Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ψωροκώσταινα’

Ο μύθος της Ψωροκώσταινας


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Υπήρξε στην πραγματικότητα η Ψωροκώσταινα ή πρόκειται για μια ανύπαρκτη ηρωίδα; Το ιστολόγιο, «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», του κυρίου Νίκου Σαραντάκου, φιλοξενεί άρθρο με τίτλο «Ο μύθος της Ψωροκώσταινας» στο οποίο ο συγγραφέας του, κ. Σπύρος Ζερβόπουλος ασχολείται με το θέμα και καταθέτει μετά από έρευνα τα δικά του συμπεράσματα. Ας δούμε όμως τι γράφει.

   

«Ο μύθος της Ψωροκώσταινας»

 

«Ψωροκώσταινα» είναι ένας πολύ γνωστός μειωτικός και περιπαικτικός χαρακτηρισμός που λέμε για τη χώρα μας, ένας αυτοφαυλισμός που έχει πει και ο Ν. Σαραντάκος. Τον χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην υπανάπτυξη, την έλλειψη χρημάτων ή την ανοργανωσιά του νεοελληνικού κράτους, όπως γράφει και το ΛΚΝ [Λεξικό της κοινής νεοελληνικής]. Έχει χρησιμοποιηθεί επίσης, συνήθως απ’ τον χώρο της Αριστεράς, ο όρος «ιδεολογία ή σύνδρομο της Ψωροκώσταινας» ως κριτική απέναντι σε συντηρητικές απόψεις για την κατάσταση στη χώρα μας. Πρόσφατα μάλιστα είχε δημιουργηθεί παρεξήγηση σε μια πολιτική συζήτηση μεταξύ Στ. Κούλογλου και Βασ. Κικίλια για τη φράση ακριβώς αυτή.

Ταυτόχρονα, επίσης, είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι η λέξη «Ψωροκώσταινα» προήλθε από παρωνύμιο υπαρκτού προσώπου που έζησε στο Ναύπλιο στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Πριν κάνουμε λόγο για την ιστορία αυτού του προσώπου, όπως μας παραδίδεται, ας δούμε πότε εμφανίζεται η λέξη στα γραπτά τεκμήρια που έχουμε.

Οι πρώτες ανευρέσεις της λέξης είναι σε απομνημονεύματα και ιστορικά κείμενα σχετικά με την Επανάσταση του 1821 και τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Ο Νικόλαος Δραγούμης σε ιστορικές του αναμνήσεις (Πανδώρα, 1853) διηγείται ότι το 1833, όταν ήταν κυβερνητικός υπάλληλος στο Ναύπλιο, ζήτησε από έναν βαρκάρη να τον μεταφέρει στο πλοίο που βρισκόταν ο Όθωνας που μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα. Όταν είπε στον βαρκάρη ότι θα πληρωθεί από την κυβέρνηση μετά την επιστροφή τους, αυτός του γύρισε την πλάτη και του απάντησε απαξιωτικά «Η ψωροκώσταινα!». Την ίδια άρνηση αντιμετώπισε και απ’ τους υπόλοιπους βαρκάρηδες, και αναγκάστηκε να αναφέρει απογοητευμένος στον προϊστάμενό του ότι «την κυβέρνησιν ονομάζουσι όλοι ψωροκώσταινα και ουδέ λεπτόν εμπιστεύονται εις αυτήν».

 

Πανδώρα, 1853, σελίδα 261.

 

Επίσης και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του (γραμμένα λογικά στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα) αναφέρει ότι Ψωροκώσταινα έλεγαν την τελευταία κυβέρνηση πριν από την έλευση του Όθωνα. Το ίδιο και ο Αναστάσιος Γούδας στους «Παράλληλους Βίους» του (1873).

 

Γενναίου Κολοκοτρώνη «Απομνημονεύματα»

 

Σε άλλες πηγές, ο χαρακτηρισμός αυτός προσάπτεται σε κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, αγωνιστής του 1821 και γραμματικός του Θ. Κολοκοτρώνη, στα Απομνημονεύματά του γράφει (αναφερόμενος σε γεγονότα του 1824): «Ημείς ανήλθομεν εις Τρίπολιν κατά τα μέσα Ιουνίου, η δε φρουρά ηυτομόλησεν εις την Διοίκησιν, την τότε λεγομένην Βουλήν και μετά ταύτα ψωροκώσταινα». Και ο Δημήτριος Παπαντωνόπουλος ομοίως στο βιβλίο του «Πεντηκονταετηρίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1873)», αναφέρεται σε γεγονότα του 1824.

 

Δημήτριος Παπαντωνόπουλος «Πεντηκονταετηρίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1873)

 

Φαίνεται, λοιπόν, ότι αρχικά η λέξη ήταν σκωπτικός χαρακτηρισμός για κάποια κυβέρνηση ή κυβερνήσεις της παραπάνω ιστορικής περιόδου. Σιγά – σιγά θα γενικεύτηκε η χρήση της, εκτός των ιστορικών αυτών συμφραζομένων, και αφορούσε πλέον αφηρημένα το νεοελληνικό κράτος/χώρα. Στις πρώιμες αυτές ανευρέσεις της λέξης δεν υπάρχει καμία αναφορά ή σύνδεση με πραγματικό πρόσωπο. Πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι στις αρχές του 20ου αιώνα.

Μια καλή παρουσίαση της ιστορίας της Ψωροκώσταινας, δηλαδή του προσώπου απ’ το οποίο φέρεται να προέρχεται η λέξη, υπάρχει εδώ από την ιστοσελίδα της Αργολικής Βιβλιοθήκης.

Οι περισσότερες πληροφορίες στην πραγματικότητα αντλούνται από άρθρο του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη, Ναυπλιώτη λόγιου, συγγραφέα, βουλευτή και νομομαθούς, που δημοσιεύτηκε το 1904 (εφημερίδα Αθήναι, 1-2-1904, αναδημοσίευση στο Ημερολόγιον Σκόκου, 1905), το οποίο και αποτελεί την πρώτη χρονολογικά πηγή για το θέμα μας. Ας δούμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία της ιστορίας της, όπως την παραθέτει ο Λαμπρυνίδης:

«Η Ψωροκώσταινα στην πραγματικότητα λεγόταν Πανώρια, ήταν σύζυγος του έντιμου εμπόρου Χατζή – Κώστα Αϊβαλιώτη και ζούσε στο Αϊβαλί. Κατά την καταστροφή της πόλης από τους Τούρκους το 1821, σκοτώνονται μπροστά στα μάτια της ο σύζυγος της και τα τέσσερα παιδιά τους. Αυτή σώζεται και καταφεύγει στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίζεται από τον Βενιαμίν Λέσβιο, που δίδασκε στο Αϊβαλί, ο οποίος και την παίρνει μαζί της και καταλήγουν στο Ναύπλιο. Η Πανώρια προσφέρει τις φροντίδες της στον Βενιαμίν Λέσβιο μέχρι τον θάνατό του, το 1824. Στη συνέχεια, παρά τη φτώχεια της, παίρνει υπό την προστασία της ορφανά παιδιά του πολέμου, τα οποία τρέφει κάνοντας μεροκάματα και ζητιανεύοντας στους δρόμους. Τον Ιούνιο του 1826, στον έρανο που έγινε στο Ναύπλιο για τις ανάγκες του Αγώνα, η πάμφτωχη Ψωροκώσταινα προσφέρει ένα αργυρό δαχτυλίδι και ένα γρόσι, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση. Όταν άνοιξε το πρώτο ορφανοτροφείο στο Ναύπλιο από τον Καποδίστρια, η Ψωροκώσταινα προσφέρει αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της. Λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει, και κηδεύεται από τα ορφανά σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης».

 

Εφημερίδα Αθήναι, 1-2-1904

 

Ημερολόγιον Σκόκου

 

Σε αυτή την ιστορία αργότερα προστίθενται μερικές ακόμη ψηφίδες. Ο Ευάγγελος Δαδιώτης, (1900 – 1992), [λόγιος, εκδότης, ιδρυτικό μέλος, Γενικός Γραμματέας και επίτιμο μέλος της Ένωσης Κυδωνιατών], με καταγωγή απ’ το Αϊβαλί, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αιγαιοπελαγίτικα τ. 13 [1], αφήνει να εννοηθεί ότι το παρωνύμιο Ψωροκώσταινα είναι στην πραγματικότητα παραφθορά του αρχικού παρωνυμίου της Ψαροκώσταινα, που της είχε δοθεί επειδή είχε βρεθεί στα Ψαρά μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού. Επίσης, μας παραθέτει τα ακριβή λόγια της Ψωροκώσταινας στον έρανο του 1826: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Η ιστορία της Ψωροκώσταινας έκτοτε γνωρίζει μεγάλη διάδοση και εμφανίζεται ακόμη και σε ιστορικά βιβλία: Στην «Παιδεία επί Τουρκοκρατίας» του Τρύφωνος Ευαγγελίδου (1936), στην Ελληνική Επανάσταση του Διονύσιου Κόκκινου (5ος τόμος, σελ. 360), στα Ελληνικά Ιστορικά Ανέκδοτα του Τάκη Λάππα (1960), σε σημείωμα του Σπυρίδωνα Λάμπρου στο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), 368 (ο οποίος επικαλείται δημοσίευμα της εφημερίδας Έθνος του 1915).

 

Παιδεία επί Τουρκοκρατίας» του Τρύφωνος Ευαγγελίδου (1936)

 

Σπυρίδωνας Λάμπρου «Νέος Ελληνομνήμων» 13 (1916), 368.

