Το μαντήλι – (Λαογραφικά της Ερμιόνης)
«Μου ‘πεσε το μαντήλι μου
καημό πο ‘χουν τα χείλη μου
το χρυσοκεντημένο
μια χαρά ήταν το καημένο.
Αν το ‘βρε νιός να το χαρεί
γέρος να μην το δώσει
γιατί θα το μετανιώσει.
Αν το ‘βρε η αγάπη μου,
μαζί θα το χαρούμε
όταν θα ενωθούμε».
Το μαντήλι, σπουδαίο χρηστικό αντικείμενο μιας άλλης εποχής· «μανδήλιον», μπόλια, τσεμπέρι, φακιόλι ή «μαντίλεα» στην αρβανίτικη διάλεκτο, συνόδευε τον άνθρωπο από τη γέννησή του στον κοινωνικό και εργασιακό βίο, στην ξενιτιά, στις χαρές μα και στις λύπες. Με αυτό προστατεύονταν από τον ήλιο και τον αέρα, με αυτό σκούπιζαν τον ιδρώτα, τα μάτια, τα χείλη, τη μύτη. Απαραίτητη ως έθιμο ήταν η χρήση του μαντηλιού στ’ αρραβωνιάσματα και στον γάμο. Η τελετή αυτή αποστολής και ανταπόδοσης δώρων καθιερώθηκε να ονομάζεται «μαντηλώματα». Στην Ερμιονίτικη παραδοσιακή φορεσιά ως κεφαλόδεσμος ήταν το χρυσοκέντητο μαντήλι, περίτεχνο γυναικείο κόσμημα, η «πιέτα».
Τις καθημερινές στις σπιτικές δουλειές, στον τρύγο, στο λιομάζωμα, στο θέρος, φορούσαν το βαμβακερό φακιόλι, που δενόταν με κόμπο πίσω στον λαιμό ή επάνω στο κεφάλι.
Παλαιότερα στη νέο αρραβωνιασμένη η πεθερά, μαζί με τον διπλό χρυσό σταυρό που της κρεμούσε, πήγαινε δώρο το κεφαλομάντηλο που είχε πληρώσει ο γαμπρός, ενώ συνοδευόταν και με δώρα χρυσά καρφίτσες για τον στολισμό και το στερέωμά της.
«Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,
ποιος να ‘ναι τάχα ο νιός οπού θα σ’ αποχτήσει;
Ποιος να ‘ναι τάχα ο νιός που μ’ ένα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;»
Από την πλευρά του γαμπρού μαζί με τα καθιερωμένα δώρα ένα επιπλέον δώρο ήταν και το λευκό μαντήλι με κεντημένα τα αρχικά του. Οι συγγενείς άνοιγαν το μαντήλι τους, έβαζαν χρήματα και έραιναν το ζευγάρι στον αρραβώνα, στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, στον γάμο, στα γεννητούρια.
«Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια
με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο».
Μετά τον γάμο, στην επιστροφή του ζευγαριού από την εκκλησία, η μητέρα του γαμπρού αγκάλιαζε τους νεόνυμφους με ένα μεταξωτό μαντήλι και τους οδηγούσε στο εσωτερικό του νέου τους σπιτιού, αφού πρώτα τους κερνούσε γλυκό του κουταλιού κατά προτίμηση κόκκινου χρώματος.
Την τρίτη ημέρα μετά τη γέννα η μαμή έπλενε το νεογέννητο. Αυτό ήταν και το «πρώτο βάπτισμα». Στη συνέχεια έβαζε ένα λευκό μαντήλι δίπλα στη λεχώνα και οι συγγενείς περνώντας για να την ευχηθούν, έριχναν χρήματα που ήταν και η αμοιβή της μαμής για τη γέννα.
Οι σφουγγαράδες μας έφερναν από τα ταξίδια τους στη Μπαρμπαριά μαζί με τ’ άλλα αγαθά και δώρα, ολομέταξα μαντήλια με κρόσσια σε όλες τις γυναίκες της οικογένειας, αδελφές, γυναίκα, μάνα, κουνιάδες. Ελλείψει πορτοφολιού έκαναν το μαντήλι κομπόδεμα (μαντήλι σε κόμπο), έβαζαν μέσα τα κέρματα και το φύλαγαν στην τσέπη τους ή στον κόρφο για περισσότερη ασφάλεια. Το μαντήλι χρησιμοποιείτο και ως μέσο οπτικής μετάδοσης μηνυμάτων.
Οι άνδρες, όταν έβγαιναν στην ταβέρνα, ή πήγαιναν στην εκκλησία, είχαν πάντα στην τσέπη του σακακιού τους το φρεσκοσιδερωμένο μαντήλι, λευκό για τους νέους, με ρίγες χρώματος καφέ ή μπλε για τους μεγαλύτερους και με μαύρη φάσα για τους πενθούντες. Το ίδιο ίσχυε και για τις γυναίκες. Το είχαν στην τσέπη της ρόμπας τους καθημερινά ή στην τσάντα τους, με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν τα χαρτομάντιλα.
Στον χορό το κατάλευκο μαντήλι είχε και έχει την τιμητική του, όπως και το «άρπαγμά» του ή «το μαντήλι του έρωτα», που είχε «κοινωνικές» περιπέτειες όπως περιγράφονται παρακάτω:
«Σ’ αυτήν στήναμε το χορό την Πασχαλιά (Πλατεία Μπουσουλόντα), του Ευαγγελισμού και την Αποκριά οι πρωτοκόρες των οικογενειών, με μάγουλα ρόδινα κι έτοιμες για ζευγάρωμα. Σ’ αυτήν καταφθάνανε και τα λεβεντόπαιδα του χωριού, την καλή τους να διαλέξουνε, το μαντήλι να της κρατήσουνε, το χορό να σύρει με χάρη, της καρδιάς να δημιουργηθεί το δυνατό σκίρτημα…».
