Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ψώνια’

Πηγαίνοντας για ψώνια στο Ναύπλιο το 1834 – Ρεγγίνα Quack- Μανουσάκη, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

[…] Η πηγή την οποία θα ήθελα να σας παρουσιάσω, δεν είναι άγνωστη. Πρόκειται για τις επιστολές που έγραψε η νεαρή Γερμανίδα Bettina von Savigny-Σχινά (1805-1835) στους γονείς της στο Βερολίνο το 1834 και το 1835, δηλαδή τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Η Bettina ήταν κόρη του καθηγητή πανεπιστημίου και παγκόσμιας φήμης ιδρυτή της «Ιστο­ρικής Σχολής του Δικαίου» στο Βερολίνο Friedrich Carl von Savigny (1779- 1861). Στο σπίτι του πατέρα της η Bettina γνώρισε τον μελλοντικό σύζυγό της, τον Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857), που ήταν φοιτητής του von Savigny κατά τα έτη 1824-1825. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1834, το ζεύγος Σχινά παντρεύτηκε στην Αγκώνα και από εκεί ήλθε στο Ναύπλιο. Οι επιστολές της Bettina είναι δημοσιευμένες σε ένα ογκώδες βιβλίο με πολύ ωραία εικονογράφηση που εκδόθηκε το 2002 στο Münster της Γερμανίας […]

Από την αρχή η Bettina δηλώνει ότι μπορεί κανείς να βρει τα πάντα στο Ναύπλιο, μόνο που όλα είναι λίγο πιο ακριβά σε σχέση με το Βερολίνο, πράγμα το οποίο η Bettina αποδίδει στο ύψος των δασμών. Σχετικά με τους δασμούς αναφέρει την εξής λεπτομέρεια: «Αν τα ασημικά μου και τα λινά μου φτάσουν πριν από το Νέο Έτος, πρέπει να τα εκτελωνίσω. Μετά θα αλλάξουν οι νόμοι. Βιβλία κ.τ.λ. είναι ελεύθερα».

 

Bettina Savigny 1805-1835 – Leben in Griechenland 1834 und 1835 (εμπροσθόφυλλο)

 

Απευθυνόμενη προς τη μητέρα της, η Bettina λέει ότι καταγράφει τις τιμές γι’ αυτήν, διότι δεν μπορεί να πάει για ψώνια μαζί της, εδώ στο Ναύπλιο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μητέρα της Bettina κυρία von Savigny, όταν πήγαινε για ψώνια, φρόντιζε να προσέχει ιδιαίτερα τις τιμές. Η Bettina λυπάται, επίσης, διότι η μητέρα της δεν μπορεί να τη συνοδεύσει, διότι «τα ψώνια στο Ναύπλιο», λέει, είναι «μια αληθινή χαρά», αφού οι καταστηματάρχες είναι πολύ ευγενικοί και βρίσκει κανείς ακόμα και εξωτικά προϊόντα.

Διαφορετικό ύφος από την προαναφερθείσα αναφορά προς τη βαυα­ρική Αυλή έχει και μια άλλη παρατήρηση της Bettina. Γράφει κατά λέξη:

«Βρίσκεις εδώ Γερμανούς, Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους, Έλληνες και Ιταλούς εμπόρους. Τα καταστήματα είναι πολύ ευρύχωρα και πιο καλά εφοδιασμένα απ’ ό,τι περίμενα. Οι οίκοι Arnous, Leffmann, Feldheim, Gerold, Josty, Stobwasser έχουν όλοι αντιπροσωπίες εδώ. Και για τον μπαμπούλη μου έχει επίσης ένα ευφραντικό του οίκου Selke.» [Όλα τα παραπάνω είναι ονόματα γνωστών βερολινέζικων οινοπωλείων.] Και η Bettina συνεχίζει: «Εάν κάποιο προϊόν δεν ζητιέται τακτικά, έτσι ώστε να το παραγγέλλουν μόνο σε μικρή ποσότητα, μπορεί να λείψει καμία φορά, αλλά οτιδήποτε παραγγείλεις, φτάνει αρκετά γρήγορα, ιδιαίτερα όταν έρχεται από τη Γαλλία».

Περίπου αντίστοιχα με το συγγραφέα της αναφοράς για την οποία έγινε λόγος, η Bettina γράφει και τα ακόλουθα: «Αυτά που λείπουν είναι τα έπιπλα. Όταν φτάνει ένα πλοίο γεμάτο έπιπλα, αδειάζει πολύ γρήγορα λόγω της γενικής ζήτησης. Το κόστος της μεταφοράς και των δασμών είναι πολύ υψηλό, έτσι ώστε τα πράγματα να είναι πιο ακριβά απ’ ό,τι σε μας. Αλλά υπάρχουν και πολλά πράγματα που δεν είναι πιο ακριβά».

Στη συνέχεια η Bettina παραθέτει, σχεδόν τηλεγραφικά και κάπως ανακατεμένα, σωρεία προϊόντων με τις αντίστοιχες τιμές:

Ο πήχης είναι το μέτρο που χρησιμοποιούν εδώ. Είναι, όπως μου φαίνεται, λίγο πιο κοντός από τον πήχη του Βερολίνου, αλλά θα το επιβεβαιώσω, όταν θα φτάσει το δικό μου μέτρο. Ένας πήχης μουσελίνας για κουρτίνες διυφασμένης με πολύχρωμα λουλούδια: 1-2 δρχ. Αυτή με 2 δρχ. είναι όπως η πιο μοντέρνα στον οίκο Siegmund [στο Βερολίνο]. Λινοβάμβακο πολυ­τελείας για φορέματα: 65, 70, 80, ή και 90 λεπτά, της τελευταίας μόδας. Ολλανδικό λινό πανί: λίγο πιο ακριβό απ’ ό,τι σε μας.

Στο σημείο αυτό, που γίνεται λόγος για υφάσματα, θα ήθελα να προσθέσω μια μικρή παράγραφο που βρίσκεται σε ένα άλλο σημείο της ίδιας μακράς επι­στολής: Κάποιος εξήγησε στη Bettina πώς ράβεται η φουστανέλα [η άσπρη φούστα, όπως διευκρινίζει προς τους γονείς της] και πόσο κοστίζει:

Η φουστανέλα αποτελείται από 400 λωρίδες που είναι κομμένες λοξά και έχουν κάτω το φάρδος ενός τέταρτου του πήχη περίπου [= 16 εκατοστά του μέτρου] και επάνω το φάρδος ενός αντίχειρα [= 2 εκατοστά περίπου]. Η αμοιβή για το ράφτη είναι η εξής: Κάθε ραφή, ανάλογα με την ποιότητα του υφάσματος: 4-10 λεπτά (600 λεπτά= 1 κολονάτα). [Δηλαδή μια φουστανέ­λα κόστιζε, μόνο για το ράψιμο, από 16 μέχρι 40 δρχ.]

Στο τέλος η Bettina προσθέτει:

Οι φούστες των πιο φτωχών ίσως αποτελούνται μόνο από 200 ραφές…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας  Ρεγγίνας Quack – Μανουσάκη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Πηγαίνοντας για ψώνια στο Ναύπλιο το 1834.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »