Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φωτογραφία’

Παλιοί φωτογράφοι του Άργους


 

Σήμερα, που όλοι κρατάμε στα χέρια μας αυτόματες φωτογραφικές μη­χανές και βιντεοκάμερες, η τέχνη της φωτογραφίας μάς φαίνεται πολύ απλή. Δεν χρειάζεται να υπολογίσουμε το φωτισμό, την απόσταση και την ταχύτη­τα καθώς όλα εστιάζονται και νετάρονται αυτόματα.

Κατά τον ίδιο τρόπο διεκπεραιώνονται και η εμφάνιση με την εκτύπωση. Ο φωτογράφος δεν κλείνεται στο σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίσει το φιλμ κι όταν στεγνώσει να ξαναμπεί για να κάνει εκτυπώσεις. Τώρα έχουμε το υπερσύγχρονο εμφανιστήριο που τα κάνει όλα. Τοποθετημένο μάλιστα σε εμφανές σημείο φαντάζει σαν διακοσμητικό έπιπλο. Η διεργασία γίνεται στο εσωτερικό του. Με το πάτημα κάποιων κουμπιών και σε ελάχιστο χρόνο σου βγάζει εμφανισμένο και στεγνό το φιλμ. Μετά πατώντας άλλα κουμπιά σου παραδίδει και τις φωτογραφίες.

Σαν έρθουμε και στην ψηφιακή τεχνολογία βλέπουμε ότι καταργείται και το φιλμ. Επιπλέον, η τεχνική αυτή έχει και την εξής δυνατότητα: Σου διορθώνει και σου φρεσκάρει τις παλιές φωτογραφίες. Ακόμα μπορεί να σου καλύψει και κάποια κενά. Αν έχει γδαρθεί το ένα μάτι ή λείπει το μισό πρό­σωπο επανέρχονται στην προτέρα φυσιολογική τους κατάσταση. Και μη ρω­τάτε πλέον το φωτογράφο να σας εξηγήσει αυτό το θαύμα. Το θέμα ανάγεται στις επιτεύξεις της τεχνολογίας και πιο αρμόδιος, για τις κατάλληλες ερμη­νείες, είναι ο κατέχων περισσότερο τα ηλεκτρονικά.

Στο φωτογράφο ωστόσο παραμένει το εξής βασικό προνόμιο: Η κατάλ­ληλη ματιά την ώρα της φωτογράφισης. Δηλαδή, από ποια οπτική γωνία πρέπει να γίνει η λήψη. Σαν έχει να κάνει και με πρόσωπα, θα επιδιώξει και την ανάλογη κλίση – σε σχέση με το σχήμα του αλλά και τον φωτισμό. Πρόκειται για βασικές λεπτομέρειες που δεν τις μπορεί ακόμη η τεχνο­λογία, γι’ αυτό και οι φωτογραφίες παλιών ταλαντούχων φωτογράφων πάντα θα ξεχωρίζουν.

 

Οι δικοί μας πρωτοπόροι

 

Ίσως, πριν απ’ αυτούς που πρόκειται να περιγράψουμε, να υπήρξαν και κάποιοι άλλοι χειριστές φωτογραφικών μηχανών. Και δεν μιλάμε για κανο­νικούς επαγγελματίες με οργανωμένο στούντιο και σε συγκεκριμένη διεύ­θυνση. Σκεπτόμαστε κάποιους ταξιδιώτες του εξωτερικού που λόγω οικονο­μικής άνεσης και κάποιας κοσμοπολίτικης αντίληψης ίσως να είχαν στη χρήση τους μια «κόντακ» ή μια «άκφα».

Έτσι, αν είναι να μας επισημανθεί μια τέτοια «παράβλεψη», δεν θα είναι βέβαια σκόπιμη αλλά μόνο από έλλειψη στοιχείων. Όπως, λόγου χάρη, με τους δυο πλανόδιους του πάρκου, που αν και δούλεψαν επί δεκαετίες στο κε­ντρικότερο σημείο του Άργους, κανείς σημερινός Αργείος δε θυμάται τα ονόματά τους και πολύ περισσότερο με ποια χρονολογία συνδέεται η αρχική τους εμφάνιση. Μερικοί σου λένε πως ήταν «ο Μήτσος από τη Νεμέα….» και πως ο άλλος ήταν Ελληνορώσος και άκουγε με τ’ όνομα Χρήστος.

Έτσι σταθήκαμε πολύ τυχεροί το ότι αυτά που μάθαμε για τους άλλους είναι από αφηγήσεις οικογενειακών προσώπων που ξέρουν να σου πουν λε­πτομέρειες και να σου δείχνουν μια σειρά από φωτογραφίες που εικονίζουν τους ίδιους τους φωτογράφους.

Αλλά για ποιους, ακριβώς, μιλάμε;

Πρόκειται γι’ αυτούς που αναγνωρίστηκαν επίσημα στο Άργος σαν πρωτοπόροι και σπουδαίοι καλλιτέχνες της φωτογραφίας. Και κατά χρονολογική σειρά ήσαν: ο Ανδρέας Φίλης, ο Γεώργιος Κυριακίδης και ο Αναστάσιος Μπίρης.

 

Ανδρέας Φίλης

 

Ο Ανδρέας Φίλης με την γυναίκα του Βασιλική.

Ο Ανδρέας Φίλης με την γυναίκα του Βασιλική.

Στην αργειακή κοινωνία ήταν περισσότερο γνωστός σαν δάσκαλος του 2ου Δημοτικού Σχολείου Άργους (προηγουμένως είχε διδάξει – σαν πρωτοδιοριζόμενος – και στου Σμυρνιωτάκη). Σχολείο και αυτό του Δημοσίου αλ­λά είχε την ονομασία «Σμυρνιωτάκη» από τον ιδιοκτήτη του οικήματος.

Ο Φίλης, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 1890, είχε έμφυτη την αγάπη του προς την καλλιτεχνία. Μ’ αυτή την αδυναμία του έπαιζε ωραίο βιολί και διάβαζε ό,τι αφορούσε τη φωτογραφία. Ντυνόταν καλαίσθητα και με γούστο ενώ σε ειδικές περιπτώσεις φορούσε και παπιγιόν. Συμπεριφερό­ταν με ευγενικούς διακριτικούς τρόπους και σε όποια παρέα βρισκόταν την ομόρφαινε με την παρουσία του.

Την κλίση του στη φωτογραφική την εκδήλωσε και στην πράξη, όταν εξασφάλισε στα χέρια του μια καλή φωτογραφική μηχανή – δώρο από δι­κούς του στην Αμερική. Οργανώθηκε με κανονικό στούντιο (που το έφτιαξε στο σπίτι του – Ζαΐμη 23) και μαζί με το δασκαλίκι του έγινε και μισο – επαγγελματίας φωτογράφος.

