Αρχαίος Κόσμος και ποιότητα
«Ελεύθερο Βήμα»
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» μια ενδιαφέρουσα, αδημοσίευτη, ομιλία του Χημικού κ. Βασιλείου Γκάτσου, η οποία πραγματοποιήθηκε στην πρώτη εκδήλωση του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ερμιόνης (ΙΛΜΕ) το 2003. Όπως σημειώνει ο κ. Γκάτσος, «απευθυνόταν σε κοινό που πρώτο άκουγε τέτοια θέματα τόσο για την αρχαιότητα όσο και για την εποχή μας και όχι σε επιστημονική κοινότητα ή ειδικούς. Ήταν η εποχή που άρχισαν να απλώνονται και στη χώρα μας τα συστήματα ποιότητας, κ.λ.π. και ως τότε Διευθυντής Ποιότητας και Περιβάλλοντος στη Χαλυβουργική-Ελληνική Βιομηχανία Α.Ε. θεώρησα ότι τα Λαογραφικά μας Μουσεία και οι Δημοτικές Βιβλιοθήκες μας πρέπει να βλέπουν στο μέλλον να αναγεννούν και επανανοηματοδοτούν την παράδοσή μας μη μένοντας προσκολλημένα σε στείρα προγονολατρεία».
Αρχαίος Κόσμος και ποιότητα
Επί των ημερών μας ζήσαμε το οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας που συντάραξε το δυτικό κόσμο. Τη μακρινή αυτή χώρα την αισθανθήκαμε τη δεκαετία του 1960 ως αντιγραφέα και μάλιστα επιπόλαιο δυτικών προϊόντων. Τραντζιστοράκια, ρολόγια, μικροσυσκευές, διακοσμητικά, αυτοκίνητα κακής ποιότητας. Μια παραγωγή από φτηνά εργατικά χέρια, ατέλειωτες ώρες εργασίας κάτω από σχεδόν στρατιωτικές συνθήκες πειθαρχίας. Κανείς δεν έδωσε σημασία, μια και είχε προηγηθεί ανάλογη παραγωγή στην Ιταλία που και αυτή βασιζόταν περισσότερο στην αντιγραφή και όχι στην έρευνα. Το σήμα «κατασκευασμένο στην Ιαπωνία» ήταν ταυτόσημο με το φτηνό και το σκάρτο.
Μετά όμως από 10 χρόνια η δυτική αγορά γέμισε γιαπωνέζικα προϊόντα πολύ φτηνά και αρίστης ποιότητας που όχι μόνον ανταγωνίζονταν τα πολύ ακριβότερα δυτικής παραγωγής, αλλά τα εκτόπιζαν μαζικά από την παγκόσμια αγορά. Η Ιαπωνία μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται η πρώτη εξαγωγική χώρα στον κόσμο.
Να δούμε πώς τα κατάφερε:
Ως το 1960 όλα τα προϊόντα έβγαιναν λίγο πολύ με τυχαίο τρόπο, ακόμη και στις μεγάλες αλυσίδες παραγωγής. Και θα πάρουμε για παράδειγμα το αυτοκίνητο, γιατί είναι ένα σύνθετο προϊόν που όλοι μας πια το έχουμε ζήσει για τα καλά.
Ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων συγκέντρωνε από εκατοντάδες προμηθευτές τα διάφορα μέρη του αυτοκινήτου, πρόσθετε και τα δικά του και συναρμολογούσε το τελικό προϊόν. Γίνονταν βέβαια ορισμένες δοκιμές, αλλά δεκάδες λάθη και κακοτεχνίες κρυμμένες μέσα στα μέρη του αυτοκίνητου, στον τρόπο εργασίας, στην οργάνωση και την έρευνα, φορτώνονταν τελικά στον πελάτη. Αλλά και τα ανταλλακτικά ήταν φορτωμένα με λάθη από τον προμηθευτή.
Ο πελάτης μαζί με το αυτοκίνητο αγόραζε ένα σύνολο λαθών που τον οδηγούσαν συνέχεια στο συνεργείο. Το κόστος ήταν μεγάλο και για τον παραγωγό, γιατί ένα τελειωμένο αυτοκίνητο μπορεί να έβγαινε σκάρτο πριν καν πουληθεί, αλλά και για τον πελάτη – χρήστη, όταν μάλιστα ο τελευταίος ήταν και επαγγελματίας. Ας θυμηθούμε την τύχη που είχαν και στην Ερμιόνη αμερικάνικα αυτοκίνητα την δεκαετία του 1960, την Πλίμουθ που είχε για ταξί ο Αρβανιτάκης, πόσο ταλαιπώρησαν τους ιδιοκτήτες που ουσιαστικά τα πέταξαν, αν και ήσαν προϊόντα της πλέον αξιόπιστης βιομηχανικής χώρας.

William Edwards Deming (1900-1993), Αμερικανός μηχανικός, στατιστικός, καθηγητής, συγγραφέας, και σύμβουλος διαχείρισης.
Δύο Αμερικανοί επιστήμονες ο Deming, ειδικός στην στατιστική και ο Jyran, μηχανικός και ειδικός εργατολόγος, και οι δυο τους με μεγάλη βιομηχανική πείρα, σκέφτηκαν ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής, παραδίδει προϊόντα κακής ποιότητας με μεγάλο κόστος για το εργοστάσιο, τον πελάτη και την κοινωνία. Πόσο μάλλον που και οι υπηρεσίες υποστήριξης του προϊόντος, όταν αυτό πια χρησιμοποιείται από τον πελάτη, είναι υποτυπώδεις. Δεν συμφέρει να παράγει σωρηδόν ένα εργοστάσιο, να κάνει διαλογή στο τελικό προϊόν, να πετάει ένα σωρό σκάρτα, αλλά και τα καλά που τα παίρνει ο πελάτης να έχουν λάθη που δύσκολα μετά διορθώνονται. Η ποιότητα του προϊόντος δεν μπορεί να είναι τυχαία, σκέφτηκαν, πρέπει να σχεδιάζεται και συνεχώς να ελέγχεται. Με τα συγγράμματα τους πρότειναν ουσιαστικές αλλαγές.
Ας πάμε πάλι στην κατασκευή του αυτοκινήτου.
Το ποιος διοικεί, τι στόχους έχει, ποιος διευθύνει, ποιος εκτελεί, τι κάνει ο καθένας, πότε, πώς και με τι μέσα, όλα αυτά πρέπει να είναι με ακρίβεια καταγραμμένα. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πλήρης σε κάθε στάδιο κατασκευής ή συναρμολόγησης. Το σκάρτο, το ελαττωματικό, να εντοπίζεται πριν ενσωματωθεί στον επόμενο μηχανισμό και τελικά μείνει στο αυτοκίνητο. Πρέπει να υπάρχει σαφές και καταγραμμένο σύστημα συνεχούς εκπαίδευσης.
Και αν οι προμηθευτές δίνουν στο εργοστάσιο ανταλλακτικά με πολλά λάθη; Και σ’ αυτούς πρέπει να επεκταθεί το ίδιο σύστημα. Και πώς θα εξυπηρετείται ο πελάτης μετά την αγορά; Με ένα σύστημα υπηρεσιών που θα βασίζεται στις ίδιες αρχές.

Ο Joseph Moses Juran (1904-2008), ρουμανικής καταγωγής Αμερικανός μηχανικός, σύμβουλος διαχείρισης και συγγραφέας. Υπήρξε υπέρμαχος της διαχείρισης ποιότητας.
