Άργος
Ιστορική πόλη της Πελοποννήσου και σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Αργολίδας. Είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας του Άργους στο νομό Αργολίδας και είναι η μεγαλύτερη πόλη του νομού με πληθυσμό 24.239 κατοίκους (απογραφή 2001). Μετά την εφαρμογή του νόμου περί συνενώσεων των Δήμων, του γνωστού «Καλλικράτη» ο Δήμος Άργους μετονομάστηκε σε Δήμο Άργους-Μυκηνών και εντάχθηκαν οι πρώην Δήμοι: Μυκηναίων, Κουτσοποδίου, Λυρκείας, Λέρνας και Νέας Κίου. Βρίσκεται σε απόσταση 136 χιλιομέτρων από την Αθήνα και η απόστασή του από το Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του νομού, είναι 12 χιλιόμετρα.
Το Άργος, η αρχαιότερη συνεχώς κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης και της Ελλάδας, παρά τις καταστροφές που υπέστη κατά καιρούς από επιδρομείς και κατακτητές, πάντοτε κτιζόταν στην ίδια θέση. Αυτό βεβαιώνεται και σήμερα από την αρχαιολογική σκαπάνη στα υπό οικοδόμηση οικόπεδα, τα οποία αποκαλύπτουν τη ζωή των παλαιότερων εποχών.
Η θέση της πόλης ήταν ιδανική για δύο κυρίως λόγους. Οι δύο λόφοι, της Ασπίδας (84μ.) και ιδίως της Λάρισας (289μ.), παρείχαν μεγάλη ασφάλεια στους κατοίκους. Παράλληλα, τα δύο αυτά υψώματα εισχωρούν βαθιά στο αργολικό πεδίο και φέρνουν την πόλη κοντά στο Τημένιο, που ήταν ανέκαθεν το επίνειό της.
Έτσι εξηγείται γιατί διαμέσου των αιώνων, παρά τις αλλεπάλληλες διώξεις και καταστροφές, η πόλη επέμενε να ευρίσκεται στην ίδια πάντα θέση. Άμεση συνέπεια αυτής της πραγματικότητας ήταν να μη διατηρηθούν πολλά από τα μνημεία και επιπλέον να καθίσταται δύσκολος ή και αδύνατος ο εντοπισμός τους από τους αρχαιολόγους. [1] Το αρχαίο Άργος εκτεινόταν δυτικά και ΒΔ μέχρι τη Λάρισα και την Ασπίδα, ΝΔ μέχρι και την αρχαία αγορά και ΝΑ μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Η πόλη υπήρχε σαν οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Τα κεραμικά που βρέθηκαν μαρτυρούν ότι στο τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας υπήρχε σημαντικός οικισμός στην Ασπίδα, ο οποίος αυξήθηκε εντυπωσιακά στις αρχές της επόμενης χιλιετίας. Ανάμεσα στα λείψανα συγκαταλέγονται και ίχνη τείχους, που εντοπίστηκαν στην κορυφή και στη νότια πλαγιά του λόφου, καθώς και μεγάλο νεκροταφείο με τύμβους στις ανατολικές υπώρειες. Επίσης, βρέθηκαν αρκετοί θαλαμοειδείς τάφοι στις Πορτίτσες – αρχ. Δειράδα – στις υπώρειες των δύο λόφων. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν πίθους για την ταφή των νεκρών. Τέτοιοι πίθοι σώζονται στο μουσείο του Άργους.
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο πιθανότατα υπήρχαν ακροπόλεις στη Λάρισα και στην Ασπίδα, ενώ ο οικισμός εξακολουθούσε να απλώνεται προς νότο. Το μυκηναϊκό Άργος εντοπίζεται περίπου στην περιοχή που περικλείεται από τους δρόμους Κορίνθου, Τσώκρη και Καρατζά. Και φαίνεται πως το Άργος ήταν μέχρι το 1.200 π.X. μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αργολίδας.
