Φούρνοι Αργολίδας | Σταυρούλα Γλαστρή – Αγγελική Γεωργίου
Οι Φούρνοι είναι πεδινό χωριό του νομού Αργολίδας. Το χωριό βρίσκεται βόρεια του Κρανιδίου, έχει παραδοσιακό νησιώτικο χρώμα με στενά καλντερίμια, κήπους γεμάτους λουλούδια και πολύχρωμα σπίτια, των οποίων η αρχιτεκτονική και το ύφος τους θυμίζει τα παραθαλάσσια χωριά της Ερμιονίδας και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Οι Φούρνοι υπάγονται στην κοινότητα Φούρνων της δημοτικής ενότητας Κρανιδίου του Δήμου Ερμιονίδας. Το 2021 καταγράφτηκαν 301 μόνιμοι κάτοικοι στο χωριό.
Λείψανα όλων των ιστορικών εποχών υπάρχουν εντός του χωριού, στην κορυφή του λόφου και στους δύο προϊστορικούς οικισμούς που βρίσκονται κοντά στο χωριό. Αξίζει κάποιος να επισκεφτεί ανατολικά των Φούρνων, τα Παπούλια που βρίσκονται δίπλα στο χωριό, μια πευκόφυτη περιοχή με τρεχούμενη πηγή και νερό πόσιμο. Επιπλέον, το φαράγγι Καταφύκι έχει χαρακτηριστεί σαν ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Το φαράγγι που διασχίζεται από χείμαρρο, με κάθετα τοιχώματα ύψους 200 μ., είναι κατάφυτο από πεύκα, πλατάνια, δάφνες κ.α και είναι ιδανικό για πεζοπορία. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το εκκλησάκι του Αγ.Νικολάου στην έξοδο του φαραγγιού στον Κάμπο της Ερμιόνης.
Οι Φούρνοι, το χωριό μας!
«Στο χωριό μας που δεν έχει ομορφότερο στην πλάση,
μας αφήσαν οι γονιοί μας μια γερόντισσα εκκλησιά…».
Για ένα τέτοιο χωριό θα σας μιλήσουμε, σήμερα, το δικό μας χωριό, τους Φούρνους, προσδοκώντας να ξυπνήσουμε αναμνήσεις, αλλά κυρίως να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των νέων και των παιδιών μας ώστε να γνωρίσουν καλύτερα τον τόπο τους. Αυτά που θα ακούσετε προέρχονται από ιστορικές πηγές και από προσωπικές αναμνήσεις.
Η αρχαιολογική έρευνα και οι ιστορικές πηγές είναι οι οδηγοί μας σ’ αυτήν την αναδρομή στο παρελθόν. Ίχνη κατοίκησης της περιοχής βρέθηκαν από τον 9º μ.Χ. αιώνα στα Παπούλια και το πιθανότερο είναι οι Παπουλιώτες να μετοίκησαν στη σημερινή θέση έχοντας τα πλεονεκτήματα της πηγής/βρύσης.
Και γιατί Φούρνοι; Ο Προκόπης Τσιμάνης στο έργο του «Μνήμες Ερμιονίδας» γράφει ότι το όνομα Φούρνοι (Φουρίθι) αποδίδεται από τους ντόπιους στη δευτερότοκο θυγατέρα κάποιου μυθικού βασιλέα, Φουρνέα, ο οποίος βασίλευε στο κάστρο με τους ογκόλιθους στις Λάζες. Ενώ η Γιόνα Παΐδούση-Παπαντωνίου στο έργο της «Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες», υποστηρίζει ότι προέρχεται από τον λατινικό όρο Fournous-i που σημαίνει συγκρότημα υδρόμυλου και φούρνου. Ερείπια του υδρόμυλου υπάρχουν μέσα στο φαράγγι του Καταφυκιού. Ο Ιωάννης Ησαΐας στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Κρανιδίου και των Κοινοτήτων…,» σημειώνει πως το όνομα, ίσως, οφείλεται στις υψηλές θερμοκρασίες κατά τους θερινούς μήνες.
Η πρώτη αναφορά στο χωριό γίνεται το 1376 την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το 1530 οι Φούρνοι ήταν ένας αγροτοποιμενικός οικισμός. Αργότερα οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη θάλασσα λόγω της βαθιά ριζωμένης πειρατικής νοοτροπίας των κατοίκων της Ερμιονίδας.
Η εγκατάσταση των Αρβανιτών τον 14º αι. μ.Χ. ενίσχυσε τον πληθυσμό και ενώ αρχικά προτίμησαν τα πεδινά και ορεινά μέρη, ερχόμενοι στη συνέχεια σε επαφή με τη θάλασσά μας, ως δια μαγείας, έγιναν άξιοι ναυτικοί.

