Η «ιδιωτική» Προσχολική Αγωγή στην Ερμιόνη – Παρασκευή Δημ. Σκούρτη
Η πρώτη ιδιωτική πρωτοβουλία στην Ελλάδα που αφορά την εκπαίδευση των μικρών παιδιών καταγράφεται στα 1904. Στην Ερμιόνη, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες του αειμνήστου δασκάλου μας Μιχάλη Παπαβασιλείου, το 1906 ιδρύεται με ιδιωτική πρωτοβουλία το πρώτο σχολείο, προκειμένου να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής και να προσφέρει ωφέλιμη και κατάλληλη αγωγή στα μικρά παιδιά της πόλης μας. Σίγουρα οι συμπατριώτισσές μας δε γνώριζαν τις θεωρίες των παιδαγωγών Froebel, Montessori, Freine, Decroly, όμως με βάση τις συνθήκες της ζωής του τόπου, οργάνωσαν και τη ζωή του «σχολείου» τους, ώστε να είναι δημιουργική και αποδοτική.
Παραθέτω τα κείμενα από το βιβλίο του «κυρ Μιχαλάκη» – όπως τον λέγαμε- «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης» που υπήρξε και η αφορμή της έρευνάς μου:
«…του μεγάλου νοικοκυρόσπιτου της οικογένειας μπάρμπα Γιώργη Δεδάκη, που ήτανε το πρώτο ιδιωτικό Νηπιαγωγείο της Ερμιόνης και το οποίο διατηρούνε μέχρι σήμερα πεντακάθαρο οι δυο τελευταίες που απομείνανε θυγατέρες της οικογένειας..».
Και παρακάτω: «…Την ιδέα της ίδρυσης του Νηπιαγωγείου την συνέλαβε και αμέσως το σκάρωσε η δεύτερη θυγατέρα της οικογένειας Αργυρώ, το 1906 και το διατήρησε μέχρι το 1910 που παντρεύτηκε και ο άντρας της δεν ήθελε να εξακολουθήσει να εργάζεται. Σ’ αυτό μαζευόντουσαν τα παιδιά που είχανε προσχολική ηλικία και μαθαίνανε να κάνουνε σωστά το σταυρό τους, να μετράνε ίσαμε το δέκα, να γράφουνε τα πιο εύκολα γράμματα του αλφαβήτου, να ζωγραφίζουνε κουλουρίτσες, τετράγωνα και σταυρουλάκια, να τραγουδάνε πατριωτικά τραγούδια, ν’ ακούνε από τη δασκάλα τους διάφορα όμορφα παραμύθια και να τα λένε στους γονιούς τους στο σπίτι και χίλια δυό χρήσιμα για την ηλικία τους πράγματα.
Όλα τους καθόντουσαν σε χαμηλά ξύλινα σκαμνάκια, που φέρνανε από το σπίτι τους και η κυρία τους, όπως την λέγανε, σε αψηλή καρέκλα πίσω από το ξύλινο τραπεζάκι της, πάνω στο οποίο υπήρχανε ο κατάλογος (ένα τετράδιο με γραμμένα Αργυρώ Δεδάκη – Μέξη τα ονόματα των παιδιών), μια μποτίλια με μελάνι από σουπιά, άλλη μια με γόμα από ταλαμ(ού)γκα αμυγδαλιάς {Ταλαμ(ού)γκα: το δάκρυ της αμυγδαλιάς που χρησίμευε ως κόλα}, ένας χάρακας, ένας δείχτης κι ένα κονσερβοκούτι, που χρησίμευε να βάζει τα αγριολούλουδα που τα παιδιά γι αυτήν μαζεύανε στα χωράφια.
Η πληρωμή της ήτανε, από όσους μπορούσανε, μια μπακιρένια δεκάρα κάθε εβδομάδα ή μια φρεσκοζυμωμένη κουλούρα, κανένα ψάρι από τους ψαράδες, χταπόδι από τους χταποδάδες, λίγα χόρτα από τις φτωχές φαμίλιες που η γιαγιά στα χωράφια μάζευε και από τους καλονοικοκύρηδες καμιά μπουκάλα λάδι ή κρασί, απ’ ό,τι δηλαδή είχε ο καθένας που μπορούσε να προσφέρει στο σπίτι του. Πληρωμή όχι σοβαρή στη μεγάλη αυτή για το παιδί προσφορά, σημαντική όμως, γιατί φανέρωνε χειροπιαστό το μεγάλο της ευγνωμοσύνης συναίσθημα, το οποίο ολοζώντανο τότε ζούσε στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν το Νηπιαγωγείο αυτό έκλεισε, τα παιδιά της Ερμιόνης δεν μείνανε χωρίς τη στοργική φροντίδα του· άλλες δυο ξύπνιες κοπελιές του τόπου, απόφοιτες κι οι δυο του Δημοτικού, ανοίγουνε σύγχρονα κι οι δυο δικό της η κάθε μια Νηπιαγωγείο και χρυσές δουλειές κάνουνε». (σελ. 313-314).