 

Αναφέρονται επίσης και άλλες εκδοχές της ιστορίας: Ο Τάσος Μουμτζής, με καταγωγή επίσης απ’ το Αϊβαλί, γράφει (Αναμνήσεις 1894-1924, 1971) [2] ότι η κυρά Κώσταινα ήταν γυναίκα του δημάρχου του Αϊβαλιού. Όταν ήλθε πρόσφυγας στο Ναύπλιο τέθηκε επικεφαλής γυναικών προσφύγων που υπηρετούσαν τον αγώνα. Μετά την Επανάσταση αναγκάστηκε να ζητιανεύει για να ζήσει, και το παρωνύμιο Ψωροκώσταινα της το έδωσε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ήλιου παρατίθεται μία τελείως διαφορετική εκδοχή: Η Ψωροκώσταινα ήταν γυναίκα κάποιου Κώστα από το χωριό Τζαφέρ Αγά (Ασίνη), ο οποίος σκοτώθηκε από τους ζηλωτές του Συντάγματος (προφανώς στις ταραχές μετά τον θάνατο του Καποδίστρια).

 

Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ήλιου

 

Η ιστορία της Ψωροκώσταινας, όπως μας είναι δοσμένη, δίνει την εντύπωση ότι έχει πολλά στοιχεία μύθου, παρηγορητικού μύθου, με αρκετούς συμβολισμούς: Η πραγματική Ψωροκώσταινα ήταν μια γυναίκα που πρώτα ήταν πλούσια και αρχόντισσα, τα έχασε όμως όλα από τους Τούρκους∙ παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία της, προσέφερε στον Αγώνα ανιδιοτελώς και μεγαλόψυχα με όλες της τις δυνάμεις. Ίσως να μην είναι τυχαία και η σύνδεσή της με τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και είχε προσφορά στην Επανάσταση. Μην ξεχνάμε ότι ο Μ. Λαμπρυνίδης γράφει το άρθρο του σε μια εποχή λίγο μετά τη χρεοκοπία, τον διεθνή οικονομικό έλεγχο, τον χαμένο πόλεμο του 1897, όταν και πιθανότατα θα ήταν πολύ δημοφιλής η λέξη.

Όπως είδαμε και παραπάνω, στην ιστορία της Ψωροκώσταινας κεντρικό ρόλο έχει ο έρανος που έγινε στο Ναύπλιο τον Ιούνιο του 1826. Για να θυμηθούμε τα γεγονότα, μετά την πτώση του Μεσολογγίου οι Έλληνες βρέθηκαν σε πολύ δυσχερή θέση, χωρίς οικονομικά μέσα, όπλα και πολεμοφόδια, και με τον Ιμπραήμ να λεηλατεί την Πελοπόννησο. Έτσι, στις 8-6-1826 διοργανώθηκε από τη Διοίκηση έρανος στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου. Εκεί, ο δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος εκφώνησε εμπνευσμένη και συγκινητική ομιλία, συνεισέφερε ταυτόχρονα και τα λίγα χρήματα που είχε, παρακινώντας όλους να συνδράμουν με ό,τι είχαν. Ο Λαμπρυνίδης έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα και έχει γράψει και άλλα άρθρα για το περιστατικό αυτό. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Αρχικά, ο Λαμπρυνίδης είχε γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Σκηναί πατριωτικαί εν Ναυπλίω κατά την κρισιμωτάτην περίοδον του εθνικού ημών αγώνος» (περιοδικό Αρμονία, τ. 3ος, 1902), όπου πραγματευόταν το περιστατικό του εράνου της 8-6-1826. Ως πηγές του επικαλείται: «Επιστολή του Γάλλου Στρατηγού Roche προς το εν Παρισίοις Φιλελληνικόν Κομιτάτον, γραφείσα εν Ναυπλίω κατά τον Ιούλιον του 1826 (Documents relatifs a l’etat present de la Grece: publies d’apres les communications du Comite Philhellenique de Paris, Νο II σελ. 30 και Νο III σελ. 46, 47)». Η μεν πρώτη πηγή, δηλαδή η αναφορά στο τεύχος ΙΙ σελ. 30 (ονλάιν εδώ) είναι πράγματι η επιστολή του Roche∙ η δεύτερη πηγή (τεύχος ΙΙΙ σελ. 46,47) είναι γαλλική μετάφραση άρθρου της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος της 12-6-1826. Η Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος ήταν το επίσημο έντυπο της Διοίκησης, με αρχισυντάκτη τότε τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, στην οποία δεν δημοσιεύονταν μόνο νομοθετικά και διοικητικά κείμενα, αλλά και ειδησεογραφικά άρθρα∙ το συγκεκριμένο άρθρο είχε περιγραφή του εράνου που είχε γίνει μόλις λίγες μέρες πριν. (Ο Λαμπρυνίδης παραθέτει και μία ακόμη πηγή, την Ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου του Αυγ. Fabre, στην οποία όμως δεν υπάρχει καμία αναφορά για τον έρανο της 8-6-1826).

Ο Λαμπρυνίδης στη διήγησή του κρατά τον βασικό κορμό των πηγών του, δηλαδή της επιστολής του Roche και του άρθρου της Γενικής Εφημερίδας, παρεμβάλλοντας όμως πολλές προσθήκες με επώνυμους και ανώνυμους ανθρώπους που εμφανίζονται να συμμετέχουν στον έρανο. Πουθενά όμως σε αυτό το άρθρο δεν υπάρχει η Ψωροκώσταινα – ούτε άλλωστε στις πηγές του Λαμπρυνίδη.

Δύο χρόνια αργότερα, την 25η Μαρτίου 1904, ο Λαμπρυνίδης αναδημοσιεύει το ίδιο πιο πάνω άρθρο στην εφημερίδα Αθήναι με τον τίτλο «Σελίδες Πατριωτισμού: Σκούφος – Γεννάδιος». Έχει ελάχιστες αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο άρθρο του, με κυριότερη το ότι εμφανίζεται τώρα και η Ψωροκώσταινα να συμμετέχει στον έρανο. Τι είχε μεσολαβήσει; Είχε δημοσιεύσει λίγο πριν το άρθρο του για την ζωή της Ψωροκώσταινας που είδαμε παραπάνω (1-2-1904, εφ. Αθήναι).

 

Εφημερίδα Αθήναι: «Σελίδες Πατριωτισμού: Σκούφος – Γεννάδιος»

 

Στη συνέχεια, έρχεται ο γιος του Γεωργίου Γεννάδιου, Ιωάννης Γεννάδιος, και εκδίδει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Ο Γεώργιος Γεννάδιος σωτήρ της όλης πατρίδος εν Ναυπλίω τω 1826» (1905), με αποκλειστικό σκοπό να αποδείξει ότι δεν ήταν ο Νικόλαος Σκούφος αυτός που είχε εκφωνήσει τον περίφημο λόγο στον έρανο του 1826, όπως ισχυριζόταν ο Λαμπρυνίδης (στην πραγματικότητα ο Roche). Έτσι, ερευνά όλες τις σχετικές πηγές και παραθέτει διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία ιστορίας κτλ., απ’ τα οποία πράγματι προκύπτει ότι ο Νικ. Σκούφος δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός. (Σημειώνεται ότι ο Λαμπρυνίδης στο άρθρο του βάζει τον Ν. Σκούφο να εκφωνεί λόγο κάποια στιγμή πριν απ’ τον έρανο, και τον Γ. Γεννάδιο την ημέρα του εράνου, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει απ’ την επιστολή του Roche – ούτε απ’ τις άλλες πηγές!).

 

«Ο Γεώργιος Γεννάδιος σωτήρ της όλης πατρίδος εν Ναυπλίω τω 1826»

 

Από τις ίδιες όμως αυτές πηγές προκύπτει επίσης ότι πουθενά δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ψωροκώσταινα ή Χατζηκώστα ή κάτι σχετικό. Σημειώνεται ότι στο πιο πάνω άρθρο της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδας, που είναι και η πιο κοντινή μαρτυρία στο γεγονός, αναφέρεται ότι το αποκορύφωμα της συγκίνησης κατά τη διάρκεια του εράνου ήταν όταν «… ως και έν παιδίον, το οποίον ζη πωλούν εις τους δρόμους νερόν, ή ζητούν ελεημοσύνην, επρόσφερεν και αυτό το πτωχόν, αλλά φίλον της πατρίδος τέκνον, δύο τάλληρα, και η πράξις αύτη εκίνησε πολλούς θεατάς εις δάκρυα …». Το ίδιο γράφει και ο Αλέξανδρος Σούτσος, που ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας, σε βιβλίο του το 1829: «… και προς το εσπέρας το κίνημα κατέστη τόσον γενικόν, τόσον ένθουν, ώστε και παιδίον τί, αποζών εκ της ελεημοσύνης των διαβατών, εθεάθη αποσύρων εκ της ζώνης του δύο τάλληρα, προϊόν ενός έτους περισυλλογών, και προσφέρον αυτά μετά προθυμίας».