Κρέστας Αρσένιος – Παπαρσένης (1770-1822). Προσωπογραφία ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης. Έγχρωμη κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του φιλολόγου – πρ. Διευθυντή Λυκείου και συγγραφέα Ιωάννη Αγγ. Ησαΐα, «Ο Εκ Κρανιδίου Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κρέστας (Παπαρσένης), οπλαρχηγός και αγωνιστής της Ελληνικής Παλιγγενεσίας».
Το 1821 οι κάτοικοι των Φούρνων, σύμφωνα με το μητρώο αγωνιστών του 1821, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μαζί με άλλους της επαρχίας συγκρότησαν ένα στρατιωτικό σώμα. Στις 13 Απριλίου έγινε η ορκωμοσία έναρξης της Επανάστασης στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής στην Κοιλάδα, όπου ο αρχηγός Παπαρσένης Κρέστας από το Κρανίδι, βροντοφώναξε το «Ελευθερία ή θάνατος». Συμμετείχαν στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη μάχη στα Δερβενάκια, όπου σκοτώθηκε ο Παπαρσένης. Επίσης πήγαν στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, στην Καστέλλα, για να βοηθήσουν την πολιορκημένη Ακρόπολη. Ενίσχυσαν χρηματικά τον αγώνα και είχαν επιλέξει εκπροσώπους στην πολιτική ζωή.
Οι εργασίες στα κτήματα γίνονταν χειρωνακτικά. Όργωμα, σπορά, θερισμός, ποτίσματα στα περιβόλια, όλα με τα χέρια, γιατί δεν υπήρχαν μηχανήματα. Σε κάποια σπίτια οι γυναίκες ύφαιναν σε αργαλειούς, σκεπάσματα, στρωσίδια, πετσέτες (πεσκίρια) κ.α. Υπήρχαν πολλοί ελαιώνες από παλιά, τόσο παλιά που τα δέντρα που καταγράφονται κατά την Ενετοκρατία, βρίσκονταν κυρίως στον μικρό κάμπο γύρω από τον οικισμό του χωριού. Τα δύσκολα χρονιά της Γερμανικής κατοχής το ελαιόλαδο αποδείχτηκε πολύτιμο, όχι μόνο ως τροφή, αλλά ήταν η μόνη σίγουρη αξία, που είχε τη θέση νομίσματος. Επιπλέον η εκμετάλλευση των πεύκων μαρτυρείται από την 3η χιλιετία π.Χ. Το πεύκο ήταν η πρώτη ύλη στη ναυπηγική, στη βαφή διχτυών, αλλά και στην επεξεργασία του ρετσινιού. Κάποιοι ρετσινάδες εγκαταστάθηκαν στο χωριό με τις οικογένειές τους.
Στους Φούρνους εκτός από την πηγή υπήρχαν και υπάρχουν πηγάδια. Το μαγκάνι με τα «κουτσούπια», ένας εξυπνότατος μηχανισμός μεγάλης αντοχής που κινείτο με άλογο, έδωσε μεγάλη ώθηση στις ποτιστικές καλλιέργειες σε μια περιοχή με μικρές βροχοπτώσεις και λίγα τρεχούμενα νερά.
Περίπου το 1890 η κρίση που ξέσπασε, η ανεργία που πήρε διαστάσεις κοινωνικής έκρηξης, οδήγησαν σ’ ένα ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική. Με την πάροδο του χρόνου το ρεύμα έγινε ποτάμι.
Ελαιοτριβεία, ανεμόμυλος, υδρόμυλος, ξυλόφουρνοι, τυροκομείο, ποιμνιοστάσια μαντριά έδιναν ζωή στον μικρό μας τόπο. Ωστόσο, επειδή η γη δεν επαρκούσε για να θρέψει τους κατοίκους, πολλοί στράφηκαν στη θάλασσα και έγιναν ναυτικοί, κυρίως από τη δεκαετία του 1960.
Η εκκλησία που μας άφησαν οι γονείς μας είναι ο Ιερός Ναός των Ταξιαρχών. Στην απογραφή που έκαναν οι Βενετοί το 1696 αναφέρεται: «Το χωρίον έχει εκκλησίες, τον Ταξιάρχην, έχει κελί ένα παλαιόθεν, έχει και παρεκκλήσιον, την Παναγία κάτω εις τα περιβόλια, παλαιές. Είναι σπίτια εις το xωρίον 60, κάτοικοι 143».
