«Το Ναύπλιο τον 19° αιώνα – Μαρτυρίες και Μαρτυρούμενα από τα Τοπικά Έντυπα Μέσα», μια έκδοση της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού
Ἡ Α.Μ. παραιτοῦσα τὴν πόλιν τὴν ὁποίαν πρώτην διὰ τῆς παρουσίας της ἐτίμησε, πατήσασα τὸ ἕδαφος τοῦ Βασιλείου της, δὲν ἐδέχθη ἐπίσης τὸν δἰ ἑνὸς καὶ ἑκατὸν κανονοβολισμὸν συνήθη χαιρετισμὸν· δὲν ἡθέλησε νὰ δείξῃ ἡ Μεγαλειότης του τὸ ἐλάχιστον σημεῖον χαρᾶς, ἀπομακρυνομένη ἀπὸ μίαν πόλιν, διὰ τῆν ὁποίαν θέλει διατηρήσει εὐαρέστους ἐνθυμήσεις. Ἀπὸ ταύτης τῆς στιγμῆς ἡ πόλις αὕτη ἔχασε τὰς καλονὰς της, ἡ κίνησις καὶ ἡ ἐνέργεια ἐξέλιπον· εἰς κάθε βῆμα παρατηρεῖ τὶς ὅτι δὲν εἶναι πλέον εἰς τὴν καθἐδραν τοῦ Βασιλείου· καὶ ὡς νὰ μὴν ἔχασεν ἀρκετα τὸ Ναὐπλιον, ἀντί πρωτευούσης καταντῆσαν Ἐπαρχιακὴ πόλις…
Η Εποχή, αρ. 19, 29 Νοεμβρίου 1834, σελ. 74
Κυκλοφόρησε το βιβλίο «Το Ναύπλιο τον 19° αιώνα – Μαρτυρίες και Μαρτυρούμενα από τα Τοπικά Έντυπα Μέσα», άλλη μια έκδοση της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού.
Μια έρευνα σε βάθος, της Αγγελικής Μάρκου, που αποσκοπεί να αναδείξει την τοπική ιστορία του 19ου αιώνα χωρίς χρονολογικούς περιορισμούς, οι οποίοι δυσκολεύουν την κατανόηση των διασυνδέσεων ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα. Η συχνά τμηματική ανάλυση της ναυπλιακής ιστορίας εμβαθύνει μεν σε πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά δεν μπορεί να καταδείξει με σαφήνεια πώς η κάθε περίοδος επηρέασε τις ενέργειες των επόμενων γενεών…
Η μελέτη, σελίδες 432, ολόκληρου του αιώνα μέσα από την αξιοποίηση του ναυπλιακού τύπου ως βασική ιστορική πηγή προσφέρει τη δυνατότητα της ανασύστασης της Ναυπλίας υπό διαφορετικό πρίσμα.
Μέσα από τις μαρτυρίες των συντακτών εκτίθεται η συλλογική αντίληψη της πόλης για την ιστορία της. Πρόκειται για τη μνήμη όσων διαδραματίστηκαν, με τον τρόπο που καταγράφηκαν στη συνείδηση των κατοίκων…
Ο πλούτος της ύλης και τα θέματα που συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο διερευνούν διάφορους τομείς της πόλης του Ναυπλίου, όπως η αυτοδιοίκηση, η εκπαίδευση, η δικαστική εξουσία, οι στρατιωτικές δομές, ο τύπος, τα πολιτισμικά γνωρίσματα και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι υποδομές, τα πεδία οικονομικής δραστηριότητας (γεωργία), η βιοτεχνία και το εμπόριο, αποβλέποντας στην ευρύτερη αναγνώριση των ιδιοτήτων που συνέθεσαν τη ναυπλιακή ταυτότητα στις διάφορες περιόδους της τοπικής ιστορίας…
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, παρά τις αντιξοότητες και τη ρευστότητα της εποχής, συνεχίζει να προσφέρει στην υπόθεση της τοπικής ιστορίας, με μια ακόμη μία σημαντική έκδοση που αφορά στην ιστορία του τόπου μας, πολύτιμο οδηγό για κάθε ερευνητή και ιστορικό, με υποστηρικτή και αρωγό την Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στον αύλειο χώρο του Παραρτήματος Ναυπλίου της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023, μίλησαν για το βιβλίο, η κα Άντζελα Καραπάνου, Προϊσταμένη του τμήματος Κοινοβουλευτικών Αρχείων της Βιβλιοθήκης της Βουλής και ο κος Γεώργιος Τασσιάς, Φιλόλογος.
