Το Ρωμαϊκό Ωδείο του Άργους
Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, και ενώ το μεγάλο θέατρο του Άργους ήταν σε λειτουργία, έγιναν εκτεταμένες μετατροπές στο κλασικό θέατρο με τα ευθύγραμμα εδώλια:[1] λαξεύτηκε ξανά ο φυσικός βράχος του λόφου της Λάρισας για να κατασκευαστούν καμπύλα εδώλια, που επενδύθηκαν με οπτόπλινθους, και οικοδομήθηκε ένα ρωμαϊκού τύπου σκηνικό οικοδόμημα στην άκρη της ορχήστρας. Οι αλλαγές αυτές έγιναν στο πλαίσιο ανοικοδόμησης ενός ωδείου, δηλαδή ενός μικρού στεγασμένου θεάτρου[2] (theatrum tectum), που είχε πολύ καλή ακουστική και προοριζόταν για τη διεξαγωγή δραματικών παραστάσεων και μουσικών θεαμάτων, ενώ δεν αποκλείεται να χρησίμευε και ως χώρος συνεδριάσεων.
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/06/ce95ceb9ceba.-9.-cea4cebf-cf81cf89cebcceb1cf8acebacf8c-cf89ceb4ceb5ceafcebf-cf84cebfcf85-ce86cf81ceb3cebfcf85cf82-ceb1cf80cf8c-ceb4cf85cf84ceb9cebaceac-.jpg?w=500)
Το ρωμαϊκό ωδείο του Άργους από δυτικά (R.G. Chase, Ancient Hellenistic and Roman amphitheatres, stadiums and theatres: the way they look now, Portsmouth, N.H. 2002, σ. 579).
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/06/ce95ceb9ceba.-10.-cea4cebf-cebacebfceafcebbcebf-cf84cebfcf85-cf81cf89cebcceb1cf8acebacebfcf8d-cf89ceb4ceb5ceafcebfcf85-ceb1cf80cf8c-ceb2cebfcf81ceb5ceb9cebfceb1cebdceb1cf84cebfcebbceb9ce.jpg?w=500)
Το κοίλο του ρωμαϊκού ωδείου από βορειοανατολικά. Διακρίνονται τα καμπύλα εδώλια του ωδείου και τα ευθύγραμμα εδώλια του κλασικού θεάτρου (S. Moraw – E. Nölle, Die Geburt des Theaters in der griechischen Antike, Mainz am Rhein: Philipp von Zabern 2002, εικ. 43).
Ο Γάλλος ανασκαφέας του ωδείου – αλλά και του προγενέστερου θεάτρου με τα ευθύγραμμα εδώλια – René Ginouvès[3] διέκρινε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις: στην πρώτη φάση (αρχές του 2ου αι. μ.Χ.) το ωδείο είχε τετράγωνο σχήμα. Το κοίλο του διαιρούνταν μέσω ενός οριζόντιου διαδρόμου (praecinctio) σε δύο μέρη: το κάτω μέρος (ima cavea) διέθετε δύο κερκίδες (cunei) και δέκα σειρές εδωλίων. Η πρώτη σειρά εδωλίων προοριζόταν για τα τιμώμενα πρόσωπα (προεδρία)· χωριζόταν από τις υπερκείμενες σειρές εδωλίων με ένα διάδρομο και είχε έναν πρόσθετο χώρο για τα πόδια των θεατών (υποπόδιο). Το άνω μέρος του κοίλου (summa cavea) διέθετε οκτώ (;) σειρές εδωλίων και τέσσερις κερκίδες (cunei) και ήταν προσβάσιμο μέσω δύο συμμετρικών εισόδων που είχαν δημιουργηθεί στο βόρειο και νότιο άνω μέρος του οικοδομήματος. Η χωρητικότητα του κοίλου ανερχόταν στα 1.105 άτομα.
Η ορχήστρα του ωδείου ήταν ημικυκλική. Καλυπτόταν από ένα ψηφιδωτό που απεικόνιζε την κεφαλή μιας ανδρικής γενειοφόρας μορφής (Ωκεανός;) και «αγωνιστικές» τράπεζες με έπαθλα που δίνονταν στους αγώνες (κλαδιά φοίνικα, στέφανος, αγγεία, ασπίδα). Το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι η χάλκινη ασπίδα που δινόταν ως έπαθλο στους τοπικούς – αλλά με πανελλήνια ακτινοβολία – αγώνες, που διοργανώνονταν προς τιμήν της θεάς Ήρας και ονομάζονταν «Ηραία τα εν Άργει» αρχικά και αργότερα «η εξ Άργους ασπίς». Το εικονογραφικό περιεχόμενο του ψηφιδωτού μας πληροφορεί, επομένως, εμμέσως για τη χρήση του ωδείου στο πλαίσιο αγώνων προς τιμήν της πολιούχου θεάς των Αργείων.