Ανακεφαλαιωτικά: Ο Λαμπρυνίδης δημοσιεύει ένα άρθρο το 1902 που περιγράφει με εξαντλητική λεπτομέρεια τον περίφημο έρανο του 1826, χωρίς καμία αναφορά σε Ψωροκώσταινα. Σημειωτέον ότι στις σύγχρονες πηγές ως η πιο συγκινητική στιγμή περιγράφεται αυτή με το ζητιανάκι που προσφέρει το υστέρημα του. Το 1904 ο Λαμπρυνίδης δημοσιεύει άρθρο με τη ζωή της Ψωροκώσταινας, που είναι και η πρώτη αναφορά για το πρόσωπο αυτό. Της δίνει μάλιστα στο άρθρο αυτό και πρωταγωνιστικό ρόλο στον έρανο της 8-6-1826. Λίγο μετά, στις 25-3-1904, αναδημοσιεύει το ίδιο άρθρο του 1902, προσθέτοντας τώρα και την Ψωροκώσταινα. Στο μεταξύ, από τις διαθέσιμες πηγές που υπάρχουν για τον έρανο αυτό, πουθενά δεν προκύπτει συμμετοχή της Ψωροκώσταινας. Αν πάλι υπήρχε κάποια παλιά προφορική παράδοση για την Ψωροκώσταινα, είναι εύλογο ότι θα την ήξερε ο Ναυπλιώτης Μ. Λαμπρυνίδης όταν έγραφε το άρθρο του το 1902, και δεν θα την ανακάλυπτε πρώτη φορά το 1904.

Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποιος κόκκος αλήθειας σε όλα αυτά∙ δηλαδή να προήλθε πράγματι η λέξη από κάποιο υπαρκτό πρόσωπο της εποχής, μία πολύ φτωχή γυναίκα ή μια ζητιάνα, χωρίς όμως να είναι γνωστές και να μπορούν να τεκμηριωθούν οι λεπτομέρειες της ζωής της. Από την άλλη, μπορεί να μην προήλθε από το παρωνύμιο κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, αλλά να είναι ένας, ας πούμε, αφηρημένος ονοματικός σχηματισμός, όπως για παράδειγμα η φράση «και η κουτσή Μαρία».

Μια παρόμοια και χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι ψωρομανώληδες (και μπαλτηριτζιμπλάκηδες, δηλαδή ξυπόλητοι) του Αδαμάντιου Κοραή, λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζει σε επιστολές του τους αβράκωτους, τους ακραίους της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι μάλλον απίθανο να προέρχεται αυτή η λέξη του Κοραή από κάποιον συγκεκριμένο Μανώλη, αλλά, αντίθετα φαίνεται ότι σχηματίστηκε από τη σύνθεση του προθήματος ψωρο-, που έχει φυσικά μειωτική σημασία, και ενός κοινού, συνηθισμένου βαφτιστικού ονόματος. Κάτι ανάλογο είναι πιθανότατο να συνέβη και με τη λέξη Ψωροκώσταινα, χωρίς να κρύβεται πίσω της κανένα ιστορικό πρόσωπο και ευφάνταστες ιστορίες για τη ζωή της.

Ο κύριος Νίκος Σαραντάκος γράφει στο τέλος του άρθρου:

Εγώ δεν έχω κάτι να προσθέσω, νομίζω καταδεικνύεται με ατράνταχτα επιχειρήματα πως το πρόσωπο της Πανώριας Χατζηκώστα – Ψωροκώσταινας είναι κατασκευή. Προσθέτω μόνο ότι στις μεταγενέστερες αφηγήσεις το όνομα της ανύπαρκτης ηρωίδας έχει εξευγενιστεί ελαφρώς σε «Πανωραία Χατζηκώστα» – αφού «ήταν» αρχόντισσα έστω και ξεπεσμένη!

 

Σπύρος Ζερβόπουλος

 

Σημειώσεις Βιβλιοθήκης


 

[1] «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑΣ» Ευάγγελου Δαδιώτη.

Ψωροκώσταινα: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.

Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδας. Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν. Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.Το 1826 έγινε έρανος** στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα». Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία. Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας;

Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά. Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό. Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανωραία Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψαροκώσταινα και Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο.

[2] (Από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971).

Όσοι γλίτωσαν, οι περισσότεροι γυναικόπαιδα, μεταφέρθηκαν στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου. Εκεί πολλοί νεαροί κατατάχτηκαν στο στρατό και το ναυτικό της Επανάστασης και πήραν μέρος σε πολλές μάχες, όπου διακρίθηκαν για την παλικαριά τους. Πολλοί έγιναν βαθμοφόροι. Ο Στρατής και ο Παναγής Πίσσας με 60 Αϊβαλιώτες. Κοντά στον Γιατράκο ο Αποστόλης Χατζής με 80 Αϊβαλιώτες. Ο Δημητρός Καπανδάρος πολεμά με 50 συμπατριώτες του στην Πελοπόννησο, 300 άλλοι πολεμούν στο Άργος τον Δράμαλη, 100 με τον Κριεζώτη υπερασπίζουν την Ακρόπολη, όπου σκοτώθηκε το πρωτοπαλίκαρο του Αϊβαλιού, ο Νικόλας Τζίτζιρας. Στην μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν ο Άγγελος Ζωντανός και ο Μανώλης Αμμανίτης. Ο Στυλιανός Γονατάς, προπάππος του στρατηγού Στ. Γονατά, πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδος, πολεμά παντού με πείσμα, προαγόμενος κάθε τόσο επ’ ανδραγαθία. Ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης μαζί με τον πατέρα του Νικόλα έχουν στο ενεργητικό τους την εκπόρθηση του Παλαμηδιού, γιατί αυτοί κατάστρωσαν το πολεμικό σχέδιο και το βάλανε μπρος την παραμονή τ’ Άη Αντρέα, μπαίνοντας στο Παλαμήδι που το θεωρούσαν όλοι απόρθητο. Ο Ι. Σαλτέλης, στο φρούριο των Ψαρών, αντί να παραδοθή – δεύτερος Γεωργάκης Ολύμπιος – έβαλε μπουρλότο στο βαρέλι με το μπαρούτι και βρήκε ένδοξο θάνατο μαζί με πολλούς συμπατριώτες του. Στο πολεμικό ναυτικό ο Δ. Σαλτέλης υπηρέτησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του ναυάρχου Μιαούλη. Τέλος, ο Στρατής Πίσσας με τα πολλά προσόντα του γίνεται γρήγορα αξιωματικός του τακτικού στρατού, πολεμά στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στη Χίο, στην Κάρυστο, στο Χαϊδάρι και στο Παλαμήδι. Το 1843 γίνεται φρούραρχος Αθηνών, μένοντας στη θέση αυτή επί είκοσι περίπου χρόνια. Το 1864 ήταν αρχηγός στρατού κατοχής στα Ιόνια νησιά. Αργότερα έγινε πρόεδρος του αναθεωρητικού δικαστηρίου, οπότε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του αντιστρατήγου.
Στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της ελεύθερης ελληνικής γωνιάς, η γυναίκα του δημάρχου του Αϊβαλιού ετέθη αμέσως επικεφαλής, όσων μπορούσαν να υπηρετήσουν τον αγώνα, γυναικών προσφύγων, και επέτυχε να συμπληρώση με γυναικείο προσωπικό τα νοσοκομεία, τα αναρρωτήρια όπου νοσηλεύονταν οι ασθενείς και τραυματίες, μαγειρεία, πλυντήρια κλπ.

Ύστερα από κάμποσα χρόνια σκληρής ζωής η κυρά Κώσταινα (στα παλιά χρόνια οι γυναίκες έπαιρναν το όνομα του ανδρός τους: κυρά Τάσαινα, κυρά Γιάνναινα κλπ.), πολύ φτωχή κι αρρωστημένη, καθόταν κάτω απ’ τον πλάτανο στην πλατεία του Ναυπλίου και ζητιάνευε, επικαλούμενη τις προσφερθείσες υπηρεσίες της. Κάποτε περνούσαν με συνοδεία τον αρχιστράτηγο της Επαναστάσεως, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τον πήγαιναν στο στρατοδικείο για να δικαστή με τις βαρειές κατηγορίες: προδοσία και εχθρότητα κατά του βασιλιά. Βλέποντας την κυρά Κώσταινα λέει στους συνοδούς του: «Νά η Ελλάδα· ήταν πάντα, είναι και θα ’ναι Ψωροκώσταινα».

 

Διαβάστε ακόμη:

Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα (Πανώρεια Χατζή- Κώστα Αϊβαλιώτη)

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος | Κατερίνα Παπαδριανού

Η Ψωροκώσταινα – Κριτική του Πάνου Τουρλή

Πρόσωπα και πράγματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως: η Ψωροκώσταινα. Ημερολόγιον Σκόκου 1905, Μ. Γ. Λαμπρυνίδης: Η Ψωροκώσταινα

 

Read Full Post »

Κριτική του Πάνου Τουρλή, βιβλιοθηκονόμου του ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) και κριτικού βιβλίων.