Παρακάτω παραθέτουμε αυτούσια την ομιλία της κας Καραπάνου, σύντομα θα ακολουθήσει και η ομιλία του κ. Γεωργίου Τασσιά.

Το πάνελ των ομιλητών: Από αριστερά, Άντζελα Καραπάνου, Προϊσταμένη του τμήματος Κοινοβουλευτικών Αρχείων της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Λαμπρινή Καρακούρτη – Ορφανοπούλου, Ιστορικός Τέχνης Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου, Γεώργιος Τασσιάς, Φιλόλογος.

Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του βιβλίου στο διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο της οδού Σιδηράς Μεραρχίας στο Ναύπλιο, το οποίο κτίστηκε 1905 και σήμερα στεγάζει το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου.
Άντζελα Καραπάνου – Προϊσταμένη του τμήματος Κοινοβουλευτικών Αρχείων της Βιβλιοθήκης της Βουλής
Καλησπέρα σας!
είναι μεγάλη η χαρά μου να βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας στον τόσο όμορφο και φιλόξενο χώρο της Πινακοθήκης. Με την πόλη του Ναυπλίου με συνέδεαν πάντα οι όμορφες αναμνήσεις της σταθερά επαναλαμβανόμενης, σχεδόν για όλα τα μαθητικά μου χρόνια, ετήσιας εκδρομής του «κλασικού» τριπτύχου Ναύπλιο-Επίδαυρος-Μυκήνες. Και αργότερα όμως η ομορφιά του τόπου με καλούσε σταθερά σε επισκέψεις εδώ. Έως ότου ευτυχείς επαγγελματικές συγκυρίες με έφεραν ξανά με άλλη ιδιότητα, για να γνωρίσω άξιους ανθρώπους αυτής της πόλης και να συναισθανθώ ακόμη περισσότερο το βαρύ ιστορικό της αποτύπωμα και τη σπουδαία πολιτιστική της κληρονομιά.
Δεν θα μπορούσα λοιπόν να αρνηθώ την πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση. Αντίθετα νιώθω ευγνώμων για αυτό, καθώς υπήρξε η αφορμή για μία αναγνωστική απόλαυση και εμπειρία. Ευχαριστώ λοιπόν θερμά την κ. Καρακούρτη για την πρωτοβουλία της πρόσκλησης, την κ. Μάρκου και το Δ.Σ. της Αργολικής Αρχειακής βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού για την εμπιστοσύνη και όλους εσάς για την παρουσία σας εδώ και ελπίζω να μπορέσω να σας μεταφέρω σήμερα την αίσθηση και τις εντυπώσεις μου από τη μελέτη που παρουσιάζουμε.
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του βιβλίου το Ναύπλιο και ο τύπος της εποχής αποτελούν τους πυλώνες της έρευνας της κ. Μάρκου. Επιτρέψτε μου στη σημερινή παρουσίαση να εστιάσω αρχικά στη βασική πηγή της και να αναφερθώ συνοπτικά στον τύπο ως πηγή και εργαλείο της επιστημονικής έρευνας.