Αυτά από το 1916 και μετά. Και παρ’ ότι από τις πρώτες φωτογραφίες θαυμάστηκε σαν σπουδαίος τεχνίτης, δεν διαφημίστηκε ωστόσο ανάλογα. Πάντως εκείνοι που τον φέρνουνε κατά νου και τον κουβεντιάζουν στην κάθε θύμηση δεν βρίσκουν να του προσάψουν κανένα ψεγάδι. Κι αν ένας τρίτος ρωτάει για να μάθει, του λένε επιγραμματικά:

Ήτανε προικισμένος δάσκαλος, χαρισματικός φωτογράφος και υπο­δειγματικός συμπολίτης. Με το γάμο του ο Ανδρέας Φίλης απόχτησε πέντε παιδιά – γόνιμος δηλαδή κι εδώ: Τη Φούλη (η πρεσβυτέρα του παπα-Βαγγέλη Στασινόπουλου), τη Σωτηρία, το Γιώργο, τη Μαρία και το Θοδωρή.

 

Γεώργιος Κυριακίδης (Απελλής)

 

Είχε σπουδάσει τη φωτογραφική στην Πόλη σ’ έναν διακεκριμένο καλλι­τέχνη ονόματι Κουριώτης. Με τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 22 ετών (είχε γεννηθεί το 1900). Άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο στην Άμφισσα το 1922 με την επωνυμία -ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ – «ο Απελλής». Κι όπως λέει ο γιος του (Γιάννης Κυριακίδης) κατέφυγε στον αρχαίο ζωγράφο όχι από λόγους υπεροψίας. Δεν ήθελε να φαίνεται η προσφυγική του καταγωγή και επιπλέον θεώρησε το «Κυριακίδης» κακόηχο.

Αλλά οι περισσότεροι Έλληνες μη γνωρίζοντας τί εστί «Απελλής» μετέ­φεραν τον τόνο στην παραλήγουσα γιατί τους έπεφτε πιο εύκολο ν’ αποκα­λούν το φωτογράφο «Απέλη». Κατά τον ίδιο τρόπο σκέφτηκαν και οι Αργείτες, όταν ο Κυριακίδης άφησε την Άμφισσα και το 1924 ήρθε στο Άργος. Πίσω στη Άμφισσα, εκτός από τη φήμη του σαν καλός φωτογράφος έμεινε και μια τεράστια διαφημιστική ταμπέλα τοποθετημένη όξω από την Άμφισσα. Ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής, όταν θέλουν να προσδιορί­σουν εκείνη τη συγκεκριμένη στροφή λένε: Στο βράχο του «Απέλη».

 

Ο Γεώργιος Κυριακίδης με την γυναίκα του Ουρανία.

Ο Γεώργιος Κυριακίδης με την γυναίκα του Ουρανία.

 

Στο Άργος

Όλη η καλλιτεχνική διαδρομή του – από το 1924 και ως το 1960 – σημα­τοδοτήθηκε από τρία φωτογραφεία: Το πρώτο λειτούργησε στη θέση που εί­ναι το καφενείο του «Φασαρία», το δεύτερο επί της Δεντροστοιχίας (Δαναού) και στο σημείο που ήταν το πρώτο υποκατάστημα της Πίστεως, ενώ το τρίτο επί της Βασιλίσσης Σοφίας 23 – στο τότε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Δ. Ρουσόπουλου.

Σύμφωνα με την πελατεία που τον προτιμούσε τού είχε αποδοθεί ο χαρα­κτηρισμός «ο οικογενειακός φωτογράφος του Άργους». Δούλευε με πολλή σχολαστικότητα το ρετούς και σαν ποικιλία, την καφέ φωτογραφία. Εμφά­νιζε και πράσινες φωτογραφίες, αλλά τελικά περιορίστηκε στη «σέπια» από επιμονή των πελατών.

Κατά τη φωτογράφηση χρησιμοποιούσε φυσικό φως. Όλη η βορεινή πλευρά της οροφής του φωτογραφείου ήταν τζαμένια και με διάφορες κουρ­τίνες που τις μετακινούσε συνεχώς έσπαζε το φως όπως ήθελε και πετύχαινε αυτό που επεδίωκε.

Στην πρώτη χρονολογική περίοδο χρησιμοποίησε γυάλινες πλάκες και μετά ζελατινένιες, ενώ για στάμπα είχε μια πρεσσούλα μεταλλική και η σφραγίδα έβγαινε ανάγλυφη. Το ρετούς τον απασχολούσε κάπου οχτώ ώρες την ημέρα κι όπως έκλεινε συνεχώς το ένα μάτι έδειχνε μικρότερο από το άλλο κι έμοιαζε ελαττωματικό.

Η αντίστροφη μέτρηση

Μια πρώτη κάμψη στη δουλειά του παρατηρήθηκε στην Κατοχή. Δύσκο­λα τα χρόνια, δεν περίσσευαν λεφτά και διάθεση για φωτογραφίες. Σαν έφυ­γαν όμως οι Γερμανοί – Ιταλοί αυξήθηκε πάλι η πελατεία καθώς οι ξενιτεμένοι συγγενείς γύρευαν επιμόνως φωτογραφίες των δικών τους. Όπου στο γύρισμα της δεκαετίας του 1950 επακολουθεί νέα πτώση. Αυτή τη φορά η αι­τία ήσαν οι στρασαδόροι (φωτογράφοι του δρόμου) που τραβούσαν όλους τους περιπατητές χωρίς να ρωτάνε. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση ο «Απελλής» δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί και το 1960 έκλεισε το φωτογραφείο του. Πέθανε στις 23 Ιουνίου 1992.

 

Αναστάσιος Μπίρης

 

Αναστάσιος Μπίρης

Αναστάσιος Μπίρης

Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Αντώνη Μπίρη από την Ανδρί­τσαινα. Με εξαίρεση τον Παναγιώτη, που ακολούθησε δικό του δρόμο, οι άλλοι τρεις αδερφοί έγιναν επαγγελματίες φωτογράφοι.

Ο Αναστάσιος Μπίρης ρίζωσε στο Άργος, ο Χαράλαμπος στην Κόρινθο και ο Ιωάννης στην Αθήνα. Ο τελευταίος διετέλεσε πρόεδρος των φωτορεπόρτερ της Αθήνας και ήταν ο επιλεγμένος φωτογράφος της βασιλικής οικο­γένειας. Ειδικευμένος στα μεγάλα πορτραίτα ήξερε να χειρίζεται καταλλή­λως τους προβολείς και να τονίζει τα σημεία εκείνα που κολάκευαν το κάθε πρόσωπο.

