Βάπτιση – Λαογραφικά της Ερμιόνης |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης
Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το μυστήριο της Βαπτίσεως και τις «ενσωματωμένες» σ’ αυτό παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας της Ερμιόνης. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.
Η βάπτιση είναι υποχρεωτικό μυστήριο και τελείται από κοινού με το ενσωματωμένο σ’ αυτή υποχρεωτικό μυστήριο του χρίσματος μία μόνο φορά στη ζωή κάθε ανθρώπου.
Το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…
Όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.
Ο χρόνος του βαπτίσματος
Σύμφωνα με τα όσα συνέβαιναν σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, το ίδιο και στην Ερμιόνη, δεν άφηναν το παιδί να μεγαλώσει πολύ για να το βαφτίσουν, αφού έπρεπε από νωρίς «να το ρίξουν στο δρόμο του Θεού».
Η μητέρα μου σημειώνει: «Φοβόντουσαν και να μην πεθάνει, γιατί συχνά το άφηναν μόνο του στο σπίτι, ενώ οι αρρώστιες ήσαν πολλές. Εκείνα τα χρόνια ήσαν πολύ λίγες οι οικογένειες που δεν είχαν χάσει βρέφη και μικρά παιδιά».
Έτσι, τις περισσότερες φορές, βάπτιζαν τα παιδιά μετά τον 6ο μήνα και μέχρι τον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους εκτός αν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να βαπτιστεί νωρίτερα ή αργότερα.
Αν το παιδί πέθαινε αβάπτιστο, ήταν μεγάλη αμαρτία. Στην περίπτωση μάλιστα που η μητέρα του απουσίαζε εκείνη την ώρα, όλος ο κόσμος την κακολογούσε και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει! Πίστευαν ότι αν βρισκόταν στο σπίτι θα «προλάβαινε το κακό» και θα έκανε η ίδια το «αεροβάπτισμα» σηκώνοντας το παιδί τρεις φορές στον αέρα λέγοντας ταυτόχρονα το όνομά του.
Ο ανάδοχος (νο(υ)νός) αλλά και κουμπάρος
Δεν θα ήταν υπερβολή, αν γράφαμε, ότι μετά τον βαφτιζόμενο το κύριο πρόσωπο του μυστηρίου είναι ο ανάδοχος ή νο(υ)νός. Τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει όλες σχεδόν τις φορές, καθώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας.
Μάλιστα για να φανεί η «στενή συγγένεια» αναδόχου και αναδεκτού, η Εκκλησία δεν επιτρέπει τα φυσικά παιδιά του νουνού να παντρεύονται με τους αναδεξιμιούς του ούτε μεταξύ τους οι βαφτισμένοι από τον ίδιο νουνό, τα λαδαδέλφια, όπως αλλιώς λέγονται. Θεωρείται πολύ καλό να βαφτίζει κανείς, γιατί «έτσι λύνονται τα χέρια του», όπως λένε. Νουνός του παιδιού, γινόταν ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι, γι’ αυτό και στο στεφάνωμα του φώναζαν «και στο λάδι κουμπάρε!». Στην Ερμιόνη, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το αναδεξίμι το λένε και «φιλιότσο»!
Η ημέρα της βαπτίσεως
Με το τέλος των απαραίτητων προετοιμασιών από την οικογένεια και τον ανάδοχο (βαπτιστικά, μαρτυρικά, δώρα) για ένα «τέλειο μυστήριο», ερχόταν και η ημέρα της βάφτισης.
Στην Ερμιόνη, απ’ ότι θυμάμαι, οι βαπτίσεις γίνονταν, λόγω και των καιρικών συνθηκών, από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, κατά προτίμηση το απόγευμα της Κυριακής.
Την ημέρα της βάπτισης όλα ήσαν έτοιμα και η οικογένεια του βαπτιζόμενου, ο νουνός και οι καλεσμένοι, λιγότεροι από τον γάμο, πήγαιναν στην εκκλησία. Παρούσα πάντα η μαμή η Λαμπάταινα, φύλακας άγγελος του μωρού.