Η ποιότητα λοιπόν απλώνεται παντού, κατακλύζει τα πάντα με στόχο την πλήρη ικανοποίηση του πελάτη. Ποιότητα στο προϊόν κάθε βαθμίδας, ποιότητα στον έλεγχο, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, στις υπηρεσίες αλλά και στο σχεδιασμό νέων προϊόντων. Ποιότητα στα πάντα.
Αυτές ήταν οι ιδέες τους που όμως δεν βρήκαν ανταπόκριση στην Αμερική. Οι βιομηχανίες τις θεώρησαν ουτοπικές, μη πραγματοποιήσιμες, οι υπηρεσίες τις χλεύαζαν όσο για τους αγρότες, μάλλον ούτε που τις πληροφορήθηκαν.
Τέτοιου είδους πνευματική αγκύλωση δεν είναι πρωτόγνωρη στο χώρο της βιομηχανικής τουλάχιστον παραγωγής, αφού μέχρι το 1910 η βιομηχανία δεν χρησιμοποιούσε μηχανικούς και χημικούς, γιατί τους θεωρούσε πανεπιστημιακούς, δηλαδή ανθρώπους της διδασκαλίας και της καθαρής έρευνας, ακατάλληλους για παραγωγή.
Έφυγαν και οι δύο απογοητευμένοι για την Ιαπωνία, μια χώρα άλλης νοοτροπίας με εργατικό λαό με μεγάλη παράδοση πειθαρχίας στην εργασία, αλλά και με φιλόδοξα όνειρα. Οι ιδέες τους έγιναν με ενθουσιασμό δεκτές, εφαρμόστηκαν και δημιούργησαν το ιαπωνικό οικονομικό θαύμα. Στους δύο αυτούς πρωτεργάτες οι Ιάπωνες έστησαν αγάλματα και τους λατρεύουν σαν ήρωες.
Σ’ όλους μας γνωστά τα αποτελέσματα. Ακολούθησε τα τελευταία χρόνια η Αμερική και η Ευρώπη και σήμερα δεν διανοείται κανείς να αμφισβητήσει τις αρχές αυτές. Η ποιότητα είναι προς το συμφέρον όλων. Δεν υπάρχει πια προϊόν, έντυπο, διαφήμιση, πανεπιστημιακό σύγγραμμα που να μην κατακλύζεται από όρους: Ποιότητα, ολική ποιότητα, πολιτική ποιότητας, διαχείριση ποιότητας, πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, τεκμηρίωση, προδιαγραφές, αξιολόγηση προμηθευτών, πιστοποίηση, τυποποίηση, διακρίβωση, οργανισμοί τυποποίησης, πιστοποίησης, διακρίβωσης, ISO – 9002, ELOT – EN ISO 9002, ISO – 9000 κ.λ.π.
Σκοπός μας δεν είναι να αναλύσουμε τους όρους και όλη τη φιλοσοφία της ποιότητας. Νομίζω όμως πως έγινε αντιληπτό ότι κάτι έχει ριζικά αλλάξει σε παγκόσμια κλίμακα στο χώρο της παραγωγής και των υπηρεσιών.
Και τώρα ας μεταφερθούμε στην αρχαιότητα.
Κατά την Αρχαϊκή εποχή και μέχρι τους περσικούς πολέμους, φιλοσοφία, επιστήμη, τεχνολογία και τεχνική παντρεύονται κατά ένα θαυμαστό τρόπο κυρίως στην Ιωνία και τα νησιά και παράγουν ευημερία, μηχανές, πλοία, εμπόριο, ιδέες.
Κατά την Κλασική Εποχή οι πολίτες ως κυρίαρχη ομάδα μιας πόλης, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη δημοκρατική οργάνωση, τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη τέχνη, τον πόλεμο, τη γεωμετρία και τα μαθηματικά, ενώ η τεχνολογία και η τεχνική περιορίζονται στους μέτοικους και τους δούλους.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους η επιστήμη και η τεχνολογία είναι ασχολίες μιας κυρίαρχης ομάδας περί τον βασιλέα του ελληνιστικού κράτους με κορύφωμα τα πανεπιστήμια και τις βιβλιοθήκες. Η ομάδα αυτή δημιουργεί τεχνολογικά θαύματα, περίεργες κατασκευές και νέα όπλα. Όμως αυτά τα επιτεύγματα δεν διαχέονται στην πραγματική οικονομία όπου κυριαρχούν οι τεχνίτες με την εμπειρία τους.
Ο Ρωμαϊκός κόσμος μεγεθύνει και πρακτικοποιεί τα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα όμως δεν φέρνει κάτι το ριζικά καινούργιο.
Περί το 100 μ.Χ. ο αρχαίος επιστημονικός και τεχνολογικός κόσμος παρακμάζει. Η Δύση πλέον ξαναπιάνει το κομμένο νήμα της αρχαιότητας κατά τον 16ο αιώνα και δημιουργεί τον σύγχρονο κόσμο.
Αυτά τα ελάχιστα για να μας προϊδεάσουν ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος δεν υπήρξε ποτέ αποκομμένος από την καθημερινή πραγματικότητα και τα προβλήματά της, αποτραβηγμένος στο καθαρό πνεύμα.
Αμέσως γεννιόνται δύο ερωτήματα:
Είναι άραγε πρωτότυπες οι σημερινές ιδέες περί ποιότητας και οργάνωσης παραγωγής και υπηρεσιών;
Μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο;
Όχι απλώς τις ανιχνεύουμε, αλλά μάλλον ήσαν κυρίαρχες και σε πλήρη εφαρμογή. Και αυτή η διαπίστωση προσδίδει μεγαλύτερο κύρος στις ιδέες αυτές, γιατί κατά μεγάλο μέρος σε αυτές οφείλεται το οικονομικό θαύμα της πόλης και της αυτοκρατορίας των Αθηναίων και όχι μόνον.
Η Αθήνα ήταν κοσμοκράτειρα για την εποχή της, μια γιγαντιαία πνευματική οικονομική και στρατιωτική δύναμη, κάτι σαν τις σημερινές Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής. Η Κόρινθος, η Ρόδος, η Σάμος, η Κύπρος, μικρογραφία των Αθηνών, κάτι σαν τις σημερινές μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αλλά και η Σπάρτη είχε τομείς υψηλής τεχνολογίας ιδιαίτερα στην μεταλλουργία, τα οδικά δίκτυα και τις μεταφορές, χωρίς να παραβλέπουμε την πρωτοπορία της σε θέματα στρατιωτικής οργάνωσης.
Ήταν δυνατόν ένας τέτοιος κόσμος υψηλότατης πνευματικής, φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής έκφρασης να είχε υλικό υπόβαθρο αφημένο στη τύχη;
Και πόσο δούλος μπορεί να ήταν ένας άριστος και πρωτοπόρος μεταλλουργός στα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου, αγορασμένος στην Αίγυπτο και πόσο μέτοικος ήταν ένας ξένος που του έδωσε η πόλη των Αθηναίων προνόμια για να εγκατασταθεί στη πόλη και ο οποίος είχε οπλουργείο με 3000 εργάτες;
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τα ίχνη ψάχνοντας για ποιότητα στον αρχαίο κόσμο:
Έλεγχος και πιστοποίηση μέτρων και σταθμών στην αρχαία Αθήνα.