Αλλά και οι άλλοι Μπίρηδες (που δεν βρίσκουμε άκρη να τους αναφέ­ρουμε έναν προς έναν, καθώς αραδιάστηκαν ένα σωρό Αντώνηδες και Αναστάσηδες) δούλεψαν πολύ τις μπούστο φωτογραφίες. Μόνο που αυτοί σε άλ­λο επίπεδο δουλειάς κυνήγησαν το καθημερινό κέρδος με όλα τα είδη της φωτογραφίας: «Αναμνηστικές», ταυτοτήτων, πιστοποιητικών, όπως και με τις κατ’ οίκον παραγγελίες που αφορούσαν γάμους, βαπτίσεις, εκδρομές και κηδείες.

Ο Αναστάσιος Μπίρης, που μας αφορά ιδιαίτερα, είχε στήσει το φωτο­γραφείο του επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας 15 – απέναντι από το μουσείο και όπου σήμερα είναι το χρυσοχοείο του Γ. Καπουράλου. Η μόστρα του φω­τογραφείου όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Είχε γεμίσει δυο παράθυρα του μπροστινού τοίχου με διάφορες φωτογραφίες, ενώ το υπόλοιπο – της επάνω επιφάνειας της πρόσοψης – το κάλυπταν η επιγραφή του φωτογραφείου «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ» και τα είδη της εργασίας που εκτελούντο.

Σ’ αυτό το φωτογραφείο δούλεψε από το 1927 και για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Στο μεταξύ η δουλειά περνούσε διαδοχικά στο γιο του τον Αντώνη (ένας από τους τρεις γιους του) και σαν πέθανε έχουμε μετακόμιση και του φωτογραφείου. Μετεφέρθη στη Βασιλέως Γεωργίου 1 στο Πάρκο του Αγίου Πέτρου με την ονομασία «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ». Ακολουθεί ο πρόωρος θάνατος και του Αντώνη, για να τον διαδεχθούν οι γιοι του αλλά και ο εγγονός – ένας άλλος Αντώνης. Όπου τώρα μαζί με τις φωτογραφίσεις έχουμε και τις βιντεοσκοπήσεις – κατά την παγκόσμια πλέον συνήθεια όλων των σημερινών φωτογράφων.

 

Παλιές και σημερινές επιγραφές

 

Εάν τις προσέξει κανείς – σε πανελλήνια κλίμακα και σε όλη την πορεία τους – θα παρατηρήσει ότι οι παλιοί φωτογράφοι προτιμούσαν τις φαντα­χτερές ονομασίες για τις επιγραφές τους: «ΦΩΤΟ – ΑΠΕΛΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΘΕΝΩΝ», «ΦΩΤΟ – ΛΟΥΞ», «ΦΩΤΟ – ΣΤΑΡ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΓΛΗ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΙΣ» θέλοντας έτσι να συνδυάσουν την τέ­χνη τους με κάτι το υψηλό, το ονειρικό και μεγαλειώδες. (Χρησιμοποιούμε τον κανόνα).

Στα επόμενα χρόνια, που η τέχνη της φωτογραφίας άπλωσε και πλήθυ­ναν κατά πολύ τα φωτογραφεία, εκδηλώνεται ένα τοπικιστικό πνεύμα, μέ­χρι που μερικοί το περιορίζουν στο ατομικό. Έχουμε δηλαδή «ΦΩΤΟ – ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΤΩΛΙΚΟΝ» αλλά και «ΦΩΤΟ – ΦΩΤΗΣ», «ΦΩΤΌ – ΜΙΧΑΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΓΙΩΡΓΟΣ» «ΦΩΤΟ – ΚΑΖΑΣ» κλπ.

Επίσης, σαν περιοδεύσουμε σήμερα στις διάφορες πόλεις και κωμοπό­λεις, θα παρατηρήσουμε πως όλα τα νεοσύστατα φωτογραφεία, αντίς να ρεκλαμάρουν τις ειδικές ικανότητες του κάθε φωτογράφου, έχουν σαν κύρια προβολή τους τα μεγάλα εργοστάσια φωτογραφικών μηχανών, αυτομάτων εμφανιστηρίων και φίλμς που σαν ξέρεις να τα χειρίζεσαι, αυτομάτως χρήζεσαι και φωτογράφος. Όμως με την παλιά έννοια που ξέραμε – ουδεμία σχέση! Το εμπνευσμένο ταλέντο και το έμπειρο καλλιτεχνικό μάτι είναι προσόντα που δεν διδάσκονται με προσπέκτους και σε ειδικές σχολές, κι ού­τε αντικαθίστανται με το πάτημα κάποιων κουμπιών.

Είναι ζήτημα ευαισθησίας, ειδικού γούστου και ξόδεμα ψυχικής διάθεσης. Δηλαδή, χαρίσματα που διακρίνουν μόνο τον άνθρωπο.

 

Γιώργος Καραμάνος

 «Αργείων Πνεύμα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 3, Ιανουάριος 2002. 

Read Full Post »

Το παιδί στην Αργολίδα του χθες – Φωτογραφική έκθεση


  

«Το παιδί στην Αργολίδα του χθες» είναι ο τίτλος της φωτογραφικής έκθεσης που παρουσιάζει η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «ο Παλαμήδης », σε συνεργασία με το Δημοτικό Θέατρο Ναυπλίου. Πρόκειται για εκατό περίπου μεγεθυμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το αρχείο του δημοσιογράφου Γιώργου Αντωνίου, αποτέλεσμα σχετικής έρευνας που έκανε σε ολόκληρη σχεδόν την Αργολίδα.

 

 

Ο επισκέπτης της έκθεσης θα έχει τη δυνατότητα να δει τη θέση του παιδιού στην Αργολική κοινωνία από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, έως τη δεκαετία του 1970. Το παιδί στο καθημερινό του παιχνίδι στις αυλές των φτωχικών σπιτικών, το παιδί στο χωράφι, στην αλάνα, το παιδί και η σχέση του με τα οικόσιτα ζώα, το παιδί στις χαρές και τις λύπες της οικογενειακής ζωής.

Στις παλιές αυτές κιτρινισμένες από το χρόνο φωτογραφίες, μέσω του παιδιού, διακρίνει κανείς τις οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες κάθε περιόδου, εποχές ένδειας και στέρησης, τότε που οι πολυμελείς οικογένειες προσπαθούσαν να επιβιώσουν με στοιχειώδη μέσα, να θρέψουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σ’ έναν κόσμο με αμφίβολο αύριο.

  

 

Στο μελαγχολικό βλέμμα των παιδιών αντικατοπτρίζεται ο ψυχικός τους κόσμος, η εικόνα της ζωής των περασμένων δεκαετιών τόσο στα χωριά όσο και στις πόλεις της Αργολίδας. Είναι η παιδική ζωή των σημερινών μεσηλίκων και υπερηλίκων του νομού μας …

Η έκθεση είναι ανοικτή καθημερινά 8:00 π.μ. έως 2:30 μ.μ. και θα διαρκέσει έως τις 30 Απριλίου.

