Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866/7-1955)

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δημοσιεύεται στο: «Μνημεία Αθηνών», Εκδόσεις Ιστορίας και Τέχνης, Αθήνα 1994 (10η έκδοση).
Ήταν το έτος 1909 όταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος και Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) ζήτησε την άδεια, καθώς ο ίδιος γράφει, από την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει ανασκαφές στα πανάρχαια εδάφη της Ερμιονίδας. Πράγματι οι ανασκαφές του ξεκίνησαν στις 25 Ιουνίου στο Μπίστι «ήτις (θέσις) ακατοίκητος κατά το πλείστον ούσα περιέχει πλείστα αρχαία τε και μεσαιωνικά ερείπια».
Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχαίων ερειπίων, καθώς ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει, βρίσκεται γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, από όπου και ξεκίνησε η ανασκαφή. Εκεί ανακαλύφθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής ένα τείχος και πολλές τετραγωνικές βάσεις αγαλμάτων με επιγραφές του τρίτου και δεύτερου π.Χ. αιώνα.
Για την αποκάλυψη ολόκληρου σχεδόν του τείχους οι εργασίες διήρκεσαν περισσότερο από έναν μήνα. Μετά την ανασκαφή του τείχους ερευνήθηκε το αρχαιότατο κτήριο που «ομοιάζει προς δρόμον μυκηναϊκού τάφου», τη γνωστή Σπηλιά της Βιτόριζας. Μάλιστα φαινόταν πως το μέρος αυτό είχε προ πολλών ετών ανασκαφεί και δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν εκεί τάφος αρχαιότατος, ίσως προϊστορικός και να είχε συληθεί.
Στη συνέχεια έγινε ανασκαφή και στην γύρω περιοχή Βόρεια, Νότια και Δυτικά, όπου βρέθηκαν αρχαία τείχη και κτήρια. Επίσης ερευνήθηκε και καθαρίστηκε ο μεγάλος ναός «όστις κείμενος εις το ύψιστον και περιφανέστατον μέρος του ακρωτηρίου υπό των πλείστων περιηγητών και γεωγράφων της Ερμιόνης φέρεται ως ναός του Ποσειδώνος».[1]
Τα κάθε είδους ευρήματα των ανασκαφών μεταφέρθηκαν πρώτα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και αργότερα στο εργαστήριο του Φραγκίσκου Δέδε,[2] ξυλουργού στο επάγγελμα, που για όλο το χρονικό διάστημα των ανασκαφών διετέλεσε αρχιεργάτης «κατά της εκεί αρχαιολογικής ερεύνας».
Μετά από έναν μήνα, προς το τέλος του Ιουλίου, ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς σταμάτησε τις ανασκαφές στο Μπίστι και ξεκίνησε τις ανασκαφές στη βορινή πλευρά του λόφου των Μύλων, όπου βρισκόταν το αρχαίο νεκροταφείο της Ερμιόνης που εκτεινόταν προς τον κάμπο με τα περιβόλια και τα αμπέλια. Οι τάφοι που βρίσκονταν στην πλαγιά του λόφου των Μύλων είχαν σχεδόν όλοι λεηλατηθεί σε αντίθεση με εκείνους που υπήρχαν στους πρόποδες του λόφου. Ιδιαίτερα οι ευρισκόμενοι κατά μήκος του δρόμου προς το Κρανίδι παρέμεναν άθικτοι, με αποτέλεσμα να βρεθούν σπουδαία κτερίσματα, όπως θαυμάσιες πλαγγόνες, κάτοπτρα απλά και ένα με σπάνια διακόσμηση, αγγεία κ.λπ. Κατά τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα η ακριβής χρονολογία του νεκροταφείου είναι δύσκολο να εντοπισθεί, καθώς ήταν σε χρήση πολλούς αιώνες.
Στη «νεκρόπολη» της Ερμιόνης εργάστηκε ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς για έναν μήνα και στη συνέχεια ήρθε στο Ηλιόκαστρο, στην τοποθεσία «Σταείλια». Εκεί βρέθηκαν πολλοί τάφοι και αγγεία της τελευταίας μυκηναϊκής εποχής. Κατόπιν και για έναν μήνα ερεύνησε και έσκαψε την περιοχή των Αλιέων στο Πόρτο Χέλι φθάνοντας μέχρι την Κόστα και τα Φλάμπουρα, όπου τα ευρήματα ήταν λιγοστά. Πολλά και μάλιστα τα πλέον αξιόλογα από τα ευρήματα της Ερμιονίδας, την οποία ονομάζει «ευκλεή χώρα», και ιδιαίτερα της Ερμιόνης υποστήριζε ότι δεν ήταν εγχώριας παραγωγής αλλά «εισαγόμενα» από άλλες πόλεις και κυρίως από την Αθήνα.[3]
Τέλος, να σημειώσουμε πως στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» του έτους 1917, σελ. 107, ο Αλέξ. Φιλαδελφεύς γράφει:
«Εις το Μουσείον Ναυπλίας εκόμησα εξ Αθηνών εντός κιβωτίου ενενήντα οκτώ (98) τεμάχια πήλινα εκ των εν Ερμιονίδι ανασκαφών μου (έτους 1909). Τα πλείστα τούτων εισίν αγγεία και τινά εδώλια των υστέρων Ελληνικών χρόνων. Επίσης εκόμησα και τινά άλλα αρχαία γλυπτά και επιγραφές εκ της Αργολίδος. Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς».
Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς
Αλλά ποιος ήταν ο σπουδαίος αυτός αρχαιολόγος; Ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1866 ή 1867 και πέθανε το 1955. Ο πατέρας του, Θεμιστοκλής, ήταν ο ιδρυτής ενός από τα πρώτα τυπογραφεία της Ελλάδας.
Σπούδασε Ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και στη συνέχεια Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αναφέρεται ως ο εμπνευστής της ιδέας της αφής της Ολυμπιακής φλόγας από τον ήλιο. Υπηρέτησε ως υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ως καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, την Πάτρα και την Αθήνα. Ήταν διευθυντής των Μουσείων της Ολυμπίας, της Ακρόπολης, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, γενικός γραμματέας της Εταιρείας των Χριστιανικών Αρχαιοτήτων και διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου. Εκτός από την Ερμιονίδα ανασκαφές έκανε στη Σικυώνα, τη Νικόπολη (1913 – 1926) και την Ηραία Αρκαδίας (1930).
Διαπρεπής ζωγράφος απόφοιτος της Ακαδημίας του Μονάχου[4] και έχοντας δάσκαλο τον Νικόλαο Γύζη φιλοτέχνησε έργα εμπνευσμένα από την επανάσταση του 1821, την Αγία Γραφή και την καθημερινή ελληνική πραγματικότητα. Τα πιο γνωστά είναι «Το Συσίτιον» και η τοιχογραφία «Άφετε τα παιδία ελθείν προς με» στον ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα.
Ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ασχολήθηκε και με τον καλλιτεχνικό χώρο (θέατρο, μουσική, ποίηση). Διετέλεσε μέλος και πρόεδρος του Δ.Σ. της Αθηναϊκής μανδολινάτας, ανέβασε τη θεατρική παράσταση «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στις 5 Απριλίου 1930 και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη στον ίδιο χώρο στις 24 Απριλίου 1932.
Επίσης ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρεται και ως ανθρωπολόγος και βιβλιοθηκονόμος. Ακάματος και ως συγγραφέας μάς άφησε τα παρακάτω έργα:
- «Ο Ερμής του Πραξιτέλους ως παιδαγωγός», Εν Αθήναις 1890, Τυπ. Ακροπόλεως.
- «Στρατιωτικαί Αναμνήσεις», Εν Αθήναις 1891, Εκδ. Βλ. Γαβριηλίδου.
- «Μία άγνωστος Λύρας φθόγγοι αμητός εις μνήμην Άννης Φιλαδελφέως», Εν Αθήναις 1892, τυπ. Αλ. Παπαγεωργίου.
- «Τα αίτια της ακμής της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης», Λόγος εναρκτήριος εν τω Πανεπιστημίω, Εν Αθήναις 1896, Τυπ. Νομικής.
- «Αιγυπτιακά Σκαριφήματα», Εν Αθήναις 1892, Τυπ. Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου.
- «Η Γραφική παρά τοις Αρχαίοις Έλλησι», Εν Αθήναις 1896, Τυπ. Παρασκευά Λεωνή.

Φιλαδελφεύς, Αλέξανδρος: «Η γραφική παρά τοις αρχαίοις Έλλησι» (εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, 1896 – 1η έκδ.) [μνημεία – τρόποι και ύλαι – σύντομος ιστορία της αρχαίας ελλην. γραφικής. Αλεξάνδρου Θ. Φιλαδελφέως, υφηγητού της αρχαιολογίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω].
- «Οι μαργαρίται: Ήτοι πάντα τα ανέκδοτα ποιήματα μετά των ασμάτων», Επιμ. Αλεξ. Φιλαδελφέως, Εν Αθήναις 1891, Τυπ. Ανέστη Κωνσταντινίδου.
- «Η γαστρονομία παρά τοις Αρχαίοις Έλλησι», Αθήνησι 1894.
- «Σκαριφήματα, εκ των ανά τον Αίμον ταξιδίου μου», Εν Αθήναις 1891, Εκδ. της Βασιλικής Τυπογραφίας, Ν. Γ. Ιγγλέση.
- «Οδηγός των Αθηνών, Ιστορική και αρχαιολογική περιγραφή των αρχαίων μνημείων», Εν Αθήναις 1900, Εκδ. Μιχ. Ι. Σαλίβερος
- «Το ένδυμα εν τη καλλιτεχνία», Εν Αθήναις 1892, Τυπ. Αλέξ. Παπαγεωργίου.
- «25 Μαρτίου 1821: Οι ήρωες της Ελληνικής Επαναστάσεως: Εικόναι και Βιογραφίαι αυτών», Εν Αθήναις 1900, Εκδ. Μιχ. Ι. Σαλίβερος.