Ηχηρή η απουσία της μητέρας του παιδιού που παρέμενε στο σπίτι, αφού σύμφωνα με παλαιό έθιμο, άγνωστο γιατί, δεν «επιτρεπόταν» να ακούσει το όνομα στην εκκλησία! Καθώς το έθιμο δεν άντεξε στον χρόνο η μητέρα του βαπτιζόμενου, εδώ και αρκετά χρόνια, παρευρίσκεται στην εκκλησία, ακούει το όνομα, φροντίζει εκείνη το μωρό και η «μαμή η Λαμπάταινα» έχασε τη δουλειά της.
Εν τω μεταξύ, η κυρα – Λένη η νεωκόρισσα, αυτή η εμβληματική γυναίκα της εκκλησίας, είχε ετοιμάσει τον Ταξιάρχη για το μυστήριο και είχε στρώσει τον μεγάλο τετράγωνο μουσαμά στο κέντρο σχεδόν του ναού, στον χώρο που τον όριζαν οι τέσσερις κολώνες και τα δύο σκαλοπάτια και σήμερα είναι κλειστός. Εκεί οι επίτροποι τοποθετούσαν την κολυμβήθρα και δύο μικρά τραπέζια. Στο ένα ακουμπούσαν το λευκό κουτί με τα βαφτιστικά ρούχα που είχε αγοράσει ο νουνός και τις μπουμπουνιέρες αγορασμένες από τους γονείς. Το άλλο το ετοίμαζαν κατάλληλα για να ντύσουν το νεοφώτιστο μετά το βάπτισμα. Εκεί κοντά υπήρχαν και δύο μεγάλοι κουβάδες από λαμαρίνα απ’ αυτούς που μοιάζουν με ανάποδο κόλουρο κώνο.
Το όνομα του παιδιού (ονοματοθεσία)
Σύμφωνα με την άγραφη παράδοση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα το πρώτο παιδί παίρνει το όνομα των γονιών του πατέρα. Αν είναι αγόρι του παππού, για να συνεχιστεί το όνομα της οικογένειας και αν είναι κορίτσι της γιαγιάς.
Το δεύτερο παιδί, κατά κανόνα, παίρνει το όνομα των γονιών της μητέρας. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η τάξη αυτή «ανατρεπόταν» άλλοτε ομαλά και κάποιες φορές «βίαια» με δυσάρεστες εξελίξεις για το ζευγάρι. Όταν μάλιστα επενέβαιναν και τρίτοι τα πράγματα χειροτέρευαν. Βέβαια υπήρχαν και περιπτώσεις, μιλάμε πάντα για το όνομα του πρώτου παιδιού, που δινόταν για διάφορους λόγους «εκτός των κανόνων της παράδοσης». Για παράδειγμα το πρώτο παιδί έπαιρνε το όνομα του χαμένου αδελφού των γονιών στον πόλεμο ή τη θάλασσα. Στα άλλα παιδιά της οικογένειας, που μέχρι τα μέσα της 10/ετίας του 20ου αιώνα ήσαν πολυμελείς, δίνονταν ονόματα αγίων, λόγω τάματος ή ενός πολύ αγαπητού συγγενή ή ήταν επιλογή του νουνού.
Είναι πολύ δύσκολο πάντως να καταγράψω τους λόγους όλων των ονοματοδοσιών των παιδιών στην Ερμιόνη. Θα σταθώ όμως και θα περιγράψω «το ρίξιμο του παιδιού» που έχει σχέση «με την επιλογή του νουνού και την «ονοματοδοσία».