Ο Τύπος, Ημερήσιος και περιοδικός, υπήρξε παραμελημένος στο παρελθόν, τόσο ως φυσικό αντικείμενο όσο και ως αντικείμενο έρευνας. Εφημερίδες και περιοδικά, έχοντας εξ ορισμού τον χαρακτήρα του «εφήμερου», παρέμεναν συνήθως ξεχασμένα και σκονισμένα σε υπόγεια σπιτιών, αν τύχαινε βέβαια και διασώζονταν από εκκαθαρίσεις και «τακτοποιήσεις». Όσα δε κατέληγαν σε κάποιο ίδρυμα μνήμης (μουσείο, αρχείο, βιβλιοθήκη), συνήθως επειδή συμπεριλαμβάνονταν στο αρχείο κάποιου προσώπου, δεν ανήκαν στα σημαντικά τεκμήρια αυτού, αλλά στα δευτερεύοντα, που ίσως δεν είχαν πεταχτεί έγκαιρα.
Η εικόνα αυτή έχει σε σημαντικό βαθμό αντιστραφεί τις τελευταίες δεκαετίες και ο Τύπος έχει μπει δυναμικά στο επίκεντρο μελέτης και ανάλυσης. Στο πλαίσιο αυτό έχουν γίνει συντονισμένες προσπάθειες για τη διάσωση, την καταγραφή και τη διάθεσή του στο ερευνητικό κοινό.
Στο πεδίο της καταγραφής ξεχωριστή θέση στα σύγχρονα σημαντικά εργαλεία έρευνας κατέχει η «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1996» (Αθήνα 2008, επιμ. Λουκία Δρούλια- Γιούλα Κουτσοπανάγου) που επιχειρεί μία συνολική, συστηματική αποτύπωση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και η πρόσφατη έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων «Τα ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα», (Μάρθα Καρπόζηλου, Αθήνα 2021), εργασίες που διαδέχτηκαν παλαιότερα έργα αναφοράς [ενδεικτικά: Κ. Μάγερ, Ιστορία του ελληνικού Τύπου, τ. Α’-Γ’ (Αθήνα 1957-1960), Δ. Σ. Γκίνης, Κατάλογος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, 1811-1863, ΚΝΕ/ΕΙΕ (Αθήνα 1967), Σ. Ε. Στάης, Κατάλογος Βιβλιοθήκηςτης Βουλής Α΄ Εφημερίδες ελληνικαί, Β’ Περιοδικά ελληνικά, Εστία (Αθήνα 1900)] καθώς και άλλες μικρότερης εμβέλειας, κυρίως τοπικού ή θεματικού χαρακτήρα καταγραφές.
Αντίστοιχα αυξημένο είναι το ενδιαφέρον για την ιστορία του τύπου ως αυτόνομο πολιτισμικό φαινόμενο που εξετάζεται στη διαχρονική του πορεία και είναι πολλές επίσης οι σχετικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί ([1]).
Όσον αφορά στο πεδίο αξιοποίησής του ως πηγής στη διεπιστημονική έρευνα η αξία του είναι πια αδιαμφισβήτητη και οι σχετικές εργασίες αυξάνονται και σε αυτό το πεδίο σημαντικά.
Μέσο ενημέρωσης για γεγονότα και εξελίξεις, χώρος καταγραφής απόψεων, πεδίο έκφρασης αντιθέσεων, ο τύπος προσφέρεται για πολυεπίπεδες αναγνώσεις και αναλύσεις. Κάθε του στοιχείο, από τους τίτλους και τα κύρια άρθρα μέχρι τα μονόστηλα, τις σύντομες ειδήσεις, τις απλές ανακοινώσεις ακόμη και τις διαφημίσεις, αποτελεί ένα πολύτιμο υλικό έρευνας πολλαπλά αξιοποιήσιμο ([2]), καθώς κάθε μελετητής μπορεί να αποκομίσει από την αναδίφησή του διαφορετικά στοιχεία ανάλογα με τα ειδικότερα ενδιαφέροντα και τις εξειδικευμένες αναζητήσεις του.
Αναμφίβολα, το συγκριτικό πλεονέκτημα του τύπου είναι η κυκλοφορία του ταυτόχρονα ή σε μικρή χρονική απόσταση από τα εκάστοτε γεγονότα. Με τον τρόπο αυτό δε διασώζει μόνο τις πληροφορίες για αυτά, αλλά κυρίως αποτυπώνει και αποδίδει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής τους, στοιχείο που δύσκολα αντλείται από άλλες πηγές.
