Μορφές ελέγχου και εξουσίας των διευθυντών των λογοτεχνικών περιοδικών στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά – Χρύσα Θεολόγου
Τα λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού Μεσοπολέμου έχουν αναμφισβήτητα καταστεί ένα από τα βασικότερα αντικείμενα μελέτης της νεότερης φιλολογικής έρευνας. Ωστόσο, λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στη μελέτη του ρόλου των διευθυντών των λογοτεχνικών περιοδικών, καθώς και στο πλέγμα των σχέσεων που δημιουργείται τόσο μεταξύ των ίδιων και των συνεργατών τους όσο και μεταξύ των ίδιων και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διερευνήσει τις μορφές εξουσίας που ασκούν οι διευθυντές σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών (όπως της Νέας Εστίας, των Νέων Γραμμάτων και των Νεοελληνικών Γραμμάτων) στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.
Ορισμένα από τα ερωτήματα που θα επιχειρηθεί να απαντηθούν είναι: ποιοι είναι οι τρόποι επιβολής ελέγχου από την πλευρά του καθεστώτος και ποιοι οι αντίστοιχα εφαρμοζόμενοι από τους διευθυντές; Ποιος είναι ο βαθμός συμμόρφωσης και ποιο το κόστος όσων δεν αποδέχονται τον έλεγχο; Και τελικά, πόσο μπορεί ο διευθυντής ενός περιοδικού να αλλάξει τη στάση του και να επηρεάσει τους συνεργάτες του εξαιτίας της επιβολής δικτατορικών καθεστώτων; Να σημειωθεί ότι στο ερευνητικό πεδίο της παρούσας μελέτης εντάσσονται τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Τα Νέα Γράμματα και Το Νέον Κράτος (για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερα σύντομη αναφορά, καθώς, αποτελώντας το επίσημο προπαγανδιστικό έντυπο της δικτατορίας, δεν επηρεάζεται από τον έλεγχο του καθεστώτος).[1]

Ο δημοσιογράφος και υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού (προπαγάνδας) της Κυβέρνησης Μεταξά, 1936, Θεολόγος Νικολούδης (1890-1946).
Παρά το γεγονός ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν κατόρθωσε, σύμφωνα με τους μελετητές, να γίνει απόλυτα ολοκληρωτικό, αλλά υπήρξε μάλλον αποτέλεσμα των εσωτερικών πολιτικών συγκυριών και των επιλογών των ανακτόρων, αυτό που σίγουρα δανείστηκε από τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα της περιόδου ήταν, όπως παρατηρεί και ο Γιώργος Ανδρειωμένος, «η υιοθέτηση ενός οργανωμένου συστήματος προπαγάνδας και παράλληλου ελέγχου των μέσων ενημέρωσης και της παραγόμενης ειδησεογραφίας».[2] Για τον λόγο αυτό, μια από τις πρώτες ενέργειες της διοίκησης ήταν η ίδρυση Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Μάλιστα, υφυπουργός ορίστηκε ο Θεολόγος Νικολούδης, άρθρα του οποίου φιλοξενούνται στη Νέα Εστία (τόσο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης τού Μεταξά όσο και στο αφιέρωμα του περιοδικού με αφορμή τον θάνατό του, όπως θα διαπιστωθεί και στην αναλυτική εξέταση του περιοδικού στη συνέχεια).

Ο Θεολόγος Νικολούδης (μετέπειτα υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού) με τη σύζυγό του Ειρήνη Μάνου, 1925/26. Φωτογραφία από την περιοδική έκθεση Nelly’s, Μουσείο Μπενάκη οδού Πειραιώς, 2023. Δημοσιεύεται στην Διπλωματική Εργασία «Ελληνικότητα και Μόδα – Η περίπτωση του λευκώματος La Mode Grecque», Αγγελική Παπαδομανωλάκη, 2024.