Μια λοιπόν επίσημη ημέρα του χρόνου, όπως είναι ο Δεκαπενταύγουστος, των Ταξιαρχών, η Ζωοδόχος Πηγή ή κάποια Κυριακή, μόλις τελείωνε το Ευαγγέλιο η μητέρα ή ο πατέρας άφηνε (έριχνε) το παιδί μπροστά στην Ωραία Πύλη. Εκείνος που θα το σήκωνε, θα το «έπιανε», θα γινόταν ο νουνός του με το δικαίωμα να του δώσει το όνομά του ή κάποιο άλλο όνομα της επιλογής του. Θυμάμαι, την έντονη κινητικότητα που επικρατούσε εκείνη την ώρα στο εκκλησίασμα και την ανυπομονησία να μάθουν τι συνέβη και ποιος σήκωσε το μωρό.
Δημοσιεύω το παρακάτω σχετικό περιστατικό.
«Το τυχερό και οι συμπτώσεις»
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου αλλά και τις δύο επόμενες 10/ετίες (1940 και 1950) τρεις ήσαν οι μαμές στην Ερμιόνη, που συμπτωματικά ήταν και συνονόματες! Η Κατίνα Μαυρωτά (Ρόμπαινα), η Κατερινιώ Κωτσάκη (Τσεμπερού) και η Κατίνα η Λαμπάτου, η πιο νέα απ’ όλες.
Η κυρα-μαμή του Μαυρωτά, για τον σύζυγό της δεν γνωρίζουμε κάτι, που το σπίτι της ήταν πίσω από το ερειπωμένο σήμερα σπίτι της Βενέτως του Κατζιλιέρη είχε ένα γιο, τον Αριστείδη, που ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων. Τον θυμάμαι να την επισκέπτεται τακτικά φορώντας πάντα την επίσημη υπηρεσιακή του στολή μ’ εκείνο το πλατύ καπέλο που έμοιαζε με αεροδρόμιο! Ήταν μέτριος στο ανάστημα, ευθυτενής και αγέρωχος, σοβαρός, αυστηρός και λιγομίλητος. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν σου άφηναν περιθώριο να τους πλησιάσεις, να ανταλλάξεις δύο αστεία μαζί τους και σε κρατούν πάντα σε απόσταση. Δεν ήταν κακός, ούτε εγωιστής αλλά αυστηρός και μοναχικός που νομίζω πως ήθελε να διατηρεί κάποια φαινομενική ουδετερότητα λόγω του αξιώματος και του επαγγέλματός του.
Ο Αριστείδης Μαυρωτάς, όταν βρισκόταν στην Ερμιόνη, Κυριακές και εορτές εκκλησιαζόταν τακτικά στον Ταξιάρχη. Ιδιαίτερα την ημέρα της γιορτής της Ιστορικής Μητρόπολής μας ήταν σχεδόν πάντα παρών. Είχε μάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο όπως με πληροφόρησαν, και την ονομαστική του γιορτή ανήμερα των Ταξιαρχών.
Κάποια χρονιά την ημέρα της εορτής στις 8 Νοεμβρίου σύμφωνα με παλιά παράδοση της Ερμιόνης, ο Άγγελος και η Παγώνα Κοντοπάνου «έριξαν» το πέμπτο τους παιδί την ώρα που τελείωνε το Ευαγγέλιο μπροστά από την Ωραία Πύλη, όπως συνηθίζονταν, για να το «πιάσει» ο μελλοντικός νουνός του.
Μια αναστάτωση δημιουργήθηκε στο εκκλησίασμα καθώς με σιγοψιθυρίσματα και σκουντιές όλοι προσπαθούσαν να μάθουν ποιος «έπιασε» το μωρό! Σε λίγα λεπτά, όταν μαθεύτηκε το όνομα του «τυχερού», όλοι μαζί δυνατά και συγχρονισμένα φώναξαν «Άξιος!». Ο άξιος ήταν ο Αριστείδης Μαυρωτάς, ο οποίος στη συνέχεια βάφτισε το παιδί δίνοντάς του το όνομά του και φυσικά γιόρταζε και αυτό των Ταξιαρχών.