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/06/ce97-cebaceaccf84cebfcf88ceb7-cf84cebfcf85-cf81cf89cebcceb1cf8acebacebfcf8d-cf89ceb4ceb5ceafcebfcf85-cf84cebfcf85-ce86cf81ceb3cebfcf85cf82.jpg?w=500)
Η κάτοψη του ρωμαϊκού ωδείου του Άργους. Αριστερά διακρίνεται η πρώτη οικοδομική φάση (2ος αι. μ.Χ) και δεξιά η δεύτερη (β’ μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα) (J.- Ch. Moretti, Théâtres d’ Argos, Sites et Monuments X, Paris 1993, εικ. 25 και 28).
Η πρόσβαση στην ορχήστρα γινόταν μέσω των δύο παρόδων (aditus maximi) που είχαν καλυφθεί με καμάρες, πάνω από τις οποίες είχαν εγκατασταθεί τιμητικά θεωρεία (tribunalia). Η καμάρα της βόρειας παρόδου είναι ορατή ακόμα και σήμερα. Δύο στενές κλίμακες (κάθε μια με δύο βαθμίδες), που ξεκινούσαν από το επίπεδο της ορχήστρας, οδηγούσαν στο χαμηλό σκηνικό βάθρο (pulpitum). Οι κλίμακες αυτές πλαισίωναν τρεις κόγχες, μια κεντρική κυκλική και δύο ορθογώνιες, που ήταν επενδυμένες με μάρμαρο και προορίζονταν για την τοποθέτηση αγαλμάτων στην πρόσοψη του pulpitum (το τελευταίο έλαβε τη συγκεκριμένη μορφή μετά από μετατροπές που έγιναν στο τρίτο τέταρτο του 2ου μ.Χ. αιώνα). Η scaenae frons[4] αποτελούνταν από έναν ευθύγραμμο τοίχο, όπου ανοίγονταν τρεις θύρες.
Βάσει των αρχαιολογικών ενδείξεων, το ωδείο υπέστη μια μεγάλη καταστροφή (ίσως, από τους Γότθους το 267) που οδήγησε στην εκ νέου ανοικοδόμησή του. Σε αυτή τη δεύτερη οικοδομική φάση (δεύτερο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα) το κοίλο (cavea) πήρε ένα ημικυκλικό σχήμα στην περιφέρειά του και μεγάλωσε το άνω μέρος του (summa cavea). Η cavea είχε πλέον είκοσι σειρές εδωλίων που χωρίζονταν σε δύο ίσα μέρη από ένα οριζόντιο διάδρομο (praecinctio) και μπορούσαν να φιλοξενήσουν 1.790 θεατές. Μια μεσαία κλίμακα διαιρούσε το κάτω μέρος του κοίλου (ima cavea) σε δύο κερκίδες (cunei), ενώ τρεις κλίμακες διαιρούσαν το άνω μέρος του κοίλου (summa cavea) σε τέσσερις κερκίδες. Τα εδώλια στο άνω μέρος του κοίλου ήταν κατασκευασμένα πάνω σε ακτινωτούς τοίχους που έφεραν καμάρες.
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/06/cea4ce91-ce91cea1cea7ce91ce99ce91_page_16-gigapixel-scale-4_00x.jpg?w=500)
Το ψηφιδωτό της ορχήστρας του ωδείου του Άργους (R. Ginouvés, Le théâtron à gradins droits et l’ odéon d’ Argos, ÉtPélop VI, 1972, εικ. 58).
Αλλαγές έγιναν και στον εσωτερικό διάκοσμο του μνημείου: προστέθηκαν ψηφιδωτά στον κατώτερο οριζόντιο διάδρομο του κοίλου, στις κόγχες του pulpitum και στις παρόδους (στο ψηφιδωτό της νότιας παρόδου αναγραφόταν το όνομα του ψηφοθέτη: Νικοτέλης).
Το ωδείο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Σημειώσεις Αργολικής Βιβλιοθήκης
[1] Το Άργος ήταν από τις πρώτες πόλεις της Ελλάδας με θέατρο στην κλασική εποχή, που χρονολογείται το 450 π.Χ. Το θέατρο αυτό, όπως και πολλά άλλα θέατρα της εποχής εκείνης, αποτελείτο από ευθύγραμμα εδώλια και από μια επίσης ευθύγραμμη ορχήστρα, πλάτους 25 μ. περίπου. Το θέατρο με τα ευθύγραμμα εδώλια καλύφθηκε από το ρωμαϊκό ωδείο.