Η Αργυρώ ήταν κόρη του Γιώργου Δεδάκη, που είχε άλλες τέσσερεις αδελφές, την Αυγουστίνα, την Ελένη (Μπούλμπερη), την Αλεξάνδρα, την Όλγα και τρία αδέλφια, το Σωτήρη (Ντεντάκη), τον Ανάργυρο (Ρεζεντάν) και τον Αντρέα. Η Αργυρώ παντρεύτηκε τον Διονύση Μέξη, που διατηρούσε μπακάλικο και που έμοιαζε κάπως με το σημερινό σούπερ μάρκετ. Απέκτησαν τρία παιδιά τη Φανή, τον Πάνο και τη Μαρία.
Η Αικατερίνη Γκάτσου κόρη του μπαρμπα-Παναγή, γεννήθηκε το 1900· τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο το 1912 και το «Ελληνικόν Σχολείον» (το Σχολαρχείο της εποχής) το 1913 στη Χαλκίδα, που ο πατέρας της ως ψαράς έκανε εκεί ταξίδια. Γύρω στα 1914 έμεινε ορφανή από πατέρα και αποφάσισε να φτιάξει το δικό της «σχολείο» για μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας στο ισόγειο δωμάτιο του σπιτιού της. Την απόφασή της αυτή ενίσχυσε η δασκάλα της Μαρία Φρούτα, που η καταγωγή της ήταν από τις Σπέτσες, (σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδωσε ο γιος της Μιχάλης Σχοινάς και η κόρη της Χρυσούλα Ησαΐα. Το σπίτι του μπαρμπα-Παναγή βρισκόταν αντικριστά με το σπίτι του Γιώργου Σκούρτη (Ασπρούλη), πατέρα της Διαμαντούλας προς το νοτιά, και σήμερα ανήκει και κατοικείται από την οικογένεια της Ματίνας Φασιλή.
Ο δάσκαλος στο βιβλίο του χαρακτηρίζει την Αικατερίνη Γκάτσου καλοκάγαθη, εργατική, καλοσυνάτη και σεμνή. «Έπειτα από κάμποσα χρόνια, η μονάκριβη θυγατέρα του μπαρμπα-Παναγή Γκάτσου, Κατίνα, που τη διέκρινε μια ξεχωριστή καλοσύνη, ζευγαρωμένη με μοναδική εργατικότητα, αποφάσισε να μεταβάλλει το ισόγειο του σπιτιού της σε φωλιά ζεστή, όπου μάζευε όσα μπορούσε πιο πολλά παιδιά που δεν πηγαίνανε ακόμα σχολείο και στους δρόμους γυρίζανε, για να τους προσφέρει μαζί με την άμετρη αγάπη της ψυχαγωγία και γνώσεις».
Δύο πανέξυπνα παιδιά από εκείνα που φιλοξενούσε στο «σχολείο» της, ο Γιώργος Κομμάς (αδελφός του Μιμάκου και της Παγώνας) και ο Κώστας Γιώργας, τής έκαναν προωθημένες για την εποχή ερωτήσεις, όπως π. χ. τι είναι το Κρανίδι; Και το Ναύπλιο, τι είναι; Έτσι, με βάση τις απαιτήσεις και το νέο κλίμα που είχε διαμορφωθεί αναγκάστηκε εκτός από το αλφαβητάριο, τα τραγούδια, τη γραφή, να δώσει στα παιδιά ευκαιρίες για εμπλουτισμό των εμπειριών, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες των παιδιών της και τη γραπτή μαρτυρία του δάσκαλου: «…πνευματικοψυχική των μαθητών διάκριση με καλομελετημένες γιορτές ανάλογες στο χρόνο μέρες, με περιπάτους την Άνοιξη στην εξοχή και με καλοδιαλεγμένα παραμύθια που μιλάγανε ολόισια στην ψυχή των παιδιών και τα κάνανε να κρέμονται συνεπαρμένα από το γλυκό της στόμα, που ποτέ δεν σταμάταγε να χαμογελάει».
Ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος, εκπαιδευτικός και ιστορικός που τα απογεύματα του καλοκαιριού στο στέκι του στα Μαντράκια μάς διηγείται με μοναδικό τρόπο ωραίες ιστορίες του παρελθόντος, είχε φοιτήσει στο Νηπιαγωγείο της Αικατερίνης Γκάτσου. Θυμάται λοιπόν και μάς λέει με τη μπάσα χαρακτηριστική φωνή του: «Δύο γυναίκες είχαν το σχολείο. Η κόρη έκανε τη δασκάλα και βοηθούσε η μάνα της, που ήταν ηλικιωμένη. Για κάθισμα είχαμε μια σανίδα που κρεμόταν στον τοίχο με στηρίγματα. Μάς μάθαινε διάφορα και επέμενε στην πειθαρχία, αλλά ένας συνομήλικός μου ο Λευτέρης Πασσαλάρης που αργότερα έφυγε η οικογένειά του για τον Πειραιά, έκανε πολύ φασαρία και η ηλικιωμένη μάνα της Κατίνας, του πετούσε το κουντούρι της {Κουντούρι:παντόφλα με άνοιγμα στο πίσω μέρος}, προκειμένου να ησυχάσει».
Η διδασκαλία της Κατίνας Γκάτσου διήρκεσε μέχρι το 1918, γιατί στο μεταξύ αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε το Γεώργιο Σχοινά (Μπιθικόκκαλο) και έκτοτε σταμάτησε να εργάζεται. Από τον γάμο της απέκτησε τέσσερα παιδιά που τα διαπαιδαγώγησε με τις αρχές της, τη Χρυσούλα (Ησαΐα), τη Μαρία (Λουκά) το Μιχαλάκη και το Γαβρίλη.
Το παράδειγμά της συνέχισε η Σταυρούλα Μαρουλά (Κάψο ή Κάψου), που άνοιξε το Νηπιαγωγείο στο ισόγειο του δικού της σπιτιού, δίπλα στην Παναγία και που στις μέρες μας το λειτουργούσε ως Καφενείο ο Γιώργος Πολυχρονόπουλος.
Τη Σταυρούλα Μαρουλά ο δάσκαλος την περιγράφει ως επιβλητική και δραστήρια. Οι πληροφορίες που πήρα την περιγράφουν με τα ίδια χαρακτηριστικά και ακόμα, ότι ήταν πολύ όμορφη, ζηλευτή, έξυπνη, πολυπράγμων κι εργατική, χαρακτηρισμοί που δικαιολογούνται διαβάζοντας κανείς παρακάτω.
Η δημιουργία Νηπιαγωγείου απετέλεσε την πρώτη της επαγγελματική, τολμηρή, έξυπνη έμπνευση για κάτι χρήσιμο στο χωριό, για τις οικογένειες που είχαν πολλά παιδιά. Πληροφορίες για το χρονικό διάστημα που δίδαξε η Σταυρούλα Μαρουλά δεν υπάρχουν.
Όταν έκλεισε το Νηπιαγωγείο πήγε στην Αθήνα και έμαθε την κομμωτική. Κούρευε και χτένιζε τις Ερμιονίτισσες μπροστά σ’ ένα ωραίο έπιπλο – τουαλέτα. Η κυρία Κατερίνα Παπαμιχαήλ-Ρήγα που μου έδωσε πληροφορίες για τη Σταυρούλα λόγω συγγένειας μου είπε: «Μου άρεσε να με κουρεύει και να με χτενίζει μπροστά σ’ αυτό το ωραίο έπιπλο και ζήτησα από τον πατέρα μου και μου έφερε ίδιο παιγνίδι τουαλέτα. Μου έφτιαχνε ωραίες μπούκλες οσάκις είχα να ειπώ ποίημα στο σχολείο».