Την ιστορία μού τη διηγήθηκε ο αγαπητός φίλος και συμπολίτης Μιχάλης Καρατζάς, δικηγόρος, όταν τον ρώτησα ποιος είχε βαφτίσει τον θείο του τον Αριστείδη έχοντας βέβαια τους λόγους μου. Συγκεκριμένα:
Στα ονόματα των νεκρών των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 υπάρχει το όνομα του στρατιώτη Αριστείδη Κοντοπάνου, ο οποίος έπεσε στη μάχη του Λαχανά την 19η Ιουνίου 1913.
Είχα λοιπόν την περιέργεια και ήθελα να μάθω αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ των δύο οικογενειών, η άλλη καταγόταν νομίζω από την Εύβοια και του ονόματος Αριστείδης. Έτσι, η έρευνά μου με οδήγησε σε μία άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία!
Να σημειώσω πως τον δικό μας Αριστείδη Κοντοπάνο τον αγαπούσε ιδιαίτερα η μητέρα μου που τον είχε μαθητή και σχεδόν καθημερινά περνούσε από το σπίτι μας να την χαιρετήσει…
Η ώρα του μυστηρίου
Όταν έφταναν στην εκκλησία ο βαπτιζόμενος στην αγκαλιά πάντοτε της κυρά-μαμής, ο πατέρας, ο νουνός (κουμπάρος) και οι στενοί συγγενείς, ο παπά-Μιχάλης τους καλούσε να έρθουν λίγα μέτρα δυτικότερα της κολυμβήθρας για να διαβάσει τα «κατηχούμενα».
Είναι η στιγμή που ο νουνός στις σχετικές ευχές που διαβάζει ο ιερέας αποκρίνεται με το «αποτάσσομαι», το «απεταξάμην», το «συντάσσομαι», το «συνεταξάμην», ενώ στην προτροπή του ιερέα «εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ» ο νουνός φυσάει τρεις φορές στο πρόσωπο του παιδιού σε σχήμα σταυρού και «φτύνει» τρεις φορές προς τα κάτω, ενώ στη συνέχεια απαγγέλει «το Σύμβολο της Πίστεως».
Την ώρα εκείνη, εμείς παιδιά τότε, πλησιάζαμε πολύ κοντά, γιατί ξέραμε πως ήρθε η στιγμή που ο ιερέας θα καλούσε τον νουνό να πει το όνομα του βαπτιζόμενου. Μόλις το ακούγαμε τρέχαμε στο σπίτι που περίμενε η μητέρα του παιδιού να της «πάρουμε τα συχαρίκια» και να της ανακοινώσουμε το όνομα του παιδιού. Λαχανιασμένα από το τρέξιμο φωνάζαμε το όνομα και εκείνη, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, μας έδινε την …αμοιβή μας που τη συνόδευε με γλυκίσματα.
Τη «δουλειά» αυτή στα παιδικά μας χρόνια και στην ενορία του Ταξιάρχη την είχαμε αναλάβει «ο Μπούλης του παπά» κι εγώ. Δεν αφήναμε ποτέ και κανέναν να μπει ανάμεσά μας και να μας πάρει τα πρωτεία! Θυμάμαι, κάποιες φορές που υπήρχαν «επικίνδυνοι αντίπαλοι», ο ένας από μας περίμενε στην εκκλησία να ακούσει το όνομα και να «ενημερώσει» τον άλλο που στεκόταν στην άλλη γωνία. Εκείνος έτρεχε γρήγορα, πού να τον φτάσουν οι άλλοι! Έτσι, μ’ αυτή την πονηριά, η ανακοίνωση του ονόματος γινόταν κάθε φορά από εμάς!
