόλουθο σκεπτικό. Ερώτηση: Συμβαίνει ένας λαγός να παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά σου και προσπερνώντας να σου κόβει το δρόμο, την ώρα που πηγαίνεις για κάτι σπουδαίο; Αν αυτό συμβαίνει, τότε με αύτη την εμφάνισή του είναι σα να προειδοποιεί και να σου λέγει: «Όπως εγώ τρέχω πανικόβλητος για να σωθώ, έτσι και εσύ αυτού που πας θα τρέχεις το ίδιο πανικόβλητος για να σωθείς». Εάν λοιπόν ο λαγός τελικά ξεφύγει, τότε τούτο σημαίνει μεγάλη ζημιά η μεγάλο κίνδυνο. Εάν όμως θα καταφέρουν να τον πιάσουν ζωντανό – όπως και στα μιμητικά δρώμενα του θερισμού – τότε τα πράγματα αλλάζουν, γιατί εκείνος που θα τρέχει σε λίγο, κυριολεκτικά πανικόβλητος, θα είναι ο νικημένος αντίπαλός σου.

Στα έθιμα τοκετού, κάθε φορά που θα έρθει μέσα στο σπίτι της επιτόκου κάποια γειτόνισσα, αντί του καθημερινού και κανονικού χαιρετισμού συνηθίζεται να λέει ως πρώτη λέξη την ακόλουθη ευχή: «Χέλια!» Μπορεί αλλιώς να ειπεί και ως έξης: (Όπως γλιστράει το χέλι, έτσι να γλιστρήσει και το παιδί». Σ’ αύτη τη φράση αναγνωρίζουμε τον τρόπο που γίνεται η σύνθεση της ομοιοπαθητικής ευχής. Η ευχή δηλαδή που εκφωνείται απαρτίζεται από δύο ισόποσα, ισότιμα και αλληλοεπηρεαζόμενα τμήματα, που συνδέονται και εξομοιώνονται μεταξύ τους με τους δύο εναρκτήριους συνδέσμους «όπως… έτσι…».

Ακριβώς όμως παρόμοια αμοιβαία εξομοίωση έχει συμβεί και στη σύντομη προσφώνηση του Κολοκοτρώνη προς τους στρατιώτες του, αμέσως μετά τη σύλληψη των τριών λαγών. Ο Φωτάκος βέβαια αναφέρει μόνο το δεύτερο τμήμα, γράφοντας: «Καλόν σημείον, στρατιώται, έτσι θά πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους». Δεν υπαρχή φυσικά καμιά αμφιβολία, ότι και ο Κολοκοτρώνης είναι δυνατόν να είπε ακριβώς έτσι, δηλαδή να παρέλειψε το πρώτο τμήμα ως ευκολονόητο. ‘Ωστόσο η κανονική και πλήρης διατύπωση της ομοιοπαθητικής μορφής πρέπει να είχε ως έξης: «Καλόν σημείον, παιδιά [22], όπως επιάσατε ζωντανούς τους λαγούς, έτσι θα πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους». Με αυτή τη διατύπωση η ομοιοπαθητική έκφραση έχει πάρει την τέλεια μορφή της.

Τελικά η παλαιά ιδιότητα του λαγού, που φέρει μαζί του τον δαίμονα του σίτου και την ευημερία, έχει πλέον ξεχασθεί. Η νέα όμως δικαιολογία που ξεφύτρωσε, στηριγμένη ειδικά πάνω στην ομοιοπαθητική διαδικασία, ζει και βασιλεύει. Ημπορεί μάλιστα να δίνη τέτοια φτερά στα πόδια και τέτοιο κουράγιο στις καρδιές των πολεμιστών του Βαλτετσίου, ώστε πολύ σύντομα το περιεχόμενο της ομοιοπαθητικής προμαντείας θα γίνει πραγματικότητα. Περιγράφεται μάλιστα από τον Φωτάκο εκείνη η νέα πραγματικότητα με δύο διαφορετικές ενότητες, πρώτα με τα όσα έγιναν στο Βαλτέτσι, και δεύτερο με όσα διαδραματίσθηκαν μέσα στην Τριπολιτσά.

Ως προς το Βαλτέτσι, οι Τούρκοι «έφυγαν και άφηκαν σκοτωμένους γεμάτες τις ράχες δεξιά και αριστερά, καθώς πάει η ρεματιά εις την Τριπολιτσάν» [23]. Ως προς δε τους ολοφυρμούς στην Τριπολιτσά, ο Φωτάκος γράφει: «Τούτο δε μόνον εμείς γνωρίζομεν, ότι ολονυκτίς εκουβάλαγαν πληγωμένους μέσα εις την Τριπολιτσάν θρήνος και κλαυθμός πολύς εγίνετο μέσα εις την πόλιν, και δεν ήτο κανένα σπίτι χωρίς μοιρολόγια και κλαύματα. Αι γυναίκες των, τα παιδία των και όλη η Τουρκιά της Τριπολιτσάς έτρεχαν εις τους δρόμους, ως μας είπαν ύστερα οι κλεισμένοι μέσα Έλληνες, και ερωτούσαν και εφώναζαν ο καθένας τους δικούς των, αν τους είδαν ζωντανούς ή σκοτωμένους, και αν έρχωνται, ή τι έγιναν. Εκεί έβλεπε τις τας γυναίκας των Τούρκων να κορωνυχιάζουν τα μάγουλα των με τα νύχια των και να τραβούνε τα μαλλιά των, τα δε παιδιά να φωνάζουν και να γυρεύουν τους πατέρας των. Τοιαύτη ήτο η θέα της Τριπολιτσάς εις το έμβασμα των Τούρκων των τσακισμένων εις το Βαλτέτσι» [24].

 

Ε

  

Έχω υποστηρίξει, αμέσως από την αρχή της μελέτης μου, ότι ο Φωτάκος, «ακριβώς επειδή ασχολείται πολύ συχνά με πολλές και μικρές λεπτομέρειες για πρόσωπα και γεγονότα του πολέμου, αναδεικνύεται… ως μία αξιόλογη λαογραφική πηγή» για την εποχή εκείνη. Νομίζω ότι τα τρία μικρά προβλήματα που εξέτασα πιο πάνω, σχετικά με το ελληνικό στρατόπεδο και τη μάχη στο Βαλτέτσι, είναι ικανά να αποδείξουν αύτη την αλήθεια.

Το αποτέλεσμα στην πρώτη μεγάλη μάχη και τη νίκη των Ελλήνων εκερδήθη φυσικά από την στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο ίδιος όμως ο στρατηγός γνώριζε πολύ κοίλα ότι πίσω από τα γεγονότα – και παράλληλα με αυτά – βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και μία άλλη μορφή πολέμου, η σχετική με τη σύγκρουση των δοξασιών. Αν ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν είχε προβλέψει τι οδυνηρές συνέπειες θα είχε για όλο το στρατόπεδο «το μέτρημα» των Μανιατών – που παρά λίγο να είχε στοιχίσει την αιχμαλωσία στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον «Μεγαλομούστακον» της Μάνης -, ωστόσο ο Γέρος του Μόρια παρενέβη σωτήρια στις δύο άλλες και σημαντικές περιπτώσεις: α) Δυνάμωσε την ψυχική αντοχή των στρατιωτών του, ως προς τη θέα των κατακρεουργημένων κορμιών και τους βοήθησε να απαλλαγούν από τον ισχυρό φόβο του μιάσματος. Και β) στη συνέχεια, στερέωσε την πίστη των στρατιωτών του για σίγουρη νίκη, και αυτό έγινε κατά τις κρίσιμες στιγμές, όταν ξεπετάχτηκαν οι τρεις λαγοί, σύμβολα  – όπως και οι Δελφικοί χρησμοί – δισυπόστατα από σημασιολογική άποψη. Σύμβολα δηλαδή επαίσχυντης φυγής, εάν δεν συλληφθούν, άλλα και σύμβολα θριάμβου, εάν οι λαγοί θα συλληφθούν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φωτίου Χρυσανθοπούλου η Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθηνήσι 1858. Φωτοτυπική επανέκδοση, – με επιμέλεια, εισαγωγή και ευρετήριο από τον κ. Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον -, έχει γίνει από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήναι 1974). Σ’ αύτη την τελευταία έκδοση παραπέμπω κάθε τόσο, πιο κάτω.

[2] Φωτάκος Α, σελ. 121.

[3] Φωτάκος Α, σελ. 122.

[4] Σε ανέκδοτους ιατροσοφικούς κώδικες των περασμένων αιώνων η ερευνήτρια αυτών των κωδίκων Αγλαΐα Παπασπυροπούλου, διδάκτωρ Λαογραφίας, με πληροφορεί ότι λέγεται συχνά: «βάλε αμέτρητο» άπ’ αυτό το βοτάνι η το άλλο. Αν το μετρήσεις, νομίζω ότι εκείνο χάνει τη θεραπευτική του δύναμη.

[5] Φωτάκος Α, σελ. 122.

[6] Φωτάκος Α, σελ. 126.

[7] Φωτάκος Α, σελ. 218.

[8] Φωτάκος Α, σελ. 218.

[9] Φωτάκος Α, σελ. 218-219.

[10] Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου, τομ. 2 (1940) σελ. 173.

[11] Έπετ. Λαογρ. Αρχ. 2, 187.

[12] «Οι καπεταναίοι όσοι βαστούσαν την Επάνω Χρέπαν, φρόντιζαν πάντοτε να βάλλουν καπνούς εις την κορυφή δια να ειδοποιείται ο κόσμος και τα στρατόπεδα, ότι βγήκαν οι Τούρκοι» (Φωτάκος Α, σελ. 150).

[13] Από τους καπνούς στην Επάνω Χρέπα του Μαινάλου οι Έλληνες εμάθαιναν όχι μόνο ότι εβγήκαν Τούρκοι από την Τριπολιτσά, αλλά και προς τα που κατευθύνονται. Αυτά τα εμάθαιναν από ορισμένα σημάδια. «Το σημείον ήτο το ακόλουθον όταν οι Τούρκοι έβγαιναν να υπάγουν δια το Ναύπλιον, έβαλλαν εις την κορυφήν του βουνού της Επάνω Χρέπας ένα καπνόν, αν επήγαιναν δια το Λεβίδι τρεις, και δια το Βαλτέτσι τέσσερας και ούτω καθ’ εξής. Εδώ δια πρώτην φοράν μετεχειρίσθησαν οι Έλληνες τους καπνούς δια να γνωρίζουν που πηγαίνουν οι Τούρκοι. Αφού έβλεπαν τους καπνούς ετουφέκιζαν από ράχιν εις ράχιν και στρατιώται και τσοπάνηδες όπου ευρίσκοντο και διεδίδετο από τον έναν εις τον άλλον η είδησις της εξόδου των Τούρκων εις όλην σχεδόν την Πελοπόννησον και ούτως εφύλαττον τας οικογένειας των και τα ζώα των από τους Τούρκους» (Φωτάκος Α, σελ. 140-141).

[14] Φωτάκος Α, σελ. 150-151.

[15] Φωτάκος Α, σελ. 153.

[16] Φωτάκος Α, σελ. 161.

[17] Θ. Κ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Έλλην. φυλής, φωτομηχανική επανέκδοση από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, με εισαγωγή, εύρετηριον, επιμέλεια Τάσου Γριτσόπουλου, Αθήναι 1981, σελ. 83.

[18] Γιάννη Βλαχογιάννη, Ιστορικοί Ανθολογία, 1927, σελ. 139, αρ. 264.

[19] Λαογραφία τομ. 8 (1921) σελ. 219, αρ. 18. Ο Γ. Αναγνωστόπουλος στο ρήμα προσπέραση δίνει την ερμηνεία (που είναι η σωστή) «διάσχιση τον δρόμον καθέτως και προ σού».

[20] Λαογραφία 13 (1951) σελ. 233, αρ. 196.

[21] Η έκφραση «από το στρατόπεδο» έχει εδώ τη σημασία, ότι οι λαγοί θα διέσχιζαν το στρατόπεδο. Τούτο ισοδυναμεί με την περίπτωση που ένας λαγός προσπερνάει κόβοντας κάθετα τον δρόμο.

[22] Η κλητική που χρησιμοποιεί ο Κολοκοτρώνης (στα Απομνημονεύματά του) είναι «παιδιά» και όχι «στρατιώται» που γράφει ο Φωτάκος.

[23] Φωτάκος Α, σελ. 160.

[24] Φωτάκος Α, σελ. 160.

 

Κώστας Ρωμαίος (1913 – 1992)

Καθηγητής  Πανεπιστημίου – Ακαδημαϊκός

«Πελοποννησιακά» (1985-1986) , τόμος 16. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών.

* Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό σύστημα.

 

Read Full Post »

«μικρο-Μέγα Κολοκοτρωνέικο» το νέο βιβλίο του Νίκου Πλατή


 

Στα ράφια των βιβλιοπωλείων βρίσκεται το νέο βιβλίο του Νίκου Πλατή με τίτλο «μικρο-Μέγα Κολοκοτρωνέικο», που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

Το «Κολοκοτρωνέικο» είναι ένα λεξικογραφημένο ιστορικό δοκίμιο, 256 σελίδων, για το 1821. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο για τον Κολοκοτρώνη στο οποίο ο συγγραφέας του, Νίκος Πλατής, αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες από την περίοδο της Επανάστασης του 1821 με έναν τρόπο πρωτότυπο, βασισμένος σε ιστορικές αλήθειες.