Η σχετική εντολή που αφορά την επιλογή των δημοσιευμάτων, από τη μεριά των διευθυντών εφημερίδων και περιοδικών, είναι ότι οφείλουν
όπως εκθύμως και ενθουσιωδώς δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων συμβάλλωσι εις το αναμορφωτικόν και δημιουργικόν έργον της κυβερνήσεως. Προ της κυκλοφορίας εκάστη εφημερίς ή περιοδικόν δέον να αποστέλλη εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν εποπτείας Τύπου έν πρώτον φύλλον διά να παραβάλλεται με τα λογοκριθέντα δοκίμια και αφού ληφθεί η άδεια αυτής διά σφραγίσεως του φύλου τότε μόνον επιτρέπεται η κυκλοφορία.[3]
Η κρατική λογοκρισία απαγορευόταν, βεβαίως, ρητά να γνωστοποιείται στους αναγνώστες. Η σχετική διαταγή αναφέρει: «Απαγορεύεται απολύτως η αναγραφή πληροφορίας η οποία να αποκαλύπτει την άσκηση προληπτικής λογοκρισίας».[4] Ταυτόχρονα με τις ρητά εκφρασμένες εντολές υπήρξε, βεβαίως, και ένας έμμεσος τρόπος επιβολής και ελέγχου, με οικονομικές ενισχύσεις καλλιτεχνών και λογοτεχνών, με κρατική χρηματοδότηση θεατρικών θιάσων, θέσπιση βραβείων, αλλά και με την ανεκτικότητα και αποδοχή της δημοτικής στη λογοτεχνία – που εξυπηρετούσε την ανάδειξη ενός φιλολαϊκού προφίλ – με παράλληλη διατήρηση της καθαρεύουσας στη διοίκηση και στην ανώτατη εκπαίδευση.
Το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργούσε στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο το καθεστώς λογοκρισίας ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει, αφενός, στη μείωση του αριθμού των εντύπων (με τη διακοπή κυκλοφορίας όσων δεν θα πειθαρχούσαν στις διαταγές· χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η αναστολή κυκλοφορίας κομμουνιστικών και κομμουνιστικοφανών εντύπων), αφετέρου, στην αλλαγή προσανατολισμού των λιγότερο συντηρητικών, προκειμένου να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και να επιβιώσουν.
Ως προς τον πρώτο άξονα, γεγονός είναι ότι, με βάση τα αριθμητικά δεδομένα, ο συνολικός αριθμός των περιοδικών που κυκλοφορούν στην Αθήνα μειώνεται αισθητά μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Ειδικότερα, κατά τον τρίτο χρόνο της (1938), τα περιοδικά μειώνονται στα δεκαέξι, ενώ αισθητά μειωμένοι είναι και οι νέοι τίτλοι.[5] Ο δεύτερος άξονας, δηλαδή αυτός της αλλαγής στάσης, πρωτίστως από την πλευρά των διευθυντών των περιοδικών, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Αρχικά, ο λόγος για τη Νέα Εστία, το μακροβιότερο – και ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά –, το οποίο την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά διευθύνεται αποκλειστικά από τον Πέτρο Χάρη.[6] Η Νέα Εστία υπό τη διεύθυνση του Χάρη (ο οποίος, βεβαίως, συνεχίζει τη γραμμή του Ξενόπουλου) έχει χαρακτηριστεί ως ένα συντηρητικό περιοδικό, το οποίο σε κρίσιμες ιστορικοπολιτικές περιόδους εξέφραζε την ουδετερότητα και τη μετριοπάθεια. Με άλλα λόγια, «η στάση του περιοδικού απέναντι στις θεωρητικές και πολιτικές ζυμώσεις της εποχής παρέμεινε ενδεικτική της προγραμματικής του διακήρυξης ότι προτίθεται να κινηθεί μεταξύ πρωτοπορίας και συντήρησης αποφεύγοντας τα επικίνδυνα άκρα».[7]

Πέτρος Χάρης (1902-1998) συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Τον Ιανουάριο του 1933 ανέλαβε από κοινού με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο τη διεύθυνση του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Νέα Εστία» έως το Δεκέμβριο του 1934. Τον Ιανουάριο του 1935 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποχώρησε και ο Πέτρος Χάρης ανέλαβε την θέση του διευθυντή όπου και παρέμεινε έως το Δεκέμβριο του 1987. Διαμαντόπουλος, Α. (studio Diamant).