Προϊστορικοί Χρόνοι
Ύστερα από μια σύντομη παρακμή, η οποία συμπίπτει με τη γενικότερη παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, γνώρισε νέα ανάπτυξη μετά την κάθοδο των Δωριέων. Οι περισσότερες πληροφορίες για την ακμή και την έκταση της πόλης προέρχονται από τους τάφους, που εντοπίστηκαν από τη μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη, από τον Ξεριά μέχρι και πέρα από την Παναγία. Η πόλη είχε αρκετή ζωή και ήταν πυκνοκατοικημένη. Η κατάληψη της αργολικής πεδιάδας από τους Δωριείς έγινε περίπου το 1125-1120 π.Χ. [2]
Οι Δωριείς αυτοί ήταν εξαιρετικά δυναμικοί και εξοπλισμένοι με τα πλέον σύγχρονα όπλα της εποχής τους. Στα μέσα του επόμενου αιώνα κατέλαβαν την υπόλοιπη Αργολίδα, τη Σικυώνα και τη Μεγαρίδα. Από τη διάσπαση των Δωριέων, που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα του Άργους, προέκυψαν τρία μικρότερα βασίλεια, το βασίλειο του Άργους, το βασίλειο των Μυκηνών και το βασίλειο της Τίρυνθας, με μικρό πληθυσμό, αφού και οι Δωριείς, που είχαν κατακλύσει την Πελοπόννησο, στο σύνολό τους ήταν oλιγάριθμoι (βλ. υποσ. 2 για τον μυθικό Τήμενο).
Το κράτος των Αργείων ξεπέρασε σε δύναμη και έκταση όλα τα άλλα της κεντρικής και βόρειας Πελοποννήσου. Κατέλαβε τη Θυρεάτιδα και την Κυνουρία, προωθήθηκε ως τον Μαλέα και κατέλαβε τα Κύθηρα, δηλαδή σημεία συνοριακά με τη Σπάρτη, για την οποία το Άργος εξελισσόταν έτσι σε πολύ ισχυρό και επικίνδυνο εχθρό. Για την ιστορία του δωρικού Άργους από τη σύστασή του (περ. 1.120 π.Χ.) μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. ελάχιστα γνωρίζουμε, όπως την ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων και διάφορες συγκρούσεις με γειτονικά κράτη, όπως με την Κόρινθο και την Ασίνη, την οποία κατέστρεψε στο τέλος του 8ου αι. π.Χ. Επίσης, σχετικά με την κοινωνική οργάνωσή τους, γνωρίζουμε ότι υποχρέωναν τους κατακτημένους να καλλιεργούν τους κλήρους, που μοιράστηκαν σαν κατακτητές, και να τους προσφέρουν σημαντικό μέρος από το εισόδημα. Αυτοί οι «δουλοπάροικοι» στο Άργος ονομάζονταν γυμνήτες. [3]
Παρόμοια καθεστώτα συναντάμε σ’ όλες σχεδόν τις δωρικές κοινωνίες. Οι γυμνήτες διέφεραν από τους δούλους· οι τελευταίοι θεωρούνταν ιδιοκτησία των ιδιωτών. Το ισχυρό δωρικό Άργος προστατευόταν από τείχη, λείψανα των οποίων εντοπίζονται ακόμα και σήμερα. Οι δύο ακροπόλεις, φυσικά, ήταν οχυρωμένες και συνδέονταν μεταξύ τους με τείχος στον αυχένα.