[2] Σύμφωνα με την εισήγηση του Καραδέδου, Ζαφρανά και Καραμπατζάκη σε συνέδριο Ακουστικής (2012) «τα Ρωμαϊκά ωδεία, σε αντίθεση με τα Ελληνικά, τα οποία χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά σχεδόν για την τέλεση μουσικών αγώνων, ήταν αίθουσες πολλαπλών χρήσεων στις οποίες πραγματοποιούνταν διάφορες εκδηλώσεις, όπως απαγγελία, μουσική, χορός, θεατρικές παραστάσεις, παντομίμα, διδασκαλία κλπ.». Επίσης, σε αντιδιαστολή με τα ανοιχτά θέατρα, ήταν στεγασμένα, προσφέροντας, με αυτόν το τρόπο, ακουστική άνεση και προστασία των θεατών από τις καιρικές συνθήκες. Ενώ, πιθανότατα, απευθύνονταν σε επιλεγμένο κοινό και συγκεκριμένα στα υψηλά κοινωνικά στρώματα των πόλεων, καθώς κατασκευάζονταν στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές και συνήθως με «χορηγίες εύπορων πολιτών». (Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ, 2015). Το ωδείο, σαν τύπος κτιρίου και σαν θεσμός, ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα. Η αρχιτεκτονική του συνδυάζει στοιχεία από τα θέατρα και τα Βουλευτήρια της εποχής εκείνης και πιο συγκεκριμένα δανείζεται από τα πρώτα την σκηνή, την ορχήστρα και το κοίλο και από τα Βουλευτήρια «την τεχνογνωσία για τη στέγαση, το φωτισμό και τον εξαερισμό του» (Γούσιος, 2014, σ.42). Εξαιτίας του θαυμασμού και της επιρροής των Ρωμαίων από τον ελληνικό πολιτισμό, το ωδείο διαδίδεται και συνεχίζει να αναπτύσσεται και στον ρωμαϊκό και δυτικό, γενικότερα, πολιτισμό, όπου παρατηρεί κανείς την σταδιακή, μορφολογική του εξέλιξη. [Σχεδιασμός Ωδείων – Μουσαφείρη Ελισάβετ, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, Σεπτέμβριος 2021].
[3] René Ginouvès (1926-1994). Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου με ειδίκευση στην ελληνική αρχιτεκτονική. Υπήρξε πρωτοπόρος στην εφαρμογή της επιστήμης των υπολογιστών στην κλασική αρχαιολογία. Μεταξύ 1953 και 1958, πραγματοποίησε επιτόπιες ανασκαφές στο Άργος. Αυτές οι αρχαιολογικές έρευνες επικεντρώνονται κυρίως στα αρχαία μνημεία του Ωδείου και στα ιαματικά λουτρά της πόλης. Το 1967 έγινε επίτιμος δημότης Άργους.
[4] Το scaenae frons είναι το περίτεχνα διακοσμημένο μόνιμο αρχιτεκτονικό υπόβαθρο μιας σκηνής ρωμαϊκού θεάτρου. Η μορφή μπορεί να είχε σκοπό να μοιάζει με τις προσόψεις των αυτοκρατορικών ανακτόρων. Θα μπορούσε να υποστηρίξει μόνιμη στέγη ή τέντες.
Βιβλιογραφία
- Ασημακοπούλου-Ατζακά, Γ., «Κατάλογος ρωμαϊκών ψηφιδωτών δαπέδων με ανθρώπινες μορφές στον ελληνικό χώρο», Ελληνικά 26, 1973, 216-254, ιδ. σ. 220 νο. 6.
- Ginouvés, R., Le théâtron à gradins droits et l’ odéon d’ Argos, ÉtPélop VI, 1972, 83-215 (Βιβλιοκρισία: E. Gebhard, American Journal of Archaeology 79, 1975, 161-163).
- Ciancio Rossetto, P. – Pisani Sartorio, G. (επιμ.). Teatri greci e romani: Αlle origini del linguaggio rappresentato. Censimento analitico, Roma 1994-96, τόμ. ΙΙ, 127 (H.P. Isler).
- Di Napoli, V., Teatri della Grecia Romana: forma, decorazione, funzioni. La provincia d’Acaia, Atene 2013 (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 67), 55.
- Moretti, J.-Ch., Théâtres d’ Argos, Sites et Monuments X, Paris 1993, 23-30.
- Meinel, R., Das Odeion. Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebäuden, Frankfurt am Main 1980, 223-225, 288-291.
- Sear, F., Roman Theatres. An Architectural Study, Oxford 2006, 387-388.
- Waywell, S.E., «Roman Mosaics in Greece», American Journal of Archaeology 83, 1979, 293-321, ιδ. σ. 295 νο. 4, πιν. 45 εικ. 6.
Πηγή
- «Τα Αρχαία Θέατρα της Αργολίδας», Μαρία Μικεδάκη, Λέκτορας , Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Διαβάστε ακόμη:
Σχολιάστε