Μετά τα κατηχούμενα ξεκινούσε το μυστήριο και όλοι μαζεύονταν γύρω από την κολυμβήθρα. Η μαμή ετοίμαζε το μωρό, η κυρα-Λένη με τα νοήματα του παπα-Μιχάλη (ζεστό – κρύο) κανόνιζε το νερό στην κολυμβήθρα ενώ ένα παιδί κρατούσε παραδίπλα αναμμένη τη μεγάλη λαμπάδα της βάπτισης, που ήταν αγορασμένη από το νουνό.
Το μυστήριο ξεκινούσε με το «Ευλογημένη η Βασιλεία» και τις δεήσεις. Εκείνη την ώρα η κυρα-Λένη, έβαζε στον ιερέα και τον νουνό την ολόλευκη, ολόσωμη σχεδόν, πετσέτα για να μην λερώσουν τα «καλά» τους ρούχα. Ο ιερέας συνέχιζε διαβάζοντας τις ευχές που τις είχα μάθει απ’ έξω από τις τόσες φορές που τις είχα ακούσει!
Τα σημεία που μου είχαν κάνει εντύπωση ήσαν τρία:
- «Μέγας ει, Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προ ύμνων των θαυμασίων σου», που το επαναλάμβανε τρεις φορές.
- «Ζυντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τιμίου Σταυρού σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις». Τρεις φορές επαναλάμβανε και τα παραπάνω ενώ ταυτόχρονα φυσούσε σταυρωτά και ευλογούσε στα τέσσερα σημεία την κολυμβήθρα.
- «Υποχωρισαίωσαν ημίν πάντα τα εναέρια και αφανή είδωλα». Τότε βουτούσε το δεξί του χέρι μέχρι τον αγκώνα στην κολυμβήθρα και με τρομερή δύναμη το περιέστρεφε στο νερό προκαλώντας …αναταραχή. Τότε μόνο ήταν «σίγουρος» πως σ’ αυτό το νερό δεν κρύβεται κανένα «δαιμόνιο» σκοτεινό που θα τολμήσει να ενοχλήσει τον βαπτιζόμενο.[1] Στη συνέχεια και ενώ η μαμή έγδυνε το μωρό ο ιερέας έπαιρνε το λάδι και έριχνε τρεις φορές στην κολυμβήθρα κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Αμέσως παραλάμβανε τον βαπτιζόμενο και τον σταύρωνε με το αγιασμένο λάδι στο μέτωπο, το στήθος, τα αυτιά, τα πόδια και τα χέρια. Κατόπιν ο ανάδοχος το άλειφε σ’ ολόκληρο το σώμα, κάτω από τις «οδηγίες» της κυρα – Λένης, ίδιες πάντα για χρόνια πολλά…
- Κάτω από τα ποδαράκια! Στις πατούσες! Προσοχή τα ματάκια του!
Ακολουθούσε η βάπτιση που συνοδευόταν από τα γοερά κλάματα του μωρού. Ο παπα-Μιχάλης συνήθιζε να βυθίζει τα παιδιά ολόκληρα και τις τρεις φορές στην κολυμβήθρα. Αν κανένα στήριζε τα πόδια του και …«αντιστεκόταν» ο παπα-Μιχάλης έκανε έναν μορφασμό. Ήταν αξεπέραστος σ’ αυτούς…
Όσοι παρακολουθούσαν τη βάπτιση γελούσαν και με γρήγορες κινήσεις εκείνος το βουτούσε ολόκληρο στο νερό. Κατόπιν το παρέδιδε στην αγκαλιά του νουνού που κρατούσε ολόλευκο σεντόνι κι εκείνος με τη σειρά του το έδινε στη μαμή για το καθησυχάσει και να το ντύσει.