Εκεί, στις σημερινές Πορτίτσες, ήταν και η σημαντικότερη ίσως πύλη, η πύλη της Δειράδος. Εξάλλου, με βεβαιότητα θεωρούμε ότι από εκεί ήταν η είσοδος προς την πόλη μέχρι τους νεότερους χρόνους (περίοδος 1821). Υπήρχαν άλλες τρεις πύλες, η μία στο ανατολικό άκρο, που οδηγούσε στις Μυκήνες, άλλη μία στο ΝΑ άκρο που οδηγούσε στην Τίρυνθα και η τρίτη στο ΝΔ προς Λέρνη και κεντρική Πελοπόννησο. Το τείχος κατέβαινε από τη ΝΑ πλευρά της Ασπίδας, περνούσε λίγο ανατολικότερα της οδού Κορίνθου και του Αγίου Πέτρου, άφηνε ανατολικά του το σημείο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Κωνσταντίνος, κατόπιν τραβούσε ΝΔ, αγκάλιαζε όλη την αγορά και ανηφορίζοντας επί της νότιας πλευράς του λόφου της Λάρισας, κατέληγε στο κάστρο της ακρόπολης.
Ιστορικοί Χρόνοι
Η ιστορική περίοδος ουσιαστικά έχει αφετηρία τη βασιλεία του Φείδωνος. Ο Φείδων (7ος αι. π.Χ.), που θεωρείται μακρινός απόγονος του Τήμενου, είναι το πρώτο ιστορικό πρόσωπο του Άργους. Επί της εποχής του η πόλη παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή. Είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης πριν από την ανάδειξη της Σπάρτης σε πρώτη δύναμη της Πελοποννήσου. Ο μεγάλος κίνδυνος για το Άργος ήταν η ισχυρή Σπάρτη, η οποία του αμφισβητούσε την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Γύρω από αυτό το μακροχρόνιο και αξεπέραστο μίσος διαμορφώνεται η πολιτική του Άργους, η οποία αργότερα θα έχει δημοκρατικούς προσανατολισμούς. Αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος της οξύτητας μεταξύ των δύο πόλεων.
Μνημονεύονται διάφορες συγκρούσεις, όπως η μάχη του 669 π.Χ. στις Υσιές (Αχλαδόκαμπο), όπου νίκησαν οι Αργείοι, καθώς επίσης και η μάχη του 547 π.Χ. στη Θυρέα (περ. Κυνουρίας) με νικητές τους Σπαρτιάτες. Επίσης, το 494 π.Χ., τότε που χάθηκαν 8.000 Αργείοι στο Άλσος της Σηπείας, η πόλη απειλήθηκε σοβαρά από τον Κλεομένη. Γι’ αυτό και οι σύμμαχοι του Άργους το εγκαταλείπουν, πρώτα οι μακρινοί και ύστερα της Αργολίδας. Γρήγορα όμως θα συνέλθει, θα κυριαρχήσει στην ευρύτερη περιοχή και θα συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους. Κατά τους μηδικούς πολέμους οι Αργείοι έμειναν ουδέτεροι, γιατί δεν ήθελαν προφανώς να αγωνιστούν πλάι στους Λακεδαιμονίους. Αργότερα, στον πελοποννησιακό πόλεμο, ήταν πιστοί σύμμαχοι των Αθηναίων. Μετά το 404 π.Χ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη δύναμη. Οι εχθροί εισέρχονται στην πόλη και τη λεηλατούν, όπως ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, το 272, ο οποίος σκοτώθηκε από κεραμίδι, που του έριξε Αργείτισσα στο κεφάλι. Αργότερα το Άργος προσχώρησε στην Aχαϊκή Συμπολιτεία (229 π.Χ.).