 

Η Ψωροκώσταινα - Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Ένα υπέροχο, συγκινητικό ιστορικό μυθιστόρημα για το οποίο πραγματικά χάρηκα όταν έπεσε στα χέρια μου, γιατί κυκλοφορεί από έναν σημαντικό πνευματικό οργανισμό, την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, που δεν εδρεύει στην Αθήνα αλλά στο Άργος! Αυτό το διαμαντάκι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους μεγάλους, σύγχρονους εκδοτικούς οίκους: άψογη βιβλιοδεσία, φροντισμένη επιμέλεια κειμένου, υπέροχο εξώφυλλο! Ψάξτε το, βρείτε το, διαβάστε το! Ένα πρωτότυπο θέμα γραμμένο με αγάπη και πόνο από την κυρία Παπαδριανού, η οποία με αφορμή τη στερημένη ζωή της Ψωροκώσταινας και την πεφωτισμένη προσωπικότητα του Βενιαμίν του Λέσβιου, έγραψε ένα υπέροχο μυθιστόρημα, με διαχρονικές αξίες, σημαντικές και εύστοχες ιστορικές παρατηρήσεις και βαθιά άδολη αγάπη για την πατρίδα μας, την Ελλάδα, και τα δεινά που την κατατρύχουν από γεννήσεώς της έως σήμερα.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος ήταν μοναχός και λόγιος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και πολιτικός κατά την ελληνική επανάσταση. Γεννήθηκε στη Λέσβο το 1759 ή το 1762 και πέθανε το 1824 στο Ναύπλιο. Σε ηλικία 17 ετών μετέβη στο Άγιον Όρος, κοντά στο θείο του αδελφού της μητέρας του που ήταν ηγούμενος και χειροτονήθηκε μοναχός. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του στη σχολή του Ιωάννη Οικονόμου και τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Πάτμο ως το 1786, οπότε και μετέβη στη Χίο και στις Κυδωνιές. Το 1790 ταξίδεψε για σπουδές στο εξωτερικό και στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή και άλλους Έλληνες λόγιους, ενώ αρθρογραφούσε στον Λόγιο Ερμή. Το 1799 επέστρεψε στις Κυδωνιές και δίδαξε πάλι στη σχολή μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικομαθηματικών, αστρονομίας, καθώς και τη διεξαγωγή πειραμάτων. Χάρη στο διδακτικό έργο του η σχολή απέκτησε μεγάλη φήμη αλλά λόγω του περιεχομένου του κατηγορήθηκε από την εκκλησία ως άθεος. Το 1817, δέχτηκε την πρόσκληση να αναδιοργανώσει την Ακαδημία του Βουκουρεστίου, οπότε κατά την παραμονή του στο Ιάσιο, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με την έναρξη της επανάστασης μετέβη στην Ελλάδα προσπαθώντας να μαζέψει πολεμοφόδια για τον αγώνα. Χρημάτισε μέλος στην Πελοποννησιακή Γερουσία και πήρε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου το 1821 και στη Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823.

Η πλούσια Πανώρια Χατζηκώστα, σύζυγος του μεγαλέμπορου Κώστα Αϊβαλιώτη, βλέπει το 1821 την άνετη και τρυφηλή ζωή της στο Αϊβαλί να αλλάζει ριζικά! Οι Τούρκοι, ως αντίποινα για την Επανάσταση που ξέσπασε στην Πελοπόννησο, έκαψαν το Αϊβαλί και σκότωσαν τους κατοίκους του. Έτσι η Πανώρια είδε να σφάζονται μπροστά στα μάτια της τα τέσσερα παιδιά της και ο άντρας της. Μισότρελη, φυγαδεύτηκε από φίλο και γείτονά της στα Ψαρά κι από κει στην Ύδρα, έχοντας γνωρίσει στο ταξίδι αυτό τον Βενιαμίν τον Λέσβιο. Η Πανώρια τον ακολουθεί στο Ναύπλιο, όπου ζει φτωχικά και ζητιανεύει για να μεγαλώσει τα ορφανά του πολέμου που έχουν σκορπίσει στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους κι έχουν βρει φιλόξενη στέγη στην καλύβα της. Το 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, η Πανώρια ή Ψωροκώσταινα όπως τη χλεύαζαν οι μάγκες του Αναπλιού, έδωσε πρώτη το δαχτυλίδι που είχε αναμνηστικό από τον άντρα της κι αυτό βοήθησε να φιλοτιμηθούν όλοι και να προσφέρουν μηδενός εξαιρουμένου για τους πρόσφυγες του Μεσολογγίου.

Στο συγκινητικό αυτό κείμενο, η συγγραφέας διάλεξε δύο πολύ σημαντικές προσωπικότητες των πρώτων απελευθερωτικών χρόνων της Ελλάδας για να ξεδιπλώσει την ιστορία της και να καταγράψει περιστατικά, συνήθειες, δολοπλοκίες, ελπίδες, μηχανορραφίες, φαγωμάρα που κυριαρχούσαν μεταξύ των Ελλήνων από την επανάσταση του 1821 ως τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια.

Από τις σελίδες ξεπηδούν σημαντικές προσωπικότητες της Ιστορίας μας: Κολοκοτρώνης, Θεόφιλος Καΐρης, Μπουμπουλίνα, Υψηλάντηδες, Μαντώ Μαυρογένους, Χατζηχρήστος Βούλγαρης, Αύγουστος Μύρμπεργκ, Γιώργος Κουντουριώτης και πολλοί άλλοι. Μαθαίνουμε ξεκάθαρα πόσο συμφεροντολόγοι υπήρξαν οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων που τάχαμου θέλανε να βοηθήσουν την Ελλάδα οικονομικά και στρατιωτικά αλλά ουσιαστικά θέλαν να την κυβερνήσουν για να βάλουν χέρι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η συγγραφέας δε χαρίζεται: στηλιτεύει τους συνεργάτες και τους οπαδούς των κομμάτων της εποχής (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό), δίνει με παραδείγματα περιπτώσεις απερισκεψίας, στενομυαλιάς και κυνηγιού οφίτσιων, φωτογραφίζει πρόσωπα και καταστάσεις δυσάρεστα για τη σωτηρία της Ελλάδας (όλοι για την απελευθέρωση συζητάγανε και ουδείς κατάφερνε κάτι, όπως λέει χαρακτηριστικά) και μας χαρίζει τρισδιάστατες, γλαφυρότατες σκηνές συγκίνησης, μεγαλείου, ηρωισμού αλλά και σκοτεινές σελίδες προδοσίας, διχασμού και ζήλιας. Πουθενά όμως δεν ηθικολογεί, ούτε γράφει επίμονα ότι ο τάδε φταίει και προσέχτε να μη γίνετε κι εσείς σαν αυτόν. Απλώς περιγράφει, αφηγείται, παραθέτει και τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα δρώμενα είναι πικρά!

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μυρίζει Ελλάδα και ζέχνει αλληλοσπαραγμό, γεμάτο ιστορικά περιστατικά και χιλιάδες πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, ένα βιβλίο που πρέπει να ανακαλύψετε!

Πάνος Τουρλής

Βιβλιοθηκονόμος – Κριτικός βιβλίων

 

Διαβάστε ακόμη:

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος | Κατερίνα Παπαδριανού

Κατερίνα Παπαδριανού

Read Full Post »

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος | Κατερίνα Παπαδριανού


 

 

 Στην εκδοτική δραστηριότητα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, προστίθεται ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για το ιστορικό μυθιστόρημα της Κατερίνας Παπαδριανού με τίτλο: « Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Η Ψωροκώσταινα, το δεύτερο βιβλίο, της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Οι Φίλοι και τα Αρωγά Μέλη της Βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν την εξαιρετική  αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

 

Ιούνιος του 1821. Το Αϊβαλί καίγεται. Οι Τούρκοι, μπροστά στα μάτια της πλούσιας αρχόντισσας Πανώριας, σκοτώνουν τα τέσσερα παιδιά της και τον άντρα της, Κώστα Αϊβαλιώτη. Τρελαμένη από τη θλίψη και την απόγνωση σώζεται από τον καλόγερο και δάσκαλο Βενιαμίν Λέσβιο που την παίρνει μαζί του ως υπηρέτρια… Πώς μπόρεσε μια μάνα ν’ αντέξει τόσο πόνο και μια αρχόντισσα να καταντήσει μια βρώμικη ζητιάνα τέτοια που οι μοσχόμαγκες του Ναυπλίου να τη βαφτίσουν «Ψωροκώσταινα»;

 

Η Ψωροκώσταινα - Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος

 

Η συγγραφέας προσπαθώντας να εμβαθύνει στην ταραγμένη ψυχή της «Ψωροκώσταινας» περιγράφει τα φρικτά όνειρα και τους εφιάλτες της που δεν την αφήνουν τις νύχτες να κοιμηθεί, την κατάθλιψη και την τρέλα που την οδηγούν να ζητήσει γιατρειά στη «Μεταφυσική» και στη θεωρία του «Πανταχηκίνητου» του Βενιαμίν Λέσβιου.

Η Κατερίνα Παπαδριανού ακολουθεί τα βήματα του Βενιαμίν Λέσβιου και βλέπει με άλλο πρίσμα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Περιγράφει γλαφυρά το επαναστατημένο Ανάπλι αναφερόμενη σε σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα που μας δίνουν το στίγμα της ταραγμένης αυτής εποχής: Τα δάνεια της Αγγλίας, τον εμφύλιο, το γάμο του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, τον έρανο για τους Μεσολογγίτες, τον Δημήτρη Μοσχονησιώτη, την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, το Φινλανδό διοικητή Μουράτ μπέη, τον αστυνόμο Ευαγγέλη Ποταμιάνο και τη δολοφονία του Καποδίστρια. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η «Ψωροκώσταινα» ζητιανεύοντας και ξενοδουλεύοντας, ζει με αγώνα και θυσίες τα δώδεκα ορφανά παιδιά της, μέχρι που ο τύφος ξαναχτυπά…

Κατερίνα Παπαδριανού

«Η Ψωροκώσταινα – Η Πανώρια Χατζηκώστα-Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Βιβλιοθήκη Ιστορικού Μυθιστορήματος -1

Άργος, Απρίλιος, 2014.