Στο Πρυτανείο της αρχαίας Αγοράς Αθηνών, τη Θόλο όπως το ονόμαζαν, φυλάσσονταν τα πρότυπα μέτρα και σταθμά. Οι μετρονόμοι ήσαν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο μέτρων και σταθμών που χρησιμοποιούντο στις αγοραπωλησίες, συγκρίνοντάς τα με τα πρότυπα της Θόλου. Πέραν τούτου τα εν χρήσει μέτρα βρίσκονταν σε στήλη λαξεμένα και μάλιστα κύλα για μεγαλύτερη ακρίβεια μέτρησης, ώστε ο κάθε πολίτης μπορούσε μόνος του να ελέγξει και, αν εύρισκε διαφορά, να φωνάξει το μετρονόμο ο οποίος επέβαλε αμέσως ποινή, και, αν η διαφορά ήταν μεγάλη, παρέπεμπε στους δικαστές οι οποίοι αποφάσιζαν την ίδια μέρα ακόμη και τη δήμευση όλου του εμπορεύματος ενός καταστήματος. Ο δάκτυλος, ο πους, η παλάμη, δεν είναι στο περίπου, όπως μετράμε πρόχειρα σήμερα. Ήσαν μέτρα μεγάλης ακριβείας μέχρι και χιλιοστό του σημερινού μέτρου.

Διακρίνουμε τον δάκτυλο, την πιθαμή, την παλάμη, τον πήχη, την οργιά, τον πόδα που είναι 0.301μ. (πόδας των ελληνιστικών χρόνων) ενώ ο εικονιζόμενος κανόνας είναι 0.322μ. Όλα κύλα και όχι ανάγλυφα.
Ο κανόνας που βλέπουμε στη φωτογραφία είναι παλαιότερο μέτρο, όμως σε χρήση ακόμη από μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Όπως κάποτε μετρούσαμε και εμείς σε μέτρα και σε ρούπια, σε κιλά και σε οκάδες. Η πολιτεία λοιπόν προστάτευε τον καταναλωτή σε μια μεταβατική περίοδο δίνοντάς του δυνατότητα αγοράς και ελέγχου σε διαφορετικά μέτρα.
Στον Πειραιά, που ήταν τότε το πρώτο εμπορικό λιμάνι του τότε γνωστού κόσμου και ο μεγαλύτερος πολεμικός ναύσταθμος, βρέθηκε σε μαρμάρινη στήλη ένας κατάλογος τιμών και ειδών πατσατζίδικου! Όχι μόνον για τους πελάτες, αλλά για να είναι εύκολος και άμεσος ο έλεγχος από τους αγορανόμους. Και οι τιμές χαραγμένες σε μάρμαρο, να μην αλλάζουν παρά μόνον με την άδεια της πολιτείας. Και όλα αυτά ώστε να μην εξαπατώνται οι ξένοι έμποροι και ναυτικοί, οι τουρίστες θα λέγαμε σήμερα.
Αγορανομική επιγραφή του 1ου π.Χ. αι. – Το κατάστημα θυμίζει σημερινό πατσατζίδικο αλλά με περισσότερα είδη κρεατικών.
Ένα από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά που εντυπωσιάζει, είναι μία αγορανομική επιγραφή του 1ου αιώνα π.Χ. η οποία δίνει πληροφορίες σχετικά με το κόστος ζωής και τις γαστριμαργικές συνήθειες των αρχαίων Πειραιωτών.
Όπως αναφέρει ο Γ. Σταϊνχάουερ [1998: 32]
«Πρόκειται για έναν κατάλογο με τις ανώτατες τιμές των ειδών που προσέφεραν τα αρχαία εφθοπωλεία, καταστήματα ανάλογα των σύγχρονων πατσατζίδικων, δηλαδή ποδαράκια (ποδῶν), κεφαλάκι (κεφαλής των οστών), μυαλά (ἐνκεφάλου), κοιλίτσα (μήτρας), στήθος (οὐθατίου), συκωτάκι (ηπατίου), σπλήνα (σπληνός), πλεμόνι (πλευμονίου), έντερα (χολικίων).
Τα πωλούμενα είδη είναι ταξινομημένα σε τρεις ποιοτικές κατηγορίες: προηγούνται τα χοιρινά (υείων), έπονται τα κατσικίσια ή αρνίσια (αιγείων ή προβατείων) και τέλος τα βοδινά (βοείου).
Οι τιμές δίνονται για ποσότητες μισού κιλού (μνᾶς), σε χαλκούς (1/80 του οβολού) ή σε σχέση με την τιμή του κρέατος (ισοκρεως, εξημίσους). Η επιγραφή καταστράφηκε το 86 π.Χ., όταν ο Σύλλας κατέλαβε τον Πειραιά και χαράχθηκε ξανά το 83 π.Χ. τον αγορανόμον του Πειραιώς».
Σταϊνχάουερ, Γ., «Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά», Αθήνα: Τούμπης, 1998.
Στον Πειραιά υπήρχε ειδικό κτίριο, το ονομαζόμενο Δείγμα, στο μέσο της εμπορικής ζώνης του Κανθάρου, δηλαδή του σημερινού λιμένα Πειραιώς. Παρόμοια κτίρια υπήρχαν στη Ρόδο, στην Ολβία που ήταν σημαντικό λιμάνι εξαγωγής σιτηρών στη Νότια Ρωσία, στην Έφεσο και σε πολλές άλλες σημαντικές πόλεις.
Στο Δείγμα γινόταν η πιστοποίηση των γεωργικών προϊόντων. Αν ένα καράβι φόρτωνε από ένα λιμάνι στάρι με προορισμό τον Πειραιά, με ευθύνη του πλοιάρχου, παρουσία του εμπόρου ή του παραγωγού και των φυλάκων συνοδείας του πλοίου, μέσα σε ένα άψητο πήλινο δοχείο ή σε δερμάτινο σακούλι βάζανε ποσότητα σταριού. Ακολουθούσε η πλήρης σφράγιση του δείγματος το οποίο θα παραδινόταν στο κτίριο Δείγμα του Πειραιά. Η εκεί υπηρεσία άνοιγε το δείγμα και επιθεωρούσε όλο το στάρι του πλοίου για να δει ότι είναι όμοιο με το δείγμα, δεν έχει γίνει νοθεία ή αλλαγή φορτίου κατά το ταξίδι, δεν έχει αλλοιωθεί το στάρι, δεν έχει βραχεί. Οι ποινές για τους παραβάτες μεγάλες και άμεσες, αλλά και για τους υπαλλήλους, αν δεν έκαναν υπεύθυνα και δίκαια τη δουλειά τους. Αν όλα ήσαν εντάξει, δινόταν θα λέγαμε σήμερα πιστοποιητικό καταλληλότητας για να βγει το στάρι στην αγορά σύμφωνα όμως πάντα με τους νόμους που εξασφάλιζαν τον πελάτη και τον καταναλωτή.
Εκτός από τα δείγματα των φορτίων υπήρχε και μόνιμη έκθεση δειγμάτων ώστε να κλείνονται βάσει αυτών εμπορικές συμφωνίες. Και όχι μόνον τροφίμων, αλλά και αγγείων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων, κάτι σαν τις σημερινές εκθέσεις προϊόντων.