Παρά όμως τα αναμφισβήτητα θετικά του ο τύπος απαιτεί κατά τη μελέτη του προσεκτική διαχείριση και οξυμμένα αντανακλαστικά, κυρίως όταν αξιοποιείται στην ιστορική έρευνα. Η εγκυρότητά του δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και είναι επιβεβλημένη η κριτική προσέγγισή του. Όπως έχει χαρακτηριστικά αναφερθεί «ο Τύπος διηγείται πολλές πραγματικές ιστορίες αλλά όχι την πραγματική ιστορία» ([3]). Χρειάζεται λοιπόν η σε βάθος ανάλυσή του με όρους ιστορικούς, που εντοπίζουν το κέντρο βάρους όχι στην απλή συλλογή της πληροφορίας αλλά στην αποκωδικοποίηση και την ερμηνεία της.
Η μελέτη του τύπου, είναι επίσης μία ιδιαίτερα χρονοβόρα και απαιτητική για τον ερευνητή διαδικασία που προϋποθέτει συγκεκριμένες δεξιότητες και ιδιοσυγκρασία. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ο μελετητής χρειαζόταν με απαράμιλλη υπομονή να διατρέχει σελίδα, σελίδα ογκώδεις τόμους, συχνά φθαρμένους και βρόμικους αποδελτιώνοντας σε χάρτινα χειρόγραφα δελτία. Πραγματικά σκαπανείς της έρευνας οι μελετητές του τύπου διευκολύνθηκαν στα επόμενα χρόνια από τις μαζικές μικροφωτογραφίσεις εφημερίδων και περιοδικών αλλά και πάλι η μελέτη στα μηχανήματα ανάγνωσης των microfilm ήταν επίπονη και απαιτούσε ώρες και μέρες παραμονής στα αναγνωστήρια των βιβλιοθηκών. Σήμερα, η χρήση των νέων τεχνολογιών έχει διευκολύνει στο μέγιστο βαθμό την πρόσβαση στο υλικό. Όλο και περισσότερα έντυπα είναι ψηφιοποιημένα, διαθέσιμα στους χρήστες χωρίς χρονικούς και χωρικούς περιορισμούς. Αισιόδοξες είναι οι προοπτικές για το μέλλον κυρίως με τη χρήση και σε αυτόν τον τομέα των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης: Η οπτική αναγνώριση χαρακτήρων (OCR) καθιστά μηχαναγνώσιμο το περιεχόμενο απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό τον μελετητή από την ανάγκη μεταγραφής, η αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά επιταχύνει τον χρόνο εντοπισμού της πληροφορίας, ενώ τεχνολογίες όπως η σημασιολογική ανάλυση του περιεχομένου θα ανοίξουν νέες προοπτικές στην έρευνα του τύπου.
Αυτό το τόσο ενδιαφέρον, γοητευτικό αλλά και ιδιαίτερο υλικό επέλεξε να αξιοποιήσει στη μελέτη της η κ. Μάρκου, για να εμβαθύνει στην ιστορία του Ναυπλίου συνεισφέροντας ουσιαστικά στον εμπλουτισμό της σχετικής βιβλιογραφίας. 33 εφημερίδες, κυρίως με τόπο έκδοσης το Ναύπλιο, ήταν το υλικό που διέτρεξε εξαντλητικά η συγγραφέας συνδυάζοντάς το με δημοσιευμένες πηγές, ακόμη και με δημοτικά τραγούδια, καθώς και με εκτενή βιβλιογραφία. Μια ματιά μόνο στη σχετική ενότητα στο τέλος του βιβλίου και αντιλαμβάνεται κανείς τον όγκο δουλειάς και τις ανθρωποώρες που καταναλώθηκαν για τη συλλογή και επεξεργασία του υλικού αυτού.