288 σελίδες

ISBN 978-960-9650-12-0

 

Στην παρουσίαση του βιβλίου που οργανώθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, σε μια κατάμεστη αίθουσα, μίλησαν για το έργο, η φιλόλογος Δήμητρα Δουλιγιέρη και ο φιλόλογος Γιώργος Αναστασόπουλος, του οποίου την ομιλία παραθέτουμε αυτούσια πιο κάτω:

 

«Η Ψωροκώσταινα» της Κατερίνας Παπαδριανού είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την κλασική σημασία του όρου. Φιλοδοξεί να ζωντανέψει με λογοτεχνικό τρόπο την ιστορία της θρυλικής ζητιάνας από το Αϊβαλί της Μικρασίας, αξιοποιώντας τα ιστορικά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή της και συμπληρώνοντας ή αναπληρώνοντας με την φαντασία όσα είναι άγνωστα και σκεπασμένα από τη λήθη και το χρόνο.

Το ιστορικό μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος δεν έχει μεγάλη ανάπτυξη στην πατρίδα μας, ή μάλλον δεν είχε έως πρόσφατα που παρουσιάζει μια αξιόλογη παραγωγή και ποσοτικά και ποιοτικά. Η συγγραφέας μας δείχνει μάλλον την προτίμησή της σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος αν κρίνουμε από το γεγονός ότι και το προηγούμενο μυθιστόρημα «1715- το τελευταίο φιλί» είναι ιστορικό μυθιστόρημα με χώρο δράσης των ηρώων της την ιδιαίτερη πατρίδα της, Δρέπανο – Βιβάρι και το Ανάπλι.

Φιλοδοξεί άραγε να πολιτογραφηθεί στη χορεία όσων καταπιάστηκαν με το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως τον Στρ. Μυριβήλη, τον Ηλ. Βενέζη, Στρατή Τσίρκα, το Θανάση Βαλτινό, την Αθηνά Κακούρη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τη Μάρω Δούκα αλλά και τους νεώτερους Δάνδολο, Μπαλτάκο, Ζουργό, Γαλανάκη κ.ά. που αναγνωρίζουν ως αρχηγέτη τους τον άλλο συμπατριώτη μας τον μεγάλο Άγγελο Τερζάκη, που με την «πριγκηπέσα Ιζαμπώ» κάλυψε τεράστια απόσταση και μας έφερε κοντά στο ευρωπαϊκά πρότυπα που ήταν ώριμα αισθητικά, ήδη πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί όχι. Τα πρώτα δείγματα της κας Παπαδριανού είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά.

Ας μπούμε στο θέμα μας:

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ως λογοτέχνημα μοιράζει τη δράση της σε τέσσερις (4) τόπους.

Πρώτα-πρώτα η ιδιαίτερη πατρίδα της, οι Κυδωνιές, στις Μικρασιάτικες ακτές απέναντι από τη Μυτιλήνη, ή αλλιώς το Αϊβαλί (που το βλέπει ο θεός και σταματά ο νους του) είναι ο τόπος της ευτυχισμένης περιόδου της ζωής της. Της παιδικής της ηλικίας, του γάμου της με το μεγαλέμπορα Κώστα Αϊβαλιώτη, η δημιουργία της οικογένειάς της αλλά και ο τόπος της τραγωδίας της. Η σφαγή από τους Τούρκους, στις 2 Ιουνίου 1821, του συζύγου της και των τεσσάρων παιδιών της μπρος στα μάτια της. Το Αϊβαλί είναι ο σκηνικός χώρος του πρώτου ελληνικού δράματος του 1821 αλλά και της οικογενειακής και προσωπικής συντριβής της αρχόντισσας Πανώριας Χατζηκώστα. Πληρώνει αυτή πρώτη την εκδικητική μανία των Τούρκων που κατέστρεψαν ολοσχερώς τις Κυδωνιές, ως αντίποινα, επειδή οι Έλληνες πυρπόλησαν στις 27 Μαΐου 1821 ένα τούρκικο δίκροτο στη Χαλκιδική.

Στη συνέχεια η συγγραφέας μεταφέρει τη δράση στα Ψαρά εκεί όπου μετέφεραν την ηρωίδα σε αλλόφρονα κατάσταση οι συμπατριώτες της αναζητώντας καταφύγιο από την καταδιωκτική μανία των Τούρκων. Ο μήνας που έζησε εκεί η Κώσταινα ήταν ανεπίγνωστος. Χωρίς φαγητό και νερό, καθηλωμένη στις τρομερές στιγμές του αφανισμού της οικογένειά της συναντήθηκε με το δάσκαλο του γένους Βενιαμίν Λέσβιο, παλιό γνώριμο του άντρα της, ο οποίος την πήρε υπό την προστασία του και την οδήγησε στην Ύδρα την εποχή του επαναστατικού πυρετού, λίγο πριν η Ύδρα, το νησί των μεγαλονοικοκυραίων, μπει στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Εκεί η Κώσταινα βγαίνει για πρώτη φορά από την πεισιθανάτια κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει από τη μέρα της συμφοράς, αφού ο Βενιαμίν της έδωσε να φροντίζει ένα ορφανό από τις Κυδωνιές.

Το μωρό αυτό γίνεται η σανίδα από την οποία αρπάζεται η ηρωίδα γίνεται ο σκοπός και το νόημα της ζωής της. Του δίνει το όνομα Μάρκος, όνομα του πρώτου γιού της, και ξενοδουλεύει ως πλύστρα για να το ζήσει. Ο Βενιαμίν περιοδεύει στην Ελλάδα για να ξεσηκώσει και να οργανώσει τους Έλληνες.

Η επιστροφή του, σ’ έναν περίπου χρόνο το 1823, επιφέρει τη μετακίνησή τους στην πρωτεύουσα του απελευθερωμένου τμήματος της Ελλάδας, το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο θα γίνει ο τόπος που η Πανώρια Χατζηκώστα θα εκδηλώσει την κοινωνική και εθνικής της προσφορά και θα την καταστήσει ιστορικό σύμβολο και παροιμιώδη έκφραση.

Το Ναύπλιο ήταν τότε μια Βαβυλωνία. Οι γλώσσες και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν ήταν αναρίθμητες δίνοντας την εντύπωση ότι κανένας δεν καταλαβαίνει κανέναν. Να θυμηθούμε πως αυτό το Ναύπλιο μετατρέπει σε θεατρική «Βαβυλωνία» ο Βυζάντιος. Το γεγονός ότι ήταν η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας, καθώς ήταν προφυλαγμένη με ισχυρά τείχη και τρία κάστρα (Παλαμήδι, Ακροναυπλία, Μπούρτζι) ήταν ο λόγος που είχε επιλεγεί για έδρα της κυβερνήσεως. Η κυβέρνηση και η σχετική ασφάλεια που πρόσφερε η πόλη, τράβηξαν σαν μαγνήτης ένα ετερογενές πλήθος Ελλήνων από επαναστατημένες και υποδουλωμένες περιοχές, και κυρίως χήρες και ορφανά πολέμου αλλά και ανάπηρους, επαίτες, κομπογιαννίτες, φιλόδοξους, τυχοδιώκτες και άλλους που αναζητούσαν στο Ναύπλιο μια καλύτερη μοίρα. Φυσικά και Έλληνες από τις ακμαίες παροικίες του εξωτερικού, φιλέλληνες, έμποροι, περίεργοι αλλά και αρκετοί ξένοι στρατιωτικοί και διπλωμάτες, με κάθε είδους κίνητρα, έβρισκαν τότε καταφύγιο στο Ναύπλιο, όπου, ας μη το λησμονούμε, περιοριζόταν στην οριογραμμή που μπορούμε σήμερα να παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει από την ανατολική Ακροναυπλία, να περνά από την αναστυλωμένη πύλη της Ξηράς και να συνεχίζει δυτικά του δικαστικού μεγάρου μέχρι τον ανδριάντα του Καποδίστρια και από εκεί ακολουθώντας την κατεύθυνση της σημερινής οδού Αμαλίας (είναι ο δρόμος που περνά μπροστά από τα σχολεία και το πολεμικό μουσείο) να φτάνει μέχρι την βιβλιοθήκη του «Παλαμήδη» και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σημερινού δρόμου να καταλήγει στην ντάπια «πέντε αδέρφια».

Αυτή την περιορισμένη έκταση περιέκλειαν τα τείχη του Ναυπλίου. Εκτός τειχών δεν υπήρχε φυσικά πόλη. Εντός των τειχών δεν αποκλείεται να στοιβαζόταν ένα πλήθος που μπορεί να πλησίαζε και τις 30.000. Δεν χρειάζεται να περιγραφούν οι συνθήκες διαβίωσης και ειδικά οι συνθήκες υγιεινής της πόλης. Σε μια τέτοια πόλη με τέτοια ανθρωπογεωγραφία έρχεται η Πανώρια και ο Βενιαμίν την άνοιξη του 1823.

Πρέπει να κείτονταν ακόμα στην πόλη άταφα πτώματα Τούρκων από το λιμό που προκάλεσε στον τουρκικό πληθυσμό του Ναυπλίου η μακρά πολιορκία της πόλης από τους Έλληνες. Η παράδοση της πόλης από τους Τούρκους στον Κολοκοτρώνη είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα: το Δεκέμβριο του 1822. Οι περιγραφές του Φωτάκου για την εξαθλίωση των πολιορκημένων Τούρκων και τα άταφα πτώματα που βρίσκονταν παντού στην πόλη, αρκετά μισοφαγωμένα από τους κανιβαλισμούς, υποβάλλουν την ιδέα πως ίσως δεν είχαν όλα μαζευτεί και ταφεί έως την άνοιξη του 1823, με δεδομένη την απουσία δημοτικών αρχών ή στοιχειωδών δημοσίων υπηρεσιών.

Πάντως τον τόνο στην πόλη τον έδιναν τα αναρίθμητα ορφανά που περιδιάβαιναν ζητιανεύοντας, αλητεύοντας και φτιάχνοντας αλληλοσυγκρουόμενες συμμορίες.