Read Full Post »

Βιομηχανικές και βιοτεχνικές δομές της Αργολίδας με τον Κοινωνιολόγο Γεώργιο Κόνδη. ΦωτόσφαιραΕλληνική Τηλεόραση (ΕΤ 1)  


  

Στα πλαίσια της προβολής και ανάδειξης των δραστηριοτήτων της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού από την ΕΤ1 και ειδικότερα από την επιτυχημένη εκπομπή « Φωτόσφαιρα» που επιμελείται και παρουσιάζει η καταξιωμένη στο χώρο της δημοσιογράφος Χαρά Φράγκου, το Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011, στις 2.15 το μεσημέρι θα μεταδοθεί η δεύτερη εκπομπή από τις τρεις ήδη προγραμματισμένες.

Η νέα θεματική αφορά στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές δομές ιδιαίτερα της πόλης του Άργους καθώς τα τεκμήρια μιας σημαντικής παραγωγικής δραστηριότητας, που ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και την πρόσφατη περίοδο της δεκαετίας του 1990, υπάρχουν και χαρακτηρίζουν ακόμα την πόλη και την περιοχή.

 

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο Μακαρονοποιείας. Άργος, δεκαετία του ’50.

 

Το συνεργείο της εκπομπής τα κατέγραψε και με οδηγό τον Κοινωνιολόγο Γεώργιο Κόνδη, παρουσιάζει βασικές πτυχές μιας οικονομικής οργάνωσης που σημάδεψε την αναπτυξιακή δραστηριότητα της περιοχής και ολόκληρης της Αργολίδας.

Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται και οι υπάρχουσες ιστορικές επιχειρήσεις σε διάφορους τομείς όπως στην κατηγορία «Τρόφιμα – Ποτά» που εκτός από την παραγωγική λειτουργία δεκαετιών, συνδέουν το όνομά τους με την ίδια την ιστορία της πόλης.

 

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

 

Ένα μεγάλο μέρος των στοιχείων και του αρχειακού υλικού σχετικά με τα θέματα που αναπτύσσονται στο ρεπορτάζ βρίσκεται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού (www.argolikivivliothiki.gr) καθώς και το κείμενο για τον «Κόσμο της Εργασίας» του Γεωργίου Κόνδη που είχε βραβευθεί μεταξύ των τριών καλύτερων του περιφερειακού τύπου για το 2005 (είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Αργολίδα» τα Χριστούγεννα του 2005).  

 

« Φωτόσφαιρα». Νέος κύκλος επεισοδίων   

 

Το περιβάλλον ο πολιτισμός, η ποιότητα ζωής των Τοπικών κοινωνιών παρουσιάζονται στον νέο κύκλο επεισοδίων της εκπομπής.

Τα οικολογικά προβλήματα οι προκλήσεις και οι αναγκαιότητες της πράσινης ανάπτυξης, τα πολιτισμικά στοιχεία κάθε τόπου και η ανάδειξή τους απασχολούν την «Φωτόσφαιρα» που προσεγγίζει τις τοπικές κοινωνίες προσαρμοσμένη στις ραγδαίες κοινωνικές οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στην Ελλάδα.

Ποια είναι η στάση των πολιτών, και ιδιαίτερα των νέων, απέναντι στο περιβάλλον και την ιστορικότητα του τόπου τους; Ποιες είναι οι φιλοδοξίες τους για την πόλη τους ή την ύπαιθρο; Πόσο ο εναλλακτικός τρόπος ζωής που προτείνει το οικολογικό κίνημα αγγίζει τις αξίες τους; Καλλιτέχνες, μουσικοί, φωτογράφοι, συγγραφείς, αρχιτέκτονες καταθέτουν την άποψή τους για μια άλλη ποιότητα ζωής.

 

Read Full Post »

Fred Boissonnas  – Ο Ελβετός που μας φωτογράφιζε


 

 
Έκθεση φωτογραφιών του Ελβετού Fred Boissonnas (1858-1946), ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με την Ελλάδα, καθώς επί 30 και πλέον χρόνια, όχι μόνον ως φωτογράφος αλλά και ως συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων με θέματα από την Ελλάδα, πρόβαλε τα γεμάτα φως τοπία, τα αρχαία μνημεία και τη ζωντανή καθημερινότητα του ελληνικού λαού. Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Ναυπλίου 2010.

 

Frederic Boissonnas (1858-1946)

Λίγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά (1858-1946).  Ο ίδιος έγραφε το 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο κόσμος έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…».

Και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, ο οποίος συνταξίδεψε με τον Μπουασονά στην Ελλάδα, είχε πει σε μια διάλεξη το 1931: «Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια, εμείς ανακαλύπταμε μια φύση κι έναν λαό».

Το κάστρο Λάρισα του Άργους - Frederic Boissonnas 1903

Με τιμώμενη χώρα την Ελβετία, το εφετινό Φεστιβάλ Ναυπλίου δεν θα μπορούσε παρά να φιλοξενήσει έκθεση φωτογραφίας του σημαντικού φιλέλληνα, με τίτλο «Φρεντ Μπουασονά, Εικόνες της Ελλάδας». Από τις 15 Ιουνίου ως τις 31 Οκτωβρίου ο Εκθεσιακός Πολιτιστικός Χώρος της Αlpha Βank θα πλημμυρίσει με καδραρισμένες στιγμές που έχουν χαθεί. Η τρυφερή ματιά του «ξένου» που αγάπησε ανυστερόβουλα τη χώρα μας, μας κάνει να εκτιμήσουμε κάθε τι που παίρνουμε ως δεδομένο στην Ελλάδα. Από την Ακρόπολη ως μια «καλημέρα» σε ένα σοκάκι των Κυκλάδων…

Το λιμάνι του Ναυπλίου - Frederic Boissonnas 1903

Ο Μπουασονά ήταν επιτυχημένος φωτογράφος προτού ακόμη ανακαλύψει την Ελλάδα. Γεννημένος στη Γενεύη, κληρονόμησε το φωτογραφικό εργαστήριο του πατέρα του το 1888 και το διηύθυνε μαζί με τον αδελφό του, Εντμόν-Βικτόρ. Οι δυο τους εφηύραν την ορθοχρωματική πλάκα, η οποία έδωσε ένα ασύγκριτα βελτιωμένο αποτέλεσμα. Το 1900, εισάγοντας τη χρήση τηλεφακού, πέτυχε την αποτύπωση του Λευκού Ορους ξεχωρίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας το μπλε από το άσπρο στο φάσμα του φωτός. Τρία χρόνια αργότερα ταξίδεψε στην Ελλάδα και ο ίδιος χαρακτήρισε αυτή τη συνάντηση «έρωτα με την πρώτη ματιά».