Ο Νίκος Πλατής είναι ο συγγραφέας του περίφημου «Μαύρου λεξικού», του «Μπαχαρικού λεξικού», του «Αθωνικού λεξικού» και άλλων είκοσι περίπου βιβλίων. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1951, όπου ζει και εργάζεται.

 

Οι τέσσερις καπεταναίοι του Μοριά: Κολοκοτρώνης, Γιατράκος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Νικηταράς (Les Quatre Premiers Capitaines de la Moree ο πρωτότυπος τίτλος): Σαν από το θέατρο σκιών θαρρείς βγαλμένοι (και ο Κολοκοτρώνης ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω στα πορφυρά). από το PUAUX, Rene. Grece, Terre aimee des Dieux, Παρίσι [G. de Maleherbe], MCMXXXII.

 

Το συγγραφέα τον γνώρισα το 2011, όταν μου τηλεφώνησε και μου μίλησε για τις σκέψεις του, προκειμένου να υλοποίηση  τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα συναντηθήκαμε στα γραφεία της Αργολικής Βιβλιοθήκης και έτσι από το Άργος, ξεκίνησε  να διαμορφώνετε η ιστορία του βιβλίου.

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου, «μικρο-Μέγα Κολοκοτρωνέικο».

 

Το βιβλίο, λοιπόν, του Νίκου Πλατή με τίτλο «μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο», βασισμένο στις λέξεις, στις φράσεις και στις μνήμες που ανασύρει ο γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του, είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι πραγματικά γεμάτο αποκαλυπτικές λεπτομέρειες και δεκάδες αυτοτελείς μικροϊστορίες, από την ιστορία αλλά και την προϊστορία της Επανάστασης του 1821 στον πυρήνα της, την Πελοπόννησο, αλλά και στα πέριξ, που στηρίζονται σε αξιόπιστες πηγές. Και είναι ένα βιβλίο που δεν το διαβάζει κανείς σελίδα σελίδα, με τη σειρά της αρίθμησης, αλλά κυκλικά, δηλαδή ο αναγνώστης μπορεί να ξεκινήσει το διάβασμα απ’ όποια σελίδα θελήσει, πηγαίνοντας μπρος – πίσω με τον τρόπο που θα επιλέξει.

Οι πηγές του είναι πολλές, αξιόπιστες και σημαντικές. Ωστόσο, αν πρέπει να επικεντρωθούμε σε μερικές, θα σταθούμε στις ιστορικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821.

Έχουμε τον Φωτάκο, τον Φώτιο Χρυσανθόπουλο, γραμματικό (αγιουτάντε) του Κολοκοτρώνη και συγγραφέα του περίφημου δίτομου  έργου «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», έχουμε τον Νικόλαο Κασομούλη, αλλά έχουμε και τον Μαξίμ Ρεμπό, έναν μηχανικό των κανονιών που μας άφησε φοβερές μαρτυρίες και σπαρταριστά ρεπορτάζ από την καθημερινότητα των πρώτων χρόνων της Επανάστασης. Όλα αυτά διασταυρώνονται με τα λόγια, τη σκέψη, τις φράσεις και τις μνήμες του Κολοκοτρώνη και βγάζουν ένα συμπέρασμα.

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814 ή 1819- 1878), λάδι σε μουσαμά, 29 x 22 εκ. Εθνική Πινακοθήκη. Εκτίθεται στη Σπάρτη, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη.

«Ο Κολοκοτρώνης», λέει ο συγγραφέας, σε συνέντευξη του στο περιοδικό Lifo,  «ήταν  άνθρωπος δυναμικός και δραστήριος.  Ήταν στο επάγγελμα ληστοκλέφτης αρχικά, όπως και ο πατέρας του. Κατόπιν ζούσε επαγγελλόμενος τον κάπο, ένα είδος αρχισεκιουριτά της εποχής, επικεφαλής ενός ιδιωτικού στρατού που τον πλήρωναν οι προύχοντες προκειμένου να προστατέψουν την περιουσία τους, το βιος τους, τα πράγματά τους. Μετά δούλεψε ως μισθοφόρος. Ήταν ένας άνθρωπος των όπλων σε όλη του την προεπαναστατική ζωή. Ήταν 51ενος ετών όταν πέρασε στην Επανάσταση. Σίγουρα, βέβαια, ήταν ένας σπουδαίος στρατηγός του κλεφτοπολέμου και κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλη την εμπειρία του που είχε αποκτήσει προς όφελος της Επανάστασης, γιατί ήξερε όλα τα κατατόπια, ήξερε το κάθε πέρασμα, ήξερε την κάθε κρυψώνα. Σε αντίθεση με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος ήταν επικεφαλής των παλικαριών του, ο Κολοκοτρώνης δεν το έκανε ποτέ αυτό το πράγμα, ανέβαινε στα πιο ψηλά σημεία κι αγνάντευε τι θα γίνει, προσπαθούσε να καταλάβει από πού θα περάσει ο εχθρός για να τον κλείσει και να κάνει την ανάλογη κίνηση».

 

Και συνεχίζει, μιλώντας για το πώς ξεκίνησε να γράφει το Κολοκοτρωνέικο.

 

«Είχα την Διήγηση των συμβάντων της ελληνικής φυλής», λέει, δηλαδή, «τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, από πολύ παλιά. Την είχα αγοράσει να τη διαβάσω από τη δεκαετία του ’70. Κάθε φορά, όμως, που προσπαθούσα να τη διαβάσω, στη δεύτερη – τρίτη σελίδα σταματούσα. Δεν καταλάβαινα τι έγραφε και θεωρούσα ότι έφταιγε η ανεπάρκειά μου, αυτά που έπρεπε να ξέρω αλλά δεν ήξερα. Στο μεταξύ, μεγάλωσα, εξελίχθηκα στην κατανόηση της άλλης ιστορίας, αλλά πάλι τον Κολοκοτρώνη δεν τον καταλάβαινα. Δεν ξεχωρίζεις στα απομνημονεύματά του την επαναστατική του ζωή από την προηγούμενη. Αναφέρεται σε περιστατικά, σε ονόματα, σε πράγματα που εάν δεν ξέρεις τι ακριβώς έγινε τότε και σ’ εκείνο το συγκεκριμένο γεωγραφικό τμήμα, δεν μπορείς να τον καταλάβεις εύκολα. Έχει, λοιπόν, μια σκηνή όπου τον καταδιώκουν οι Τούρκοι και με την ψυχή στο στόμα καταφέρνει κάποια στιγμή να γλιτώσει. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης φαντάζεται έναν άνθρωπο ο οποίος πολεμάει τους Τούρκους σε όλη του τη ζωή. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Ας πούμε, το γεγονός στο οποίο αναφέρεται είναι ένα περιστατικό που συνέβη στα 1806, όταν το Πατριαρχείο και η Υψηλή Πύλη αποφάσισαν την εξολόθρευση των ληστοκλεφτών. Τον λόγο που το έκαναν χρειάστηκαν κάποια χρόνια αναζητήσεων για να τον μάθω: γιατί ο Κολοκοτρώνης κι ένας φίλος του, ο καπετάν Γιώργας, απήγαγαν ένα πολύ σημαίνον πρόσωπο της εποχής, έναν πρωτοσύγκελο, τον πρωτοσύγκελο Ανδριανόπουλο, προεστό των Γαργαλιάνων και ισχυρό φίλο του Διοικητή της Πελοποννήσου Οσμάν Πασά, τον οποίο καταεξευτέλισαν. Αυτός ήταν μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής, και ήταν αυτός που συνέλεγε τους φόρους στην Πελοπόννησο.  Όταν δόθηκαν τα λύτρα και γύρισε στο πατριαρχείο, κίνησε γη και ουρανό για να εκδικηθεί. Έτσι ξεπαστρεύτηκε η κλεφτουριά, από την μήνιν του πρωτοσύγκελου Ανδριανόπουλου».

 

Μια ακινητοποιημένη σκηνή στο παρελθόν του Ελληνισμού (δίκην φωτογραφικού ενσταντανέ: Ρωμιοί προύχοντες στα χρόνια του Κολοκοτρώνη, ενώ συνεδριάζουν. Συμβούλιο γενικών επιστατών (Council – Generaral of the epistates), σύμφωνα με τον επεξηγηματικό τίτλο του εκδότη της γκραβούρας. «Τουρκογέροντες» με όλα τα ντεσού (φέσια, οντάδες, λουλάδες, πέρσικες γενειάδες και φορέματα λουκ Δαρείου), κατά τη φωτογραφική μαρτυρία της εικόνας. Συλλογή του συγγραφέα.

 

Το Κολοκοτρωνέικο είναι ένα βιβλίο αναφοράς, όπου δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να μάθει πράγματα και θάματα, όσα πρέπει να ξέρει όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα και ουσιαστικότερα από αυτά τα στερεότυπα που λένε τα σχολικά εγχειρίδια. Αποτελείται από δεκάδες, εκατοντάδες μικροϊστορίες. Έχει καταπληκτική εικονογράφηση, με εικόνες που δίνουν την ευκαιρία στον αναγνώστη να αισθανθεί κάτι από την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζούσαν τότε, εικόνες οι οποίες είναι φτιαγμένες από περιηγητές, από επαγγελματίες ζωγράφους ρεπόρτερ που ειδικεύονταν στην τοπιογραφία και στα ρεπορτάζ καθημερινότητας.

Έχουμε την ευκαιρία να δούμε τι ρούχα φορούσαν οι προγεννήτορές μας, να δούμε πηγαδάκια κουτσομπολιού, μια καθημερινότητα των προ-προ-προπαππούδων μας και των προ-προ-προγιαγιάδων μας.

 

Πορτραίτο του Μάρκου Μπότσαρη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1874. Έργο του Jean-Léon Gérôme (French, 1824-1904).

 

«Στην αρχή του βιβλίου υπάρχουν δύο διαφορετικές εικόνες του Κολοκοτρώνη χωρίς την περικεφαλαία, από ζωγράφους της εποχής. Δεν φορούσε περικεφαλαία όσο ζούσε. Γιατί και πότε του τη φόρεσαν; Και γιατί όλα τα γλυπτά τον δείχνουν με περικεφαλαία;

Αυτό έγινε μετά τον θάνατό του, στα 1884, όταν οι Ναυπλιώτες αποφάσισαν να τιμήσουν τον ήρωα και να φτιάξουν ένα γλυπτό. Το παρήγγειλαν σε έναν επιφανή Έλληνα γλύπτη, τον Λάζαρο Σώχο, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι, και μετά τα σχετικά παζάρια πήρε ένα τεράστιο ποσό και ξεκίνησε η δουλειά.  Όταν είδαν ότι πάει να κάνει μια τυπική αρβανιτόφατσα με το ξυρισμένο κρανίο και την αλογοουρά, αντέδρασαν και του είπαν «κοίταξε να δεις, εμείς δεν θέλουμε έναν τέτοιον Κολοκοτρώνη» και τον υποχρέωσαν να του βάλει περικεφαλαία.

Ο δε γλύπτης έκανε ό,τι του ζήτησαν, αλλά άφησε ένα αποκαλυπτικό σημείωμα μέσα στην περικεφαλαία, που βρέθηκε και διαβάστηκε πολύ αργότερα, στις μέρες μας, όταν το γλυπτό πήγε για συντήρηση το 2002.

Ωστόσο, αυτή η εικόνα ήρθε κι έδεσε με το εν γένει λαϊκό αφήγημα, το ιστορικό αφήγημα του ’21, και είναι αυτή που έχει ο καθένας μας για τον Κολοκοτρώνη».

 

Ο Κολοκοτρώνης στην πραγματικότητα (και χωρίς περικεφαλαία): Κάπως έτσι ήταν ο Κολοκοτρώνης στα χρόνια της Επανάστασης. Έτσι τουλάχιστον τον απεικόνισαν οι δύο ζωγράφοι που τον γνώρισαν από κοντά: Adam Friedel (το έτος 1824) και ο Giovanni Bozzi (έναν χρόνο αργότερα, το 1825). Λιθογραφίες.

 

«Ένα άλλο σημείο που αναδεικνύει το βιβλίο είναι ο πραγματικός εμφύλιος που γινόταν προεπαναστατικά μεταξύ των Ελλήνων μισθοφόρων. Όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί, αρματολοί, κάποι και άλλοι, όταν δεν είχαν δουλειά, όταν δεν λήστευαν στα βουνά και δεν μάζευαν τους φόρους για λογαριασμό του σουλτάνου, δούλευαν στον στρατό των Βενετσιάνων, των Άγγλων, των Γάλλων, των Ρώσων, ως μισθοφόροι. Και ποιους πολεμούσαν; Μεταξύ τους πολεμούσαν! Ούτε αυτό είναι κάτι που έχει φωτιστεί, που έχει επισημανθεί».