Απ’ αυτά τα ορφανά η Πανώρια Χατζηκώστα θα μαζέψει 12 στο σπιτάκι του Ψαρομαχαλά που θα καταλύσει με τον Βενιαμίν και θα αναλάβει την καθημερινή τους φροντίδα. Φυσικά με αμέτρητες δυσκολίες αφού πόροι δεν υπήρχαν. Ειδικά μετά το θάνατο του Βενιαμίν από τύφο τον Αύγουστο του 1824, ο αγώνας γίνεται Σισύφειος. Βγάζει το ψωμί τους κάνοντας τον αχθοφόρο, την πλύστρα, τη ζητιάνα.

Έγινε όμως, η μάνα τους και τους έδινε αυτό που είχε σε περίσσεια. Αγάπη. Κι έπαιρνε αγάπη από τα παιδιά αστείρευτη. Αυτή η αγάπη ήταν το στήριγμά της και το κίνητρο να ζει μετά την απίστευτη οικογενειακή της τραγωδία. Έγινε η αγία των ορφανών. Κι όταν αργότερα ήρθε ο Καποδίστριας και έφτιαξε το ορφανοτροφείο, η Ψωροκώσταινα ανέλαβε αμισθί υπηρεσία στο Ορφανοτροφείο συνεχίζοντας τη φροντίδα των 12 παιδιών που είχε αναλάβει, τα οποία έγιναν οι άγγελοι και οι εξάγγελοι της ζωής της αλλά και οι συμπαραστάτες του θανάτου της που προήλθε από τύφο που ενδημούσε τότε στην πόλη του Ναυπλίου (1831). Τα παιδιά έθαψαν τη μάνα τους δίπλα στον Βενιαμίν.

Δύο μορφές της νεοελληνικής ιστορίας έσμιξαν στη ζωή κάτω από τις πιο δραματικές συνθήκες και συμπαραστάθηκαν ο ένας στον άλλο αντλώντας δύναμη απ’ αυτή τη σχέση που τη μετουσίωσαν και οι δύο σε προσφορά για την πατρίδα. Ο παπα- καλόγερος και η ζητιάνα. Ο δάσκαλος του Γένους και η αρχόντισσα από το Αϊβαλί, που πέρασε στο θρύλο ως Ψωροκώσταινα, όπως την ονόμασαν οι μάγκες του Ναυπλίου με όλες τια αναπόφευκτες συμβολικές στρεβλώσεις αλλά και θαυμασμό για το ψυχικό σθένος, την αυταπάρνηση και τη γενναιοφροσύνη που επέδειξε , με κορυφαία στιγμή τον έρανο υπέρ των Μεσολογγιτών, τον Απρίλη του 1826, στον οποίο η Ψωροκώσταινα έγινε το παράδειγμα που έλυσε τα μαγκωμένα χέρια του λαού και κυρίως των πλουσίων, όταν πρώτη έδωσε στον έρανο όλα τα υπάρχοντά της, δηλ. το ασημένιο δαχτυλίδι της και ένα γρόσι. Αυτό παρακίνησε τους πλουσιότερους ν’ ανοίξουν τα πουγκιά τους και να συγκεντρωθεί ένα σεβαστό ποσό για τις ανάγκες των σκελετωμένων ηρώων του Μεσολογγίου.

Η φράση κλειδί που διασώζει ο Ε. Δαδιώτης ότι είπε η Πανωραία είναι: «Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι και απ’ αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Κάποιος από το πλήθος φώναξε        «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον όβολό της» κι αμέσως κεντρίστηκε το φιλότιμο. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λίρες, γρόσια και ασημικά.

Τον παράγοντα χρόνο, η κα Παπανδριανού τον αξιοποιεί περισσότερο δραματικά και λιγότερο ιστορικά, όπως ταιριάζει σ’ ένα λογοτεχνικό έργο που μπορεί να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι ιστορία. Έτσι ο χρόνος στο Αϊβαλί έχει πυκνότητα, δραματική ένταση και τραγική κορύφωση, αφού περιγράφει τις τελευταίες μόνο στιγμές της τότε ευτυχισμένης και ανυποψίαστης γι’ αυτά που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, οικογένειας του Κώστα Αϊβαλιώτη. Τα μαύρα σύννεφα εμφανίζονται ξαφνικά, πυκνώνουν γρήγορα και ξεσπούν ένα ασύλληπτο για το νου κακό που καταστρέφει εντελώς μια ακμάζουσα πόλη μέσα σε λίγο χρόνο. Οι Τούρκοι σφάζουν λεηλατούν, βιάζουν, διαρπάζουν και πυρπολούν πριν οι Έλληνες προλάβουν να αντιδράσουν και να προστατευτούν. Σχεδόν ακαριαία πέφτει η συμφορά πάνω στην οικογένεια της Πανωραίας. Τα 4 παιδιά και ο άντρας της αποκεφαλίζονται μπροστά της. Ο νους θολώνει. Δε μπορεί να αντέξει τόσο πόνο και τόση φρίκη.

Μεταφέρεται χωρίς επίγνωση της πραγματικότητας στα Ψαρά, από το ενστικτώδες κύμα διάσωσης που έσπρωξε τους Έλληνες στη θάλασσα και με καράβια και καΐκια αναζήτησαν τη σωτηρία στα Ψαρά.

Στα Ψαρά η συγγραφέας μας χειρίζεται το χρόνο διαφορετικά. Εκεί ο χρόνος μοιάζει να ακινητεί. Καμία εξέλιξη. Η συνείδησή της σχεδόν υπνώττει. Ένας ενστικτώδης μηχανισμός προστασίας και ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής λειτουργούν ταυτόχρονα και εξισορροπητικά. Χάνει τα λογικά της για να προστατευθεί από την αβάσταχτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα επιζητά το θάνατο αφού αρνείται να πάρει τροφή και νερό.

Απ’ αυτό το τέλμα του χρόνου και της ζωής θα τη βγάλει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος που ταξιδεύει μαζί με τους Αιβαλιώτες από τα Ψαρά στην Ύδρα. Παλιός γνώριμος της οικογένειας Αϊβαλιώτη, απ’ όταν ήταν δ/ντής στη ακαδημία Κυδωνιών και ο Κώστας Αϊβαλιώτης μέγας χορηγός της Ακαδημίας, όπως θα λέγαμε σήμερα, ασκεί επάνω της σωτήρια επίδραση με το κύρος και το λόγο του. Τη βγάζει από τον κόσμο στον οποίο ήταν βυθισμένη και από την απόφασή της να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί με 2 επιχειρήματα και μια καθοριστική ενέργεια

Τα λογοτεχνικά επιχειρήματά του:

  1. «Η εκδίκηση για τον πόνο που σου προκάλεσαν οι σφαγές της οικογένειάς σου δεν έρχεται με το να πας να πνιγείς στη θάλασσα, αλλά με το να ζήσεις και να πολεμήσεις γιατί τώρα αρχίζει η ώρα της εκδίκησης ολόκληρου του έθνους».

Και πιο κάτω

  1. «Ύστερα Πανώρια κι εγώ όπως βλέπεις γέρασα. Δε βλέπω και καλά, θέλω έναν άνθρωπο να με βοηθάει και να βρίσκεται πάντα κοντά μου. Η Ελλάδα μας περιμένει…».

Και η ενέργεια του

« Ο Βενιαμίν αρπάζει με μιας ένα μωρό που ήταν παραπεταμένο σε μια άκρη που έκλαιγε ώρες πεινασμένο και ετοιμοθάνατο και της το ρίχνει στην αγκαλιά …»

Στην Ύδρα ο χρόνος γίνεται βίωμα πιο φυσιολογικό, καθώς η ανάγκη της επιβίωσης της ίδιας και του μωρού, μετά την αναχώρηση του Βενιαμίν από την Ύδρα, προκειμένου να προωθήσει την εθνική υπόθεση, σπρώχνουν την Πανώρια στην αναζήτηση εργασίας. Έτσι γίνεται υπηρέτρια στο σπίτι του καπετάν Σταμάτη και η ζωή αποκτά ένα ρυθμό.

Όταν, μετά από ένα χρόνο περίπου, επιστρέφει ο Βενιαμίν και την παίρνει από την Ύδρα για να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, που ήταν ήδη προσωρινή πρωτεύουσα του υπό επαναστατική σύσταση νεοελληνικού κράτους, ο χρόνος επιφυλάσσει στην τραγική ηρωίδα μας την ιστορική δικαίωση και την παράδοση της στην αιωνιότητα ως σύμβολο αυταπάρνησης και αλληλεγγύης πεσμένο από τη μια στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό της «Ψωροκώσταινα» και υψωμένο από την άλλη στον ουρανό της ιστορικής αίγλης.

Ο συμπρωταγωνιστής

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο του έργου που σήμερα αναλύουμε είναι πως οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο. Γι’ αυτό και ως υπότιτλο την κα. Παπαδριανού σημειώνει «Η Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος».

Φυσικά δεν αποτελεί πρωτοτυπία η ύπαρξη δύο κεντρικών ηρώων σ’ ένα μυθιστόρημα αλλά αποτελεί επιτυχία το γεγονός ότι κανένας δεν μειώνει την λογοτεχνική αξία του άλλου. Αντίθετα συμβάλλει στην ανύψωσή του με τρόπο που νιώθεις ότι δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο ο λογοτέχνης να παρουσιάζει την ύπαρξη του άλλου πιο φυσική και ταυτόχρονα τόσο αναγκαία για τη φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού του προσώπου.

