Παλιοί φωτογράφοι του Άργους
Σήμερα, που όλοι κρατάμε στα χέρια μας αυτόματες φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες, η τέχνη της φωτογραφίας μάς φαίνεται πολύ απλή. Δεν χρειάζεται να υπολογίσουμε το φωτισμό, την απόσταση και την ταχύτητα καθώς όλα εστιάζονται και νετάρονται αυτόματα.
Κατά τον ίδιο τρόπο διεκπεραιώνονται και η εμφάνιση με την εκτύπωση. Ο φωτογράφος δεν κλείνεται στο σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίσει το φιλμ κι όταν στεγνώσει να ξαναμπεί για να κάνει εκτυπώσεις. Τώρα έχουμε το υπερσύγχρονο εμφανιστήριο που τα κάνει όλα. Τοποθετημένο μάλιστα σε εμφανές σημείο φαντάζει σαν διακοσμητικό έπιπλο. Η διεργασία γίνεται στο εσωτερικό του. Με το πάτημα κάποιων κουμπιών και σε ελάχιστο χρόνο σου βγάζει εμφανισμένο και στεγνό το φιλμ. Μετά πατώντας άλλα κουμπιά σου παραδίδει και τις φωτογραφίες.
Σαν έρθουμε και στην ψηφιακή τεχνολογία βλέπουμε ότι καταργείται και το φιλμ. Επιπλέον, η τεχνική αυτή έχει και την εξής δυνατότητα: Σου διορθώνει και σου φρεσκάρει τις παλιές φωτογραφίες. Ακόμα μπορεί να σου καλύψει και κάποια κενά. Αν έχει γδαρθεί το ένα μάτι ή λείπει το μισό πρόσωπο επανέρχονται στην προτέρα φυσιολογική τους κατάσταση. Και μη ρωτάτε πλέον το φωτογράφο να σας εξηγήσει αυτό το θαύμα. Το θέμα ανάγεται στις επιτεύξεις της τεχνολογίας και πιο αρμόδιος, για τις κατάλληλες ερμηνείες, είναι ο κατέχων περισσότερο τα ηλεκτρονικά.
Στο φωτογράφο ωστόσο παραμένει το εξής βασικό προνόμιο: Η κατάλληλη ματιά την ώρα της φωτογράφισης. Δηλαδή, από ποια οπτική γωνία πρέπει να γίνει η λήψη. Σαν έχει να κάνει και με πρόσωπα, θα επιδιώξει και την ανάλογη κλίση – σε σχέση με το σχήμα του αλλά και τον φωτισμό. Πρόκειται για βασικές λεπτομέρειες που δεν τις μπορεί ακόμη η τεχνολογία, γι’ αυτό και οι φωτογραφίες παλιών ταλαντούχων φωτογράφων πάντα θα ξεχωρίζουν.
Οι δικοί μας πρωτοπόροι
Ίσως, πριν απ’ αυτούς που πρόκειται να περιγράψουμε, να υπήρξαν και κάποιοι άλλοι χειριστές φωτογραφικών μηχανών. Και δεν μιλάμε για κανονικούς επαγγελματίες με οργανωμένο στούντιο και σε συγκεκριμένη διεύθυνση. Σκεπτόμαστε κάποιους ταξιδιώτες του εξωτερικού που λόγω οικονομικής άνεσης και κάποιας κοσμοπολίτικης αντίληψης ίσως να είχαν στη χρήση τους μια «κόντακ» ή μια «άκφα».
Έτσι, αν είναι να μας επισημανθεί μια τέτοια «παράβλεψη», δεν θα είναι βέβαια σκόπιμη αλλά μόνο από έλλειψη στοιχείων. Όπως, λόγου χάρη, με τους δυο πλανόδιους του πάρκου, που αν και δούλεψαν επί δεκαετίες στο κεντρικότερο σημείο του Άργους, κανείς σημερινός Αργείος δε θυμάται τα ονόματά τους και πολύ περισσότερο με ποια χρονολογία συνδέεται η αρχική τους εμφάνιση. Μερικοί σου λένε πως ήταν «ο Μήτσος από τη Νεμέα….» και πως ο άλλος ήταν Ελληνορώσος και άκουγε με τ’ όνομα Χρήστος.
Έτσι σταθήκαμε πολύ τυχεροί το ότι αυτά που μάθαμε για τους άλλους είναι από αφηγήσεις οικογενειακών προσώπων που ξέρουν να σου πουν λεπτομέρειες και να σου δείχνουν μια σειρά από φωτογραφίες που εικονίζουν τους ίδιους τους φωτογράφους.