Τα δείγματα του κρασιού τα ονόμαζαν γεύματα και η δοκιμή γινόταν σε ειδικά δοχεία τα γευστήρια. Σύγκριναν το χρώμα και τη γεύση για να διαπιστώσουν τυχόν νοθεία. Έλεγχαν μήπως είχαν παραβιαστεί τα επίσημα σφραγίσματα των πίθων στο πλοίο. Χρησιμοποιούσαν ειδικά βαθουλώματα σε μάρμαρο σκαλισμένα, για να μετρούν τον όγκο κάθε υγρού. Αλλά και αν κάποιος ήθελε να εμφιαλώσει, θα λέγαμε σήμερα, ένα υγρό σε ένα δοχείο και να έχει την πιστοποίηση μιας επίσημης υπηρεσίας για την ακρίβεια της ποσότητας, μπορούσε να γεμίσει με ακρίβεια από αυτές τις μαρμάρινες κατασκευές και να σφραγιστεί ο αμφορέας του με επίσημο σήμα. «Σηκώματα» λέγονταν οι συσκευές και ο όρος έφτασε μέχρι των ημερών μας. Οι Ερμιονίτες που πουλούσαν κρασί, δεκαετία 1950 και πίσω, έλεγαν: «μου σήκωσαν σε μια βδομάδα το βαρέλι», μου αγόρασαν οι πελάτες όλο το κρασί. Ή «σήκωσα το κρασί και το έβαλα σε καθαρό βαρέλι». Απαγόρευαν να πουλιέται κρασί στη αγορά σε μεγάλα δοχεία, πίθους κα αμφορείς, που ήταν δύσκολο στον πελάτη να επαληθεύσει την ποσότητα που αγοράζει.

Στις συσκευές αυτές έβαζαν μια τάπα στον πυθμένα και γέμιζαν μέχρι ένα προκαθορισμένο σημείο. Έτσι είχαν την ακριβή ποσότητα. Έβαζαν από κάτω τον αμφορέα, έβγαζαν την τάπα και τον γέμιζαν.
Με κλήρο όριζε η Βουλή δέκα αγορανόμους που επέβλεπαν καθημερινά την αγορά της πόλης, ώστε όλα τα αγαθά να είναι «καθαρά και ακίβδηλα», να τηρούν δηλαδή τους όρους υγιεινής και να είναι ανόθευτα.
Υπήρχαν υπηρεσίες που ανά πάσα στιγμή έδιναν λύση, ακόμη και με δικαστικό αγώνα, στα προβλήματα της αγοράς και μάλιστα ταχύτατα. Το ίδιο γινότανε και με μεταλλικά αντικείμενα. Οι παραγγελίες δίνονταν στον κατασκευαστή με γραπτές προδιαγραφές τις οποίες όχι μόνον όφειλε να τηρήσει απαρέγκλιτα, αλλά το προϊόν του θα περνούσε και από έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν αξιόπιστα εργαστήρια ελέγχου.
Επιγραφή που βρέθηκε στην Ελευσίνα και ανήκει στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. καταγράφει τις προδιαγραφές για μια παραγγελία μπρούντζινων συνδέσμων που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Ο μπρούντζος είναι ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο το γνωστό μας καλάι. Τότε η τιμή του κασσίτερου ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από του χαλκού. Μεταξύ των άλλων καταγράφεται ότι ο μπρούντζος για την κατασκευή των συνδέσμων πρέπει να φτιαχτεί στο Μάριον της Κύπρου που ήταν την εποχή αυτή μεγάλο μεταλλουργικό κέντρο, και να έχει 11 μέρη χαλκού και 1 μέρος κασσίτερου, δηλαδή ο ακριβός κασσίτερος να είναι περίπου 8.33%. Η παραγγελία ήταν μεγάλη και αν έκλεβε ο κατασκευαστής 1% κασσίτερο θα κέρδιζε περίπου 300 αθηναϊκές δραχμές που ήσαν τότε 300 μεροκάματα τεχνίτου. Στην επιγραφή δίνονται και οι διαστάσεις σε δάκτυλα και πόδια αλλά και η απαίτηση ορισμένοι σύνδεσμοι κυλινδρικοί να είναι προϊόντα τόρνου μετάλλων! Είναι η μοναδική μαρτυρία που έχουμε για τόρνευση μετάλλων σε τόρνο κατά την αρχαιότητα.
Αλλά και οι κατασκευαστές σκευών οικιακής χρήσης, λεβήτων, χυτρών κ.λ.π. είχαν προδιαγραφές και ο κασσίτερος ήταν γύρω στο 6%. Ομοίως των όπλων και των εργαλείων ανάλογα τη χρήση τους. Μόνον στον κρατήρα του Δερβενίου ο κασσίτερος ήταν 14.5%. Είναι το μοναδικό αρχαίο αντικείμενο με τόσο πολύ κασσίτερο που καθιστά τον μπρούντζο σκληρό σαν ατσάλι, ακατάλληλο για κατασκευή δοχείου. Και όμως αυτό το αριστούργημα που βλέπετε αρκεί για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο για το υψηλότατο επίπεδο τεχνολογίας και τεχνογνωσίας των αρχαίων Ελλήνων, γιατί η δημιουργία μορφών πάνω του είναι σχεδόν αδύνατη από σημερινό εργαστήριο. Και δεν είναι επιχρυσωμένο, όπως πίστεψαν αρχικά οι αρχαιολόγοι που το βρήκαν. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι δεν υπάρχει ίχνος χρυσού, αλλά το χρυσίζον χρώμα το έχει αυτός καθ’ αυτός ο μπρούντζος, λόγω του πολύ κασσίτερου και οι προδιαγραφές ήσαν ως φαίνεται αυστηρές, για να επιτευχθεί αυτό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα το οποίο βέβαια χρυσοπλήρωσε ο ηγεμόνας που το παρήγγειλε.

Κρατήρας του Δερβενίου. Μέχρι και σήμερα λέμε ο χρυσός κρατήρας του Δερβενίου, αλλά δεν έχει ίχνος χρυσού. Βρίσκεται στο μουσείο Θεσσαλονίκης.
Το ίδιο γινόταν με τα αργυρά και χρυσά αντικείμενα. Σε επιγραφή Ωρωπίων του 3ου π.Χ. αιώνα δίδονται από ιερείς φθαρμένα χρυσά σκεύη σε εργαστήριο που θα τα λιώσει και θα κατασκευάσει μια μεγάλη χρυσή φιάλη. Η επιγραφή λέει ότι πρέπει πρώτα να τα θερμάνουν, ώστε να φύγει ο κασσίτερος που συνδέει τα διάφορα μέρη των σκευών και να μείνει ο καθαρός χρυσός που πρέπει εν συνεχεία να ζυγιστεί. Ορίζεται η αποδεκτή φύρα κατά την επεξεργασία, αλλά το εργαστήριο πρέπει να φυλάξει και δείγμα του χρυσού με τον οποίο έφτιαξε τη φιάλη, ώστε οι ιερείς, χωρίς να καταστρέψουν το σκεύος, να απευθυνθούν σε αρμόδια υπηρεσία προς έλεγχο νοθείας. Μετά θα ακολουθούσε η πληρωμή.
Έλεγχος νομίσματος:
Η πραγματική ισχύς των Αθηνών ήταν το νόμισμά της. Το αθηναϊκό τετράδραχμο ήταν το δολάριο της εποχής. Ήταν από καθαρότατο ασήμι Λαυρίου, είχε πάντα το ίδιο βάρος και έφερε τα σύμβολα της πόλης, την κεφαλή Αθηνάς και την κουκουβάγια. Απαγορευόταν η παραγωγή τέτοιων νομισμάτων οπουδήποτε στον τότε γνωστό κόσμο και, αν κάτι τέτοιο τολμούσε μια πόλη, ήταν αιτία πολέμου.