Σαφής είναι η τοποθέτηση του ίδιου του διευθυντή της Νέας Εστίας, στο τεύχος 340, τον Φεβρουάριο του 1941 (για το οποίο θα γίνει λόγος και στη συνέχεια):
Το περιοδικό τούτο, όσο κι αν δεν θέλει να δεχθεί την τέχνη και ειδικότερα τη λογοτεχνία εκδήλωση άσχετη με την πολιτική και πολιτειακή κατάσταση κάθε εποχής, όσο κι αν πιστεύει ότι η πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή δεν μπορεί παρά να έχουν σημεία όπου διασταυρώνονται και δεν χωρίζονται πριν υποστούν βαθύτατες αλληλεπιδράσεις, το περιοδικό τούτο, δεκαπέντε τώρα χρόνια παρέμεινε μακριά από τα κόμματα, από τα συλλαλητήρια, από τους αλαλαγμούς, από την πολιτική κι από τη μικροπολιτική. Κράτησε στο κεφάλαιο αυτό κάτι περισσότερο από ψυχρή ουδετερότητα: πειθάρχησε τις προτιμήσεις και τις αξιώσεις αρκετών συνεργατών και αναγνωστών του, που απάνω σε μεγάλα και αποφασιστικά για το Έθνος γεγονότα ήθελαν να τις δουν στις σελίδες τους με όλο τον φανατισμό τους, με όλη την ορμή τους με όλη την εριστική τους διάθεση.[8]
Ο ίδιος ο Χάρης, λοιπόν, διατείνεται ότι η Νέα Εστία μένει μακριά από την πολιτική, ακόμα και κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, διατηρώντας μια σταθερή στάση, που δεν επηρεάζεται και δεν κατευθύνεται ούτε από την πολιτειακή ηγεσία ούτε και από τους συνεργάτες και αναγνώστες του περιοδικού. Υποδηλώνει, με αυτόν τον τρόπο, ότι, αφενός, ο διευθυντής ενός περιοδικού έχει την επιλογή να μείνει ανεπηρέαστος από εξωτερικούς παράγοντες, αφετέρου, ότι ο ίδιος διαμορφώνει και καθορίζει την ταυτότητα του εντύπου.
Παρά τις δηλώσεις του Χάρη για την απόσταση του περιοδικού από την πολιτική κατάσταση, δεν λείπουν εντελώς τα δημοσιεύματα πολιτικού περιεχομένου, αλλά και η άμεση ή έμμεση στήριξη σε πρόσωπα που σχετίζονται με τον Μεταξά (άλλωστε και πριν από τη δικτατορία οι αναφορές του Χάρη στη στήριξη του κράτους προς τη Νέα Εστία ήταν αρκετές: ενδεικτικά σημειώνεται η δήλωσή του στο «Δεκαπενθήμερο» του τεύχους 221, τον Μάρτιο του 1936, ότι «το κράτος δεν έλλειψε από τον εορτασμό της σταδιοδρομίας της Νέας Εστίας»).
Άλλα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη για τη θετική στάση του Χάρη απέναντι στο καθεστώς είναι:
1) η επαινετική αναφορά του στην προγραμματική διακήρυξη του Μεταξά ότι η δημοτική είναι η εθνική γλώσσα των Ελλήνων (τχ. 235, 1.10.1936),[9]
2) η δημοσίευση έρευνας στο τχ. 295 (1.4.1939) που αφορά «Το λογοτεχνικό βιβλίο και τα προστατευτικά μέτρα του Κράτους»,
3) η εντατική παρακολούθηση (εντατικότερη από άλλα περιοδικά) αλλά και ο θετικός σχολιασμός (στη στήλη «Περιοδικά κι Εφημερίδες») δημοσιευμάτων του προπαγανδιστικού περιοδικού του καθεστώτος, Το Νέον Κράτος. Η παρακολούθηση αυτή δικαιολογείται, ώς έναν βαθμό, από το γεγονός ότι συνεργάτες της Νέας Εστίας είναι και συνεργάτες του Νέου Κράτους (ενδεικτικά αναφέρω τον Κλέωνα Παράσχο – ο οποίος, μάλιστα, ήταν, σύμφωνα με μαρτυρία του Καραντώνη, αρμόδιος για τη λογοκρισία στο υπουργείο Τύπου –, και τον σχολιασμό της σύντομης αλλά περιεκτικής, όπως δηλώνεται, μελέτης του περί της νέας ελληνικής πεζογραφίας που δημοσιεύεται στο Νέον Κράτος). Η σχέση του Χάρη με τον διευθυντή του Νέου Κράτους Άριστο Καμπάνη είναι, άλλωστε, γνωστή από τρεις εκδόσεις του τελευταίου ως παραρτήματα της Νέας Εστίας: την Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (1933), την Ιστορία της Νεοελληνικής Κριτικής (1935) και την Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών (1936),
4) η δημοσίευση άρθρου του Θεολόγου Νικολούδη (Υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού) στο τχ. 240 (Χριστούγεννα 1936), με τίτλο «Το νέον κράτος και η ελληνική τέχνη», όπου υποστηρίζεται ότι «η ελληνική τέχνη θα ακολουθήσει την ανιούσα πορεία που χάραξε η 4η Αυγούστου και ότι θα συμβάλει στη δημιουργία ενός τρίτου ελληνικού πολιτισμού»,[10] και
5) βεβαίως, αποκορύφωμα της εκδήλωσης θαυμασμού του Χάρη προς τον Μεταξά αποτελεί το γνωστό αφιέρωμα της Νέας Εστίας (15.2.1941), με αφορμή τον θάνατό του.[11]
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει άρθρα (μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Χάρη· βλ. εδώ, σημ. 7), λόγους του Μεταξά για τη λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες, ακόμα και ποιήματα (από τον Τάκη Μπαρλά και τον Αιμίλιο Βεάκη).