Επί 30 χρόνια, όχι μόνο ως φωτογράφος αλλά και ως συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων ελληνικής θεματολογίας, αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» μας, αποκαλύπτοντας και προβάλλοντας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο τοπία και μνημεία λουσμένα στο φως, αλλά και τη ζωηρή καθημερινότητα ενός λαού που ήξερε να διασκεδάζει ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του.  Κωλέττη 4, Ναύπλιο, τηλ. 27520 96234.  Από 15 Ιουνίου ως 31 Οκτωβρίου 2010.

Read Full Post »

Μπουασονά Φρέντ – Frederic Boissonnas (1858-1946) 


 

O Φιλέλληνας  Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την  Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.

Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το  Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία.  Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.[i]

Ο Henri-Antoine Boissonnas,  ο πατέρας του Fred,  ιδρυτής  της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του , όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα,  άνοιξε  στούντιο στη Γενεύη.

Frederic Boissonnas (1858-1946)

Frederic Boissonnas (1858-1946)

Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858. Ήταν το πρώτο από τα  τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της  Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva).[ii]  Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν   τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος  επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880. Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι  φωτογραφίες  του χαρακτηρίζονταν για τη  ζωντάνια  τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη  Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο.

Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως.  Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον  σε πολύ μικρά  διαστήματα, της τάξης του  1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge)[iii]. Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις  κλπ.

Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της  Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους. Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για  ένα πορτρέτο.

Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas[iv] είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες  φωτογραφικές πλάκες. Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα[v].

Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε  το γύρο του κόσμου.

 

Ο Fred Boissonnas  στην Ελλάδα


 

Άργος, σε πρώτο πλάνο Γεωργοί στις καθημερινές  ασχολίες τους, στο βάθος το φρούριο Λάρισα του Άργους και κάτω η Ιερά Μονή Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας. Φωτογραφία του Ελβετού Φρεντερίκ Μπουασονά (Frederic Boissonnas), περίπου το 1903.

Άργος, σε πρώτο πλάνο Γεωργοί στις καθημερινές ασχολίες τους, στο βάθος το
φρούριο Λάρισα του Άργους και κάτω η Ιερά Μονή Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας. Φωτογραφία του Ελβετού Φρεντερίκ Μπουασονά (Frederic Boissonnas), περίπου το 1903.

Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα.  Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα  του νησιού.  Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο  μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να  τον ικανοποιεί.

Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας  απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο  χωριό, που  δεν είχε ξαναφανεί   φωτογράφος,  διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του.

Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές  ασχολίες τους. Πέρασαν από την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, το Άργος, την Τρίπολη, τη Σπάρτη.

Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred  σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας.[vii] Με  διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην  ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία).

Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας)[viii].

Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred,  γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του[ix]: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος .

Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο  του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον  Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή[x].

Το 1908 ο Fred ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και  κατέληξαν  στα Μετέωρα. Τον Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το  λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα  εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.

Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα.  Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον  Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.

Στο «En Grèce par monts et par vaux», διαβάζουμε για το Ναύπλιο, τη φυλακή και τους δήμιους. 

 

  

 

Το λιμάνι του Ναυπλίου - Frederic Boissonnas 1903

« Στο Ναύπλιο συνυπάρχουν η Δύση (Ιταλία) και η Ανατολή. Οι Βενετοί ονόμαζαν την πόλη Νάπολη της Ρωμανίας. Το κάστρο Ιτς Καλέ που δεσπόζει στο λιμάνι είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Ο μόλος πάνω στον οποίο βρίσκεται μοιάζει με προέκταση του βράχου του Παλαμηδίου αγκυροβολημένη στη θάλασσα. Το ύψος του βράχου που φαίνεται απ’ όλη την αργολική πεδιάδα ξεπερνάει τα διακόσια μέτρα, πράγμα που δίνει την εντύπωση πως το Παλαμήδι βγαίνει από τη θάλασσα και φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Χίλια σκαλοπάτια πάνω στον βράχο οδηγούν ίσαμε το οχυρό που βρίσκεται στην κορυφή του και είναι διαμορφωμένο σε φυλακή.

Οι κρατούμενοι περνούν την ημέρα τους όλοι μαζί, στις τοιχισμένες χαμηλές αυλές, όμοιες με γούβες, ενώ οι φρουροί με το τουφέκι τους στον ώμο τους επιβλέπουν από ψηλά. Η πύρα του καλοκαιρινού ήλιου εισβάλει στα πέτρινα αυτά πηγάδια και επιδεινώνει την αφόρητη δυσωδία που βασιλεύει. Οι δυστυχισμένοι που ζουν εκεί δένουν σε μακριά κοντάρια τα μικροαντικείμενα που κατασκευάζουν και τα επιδεικνύουν στους επισκέπτες μέσα από τους άθλιους λάκκους που περνούν τις μέρες τους. Πρόκειται για μικροτεχνήματα από ξύλο ή μέταλλο στα οποία βάζουν όλη τους τη δεξιοτεχνία.

Στο οχυρό Μιλτιάδης έχουν συγκεντρώσει τους ισοβίτες και τους καταδικασμένους σε θάνατο. Η αυλή του είναι πολύ πιο βαθιά σκαμμένη, τα πρόσωπα που περιφέρονται πιο θλιμμένα και τα χειροτεχνήματα πιο λεπτοδουλεμένα. Από εκεί αγόρασα ένα δαχτυλίδι πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένη η λέξη Ελπίδα και μια ξυλόγλυπτη εικόνα του Ευαγγελισμού η οποία είχε κάτι το αληθινά συγκινητικό!

Πέντε θανατοποινίτες – μεταξύ των οποίων και ένας Αρκάδας που ξεχώριζε λόγω της κορμοστασιάς του, της ευγενικής φυσιογνωμίας του και του ιδιαίτερα περιποιημένου χτενίσματός του – περίμεναν ήρεμοι και σοβαροί, σαν άλλοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, την τελευταία ημέρα τους˙ έκαναν υπομονή μέχρι να εμφανισθεί ο δήμιος!

Στην Ελλάδα, ο δήμιος είναι ο επονείδιστος, ο καταραμένος, αυτός που κουβαλάει πάνω του όλο το μίσος. Πρώην θανατοποινίτης – ο εδώ εκτελεστής – τον οποίο επέλεξαν και έθεσαν ενώπιον του διλήμματος: Ή θα δώσεις ή θα λάβεις θάνατο. Μεταξύ θανάτου και άθλιας ζωής που θα τον καθιστούσε, επιπλέον, αποδέκτη του μίσους και της περιφρόνησης ενός ολόκληρου λαού, επέλεξε να ζήσει.

Περνά τις μέρες του μέσα στο σιδερόφρακτο κελί του στο Μπούρτζι, στη θλιβερή νησίδα στην είσοδο του λιμανιού. Όταν πρόκειται να εκτελέσουν κάποιον κατάδικο, βγάζουν έξω τον δήμιο νύκτωρ και πάντα με φρουρά, για να μην αποδράσει, και τον συνοδεύουν ως το Παλαμήδι όπου πέφτουν τα κεφάλια˙ είκοσι πέντε περίπου εκτελέσεις γίνονται κάθε χρόνο.