Στη συνέχεια ο ιερέας έπαιρνε το μυροδοχείο τελώντας το μυστήριο του χρίσματος και έχριε τον βαπτισθέντα με το Άγιο Μύρο στο μέτωπο, τα μάτια, το στόμα, τ’ αυτιά, το στήθος, τα χέρια και τα πόδια, έκοβε λίγα μαλλάκια από το κεφάλι του παιδιού που τα έριχνε στην κολυμβήθρα, σταύρωνε το ρούχο του παιδιού και έψαλε:
«Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν» και στη στιγμή η μαμή με τη βοήθεια της πεθεράς ή κάποιου συγγενή έντυναν το μωρό. Τελευταίο του φόραγαν τον χρυσό σταυρό, που τον φορούσε σ’ όλη του τη ζωή για να τον προστατεύει. Την ίδια στιγμή ο ιερέας με τον νουνό έπλεναν τα χέρια τους με νερό και σαπούνι πάνω από την κολυμβήθρα. Στα μέσα της 10/ετίας του 1950, πρωτοείδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση σαπούνι σε σχήμα μωρού!
Όταν όλα ήσαν έτοιμα, ο ιερέας έπαιρνε τη θέση του στο δυτικό μέρος της κολυμβήθρας, ο νουνός κρατώντας τον βαπτισθέντα απέναντί του και στην άλλη πλευρά της κολυμβήθρας στεκόταν το παιδί με αναμμένη τη λαμπάδα του. Τώρα ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» και ενώ ο ιερέας θυμιατίζει, έρχονται όλοι τρεις φορές γύρω από την κολυμβήθρα και σταματούν στη θέση απ’ όπου ξεκίνησαν. Ακολουθούν οι απαγγελίες του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Ενώ συνεχίζεται η ακολουθία κάποιες κοπέλες από το σόι της οικογένειας του βαπτισθέντα μοιράζουν τα «φλουράκια», όπως τα λέγαμε στην Ερμιόνη, τα μαρτυρικά, σταυρου(λ)άκια και παναγίτσες με το θαλασσί ή το ροζ κορδελάκι ανάλογα με το φύλο του μωρού, βάζοντάς τα στο πέτο των προσκαλεσμένων.
Στη συνέχεια ο παπα-Μιχάλης έπαιρνε το παιδί και αν ήταν αγόρι το πήγαινε μέσα στο ιερό και το σταύρωνε γυρίζοντας το γύρω από την Αγία Τράπεζα. Αν ήταν το κορίτσι το σταύρωνε μπροστά στην Ωραία Πύλη και το παρέδιδε στον ανάδοχο.
Τότε δύο -τρεις άνδρες, χωρίς να χάνουν χρόνο, σήκωναν τον νουνό «μ’ όλο το παιδί», έτσι μου το διηγήθηκαν, ψηλά και φωνάζοντας «άξιος», τον παρακινούσαν:
-Τάξε μας!
Αυτός πάντα έταζε ένα γλέντι, ενώ οι παρευρισκόμενοι για να είναι «σίγουροι» του έλεγαν:
– Πες το πιο δυνατά!
Αυτός το επαναλάμβανε και όλοι μαζί του φώναζαν ξανά: «Πάντα άξιος!».
Ο νουνός, την ώρα που τον σήκωναν ψηλά, πετούσε τις περισσότερες φορές αρκετά κέρματα. Όσα παιδιά ήσαν εκεί κοντά έπεφταν κάτω σπρώχνοντας και φωνάζοντας για να μαζέψουν όσο γινόταν περισσότερα. Έτσι έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους, ενώ στο επάνω μέρος της εκκλησίας είχαν ξεκινήσει να μοιράζουν μπουμπουνιέρες με ολόγλυκα κουφέτα σε λευκά τετράγωνα κουτάκια και τα καθιερωμένα αχλαδάκια.
Προτού φύγουν οι καλεσμένοι από την εκκλησία, ο επίτροπος που παρευρισκόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου με τη βοήθεια κάποιου από τους καλεσμένους σήκωνε τη χαλκωματένια κολυμβήθρα για να την αδειάσει στο χωνευτήρι, που βρισκόταν στη Β.Δ. γωνία της εκκλησίας. Πάντοτε μου κινούσε την περιέργεια εκείνο το χωνευτήρι που δεχόταν το νερό και στη στιγμή το …κατάπινε!