Από τους Ρωμαίους κατελήφθη το 146 π.Χ. Αν κρίνουμε από την ξενάγηση του Παυσανία, το Άργος επί ρωμαιοκρατίας βρισκόταν σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Πότε ακριβώς εκχριστιανίστηκε το Άργος δεν γνωρίζουμε. Ο λατίνος επίσκοπος και εκκλησιαστικός ποιητής Παυλίνος (353 – 431 μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι το χριστιανισμό δίδαξε στο Άργος ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού Ανδρέας. Ίσως όμως να κήρυξε πρώτος ο Απόστολος Παύλος, όταν βρισκόταν για αρκετούς μήνες στην Κόρινθο. Πιθανότατα, λοιπόν, το Άργος γνώρισε το χριστιανισμό στα μέσα περίπου του 1ου αιώνα.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο το Άργος ήταν άσημο. Βέβαιο είναι ότι λεηλατήθηκε από τους Γότθους του Αλάριχου στο τέλος του 4ου αιώνα, οι οποίοι ξεκίνησαν από τη Θράκη, διέσχισαν τον Ελλαδικό χώρο και κατέληξαν στην Ισπανία, όπου ίδρυσαν το Βησιγοτθικό κράτος. Το Άργος παρουσιάζει εκ νέου αξιόλογη ακμή μετά το 1189, όταν έγινε μητρόπολη με την ένωση των Επισκοπών Άργους και Ναυπλίας.
Το Άργος υπέστη δύο μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους, την πρώτη επί Ενετοκρατίας το 1397 από το στρατηγό Βαγιαζήτ Γιακούβ. Κατεδαφίστηκαν τότε τα τείχη, η πόλη λεηλατήθηκε και πολλοί Αργείοι αιχμαλωτίστηκαν και διακομίστηκαν στη Μικρά Ασία. Η άλλη έγινε το 1463, όταν Έλληνες και Ενετοί δεν μπόρεσαν να σώσουν την πόλη από το νέο κατακτητή, ο οποίος σάρωνε προοδευτικά όλα τα βαλκάνια. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε μέχρι το 1683 και η δεύτερη από το 1715-1821. Τα ενδιάμεσα χρόνια (1683-1715) το Άργος ήταν πάλι υπό Ενετική κυριαρχία.
Το 1821 το Άργος ήταν από τις πρώτες πόλεις που επαναστάτησαν στις 2 Απριλίου, όταν ένοπλο σώμα με επικεφαλή τον Σταματέλο Αντωνόπουλο ανέκοψε την πορεία 300 Τούρκων ιππέων στη Δαλαμανάρα, οι οποίοι κατευθύνονταν προς το Άργος, και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στ’ Ανάπλι.
Το Άργος κινδύνευσε και υπέστη τρεις καταστροφές στη διάρκεια της επανάστασης. Πρώτος τη λεηλάτησε και έκανε σφαγές ο Κεχαγιάμπεης μετά τη νίκη του στον Ξεριά (Απρ. 1821). Ακολούθησε η προέλαση του Δράμαλη τον Ιούλιο 1822 και τέλος του Ιμπραήμ τον Ιούνιο 1825. Η τελευταία οδυνηρή καταστροφή, που υπέστη ο πληθυσμός του Άργους, ήταν η σφαγή του 1833 από τους Γάλλους.

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας, μεταξύ των ετών, 1861-1874. Σχέδιο του Γάλλου, γραμματέα της Γαλλικής Πρεσβείας στην Ελλάδα, Herni Belle.
Το έτος 1822 το Άργος ήταν έδρα της γενικής διοίκησης. Πολλά γεγονότα, στρατιωτικά και πολιτικά, που σημάδεψαν την πορεία και την εξέλιξη της επανάστασης, συνδέθηκαν με την πόλη μας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης την είχε επιλέξει για τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι ορκίστηκαν στην παλιά εκκλησία του Αϊ-Γιάννη, που ήταν ημιυπόγεια. Οι εργασίες τελικά έγιναν στη Νέα Επίδαυρο.