Και η Επανάσταση από ποιους έγινε; «Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι και τον 17ο αιώνα, που άρχισε να παρακμάζει, ήταν μία ιδιαίτερα ανεκτική αυτοκρατορία. Καθένας μπορούσε να πιστεύει σε όποιον θεό ήθελε, και επιπλέον δεν υπήρχε η έννοια του δουλοπάροικου. Την ίδια εποχή η Ευρώπη ζούσε τον μεσαίωνα, κι ο αγρότης πήγαινε μαζί με το αγρόκτημα. Αγόραζε κάποιος το αγρόκτημα και μαζί με αυτό έπαιρνε και το χωριό και τους κατοίκους. Φοβερό πράγμα! Επειδή όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία πολεμιστών, ζούσε από τις λείες, όταν αυτές σταμάτησαν, γιατί δεν μπορούσαν πια να νικούν, μετά τη Βιέννη π.χ., άρχισαν να αδειάζουν τα ταμεία. Έχοντας συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής τρυφηλό, ως εκ τούτου απίστευτα δαπανηρό, χρειάζονταν χρήματα. Έτσι, έκαναν αυτό που είχαν κάνει και οι Βυζαντινοί παλιότερα, όταν είχαν αρχίσει να παρακμάζουν: προπώλησαν τους φόρους, τους οποίους αγόρασαν οι τοπικοί πρόκριτοι, που έδιναν προκαταβολικά στην Υψηλή Πύλη, στον σουλτάνο, τα χρήματα που ήθελε, κι εκείνοι έπαιρναν το δικαίωμα να τα εισπράξουν μόνοι τους. Και τα εισέπρατταν με το παραπάνω. Άρχισαν, λοιπόν, να δυναμώνουν οι τοπικοί άρχοντες και σιγά σιγά αγόραζαν κι άλλη γη, κι άλλη γη, και με τον τρόπο τους και με το αδίστακτο της όρεξής τους έφεραν και στον ελλαδικό χώρο τον μεσαίωνα. Ξαφνικά μπορούσε ένας Ρωμιός γαιοκτήμονας να έχει στην ιδιοκτησία του και 100 ή και 200 χωριά, μεγάλα σαν σημερινές κωμοπόλεις. Τότε έγινε αβάσταχτη η ζωή και στην πραγματικότητα αυτή είναι η «βαριά τουρκιά» που περιγράφουν οι ιστορίες των σχολικών εγχειριδίων…»

 

Λέγεται πως ο Κεχαγιάμπεης έχασε τον πόλεμο για τα μάτια μιας χανούμισσας που γνώρισε στο χαμάμ της Τριπολιτζάς. Ομαδικό ζωγραφικό πορτρέτο διά χειρός Jean-Leon Gerome (1824-1904).

 

Για να πάρουμε μια γεύση από το «μικρο-Μέγα Κολοκοτρωνέικο», σας «μεταφέρω» δύο λήμματα του βιβλίο που αφορούν, στον τόπο μας, το Άργος και το Ναύπλιο.

 

Άργος


 

Άργος, το (Ιστ. Γεωγρ.): Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Η Λάρισα της Πελοποννήσου (από κλιματολογικής απόψεως)! Ζεστό μέρος. Πάνω στον κάμπο της Αργολίδας. Όταν το επισκέφθηκε ο Άγγλος αρχαιολόγος (και τοπογράφος) William Gell, στα 1801, αριθμούσε περί τις 4.000 ψυχές (μόνιμους κατοίκους), τα περισσότερα σπίτια του ήσαν μονώροφα και οι δρόμοι του ευθύγραμμοι: «Ανάμεσά τους πρόβαλλαν επιβλητικά οι κατοικίες των αρχόντων τριγυρισμένες από κήπους. […] Η πολιτεία αναπτυσσόταν σταθερά. Καινούργιες οικοδομές χτίζονταν με γοργό ρυθμό. Ελάχιστοι Τούρκοι ζούσαν στην πολιτεία. Ο ξένος μπορούσε να βρει κατάλυμα στο σπίτι του άρχοντα Βλασσόπουλου, πλούσιου εμπόρου, προστατευόμενου των Άγγλων. Υποδεχόταν τους ξένους με φιλοφροσύνη και συγκέντρωνε την εκτίμηση των συμπατριωτών του για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Για να κυκλοφορήσει ο ξένος στην πόλη έπρεπε να συνοδεύεται από γενίτσαρο γιατί τα παιδιά ήταν πολύ ενοχλητικά».  (Ξεν. Ταξ., τ. Γι, σ. 122). Τα ίδια είδε κι έπαθε και ο Chateaubriand από το παιδομάνι στον Μυστρά ένα έτος αργότερα.

 

Άποψη του Άργους (View of Αrgos), 1829 – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ).

 

Τσώκρης Δημήτριος (1796 – 1875)

Ιστορική πόλη το Άργος, η ιστορία του χάνεται στα αχανή βάθη της προϊστορίας και της μυ­θολογίας. Σημαντικός ο ιστορικός ρόλος του στο ’21: Εδώ ήταν οπλαρχηγός ο Τζόκρης. Απ’ εδώ ξεκίνησε η πρώτη Εθνο­συνέλευση (για να ολοκληρωθεί εντέλει στην Επίδαυρο): «[…] την 1η Δεκεμβρίου 1821 έγινε στο Άργος μια δήθεν εθνο­συνέλευση με εικοσιτέσσερα μέλη, που σχεδόν όλα ήταν προεστοί του Μοριά. Πρόεδρος της Συνέλευσης έγινε ο Υψηλάντης, αλλά αηδιασμένος με τις ραδι­ουργίες των μελών της έφυγε για την Κόρινθο, με σκοπό να οργανώσει την πολιορκία του κάστρου». (Ντέικιν, σ. 117)

Εδώ, στο Άργος, πρωτοσυναντήθηκε ο Κολοκοτρώνης με τον Μαυροκορδάτο, όπως διαβάζουμε στα απομνημονεύματα του πρώ­του: «Ο Μαυροκορδάτος, με τον υιόν τού Καρατζα, ηλθον εις την Πάτρα, εστάθηκαν εκεί μερικόν καιρό, επειτα ο Μαυροκορδάτος ήλθε και πρωτοανταμώσαμεν εΐς το Άργος. Αφού επεστρέψαμεν εις το Άργος, εμαζεύθησαν όλοι οι Άρχοντες και από διαφόρους επαρχίες και νησια της Ελλάδος». (Διήγ.)

Εδώ, σ’ αυτή την πόλη, στα 1820 κατοικούσαν περί τις 10.000 ψυχές (οι περισσότεροι Έλ­ληνες, αλλά και καμιά πεντακοσαριά Τούρκοι), μέχρι την έλευση του Κεχαγιά: «Τα ελληνικά σπίτια του Άργους, όλα μικρά και χαμηλά, είχαν γίνει στάχτη από τον Κεχαγιάμπεη. […] Τα τούρκικα σπίτια είχαν σωθεί όλα. Ήταν επιβλη­τικά, καλοχτισμένα, ευρύχωρα κι όλα απομονωμένα με ψηλούς τοίχους. Κάθε σπίτι είχε ένα ή περισσότερα πηγάδια, κήπο με ξυνά και παράσπιτα». (Σιμόπ.)

Εδώ, στα περίχωρα του Άργους, κατα­γράφεται μια καραμπινάτη ήττα των Γραικών, (ο λόγος για τη «μάχη» στον ξεροπόταμο Ξεριά, που σκοτώθηκαν (σφάχτηκαν) από το ιπ­πικό του Κεχαγιάμπεη πολλοί Αργίτες, Σπε­τσιώτες και Κρανιδιώτες επαναστατημένοι, αλλά και ο γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννης Γιάννουζας), που ξεκίνησε από τον πανικό ενός καλόγηρου και κατέληξε (τι περίερ­γο!) οξύ ανακουφιστικό συναίσθημα του προκρίτου Δεληγιάννη. [Σε μια λοξοδρομισμένη, κρυπτογραφημένη επιστολή του Νικολάου Δεληγιάννη, η οποία γράφτηκε από το στρατόπεδο και απευθυνόταν στον αδελφό του Κανέλλο, ήταν γραμμένα τα εξής: «Ηττήθημεν. Ας εχει δόξαν ο Θεός! Αλλως αν ένικωμεν ο Δήμος εγίνετο βασιλεύς»· το παρεγκώμιο «Δήμος» το συνήθιζαν στις κουβέντες τους οι Δεληγιανναίοι όταν μιλούσαν για τον Κολοκοτρώνη, «παρομοιάζοντάς τον με έναν συμπα­τριώτη τους αλήτη, που είχε το ίδιο όνομα»]. (Παπαγ.)

Εδώ, στο Άργος, βρισκόταν, όπως προείπαμε, και ο έτερος Υψηλάντης (ο Δημήτριος) όταν κατέφθασαν τα πικρά νέα από την παρίστρια (η ευρισκόμενη παρά τον Ίστρον «Δούναβη», παραδουνάβια ηγεμονία), που ξεσήκωσε ανέλπιδα ο συνεπώνυμος αδελφός του Αλέξανδρος: «Το Άργος ήταν κατάμεστο από στρατιώτες. Τραγούδια θορυβώδη ακούγονταν παντού. Βρήκε τον Υψηλάντη θλιμμένο και σκε­φτικό. Είχαν φθάσει τα τραγικά νέα από τη Βλαχία κι’ ανησυχούσε για τη δική του τύχη, την επιβολή και το κύρος του». (πρ. π.)

Εδώ, στο Άργος, και το καφε­νείο που μαρτυρεί ο Ρεμπό, αυτόπτης μάρτυρας ενός φρικαλέου επεισοδίου πα­ραδειγματισμού με την ιδιόχειρη… υπο­γραφή του Σταματελόπουλου: «Μια μέ­ρα, ενώ βρισκόταν  σε καφενείο του Άρ­γους, του έφεραν ένα στρατιώτη του, που είχε δημιουργήσει σκάνδαλα στην πόλη. Τον ανέκρινε μπροστά στον κόσμο και όταν βεβαιώθηκε για τις άνομες πράξεις του, άπλωσε, ήσυχα – ήσυχα, το αριστερό του χέρι, άδραξε το στρατιώτη από τα μαλλιά και με το δεξί, τραβώντας το γιαταγάνι από το σιλάχι, του έκοψε το κεφάλι μ’ ένα χτύπημα. Όλοι γύρω μαρ­μάρωσαν […]». (πρ. π.)

Ως εδώ ακούγονταν οι κανονιές της πολιορκίας του Αναπλιού, τα έντεκα χιλιόμετρα που χωρίζουν το Άργος από το Ναύπλιο δεν λειτούργησαν καθόλου ηχομονωτικά, με κάθε κανονιά που έπεφτε, οι Αργίτες έκαναν και μιαν ευχή (την ίδια πάντα).

Εδώ, στο αρχαίο θέατρο, έγινε η τέταρτη Εθνοσυνέλευση, ήταν παρών και ο Καποδίστριας (πώς θα μπορούσε άλλωστε να λείπει, αφού αυτός ήταν ο αρχηγός όλων).

 

Άποψη του Αρχαίου Θεάτρου του Άργους όπου διεξάγονταν οι εργασίες της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως. Επιχρωματισμένη λιθογραφία, Rey Étienne, 1843

 

Εδώ, στο Άργος, άρχισε να γρά­φει τα απομνημονεύματά του ο «στρα­τηγός» Μακρυγιάννης· φρούραρχος της πόλης που ποτέ δεν συμπάθησε, με μια έκδηλη αντιπάθεια προς τους Αργείους (εδώ και το σπίτι του, ό,τι απέμεινε δη­λαδή: γκρεμίδια και μια τεράστια αγριο­συκιά για την ακρίβεια, η πόλη του Άρ­γους τον απέρριψε, όπως κι αυτός αυτή).

Δεν ξέρω γιατί ακριβώς, αλλά απ’ εδώ, από την πόλη του Άργους, ξεκίνησα το αναδρομικό ιστορικό ρεπορτάζ για το Κολοκοτρωνέικο. Ο Κολοκοτρώνης ανα­φέρεται σ’ αυτό (στο Άργος δηλαδή) κάμποσες φορές, εγώ στάθηκα σε τούτη δω την αναφορά του, που μαρτυρεί την παρουσία του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλα, συνδυασμένη τρόπον τινά και με τις αργίτικες σταφίδες: «Άφηκα αντι­πρόσωπόν μου εις αύτο το στράτευμα τον Γεωργάκη Γιατράκο, και εγώ έπηρα 50 νομάτους και έπηγα εις το Άργος. Έκει εστειλα εις το Ναύπλιον και ήλθε εις το Άργος ο Καραϊσκάκης, Τζαβέλας και λοιποί. Ο Κώστας Μπότσαρης και μερικοί άλλοι τους κράτησε ο Ζαΐμης και τους εκαμε να μην έλθουν να ένωθοϋμεν τα στρατεύματα. Οι σταφίδες εκόντευαν να γενουν· ο Γιάννης και ο Παναγιώτης Νοταράδες άρχισαν να τρώγουνται». Βλ. λ. Οι Μανιάτες έγδυσαν το Άργος.

 

Ναύπλιο


 

Ναύπλιο, το (Ιστ. Γεωγρ.): Έτσι «γράφει» συνήθως το Ανάπλι, ο Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του· η αλήθεια είναι πάντως πως «χρησιμοποιεί» και τις δύο λέξεις (Ναύπλιο και Ανάπλι) ταυτόχρονα στα απομνημονεύματά του, στην ίδια πρόταση μάλιστα ενίοτε: «Μου γράφουν από την  Τριπολιτζά να γυρίσω οπίσω, διότι η Πάτρα τελειώνει. “Να γυρίσεις οπίσω να πάμε στο Ναύπλιο”. Εγύρισα με τα στρατεύματα που είχα συνάξει. Πηγαινάμενος εις την Τριπολιτζά, εστείλαμε ένα γράμμα, να ιδούμε τι κάνουν εις το Ανάπλι». (Διήγ.)