Συνεπώς, ο Χάρης κρατά στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας τη Νέα Εστία ως ένα σταθερά σημαντικό λογοτεχνικό περιοδικό που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις πνευματικές εξελίξεις, χωρίς να πραγματοποιεί ουσιαστικές αλλαγές στον πυρήνα των συνεργατών του, εκφράζοντας, ωστόσο, φανερά (και με ποικίλους τρόπους, όπως διαπιστώθηκε) την υποστήριξή του στο καθεστώς και προσωπικά στον Μεταξά. Προφανώς, η ύλη και τα δημοσιεύματα του περιοδικού δεν εμπίπτουν στην κατηγορία «των επικίνδυνων», καθώς «συμβάλουν στο αναμορφωτικό πρόγραμμα της κυβερνήσεως», όπως διατυπώθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο. Ο Χάρης δεν κρατά τη Νέα Εστία μακριά από την πολιτική, αλλά με τις προσωπικές του παρεμβάσεις φροντίζει, διακριτικά ίσως, να την οδηγεί με ασφάλεια στην επιβίωση και άνθιση, μέσω της κρατικής υποστήριξης.
Όπως η Νέα Εστία, έτσι και Τα Νέα Γράμματα ήταν από τα περιοδικά εκείνα που στη διάρκεια της δικτατορίας συνέχισαν απρόσκοπτα, όπως τουλάχιστον φαίνεται, την κυκλοφορία τους. Και στην περίπτωση των Νέων Γραμμάτων, όπως και στην αντίστοιχη της Νέας Εστίας, ο βασικός διευθυντής του περιοδικού Αντρέας Καραντώνης ακολούθησε τη γραμμή του συν-διευθυντή Γιώργου Κατσίμπαλη.[12]

Το λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα άρχισε να εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1935 με διευθυντή τον Ανδρέα Καραντώνη υπό την ένθερμη υποστήριξη και χρηματοδότηση του Γιώργου Κατσίμπαλη (Α΄ περίοδος: 1935-1940, Β΄ περίοδος: 1944-1945). Το περιοδικό αποτέλεσε εκδοτικό βήμα των χαρακτηριστικότερων εκπροσώπων της «γενιάς του 1930» και συνέτεινε στη διαμόρφωση των όρων υποδοχής του έργου τους.

Ο Ανδρέας Καραντώνης (1910-1982), λογοτέχνης, κριτικός, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής, διευθυντής του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα». Φωτογραφία από το περιοδικό «Διαβάζω», Αύγουστος 1982, σελ. 103.