Κατεβαίνοντας από το κάστρο πήραμε μια βάρκα που μας οδήγησε στη νησίδα χορεύοντας, κυριολεκτικά, πάνω στα κύματα. Ένας λοχίας μας πέρασε μέσα από τα ετοιμόρροπα τειχίσματα του παλαιού οχυρού και μας πήγε μέχρι το κατάλυμα του δημίου. Ήταν ένα κελί χαμηλοτάβανο, καθαρό, με ένα σιδερένιο κρεβάτι και μια λάμπα αναμμένη κάτω από μια εικόνα. Το πρόσωπο του δημίου, με λεπτά χαρακτηριστικά, δεν είχε τίποτα το απάνθρωπο ή το χαμερπές, μόνο μια έκφραση γεμάτη θλίψη και ντροπή που θα μου μείνει αξέχαστη.

Μας πρόσφερε τις καρέκλες που είχε στο κελί του κι εκείνος κάθισε στο πρεβάζι του παραθύρου. Επί οκτώ συνεχή χρόνια εκτελεί (ναι εκτελεί!) το καθήκον του (και τι καθήκον!) και επί οκτώ  χρόνια κάνει είκοσι με τριάντα περίπου φορές τον χρόνο τη μοιραία διαδρομή Μπούρτζι – Παλαμήδι». (Η Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, 2007).

  

Τίρυνθα - Frederic Boissonnas 1903

 

Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά  προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου.  Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την  Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.

Το 1912 ο Fred συνόδεψε  στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard[xi] στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι  τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν  τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν  ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα  μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά.[xii] Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage dUlysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.

Τον Ιούνιο  του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά  ήρθαν  «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ.  Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά,  στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς  πολέμους[xiii].

Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» ( Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά  «L’ image de la Grècs».

Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της,  η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική.

Τέλος,  η έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης  με τις ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων  στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες» που απελευθερώθηκαν.

Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη. (Στον Όλυμπο  ανέβηκαν άλλες δύο φορές:  το 1919  και το 1927.)

Στις 23 Αυγούστου ο Fred  και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…»[xiv]

Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία  μεταξύ του Fred  και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie Mineure).[xv] Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων  και – ταυτόχρονα – προλειαίνουν το έδαφος και για  τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της  «Μεγάλης Ιδέας».

Με την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.

Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει  υλικό για  την έκδοση των άλλων λευκωμάτων[xvi].

Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία,  «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18». Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.

Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο HenriPaul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών[xvii].

Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas.  Λίγο μετά το 1922  εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau.    Στην  πελατεία  συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος[xviii]. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και  δικά του κείμενα.

Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του. Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις  οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε,  το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε  σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele.

Από τα γραπτά των  δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε  στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό…

Υποσημειώσεις

 


[i] Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001  σ. 18.

[ii] Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983.

[iii] βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.

[iv]  O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του  αδελφού του, ο Fred εργάστηκε  σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.

[v]  O Edmond Boissonnas  δεν ανακάλυψε την εωσίνη.  Μερικοί φωτογράφοι  τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν  ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.

[vi] Ο Daniel BaudBovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το  Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Είχαν  συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης»  και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση.

[vii] Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.

[viii] βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921,Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

[ix] Την ίδια εποχή  τα μνημεία της Ελλάδας  τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του  (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001).

[x] Ο Σπύρος Μελετζής, ακολουθώντας τα βήματα του Fred, μας έδωσε το «δικό του Παρθενώνα» (όπως και τον Όλυμπο και πολλές από τις «αγροτικές» σκηνές). Συνέντευξη στον Μ. Πασιάκο 2002.

[xi] Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.

[xii] βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas.

[xiii] Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α΄. βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.

[xiv] Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…».

Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Νο 553.

[xv] Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών.  (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Αριθ. Πρωτ. 2907.

[xvi] …Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.

[xvii] Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους  ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπoυμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες. Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την  ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922,  Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) .

[xviii] FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.

Read Full Post »

Willy Ronis

 

Ο Willy Ronis γεννήθηκε στο Παρίσι  στις 14 Αυγούστου του 1910. πατέρας του είχε έλθει από την Οδησσό ως πρόσφυγας και άνοιξε  ένα στούντιο φωτογραφίας στην λεωφόρο Voltaire  στο βόρειο τμήμα του Παρισιού. Ο νεαρός  Ronis, στάθηκε δίπλα στον πατέρα του και ανέπτυξε έναν ισχυρό θαυμασμό για αυτόν, είχε κληρονομήσει όμως το μουσικό ταλέντο της μητέρας του και το ενδιαφέρον του για την  μουσική ήταν  μεγάλο με την ελπίδα κάποτε  να γίνει συνθέτης.

 

Willy Ronis - Ναύπλιο 1980

Willy Ronis - Ναύπλιο 1980

Στα δεκαπέντε του  πατέρας του του έδωσε μια φωτογραφική μηχανή αλλά δεν ανάπτυξε πολύ  ενδιαφέρον για την φωτογραφία ώσπου κάποιος πλούσιος πατέρας ενός από τους φίλους του  του δάνεισε μια  Contax Τον εντυπωσιάστηκε η δυνατότητα να φωτογραφίζει χωρίς ισχυρό φωτισμό  Μια από τις πρώτες του φωτογραφίες είναι  μια νυχτερινή λήψη μερικών φίλων γύρω από μια φωτιά με ξυλά. Όπως όλοι οι  νέοι της εποχής ο Ronis στρατεύτηκε υποχρεωτικά   και όταν επέστρεψε από το στρατό το 1932 τα σχέδιά του για μια μουσική σταδιοδρομία εγκαταλείφθηκαν μιας και ο πατέρας του έπασχε από καρκίνο και δεν θα μπορούσε πλέον να κρατήσει το κατάστημα έτσι ο Ronis  αναλαμβάνει το φωτογραφείο Αυτή ήταν μια δουλειά που μίσησε , δεν υπήρχε τίποτα δημιουργικό.


Σε μια επίσκεψη του  στην ετήσια διεθνή έκθεση φωτογραφίας στο Παρίσι είδε την δουλειά από φωτογράφους όπως ο Alfred Stieglitz, Ansel Adams και άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως να είναι δυνατόν να φωτογραφίσει με τον τρόπο του και έτσι  να εκφράσει τα δημιουργικά του ενδιαφέροντά του. Από εκείνη την στιγμή  ξόδευε ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του  περιπλανομένος στους δρόμους  του Παρισιού με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι.
Όταν ο πατέρας Ronis πέθανε το 1936, απελευθερώθηκε από το κατάστημα και το εγκατέλειψε αμέσως για να δοκιμάσει το φωτορεπορταζ. Η πραγματική σταδιοδρομία του ως Φωτορεπόρτερ  άρχισε με ένα ρεπορτάζ στην επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου το 1945, 
Μετά από μια επιτυχή σταδιοδρομία ως Φωτορεπόρτερ ο Ronis αποφάσισε στην ηλικία των 50 ότι το ύφος φωτογραφίας του δεν ήταν πλέον αυτό που η αγορά επιθυμούσε και  απομακρύνθηκε από το Παρίσι, περνώντας την επόμενη περίοδο διδάσκοντας στην  Vaucluse. Η εργασία του επέστρεψε στην δημοσιότητα στο φεστιβάλ Arles το 1980, και από τότε έχει συμπεριληφθεί  σε σημαντικά μουσεία σε όλο τον κόσμο.