Με αυτά γίνονταν οι πληρωμές στην αγορά της Αθήνας και το λιμάνι του Πειραιά και αυτά δέχονταν ως νόμισμα από τους εμπόρους, τους εισαγωγείς, τους ξένους, αλλά στη δεύτερη περίπτωση κατόπιν ελέγχου. Κυκλοφορούσαν όμως και άλλα καλά αργυρά νομίσματα άλλων πόλεων, αλλά, ποιος εγγυάτο τη γνησιότητα, την ποιότητα, το βάρος ενός τοπικού νομίσματος; Αυτά σε μια αγοραπωλησία λογίζονταν ως βάρος αργύρου στη τρέχουσα τιμή του, δηλαδή σαν αγαθό και όχι σαν νόμισμα. Έπρεπε πρώτα να τα πουλήσεις, να πληρωθείς με γνήσια αθηναϊκά νομίσματα και με αυτά μετά να πληρώσεις για τις αγορές σου. Έτσι επέβαλαν το νόμισμά τους στον τότε γνωστό κόσμο οι κοσμοκράτορες Αθηναίοι.
Υπήρχε λοιπόν δημόσιος υπάλληλος, ο Δοκιμαστής, που συνήθως ήταν δούλος. Καθόταν σε ένα τραπέζι και εκεί πήγαιναν τα νομίσματα για να εξακριβωθεί η γνησιότητά τους. Αυτός, με ειδικούς ζυγούς και μέτρα, διαπίστωνε αν είχαν το σωστό βάρος, το σωστό μέγεθος, αν τα σήματα ήταν κτυπημένα στο νομισματοκοπείο της Αθήνας. Από το χρώμα, την αφή και τον ήχο που έβγαζαν όταν έπεφταν σε κατάλληλη συμπαγή επιφάνεια, αλλά και την τεράστια εμπειρία του, καταλάβαινε αν ήσαν γνήσια.
Οι ποινές ήσαν μεγάλες, κατάσχονταν αμέσως φορτία πλοίων, εμπορεύματα, αν δε ο Δοκιμαστής ήταν αδιάφορος, έλλειπε από τη θέση του, δεν ήταν δίκαιος, η ποινή ήταν 50 μαστιγώσεις. Και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ποιότητα δημόσιας διοίκησης, γιατί η Βουλή των Αθηναίων σε τέτοιο σημαντικό πόστο διόρισε δούλο, άρα άτομο πλήρως ελεγχόμενο και όχι ελεύθερο πολίτη ο οποίος με τα πολιτικά του δικαιώματα, την περιουσία του, τις διασυνδέσεις του, την δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης, υπήρχε φόβος να στήσει μεγάλη κομπίνα.
Μετά τον έλεγχο των νομισμάτων το ποσό σφραγιζόταν σε σακουλάκι και η καταμέτρηση γινόταν στο Βουλευτήριο. Το χρήμα αυτό ήταν υποχρεωτικά δεχτό και, αν κάποιος δε το δεχόταν, οι ποινές ήσαν μεγάλες.
Βέβαια η νοθεία και η παραχάραξη στο αθηναϊκό νόμισμα ήταν αδιανόητη, αλλά κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο με την αποδιοργάνωση των ορυχείων Λαυρίου και την ανάγκη για χρήμα των Αθηναίων πολλές πόλεις στη Συρία, Αίγυπτο και αλλού, έκοψαν παρόμοια με τα αργυρά νομίσματα των Αθηνών, με τα ίδια σήματα, τα οποία από ανάγκη γίνανε δεκτά στην αγορά της Αθήνας, αλλά κατόπιν αυστηρού ελέγχου. Αν ήσαν από εξίσου καθαρό άργυρο και είχαν το σωστό βάρος, γίνονταν δεκτά. Αν όμως ήταν υπόχαλκα, υπομόλυβδα, ή κίβδηλα, δηλαδή αν είχαν φτιαχτεί από κράμα αργύρου, χαλκού ή μολύβδου, χαράζονταν γερά με κοπίδι και κατάσχονταν υπέρ του ιερού της Μητέρας των θεών. Οι ποινές και εδώ μεγάλες.

Τα νομίσματα αυτά είναι κίβδηλα. Το κοκκινωπό χρώμα οφείλεται στον χαλκό. Συνήθως έφτιαχναν ένα χάλκινο νόμισμα και το βουτούσαν μέσα σε λιωμένο ασήμι για να επαργυρωθεί. Άλλες φορές έφτιαχναν ένα κράμα αργύρου με χαλκό αλλά αυτό το νόμισμα διακρινόταν αμέσως από το χρώμα του. Άλλοτε έφτιαχναν μολύβδινα νομίσματα και τα επαργύρωναν. Είχε όμως τα μέσα ο δοκιμαστής να πιάνει κάθε είδους νοθεία. Την «τέχνη» του κιβδηλοποιού άσκησαν επί Τουρκοκρατίας επιτυχώς και οι Υδραίοι κατασκευάζοντας γρόσια.
Ο κρατήρας του Δερβενίου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της αρχαίας χαλκοπλαστικής. Ο κρατήρας σώζεται ακέραιος και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Περιείχε λείψανα από την καύση νεκρού καθώς και ένα χρυσό τριώβολο του Φιλίππου του Β΄.
Μα δεν ήταν μόνον οι σαφείς νόμοι, ο αξιόπιστος έλεγχος, οι προδιαγραφές, τα πρότυπα, η διακρίβωση και η πιστοποίηση που χαρακτήριζαν την παραγωγή και εμπορία των αγαθών. Υπάρχει και το όνομα που προστατεύεται, το brand name. Η πόλη της Ρόδου δεν άφηνε απροστάτευτο το κρασί της. Ο αμφορέας της είχε ειδικό αναγνωρίσιμο σχήμα και όγκο και πάνω του έφερε τυπωμένο στον πηλό, πριν ψηθεί, το όνομα της πόλης των Ροδίων και πολλές φορές το όνομα του παραγωγού. Η πόλη απαγορεύει την κατασκευή αντιγράφων και, αν κάτι τέτοιο διαπιστώσει σε άλλα μέρη, επεμβαίνει στη ανάγκη στρατιωτικά. Ο οίνος σφραγίζεται, αφού ογκομετρηθεί και κυκλοφορεί ως ονομαστός οίνος Ροδίων. Τέτοιοι τυποποιημένοι αμφορείς κατά εκατοντάδες έχουν βρεθεί και στα πιο απίθανα μέρη της Μεσογείου.
Με παρόμοιο τρόπο οι Αθηναίοι διαφυλάττουν το όνομα και τη φήμη των μοναδικών αττικών αγγείων, μελανόμορφων και ερυθρόμορφων. Η τεχνολογία τους είναι πρωτοπόρα, αφού δεν είναι οι μορφές ζωγραφισμένες με χρώματα, αλλά αποτέλεσμα βαθιάς γνώσης της συμπεριφοράς των διαφόρων ειδών πηλού και υαλωμάτων στις διάφορες θερμοκρασίες και στις ιδιότητες της φλόγας, όταν έχει πολύ αέρα, και όταν έχει ελάχιστο και καπνίζει. Η ζωγραφική επί των αγγείων είναι ανεξίτηλη και μοιάζει, σε καλοδιατηρημένα αγγεία, σαν να έγινε σήμερα.