Η συγγραφέας ήδη από τις πρώτες επτά σελίδες, δίνει στον αναγνώστη ξεκάθαρη εικόνα του τι να περιμένει στη συνέχεια. Στην περιεκτική εισαγωγή της καταθέτει με συστηματικότητα τις προθέσεις της, διατυπώνει με σαφήνεια τα επιστημονικά της ζητούμενα, διευκρινίζει τη μεθοδολογία και τον τρόπο εργασίας της, αναφέρει τους αναγκαίους, εκούσιους περιορισμούς και οριοθετεί το θέμα της χρονικά και χορικά.
Το κύριο σώμα της μελέτης αναπτύσσεται χρονολογικά επιμερισμένο σε τέσσερις διακριτές ενότητες: Επαναστατική και Καποδιστριακή περίοδος, Αντιβασιλεία, Περίοδος Όθωνα και Γεωργίου Α’ και τέλος οι δεκαετίες έως το γύρισμα του αιώνα. Η παρακολούθηση των εξελίξεων στην πόλη κατά τη διάρκεια όλου του αιώνα αποτελεί, όπως αναφέρει η συγγραφέας συνειδητή επιλογή. Επιλογή ιστορικά δικαιολογημένη, επιστημονικά ορθή και πρακτικά ιδιαίτερα απαιτητική επιτρέπει να διαγραφούν καλύτερα οι μακροπρόθεσμες αλλαγές και να αποτυπωθούν εναργέστερα οι μετασχηματισμοί που συντελέστηκαν και διαμόρφωσαν την ταυτότητα της πόλης.
Εσωτερικά κάθε περιόδου η ύλη οργανώνεται κυρίως θεματικά με ενότητες που διατρέχουν όλον τον 19ο αιώνα και αναδεικνύουν μέσα από τη συγκριτική προσέγγιση της συγγραφέως τις διαφοροποιήσεις και αλλαγές που συντελούνται. Η κοινωνική δομή της πόλης, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες που η συγκυρία κάθε φορά διαμορφώνει, αποτελεί ένα από τα στοιχεία της ταυτότητάς της που ερευνώνται διαχρονικά. Το αντίστοιχο ισχύει για τη σύνθεση των τοπικών αρχών και την εξέλιξη της επιτόπιας διοίκησης. Η ρύθμιση και οργάνωση κοινωνικών θεσμών, όπως η παιδεία, η δικαιοσύνη, η ενημέρωση, η περίθαλψη μελετώνται στο πλαίσιο των συνεχώς μεταβαλλόμενων κοινωνικών αναγκών και πάντα συνυφαίνονται με τις αντίστοιχες εξελίξεις σε κρατικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης μέσα από την πορεία και τις μεταβολές μίας πόλης παρακολουθεί παράλληλα τον σταδιακό μετασχηματισμό μίας χώρας.
Μαζί με αυτά αναπτύσσονται όμως και θεματικές λιγότερο χαρτογραφημένες, όπως για παράδειγμα η πολιτιστική ζωή της πόλης, στοιχείο που αποδεικνύει την επιδίωξη της κ. Μάρκου να φωτίσει όλο το ψηφιδωτό του Ναυπλίου, χωρίς να αφήσει ανεκμετάλλευτο κανένα στοιχείο ή πληροφορία που αποτυπωνόταν στα έντυπα που μελέτησε.
Την ίδια στιγμή στις σελίδες του βιβλίου το Ναύπλιο εξελίσσεται μπροστά μας και αρχιτεκτονικά. Η καστροπολιτεία του 1822, με τον υπεράριθμο πληθυσμό που ασφυκτιά στις υπάρχουσες οικοδομές, σε καλύβες και υποτυπώδη καταλύματα αποκτά μέσα στον χρόνο την νέα της εικόνα, γίνεται σταδιακά μία ξεχωριστή και ιδιαίτερη αστική πολιτεία που αποπνέει την νεοκλασική αντίληψη, έτσι όπως σε μεγάλο βαθμό είμαστε τυχεροί να επιβιώνει ως σήμερα.