Όμως δεν περιορίστηκε στη αποτύπωση στιγμιότυπων ζωής από το Παρίσι, αλλά φωτογράφισε και άλλες χώρες, κυρίως βαλκανικές, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα. O Willy Ronis παραμένει αεικίνητος κυνηγός της ζωής και των εικόνων της. Μέχρι τα 85 του χρόνια έκανε ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο. Μέχρι τα 90 του έκανε τις καθιερωμένες βόλτες στο Παρίσι, φωτογραφίζοντας. Τώρα, στα 96 του χρόνια, δεν μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά, αλλά εξακολουθεί να αγαπά τη ζωή. Το περασμένο φθινόπωρο ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στη Γαλλία, με σειρά εκδηλώσεων με αποκορύφωμα τη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Δημαρχείο του Παρισιού, που είχε περισσότερους από 500.000 επισκέπτες μέσα σε δύο μήνες.

 

Πηγή

 

  • Jean – Claude Gautrand, « Willy Ronis », Taschen 2004.

 

Read Full Post »

Κάστρο Άργους The Castle of Argos

Κάστρο Άργους - The Castle or Argos

Κάστρο Άργους - The Castle or Argos

 

 

 

 

Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης

 

Copyright: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Read Full Post »

Γιώργος Καραμάνος (1926-2004)


 

Γιώργος Καραμάνος

Ο Γιώργος Καραμάνος γεννήθηκε το 1926 στο Μάνεσι Αργολίδας – τότε ένα άνυδρο και φτωχό χωριό στην περιφέρεια του Ναυπλίου. Από παιδί έδειξε ενδιαφέρον για το γράψιμο και τη ζωγραφική, ενώ από τον πατέρα του – πρωτοπόρο φωτογράφο από το 1907, από τους πρώτους που έφεραν στην Ελλάδα επαγγελματικό φωτογραφικό, πιθανά και κινηματογραφικό εξοπλισμό – πήρε τις γνώσεις για την τέχνη της φωτογραφίας, αλλά και την αγάπη του γι’ αυτήν. Αρχικά ακολουθώντας τον σαν βοηθός του και στη συνέχεια συνεχίζοντας μόνος του (για ένα διάστημα και επαγγελματικά) να καταγράφει την καθημερινή ζωή, τις ασχολίες και τις εορταστικές στιγμές των συγγενών και των συχωριανών του – κάτι που δε σταμάτησε να κάνει ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο μεταξύ έχει αρχίσει ν’ ασχολείται με τη συγγραφή, ευθυμογραφημάτων κυρίως και ιστοριών της υπαίθρου, ενώ παράλληλα κάνει τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία, σε εφημερίδα του Ναυπλίου.

Στη δεκαετία του ’60 έρχεται στην Αθήνα και εργάζεται σε ακτινολογικό τμήμα του ΙΚΑ (μ’ ένα μυστήριο τρόπο πάντα κοντά στη φωτογραφία…), χωρίς όμως ποτέ να χάσει την επαφή του με τη συγγραφή αλλά και τη δημοσιογραφία, ακόμα και με τον κόσμο της σατιρικής σκιτσογραφίας. Για χρόνια έκτοτε, συνεργάζεται περιστασιακά με εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας αλλά και της επαρχίας (ΤΑ ΝΕΑ, ΑΥΓΗ, ΑΡΓΟΛΙΔΑ, το περιοδικό ΑΝΤΙ, κ.ά.), ενώ για ένα διάστημα εκδίδει τη δική του εφημερίδα, τη σατιρική «Μπαμ».

Το 1977 διασκευάζει για την τηλεόραση την επιτυχημένη σειρά διηγημάτων του, «Ο φωτογράφος του χωριού», δημιουργώντας ένα τηλεοπτικό είδος επαρχιακής ηθογραφίας που άφησε εποχή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνταξιούχος πλέον, ο Γιώργος Καραμάνος επιστρέφει στο Μάνεσι όπου συνεχίζει να γράφει και να συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Ακόμα, για ένα διάστημα, διευθύνει τη Βιβλιοθήκη του Ναυπλίου.

Ποτέ δε σταματά να κάνει σχέδια για το μέλλον και να μάχεται ότι τον ενοχλεί. Το 2003 κυκλοφορεί μια νέα σειρά διηγημάτων και προετοιμάζει την κυκλοφορία φωτογραφικού λευκώματος με υλικό από το αρχείο του πατέρα του και δικό του.
Τον Σεπτέμβριο του 2004 πεθαίνει στην Αθήνα, σε ηλικία 78 ετών.

 

Ένα αίνιγμα μιας κερατένιας εποχής –  Από τον σκιτσογράφο Κώστα Μητρόπουλο

 

Ο Γιώργος Καραμάνος, όπως όλοι οι πραγματικοί ευθυμογράφοι, στάθηκε αδύνατον να συνεννοηθεί με αυτό που λέμε πραγματική ζωή. Συγκρουσιακός, όπως όλοι οι πραγματικοί ευθυμογράφοι, δεν καταλάβαινε παρά μόνο την αστεία πλευρά της. Οποιαδήποτε άλλη ήταν αιτία για ρήξη! Αποτέλεσμα; Ενώ διέθετε μια αληθινή στόφα σατιρικού κι ένα αυθεντικό ταλέντο, δεν μπόρεσε να σπάσει τα τείχη ούτε του μεγάλου Τύπου, ούτε των μεγάλων κέντρων, ούτε της μεγάλης Τηλεόρασης.

Κινήθηκε πικραμένος και καυστικός στον περίγυρο, σαρκάζοντας και οικτίροντας. Είχε γνώση του τι ακριβώς συνέβαινε. Από το μικρό χωριό του Ναυπλίου ή τις στενές στήλες περιοδικών και εφημερίδων μικρής εμβέλειας, πυροβολούσε εύστοχα! Πότε μ’ ένα κλασικό σήριαλ όπως τον αξέχαστο και μοναδικά ποιοτικό «Φωτογράφο του χωριού», πότε με μια έγκυρη και μοναδική ανθολογία του χιούμορ, πότε μ’ ένα δόκιμο και αυθεντικό λογοτεχνικό τομίδιο. Πανταχού παρών και απών συγχρόνως. Ένα αίνιγμα μιας κερατένιας εποχής που δεν αξιώνει παρά μόνο ευέλικτους – μπορεί και ταλαντούχους που είναι και ευέλικτοι – ή τυχερούς.