Ελέγχουν όλα τα στάδια παραγωγής, πετάνε κάθε φορά τα σκάρτα, τα κακοψημένα, τα στραβά, αυτά που δεν παρουσιάζουν το αισθητικό αποτέλεσμα που ανέμεναν. Δεν βγάζουν στην αγορά δεύτερης και τρίτης διαλογής που σε χαμηλή τιμή θα ήσαν και αυτά περιζήτητα.
Περιφρουρούν την ποιότητα, το όνομα, τις τιμές. Ερευνούν, ακολουθούν τις τάσεις της εποχής, περνούν από τα μελανόμορφα στα ερυθρόμορφα και σε ένα σωρό άλλες παραλλαγές. Πουλάνε επώνυμα, αφού σε κάποια άκρη του αγγείου γράφουν «ο τάδε μ’ εποίησεν, ο τάδε μ’ έγραφσεν». Ικανοποιούν τις επιθυμίες μακρινών πελατών τους, αλλάζοντας τις μυθολογικές παραστάσεις.
Από το 566 π.Χ. έως το 310 μ.Χ., σε διάστημα 800 – 900 ετών, υπολογίζεται ότι η συνολική παραγωγή πολυτελών αγγείων με παραστάσεις στην πόλη των Αθηναίων ήταν 16 εκ. κομμάτια, ενώ η παραγωγή παναθηναϊκών αμφορέων με την παράσταση της Αθηνάς και ενός αθλήματος ξεπέρασε τα 100000 κομμάτια. Με τους αμφορείς αυτούς έφτασε στα πέρατα του κόσμου το αττικό λάδι των ιερών ελαιών το οποίο δινόταν ως βραβείο στο νικητή κάθε αθλήματος, ο οποίος στη συνέχεια είχε το δικαίωμα να το πουλήσει επώνυμα. Και ήταν αυτό το λάδι περιζήτητο παγκοσμίως, θα λέγαμε σήμερα, για την περιποίηση του σώματος και φυσικά πανάκριβο.

Σφραγίσματα αμφορέων για τη διασφάλιση του ονόματος και της προέλευσης του προϊόντος.
Πιθανότατα τέτοια σφραγίσματα να χρησιμοποίησαν και οι Ερμιονείς όχι μόνον για το λάδι και το κρασί τους αλλά και για την πανάκριβη πορφυροβαφή.

Ο Παναθηναϊκός αμφορέας αν και διακοσμημένος με σχεδόν σταθερές παραστάσεις γνώρισε και αυτός μεγάλες αλλαγές με το πέρασμα των αιώνων. Ήταν ο πόθος κάθε αθλούμενου αλλά και της κάθε άρχουσας και νεόπλουτης τάξης. Για να διατηρηθεί ο μύθος η πόλη των Αθηναίων είχε ψηφίσει ειδική νομοθεσία για τις ιερές ελιές της τις οποίες προστάτευε με ειδικούς ξύλινους φράκτες. Και σήμερα το ίδιο λάδι βγάζει μια ελιά νέα με μια αιωνόβια. Αλλά για φαντασθείτε ένα ωραίο δοχείο να περιέχει σήμερα λάδι από τις ελάχιστες ελιές της Ερμιονίδας που μάλλον είναι πάνω από 1000 ετών;
Έχουμε και εδώ ένα δείγμα εξαίρετο μάρκετινγκ, δημιουργία ονόματος και μύθου για το προϊόν και τη συσκευασία του, σε σημείο που ο πελάτης δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει λάδι, αλλά τον μύθο και το γόητρο, το πρέστιτζ, που προσφέρει το λάδι αυτό. Μήπως σήμερα αγοράζουμε ένα Rolex για να βλέπουμε την ώρα;
Την Κλασική εποχή, πλην των Αθηνών, η Κόρινθος, η Ρόδος, η Σπάρτη, η Χίος, η Θάσος είναι μεγάλα κέντρα παραγωγής αγγείων. Τροφοδοτούν όλα τα παράλια της Μεσογείου, κυρίως όμως την Ετρουρία, τη σημερινή Βόρειο Ιταλία. Οι ιδιοκτήτες των εργαστηρίων της Αθήνας σπάνια είχαν επαφή με τους μακρινούς πελάτες τους. Ανάλογα τις πωλήσεις, κανόνιζαν να παράγουν τους τύπους που είχαν πέραση και καλή τιμή.

Τα αττικά αγγεία ήταν επί αιώνες είδος πολυτελείας που έδινε γόητρο και φήμη στον κάτοχό τους. Τα βρίσκουμε σ’ όλη τη Μεσόγειο. Μέσω αυτών των αγγείων μας είναι γνωστή και η ζωγραφική τέχνη.
Όμως σήμερα μια επιχείρηση δεν μπορεί να σταθεί στην αγορά και να αναπτυχθεί, αν δεν ανιχνεύει τις ανάγκες και προτιμήσεις των πελατών της και δεν προσπαθεί να τις ικανοποιεί.
Φαίνεται ότι ένας δαιμόνιος Αθηναίος επιχειρηματίας, ο Νικοσθένης, επισκέφτηκε την Ετρουρία για να ανιχνεύσει τις προτιμήσεις και τα γούστα των κατοίκων της. Διαπίστωσε ότι οι Ετρούσκοι έχουν ντόπια παραγωγή αγγείων ολόμαυρων και σε διαφορετικά σχήματα από τα αττικά. Αγαπούσαν τα σχήματά τους αλλά ενθουσιάζονταν με την αθηναϊκή ιστόρηση και διακόσμηση των αγγείων. Επιστρέφοντας, τροποποίησε την παραγωγή του, έδωσε ετρουσκικά σχήματα στα αγγεία του, με αθηναϊκή όμως διακόσμηση. Τα αποτέλεσμα δεν ικανοποιούσε βέβαια τα γούστα των Αθηναίων, αλλά τα νέα αγγεία γίνανε ανάρπαστα στην Ετρουρία και οι παραγγελίες στον Νικοσθένη αυξήθηκαν κατακόρυφα. Το «Νικοσθένης μ’ εποίησεν» έγινε εξαγωγική φίρμα.
Ας ρίξουμε όμως και μια ματιά στη γειτονιά μας, στο ναυάγιο των Ιρίων. Βλέπουμε το φορτίο που βούλιαξε στο ακρωτήρι των Ιρίων περί τον 13ο π.Χ. αιώνα. Οι ψευδόστομοι αμφορείς είναι το τυποποιημένο δοχείο μεταφοράς κυρίως λαδιού που κυριάρχησε για 1000 περίπου χρόνια στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Πρώτοι διδάξαντες οι Κρήτες της Μινωικής εποχής.
Ο πίθος είναι ένα άλλο σημαντικό δοχείο μεταφοράς που οι μελετητές πιστεύουν ότι ήταν το κοντέϊνερ της εποχής. Πιθανότατα το πλοίο άφηνε τον πίθο σ’ ένα λιμάνι με το περιεχόμενό του, το οποίο ο εκεί έμπορας το διέθετε ή το έκανε μικρότερες παρτίδες για τη πελατεία του, και το πλοίο επιστρέφοντας το παραλάμβανε εκ νέου φορτωμένο με άλλο εμπόρευμα! Μπορεί να πήγαινε με παστωμένα ψάρια και να επέστρεφε με ελιές.