Επίσης, στο αρχαίο θέατρο του Άργους έγιναν οι εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης επί Καποδίστρια (1829) και μετά τη δολοφονία του ήταν να γίνουν οι εργασίες της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης (Δεκέμβριος 1831), αλλά ήταν τόσο φορτισμένη η ατμόσφαιρα και είχαν φτάσει στα πρόθυρα σύρραξης, που οι εργασίες τελικά πραγματοποιήθηκαν στο Ναύπλιο. Γιατί, όταν οι κυβερνητικοί πληρεξούσιοι ανακήρυξαν τον Αυγουστίνο, αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβέρνησης, επήλθε οριστική ρήξη με τους «Συνταγματικούς» του Ι. Κωλέττη, που συνεδρίαζαν σε άλλο οίκημα, και μπροστά στη σύρραξη που θα ξεσπούσε, ο πληθυσμός του Άργους έντρομος εγκατέλειπε την πόλη, για να σωθεί.
Σήμερα
Σήμερα, είναι η δεύτερη σε πληθυσμό μεγαλύτερη πόλη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, με έντονη εμπορική, βιομηχανική και αγροτική δραστηριότητα. Είναι μια σύγχρονη πόλη, που αναπτύσσεται πολύπλευρα και με δυναμισμό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα το καλοκαίρι, μπορεί να αποτελέσει προορισμό πολιτιστικού τουρισμού, τόσο για τη γνωριμία με την πόλη, όσο και για τη παρακολούθηση επιλεγμένων καλλιτεχνικών γεγονότων που πραγματοποιούνται σε στεγασμένους αλλά και γοητευτικούς υπαίθριους χώρους, με βασικότερους αυτούς του Αρχαίου Θεάτρου και του κάστρου της Λάρισας.
Βρίσκεται στο κέντρο του μεγαλύτερου Αρχαιολογικού πάρκου του κόσμου, το οποίο περιλαμβάνει τις Μυκήνες (10 χλμ), την Αρχαία Τίρυνθα (6 χλμ), το Ναύπλιο (12χλμ), τη Λέρνα (10 χλμ) , την Επίδαυρο (40 χλμ ) μπορεί να αποτελέσει αφετηρία εξορμήσεων για τη γνωριμία τόσο με τους χώρους αυτούς, όσο και με τις φυσικές ομορφιές της Αργολίδας.
Ως η αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας, συμμετέχει στο Δίκτυο των Αρχαιότερων Πόλεων της Ευρώπης και αποτελεί το μεγαλύτερο υπαίθριο μουσείο της χώρας, με πολυάριθμα και μοναδικά ευρήματα που τοποθετούνται σε κάθε ιστορική περίοδο των Ελλήνων. Έχει να προτείνει στον επισκέπτη πλήθος μνημείων από τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, μουσεία, ιστορικές εκκλησίες και πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, την παλιά πόλη, χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, νεοκλασικά κτίρια, κ.λ.π.
Βιβλιογραφία
-
Ιωάννου Κ. Κοφινίωτου, « Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρις Ημών», Εν Αθήναις, 1892.
-
Ιωάννου Ζεγκίνη, « Το Άργος Δια Μέσου των Αιώνων», Αθήναι, 1957.
-
Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον », Εκδόσεις «Εκ προοιμίου», Άργος, 2007.
[1] Οι ανασκαφές άρχισαν στις αρχές του 20ου αι. από τον Ολλανδό αρχαιολόγο Βόλγκραφ (Vollgraff). Εντοπίστηκαν τα τείχη και ανασκάφηκε ο προϊστορικός οικισμός και το ιερό του Απόλλωνα και της Αθηνάς στην Ασπίδα. Παράλληλα άρχισε η έρευνα στην αρχαία αγορά και στο θέατρο. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν συστηματικά από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας το 1951 και συνεχίζονται. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η προσφορά του Πωλ Κουρμπέν. Επίσης, τα τελευταία 25 χρόνια Έλληνες αρχαιολόγοι μελετούν κυρίως ιδιοκτησίες ιδιωτών με αρχαιότητες.