 

karl krazeisen – Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Όταν το επισκέφθηκε στα 1801 ο Άγγλος αρχαιολόγος William Gell, λειτουργούσαν στο Ναύπλιο δύο δημόσια λουτρά, για το ένα δε από αυτά μας δίνει και τη σχετική περιγραφή: «[…] Κι’ ενώ παθαίνεις δυνατή εφίδρωση ένας λουτράρης σε τρίβει και σε λούζει αν θέλεις. Ύστερα φέρνουν μια λεκάνη γεμάτη σαπουνάδα κι’ ο λουτράρης σε τρίβει με βούρτσα από κάποιο ανατολίτικο φυτό. Όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία σ’ αφήνει μόνο μ’ ένα κύπελλο να ρίχνεις πάνω σου ζεστό ή κρύο νερό από τις δύο μαρμαρένιες γούρνες που βρίσκονται πλάι σου. Έπειτα χτυπάς παλαμάκια κι’ ο υπηρέτης σου φέρνει ένα καθαρό μπαμπακερό ρούχο που το δένεις στη μέση σου κι’ ένα τουρμπάνι για το κεφάλι.

Ύστερα σε οδηγεί ξανά στην πρώτη αίθουσα όπου ξαπλώνεις ανάμεσα στα σεντόνια και πίνεις καφέ ώσπου να στεγνώσεις. Μπορείς ν’ αφήσεις τα λεφτά σου στις τσέπες χωρίς φόβο. Στα λουτρά δεν γίνονται ποτέ κλοπές». (Ξεν. Ταξ., τ. Γ1, σ. 123)

 

Βρύση στο Ναύπλιο, Peter von Hess, λάδι σε ξύλο, 1839

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το επιτόπιο ρεπορτάζ του Henry Post, (για την ακρίβεια, η αναφορά του προς το φιλελληνικό Κομιτάτο της Βοστόνης), που «επισκέφθηκε» το Ναύπλιο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1827, επί των ημερών του μιαρού τυραννίσκου Γρίβα:

«Είδαμε μια σκηνή δυστυχίας και αθλιότητας που οι ευνοημένοι κάτοικοι της ευτυχισμένης χώρας μας δεν μπορούν να φαντασθούν. Εκατοντάδες εξαθλιωμένα πλάσματα, με λιμασμένη όψη και κουρελιασμένα ρούχα, είχαν κατασκηνώσει σε καλύβες από καλάμια και μας εκλιπαρούσαν, καθώς περνούσαμε ανάμεσά τους, με απλωμένα χέρια και ικευτικά βλέμματα, να λυπηθούμε την απελπιστική κατάστασή τους. Η συμπάθειά μου κορυφώθηκε όταν έμαθα ότι πολλοί απ’ αυτούς υπήρξαν από τους πλουσιότερους και πιο σεβαστούς Έλληνες, ότι εγκατέλειψαν την ερημωμένη γη τους και τα καμμένα σπίτια τους και τώρα αγωνίζονται να κρατηθούν στη ζωή με μέσα που θα συγκλόνιζαν κάθε ανθρώπινη ψυχή. […] Η πόλη, είπαν, υποφέρει πολύ από έλλειψη ψωμιού – οι στρατιώτες γογγύζουν και αρχίζουν τις αρπαγές και οι κάτοικοι φοβούνται μήπως από στιγμή σε στιγμή καταφθάσει άλλο μήνυμα του Γρίβα, όπως εκείνα που έχουν λάβει στο παρελθόν. “Γιατί συνήθιζε να επιβάλει στην πόλη αναγκαστική εισφορά κάθε φορά που αντιμετώπιζε εξάντληση των αποθεμάτων και να βομβαρδίζει σπίτια από το κάστρο αν δεν έσπευδαν οι κάτοικοι να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις του” […]». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 358-359). Συνών.: Νάπλι.

 

Το «μικρο-Μέγα Κολοκοτρωνέικο» μπορεί να αποτελέσει ένα θαυμάσιο δώρο, για τις γιορτινές μέρες που έρχονται. 

 

Τάσος Τσάγκος

Επιμελητής εκδόσεων

Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Λοιμός στο Ναύπλιο

 


Στο « Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου,*  ένα μοναδικό και ιδιαιτέρως σημαντικό χρονογραφικό, φιλολογικό και γελοιογραφικό περιοδικό, του έτους 1893, μεταξύ άλλων ενδιαφερόντων θεμάτων, διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Φωτίου Χρυσανθόπουλου του γνωστού Φωτάκου, γραμματέα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αναφέρεται στο μεγάλο λοιμό του Ναυπλίου. Ο λοιμός αυτός συνέπεσε με την παράδοση του Ναυπλίου από τον Αλη μπέη Αργίτη, ο οποίος τότε ήταν φρούραρχος της πόλης. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Φωτάκο να μας αφηγηθεί αυτό το γεγονός, με τον μοναδικό του τρόπο.

 

« … Μετά ταύτα έλαβα διαταγήν του αρχηγού μου να ζητήσω τα κλειδιά του φρουρίου από τον Αλή πασά, όστις ήτο φρούραρχος. Ούτος ήτον ο Αλή μπέης Αργίτης, όστις προηγουμένως έλειπεν εκτός της Πελοποννήσου, και έπειτα ήλθε μετά του Δράμαλη, διορισθείς πασάς υπό του Σουλτά­νου, και τούτο διότι ακολούθησε τον Χουρσίτ πασάν, αρχηγόν των στρατευμάτων, εις την κατά των Ιωαννίνων και του Αλή Πασά εκστρατείαν, κατά την οποίαν εγένετο πασάς τρί­της τάξεως ο Αλή μπέης και διωρίσθη συνάμα και φρούραρ­χος Ναυπλίου, διότι το φρούριον ήτον εκ των επισήμων και δεν διωρίζετο άλλος ειμή Πασάς φρούραρχος.

Αφού έλαβα την διαταγήν επήγα εις την οικίαν του, (η οποία ήτο μεγάλη και έκειτο πλησίον των καφενείων, αγορα­σθείσα έπειτα επί της ελληνικής διοικήσεως από τον Εμμαν. Ξένον, και εις την οποίαν κατόπιν εκατοίκησεν ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, και επί τέλους ηγοράσθη υπό του δήμου Ναυπλιέων δια δημοτικόν κατάστημα) δια να αναγγείλω προς αυτόν την διαταγήν του αρχηγού μου.  Άμα εμβήκα εις  την οικίαν, τον ηύρα καθήμενον, και εγώ επίσης εκάθησα, έμπροσθεν αυτού. Αλλ’ αυτός εθεώρησε τούτο ως προσβολήν και άρχισε να στεναχωρήται και να στρίβεται, διότι έμπροσθεν των Πασάδων δεν ήτο συγχωρημένον να καθίση κανείς, διότι τούτο θεωρείται θρησκευτικόν αμάρτημα.

Κατόπιν τον εφοβέρισα και του είπα να εκτελέση την διαταγήν του αρχηγού μου, ειδεμή θα παραγγείλω την άρνησιν εις αυτόν και θα διατάξη την είσοδον του στρατού εις την πόλιν. Ο πασάς ακούσας ταύτα εφοβήθη και εκάλεσεν ένα καβάσην και τον διέταξε να φέρη τα κλειδιά του φρουρίου, όστις και τα έφερεν επάνω εις ένα δίσκον, επί του οποίου ήτον εστρωμένον κάλυμμα (τζεβρές) χρυσούν˙ έπειτα ο ίδιος ημισηκωθείς, έλαβε τα κλειδιά και μου είπε˙ «λάβε τα, δόστα του αρχηγού σου, και ειπέ του εκ μέρους μου να λυπηθή του Θεού τα πλάσματα», εννοών τα πολιορκημένα γυναικόπαιδα.

 

Ναύπλιο – Η Πύλη της Ξηράς (εσωτερική πλευρά), Karl von Heideck 1837.

 

Αφού έλαβα τα κλειδιά, δια να τον καταφρονήσω, τα επέταξα μακράν και έμπροσθέν του, και είπα εις ένα των στρατιωτών να τα λάβη και να υπάγη έξω δια να ανοίξουν την πύλην της ξηράς. Τούτο του εκακοφάνη περισσότερον**. Ταύτα όλα έπραξα, διότι προηγουμένως ο Ισούφ μπέης, κάτοικος Ναυπλίου και γνωστός μου, με είχε παρακινήση να κακομεταχειρισθώ τον Πασάν, διότι ήτο χριστιανομάχος και κακός άνθρωπος. Οι δύο ούτοι Τούρκοι ετρώγοντο μεταξύ των παλαιότερα, και ο πασάς πολλάκις ερραδιούργησε τους κατοίκους του Ναυπλίου να διώξουν τον Ισούφ μπέην, ως χριστιανόν από την μητέρα του, και διότι είχεν ανταπόκρισιν μετά των Ελλήνων αποστατών.

Αληθινά η μητέρα του Ισούφ μπέη και του αδελφού του Ζουλ Φουκάρ μπέη, ήτο χριστιανή, και προτού επαναστατήσωμεν και εγώ την είδα. Ο αδελφός της έζη εις την νήσον Σπέτσαι και ωνομάζετο ο Νικολής της Πασίνας. Ο πατήρ του Ισούφ μπέη την είχεν αιχμαλωτίση, και έλαβεν αυτήν σύζυγον από την πρώτην επανάστασιν του 1769. Ούτος ωνομάζετο Αχριέτης Σαλαμπάσης, και ήτον ο πρώτος Πασάς της Πελοποννήσου, ο οποίος εστάλη εις την Τριπολιτσάν, ήτις έκτοτε εγένετο η έδρα και εδιοικείτο από το κέντρον αυτής η Πελοπόννησος, διότι πρότερον οι πασάδες είχον την έδραν των εις το Ναύπλιον.

Ο πασάς αυτός ήτο πολύ αγαπημένος από τον Σουλτάνον, διότι είχε προσφέρη πολλάς εκδουλεύσεις προς αυτόν της Πελοποννήσου, και προ πάντων επανέφερε την ευταξίαν μετά την επανάστασιν του 1769. Προ του έτους 1780 και ύστερον μετά την καταστροφήν των Αλβανών εν Πελοποννήσω, ο προ αυτού Πασάς, είχε κατασκευάση πύργον, από τας κεφαλάς των Αλβανών, έξωθεν της Τριπόλεως, η οποία τότε δεν είχε τείχος, και αυτός ο Πασάς Σαλαμπάσης εζήτησε την άδειαν παρά του Σουλτάνου να περιτειχίση την Τριπολιτσάν και ετελείωσε το έργον δια της αγγαρείας των ραγιάδων Ελλήνων. Επειδή δε ο Ισούφ μπέης ήτον ήμερος και αγαθός άνθρωπος, συνανεστρέφετο πάντοτε με τους Έλληνας και ήθελε το καλόν των, οι άλλοι Τούρκοι εμίσουν αυτόν, και τον έλεγαν ρωμηόν δια την μητέρα του.

Τον εγνώρισα κατά τα μέσα 9βρίου του 1820, όταν ήλθον από την Ρωσσίαν δια την επανάστασιν, διότι κατά διαταγήν του Γκούστη επήγον εις Ναύπλιον μετά του συντρόφου μου και Διερμηνέως Δημ. Αρκαδινού, δια να παρατηρήσωμεν και κατασκοπεύσωμεν τα φρούρια και την πόλιν.  Εγώ εφόρουν φορέματα ευρωπαϊκά και επροσποιούμην τον ξένον, ο δε Αρκαδινός τον διερμηνέα, δια να μη μας υποπτευθούν οι Τούρκοι. Αφού εμβήκαμεν εις το Ναύπλιον, ο Ισούφ μπέης μας επήρεν εις το σπήτι του, και έπειτα μας εσυνώδευσε και περιήλθαμε την πόλιν, διότι εις πάντα άλλον ήτο εμποδισμένον.

Κατά την ημέραν εκείνην εγένετο υπό του φρουράρχου η διανομή των αλεύρων και των παξιμαδίων εις την φρουράν. Αλλ’ επειδή τα μεν άλευρα ήσαν πικρά, τα δε παξιμάδια εσκουλίκιασαν, ταύτα υποχρεωτικώς εδίδοντο εις τους ραγιάδες, οίτινες εχρεώστουν να αποδώσουν ίσον ποσόν καθαρού σίτου από εκείνον τον οποίον έμελλον να θερίσουν κατά το ερχόμενον έτος 1821. Ημείς εχαίρομεν βλέποντες ότι το φρούριον δεν είχε τροφάς.

Εν τούτοις ο Ισούφ μπέης μας ωδήγησε και έξω του Ναυπλίου, και όταν επλησιάσαμεν εις την πύλην της ξηράς μας είπε να ίδωμεν επάνω, και ημείς αναβλέψαντες ίδομεν μίαν μεγάλην μάχαιραν κρεμαμένην, από επάνω από την θύραν του φρουρίου, και τότε μας είπεν ότι τούτο σημαίνει ότι δια της μαχαίρας αυτής εκυρίευσαν οι Τούρκοι το φρούριον, και ότι οι απλοί εξ αυτών δοξάζουσιν ότι κάθε Παρασκευή η μάχαιρα αύτη στάζει αίμα, αλλ’ ο Ισούφ ήτο γραμματισμένος και δεν επίστευσεν εις το τοιούτον. Τοιουτοτρόπως εγνώρισα τον Ισούφ μπέην, και δια την γνωριμίαν μας τον συνέδραμον, διότι όταν οι Τούρκοι κατά την συνθήκην έφευγαν από το Ναύπλιον εις την Ανατολήν, παρακάλεσα τον καπετάν  Άμιλτον, να δεχθή αυτόν και όλην του την οικογένειαν εις το πλοίον του, και τους εδέχθη.