Τα Νέα Γράμματα κυκλοφόρησαν δεκαεννέα μήνες πριν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (πρώτο τεύχος, Ιανουάριος 1935) και συνέχισαν να κυκλοφορούν μέχρι και την Άνοιξη του 1940. Η περίπτωση του περιοδικού παρουσιάζει μια πρώτη διαφοροποίηση από την αντίστοιχη της Νέας Εστίας ως προς την αλλαγή στάσης από την πλευρά του διευθυντή Καραντώνη, αναφορικά με την παρακολούθηση των πολιτικών εξελίξεων. Έτσι, ενώ πριν την επιβολή της δικτατορίας ο βασικός πυρήνας των συνεργατών του περιοδικού εξέφραζε συχνά τα φιλοβενιζελικά του αισθήματα (άλλωστε, ο ίδιος ο Καραντώνης δηλώνει χαρακτηριστικά: «όταν βγήκε το περιοδικό δεν είχε ακόμα γίνει η δικτατορία του Μεταξά, ήμασταν τότε στο ’35, ήτανε μια πολύ δύσκολη χρονιά. Είχε αποτύχει το κίνημα του Βενιζέλου, στου οποίου την επιτυχία ελπίζαμε όλοι, γιατί είμαστε όλοι βενιζελικοί»),[13] μετά την επιβολή της δικτατορίας «οι πολιτικές τοποθετήσεις σχεδόν εξαφανίστηκαν από τις σελίδες του περιοδικού», όπως σημειώνει και ο Σάββας Καράμπελας.[14]
Χαρακτηριστική απόδειξη ήταν η κατάργηση της στήλης «Κοινωνικά θέματα», τη δημιουργία της οποίας είχε αναγγείλει ο Καραντώνης, στο πρώτο τεύχος του 1936, δηλαδή του δεύτερου χρόνου κυκλοφορίας του περιοδικού, και στην οποία ο συντάκτης της Θεοτοκάς έθιγε μια σειρά κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων, καταδικάζοντας τον κομμουνισμό και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την άνοδο του φασισμού. Με την επιβολή της δικτατορίας η στήλη διακόπτεται και οι τοποθετήσεις των συνεργατών σε αντίστοιχα ζητήματα εξαφανίζονται. Η αλλαγή στάσης του Καραντώνη δεν σημαίνει, βεβαίως, την πλήρη υποχώρηση στο καθεστώς λογοκρισίας του Υπουργείου Τύπου, ωστόσο, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως το περιοδικό δεν «ενοχλούσε» το Υπουργείο. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καραντώνης δήλωνε το 1975:
τη λογοκρισία τότε την ασκούσε στο υπουργείο, των περιοδικών, ο Κλέων Παράσχος, ο μακαρίτης, ένας κριτικός αξιόλογος, όπως θα ξέρετε, με πολλή ευαισθησία, και η Ειρήνη η Αθηναία, μια πεζογράφος η οποία είχε βεβαίως μια αξία εκείνη την εποχή, σήμερα είναι λησμονημένη απ’ όλους – ήταν αρκετά καλλιεργημένη γυναίκα – και για λόγους βιοποριστικούς επειδή επένοντο τότε οι λογοτέχνες κυριολεκτικά, είχαν αναλάβει αυτή τη δουλειά στο υπουργείο, χωρίς ίσως να θέσουν θέμα συνειδήσεως, εάν θα έπρεπε να είναι όργανα μιας όχι και τόσο πάρα πολύ τιμητικής αποστολής. Ήταν να αντιμετωπίσουμε τους δυο αυτούς που ήταν και φίλοι και συνάδελφοι˙ και πρέπει να πω ότι έδειχναν κατανόηση, ουδέποτε μας ενόχλησαν.[15]
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η στάση του Καραντώνη ήταν συνολικά περισσότερο μια στάση ουδετερότητας, καθώς, σε αντίθεση με τον Χάρη, ο Καραντώνης δεν εγκωμιάζει τον Μεταξά, ενώ – σε αντίθεση, επίσης, με τους συνεργάτες της Νέας Εστίας – κανένας από τους στενούς συνεργάτες του Καραντώνη (Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Δημήτρης Νικολαρεΐζης, Δημήτριος Αντωνίου) δεν συνεργάστηκαν με το Νέον Κράτος. Να σημειωθεί ότι ο Παράσχος, παρόλο που δημοσίευσε κάποια κείμενά του στα Νέα Γράμματα, δεν αποτελούσε τακτικό συνεργάτη τους.[16]
Μέχρι στιγμής, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν και τις μαρτυρίες των διευθυντών και συνεργατών, δεν φαίνεται να υπήρξε περίπτωση άσκησης λογοκρισίας από την πλευρά του καθεστώτος στα δύο περιοδικά, παρά περιπτώσεις αυτολογοκρισίας ίσως (από την πλευρά κυρίως του Καραντώνη).

Δημήτρης Φωτιάδης (1898-1988). Από το 1936 και για πέντε χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. . Εδώ σε φωτογραφία του 1937.