Αλλά για ποιους, ακριβώς, μιλάμε;
Πρόκειται γι’ αυτούς που αναγνωρίστηκαν επίσημα στο Άργος σαν πρωτοπόροι και σπουδαίοι καλλιτέχνες της φωτογραφίας. Και κατά χρονολογική σειρά ήσαν: ο Ανδρέας Φίλης, ο Γεώργιος Κυριακίδης και ο Αναστάσιος Μπίρης.
Ανδρέας Φίλης
Στην αργειακή κοινωνία ήταν περισσότερο γνωστός σαν δάσκαλος του 2ου Δημοτικού Σχολείου Άργους (προηγουμένως είχε διδάξει – σαν πρωτοδιοριζόμενος – και στου Σμυρνιωτάκη). Σχολείο και αυτό του Δημοσίου αλλά είχε την ονομασία «Σμυρνιωτάκη» από τον ιδιοκτήτη του οικήματος.
Ο Φίλης, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 1890, είχε έμφυτη την αγάπη του προς την καλλιτεχνία. Μ’ αυτή την αδυναμία του έπαιζε ωραίο βιολί και διάβαζε ό,τι αφορούσε τη φωτογραφία. Ντυνόταν καλαίσθητα και με γούστο ενώ σε ειδικές περιπτώσεις φορούσε και παπιγιόν. Συμπεριφερόταν με ευγενικούς διακριτικούς τρόπους και σε όποια παρέα βρισκόταν την ομόρφαινε με την παρουσία του.
Την κλίση του στη φωτογραφική την εκδήλωσε και στην πράξη, όταν εξασφάλισε στα χέρια του μια καλή φωτογραφική μηχανή – δώρο από δικούς του στην Αμερική. Οργανώθηκε με κανονικό στούντιο (που το έφτιαξε στο σπίτι του – Ζαΐμη 23) και μαζί με το δασκαλίκι του έγινε και μισο – επαγγελματίας φωτογράφος.
Αυτά από το 1916 και μετά. Και παρ’ ότι από τις πρώτες φωτογραφίες θαυμάστηκε σαν σπουδαίος τεχνίτης, δεν διαφημίστηκε ωστόσο ανάλογα. Πάντως εκείνοι που τον φέρνουνε κατά νου και τον κουβεντιάζουν στην κάθε θύμηση δεν βρίσκουν να του προσάψουν κανένα ψεγάδι. Κι αν ένας τρίτος ρωτάει για να μάθει, του λένε επιγραμματικά:
Ήτανε προικισμένος δάσκαλος, χαρισματικός φωτογράφος και υποδειγματικός συμπολίτης. Με το γάμο του ο Ανδρέας Φίλης απόχτησε πέντε παιδιά – γόνιμος δηλαδή κι εδώ: Τη Φούλη (η πρεσβυτέρα του παπα-Βαγγέλη Στασινόπουλου), τη Σωτηρία, το Γιώργο, τη Μαρία και το Θοδωρή.
Γεώργιος Κυριακίδης (Απελλής)
Είχε σπουδάσει τη φωτογραφική στην Πόλη σ’ έναν διακεκριμένο καλλιτέχνη ονόματι Κουριώτης. Με τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 22 ετών (είχε γεννηθεί το 1900). Άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο στην Άμφισσα το 1922 με την επωνυμία -ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ – «ο Απελλής». Κι όπως λέει ο γιος του (Γιάννης Κυριακίδης) κατέφυγε στον αρχαίο ζωγράφο όχι από λόγους υπεροψίας. Δεν ήθελε να φαίνεται η προσφυγική του καταγωγή και επιπλέον θεώρησε το «Κυριακίδης» κακόηχο.
Αλλά οι περισσότεροι Έλληνες μη γνωρίζοντας τί εστί «Απελλής» μετέφεραν τον τόνο στην παραλήγουσα γιατί τους έπεφτε πιο εύκολο ν’ αποκαλούν το φωτογράφο «Απέλη». Κατά τον ίδιο τρόπο σκέφτηκαν και οι Αργείτες, όταν ο Κυριακίδης άφησε την Άμφισσα και το 1924 ήρθε στο Άργος. Πίσω στη Άμφισσα, εκτός από τη φήμη του σαν καλός φωτογράφος έμεινε και μια τεράστια διαφημιστική ταμπέλα τοποθετημένη όξω από την Άμφισσα. Ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής, όταν θέλουν να προσδιορίσουν εκείνη τη συγκεκριμένη στροφή λένε: Στο βράχο του «Απέλη».