Στη βενετική απογραφή του 1700 έχουμε γραπτή μαρτυρία για τρεις ενοριακούς συνοικισμούς και αντίστοιχα τρεις ιερείς. Το 3Ο έγγραφο είναι του Μητροπολίτη Άργους και Ερμιονίδας Άνθιμου, το 1830, οπού αναφέρεται μια ενορία. Σήμερα, ο Ταξιάρχης μας ανακαινισμένος και αγιογραφημένος, διασώζει δυο παλιές τοιχογραφίες, τη Σύναξη των Αρχαγγέλων και την Άκρα Ταπείνωση. Φουρνιώτης ιερέας από τους παλιούς ήταν ο Δημήτριος θεοδώρου, που χειροτονήθηκε το 1884.
Και επειδή η προσευχή είναι εξίσου αναγκαία με τη μόρφωση, στο χωριό μας υπήρχε το παλιό σχολείο. Ο Γιάννης Σπετσιώτης και η Τζένη Ντεστάκου, εκπαιδευτικοί και συγγραφείς, μελέτησαν στα αρχεία του κράτους την εκπαίδευση στην Ερμιονίδα από το 1829 ως το 1929 και αναφέρουν ότι, σύμφωνα με έγγραφο του 1870 από τα αρχεία του κράτους, μετά τον Καποδίστρια, το σχολείο ήταν ένα από τα τρία αλληλοδιδακτικά που λειτουργούσαν στον δήμο Κρανιδίου. Ήταν δημοσυντήρητο. Κατασκευάστηκε από τους κάτοικους, ήταν τότε 327, και φιλοξενούσε μέχρι και 60 μαθητές σε μία αίθουσα.
Το 1888 ο νομαρχιακός δάσκαλος Ναυπλίου Θεόδωρος Λύρας υπέβαλε έκθεση στο Υπουργείο στην οποία μεταξύ άλλων γράφει: «Το κτήριον είναι ευάερον και ευήλιον. Θρανία αρκετά και στέρεα. Τα παράθυρα δεν έχουν υάλους. Μαθητολόγιον, προγράμματα εύρον εν πλήρει τάξει. Ο διδάσκαλος, όμως, μοι παρεπονέθη δια το πλήθος των απουσιών των μαθητών. Πολλοί απουσίαζον επί 2 μήνες εις τας γεωργικάς εργασίας και επανέρχονται. Μου είπε και εγώ παρατήρησα ότι δυσκόλως εννοούν τα διδασκόμενα καθόσον εις την οικία των ομιλούν και τα αρβανίτικα».
Το 1896 διορίστηκε δάσκαλος ο Θεοχάρης Γλαστρής. Τα επίσημα έγγραφα, όπως το διοριστήριο, ήταν χειρόγραφα γραμμένα με πένα και μελάνι, στην καθαρεύουσα. Το Δημοτικό σχολείο δυστυχώς δεν λειτουργεί, λόγω μη επαρκούς αριθμού μαθητών.
Το παλιό νεκροταφείο που βρισκόταν στον λόγο των Αγίων Αναργύρων, λόγω έλλειψης χώρου και ακαταλληλότητας του εδάφους, μεταφέρθηκε στη θέση του σημερινού.
Πολλά άλλαξαν, πολλά πάλιωσαν, πολλά τα αφάνισε ο χρόνος, όμως η μνήμη κρατάει αναλλοίωτα όσα ζήσαμε από τη 10ετια του 1950 και ύστερα.
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν όχι βασισμένοι σε βιβλία, αλλά στις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της παιδικής και εφηβικής μας ηλικίας. Οι μεγαλύτεροι τα θυμούνται και οι μικρότεροι θ’ ακούσουν και θα μάθουν πώς ζούσαμε στο χωριό μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, στα χρόνια της φτώχειας και της αλληλεγγύης.
Γύρω εδώ που βρισκόμαστε υπήρχαν 4 μαγαζιά του Βασίλη Παύλου, του Θεμιστοκλή Αντωνίου, του Κοσμά Γεωργίου ή Μαστροκοσμά και του Ιωάννη Γλαστρή ή Μπαρμπαγιάννη.