Τον Άμιλτον εζήτησαν οι Τούρκοι δια να παρευρεθή και αυτός κατά την εκτέλεσιν της συνθήκης προς περισσοτέραν ασφάλειαν, διότι τότε η Αγγλία ήτο σφόδρα φιλότουρκος. Ο Ισούφ μπέης επέστρεψε πάλιν εις την Ελλάδα μετά την έλευσιν του Κυβερνήτου, και η Κυβέρνησίς του τον διώρισεν υπάλληλον προς μετάφρασιν των τουρκικών εγγράφων, τα οποία απέλειπον εις τας ιδιοκτησίας. Μετά δε ταύτα και μετά την αναχώρησιν των εν Ναυπλίω Τούρκων, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, έγεινεν όργανον άλλων επιθυμούντων να εκδιώξωσιν εμέ και τον Σπυρ. Σπηλιωτόπουλον, υπασπιστήν του πατρός του, από την ανατεθείσαν εις ημάς υπηρεσίαν, και εν μια των ημερών με ετραυμάτισε δια μαχαίρας εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος.

Η επιβουλή αύτη εφανερώθη κατόπιν˙ οι αδελφοί Γιατράκος Παναγιώτης και Γεώργιος κατέβαλαν πολλήν επιμέλειαν και η πληγή μου εθεραπεύθη, χωρίς να χάσω το χέρι μου. Αλλ’ έπειτα ασθένησα από τον τύφον, όστις εγεννήθη εντός του Ναυπλίου. Η επιδημία αύτη υπήρξε φοβερωτέρα εκείνης, η οποία έγινεν εις την Τριπολιτσάν, διότι εθέρισε πολλούς Έλληνας, οίτινες εμβήκαν έξωθεν και από τον καθαρόν αέρα εις το Ναύπλιον. Ούτοι άμα εισήλθον έλαβον τα φορέματα και τα άλλα πράγματα των Τούρκων και από αυτά εμολύνθησαν.

 

Η πλατεία Πλατάνου ( Συντάγματος) με το Σεράι του Μορά Πασά και το Βουλευτικό, σχέδιο σε μολύβι, L. Lange, 1834.

 

Η νόσος αύτη είχε πολλά πρωτοφανή και παράξενα συμπώματα και αποτελέσματα. Όστις κατελαμβάνετο από αυτήν ήτο αδύνατον να ζήση, και όστις έζη και διέφευγεν αυτήν, εστερείτο μιαν από τας αισθήσεις του, ή το φως του, ή την μνήμην του, ή την ακοήν.

Όταν η νόσος έφθανεν εις την ακμήν της, ο πάσχων ετρελαίνετο και η φαντασία του ανέβαινεν υψηλά. Πολλοί εκ των αρρώστων εσηκώθησαν, οι μεν την νύκτα, οι δε την ημέραν να κολυμβήσουν εις την θάλασσαν όπου και επνίγησαν, ερρίπτοντο δε εις την θάλασσαν δια να δροσισθούν, διότι η φλόγα των μέσα ήτον αθεράπευτος. Άλλοι πάλιν ενόμιζον ότι το έδαφος ήτο θάλασσα και έριπτον εαυτούς από τα παράθυρα της οικίας των κάτω εις την γήν, αφού προηγουμένως εκδύοντο και άφιναν τα ενδύματά των  δια να μη βραχούν˙ όσοι δε από το πέσιμον εσώζοντο, εγύριζαν γυμνοί εις την πόλιν, και κανείς δεν τους εσυμάζωνεν, όλος δε ο κόσμος από τον φόβον της νόσου έφευγεν.

Τινές δε εφαντάζοντο ότι ήσαν ιερείς και περιφερόμενοι μέσα εις τας οικίας των εμιμούντο τους ιερείς ιερουργούντας εις την Εκκλησίαν. Πολλοί από τους ευρεθέντας τότε εκεί Γερμανούς φιλέλληνας και νεωστί ελθόντας, δια να προσφέρωσι τον εαυτόν των θυσίαν εις την κλασικήν γην των αρχαίων Ελλήνων, – διότι και τα διαβατήριά των τοιαύτα ήσαν και ούτος έλεγον: «Θεέ, σώσον την Ελλάδα! Απέρχεται ο δείνα (ενταύθα εσημειούτο το όνομα, το επίθετον και η πατρίς του) να συναγωνισθή μετά των αδελφών Ελλήνων, ελευθερόνων την πατρίδα του Επαμινώνδα, του Θεμιστοκλή, του Περικλή και των λοιπών Ελλήνων, και τα διαβατήρια υπέγραφον τα μέλη μιας φιλελληνικής επιτροπής υπό το όνομα κομιτέ, – αυτοί όλοι εχάθηκαν οι δυστυχείς δωρεάν, διότι δεν είχον κανένα συγγενή να τους συμμαζώξη και να τους περιποιηθή, άλλως τε δεν εγνώριζον και την γλώσσαν δια να εξηγούνται.

Αν δε κανείς εξ’ αυτών είχε σώας τας φρένας και επήγαινε γυρεύοντας να εύρη νερόν, να σβύση την φωτιά η οποία μέσα του εκαίετο, καμμίαν βοήθειαν δεν εύρισκε, διότι έφευγαν οι γεροί από κοντά του δια να μη μολυνθούν, και τούτο όχι μόνον εις τους φιλέλληνας εγίνετο, αλλά και εις τους ιδίους συγγενείς των πασχόντων, οίτινες και αυτοί ακόμα τους άφιναν. Εκτός δε τούτων ούτε ιατρούς, ούτε νοσοκομείον, ούτε άλλο τίποτε μέσον θεραπείας υπήρχεν. Οι Έλληνες χωρικοί εφοβούντο να τους πλησιάσουν, όχι δια να μη μολυνθούν και πάθωσι και αυτοί, αλλά κυρίως εκ της προλήψεως ότι οι προσβαλλόμενοι από την νόσον δαιμονίζονται.

Εν τούτοις πολλοί εκ των χωρικών, οίτινες είχον έλθη δια τα λάφυρα, επήραν τα παληόρρουχα τα μολυσμένα και έφερον την αρρώστιαν εις τα χωριάν των, από την οποίαν πολλοί απέθανον. Πολύ έβλαψεν η ώρα του έτους και η θέσις της πόλεως, διότι ήτο χειμών, και έβρεχε και η υγρασία ήτο πολύ μεγάλη. Πολλά τότε συνέβησαν αλλόκοτα και παράδοξα ένεκα της νόσου, αλλά το μάλλον περιεργότερον είναι το ακόλουθον.

Όπισθεν του ναού του Αγ. Γεωργίου υπήρχον καμάραι και ερείπια οικιών, αίτινες είχον νεωστί καταπέση, και ήσαν ξύλα πολλά, τα οποία οι Έλληνες μετεχειρίζοντο δια να καίωσι φωτιάν. Δύο αρρώστων η φαντασία εσυμφώνησε να υπάγουν να κλέψουν ξύλα από τον σωρόν των ερειπίων, και αφού επήγαν εκεί επιάσθηκαν μεταξύ των, και ο ένας εμπόδιζε τον άλλον. Ο ένας από αυτούς ήτο Χίος, Τζωρτζέτος Ράλλης ονομαζόμενος, ανεψιός του μισέ Θανάση γνωστού εις το Ναύπλιον. Αυτός έζησε, διότι τον εγνώρισα εις το Ταϊγανρόκ της Ρωσσίας κατά το 1817 και τον επεριποιήθην εις την αρρώστιαν του. Εγώ ήμην 28 ημέρας άρρωστος κλεισμένος εις ένα δωμάτιον. Ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος, ο μετονομασθείς Κακλαμάνος, με επεριποιήθη προς καιρόν, αλλ’ ύστερον με παρήτησε και έφυγε κρύφα.

Είχαν καρφώση τα παράθυρα και την θύραν μήπως φύγω και κρημνισθώ, υπέφερα πολύ, ελαττώθη το μνημονικόν μου και η ακοή μου, και μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου πάλιν τα επανέκτησα. Τοιαύτη ήτον η λοιμική νόσος του Ναυπλίου εκ ταύτης δε, καθώς και εκ της προστεθείσης της Τριπολιτσάς, απέθανον περισσότεροι άνθρωποι, παρά εις τους μέχρι γενομένους πολέμους. Είπομεν ανωτέρω ότι πολλοί εκ των ευρεθέντων Γερμανών φιλελλήνων, και νεωστί ελθόντων απέθανον από την νόσον. Ούτοι σωθέντες μετά του Πέτα την ατυχή μάχην, έμειναν ως ζύμη του τακτικού, και εκείθεν ήλθαν εις το Λουτράκι και εις την Κόρινθον, έπειτα πάλιν, ως ενθυμούμαι, εβγήκαν κατά την Πιάδα και το Λιγουργιόν, και ύστερον ετοποθετήθησαν εις το Ξεροκάστελλον και εις το μοναστήριον του Αγίου Δημητρίου, και ούτω έλαβον μέρος και αυτοί εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου.

Αν και δεν ήσαν πολλοί, διότι δεν υπερέβαινον τους διακοσίους, όμως οι άνδρες αυτοί ανέλαβον τον αγώνα να φυλάττωσιν ως σκοποί νύκτα και ημέραν.  Εστάλαξαν οι πτωχοί εις τα πόδια των, και είναι άξιοι επαίνου δια την επί ένα περίπου μήνα τοιαύτην υπηρεσίαν των, διότι ωφέλησαν την πολιορκίαν, και μάλιστα αυτοί πρώτοι των άλλων Ελλήνων κατά την άλωσιν εμβήκαν μέσα εις το Παλαμήδιον. Δεν ενθυμούμαι τα ονόματά των δια να μνημονεύσω και να πλέξω στέφανον της καρτερίας των. Και όμως μέχρι τέλους αδικήθηκαν εις την διανομήν των λαφύρων, διότι τα επήραν οι άτακτοι.

Αν έβλεπέ τις τούτο το τακτικόν σώμα πως έγεινε τότε και πως ήτον ενδεδυμένον ποτέ, δεν θα το ελησμόνει, αλλ’ ούτε ημπορεί τις να το ζωγραφήση, διότι προς τούτο θέλει όλα του κόσμου τα χρώματα. Εφόρουν παραδείγματος χάριν μπινίσια τουρκικά διαφόρων χρωμάτων και της γούνες ανάποδα και μακρόθεν εφαίνοντο ωσεί αρκούδες ή καμήλες. Εις δε τας κεφαλάς των εφόρουν καβούκια τουρκικά. Άλλοι εξ’ αυτών ήσαν ξυπόλυτοι, και άλλοι πάλιν εφόρουν κόκκινα υποδήματα και κίτρινα και μέστια γυναικεία. Πολλοί δε άλλοι είχον αντί μανδύας, παπλώματα εις την ράχιν των. Οι δε σκοποί μακρόθεν δεν διεκρίνοντο αν ήσαν άνθρωποι. Έβλεπέ τις μόνον ένα πράγμα και εμαύριζε και μόνον από την ορθήν λόγχην του όπλου εγνωρίζοντο ότι ήσαν σκοποί.

Ο δε καιρός ήτο χειμώνας και έκαμνε κρύο πολύ, και δια τούτο υπέφερον οι πτωχοί. Ο αρχηγός των και οι λοχαγοί έδειξαν μεγάλην γενναιότητα και καρτερίαν αμίμητον, και όπως η μητέρα τρέφει και περιποιείται τα παιδιά της, έτσι και αυτοί επιμελούντο τους στρατιώτας των. Είχον δε ούτοι και ολημέρα πόλεμον με την έλλειψιν των αναγκαίων μέσων, διότι έως να εύρουν το ένα, τους έλειπε το άλλο, και δια ταύτα τα αίτια και άλλα ακόμα, ποτέ εις την Ελλάδα δεν ηδυνήθη να πήξη αυτό το σώμα των τακτικών. Όλοι δε οι Γερμανοί υπήρξαν οι ειλικρινέστεροι και αφιλοκερδότατοι φίλοι της Ελλάδος, και δια τας τοιαύτας αρετάς εμάκρυνα τον λόγον περί αυτών».

   

Υποσημειώσεις

 


  

* Ο παρ’ ημίν Αρειοπαγίτης κ. Σ. Ανδρόπουλος, κάτοχος, ως γνωστόν, των πολυτίμων ανεκδότων χειρογράφων του Φωτάκου, του διατελέσαντος γραμματέως του αειμνήστου Κολοκοτρώνη, ευηρεστήθη να χορηγήση ημίν προς δημοσίευσιν το υπ’ όψιν απόσπασμα, εν ω ζωηρώς εξεικονίζεται μια θλιβερά σελίς του Εθνικού Αγώνος.

** Εις τα προεκδοθέντα απομνημονεύματά μου εντράπην ν’ αναφέρω ότι εγώ επήρα τα κλειδιά του Ναυπλίου από τον Πασάν. Αλλ’ επειδή είδον πολλούς άλλους λέγοντας ότι αυτοί τα έλαβον, και να φορτώνονται τόσα βάρη, δια τούτο και εγώ επεφάσισα να φορτωθώ ότι έπραξα κατά διαταγήν του αρχηγού μου.

 

Πηγή

 
  • Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, « Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1893»,  Εν Αθήναις 1893.

 


  

  

Read Full Post »

Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821)


   

Ο Αχλαδόκαμπος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821

 

Αχλαδόκαμπος

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν χωριό, συγκροτήθηκε, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, από διάφορους γεωργικούς και κτηνοτροφικούς μικροσυνοικισμούς της περιοχής, οι οποίοι υπήρχαν ανέκαθεν στην περιοχή, όπως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα τοπωνύμια: « Καλύβια», «Παλιόμαντρα», «Παλιόχωρα», «Παλιοχώρια», «Νερά» κλπ., πιθανόν από κατοίκους του Μουχλίου, καθώς και από κατοίκους άλλων περιοχών, οι οποίοι σαν φυγόδικοι βρήκαν καταφύγιο και εργασία στον Αχλαδόκαμπο ή ήρθαν σιόγαμπροι.