Για το Βενιαμίν το Λέσβιο, μάλιστα, πρέπει να πω ότι κατάφερε η κα Παπαδριανού να παρουσιάσει και το «βιογραφικό» του με τρόπο φυσικό και αβίαστο και την πρωτότυπη θεωρία του για το «Πανταχηκίνητο» ν’ αναπτύξει και ξετυλίγοντας την επαναστατική του δράση να κάνει ένα πλήθος από κοινωνικά σχόλια για τόπους, συνήθειες και νοοτροπίες των Ελλήνων που κάποτε γίνονται συγκαλυμμένη πολιτική κριτική ή καυστική πολιτική παρατήρηση.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ως ιστορικό πρόσωπο γεννήθηκε στο Μεγαλοχώρι Πλωμαρίου στη Λέσβο το 1760 και πέθανε από τύφο στο Ναύπλιο το 1824 «παρά τις περιποιήσεις της προστατευόμενης του Πανώριας Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη, της γνωστής ως Ψωροκώσταινα». Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Γεωργαντάς. Σπούδασε στο Άγιο όρος όπου χειροτονήθηκε μοναχός, στην Πάτμο και αργότερα στην Πίζα της Ιταλίας και στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή και όπως δείχνει η πορεία του Βενιαμίν επηρεάστηκε ιδεολογικά από τη μεγάλη μορφή του σημαντικότερου   Έλληνα λόγιου της εποχής εκείνης και του ακάματου διαφωτιστή του Ελληνικού γένους.

Ο ιστορικός Πασχάλης Κιτρομιλίδης θεωρεί τον Βενιαμίν «το σημαντικότερο φιλοσοφικό πνεύμα του Νεοελληνικού διαφωτισμού».

Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον κατηγόρησε ότι αρνείται την Αγία Γραφή και απέκτησε τη φήμη του άθεου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Ιάσιο της Βλαχίας και ανέπτυξε πολυσχιδή εθνική δράση. Πήρε μέρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο το 1821 στην Β΄ στο Άστρος το 1823, που επιμελήθηκε τη σύνταξη ποινικού κώδικα και το 1822 δεινοπάθησε ως Αρμοστής των Νήσων του Αιγαίου. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου έζησε παραδίδοντας Μαθηματικά, Φυσική και Φιλοσοφία στα παιδιά των επιφανών Ελλήνων που κατέφυγαν τότε στην καθέδρα της κυβερνήσεως του επαναστατημένου Γένους. Ήταν μεγάλος πια και δυσκίνητος και τον φρόντιζε η Πανώρια Χατζηκώστα- Αϊβαλιώτη μέχρι το 1824 που πέθανε από τύφο.

Ως λογοτεχνικός ήρωας της κας Παπαδριανού είναι γενναιόδωρος, ενεργητικός και αταλάντευτος στο στόχο του να ξεσηκωθεί το Γένος, αλλά με την προϋπόθεση οι νοικοκυραίοι να ανοίξουν τα πουγκιά τους και οι καραβοκύρηδες να θέσουν τα καράβια και τα πληρώματά τους στην υπηρεσία του σκοπού. Διακηρύσσει, ως γνήσιος ορθολογιστής, ότι χωρίς χρήματα, καράβια και ομόνοια δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Επιμένει πολύ στην ομόνοια και στην ανάγκη να τιθασευτούν οι εγωιστικές παρορμήσεις και τα ατομικά συμφέροντα. Η κα Παπαδριανού τον παρουσιάζει με ασίγαστο πάθος να διδάσκει σε ακροατήρια σε σπίτια, καφενέδες, ναούς βάζοντας μπροστά τους τις αρχές στις οποίες έπρεπε να στηριχτούν για να πετύχει ο αγώνας. Κι ενώ παρουσιάζεται αυστηρός και ανυποχώρητος, την ίδια στιγμή διακρίνεται η λανθάνουσα τρυφερότητά του για τα παιδιά. Αυτός πείθει την Πανώρια να αναλάβει το ορφανό και ο ίδιος χρηματοδοτεί αγόγγυστα, με τους λιγοστούς του πόρους, τις ανάγκες επιβίωσής τους. Αυτός ο αυστηρός και αλύγιστος παπακαλόγερος με το ανοιχτό μυαλό, τον ορθό λόγο, την προηγμένη μαθηματική και φυσική παιδεία και τη σπάνια φιλοσοφική σκέψη, έγινε ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας ο διαπρύσιος κήρυκας της επανάστασης. Έδρασε στο Αιγαίο και την Πελοπόννησο, εξορμώντας από τις Μικρασιατικές ακτές, όπου δίδαξε, συγκέντρωσε χρήματα και γέμισε με πολεμοφόδια το 1821 ένα καράβι του Παπαφλέσσα. Στο μυθιστόρημά μας, με δύο λόγια, παρουσιάζεται ως μορφή αυστηρή και δίκαιη με χαρακτήρα δομημένο με αρχές και σε βάσεις ορθολογικές, με γλώσσα καυστική και κάποτε ανελέητα δηκτική.

Οι αρετές του έργου

Πρώτη αρετή συνιστά η επιλογή του θέματος. Η λογοτεχνική δηλαδή ηρωποίηση δύο προσωπικοτήτων αδικημένων από τη θέση που κατέχουν στη νεοελληνική ιστορία και τη συνείδηση των Νεοελλήνων.

Η Ψωροκώσταινα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ιστορικής διαστρέβλωσης αφού είναι περισσότερο γνωστή από τη χρήση της παροιμιώδους φράσης της Ελλάδας ως Ψωροκώσταινας παρά από την κοινωνική και ιστορική της προσφορά. Η επιλογή της κας Παπαδριανού να φωτίσει την οικογενειακή της τραγωδία, να αναδείξει το κοινωνικό της έργο και να την καταστήσει λογοτεχνική ηρωίδα είναι επιλογή εύστοχη. Και είναι κατά τη γνώμη μου ευτυχής συγκυρία που γίνεται από μία λογοτεχνική πένα του Ναυπλίου, της πόλης δηλαδή που φιλοξένησε την Πανώρια για 10 περίπου χρόνια και της έδωσε το κοινωνικό πλαίσιο να ανάπτυξη τη δράση της και να βρει τη θέση της στην ιστορία.

Ο Βενιαμίν Λέσβιος, ίσως είναι ο πιο αδικημένος από τους δασκάλους του Γένους, τουλάχιστον στην θέση που κατέχει ανάμεσά τους. Παρόλο που κατά τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, υπήρξε «ο φιλοσοφικότερος από τους δασκάλους του Γένους» εν τούτοις είναι ο λιγότερο προβεβλημένος και γνωστός.

Ίσως, αυτό οφείλεται στη φήμη που απέκτησε ως άθεος αφού η άποψή του για τον φυσικό κόσμο ήρθε σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, τουλάχιστον κατά τις ερμηνείες του σκληρού πυρήνα του Πατριαρχείου. Αυτό του στοίχισε και την απομάκρυνση του από τη Δ/νση της σχολής των Κυδωνιών και την δίωξη του από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης όπου δίδασκε και Φυσική και Μεταφυσική. Δεν πρόδωσε όμως τις ιδέες του και την επιστήμη για να κάνει εύκολη καριέρα, όπως και δεν έκανε εύκολα συμβιβασμούς σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η αποκατάστασή του, έστω και λογοτεχνικά, και είναι συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση η ανάδειξή του από την κα Παπαδριανού.

Δεύτερη και στερεή αρετή του μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελούν τα ευδιάκριτα γνωρίσματα του λογοτεχνικού είδους που υπηρετεί, ώστε να έχουμε στα χέρια μας ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την αναγκαία χρονική απόσταση μεταξύ της ιστορικής δράσης των ηρώων και της συγγραφής, τη δράση ενός πλήθους προσώπων γνωστών από την επιστημονική ιστοριογραφία και την απαραίτητη αναφορά στην πυκνής ιστορικότητας χρονική περίοδο που αναφέρεται.

Ένα ακόμα πλεονέκτημα του αποτελεί η πλοκή του έργου που υφαίνεται έξυπνα και φυσικά, δένοντας σε μια μοίρα τους δύο ήρωες, ο καθένας από τους οποίους ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, η μια με πύρινους στεναγμούς και ο άλλος με βουβή αφοσίωση στο μεγάλο σκοπό.

Η μυθοπλασία δεν επιζητά φιοριτούρες ούτε εμπίπτει σε φλυαρίες που θα αφαιρούσαν από το έργο τη δωρικότητα και τη σταθερή εξέλιξη της πλοκής.

Ο κόσμος τον οποίο η κα Παπαδριανού ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες της δεν αποκτά αυτονομία που θα ζημίωνε τη φιλοτέχνηση του πορτραίτου των 2 κεντρικών ηρώων, αλλά λειτουργεί ως ο απαραίτητος κοινωνικός καμβάς πάνω στον οποίο η συγγραφέας κεντά με μαεστρία την εικόνα των 2 πρωταγωνιστών της.

Ο αφηγηματικός τρόπος της Κατερίνας Παπαδριανού κερδίζει τον αναγνώστη με την αμεσότητα και τη λιτή γλώσσα, που δεν αποζητά τηνεντυπωσιοθηρία στους λογοτεχνισμούς τα εξεζητημένα σχήματα λόγου και την επιδεικτικότητα. Η γραφή της είναι δουλεμένη στη φυσική γλώσσα της εποχής μας και χαρακτηρίζεται από άνεση και φυσικότητα.