Το καφενείο του Μαστροκοσμά στεγαζόταν, και εξακολουθεί να λειτουργεί, στο πέτρινο παραδοσιακό κτίριο των αρχών του 20ού αι. Οι καρέκλες και τα τραπεζάκια ήταν τοποθετημένα στον δρόμο καθώς και οι πάγκοι-τουράκια. Σύχναζαν μόνο άντρες. όπου έπιναν τον καφέ τους και έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά συζητώντας και κουτσομπολεύοντας. Διάβαζαν την εφημερίδα τους, μόνο «Ακρόπολη» και «Βήμα». Στα σπίτια, ωστόσο, διαβάζαμε πολλά περιοδικά «Ρομάντζο», «Θησαυρός», «Βεντέτα», «Ντομινό». Για τα παιδιά κυκλοφορούσε «ο Μικρός Ήρωας» και «ο Γκαούρ Ταρζάν».
Το μαγαζί του Μπαρμπαγιάννη ήταν παντοπωλείο, καφενείο, ταβέρνα, τηλεφωνείο, πρακτορείο εφημερίδων και εισιτηρίων, βιβλιοθήκη. Όλα σε ένα! Θα αναφερθούμε σε δραστηριότητες που επηρέαζαν τη ζωή όλων των κατοίκων και που είχαμε προσωπική εμπειρία. Υπήρχε το μοναδικό τηλέφωνο, χειροκίνητο, με κέντρο το Κρανίδι και κάποιες φορές με δύσκολη ακρόαση. Πώς να ειδοποιηθούν οι κάτοικοι για τις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις; Με πρόσκληση! Βιβλία, εκτός από τα σχολικά, δεν είχαμε. Μοναδική πηγή γνώσης ήταν η εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου». Μαθητές κατέφθαναν με ένα τετράδιο: «Μπαρμπαγιάννη, θα κατεβάσεις τον τόμο με τον Παπαδιαμάντη ή τον Παλαμά;»
Για να ταξιδέψεις προς το Κρανίδι, το Ναύπλιο ή την Αθήνα, μικρά λεωφορεία περνούσαν μέσα από το χωριό και παρελάμβαναν τους ταξιδιώτες από το καφενείο, όπου ζεσταίνονταν τα χειμωνιάτικα πρωινά γύρω από το μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα. Για τον Πειραιά ταξιδεύαμε με τα πλοία «Πίνδος». «Νεράιδα», «Πορτοκαλής Ήλιος», «Μυκήναι» από την Ερμιόνη.
Όσο για την ύδρευση; Νερό δεν είχαμε στα σπίτια μας. Έτρεχε διαρκώς η βρύση από τις 2 λεοντοκεφαλές, διοχετευόταν σε μια μικρή δεξαμενή, τη στερνά και από κει με υδραγωγείο πότιζε τα περιβολάκια. Γεμίζαμε στάμνες ή τενεκέδες με ξύλινο χερούλι. Πόση δυσκολία υπήρχε όμως για όσους έμεναν στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Τη λύση έδιναν τα αγαπημένα μας τετράποδα, τα γαϊδουράκια, στα οποία φόρτωναν τα κλειστά δοχεία.
Η βρύση ήταν τόπος συγκέντρωσης στη σκιά του τεράστιου πλάτανου και της ακόμα ψηλότερης λεύκας, που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν. Στις δύο μεγάλες λαξευμένες πέτρες, που τώρα φιλοξενούν λουλούδια, πότιζαν τα ζώα. Τη λύση για την ύδρευση την έδωσε ο Κ. Γεωργίου, Μαστροκοσμάς, που ως πρόεδρος της Κοινότητας, έφερε το νερό στα σπίτια.
Η σύνδεση του χωριού με το ηλεκτρικό ρεύμα έγινε στις αρχές της 10/ετίας του 60. Μέχρι τότε φωτιζόμασταν με λάμπες πετρελαίου, που μαύριζε το γυαλί τους, λυχνάρια λαδιού, ενώ είδος πολυτελείας αποτελούσε η λάμπα Λουξ. Όσο για τη θέρμανση, κάθε σπίτι είχε τζάκι και μαγκάλι με κάρβουνα.
Τα ρούχα πλένονταν στη σκάφη με νερό ζεσταμένο σε μεγάλο καζάνι – λεβέτι στη φωτιά, με απορρυπαντικό τη στάχτη-αλισίβα και το χειροποίητο λευκό σαπούνι. Τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα τα καθάριζε η θάλασσα του Λαμπαγιαννά με ξέβγαλμα στο πηγάδι. Οι μεταφορές σε όλες τις εργασίες γίνονταν με γαϊδουράκια, άλογα και μουλάρια.