Χτίστηκε απόκρυφα και αμφιθεατρικά, μέσα σε δασώδη περιοχή, στο επάνω μέρος του «Πέρα» και του «Δώθε χωριού», αποτελούμενο από μικρούς οικίσκους (κονάκια), με μια πόρτα και ένα παράθυρο, πολλοί των οποίων χρησιμοποιούνται σήμερα, σαν στάβλοι και αχυρώνες, σε υψόμετρο εξακοσίων (600) περίπου μέτρων από τη θάλασσα.

Οι κάτοικοι προτίμησαν τη θέση αυτή για να έχουν κοντά το νερό των πηγών «Αγίου Γεωργίου» και «Καρυάς», για να αποφεύγουν τις ενοχλήσεις των Τούρκων, λόγω των διαβάσεων υποχρεωτικά δια μέσου Αχλαδοκάμπου και για να μπορούν εύκολα, σε περίπτωση τουρκικής επιδρομής να ανεβαίνουν προς το Αρτεμίσιο.

 

Σπίτια στον Αχλαδόκαμπο.

 

Το όνομα του χωριού, Αχλαδόκαμπος, μνημονεύεται στον Κατάλογο της γενικής απογραφής των πόλεων και χωριών της Πελοποννήσου, που έγινε από το μηχανικό και επόπτη του καταστίχου της Μορέως Alberghetti, έπειτα από σχετική εντολή του Ενετού Φραγκίσκου Μοροζίνη, το 1687, και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Νotitia Alberghetti», σαν παράρτημα, στο έργο του Ενετού ιερέα Antonio Pacifico, που έχει τον τίτλο: «Breve Descrittione Corografica del Peloponneso, Venetia 1704».

Πρώτη γραπτή μαρτυρία κατοίκου του χωριού, με το όνομα «Αχλαδοκαμπίτης», έχουμε του Αναγνώστη Κονδάκη, οπλαρχηγού της Κυνουρίας, ο οποίος στο έργο του: Απομνημονεύματα, Αθήναι [1957], σ.18, λέγει ότι κατά τη συντριβή των Αλβανών στην Τρίπολη, το 1779, από τους Κλεφταρματολούς, «ένας Αχλαδοκαμπίτης σημαιοφόρος πρώτος έστησε την σημαίαν εις το Σεράγιον».

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησίμευε, όπως και σήμερα, σαν σταθμός αναψυχής και διανυκτέρευσης των οδοιπόρων και του τουρκικού στρατού, έπειτα από εξάωρη πορεία τριάντα περίπου χιλιομέτρων, είτε από το Άργος, είτε από την Τρίπολη. Η διάβαση αυτή δια μέσου του Αχλαδοκάμπου λεγόταν Δερβένι, που σημαίνει πέρασμα. Το Δερβένι του Αχλαδοκάμπου φυλαγόταν από Αχλαδοκαμπίτες κυρίως φρουρούς, μισθωτούς, για την πρόληψη ληστειών, φονικών και άλλων κινδύνων, και ακόμη για να ελέγχονται τα είδη εισαγωγής και εξαγωγής.

Στη θέση «Λιά ρέμα», όπου γινόταν διακλάδωση του δρόμου, είτε προς το «Λυκάλωνο», είτε προς τα «Νερά», είτε ακόμη προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια», υπήρχε έλεγχος και οι αμαξηλάτες και ταξιδιώτες με άλογα πλήρωναν ανάλογο φόρο, ένα είδος διοδίων.

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν δερβενοχώρι, υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου της Κυνουρίας, που ήταν μια από τις έξι διοικητικές περιφέρειες της Πελοποννήσου.

 

Θέα από τον Αχλαδόκαμπο, στο βάθος η μεγάλη γέφυρα.

 

Σχετικά ο Άγγλος περιηγητής Will. M. Leake, στο έργο του, Travels in the Morea, Λονδίνο 1830, τ. Β’, σ. 334, σημειώνει, το 1809, τα ακόλουθα για τον Αχλαδόκαμπο:

«Το χωριό Αχλαδόκαμπος… ανήκει στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου και όπως όλα τα χωριά αυτής της περιφέρειας είναι ένα κεφαλοχώρι. Ως δερβενοχώρι διατηρεί  με τα δικά του έξοδα μερικούς φύλακες, για την ασφάλεια.  Για την υπηρεσία που προσφέρει δεν έχει υποχρέωση να φιλοξενεί τους ταξιδιώτες».

 

Αγία Κυριακή Αχλαδοκάμπου – Εντός της ρεματιάς που ενώνει το πέρα και το εδώ χωριό, η εκκλησία της Αγίας Κυριακής βρίσκεται εκεί τουλάχιστον 200 χρόνια… Ο Ιερός Ναός της Αγίας Κυριακής Αχλαδοκάμπου αποτελεί αξιόλογο ιστορικό μνημείο της περιοχής, χτίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, με σκοπό να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των συνεχώς αυξανόμενων οικογενειών του χωριού και κάτω από ορισμένες συνθήκες και παραχωρήσεις του Τούρκου διοικητή, όπως μαρτυρούν οι θρύλοι και οι τοπικές παραδόσεις.

 

Επίσης ο ιστορικός και υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Αθήναι 1888, σ. 74, γράφει τα εξής για το προνόμιο αυτό του Αχλαδοκάμπου:

«Το χωρίον τούτο η τουρκική εξουσία το είχεν εν μέρει ασύδοτον, και όλα τα χωριά, όσα ευρίσκονται εις θέσιν όπου υπήρχε διάβασις, και την οποίαν ωνόμαζον δερβένι, διότι τα τοιαύτα χωριά εχρησίμευον ως κατάλυμα των στρατιωτών και των άλλων ανθρώπων της εξουσίας, οι δε κάτοικοι τούτων ήσαν υπόχρεοι να φέρουν εις το δρόμον ψωμί, νερό και κρέας και ό,τι άλλο είχον και εκεί  τους επερίμεναν να φάγουν.

Όταν δε διήρχετο ο πασάς εφιλοδωρούσε τους χωρικούς δι’ όσα έφερον. Είχον δε την άδειαν οι δερβενοχωρίται ούτοι του Αχλαδοκάμπου να φέρουν όπλα  και να φυλάττουν εις το Νταούλι-Χάνι, ως σκοποί προς συνδρομήν και ασφάλειαν των διαβατών. Επειδή δε είχον και τύμπανον και αυλούς και έπαιζον ολίγον και ηυχαρίστουν τους διαβάτας, ούτοι εις αμοιβήν έδιδον εις αυτούς χρήματα και ως εκ τούτου έμεινεν η ονομασία του τόπου Νταούλι».  

Στο Δερβένι  του Αχλαδοκάμπου υπήρχαν πολλά χάνια, για την εξυπηρέτηση των οδοιπόρων και των τούρκικων στρατευμάτων, όπως πιο πάνω από τη θέση «Αγία Παρθένα», ονομαζόμενο «Κιόσκι», το «Χάνι του Γαλλή», το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), το «Χάνι Νταούλι», το «Χάνι Νερά» και άλλα μικρότερα.

Από τα χάνια αυτά ονομαστότερα, ένεκα του ιστορικού τους ρόλου, είναι, «Το χάνι του Αγά πασά», στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», το «Χάνι Νταούλι», στην ομώνυμη θέση και το «Χάνι Νερά», στις πηγές της περιοχής «Νερά».

Το «Χάνι του Αγά πασά», βρισκόταν στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», νοτιοανατολικά  του σιδηροδρομικού σταθμού του Αχλαδοκάμπου και νοτιοδυτικά της θέσης «Γκετέ», όπου μέχρι σήμερα διασώζονται τα ερείπιά του, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου. (Βλ. Ιωάννου Σπ. Αναγνωστοπούλου, Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου. Αθήναι 1961, σ. 83).

Από τα ερείπια του κεντρικού κτιρίου και των διαφόρων γύρω συγκροτημάτων, αποθηκών και στάβλου, φαίνεται πως ήταν αρκετά μεγάλο. Είχε πολλά δωμάτια (κονάκια), για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών και πολλές «θολογύριστες καμάρες» , κατά το Φωτάκο.

 

Σιδηροδρομικός Σταθμός Αχλαδοκάμπου – Σε υψόμετρο 295 μέτρων και στη θέση «Παλιόχανο» βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός του χωριού, επί του 84ου χιλιομέτρου της γραμμής Μύλων Ναυπλίου – Καλαμάτας. Ο Σταθμός απέχει από το χωριό περίπου 1.5km. Η σημερινή γενιά αλλά κυρίως οι περαστικοί και αρκετοί που έχουν περάσει με το τρένο από την περιοχή μας έχουν την απορία γιατί ο σταθμός ενός τόσο μεγάλου χωριού χτίστηκε τόσο μακριά από τον οικισμό. Ο λόγος είναι ότι η σιδηροδρομική γραμμή βρισκόταν ακόμα σε χαμηλό υψόμετρο, ανηφορίζοντας συνεχώς προς την Τρίπολη.

 

Το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο) είναι ξακουστό, γιατί εκεί έγινε την 10η Ιουλίου 1822 το πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών, υπό την αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη, κατά του Δράμαλη. Εκεί γράφτηκαν και υπογράφτηκαν οι προκηρύξεις επιστράτευσης, οι οποίες εστάλησαν προς όλα τα μέρη της Πελοποννήσου, για τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού. Από το χάνι τούτο ο Θ. Κολοκοτρώνης, την 12η Ιουλίου 1822 ειδοποίησε τους Αχλαδοκαμπίτες, πως θα διανυχτερεύσει στα «Νερά» και εκεί να του φέρουν τροφές για το στρατό και τα άλογά του, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 262:

«Την δε 12ην Ιουλίου παρήγγειλεν ο αρχηγός εις το χωρίον Αχλαδόκαμπον να του φέρουν τροφάς δια τους στρατιώτας και τα άλογά του, και ότι θα διανυκτερεύση εκεί εις τα Βρυσούλια ή Νεράκια, κατά τον δρόμον του Άργους».

Στο χάνι εκείνο, όταν επέστρεφαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, από τους Μύλους για την Τρίπολη, σκότωσαν έξι στρατιώτες, που τους βρήκαν μεθυσμένους να κοιμούνται, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 507:

«Οι δε Τούρκοι φθάσαντες ηύραν κοιμωμένους από την μέθην και τον κόπον έως έξ ‘Ελληνας, τους οποίους αμέσως εσκότωσαν και ούτω δεν εδυνήθησαν να εννοήσουν οι κοιμώμενοι, ποίοι και διατί τους εφόνευσαν. Οι δε λοιποί Έλληνες ετρύπωσαν μέσα εις τα γεννήματα και εσώθησαν».

Το «Χάνι Νταούλι», βρισκόταν στη σημερινή ομώνυμη θέση, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου, πέντε χιλιόμετρα ανατολικά του Αχλαδοκάμπου, λείψανα του κεντρικού κτιρίου και του παρακειμένου ευρύχωρου στάβλου σώζονται μέχρι σήμερα. (Βλ. Ιωάννη Σπ. Αναγνωστοπούλου , Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου σ. 75).

Από στρατιωτικής πλευράς πλεονεκτούσε, σε σύγκριση με το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), γιατί είχε μεγάλη ορατότητα προς τα «Νερά», από τη θέση «Κόλλια», όπου επάνω σε λόφο, ανατολικά του δρόμου προς το Άργος, διακόσια περίπου μέτρα, υπήρχε παρατηρητήριο, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, με την ονομασία «Ταμπουρίτσα», και προς τη θέση «Δόκανο» και τα Παλιοχώρια», αλλά και από άποψη νερού και ευρυχωρίας. Εκεί διασταυρώνονταν οι δρόμοι προς τα «Νερά» προς το «Λυκάλωνο» προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια» ή προς τα «Λιθαράκια», «Μπάκα», «Κεφαλάρι», «Χάνι Αγά πασά» δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή προς τον Αχλαδόκαμπο, «Γαλή Χάνι», δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή δια μέσου «Κάτω Βρύσης» προς Τρίπολη.

 

Το Κεφαλάρι Αχλαδοκάμπου με το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.

 

Ο ήχος του νταουλιού και των άλλων μουσικών οργάνων ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε θάρρος και δύναμη στους ταξιδιώτες, οι οποίοι έλεγαν: «Ακούεται το νταούλι», «να φτάσαμε στο νταούλι» και έτσι έμεινε η ονομασία του τόπου «Νταούλι».

Όπως σε όλα τα χάνια, έτσι και το «Χάνι Νταούλι», οι ταξιδιώτες και ο στρατός έτρωγαν, έπιναν, κοιμόντουσαν, μάθαιναν νέα, έπαιρναν και έστελναν επιστολές και εξυπηρετιόντουσαν τα υποζύγια από τροφή, νερό και στέγη, στον παρακείμενο ευρύχωρο στάβλο.

Το χάνι στην περιοχή «Νερά» βρισκόταν λίγα μέτρα πάνω από την πρώτη  μεγάλη πηγή, σε κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Ντρούλια, όπου σώζονται ερείπια και μεγάλος υπόγειος θόλος. Εκεί στον ευρύχωρο πεδινό τόπο συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός, τον Ιούλιο του 1822, και με αρχηγό το Θ. Κολοκοτρώνη βάδισε κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Εκεί οι Αχλαδοκαμπίτισσες γυναίκες έφεραν τρόφιμα και τους άντρες τους, τους οποίους παρέδωσαν στο Θ. Κολοκοτρώνη.