Αλλά και η γενική αρχή, ότι πρέπει οι οδηγίες που ακολουθεί ο εργαζόμενος ή ο συμβαλλόμενος να είναι σαφείς, γραπτές και προσιτές, εφαρμοζόταν πλήρως. Οι νόμοι, οι κανόνες, οι οδηγίες ήσαν γραπτές σε μάρμαρο και σε δημόσια θέα, αν δε κάτι έπρεπε να αλλάξει, αποσυρόταν η παλιά έκδοση όχι μόνον από την αγορά των Αθηνών, αλλά και όλων των άλλων πόλεων όπου είχε εφαρμογή και έβγαινε καινούργια οδηγία – νόμος.
Αλλά και στην οργάνωση της εργασίας και στην εκπαίδευση είχαν ουσιαστικά εφαρμόσει συστήματα ποιότητας.
Για να γίνει ο Παρθενώνας έπρεπε να εργαστούν συνεργεία κάθε είδους. Αυτός που παρουσίασε τα σχέδια στον Περικλή, είχε πλήρη συναίσθηση ότι είχε παραγγελθεί ένα αιώνιο έργο, άρα και αντισεισμικό και είχε πλήρη επίγνωση ότι κατείχε την τεχνογνωσία και τεχνολογία να το κατασκευάσει έτσι όπως το οραματίστηκε. Ως αρχιτέκτων και υπεύθυνος έργου έπαιρνε μισθό μόλις λίγο πάνω από τον τεχνίτη. Το κύρος, ο θαυμασμός των συμπολιτών του, η προσφορά στην πόλη του ήταν η ουσιαστική αμοιβή του. Αλλά και το μεροκάματο του τεχνίτη ήταν σχεδόν ίδιο για όλους. Δεν επιθυμούσαν φτωχούς πολίτες, ούτε μεγάλη ψαλίδα στις αμοιβές. Κάτι παρόμοιο εφάρμοσε και η Ιαπωνία όπου ο μισθός της δακτυλογράφου – γραμματέως δεν είχε μεγάλη διαφορά από του προϊσταμένου της.
Στο εργοτάξιο της Ακρόπολης έχουμε εργάτες, τεχνίτες διαφόρων βαθμίδων και ειδικοτήτων, μαθητευόμενους, μαστόρους, αρχιμαστόρους, μετρητές, εφαρμοστές, λατόμους, μεταφορείς, κατασκευαστές εργαλείων και μηχανών, μεταλλουργούς, σιδηρουργούς, καλλιτέχνες και όλοι αυτοί θα δουλεύουν χρόνια, νέοι θα πρέπει να εξελίσσονται και να καλύπτουν επαξίως τη θέση των αποχωρούντων. Κάθε μέλος του ναού πρέπει να είναι αψεγάδιαστο με μηδέν λάθη και να τοποθετηθεί και εφαρμόσει με μηδέν λάθη.
Πέραν τούτων υπήρχε κάποιος προϋπολογισμός, υπήρχε κόστος, νόμισμα, μισθοί, δημόσιος έλεγχος. Δεν μπορεί να είχε σχεδόν τελειώσει η επεξεργασία μαρμάρινου όγκου και μια επιπολαιότητα τεχνίτη να τον αχρηστεύσει. Ούτε να καταστρέφονται πανάκριβα εργαλεία και μηχανές. Υπήρχε λοιπόν ακριβές σύστημα εκπαίδευσης και ειδίκευσης, ακριβείς οδηγίες εργασίας, συνεχής έλεγχος και μέτρημα σε κάθε στάδιο παραγωγής και εργασιών αλλά και καταγραφή. Ποιότητα σε όλα, μηδέν λάθη, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Αυτή είναι η φιλοσοφία κατασκευής του Παρθενώνα.
Και αν η καλλιτεχνική αξία συλλαμβάνεται με μια ματιά, η τεχνογνωσία, η τεχνολογία και κυρίως η ποιότητα που έχουν ενσωματωθεί στον ναό τον καθιστούν και τεχνολογικό θαύμα.
Ο κάθε σπόνδυλος κίονα εφαρμόζει στον από κάτω του πλήρως. Οι επιφάνειες είναι απολύτως παράλληλες και η επιπεδότητά τους σχεδόν απόλυτη. Απορούμε σήμερα πώς πέτυχαν τέτοιο βαθμό λείανσης, γιατί έστω και ένα εξογκωματάκι να τους ξέφευγε, πάχους όχι πάνω από ένα εκατοστό του χιλιοστού, ο σπόνδυλος θα πάταγε μόνον στο σημείο αυτό και όντας άκαμπτος, με το τεράστιο βάρος της υπερδομής ή με το παραμικρό τράνταγμα θα έσπαγε.

Δεν ήταν εύκολη η κατασκευή σιδηρών αντικειμένων. Η υψικάμινος ήταν 3 μ. ύψος και στον πυθμένα της έβγαζε κάθε φορά ένα κύπελλο σκουριάς με λίγο σίδηρο μέσα. Το πύρωναν συνεχώς το σφυρηλατούσαν μέχρι που να πάρουν λίγα κιλά σίδηρο προς επεξεργασία. Πράγματι πανάκριβο υλικό, με πολλά μυστικά.
Τα κομμάτια μαρμάρου έπρεπε να συνδεθούν μεταξύ τους, για να μην γλιστρά το ένα πάνω στο άλλο, γιατί δεν ήσαν κτιστά. Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν σιδερένιοι σύνδεσμοι διαφόρων σχημάτων που έπρεπε να ακολουθήσουν ειδικές προδιαγραφές. Έφτιαξαν λοιπόν από σίδηρο τους συνδέσμους και τους περιέβαλλαν με χυτό μολύβι ώστε να απομονωθούν πλήρως από τα περιβάλλον. Έτσι ο σίδηρος δεν θα σκούριαζε. Πέραν τούτου οι σιδερένιοι σύνδεσμοι δεν ήσαν τυχαίοι. Αποτελούνταν από 7 φύλλα εναλλάξ, σκληρού σιδήρου, χάλυβα δηλαδή, και μαλακού σιδήρου. Ο σιδηρουργός με επαναλαμβανόμενες θερμάνσεις και σφυρηλατήσεις συγκόλλησε και διαμόρφωσε τις λάμες σε ένα σώμα.
Η έκπληξη όμως είναι η παρακάτω:
Η χημική ανάλυση έδειξε ότι ο σίδηρος που χρησιμοποιήθηκε είχε χαμηλότατο ποσοστό θείου (θειαφιού), μόλις 0,006% και σίδηρος με τόσο λίγο θείο δεν σκουριάζει ποτέ. Σήμερα οι μπετόβεργες που μπαίνουν στην οικοδομή έχουν μέχρι 0.05% θείο, σχεδόν 10 φορές περισσότερο και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να μειωθεί. Πού άραγε βρήκαν τέτοιο σίδηρο; Τον έφτιαξαν σε καμίνια από μετάλλευμα Λακωνίας που είναι το μοναδικό στην Ελλάδα με τόσο χαμηλό θείο. Φυσικά και δεν ήξεραν χημεία, ούτε καν τι είναι θείο.
Από τις μπόμπες του Μοροζίνι έσπασαν πολλοί σύνδεσμοι, έλιωσε το μολύβι και ο σίδηρος έμεινε εκτεθειμένος στη βροχή επί δύο αιώνες χωρίς να σκουριάσει! Αντίθετα κατά την πρώτη αναστήλωση του Παρθενώνα με τεχνογνωσία αρχών 20ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε σίδηρος που μετά από λίγα χρόνια σκούριασε, φούσκωσε και έσπαγε σαν καρπούζι τα μάρμαρα.