«Στη Μπουσουλόντα… γίνηκε ένα περιστατικό που αναστάτωσε την επαρχία ολάκερη. Ο Πάνος Βόντας, πάνω στο χορό που γινότανε μια γιορτάσιμη μέρα, άρπαξε το μαντήλι που στόλιζε τ’ όμορφο κεφάλι της Θοδότας Χατζησταύρου, χειρονομία που σήμαινε ερωτικό ξεχείλισμα φλόγας άσβηστης, που γοργά φούντωσε και στης κοπελιάς την αγνή καρδιά, πράγμα που ξεκαθάρισε όταν οι γονείς της τη ‘ραβωνιάσανε με τον άρχοντα κυρ- Γιάννη Οικονόμου. Τότε ο Βόντας μια ολοσκότεινη νύχτα την έκλεψε με τη θέθησή της και με βάρκα την πήγε στην Ύδρα όπου και την στεφανώθηκε».
Σπουδαία η σημασία του μαντηλιού στον παραδοσιακό χορό, με δεδομένο ότι δεν επιτρεπόταν να αγγίζονται τα χέρια των ανδρών με των γυναικών, όταν χόρευαν σε μικτούς κύκλους. Μαντήλι κρατάει πάντα ο πρωτοχορευτής, καθώς τον κρατάει με ασφάλεια ο βαστάζος, ώστε να κάνει εύκολα και άνετα τις στροφές και τα χορευτικά τσαλίμια του. Μαντήλι κρατά και η κοπελιά που το ανεμίζει ακολουθώντας τη μουσική φράση.
Το μαντήλι φορούσε στο κεφάλι του ο οικοδόμος και κάθε χειρώνακτας για την προστασία από τη σκόνη. Το έδενε αντικριστά εμπρός και πίσω κόμπο, προστατεύοντας τα μαλλιά του. Αλλά και ο κουπάς σκυμμένος ολημερίς στο κοστάκι το έδενε στο μέτωπο για να μη θολώνουν τα μάτια του από τον ιδρώτα που έρρεε ασταμάτητα κάτω από το λιοπύρι.
Στη δεκαετία του 1950 με 1960 διάσημες και δυναμικές γυναίκες χρησιμοποίησαν ολομέταξα μαντήλια δεμένα με ευρηματικό τρόπο που τους προσέδιδαν έντονη γοητεία και φωτογραφήθηκαν σε εξώφυλλα περιοδικών: Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Τζάκι Κέννεντυ, η Όντρεϊ Χέρμπορν αλλά και η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.α.
Να μην παραλείψουμε και τη χρήση του μαντηλιού στα παιδικά παιχνίδια. Όλοι έχουμε παίξει την «τυφλόμυγα», όπου ένα παιδί έχοντας τα μάτια καλυμμένα με το μαντήλι πρέπει να αναγνωρίσει τον συμπαίχτη του. Στην εποχή μας τα χαρτομάντηλα και τα μωρομάντηλα αντικατέστησαν τα μυξομάντηλα και τα κάθε είδους μαντήλια, όχι όμως και στον χορό.
Επίσης στο «αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό», η μάνα στη διάρκεια του τραγουδιού αφήνει το μαντηλάκι στην πλάτη του επιλεγμένου παιδιού, του καθισμένου στον κύκλο.
Σημ. Βιβλιοθήκης: «αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό». Τα παιδιά σχηματίζουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω και τις παλάμες ανοιχτές.
Ένα παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται έξω από τον κύκλο και κρατάει ένα μαντήλι. Η μάνα γυρίζει γύρω γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:
«Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό»!
Καθώς η μάνα τραγουδάει και τρέχει γύρω από τον κύκλο, πετάει κρυφά το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει να περπατάει γύρω γύρω τον κύκλο (από την μία φορά του π.χ. δεξιόστροφα), μέχρι να καταλάβουν τα υπόλοιπα ότι δεν το κρατάει πια. Τότε όλα τα παιδιά ψάχνουν με τα χέρια πίσω τους να δουν μήπως έχουν το μαντίλι. Το παιδί που έχει πια στα χέρια του το μαντήλι σηκώνεται και κυνηγάει τη «μάνα» γύρω γύρω από κύκλο (πάλι μόνο δεξιόστροφα). Σκοπός του παιδιού που κάνει τη μάνα είναι να προλάβει να κάτσει στη θέση του παιδιού που σηκώθηκε, πριν να προλάβει αυτό να την πιάσει. Αν όμως το παιδί προλάβει να την πιάσει, τότε το παιδί που την έπιασε ξανακάθεται στη θέση του και η «μάνα» συνεχίζει ως μάνα μέχρι να καταφέρει να κάτσει.
Υ.Γ. Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του δάσκαλου Μιχάλη Παπαβασιλείου.
Κωστής Αρ. Σκούρτης
«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 29, Απρίλιος, 2022.
Διαβάστε ακόμη:
- Γάμος στην Ερμιόνη
- Γάμος στο Κρανίδι (Λαογραφία)
- Ερμιονίτικη Ενδυμασία
- Μαγεία, μαντική και προλήψεις. Δεισιδαιμονία – Οιωνοσκοπία – Παρετυμολογία |Λαογραφικά της Ερμιόνης
- Πηλοτεχνήματα και Πηλοτεχνουργήματα
- Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Θρησκευτικές συνήθειες, μαγεία, προλήψεις, Τοπωνύμια
- Τρύγος – Μνήμες τρύγου στην Ερμιόνη












Σχολιάστε