Αξιοσημείωτα είναι όσα γράφει για το γεγονός τούτο ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 263:

«Αι γυναίκες του χωρίου με μεγάλη των προθυμία έφερον φορτωμέναι τροφάς και τους άνδρας των εμπρός με τα άρματά των, τους οποίους παρέδωσαν εις τον αρχηγόν και του είπαν: Να τους άνδρας μας να τους πάρης εις τον πόλεμον, και αν δεν είναι παλικάρια, να βγάλουν τ’ άρματα και να τα φορέσωμεν εμείς. Τοιούτους άντρες δεν τους θέλομεν» . Ο Κολοκοτρώνης εγέλασε καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας και οι λοιποί καπεταναίοι, τις ευχαρίστησαν, τις έστειλαν οπίσω εις τα σπίτια των και εκράτησε τους άνδρας των ως στρατιώτας».

Από το σημείο τούτο και ύστερα οι Αχλαδοκαμπίτες, αν και διστακτικοί στην αρχή, λόγω της γεωγραφικής θέσης του χωριού και της συμμετοχής τους στην ένοπλη Πολιτοφυλακή της διαφύλαξης του Δερβενίου του Αχλαδοκάμπου με έδρα το «Χάνι Νταούλι», παίρνουν ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821.

Πρωτύτερα έδρασαν ως κλεφταρματολοί, με αρχηγό τον Κυριάκο Στεφόπουλο και αργότερα με τον Κωνσταντίνο Ντούσια, ο οποίος έχοντας ως ορμητήριο τις ομώνυμες απρόσιτες σπηλιές στα «Κόκκινα βράχια», απέναντι από τη θέση «Χαλκιά» του «Κολοσούρτη», συνεργάστηκε, κατά την Επανάσταση του 1821, με το Θ. Κολοκοτρώνη και έλαβε μέρος με την ομάδα των Αχλαδοκαμπιτών και ξένων παλικαριών του σε πλείστες όσες μάχες τις Πελοποννήσου. Το ίδιο συνέβη και με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο και την ομάδα των παλικαριών του.

 

Άποψη του Αχλαδοκάμπου από την πλατεία του χωριού.

 

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Απέβη ένα διαρκές ολοκαύτωμα υπέρ της Ελευθερίας. Μάλιστα την 1η Μαΐου 1821 λεηλατήθηκε από τους Τούρκους και τη 13η Ιουνίου 1825 πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ριζικά από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.

Πρόσφερε τις μεγαλύτερες θυσίες του στις κρισιμότερες περιστάσεις και στους αμεσότερους κινδύνους της Πατρίδας, κατά τρόπο γόνιμο και επωφελή, με σύνεση και γενναιότητα. Όσες φορές οι περιστάσεις ζητούσαν τις θυσίες του, τότε οι κάτοικοι έδειχναν τον ανιδιοτελή πατριωτισμό τους.

Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει Φωτάκος, για τη συμβολή του Αχλαδοκάμπου, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στο έργο του, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 74:

«Το χωρίον τούτο επί του Εθνικού Αγώνος εθυσιάσθη ολόκληρον, διότι οι στρατιώται κινούμενοι άνω και κάτω όλοι εις αυτό κατέλυον, και τους έθρεφον. Κατήντησε σταθμός στρατιωτικός, και όμως οι πτωχοί κάτοικοι υπέφεραν πολύ, καθώς και αι Καλάμαι από τους Μανιάτας.

Επί δε της εισβολής του Δράμαλη, ότε ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης διέβαινεν εκείθεν δια την Αργολίδα και συνάντησε τους υπό της εμπροσθοφυλακής του Δράμαλη σκορπισθέντας και φεύγοντας από το Άργος και τους Αφεντικούς Μύλους Έλληνας κατά το Χάνι Νταούλι, και εκείθεν εγύρισε πίσω εις το άλλο Χάνι του αυτού χωρίου, το οποίον κείται εις τον κάμπον και λέγεται του Αγά πασά, όπου όλοι εμού εστάθμευσαν  σχεδόν τρεις ημέρας, το χωρίον τούτο, ο Αχλαδόκαμπος, έθρεψεν όλους εκείνους τους συναχθέντας εκεί, και τον Κολοκοτρώνην , προς τον οποίον έστειλε τροφάς ως και δια τα άλογά του εις την θέσιν Βρυσούλια, όπου διενυκτέρευσε και την αυγήν εκίνησε να υπάγη κατά του Δράμαλη».

Εάν το 1809, όπως λέγει ο Will. M. Leake στο έργο του Travels in the Morea, τ. Β’, σ. 334, ο Αχλαδόκαμπος είχε «ογδόντα οικογένειες», το 1822 θα είχε τουλάχιστο εκατό και επομένως θα μπορούσε να προσφέρει πενήντα άντρες ως στρατιώτες.  

 

Πηγή  


  • Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.

Read Full Post »

Αναγνωστόπουλος Δ. Αναγνώστης (1775; – 1825)


 

 

Ο Αναγνώστης Αναγνωστόπουλος του Δημητρίου, αγνώστων άλλων οικογενειακών στοιχείων, γεννήθηκε στον Αχλαδόκαμπο Άργους, γύρω στο 1775. Δραστήριος προεστός του Αχλαδοκάμπου, κατά τους χρόνους της Επανάστασης και διπλωματικότατος πολιτικός νους, κατόρθωνε να σώζει το χωριό, κατά τη διακίνηση τουρκικών στρατευμάτων, δια μέσου του Αχλαδοκάμπου, μέχρι σημείου να χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό Φώτιο Χρυσανθόπουλο ή Φωτάκο «φιλότουρκος», για την αξιέπαινη εκείνη ενέργειά του, κατά τις αρχές Μαΐου 1821, που πέτυχε και άλλαξε την πορεία του Κεχαγιάμπεη προς την Τρίπολη, αντί δια μέσου Αχλαδοκάμπου, δια μέσου Τουρνικίου.

Σχετικά ο ιστορικός Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 115 γράφει:

«Η δε αιτία δια την οποίαν οι Τούρκοι επήγαν από το Τουρνίκι είναι η ακόλουθος. Ο Αναγνώστης Αναγνωστόπουλος, προεστός του Αχλαδοκάμπου και φιλότουρκος, μη γνωρίζων δε καλώς τα της Επαναστάσεως, εφύλαξεν εις την οικίαν του δύο Τούρκους Τασιλταραίους, οι οποίοι τυχαίως ευρέθησαν εκεί κατά τας ημέρας αυτάς, έως ότου ηύρε τον  καιρόν και τους έστειλεν εις το Άργος, όπου ήτο ο Κεχαγιάς.

Οι Τούρκοι αυτοί εχρεώστουν την ζωήν τους εις τον Αναγνώστην, όστις τους παρεκάλεσε, δια να προφυλάξη το χωριό του, να είπουν εις τον Κεχαγιάν να μην περάση εκείθεν, διότι θα τον βαρέσουν οι αποστάται Έλληνες και να τους στείλουν «ράι μπουγιουρντί», και ως εκ τούτου ο Κεχαγιάμπεης επήγε από το Τουρνίκι, ως αφύλακτον από τους Έλληνες».

Ο Αναγνώστης Αναγνωστόπουλος έπραξε βέβαια τούτο, για να προστατεύσει το χωριό του από τις ζημιές, που θα προξενούσε η διανυκτέρευση στον Αχλαδόκαμπο της στρατιάς του Κεχαγιάμπεη και δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί «φιλότουρκος» από τη διπλωματική εκείνη ενέργειά του. Υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα, που υπηρέτησε την πατρίδα του πολιτικά, γεγονός που και ο ίδιος ο Φωτάκος μαρτυρεί στο έργο του, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 73: (Εκτός από την οικογένεια Ντούσια) «υπήρχε και άλλη οικογένεια εις τον Αχλαδόκαμπον, του Αναγνώστη Αναγνωστοπούλου, όστις υπηρέτησε την πατρίδα του πολιτικώς».

Άλλωστε η διάβαση του Αχλαδοκάμπου δε φαίνεται να φυλαγόταν τότε από τους Έλληνες, γιατί ο Φωτάκος θα το μνημόνευε. Έπειτα πως θα ήταν δυνατό την επόμενη ημέρα 500 Τουρκαλβανοί να φθάσουν ανενόχλητοι από την Τρίπολη στο Άργος, για να προϋπαντήσουν τον Κεχαγιάμπεη; Μάλιστα οι Τούρκοι αυτοί καταδίωξαν τον Αναγνώστη Αναγνωστόπουλο, λεηλάτησαν τον Αχλαδόκαμπο την 1η Μαΐου και ασφαλώς θα τον σκότωναν, εάν δεν κατέφευγε στα βουνά.

Ο Αναγνώστης Αναγνωστόπουλος, αφού σώθηκε τότε, εξακολουθούσε να μάχεται τους Τούρκους μέχρι θανάτου του. Απεβίωσε το 1825 από τις κακουχίες και την πίκρα του, για πυρπόληση και ριζική καταστροφή του Αχλαδοκάμπου από το στρατό του Ιμπραήμ.  

  

Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος

Φιλόλογος – Θεολόγος

Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

   

Πηγή


  • Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.

Read Full Post »

Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798-1878)

 

Αγωνιστής του 1821, υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη και απομνημονευματογράφος. Ο πατέρας του ήταν ο ιερέας παπα – Γιαννάκης,  γι’ αυτό και τ’ αδέρφια του (Αναγνώστης, Κωνσταντίνος, Παναγιώτης και Νικόλαος) ονομάσθηκαν Παπαγιαννακόπουλοι, ενώ ο Φωτάκος διατήρησε το πατρικό επώνυμο Χρυσανθόπουλος. Στην ιστορία  έμεινε γνωστός ως Φωτάκος.

Γεννήθηκε στα Μαγούλιανα* Γορτυνίας. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στο χωριό του με δάσκαλο τον Αγάπιο. Κατόπιν πήγε στη Βυτίνα, όπου είχε δάσκαλο τον Παρθένιο. Επειδή όμως ήταν πολύ ζωηρό, σκληρό και φιλόνικο παιδί, ο πατέρας του φοβούμενος μη φιλονικήσει με τους Τούρκους, τον έστειλε στη Ρωσία, στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας ως εμποροϋπάλληλο. Ήταν η εποχή που η Φιλική Εταιρεία όλο και δυνάμωνε με τη μύηση στο μυστικό πολλών ομογενών. Ο Φωτάκος εγκαταλείπει τη δουλειά του και μεταβαίνει στην Οδησσό, όπου το 1814 είχε ιδρυθεί η Φιλική Εταιρεία, και γίνεται φιλικός. Στη συνέχεια παίρνει εντολή να μεταβεί στα Λαγκάδια Γορτυνίας, για να συναντήσει τον πρόκριτο Κανέλλο Δεληγιάννη και να τον ενημερώσει για τις εξελίξεις και για την ημέρα του γενικού ξεσηκωμού.

 

Βίοι Πελοποννησίων ανδρών

Βίοι Πελοποννησίων ανδρών

Τον Οκτώβριο του 1820 ο Φωτάκος, συντροφιά με τον φίλο του και συναγωνιστή Δημήτριο Αρκαδινό, φτάνει στην Ύδρα και στη συνέχεια οι δύο άνδρες μεταβαίνουν στο Ναύπλιο, για να κατασκοπεύσουν, προσποιούμενοι ο Φωτάκος τον ευρωπαίο γιατρό και ο Αρκαδινός τον διερμηνέα. Στη συνέχεια ο Φωτάκος περνώντας από το Άργος, φτάνει στην Τρίπολη με χίλιες προφυλάξεις και μιλώντας Ρώσικα, έρχεται σε επαφή με Τριπολιτσιώτες φιλκούς, κατόπιν μεταβαίνει στο χωριό του, τ’ αγαπημένα του Μαγούλιανα, και στη συνέχεια στο αρχοντικό του Δεληγιάννη στα Λαγκάδια. Με το ξέσπασμα της επανάστασης ο Φωτάκος ήταν αρχικά με το Δεληγιάννη έξω από την Τριπολιτσά, την οποία άρχισαν να πολιορκούν πολλοί καπεταναίοι με τους στρατιώτες τους, που ολοένα γίνονταν περισσότεροι. Ο Κολοκοτρώνης τότε (τον Απρίλιο 1821), εκτιμώντας την προσωπικότητα και αξιοσύνη του Φωτάκου, τον ονόμασε πρώτο καπετάνιο του λόχου που πρωτοΐδρυσε στο χωριό Πιάνα, έξω από την Τρίπολη. Αμέσως  τον πήρε υπασπιστή του και τον είχε μαζί του σ’ όλες τις εκστρατείες και επιχειρήσεις που διεξήγαγε. Πόσο τον αγαπούσε ο Κολοκοτρώνης**  φαίνεται και από το γεγονός ότι, μετά την αποφυλάκισή του το 1825 από την Ύδρα, προκειμένου ως αρχιστράτηγος ν’ αντιμετωπίσει τις ορδές του Ιμπραήμ, ζήτησε από την Κυβέρνηση να του δοθεί ο καλός και άξιος υπασπιστής και γραμματικός του Φωτάκος.

 Ο Φωτάκος παντρεύτηκε το 1824 την κόρη του εύπορου Τριπολιτσιώτη Σωτήρη Σαρδέλη. Αργότερα, όταν τελείωσε ο απελευθερωτικός αγώνας, εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη, αλλά χήρεψε χωρίς να έχει αποκτήσει παιδιά. Δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ξόδεψε την περιουσία της γυναίκας του, βοηθώντας οικογένειες αγωνιστών που υπέφεραν.