Όπως γίνεται σαφές η συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύπλευρα το μέσο που έχει επιλέξει να μελετήσει και αξιοποιεί στο έπακρο τον πλούτο της πρώτης ύλης της. Δεν τον παραθέτει όμως ανεπεξέργαστο. Αντίθετα, αντιμετωπίζει το υλικό της κριτικά, το εντάσσει στο πλαίσιο δημιουργίας του, αναγνωρίζει τις κρυφές προθέσεις και τις λανθάνουσες στοχεύσεις των συντακτών των εφημερίδων και περιοδικών που μελετά και συνολικά το αποδίδει στο αναγνωστικό κοινό με τρόπο που φανερώνει ουσιαστική «ζύμωση». Αρκετά συχνά παραθέτει τον λόγο των εντύπων αυτούσιο, είτε πρόκειται για αποσπάσματα, είτε για μεμονωμένες φράσεις είτε ακόμη και επιλεγμένες μεμονωμένες λέξεις: «Ανδραποδέστεροι των ανδραπόδων», «σμήνος αρχολιπάρων» όλοι αυτοί που στα πρώτα βήματα της νέας πρωτεύουσας διεκδικούν με κάθε μέσο συμμετοχή στην εξουσία. Πόσο εύκολα θα μπορούσε να αποδοθεί ευκρινέστερα το περιεχόμενο αν όχι με τον λόγο της εποχής;
Το ταξίδι της κ. Μάρκου στην ιστορία του Ναυπλίου τον 19ο αιώνα ξεκινά το 1822. Στο πρώτο κεφάλαιο, το «Γιβραλτάρ της Πελοποννήσου», απελευθερώνεται από την οθωμανική κυριαρχία και γίνεται κέντρο ελευθερίας και υποδοχής Ελλήνων υπόδουλων από άλλες περιοχές. Ο πολιτικός, κοινωνικός, πολεοδομικός αναβρασμός αποδίδεται στην εικόνα μίας πόλης που μοιάζει Βαβέλ, έτσι όπως την αποτύπωσε στο θεατρικό του έργο «Βαβυλωνία» ο Δημήτρης Βυζάντιος το 1836. Σταδιακά, παρακολουθούμε να επιτυγχάνεται σχετική ισορροπία και η πόλη να αναπτύσσεται, όπως επιβάλλει ο ορισμός της ως καθέδρα της Διοίκησης του Καποδίστρια και πρώτη πρωτεύουσα του οθωνικού βασιλείου, διατηρώντας βέβαια τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπινου μωσαϊκού διαφορετικών προελεύσεων και ιδιοτήτων. «Χοάνη πολιτισμικών στοιχείων, οικονομικών ανισοτήτων ακόμη και εθνικοτήτων», είναι το Ναύπλιο της πρώτης περιόδου, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η πόλη, τραυματισμένη από τη δολοφονία του Κυβερνήτη υποδέχεται την οθωνική εξουσία με ελπίδα, ίσως και ανακούφιση που όμως συνυπάρχουν με την επιφυλακτικότητα και τη διστακτικότητα. Πόλη των 20.000 πια κατοίκων το 1833, το Ναύπλιο έχει μία πολυπολιτισμική ανθρωπογεωγραφία. Εκχριστιανισμένοι Οθωμανοί κάτοικοι της πόλης, παλιοί Έλληνες Ναυπλιώτες, άλλοι από διάφορες αλύτρωτες ακόμη γωνιές του Ελληνισμού, Φαναριώτες, Βαυαροί από τη μακρινή πατρίδα του Όθωνα συμβιώνουν σε μία πόλη που αναπτύσσεται αφήνοντας ο καθένας το αποτύπωμά του σε αυτή, όχι απαραίτητα με το ίδιο κάθε φορά πρόσημο.