Σημειώνω εδώ και τη σχετική διάταξη που υπάρχει στο ευχολόγιο της εκκλησίας. «Πρόσεχε ω ιερεύ και παράγγειλον εις την μαίαν συν τη μητρί του νεοφωτίστου, ίνα μη κολυμβήσωσιν αυτόν ή το πρόσωπον αυτού νίψωσιν έως ημερών ζ, τη δε όγδοη ημέρα πλυνάτωσαν και λουσάτωσαν αυτόν και τα απολούσματα τούτου ριψάτωσαν εν τόπω όπου ουδείς βαδίζει εκείσε ή εις ποταμόν ή εις το χωνευτήριον του Ναού.
Μετά το μυστήριο επέστρεφαν στο σπίτι με τη μητέρα να τους περιμένει στην εξώπορτα. Τους περνούσε στο εσωτερικό και τότε ο νουνός της έδινε το παιδί λέγοντας:
– Σου παραδίδω κουμπάρα το παιδί βαφτισμένο, μυρωμένο του Θεού παραδομένο να το φυλάς από κάθε κακό! Εκείνη κάνοντας μία μετάνοια και φιλώντας το χέρι του νουνού αγκάλιαζε το νεοφώτιστο, ενώ οι ευχές προς τον νουνό και το παιδί πλημμύριζαν το σπίτι: Άξιος, καλός χριστιανός, να τα χιλιάσει, να μας ζήσει! Να τα χιλιάσεις και συ νουνέ και όπως έβαλες το λάδι να αξιωθείς να βάλεις και τα στέφανα!
Στη συνέχεια στηνόταν γλέντι τρικούβερτο μέχρι το επόμενο πρωί. Πρώτα έρχονταν τα φαγητά. Μπαρμπουνάκια ερμιονίτικα τηγανιτά, χταποδάκια σάλτσα και νερόβραστα, κεφτεδάκια τηγανιτά, τυρόπιττες, κρέατα κοκκινιστά και πρωτογιάχνια ενώ το κρασί άφθονο σε κανάτια που πηγαινοέρχονταν σαν τα κουτσούμπια στο μαγγάνι, να γεμίζουν από τα διγάλουνα και τα πεντογάλουνα.
Η ευθυμία και η χαρά μεγάλη πυροδοτούσε το κέφι και άρχιζε το τραγούδι από τους καλλίφωνους της συντροφιάς. Πάνω στο τσακίρ κέφι κατέφθαναν και τα όργανα, το βιολί και το λαούτο. Τότε ξεκινούσαν οι μπάλοι και οι καλαματιανοί, τα χασάπικα και τα ζε(ι)μπέκικα, ενώ το γλέντι κορυφωνόταν σιγά-σιγά. Το χωριό όλο βρισκόταν στο πόδι μέχρι την άλλη μέρα.
Υποχρεώσεις του αναδόχου προς τον αναδεκτό
Την επόμενη Κυριακή μετά το βάπτισμα η μητέρα έφερνε τον νεοφώτιστο στην εκκλησία φορώντας του τα βαφτιστικά και το σταυρό και κρατώντας τη λαμπάδα της βάπτισης για την πρώτη του μετάληψη. Το παρέδιδε στον νουνό κι εκείνος αναλάμβανε να το κοινωνήσει. Αυτό επαναλαμβανόταν και τις επόμενες δύο Κυριακές, συνολικά τρεις φορές, ενώ την τρίτη Κυριακή άφηναν τη λαμπάδα στην εκκλησία. Όταν το παιδί μεγάλωνε και πήγαινε πια μόνο του στην εκκλησία, αν συναντούσε εκεί τον νουνό του, του φιλούσε το χέρι και στη συνέχεια έπαιρνε τη θεία κοινωνία.