Ο καθημερινός μόχθος για την επιβίωση απαιτούσε και κάποιους τρόπους διασκέδασης και ξεκούρασης. Τις Απόκριες και στις ονομαστικές εορτές οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στα σπίτια και διασκέδαζαν. Τα γενέθλια ούτε που τα θυμόμαστε. Το μεγάλο πανηγύρι ήταν των Αγίων Ανάργυρων στα Παπούλια. Φαγητά κάτω από τα πεύκα, αυτοσχέδιες κούνιες στα κλαδιά τους και ο φωτογραφικός φακός του Στέφου να απαθανατίζει τις στιγμές σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Το ίδιο γινόταν και την Πρωτομαγιά.
Με παιχνίδια αυτοσχέδια, υπαίθρια και ομαδικά αγόρια και κορίτσια γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο τους. Πόση επινοητικότητα είχαμε τα κορίτσια! Οι πέτρες γίνονταν σπιτάκια, τα κονσερβοκούτια κατσαρολικά, τα σπασμένα πιάτα σερβίτσια.
Κι όσο κι αν όλα τα προηγούμενα ακούγονται κάπως πρωτόγονα, είχαμε και κινηματογράφο! Ναι, όπως το ακούτε! Η ταινία ήταν ελληνική, ασπρόμαυρη, κωμωδία ή δράμα. Το απόγευμα τα τραγούδια του Καζαντζίδη μάς προετοίμαζαν. Το λευκό σεντόνι στον τοίχο γινόταν οθόνη και ο καθένας έπαιρνε την καρέκλα από το σπίτι του. Η επίσκεψη του Ξανθόπουλου άφησε εποχή όπως και του Παπαμιχαήλ με την Βουγιουκλάκη στο σπίτι του μπαρμπα-Πέτρου, για να πάρουν λάδι.
Μπορεί να είμαστε μικρό χωριό, αλλά και ποδοσφαιρική ομάδα είχαμε, τη «ΘΥΕΛΛΑ» Φούρνων. Πανηγυρίζαμε για τις νίκες της στους αγώνες με τα γειτονικά χωριά.
Στις μέρες μας το χωριό μας εξακολουθεί να είναι πανέμορφο, καθαρό και να διατηρεί κατά το δυνατόν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στα διώροφα σπίτια με τις κεραμοσκεπές. Στις αυλές που άλλοτε υπήρχαν κατσικούλες, κότες και γαϊδουράκια τώρα ευωδιάζουν τα λουλούδια. Το Καταφύκι, τα Παπούλια, ο Λαμπαγιαννάς και οι Λάζες αποτελούν πόλο έλξης όχι μόνο για τους ντόπιους άλλα και για τους ξένους.
Ας απευθύνουμε ένα νοερό ευχαριστώ σε όλους, Προέδρους της Κοινότητας, πολιτιστικούς συλλόγους και απλούς πολίτες που στο παρελθόν ενδιαφέρθηκαν για τον τόπο κάνοντας κοινωφελή έργα, διατηρώντας την εκκλησία και τα εξωκλήσια μας περιποιημένα και κράτησαν ζωντανή την παράδοση.
Και βεβαίως, ένα μεγάλο ευχαριστώ στον πολιτιστικό όμιλο που συνεχίζει το έργο των παλιότερων με διάφορες εκδηλώσεις και με πολλή, πολλή δουλειά.
Κλείνοντας καλούμε και προκαλούμε τους νέους και τους μικρούς μας φίλους που αγαπούν αυτό τον τόπο να γίνουν αυτό το καλοκαίρι μικροί εξερευνητές και να ανακαλύψουν κι άλλους κρυμμένους θησαυρούς, ώστε την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε να γίνουν αυτοί φάροι γνώσης και διασκέδασης.
Βιβλιογραφία:
- Γκάτσος Ανδρ. Βασίλης, Η ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας, Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, Αθήνα 2001.
- Ησαΐας Αγγ. Ιωάννης, Η Ιστορία του Κρανιδίου και των Κοινοτήτων…, Εκδόσεις Δήμος Ερμιονίδας, Αθήνα 2003.
- Σπετσιώτης Μιχ. Γιάννης – Ντεστάκου Δ. Τζένη, Τα Γραμματοσχολεία της Επαρχίας Ερμιονίδας, Αθήνα 2022.
- Γιόνα Μικέ Παϊδούση, Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1996.
Η Σταυρούλα Γλαστρή και η Αγγελική Γεωργίου είναι Φιλόλογοι με καταγωγή από τους Φούρνους. Η παραπάνω ομιλία, από την οποία προέρχεται και το άρθρο, δόθηκε στους Φούρνους στις 10 Αυγούστου 2023. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», τεύχος 32, Οκτώβριος 2023.







Σχολιάστε