Αντίθετα με Τα Νέα Γράμματα και τη Νέα Εστία, τα Νεοελληνικά Γράμματα, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Φωτιάδη,[17] και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1938, δέχονται τις συνέπειες της λογοκρισίας. Η Χριστίνα Ντουνιά επισημαίνει την κατάσχεση του φύλλου της 9ης Απριλίου 1938 βάσει του μεταξικού νόμου «Περί Τύπου» (22/2/1938), σημειώνοντας ότι «την επέμβαση της λογοκρισίας είχε προκαλέσει η συνέντευξη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη δημοσίευση της οποίας είχε περιληφθεί ένα αυτόγραφο ποίημά του, που θεωρήθηκε επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη των αναγνωστών».[18] Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Φωτιάδη, κάθε φύλλο ελεγχόταν πριν τυπωθεί από την επιτροπή λογοκρισίας. Αυτό σήμαινε περιορισμούς στην επιλογή της ύλης και στη διατύπωση.

Τα Νεοελληνικά Γράμματα (1935-1941) ήταν εβδομαδιαίο περιοδικό με φιλολογικά και άλλα θέματα. Το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα ήταν εβδομαδιαίο και εστιαζόταν σε θέματα φιλολογικά, επιστημονικά και καλλιτεχνικά. Είχε μεγάλο σχήμα, στον υπότιτλό του μάλιστα παρουσιαζόταν ως εφημερίδα.
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί σε ένα πρώτο επίπεδο, η δημοσίευση στο περιοδικό λόγων του ίδιου του Μεταξά, τοποθετημένων στο κύριο σώμα σε πλαίσιο (κάτι που δεν παρατηρήθηκε ούτε στη Νέα Εστία ούτε και στα Νέα Γράμματα), καθώς και η δημοσίευση υμνητικών σημειωμάτων στις επετείους της 4ης Αυγούστου. Επίσης, εντύπωση προκαλεί το σημείωμα που δημοσιεύεται στις 6 Αυγούστου 1938, στο οποίο τονίζεται ότι «ο ελληνικός λαός επανηγύρισε με πρωτοφανή τρόπον την επέτειον της 4ης Αυγούστου».

Δημήτρης Φωτιάδης. Λογοτέχνης που ασχολήθηκε κυρίως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Διευθυντής στα «Νεοελληνικά Γράμματα» διαδεχόμενος τον πατέρα του Αλέκο Φωτιάδη, από τον Μάρτιο του 1937.
Οι κινήσεις συμπόρευσης με την ιδεολογία του καθεστώτος από την πλευρά του Φωτιάδη προκαλούν αίσθηση, όταν, μάλιστα, το ίδιο το περιοδικό έχει δεχθεί λογοκρισία. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Αλέξανδρος Αργυρίου, σχολιάζοντας την υποχρεωτική δημοσίευση υμνητικών σημειωμάτων από τα περιοδικά:
«Υποθέτω ότι οι αναγνώστες και εκείνου του καιρού και οι σημερινοί μπορούν να αντιληφθούν ότι οι σελίδες που υμνούν τη δικτατορία σε κάθε επέτειό της τον Αύγουστο δεν είναι επιλογή του περιοδικού, αλλά τις απέστελνε για να δημοσιευτούν υποχρεωτικά ο Θεολόγος Νικολούδης».[19]
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί τα Νέα Γράμματα (για τη Νέα Εστία δεν τίθεται τέτοιο ερώτημα, καθώς ανεξαρτήτως επιβολής ο Χάρης ήταν, όπως διαπιστώθηκε, φιλικά προσκείμενος στο καθεστώς) δεν ακολουθούν την υποχρεωτική αυτή εντολή. Απάντηση στο ερώτημα δίνει ο ίδιος ο Καραντώνης, ο οποίος το 1975 καταθέτει:
τα περιοδικά υποχρέωνε τότε το υπουργείο τύπου να βάζουν ένα τετραγωνάκι, – ήτανε απαραίτητο, σαν γραμματόσημο, στο οποίον έβαζαν κάποιο ρητό του Μεταξά ή κάποιο αξίωμα, ας πούμε, της εποχής εκείνης. Εμάς δεν μας το επέβαλαν ποτέ, κι απορούσαμε γιατί. Εκ των υστέρων το εξηγώ ότι δεν έδιναν καμιά σημασία στο περιοδικό.[20]