Στα χρόνια του Καποδίστρια ήταν ταγματάρχης και στην εποχή του Όθωνα διορίστηκε  δασάρχης. Ο θάνατος τον βρήκε ταγματάρχη της Φάλαγγας, στα 1878. Κηδεύτηκε και ετάφηκε  στην Αγία Βαρβάρα της Τρίπολης.

Ο σεμνός αυτός αγωνιστής μας άφησε αξιολογότατο συγγραφικό έργο. Τα απομνημονεύματά του αποτελούν πολυτιμότατη ιστορική πηγή, γιατί ως υπασπιστής του Κολοκοτρώνη είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα. Ειλικρινής, με φιλελεύθερα και δημοκρατικά φρονήματα, αποφάσισε να γράψει με αγάπη και αίσθημα ευθύνης και να μας αφήσει τ’ απομνημονεύματά του, όπου διακρίνουμε ένα σπάνιο μνημονικό, ειλικρίνεια και βαθύ πατριωτισμό. Επίσης, έγραψε το «Βίο του Παπαφλέσσα» και τους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών» κ.ά. Το σπίτι του Φωτάκου στην Τρίπολη δεν υπάρχει πια. Στη θέση του κτίστηκε το μέγαρο του ΟΤΕ .

Υποσημειώσεις

* Τα Μαγούλιανα είναι οικισμός της Αρκαδίας και αποτελεί το ψηλότερο κατοικήσιμο χωριό της Πελοποννήσου (1.365μ). Βρίσκεται πλησίον του Αργυροκάστρου όπου παραθέριζαν οι Βιλαρδουίνοι. Ανήκει στον Δήμο Βυτίνας και έχει 256 κατοίκους (2001).

Σύμφωνα με διάφορες πηγές το χωριό ιδρύθηκε μεταξύ 1530 και 1600 μ.Χ από πέντε οικισμους, Άγιος Αθανάσιος (Κάστρο), Άγιος Κωνσταντίνος (Λειβάδι), Άγιος Ιωάννης (Καμπέας), το Πετροβούνι και το Μεγίστου ή Κατσίποδας, με σκοπό να γλυτώσουν από τις επιδρομές των Λαλαιών Τούρκων. Η ονομασία προέρχεται πιθανότατα από την σλαβική λέξη Magila, που σημαίνει λόφος – ύψωμα. Το 1927 μετονομάστηκε σε Αργυρόκαστρο όπως και πολλά χωριά εκείνη την περίοδο που είχαν σλαβικά ή λατινικά ονόματα, σύντομα όμως το όνομα αυτό εξέπεσε λόγω αντιδράσεων των κατοίκων. Τα Μαγούλιανα αποτέλεσαν έδρα του δήμου Μυλάοντος ως το 1912 όταν και καταργήθηκαν οι δήμοι. Σπουδαία ήταν η συνεισφορά του χωριού στην επανάσταση του 1821. Πατρίδα του Φώτιου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου) Α’ υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων πολλών οπλαρχηγών.

 

** Έγγραφο του Κολοκοτρώνη για τον Φωτάκο (με ημερομηνία 4 Μαΐου 1833).

 

Ο κύριος Φώτιος Χρυσανθόπουλος εκ Μαγουλιάνων της Γορτυνίας από την αρχήν της επαναστάσεως παρευρέθη εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα της πατρίδος. Τούτον διά την πολεμικήν του ευτολμίαν και ικανότητα και διά τον άοκνον και ενεργητικόν του χαρακτήρα έλαβον απ’ αρχής μετ’ εμαυτού ως πρώτον υπασπιστήν μου, βοηθόν εις όλας τας κατά των εχθρών εκστρατείας μου. Απ’ αρχής του αποκλεισμού της Τριπολιτσάς μέχρι της αναχωρήσεως των Αιγυπτίων εκ Πελοποννήσου και εις όλας τας παρεμπεσούσας εκστρατείας και μάχας. Εν γένει όπου παρευρέθην εγώ και ενιαχού τυχών περιστατικώς μόνος υπηρέτησε, δείξας πάντοτε ανδρείαν και αξιότητα, ευπείθειαν και προθυμίαν εις την εκπλήρωσιν των ανωτέρων διαταγών μου, τιμίαν και άμεμπτον διαγωγήν, εδικαίωσε την εκλογήν μου. Και μετά ταύτα μέχρι της σήμερον εξηκολούθησε διατελών εν χρήσει του επαγγέλματος του υπασπιστού μου. Πιστός μάρτυς των προς την πατρίδα εκδουλεύσεών του δίδωμι το παρόν ενδεικτικόν εις χείρας του, διά να τω χρησιμεύσει όπου ανήκει…

 

Θ. Κολοκοτρώνης

 

 

Πηγές

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Γ. Π. Κουρνούτου, «Το Απομνημόνευμα 1453- 1953», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Αετός, Αθήναι 1954.

 

Read Full Post »

Λιμός  (πείνα) των Τούρκων του Ναυπλίου – Κανιβαλισμός

 

 

Μιά από τις πιο πικρές ιστορίες που έχουν γραφεί για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της εθνικής παλιγγενεσίας, είναι κι αυτή που αναφέρει ο Φώτιος Χρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος, πρώτος υπασπιστής του Αρχιστράτηγου της επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του οποίου κείμενο έχει συμπεριλάβει ο πατριώτης μας  Θοδωρής Γκόνης στο πραγματικά υπέροχο βιβλίο του

« Μια πόλη στη λογοτεχνία. Ναύπλιο.

 Λιμός  των Τούρκων – ανθρωποφαγία. σελ. 266 – 271.

Αθήνα. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Ιούνιος 2002».

 

Είναι ένα κείμενο, που πραγματικά συγκλονίζει και κάνει τον αναγνώστη να ριγεί. Είναι το σημείο εκείνο που περιγράφει την δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Τούρκοι κατά την πολιορκία του Ναυπλίου και την τελική παράδοσή τους στους Έλληνες.

 

Παραθέτουμε εδώ, κάποια αποσπάσματα του κειμένου, επιλέγοντας τα σημεία εκείνα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα.  

 

« Άμα εμβήκαμεν εις την πόλιν ηύραμεν τους Τούρκους, οίτινες ως προς την κατάστασιν της υγείας των εδιαιρούντο εις τρεις τάξεις. Ήσαν δηλ. οι μέν γεροί και δυνατοί, οι δε άρρωστοι και αδύνατοι, οι δε αναίσθητοι˙ούτοι οι τελευταίοι εσύροντο κατά γης σκάπτοντες εις τα κατώγεια των σπιτιών, εις τα φουσκιά των ερειπίων, και εις τας άλλας κόπρους και τας ακαθαρσίας της πόλεως, ηύρισκαν σκωλήκια μεγάλα, τα οποία έτρωγαν.

 

« Αι άλλαι τάξες ήσαν ολίγον δυνατώτεραι. Αυτοί εμπουσούλιζαν και εννοούσαν κάπως καλλίτερα από τους πρώτους. Αλλά και αυτοί από την πείναν έτρωγαν τους νεκρούς, ετράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια των με πολλήν όρεξιν, και με πολλήν επιμέλειαν εκαταγίνοντο να χορτάσουν. Όταν τους εφωνάζαμεν άκουαν, εγύριζαν, μας έβλεπαν, και έπειτα πάλιν εξακολούθουν να τρώγουν των νεκρών Τούρκων τα κρέατα» .

 

………………………………………………………………………………………………………………………..

 

« Εις την βρύσιν του Αγίου Σπυρίδωνος εκεί κάθε αυγήν εσυναθροιζόμεθα, και μετά προηγουμένην μεταξύ μας εξέτασιν εκάστη ομάς επήγαινεν εις το τμήμα της.

 

Κοντά εις την βρύσιν, η οποία βλέπει προς τον βορειάν, και η οποία έχει ζαλώστραν, εκεί επάνω από την αυγήν της πρώτης ημέρας είδαμεν ένα νεκρόν κείμενον και σκεπασμένον με πάπλωμα, τον οποίον, ως όλοι επαρατηρήσαμεν, και αυτός ο ιατρός Αγαμέμνων ήτο ακέραιος. Τότε είπαμεν αναμεταξύ μας, ότι οι Τούρκοι έχουν αποθαμμένον, και ότι θα φροντίσουν να τον θάψουν. Η πόλις όμως ολόκληρος ήτο ακάθαρτος, και παντού ήσαν νεκρά πτώματα ανθρώπων σαπησμένα και άταφα, τα οποία, ως ανωτέρω εἰπαμεν, οι ζωντανοί Τούρκοι έτρωγαν, διότι εις την πόλιν δεν υπήρχεν άλλο ζώον, ούτε γάτα, ούτε πετεινά, διότι τα είχαν φάγει προτήτερα.

 

Την ακόλουθον ημέραν εις τον ίδιον μέρος είδαμεν πάλιν το πάπλωμα εις την θέσιν του, αλλά παρατηρήσαντες ηύραμεν, ότι το ήμισυ του νεκρού, από την μέσην και επάνω έλιπεν, και ότι γύρω του πτώματος υπήρχαν μικρά κρέατος πετάματα, όμοια με εκείνα, τα οποία φαίνονται εις τα κρεοπωλεία όπου λιανίζουν τα κρέατα. Την δε τρίτην ημέραν όλως διόλου ο νεκρός αφανίσθη και τότε εννοήσαμεν, ότι οι ζωντανοί τρώγουν τους αποθαμμένους, αν και είχαμεν και προηγουμένως γνώσιν του τοιούτου, διότι οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει ένα Έλληνα, τον οποίον έπειτα κρυφά έσφαξαν εις το ερείπιον του Σάλα λεγόμενον και τον έφαγαν».

 

………………………………………………………………………………………………………………………..

 

« Την ακόλουθον ημέραν με απάντησεν ο αρχηγός των Αλβανών, όστις, ως ανωτέρω είπαμεν, είχεν εις τας διαταγάς του όλους τους ξένους Τούρκους, και ομιλίας γενομένης μεταξύ μας περί άλλων πραγμάτων, ήλθεν ο λόγος και εις τα συμβάντα ης προηγουμένης ημέρας˙……….. Αυτός δε απεκρίθη και είπεν « ότι ο Θεός να μη με φέρη ποτέ εις τοιαύτην θέσιν˙αλλά σας λέγω ότι, καθώς έμαθα, γλυκύτερον φαγητόν εις τον κόσμον δεν είναι άλλο από το ανθρώπινον κρέας, και μάλιστα τα ψαχνά, όταν τα κάμνη κανένας κεφτέδες, ή ντολμάδες, τους οποίους τυλίσσουν με την πέτσαν του φύλλου της φραγγοσυκιάς, το οποίον προηγουμένως το βράζουν εις νερόν θαλασσινόν και εκβάλλουν την πέτσαν, και ότι τα μυαλά τα ανθρώπινα γίνονται τηγανητά με βούτυρον ακόμη γλυκύτερα, και επειδή δεν έχουν βούτυρον, ούτε λάδι, μεταχειρίζονται το ανθρώπινον λίπος δια το τηγάνισμα».

 

Το κράμα συναισθημάτων που μας γεννήθηκαν, μας έκανε να αναζητήσουμε το πρωτότυπο των απομνημονευμάτων του Φωτάκου, από το οποίο δανειζόμαστε την (α) υποσημείωση του συγγραφέα, στην σελίδα 242, εκδόσεις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1858.

 

{ Ο Σ. Τρικούπης ( Ιστ. Β΄340) λέγει ότι « εβγήκαν από το Ναύπλιον 150 εντόπιοι ιππείς την νύκτα κρυφίως και γνωρίζοντες καλώς τας θέσεις και τα μονοπάτια και λαλούντες και την Ελληνικήν γλώσσαν διέβησαν πριν φέξη δια των Ελληνικών ταγμάτων ως Έλληνες και έφθασαν εις Κόρινθον» Πρώτον ήτο δυνατόν να υπάρχουν τότε μέσα στο Ναύπλιον 150 ίπποι και μάλιστα επίλεκτοι; Και αν είχαν 150 άλογα δεν τα έτρωγαν να ζήσουν κάμποσον καιρόν; Ο ίδιος δε λέγει εις το αυτό μέρος ότι όχι μόνον έτρωγαν από την πείνά τους ακάθαρτα ζώα, αλλά και ανθρώπινα κρέατα, και ότι έβραζαν τα δέρματα των ζώων και ερροφούσαν τον ζωμόν των. Και όταν ταύτα έτρωγαν ήθελαν έχει μέσα 150 εκλεκτούς ίππους; Αλλ᾽εάν υποθέσωμεν και τούτο οι Έλληνες άμα τους έβλεπαν να περνούν ήτο δυνατόν να πιστεύσουν ότι ήταν Έλληνες; διότι ποτέ έως τώρα δεν είχαμεν εμείς ούτε έν καβαλάρη}.

 

Πηγές

 

  • «Μια πόλη στη λογοτεχνία, Ναύπλιο», Επιλογή κειμένων Θοδωρής Γκόνης, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002.
  • «Απομνημονεύματα της ελληνικής επαναστάσεως υπό Φωτάκου», Αθήνησι, Τύποις και βιβλιοπωλείο π.δ. Σακελαρίου, 1858.
  • Αλίκη Φακούρα, «Από την οθωμανική στην ελληνική πόλη», Διπλωματική εργασία, Αθήνα, Νοέμβριος 2006.

 

 

 

 

Read Full Post »