Ζωντανεύει πολυπρόσωπες σκηνές, φιλοτεχνεί εικόνες και δημιουργεί το σκηνικό με κινηματογραφική ευκολία, αφήνοντας την αίσθηση πως τα ιστορικά γεγονότα και η μυθοπλασία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αξιομνημόνευτη είναι η ικανότητά της να πλάθει χαρακτήρες και να φιλοτεχνεί τα γνωρίσματα τους με απλότητα και φυσικότητα αφήνοντας στον αναγνώστη ισχυρό και ευδιάκριτο το «πρόσωπό» τους.

Και δεν μπορώ, φυσικά να μην εξάρω την δεξιοτεχνία της κας Παπαδριανού να εντάσσει στο λογοτεχνικό της πάζλ ιστορικές εικόνες, εμβληματικά πρόσωπα, αυθεντικές ιστορίες ακόμα και να δίνει ιστορική υπόσταση σε γνωστές παροιμιώδεις φράσεις. Ενδεικτικά από τα ιστορικά πρόσωπα αναφέρω τον πρόκριτο της Αχαΐας και φιλικό Ανδρέα Καλαμογδάρτη την κόρη του Καλλιόπη και το γαμπρό του Σπύρο Παπαλεξόπουλο, σύζυγο της Καλλιόπης, που έγινε, μέρες που είναι, ο πρώτος δήμαρχος Ναυπλιέων. Ακόμα τον Δημήτριο Υψηλάντη και την αγαπημένη του Μαντώ Μαυρογένους, τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον τιτάνιο αγώνα του. Λαϊκές, σχεδόν φολκλορικές, εικόνες μας δίνει με τον παλαιστή από το Αϊβαλή Τζίτζικα και την επίδειξή του στο κοινό του Ναυπλίου στην πλατεία του Πλατάνου, εικόνες με το γάμο στον Αϊ Γιώργη του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, αρχηγού του ιππικού, με «μια αιχμάλωτη όμορφη Τουρκοπούλα που πρώτα τη βάφτισε χριστιανή». Ο Φιλανδός φρούραρχος του Ναυπλίου Αύγουστος Μύρμπεργκ γίνεται αφορμή να βρει τη θέση του στο μυθιστόρημα και το φιλελληνικό λόμπυ του Ναυπλίου.

Χώρεσαν ακόμη χωρίς να σπάνε τη συνοχή ή να φαντάζουν ξένα σώματα ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης, που πρώτος μπήκε στο Παλαμήδι στις 30 Νοεμβρίου του 1822, και το πήρε από τους Τούρκους μετά τη μακρά πολιορκία. Ο Ευαγγέλης Ποταμιάνος, ο θρυλικός αστυνόμος από την Κεφαλλονιά κι ένα πλήθος ακόμα γνωστών ιστορικών προσώπων παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου παίρνοντας σάρκα και οστά. Δεν λείπει ούτε η ταβέρνα της Μιχαλούς που έσπαγε στο ξύλο, η αντρογυναίκα ιδιοκτήτρια, όποιον αργούσε να πληρώσει τα βερεσέδια του.

Με λίγα λόγια Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ της Παπαδριανού είναι ένα λογοτεχνικό ιστορικό λεύκωμα με κεντρικούς ήρωες την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Βενιαμίν Λέσβιο με δραματικό χρόνο την περίοδο 1821-1831, κεντρική σκηνή το Ναύπλιο και φόντο την επαναστατημένη και ελευθερωμένη Ελλάδα στην οποία κινείται ένας πολύχρωμος πολύβουος κόσμος που ζητάει εκπλήρωση των ονείρων του και λογοτεχνική καταξίωση.

Αξίζει να το διαβάσετε

Κατερίνα, σ’ ευχαριστούμε

  

Read Full Post »

Παρουσίαση του νέου Βιβλίου της Κατερίνας Παπαδριανού « Η Ψωροκώσταινα | Η Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος» στο Βουλευτικό Ναυπλίου


 

 

Η Ψωροκώσταινα

Η Ψωροκώσταινα

Την Κυριακή, 4 Μαΐου 2014 και ώρα 8 μ.μ. στην αίθουσα του Βουλευτικού Ναυπλίου, θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος της Κατερίνας Παπαδριανού – Κόρδαρη «Ψωροκώσταινα | Η Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και ο Βενιαμίν Λέσβιος», έκδοση της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η εκδήλωση οργανώνεται από τον Δήμο Ναυπλιέων και το Δ.Ο.Π.Π.Α.Τ. ενώ για το νέο βιβλίο θα μιλήσουν οι:

Γιώργος Αναστασόπουλος, φιλόλογος του «Νέου Σχολείου» και η καθηγήτριά της Δήμητρα Δουλιγιέρη, φιλόλογος.

Η σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ποιήτρια Ελένη Νανοπούλου θα διαβάσει αποσπάσματα του βιβλίου και ο τραγουδοποιός Γιάννης Νανόπουλος θα ερμηνεύσει τραγούδια εμπνευσμένα από το βιβλίο.

 

Read Full Post »

Ψωροκώσταινα


 

 

Το όνομα «Ψωροκώσταινα»[1] το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.

Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος.

Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανώρεια Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.

Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος [2] (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν.

Η Πανώρεια σύντομα άφησε τα Ψαρά ακλουθώντας τον Βενιαμίν Λέσβιο στην Ύδρα και αργότερα, στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο, [3] ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρεια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.

 

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

 

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρεια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.

Το 1826 έγινε έρανος [4] στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανώρεια, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε  στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα».

Η πλύστρα Πανώρεια όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις –  να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.

Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρεια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.

Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρεια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανώρειας; Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.

Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό. Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανώρεια Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο.

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] Ο Σπ. Λάμπρος δημοσίευσε το ακόλουθο σημείωμα στον «Νέον Ελληνομνήμων» 13 (1916), 368: «Ψωροκώσταινα. Περί της επωνυμίας ταύτης, δι’ ης αυτοκακίζεται το ημέτερον έθνος, εγράφησαν τα εξής εν τη εφημερίδι Έθνει τη 2 Σεπτεμβρίου 1915. Η περίφημος, η κλασσική, η πασίγνωστος προσωνυμία της ημετέρας πατρίδος λοιπόν, το σκληρόν και χαρακτηριστικόν εκείνο παρατσούκλι «ψωροκώσταινα» έχει την ιστορίαν του. Η «ψωροκώσταινα» κατήγετο από τας Κυδωνιάς, ήτο σύζυγος του εμπόρου Κώστα Αϊβαλιώτη και ωνομάζετο Πανώρεια. Τω 1821 οι Τούρκοι έσφαξαν τον σύζυγον και τα τέσσερα τέκνα της Πανώρειας, και αύτη μετεφέρθη από έναν ψαριανόν εις τα Ψαρά, όπου εύρε τον συμπατριώτην της διδάσκαλον Βενιαμίν τον Λέσβιον και τον ηκολούθησεν εις το Ναύπλιον. Εκεί έζησεν αρκετόν καιρόν, αλλά κατά την ερήμωσιν της Πελοποννήσου υπό του Ιμβραήμ περιέπεσεν εις μεγάλην πενίαν, αναλαβούσα να διατρέφη δωδεκάδα ορφανών. Ο προστάτης της διδάσκαλος είχεν αποθάνει από τύφον, και το παρατσούκλι της αυτό… την Ελλάδα… ετίμησε κατόπιν ολόκληρον». Βλ. και Τρ. Ευαγγελίδης, Η παιδεία, τ. 1ος, 297-298.

[2] «Ενταύθα αναγνωρισθείσα υπό του ομοιοπαθούς διδασκάλου των Κυδωνιών Βενιαμίν του Λεσβίου, ηκολούθησεν αυτόν εις Πελοπόννησον και βραδύτερον εις Ναύπλιον, άμα ως τούτο ηλώθη υπό των Ελλήνων. Η Πανώρεια πάσαν την στοργήν της συνεκέντρωσεν ήδη εις τον γηραιόν διδάσκαλον Βενιαμίν, τον οποίον όμως ταχέως επέπρωτο να θρηνήση αποθανόντα εκ του μαστίζοντος τότε την πόλιν του Ναυπλίου φοβερού λοιμώδους τύφου, ου τα σπέρματα κατέλιπον εις την αλωθείσαν πόλιν οι αναχωρήσαντες Οθωμανοί κάτοικοι αυτής», Ημερολόγιον Σκόκου 1905, «Πρόσωπα και πράγματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως».

[3] Βενιαμίν Λέσβιος. Λόγιος και μοναχός με σαφή την επιρροή του πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, κατηγορήθηκε από εκκλησιαστικούς κύκλους για τη διδασκαλία της νέας φυσικής κοσμολογίας. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας συμμετείχε στην οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα πολιτικά δρώμενα της επαναστατημένης χώρας.

[4] Η έκκληση του Γ. Γεννάδιου στον πλάτανο της πλατείας του Ναυπλίου μετά την πτώση του Μεσολογγίου:

“Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!” 

“Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!”  

 

Πηγές


 

 

  • Τάκης Νατσούλης, «Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Εκδ. Σμυρνιωτάκη, σελ. 581.
  • Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα», τεύχος 13.
  • «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών»,  Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β’: Παιδεία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870.
  • Αργυροπούλου Ρωξάνη, «Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η ευρωπαϊκή σκέψη του 18ου αιώνα», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2003.

 

Διαβάστε ακόμη: Πρόσωπα και πράγματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως: η Ψωροκώσταινα. Ημερολόγιον Σκόκου 1905, Μ. Γ. Λαμπρυνίδης: Η Ψωροκώσταινα

Read Full Post »