Στο Άργος
Όλη η καλλιτεχνική διαδρομή του – από το 1924 και ως το 1960 – σηματοδοτήθηκε από τρία φωτογραφεία: Το πρώτο λειτούργησε στη θέση που είναι το καφενείο του «Φασαρία», το δεύτερο επί της Δεντροστοιχίας (Δαναού) και στο σημείο που ήταν το πρώτο υποκατάστημα της Πίστεως, ενώ το τρίτο επί της Βασιλίσσης Σοφίας 23 – στο τότε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Δ. Ρουσόπουλου.
Σύμφωνα με την πελατεία που τον προτιμούσε τού είχε αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «ο οικογενειακός φωτογράφος του Άργους». Δούλευε με πολλή σχολαστικότητα το ρετούς και σαν ποικιλία, την καφέ φωτογραφία. Εμφάνιζε και πράσινες φωτογραφίες, αλλά τελικά περιορίστηκε στη «σέπια» από επιμονή των πελατών.
Κατά τη φωτογράφηση χρησιμοποιούσε φυσικό φως. Όλη η βορεινή πλευρά της οροφής του φωτογραφείου ήταν τζαμένια και με διάφορες κουρτίνες που τις μετακινούσε συνεχώς έσπαζε το φως όπως ήθελε και πετύχαινε αυτό που επεδίωκε.
Στην πρώτη χρονολογική περίοδο χρησιμοποίησε γυάλινες πλάκες και μετά ζελατινένιες, ενώ για στάμπα είχε μια πρεσσούλα μεταλλική και η σφραγίδα έβγαινε ανάγλυφη. Το ρετούς τον απασχολούσε κάπου οχτώ ώρες την ημέρα κι όπως έκλεινε συνεχώς το ένα μάτι έδειχνε μικρότερο από το άλλο κι έμοιαζε ελαττωματικό.
Η αντίστροφη μέτρηση
Μια πρώτη κάμψη στη δουλειά του παρατηρήθηκε στην Κατοχή. Δύσκολα τα χρόνια, δεν περίσσευαν λεφτά και διάθεση για φωτογραφίες. Σαν έφυγαν όμως οι Γερμανοί – Ιταλοί αυξήθηκε πάλι η πελατεία καθώς οι ξενιτεμένοι συγγενείς γύρευαν επιμόνως φωτογραφίες των δικών τους. Όπου στο γύρισμα της δεκαετίας του 1950 επακολουθεί νέα πτώση. Αυτή τη φορά η αιτία ήσαν οι στρασαδόροι (φωτογράφοι του δρόμου) που τραβούσαν όλους τους περιπατητές χωρίς να ρωτάνε. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση ο «Απελλής» δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί και το 1960 έκλεισε το φωτογραφείο του. Πέθανε στις 23 Ιουνίου 1992.
Αναστάσιος Μπίρης
Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Αντώνη Μπίρη από την Ανδρίτσαινα. Με εξαίρεση τον Παναγιώτη, που ακολούθησε δικό του δρόμο, οι άλλοι τρεις αδερφοί έγιναν επαγγελματίες φωτογράφοι.
Ο Αναστάσιος Μπίρης ρίζωσε στο Άργος, ο Χαράλαμπος στην Κόρινθο και ο Ιωάννης στην Αθήνα. Ο τελευταίος διετέλεσε πρόεδρος των φωτορεπόρτερ της Αθήνας και ήταν ο επιλεγμένος φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας. Ειδικευμένος στα μεγάλα πορτραίτα ήξερε να χειρίζεται καταλλήλως τους προβολείς και να τονίζει τα σημεία εκείνα που κολάκευαν το κάθε πρόσωπο.
Αλλά και οι άλλοι Μπίρηδες (που δεν βρίσκουμε άκρη να τους αναφέρουμε έναν προς έναν, καθώς αραδιάστηκαν ένα σωρό Αντώνηδες και Αναστάσηδες) δούλεψαν πολύ τις μπούστο φωτογραφίες. Μόνο που αυτοί σε άλλο επίπεδο δουλειάς κυνήγησαν το καθημερινό κέρδος με όλα τα είδη της φωτογραφίας: «Αναμνηστικές», ταυτοτήτων, πιστοποιητικών, όπως και με τις κατ’ οίκον παραγγελίες που αφορούσαν γάμους, βαπτίσεις, εκδρομές και κηδείες.