Αν δεν είχε ο Παρθενώνας κτυπηθεί από τις μπόμπες του Μοροζίνι και αν δεν είχε υποστεί ανθρώπινες επεμβάσεις, θα ήταν σήμερα όπως πρωτοφτιάχτηκε ανεπηρέαστος από σεισμούς. Και τούτο γιατί ο σχεδιασμός του προέβλεπε την κατανομή των φορτίων, τα υλικά και την συναρμογή τους με τρόπο, ώστε στις σεισμικές δονήσεις να αντιδρά η όλη κατασκευή ιδανικά.
Ο Παρθενώνας αλλά και όλοι οι αρχαίοι ναοί είναι ένα παράδειγμα ελληνικής High – tech, υψηλής τεχνολογίας, όπου το υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα υποστηρίζεται με ένα αντισεισμικό τεχνολογικό θαύμα.

Οι αρχαίοι ναοί είναι τόσο προσεκτικά και με ακρίβεια κατασκευασμένοι ώστε μοιάζουν σαν να έχουν λαξευτεί σε ένα τεράστιο κομμάτι μαρμάρου. Οι τεχνίτες δούλευαν με ακρίβεια δεκάτου του χιλιοστού και πολλές φορές εκατοστό του χιλιοστού. Με τέτοιες ακρίβειες σήμερα κατασκευάζουμε τις μηχανές. Αν δεν χρησιμοποιούσαν τέτοια ακρίβεια, ο ναός με τον πρώτο σεισμό θα ξεχαρβάλωνε και θα άρχιζαν τα κομμάτια του να μετατοπίζονται και να σπάνε.
Όλα λοιπόν αυτά τα στοιχεία που συνιστούν το ιαπωνικό και το νεότερο δυτικό ποιοτικό άλμα, τα βρίσκουμε στην ελληνική αρχαιότητα να εφαρμόζονται συστηματικά και μάλιστα όχι μόνον στην πόλη των Αθηνών, αλλά φαίνεται ότι έχουν επιβληθεί σε όλες τις άλλες πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας, ενώ ένα σωρό άλλες χώρες έξω από τη συμμαχία κατ’ ανάγκη έχουν και αυτές προσαρμοστεί στις απαιτήσεις για ποιότητα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας για να βρίσκονται μέσα στην αγορά της. Η εφαρμογή τους δε διήρκεσε αιώνες.
Μάλλον λοιπόν δεν εφεύραμε επί των ημερών μας κάτι το νέο, αλλά μεταφέραμε παλιές ιδέες και εφαρμογές σε καινούργιες συνθήκες και ως φαίνεται το ρητό «ποιότητα στα πάντα και μηδέν λάθη» δεν θα είναι πια ένα παροδικό φαινόμενο αλλά πλέον μια κατάσταση στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε όλοι. Εκτός και αν ο κόσμος μας περιπέσει εκ νέου σε κατάσταση παρακμής, οπότε κα η ποιότητα από πραγματικότητα θα ξαναγίνει άπιαστο όνειρο.
Επιχείρηση, μαγαζάκι, κτήμα, υπηρεσία, δήμος, κράτος, μάλλον πρέπει ταχύτατα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που για μας φαίνεται να είναι και προγονικές αρετές.
Τώρα το πόσο η ποιότητα έχει αγγίξει την περιοχή μας, ποιοι τομείς έχουν αρχίσει τουλάχιστον να αντιλαμβάνονται το καινούργιο στην εποχή μας, δεν ξέρω. Πάντα υπάρχουν νησίδες ποιότητας. Είναι όμως τραγικό οι αρχαίοι Ερμιονείς να έκαναν εξαγωγές λαδιού με όνομα και μεις να πουλάμε χύμα ή σε ανώνυμους τενεκέδες μετά από 2000 συναπτά έτη, τη στιγμή που οι Ιταλοί, κληρονόμοι και αυτοί της ελληνικής παράδοσης, πουλάνε ήδη μέσα σε καλλιτεχνικά υάλινα δοχεία το λάδι τους, με επικολλημένη λεπτομερέστατη χημική ανάλυση φυτοφαρμάκων και ωφελίμων συστατικών, λάδι που συνήθως έχουν αγοράσει χύμα από την χώρα μας. Ακόμη πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι σήμερα εμπορευόμεθα λάδι σε διάφορες συσκευασίες, ενώ κατά την αρχαιότητα εμπορεύονταν πολλούς τύπους λαδιών αρωματισμένων με μυριστικά φυτά, αλμυρισμένων με αλάτι, αθέρμων, σκόπιμα πικρισμένων.
Και αν μου επιτραπεί να απαντήσω σε υποτιθέμενη ερώτηση, αν διακρίνω κάποιο χώρο όπου έχουμε στον τόπο μας εφαρμογή συστήματος ποιότητας με συνέπεια και παράδοση, μόνον η μονή Αγίων Ανάργυρων έχει σύστημα ποιότητας και ας μην είναι παραγωγική επιχείρηση. Έχει διοίκηση με στόχους που ξέρει τι θέλει και τι κάνει, έχει σαφείς γραπτές ή από παράδοση οδηγίες για το τι και πώς πρέπει να γίνεται η κάθε εργασία, έχει πλήρη καταμερισμό εργασιών και ευθυνών που καθημερινά επαναλαμβάνονται. Έχει προβλέψει και οργανωθεί για το ξαφνικό περιστατικό, μια επίσκεψη, μια κοινωνική εκδήλωση, μια λειτουργία και έχει τα απαραίτητα μέσα να το υποστηρίξει. Ό,τι καινούργιο σκέπτεται να εντάξει στο χώρο της, γίνεται κατόπιν σχεδιασμού οικονομικού και αρχιτεκτονικού, σύμφωνα με την παράδοση, το ήθος και την αισθητική του χώρου. Υπάρχει εσωτερικός έλεγχος και επίβλεψη. Λόγω του συστήματος ποιότητας που από παράδοση φυσικά εφαρμόζει, είναι η μονή μια μόνιμη όαση χαράς για τους επισκέπτες ή τους χρήστες των υπηρεσιών που προσφέρει και μια βεβαιότητα ότι υπάρχει η θέληση κα η ικανότητα να συνεχίζει έτσι και στο μέλλον.
Αν είσαι πιστός σε μαγνητίζει, αν είσαι άπιστος θα σε τραβήξει με τον τρόπο της με τη αισθητική της, αν τελικά σκέπτεσαι στενά οικονομικά, πού θα εύρισκες ωραιότερο και πάμφθηνο τρόπο να κάνεις γάμο και βαπτίσια; Στο κτήμα Νάσιουτζικ;
Το όλο λοιπόν σύστημα ποιότητας της μονής αποβλέπει στην ευχαρίστηση και ικανοποίηση του επισκέπτη, όχι στην αυτοϊκανοποίηση των μοναχών που μόλις ιδιοχρησιμοποιούν ένα φτωχικό κελάκι και μια τραπεζαρία.
Ας την κάνουμε λοιπόν πρότυπο και οδηγό εργασίας στην καθημερινότητά μας στην παραγωγή και στις υπηρεσίες.
Βασίλειος Α. Γκάτσος
Χημικός













Σχολιάστε