Άνθρωποι στο έλεος της φτώχειας και της ορφάνιας, που δεν έχουν ακόμη ορθοποδήσει από το κακό του πολέμου, ψάχνουν τη θέση τους ανάμεσα σε άλλους ήδη αποκαταστημένους. Αγωνιστές της επανάστασης, συνταγμένοι στον εθνικό στρατό ή παραμένοντας άτακτοι, κάποιοι μάλιστα λοξοδρομώντας προς τη ληστεία, διαμορφώνουν την κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης μαζί με «νοικοκυραίους» που είχαν εξασφαλίσει βασικούς όρους ζωής, μαζί με κληρικούς, δημοσίους υπαλλήλους αλλά και ανώτερα στελέχη της οθωνικής διοίκησης, σε μία συνθήκη που χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Το Ναύπλιο, αλλάζει άλλοτε με συναίνεση και άλλοτε με αντιδράσεις. Η αντικατάσταση των τουρκικών τοπωνυμίων με ελληνικά, ή της φουστανέλας με το φράκο δεν αρκούν για να ακολουθήσει η πόλη και η χώρα τα δυτικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό της σύγχυσης που επικρατεί στην ναυπλιακή κοινωνία της εποχής το παράδειγμα που σταχυολογεί η συγγραφέας με τους στρατιώτες να φέρουν τα κράνη τους πάνω από τα φέσια. Μέσα σε αυτό το κλίμα πάντως το Ναύπλιο αποκτά νέο πολεοδομικό σχέδιο, υποδομές σε όλους τους τομείς, σχολεία δημόσια και ιδιωτικά, στοιχεία που καταγράφονται αναλυτικά στα έντυπα της εποχής. Πάνω από δέκα εφημερίδες και περιοδικά τυπωμένα στα οκτώ τυπογραφεία της πόλης βρίθουν από πληροφορίες και σχόλια, συχνά αντικρουόμενα, για την περίοδο της Αντιβασιλείας. Η κ. Μάρκου τις μελέτησε συγκριτικά, διέκρινε πώς η παρουσίασή τους φιλτραριζόταν από την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα κάθε εντύπου και μας τις μετέφερε με ακρίβεια και προσοχή.
Στο τρίτο κεφάλαιο το Ναύπλιο, που είχε γιορτάσει πανηγυρικά την άφιξη του Όθωνα τον Ιανουάριο του 1833 και τιμούσε με κάθε επισημότητα τα γενέθλια, την ονομαστική εορτή και τα αποβατήριά του ένιωσε τη συλλογική του περηφάνεια να πληγώνεται ανεπανόρθωτα με την απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Το Ναύπλιο βγαίνει τυπικά από το προσκήνιο της εξουσίας και στις επόμενες τρεις δεκαετίες προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις αλλαγές που αυτό επέφερε, διαμορφώνοντας στο νέο περιβάλλον μία νέα ταυτότητα. Η μεταβολή από «καθέδρα» του βασιλείου σε δήμο «δευτέρας τάξεως» με πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων επιβάλλει επαναπροσδιορισμό ώστε το Ναύπλιο να μην είναι απλά μία από τις πολλές επαρχιακές πόλεις. Τελικά, παρά τις δυσκολίες που συνόδευσαν την ανατροπή αυτή και μέσα από πειραματισμούς για τον χαρακτήρα της, ως λιμάνι, τόπο της γεωργίας και του εμπορίου ή πρώιμο ταξιδιωτικό προορισμό για αρχαιολάτρες η πόλη στην πραγματικότητα αρνείται να συμβιβασθεί με τον επαρχιωτισμό. Φυσικά υπάρχουν βήματα οπισθοχώρησης σε κάποιους τομείς, όπως για παράδειγμα στον τύπο όπου οι περισσότερες εφημερίδες μετέφεραν την έδρα τους στην Αθήνα ή διέκοψαν την κυκλοφορία τους. Αναμφισβήτητα υπήρξαν παλινωδίες στη διοίκηση της πόλης στο νέο πλαίσιο των τοπικών αρχών, πειραματισμοί και προσπάθειες που απέβησαν άκαρπες, ακόμη και η ζωή της πόλης έγινε «μονότονη και ήσυχη αφού εχήρευσε της Κυβερνήσεως». Συνολικά όμως το Ναύπλιο αντιστάθηκε στον μαρασμό της μεταβολής και κατάφερε να αποκτήσει έναν διακριτό ρόλο μεταξύ των υπολοίπων επαρχιακών πόλεων της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό δε φαίνεται άσχετο το φιλελεύθερο ξέσπασμα εκεί της Ναυπλιακής επανάστασης το 1862, η οποία παρά την ατυχή έκβασή της σηματοδότησε παρόλα αυτά την αρχή του τέλους της οθωνικής βασιλείας.