Ο Γιώργος ο Καραμάνος δεν ήταν τίποτα από αυτά. Ήταν μόνο ένας πραγματικός ευθυμογράφος. Από τους πολύ καλούς του καιρού μας. Που το Μέλλον του ανήκει, μια και το Παρόν τον αγνόησε, όπως κι εκείνος αυτό. Ο τελευταίος ηθογράφος της ελληνικής υπαίθρου.

 

Από τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο

 

Ο Γιώργος Καραμάνος υπήρξε ένας θαυμάσιος ευθυμογράφος που συνέχισε με κύρος και ανάλογη επιτυχία το είδος που καθιέρωσε ο Σταμ-Σταμ. Δηλαδή το χιούμορ του χωριού, τη λαϊκή θυμοσοφία, τη λοξή ματιά με την οποία οι απλοϊκοί άνθρωποι σχολιάζουν τα κουσούρια των άλλων.

Ο Καραμάνος είχε μια περιγραφική δεινότητα, ακρίβεια στους διαλόγους, αδρή καταγραφή των ηθών και σαφήνεια στην περιγραφή των τύπων και των χαρακτήρων.

Δημοσίευσε από νεαρή ηλικία ευθυμογραφήματα σε στρατιωτικά περιοδικά και εφημερίδες, χρονογραφήματα, φαιδρές ιστορίες, ακόμα και ρεπορτάζ από τον αγροτικό από τον αγροτικό και μικροαστικό επαρχιακό βίο στον ναυτιλιακό τύπο και τις αθηναϊκές εφημερίδες.

Κυκλοφόρησε πολλά βιβλία ανάμεσα στα οποία αναφέρω: «Γέλιο σε τρεις διαστάσεις» (1954), «Εύθυμες ιστορίες του χωριού» (1955), «Χωριό μου, χωριουδάκι μου» (1958), «Χουνέρι στο τραίνο» (1961), «Χωρατά στις γιδόστρατες» (1963), «Ο φωτογράφος του χωριού» (1970) -αυτό το τελευταίο έγινε δημοφιλές σήριαλ. Δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του έγραψε και τύπωσε μια συγκινητική αυτοβιογραφία. Σημειώνω επίσης την τίμια ανθολογία του: «Ένας αιώνας ελληνικού χιούμορ». Με το θάνατο του Καραμάνου εξέλιπε ο τελευταίος ηθογράφος της ελληνικής υπαίθρου.

 

Ο Γιώργος Καραμάνος στην ελληνική τηλεόραση

 

Το 1977 η ΕΡΤ προβάλλει την τηλεοπτική σειρά «Ο φωτογράφος του χωριού». Μια παραγωγή του Γιάννη Παναγιωτόπουλου, σε σκηνοθεσία Αντώνη Βογιάζου, διεύθυνση φωτογραφίας και μοντάζ Σάκη Μανιάτη. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευαν ο Νάσος Κεδράκας και η Χριστίνα Κουτσουδάκη, πλαισιωμένοι από τους Τάσο Λέρτα, Γιάννη Τότσικα, Λάζο Τερζά, Κίτυ Αρσένη, Ζωή Ρίζου, Νίκο Καλογερόπουλο, Χρήστο Καλαβρούζο και άλλους.

Θέμα: Η ζωή σ’ ένα ερημωμένο από τη μετανάστευση ελληνικό χωριό, όπου όλες οι ελπίδες και οι προσδοκίες των λιγοστών κατοίκων του, είναι στραμμένες στα εμβάσματα και τα νέα των ξενιτεμένων.

Για την ιστορία: μια ιδιότυπη παραγωγή 16 ημίωρων επεισοδίων, μια και βασίστηκε σε 16 σεναριακά σχεδιάσματα του Γιώργου Καραμάνου, πάνω στα οποία αυτοσχεδίασαν οι ηθοποιοί. Τα γυρίσματα έγιναν στο χωριό Βάργιανη Παρνασσού, με δύο μέρες για τις λήψεις (σε φιλμ) και άλλες δύο μέρες για μοντάζ και κάθε άλλη επεξεργασία, δηλαδή τέσσερις μέρες συνολικά ανά επεισόδιο. Και όλα αυτά υπό την βασανιστική εποπτεία του απαιτητικού Καραμάνου. Το αποτέλεσμα, μια τηλεοπτική σειρά που άφησε εποχή ώστε να παίζεται μέχρι σήμερα κατά καιρούς από την κρατική ελληνική τηλεόραση.

Το 1988 η ΕΤ1 προβάλλει την τηλεταινία διάρκειας 55’ με τίτλο «Ντούα βε, ντούα κούλετς» (Θέλω αυγά, θέλω κουλούρια – στα αρβανίτικα), σε σενάριο Γιώργου Καραμάνου και σκηνοθεσία – παραγωγή Σάκη Μανιάτη.

Θέμα: ηθογραφία – κριτική των ανθρώπων της υπαίθρου στην πρωτεύουσα και τους κατοίκους της, με αφορμή μια αθώα φάρσα των πρώτων στους δεύτερους. Εμπνευσμένη από τη συνύπαρξη με το αρβανίτικο στοιχείο που ακόμα υπάρχει έντονο στα χωριά της Αργολίδας.

 

Εργογραφία

Βιβλία

Γέλιο σε τρεις διαστάσεις, 1954
Εύθυμες ιστορίες του χωριού, 1955
Χωριό μου, χωριουδάκι μου, 1958
Χουνέρι στο τραίνο, 1961
Χωρατά στις γιδόστρατες, 1963
Ένας αιώνας ελληνικού χιούμορ – 2τομη ανθολογία, 1967
Ο φωτογράφος του χωριού, 1970 (επανέκδοση το 1984, Εκδόσεις Φιλιππότη)
Ο τελευταίος των γαϊδάρων, 1971
Εν μέσω αυτών – αυτοβιογραφικό, 1972
Γιορτάσιμα, 1977
Λαχανίδες και λαχανάκια Βρυξελλών, 1987
Γυρεύοντας το πρόσωπο – διηγήματα, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2003

Σενάρια«Ο φωτογράφος του χωριού», τηλεοπτική σειρά 16 ημίωρων επεισοδίων, σε σκηνοθεσία Αντώνη Βογιάζου και παραγωγή Γιάννη Παναγιωτόπουλου, ΕΡΤ, 1977, »Ντούα βε, ντούα κούλετς», τηλεταινία σε σκηνοθεσία και παραγωγή Σάκη Μανιάτη, ΕΤ 1, 1988.

 

Πηγή


  • Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας

 

Read Full Post »