- «Ο ανθρώπινος ζωολογικός κήπος», Εν Αθήναις, 1899, Εκδ. Ανατ. Ποικίλλη Στοά
- «Πώς μεταρρυθμιστέα η σύγχρονη των Ελληνίδων περιβολή».
- «Η Δήλος: Σύντομος ιστορία, ανασκαφαί και περιγραφή των επί ταύτης ερειπίων και μνημείων», Εν Αθήναις 1909, Τυπ. Κράτους.
- «Ιστορικά και Γεωγραφικά λογοπαίχνια».
- «Ανασκαφαί Νικοπόλεως», ψηφιδωτόν Χριστιανική Βασιλική, Εν Αθήναις 1917, Τυπ. Π. Α. Σακελλαρίου.
- «1895: Έτος πρώτον. Λίγα απ’ όλα. Ημερολόγιον γελοιογραφημάτων τη συνεργασία πολλών λογίων», Εν Αθήναις 1895, Τυπ. Εστία.
Επίσης ήταν ο δημιουργός του μηνιαίου περιοδικού «ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» που εκδόθηκε το 1938. Επρόκειτο για έντυπο φιλολογικό, καλλιτεχνικό που πρόβαλλε την ελληνική σκέψη. Τέλος άλλα δέκα βιβλία του ιδίου είναι ξενόγλωσσα.
Υποσημειώσεις
[1] Ο Παυσανίας, ωστόσο, θεωρεί ότι ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στη θεά Αθηνά. Ο εν λόγω ναός κατά τους βυζαντινούς χρόνους μετασχηματίστηκε σε χριστιανικό ναό, καθώς μαρτυρούν τα θεμέλια της χριστιανικής αψίδας που αποκαλύφθηκαν αργότερα.
[2] Ο Φραγκίσκος Δέδες ήταν πατέρας του Νικολάου Δέδε.
[3] Τα προαναφερόμενα είναι αποσπάσματα του άρθρου που δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1909», έκδ. 2010, και φέρει την υπογραφή του Υφηγητή της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αλέξ. Φιλαδελφέως, με ημερομηνία Αθήνα 15 Φεβρουαρίου 1910.
[4] Σχολή του Μονάχου ονομάζεται το εικαστικό ρεύμα του 19ου αιώνα που εκπροσωπείται από καλλιτέχνες που μαθήτευσαν στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, ενός από τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά ιδρύματα της εποχής, με σπουδαστές από όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η Σχολή του Μονάχου σηματοδοτεί την αφετηρία της νεοελληνικής τέχνης που συμπίπτει χρονικά με το ξεκίνημα της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Η ιστορική περίοδος που έρχονται στο προσκήνιο οι καλλιτέχνες της Σχολής του Μονάχου σφραγίζεται με τους αγώνες του Καποδίστρια, την εξέγερση του 1843 και την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα. Με παρότρυνσή του πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες σπουδάζουν με υποτροφία στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Παράλληλα Βαυαροί καλλιτέχνες παροτρύνονται να επισκεφθούν την Αθήνα για να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν σχετικά έργα. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο Πέτερ Φον Ες, δάσκαλος της Ακαδημίας, που με εντολή του Λουδοβίκου Α’, βασιλιά της Γερμανίας και πατέρα τον Όθωνα ανέλαβε να εικονογραφήσει ήρωες και γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόδρομος και θεμελιωτής στην Ελλάδα της Σχολής είναι ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο πρώτος Έλληνας σπουδαστής στη Βαυαρική Ακαδημία (1844) και κυριότερος εκπρόσωπος της ιστορικής ζωγραφικής. Το 1860 έρχεται στο Μόναχο ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο οποίος και διαμόρφωσε τη διδασκαλία των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Κοντά του μαθήτευσαν σπουδαίοι ζωγράφοι όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, Γεώργιος Ροϊλός, Νικόλαος Βώκος και άλλοι. Στενός φίλος του Νικηφόρου Λύτρα ήταν ο Νικόλας Γύζης, που το 1865 φοίτησε στην Ακαδημία των Τεχνών του Μονάχου. Το 1888 εκλέχθηκε καθηγητής της Σχολής και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ένα σπουδαίο μέλος «της ομάδας του Μονάχου» είναι και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους που έφτασε στο Μόναχο το 1859. Το 1880 μεταξύ των Ελλήνων καλλιτεχνών που εισήχθησαν στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου ήταν και ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς. Η Βαυαρική επιρροή διαμόρφωσε την εικαστική τεχνοτροπία που επικράτησε με την ονομασία «Ακαδημαϊκός ρεαλισμός» και τις θεματικές επιλογές των δημιουργών (ιστορική ζωγραφική, αναπαραστάσεις μαχών, ηρωικά κατορθώματα, προσωπογραφίες, ηθογραφία και τοπιογραφία). Τα αποσπάσματα αυτά είναι από το κείμενο, άρθρο της Δέσποινας Τυχάλα, αναρτημένο στις 23 Οκτωβρίου 2024 στο διαδίκτυο.
Πηγή
- Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, Ερμιονίδα 1930-1939: Ένα πανόραμα ζωής, Αθήνα, 2025.







Σχολιάστε