Το πανόραμα του 19ου αιώνα στο Ναύπλιο ξεκινά στο τελευταίο κεφάλαιο με την πόλη κατεστραμμένη και λεηλατημένη από την αντίδραση της οθωνικής εξουσίας να πρέπει να σταθεί ξανά όρθια, χωρίς τη στήριξη και τη βοήθεια που δικαιούταν για όσα είχε υποστεί. Η διαχρονική όμως συλλογική δύναμη και ανθεκτικότητά της επιβεβαιώνεται και αυτή τη φορά. Το Ναύπλιο βαδίζει τις τελευταίες δεκαετίες πριν το γύρισμα του αιώνα ακολουθώντας την πορεία εξέλιξης της χώρας και συμμετέχοντας ενεργά σε αυτή. Μέσα από μετασχηματισμούς και αλλαγές σε όλους τους τομείς διαμορφώνει την ταυτότητά της διασφαλίζοντας τελικά σημαντική θέση εντός της ελληνικής επικράτειας. «Σύμμαχος» της κ. Μάρκου στην αναλυτική καταγραφή των αλλαγών που συντελούνται σε όλους τους τομείς είναι τα πολυάριθμα έντυπα που έχει ξανααποκτήσει η πόλη. 12 εφημερίδες προσφέρουν το υλικό για έναν πυκνό επίλογο σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο.
Το κεφάλαιο με τα συμπεράσματα της κ. Μάρκου αποτελεί το απαύγασμα της μελέτης της, καθώς συμπυκνώνει τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που είχαν τεθεί στην αρχή αυτής. «Μαρτυρίες» και «μαρτυρούμενα» ερμηνεύονται και εξηγούνται με τρόπο μεστό και εύστοχο και καταλήγουν στην κεντρική θέση της εργασίας «ότι η πόλη του Ναυπλίου διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους».
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση θα ήθελα να τονίσω δύο βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου που κατά τη γνώμη μου συνυπάρχουν σε ιδανική συνθήκη. Αναμφίβολα το βιβλίο διαθέτει όλα τα εχέγγυα επιστημονικότητας: είναι μελέτη εμπεριστατωμένη και στέρεα που ανοίγει δρόμους στην έρευνα της τοπικής ιστορίας. Την ίδια στιγμή όμως ο ρέων λόγος της συγγραφέως και η ζωντάνια της γραφής της το καθιστούν ευκολοδιάβαστο για κάθε είδος κοινού ειδικό και μη.
Για όλους αυτούς τους λόγους είμαι απόλυτα σίγουρη ότι το βιβλίο της κ. Μάρκου θα είναι καλοτάξιδο σε ένα μακρύ στον χρόνο ταξίδι και θα έχει μαζί του πολλούς ταξιδιώτες, παλιούς και νέους. Σας ευχαριστώ πολύ!
[1] Ο ελληνικός τύπος 1784 έως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου: Αθήνα, 23-25 Μαΐου 2002, σ. 530
[2] Ό.π. σ.22
[3] Ό.π. σ.71
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Τα Αρωγά Μέλη της βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν τη νέα αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.
Το Ναύπλιο τον 19° αιώνα – Μαρτυρίες και Μαρτυρούμενα από τα Τοπικά Έντυπα Μέσα
Αγγελική Μάρκου
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Άργος, 2023
Σελίδες 432 – Σχήμα 17Χ24
ISBN: 978-960-9650-16-8









Σχολιάστε