«Βάπτιση του Δημήτρη Τσέλου», Όλγα Πραχαλιά, Βαγγελιώ Τσέλου, Άγγελος Πραχαλιάς (νονός) με τον νεοφώτιστο Δημήτρη, Ανδρέας Τσέλος, στις λαμπάδες ο Κώστας Νίκας και ο Δημήτρης Κωστελένος, Ερμιόνη 1-4-1959, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Τις δύο μεγάλες γιορτές του χρόνου, Χριστούγεννα και Πάσχα, ο νουνός πήγαινε τα δώρα στο φιλιότσο του. Τα Χριστούγεννα την κουτσούνα με τα καρύδια και ένα παιχνίδι, ενώ το Πάσχα τη λαμπάδα, την κουτσούνα με το κόκκινο αυγό και τα λαμπριάτικα παπούτσια. Μάλιστα τη λαμπάδα ο νουνός συνέχιζε να τη στέλνει μέχρι το αγόρι να πάει στρατιώτης, ενώ στο κορίτσι μέχρι να αρραβωνιαστεί. Μέχρι σήμερα υπάρχει και το έθιμο ο νουνός ή μέλος την οικογένειάς του να παντρεύει τους αναδεξιμιούς.
Το βάπτισμα εκτός του ναού
Στις περιπτώσεις εκείνες που το νεογέννητο κινδυνεύει να πεθάνει η εκκλησία μας αναγνωρίζει και επιτρέπει το αεροβάπτισμα. Σηκώνει κάποιος από τους παρευρισκομένους εκείνη τη στιγμή το βρέφος τρεις φορές στον αέρα λέγοντας το όνομά του. Έτσι φεύγει βαπτισμένο.
Στην Ερμιόνη πολλές φορές παρακολούθησα και το βάπτισμα των παιδιών στη θάλασσα, κυρίως την ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου στην Κουβέρτα. Όταν τελείωνε η Λειτουργία ο παπα-Μιχάλης κατέβαινε στη θάλασσα και εκεί βάφτιζε τα παιδιά. Σε ορισμένα μάλιστα έδιναν και το όνομα Ηλίας προς τιμή του Προφήτη που εόρταζε το όνομά του.

«Βάπτιση του Σπύρου Οικονόμου στην Κουβέρτα», νονός ο Νίκος Δέδες, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
⁕
Πολλά απ’ αυτά που έγραψα και κυρίως εκείνα που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική τάξη των μυστηρίων γίνονται με μικρές παραλλαγές ασφαλώς και στις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες.
Στην Ερμιόνη, όμως, είχαν μια μαγεία, γιατί με τη δύναμη της πίστης και της έμπνευσης αυτός ο μοναδικός ιερέας, ο παπα – Μιχάλης, τα μεταμόρφωνε, ενώ το παιδικό μου μυαλό τα κατέγραφε δυναμικά ώστε μέχρι σήμερα να μένουν ανεξίτηλα. Γι’ αυτό εμείς που τα προφτάσαμε και τα ζήσαμε μαζί με τα έθιμα που συνοδεύουν τα μυστήρια, τα νοσταλγούμε και νιώθουμε μέχρι σήμερα γοητευμένοι…
Τέλος, ορισμένα ήθη και έθιμα του γάμου και της βαπτίσεως που στις ημέρες μας κινδυνεύουν να ξεχαστούν, αν δεν ξεχάστηκαν ήδη, ας φροντίσουμε να τα περισώσουμε. Άλλωστε σήμερα παρατηρούμε μια σημαντική στροφή στην παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, που όπως είναι γνωστό, συνδέουν τις διάφορες περιόδους της μακραίωνης ιστορίας της Πατρίδας μας.
Υποσημείωση
[1] Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, πολλές φορές αναρωτιέμαι πού έβρισκε αυτός ο άνθρωπος τη γνώση και τη φαντασία για να αναπαριστά με τόση σαφήνεια, καθαρότητα και ζωντάνια τα λόγια των ευχών!
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως», Αθήνα 2023.
Διαβάστε ακόμη:











Σχολιάστε