Ο Αναστάσιος Μπίρης, που μας αφορά ιδιαίτερα, είχε στήσει το φωτογραφείο του επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας 15 – απέναντι από το μουσείο και όπου σήμερα είναι το χρυσοχοείο του Γ. Καπουράλου. Η μόστρα του φωτογραφείου όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Είχε γεμίσει δυο παράθυρα του μπροστινού τοίχου με διάφορες φωτογραφίες, ενώ το υπόλοιπο – της επάνω επιφάνειας της πρόσοψης – το κάλυπταν η επιγραφή του φωτογραφείου «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ» και τα είδη της εργασίας που εκτελούντο.
Σ’ αυτό το φωτογραφείο δούλεψε από το 1927 και για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Στο μεταξύ η δουλειά περνούσε διαδοχικά στο γιο του τον Αντώνη (ένας από τους τρεις γιους του) και σαν πέθανε έχουμε μετακόμιση και του φωτογραφείου. Μετεφέρθη στη Βασιλέως Γεωργίου 1 στο Πάρκο του Αγίου Πέτρου με την ονομασία «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ». Ακολουθεί ο πρόωρος θάνατος και του Αντώνη, για να τον διαδεχθούν οι γιοι του αλλά και ο εγγονός – ένας άλλος Αντώνης. Όπου τώρα μαζί με τις φωτογραφίσεις έχουμε και τις βιντεοσκοπήσεις – κατά την παγκόσμια πλέον συνήθεια όλων των σημερινών φωτογράφων.
Παλιές και σημερινές επιγραφές
Εάν τις προσέξει κανείς – σε πανελλήνια κλίμακα και σε όλη την πορεία τους – θα παρατηρήσει ότι οι παλιοί φωτογράφοι προτιμούσαν τις φανταχτερές ονομασίες για τις επιγραφές τους: «ΦΩΤΟ – ΑΠΕΛΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΜΟΔΕΡΝΟ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΘΕΝΩΝ», «ΦΩΤΟ – ΛΟΥΞ», «ΦΩΤΟ – ΣΤΑΡ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΓΛΗ», «ΦΩΤΟ – ΠΑΡΙΣ» θέλοντας έτσι να συνδυάσουν την τέχνη τους με κάτι το υψηλό, το ονειρικό και μεγαλειώδες. (Χρησιμοποιούμε τον κανόνα).
Στα επόμενα χρόνια, που η τέχνη της φωτογραφίας άπλωσε και πλήθυναν κατά πολύ τα φωτογραφεία, εκδηλώνεται ένα τοπικιστικό πνεύμα, μέχρι που μερικοί το περιορίζουν στο ατομικό. Έχουμε δηλαδή «ΦΩΤΟ – ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΗΡΑΙΟΝ», «ΦΩΤΟ – ΑΙΤΩΛΙΚΟΝ» αλλά και «ΦΩΤΟ – ΦΩΤΗΣ», «ΦΩΤΌ – ΜΙΧΑΛΗΣ», «ΦΩΤΟ – ΓΙΩΡΓΟΣ» «ΦΩΤΟ – ΚΑΖΑΣ» κλπ.
Επίσης, σαν περιοδεύσουμε σήμερα στις διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, θα παρατηρήσουμε πως όλα τα νεοσύστατα φωτογραφεία, αντίς να ρεκλαμάρουν τις ειδικές ικανότητες του κάθε φωτογράφου, έχουν σαν κύρια προβολή τους τα μεγάλα εργοστάσια φωτογραφικών μηχανών, αυτομάτων εμφανιστηρίων και φίλμς που σαν ξέρεις να τα χειρίζεσαι, αυτομάτως χρήζεσαι και φωτογράφος. Όμως με την παλιά έννοια που ξέραμε – ουδεμία σχέση! Το εμπνευσμένο ταλέντο και το έμπειρο καλλιτεχνικό μάτι είναι προσόντα που δεν διδάσκονται με προσπέκτους και σε ειδικές σχολές, κι ούτε αντικαθίστανται με το πάτημα κάποιων κουμπιών.
Είναι ζήτημα ευαισθησίας, ειδικού γούστου και ξόδεμα ψυχικής διάθεσης. Δηλαδή, χαρίσματα που διακρίνουν μόνο τον άνθρωπο.
«Αργείων Πνεύμα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 3, Ιανουάριος 2002.