[2] Σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων, οι Δωριείς διαπεραιώθηκαν στην Πελοπόννησο από το Ρίο και ο Τήμενος, προερχόμενος από την Αρκαδία, εισέβαλε στο αργολικό πεδίο –όπως και ο Ιμπραήμ το 1825 – και έδωσε μάχη με τους Αχαιούς στην παραθαλάσσια περιοχή που πήρε το όνομά του. Κατόπιν κατέλαβε το Άργος και τις Μυκήνες και στη συνέχεια επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Επίδαυρο, την Κόρινθο και τη Σικυώνα. Ο μυθικός Τήμενος θεωρείται ο τρίτος κατά σειρά θεμελιωτής του Άργους μετά το Φορωνέα και το Δαναό.
Ιδρυτής του Άργους φέρεται ο Ίναχος, ο οποίος καταγόταν από παλαιούς Αργείους αποίκους της Αιγύπτου, επέστρεψε από την Αίγυπτο στην πατρίδα των πατέρων του, ίδρυσε το Άργος και έγινε βασιλιάς. Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει τον Ίναχο αυτόχθονα. Από αυτόν η περιοχή ονομάστηκε Ιναχία και οι απόγονοί του Ιναχίδες. Επίσης, έδωσε το όνομά του στον ποταμό Ίναχο, ο οποίος στη συνέχεια στέρεψε από την οργή του Ποσειδώνα και το Άργος έγινε «πολυδίψιον», επειδή ο Ίναχος δέχτηκε ως προστάτισσα θεά της πόλης την Ήρα αντί του Ποσειδώνα. Κατόπιν κυβέρνησε ο γιος του Φορωνεύς, γι’ αυτό και η πόλη ονομάστηκε Φορωνικό άστυ.
Δώδεκα γενιές αργότερα έρχεται από την Αίγυπτο ο Δαναός με τις πενήντα θυγατέρες του και γίνεται βασιλιάς. Με αφορμή διάφορα κείμενα που βασίζονται στους μύθους για την προέλευση του Δαναού από την Αίγυπτο, μερικοί ιστορικοί «προσπάθησαν να βρουν επιβεβαιωτικά στοιχεία, αλλά παρά τη σοφία που χαρακτηρίζει τις υποθέσεις αυτές, δεν πέτυχαν το στόχο τους» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τ. Α΄, σ. 362).
Άλλος μύθος θέλει το Δαναό εγγονό του Ίναχου. Κατόπιν βασίλεψε ο γαμπρός του προηγούμενου, ο Λυγκεύς, τον οποίο δεν σκότωσε η γυναίκα του Υπερμήστρα κατά το πρώτο βράδυ του γάμου τους, όπως έπραξαν οι άλλες Δαναΐδες με εντολή του πατέρα τους.
Τα εγγόνια του Λυγκέα και της Υπερμήστρας, ο Ακρίσιος και ο Προίτος, μάλωσαν και μοίρασαν το βασίλειο· ο Προίτος κράτησε την Τίρυνθα και ο Ακρίσιος το Άργος, που αναδείχτηκε ισχυρότερο και ενδοξότερο.
Ο Περσέας ήταν εγγονός του Aκρίσιoυ και γεννήθηκε με θαυματουργικό τρόπο, από την ένωση της Δανάης με το Δία, που την επισκέφτηκε στη φυλακή με τη μορφή χρυσής βροχής. Εγγονή του Περσέα ήταν η Αλκμήνη, η μητέρα του Ηρακλή, στον οποίο ανέθεσε ο Ευρυσθέας επικίνδυνες αποστολές και πραγματοποίησε έτσι τους δώδεκα γνωστούς άθλους του. Μετά το θάνατο του Ηρακλή, οι Ηρακλείδες διώχτηκαν από τον Ευρυσθέα. Εμφανίζονται και πάλι με αρχηγούς τον Τήμενο, τον Κρεσφόντη και τον Αριστόδημο, παιδιά του Αριστομάχου, οι οποίοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο. Στη μοιρασιά ο Τήμενος κράτησε το Άργος.
[3] Βλ. Ιστορία του Ελλ. Έθνους, Εκδ. Αθηνών, τ. Β΄, σ. 42.
Σχολιάστε