Ίσως οι οικονομικές δυνατότητες των ανθρώπων της εποχής δεν ήσαν ικανοποιητικές για τη στήριξη και αυτής της προσπάθειας της Σταυρούλας, γι’ αυτό στράφηκε στη μοδιστρική, χάρισμα που είχε από πολύ μικρή, αφού ως μικρή μαθήτρια σύμφωνα πάντα με διηγήσεις – έραβε πανέμορφα φορεματάκια για τις δικές της κούκλες αλλά και για τις κούκλες των συμμαθητριών της, αντί του ποσού της δεκάρας. Στον ίδιο χώρο ανοίγει μοδιστράδικο και ράβει τις γυναίκες της πόλης μας, έχοντας στη δούλεψή της επτά μαθήτριες και μία από αυτές ήταν και η θεία μου Πολυξένη Φοίβα-Κασνέστη, αδελφή της μητέρας μου. Η θεία μου, μού είχε μιλήσει με μεγάλο θαυμασμό για εκείνη. Μαθήτριές της επίσης ήσαν η Χρυσούλα Σχοινά, η Μαρίνα Σπετσιώτου, η Φώτω Οικονόμου, η Μαρία Κασνέστη, η Ντίνα Νάκου, η Κατίνα Ι. Βογανάτση, η Βενετία Ζωγράφου και άλλες.
Παντρεμένη στον πρώτο της γάμο με τον Αντρέα Καρδάση, έναν ωραίο, έξυπνο και διασκεδαστικό άντρα, φημισμένο για τα ανεπανάληπτα αστεία και μασκαρέματά του, χασάπη στο επάγγελμα, μα παρόλα αυτά οικονομικά στηριζόμενο στη δραστήρια γυναίκα του.
Ο Αντρέας ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος που άφησε εποχή με τις φάρσες που έστηνε σε πολλούς και έκανε τους υπόλοιπους να γελούν. Αυτό ήταν το χόμπι του. Το ζευγάρι δεν απόκτησε παιδιά και κάποια στιγμή χώρισε, πράγμα σπάνιο και εξαιρετικά επιβαρυντικό για την εποχή.
Ο δεύτερος άντρας της ήταν ο Γιώργος Πολυχρονόπουλος. Είχε έρθει στην Ερμιόνη από το Ναύπλιο ως εισπράκτορας του φόρου «ελαιοδέκα». Ήταν πολύ ψηλός και με τη χλαίνη του φάνταζε ψηλότερος. Νεώτερός της κι ωραίος, αλλά χωρίς επάγγελμα, άνοιξαν αργότερα στο σπίτι της Καφενείο. Δεν απέκτησε ούτε και με αυτόν παιδιά. Σε κάποιο ταξίδι της στην Αθήνα, νύχτα της έκλεψαν το σπίτι της και της αφαίρεσαν σχεδόν όλα της τα πράγματα, το ρουχισμό και τον εξοπλισμό της τέχνης της, τη ραπτομηχανή, το σίδερο κ.α.
Ήταν μια γυναίκα ηρωική γεμάτη ζωή, επινοητική, φιλότιμη, εύπιστη, πολύ χορευταρού και κεφάτη. Συχνά έβαζε το γραμμόφωνο και χόρευε χασάπικο. Πάνω σ’ έναν τέτοιο χορό έπεσε νεκρή προδομένη από την καρδιά της, τσακισμένη από τις περιπέτειες της ζωής της.
Όλα τούτα τα σημαντικά σε κοινωνική προσφορά συνέβαιναν στον τόπο μας, από την πλευρά τριών γυναικών που με την καινοτομική πρωτοβουλία και ισχυρή τους παρουσία, συνδεόμενες με τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής εξυπηρέτησαν την υπάρχουσα κοινωνική και οικονομική κατάσταση της πατρίδας μας, απέκτησαν την αποδοχή και την εμπιστοσύνη των γονέων για τη φροντίδα και αγωγή των μικρών τους παιδιών.
Τούτες οι αυτοχρησμένες «δασκάλες» προσέφεραν εκτός από την πρώτη γνώση, την καλλιέργεια της γλώσσας, την προσαρμογή στην ομαδική ζωή και την πειθαρχία. Συνέβαλαν στη βελτίωση των δεξιοτήτων, προετοίμασαν τα μικρά παιδιά για την ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον, παρείχαν φροντίδα, έγνοια, ανατροφή, ευκαιρίες για κοινωνικότητα. Διέδωσαν την κουλτούρα του τόπου και έδωσαν ευκαιρίες για ψυχαγωγία και δημιουργική απασχόληση σε εκείνα τα παιδιά που λόγω της ηλικίας τους δεν συμμετείχαν σύμφωνα με τους νόμους στη σχολική ζωή.
«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 13, Ιανουάριος, 2013.
Σχετικά θέματα:
- Η Σχολή της Singer στην Ερμιόνη
- Το Σύγγρειο Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης (Συγγρού)
- Το Τριτάξιο Αστικό Σχολείο Κρανιδίου
- Το «Καποδιστριακό» Σχολείο Αρρένων Ερμιόνης










Σχολιάστε