Άλλη εκδοχή παρουσιάζει, ωστόσο, ο (συν-διευθυντής) Κατσίμπαλης, ο οποίος, σύμφωνα με τον Mario Vitti, τον πληροφόρησε ότι απείλησε τον Νικολούδη πως προτιμούσε να κλείσει το περιοδικό παρά να δημοσιεύσει τέτοιο κείμενο.[21]
Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν δεχτούμε, γεγονός είναι ότι όλες οι μαρτυρίες οδηγούν στην εξαγωγή μιας σειράς συμπερασμάτων αναφορικά με τον έλεγχο της δικτατορίας στα περιοδικά και τη στάση των διευθυντών απέναντι στον έλεγχο αυτό: οι διευθυντές επιβεβαιώνουν ότι είχαν την υποχρέωση να δημοσιεύουν υπέρ του Μεταξά (τουλάχιστον) στις επετείους της 4ης Αυγούστου. Η αντίσταση που μπορούσαν να προβάλουν στην υποχρέωση αυτή είναι συζητήσιμη (αν λάβουμε υπόψη τη μαρτυρία Κατσίμπαλη). Όπως φαίνεται πάντως από το παράδειγμα των Νέων Γραμμάτων, είτε η εντολή δεν ήταν απολύτως αυστηρή είτε η μη συμμόρφωση δεν είχε σοβαρές επιπτώσεις, δηλαδή τη διακοπή κυκλοφορίας τευχών. Η κάπως πιο χαλαρή αυτή επιβολή σε συνδυασμό με το γεγονός της ανάθεσης της λογοκρισίας στον Παράσχο και στην Ειρήνη την Αθηναία, που αποτελούσαν συνεργάτες πολλών περιοδικών με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό, δείχνει και πάλι μια ανοχή (ή, ίσως, και κάποια μορφή αδιαφορίας) από την πλευρά του Υπουργείου. Τα παραπάνω (καθώς και το άνοιγμα του Μεταξά προς τη δημοτική, που επισημάνθηκε προηγουμένως) συντείνουν στην άποψη πως το καθεστώς επιθυμούσε να έχει με το μέρος του ευρύτερες ομάδες διανοουμένων.
Εκτός των άλλων, και το ίδιο το περιοδικό που εκδίδεται υπό την πλήρη εποπτεία και καθοδήγηση του μεταξικού καθεστώτος ενισχύει το παραπάνω συμπέρασμα. Πρόκειται για Το Νέον Κράτος, του οποίου η έκδοση διήρκεσε πάνω από τρία χρόνια, αφού ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1937 και σταμάτησε τον Μάρτιο του 1941, αμέσως πριν οι Γερμανοί εισβάλουν στην Ελλάδα.

«Το Νέον Κράτος», Μηνιαία επιθεώρηση (1937-1941). Το θεωρητικό περιοδικό του δικτατορικού καθεστώτος.

Άριστος Καμπάνης (1883-1956). Δημοσιογράφος, ιστορικός, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας συνεργάστηκε με τις κατοχικές δυνάμεις. Φωτογραφία: Απόστολος Βερβέρης, 1935.
Διευθυντής του περιοδικού ήταν ο Άριστος Καμπάνης, ο οποίος θεωρήθηκε ότι διέθετε οργανωτική εμπειρία, αλλά και διασυνδέσεις με κύκλους διανοούμενων που θα εξασφάλιζαν τις απαραίτητες συνεργασίες. Ωστόσο, όπως σημειώνει και ο Ανδρειωμένος:
μολονότι ο διευθυντής του περιοδικού υπήρξε από τους συνειδητούς θιασώτες του καθεστώτος, η διαπιστωμένη ανασφάλεια του δικτάτορα επέβαλε σταδιακά στη συντακτική επιτροπή τον γαμπρό του Γεώργιο Μαντζούφα και τον πανεπιστημιακό Νικόλαο Κούμαρο, οι οποίοι μάλιστα αρθρογράφησαν σε αυτό γύρω από ζητήματα νομικής φύσης.[22]
Πάντως, γεγονός είναι ότι και οι τρεις ως συντακτική ομάδα κάνουν προσπάθεια το περιοδικό να λειτουργήσει ως πόλος έλξης ευρύτερων ομάδων διανοούμενων και όχι ως αποκλειστικός προασπιστής του επίσημου δόγματος.
Ορισμένα από τα ονόματα των φιλολογικών συνεργατών είναι ο Γιάννης Γρυπάρης, ο Παναγής Λεκατσάς, ο Τέλλος Άγρας, ο Άγγελος Σικελιανός (δεν θεωρείται βεβαίως συνεργάτης, ωστόσο, δίνει για δημοσίευση το «Γιατί βαθιά μου εδόξασα» στο τχ. 6, Φεβρουάριος 1938), η Ρίτα Μπούμη Παππά, ο Στέφανος Δάφνης, ο Μαρίνος Σιγούρος (ο οποίος είναι περιστασιακός συνεργάτης και των Νέων Πρωτοπόρων).
Στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής συνεργάτες του περιοδικού είναι, όπως αναφέρθηκε, αρκετοί από τους συνεργάτες της Νέας Εστίας, όπως οι: Παράσχος, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Σωτήρης Σκίπης και ο ίδιος ο διευθυντής της Νέας Εστίας Πέτρος Χάρης.
Ο Χάρης, σε απολογιστικό σημείωμά του, στο τεύχος 289, τον Ιανουάριο του 1939, για το δέκατο τρίτο έτος της Νέας Εστίας, θέτει ένα γενικότερο ζήτημα του ρόλου του διευθυντή-εκδότη ενός περιοδικού στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας τού εντύπου. Συγκεκριμένα τονίζει ότι η έκδοση ενός περιοδικού είναι έργο προσωπικό, με την έννοια ότι απηχεί τις αισθητικές αρχές και την αντοχή του εκδότη-διευθυντή του, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, «κατευθύνει και τοποθετεί το περιοδικό στο βάθρο που εκείνος κρίνει κατάλληλο» (σ. 55).

«Νέα Εστιά», ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό που κυκλοφορεί από το 1927. Τεύχος 1127, Τόμος 95. Αθήναι 15 Ιουνίου 1974.
Η δικτατορία του Μεταξά υπήρξε αναμφισβήτητα μία περίοδος στην οποία οι αντοχές των διευθυντών των περιοδικών δοκιμάστηκαν. Έστω κι αν, όπως επιχειρήθηκε να περιγραφεί, το καθεστώς λογοκρισίας δεν επηρέασε το ίδιο όλα τα περιοδικά, οι διευθυντές κλήθηκαν να διαχειριστούν άλλοτε τις αντιδράσεις και κάποτε επιθέσεις συνεργατών κι αναγνωστών (περίπτωση Νέας Εστίας), άλλοτε την άμεση λογοκρισία που οδηγεί σε αφαίρεση επίμαχων φράσεων ή έργων, καθώς και στην υποχρεωτική δημοσίευση υμνητικών σημειωμάτων (περίπτωση Νεοελληνικών Γραμμάτων), και άλλοτε την αλλαγή στάσης προς τη μεριά της ουδετερότητας (περίπτωση Νέων Γραμμάτων). Σε ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων έφεραν εις πέρας την αποστολή επιβίωσης αλλά και διατήρησης συνεργασιών των κυριότερων εκπροσώπων της ελληνικής πνευματικής ζωής του Μεσοπολέμου.
Υποσημειώσεις
[1] Η μελέτη και αποδελτίωση του υλικού πραγματοποιήθηκε έπειτα από αυτοψία, για τη Νέα Εστία στη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών Α.Π.Θ., και για Το Νέον Κράτος στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Τα Νέα Γράμματα μελετήθηκαν, επίσης, έπειτα από αυτοψία στη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών Α.Π.Θ., ενώ τα Νεοελληνικά Γράμματα από το Λημματολόγιο Ηλεκτρονικών Κυπριακών Θεματικά Οργανωμένων Συλλογών (ΛΗΚΥΘΟΣ). Η απουσία ορισμένων τευχών του περιοδικού στη «Λήκυθο» καλύφθηκε από επιτόπια έρευνα στη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών του Α.Π.Θ.
[2] Γιώργος Ανδρειωμένος, Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: το παράδειγμα του περιοδικού Το Νέον Κράτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010, σ. 22.
[3] Ό.π., σ. 23, σημ. 10. Ο Ανδρειωμένος παραθέτει τη σχετική εντολή, όπως την περιλαμβάνουν τα έργα: Ιστορία του Νέου Ελληνικού Κράτους. Πολιτικές προσεγγίσεις του Γεώργιου Μοσχόπουλου και 4η Αυγούστου του Σπύρου Λιναρδάτου.
[4] Ό.π., σ. 23.
[5] Βλ. τη γραφηματική παράσταση στο: Ερευνητική ομάδα – Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία), Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901–1940), τ. Γ′, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2007, σ. ια′, που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία για τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν από το 1934 έως το 1940 στην Αθήνα, καθώς, επίσης, για τους νέους τίτλους και τα περιοδικά που διέκοψαν την κυκλοφορία τους αυτό το διάστημα. Όπως προκύπτει από τη μελέτη των δεδομένων, ακόμα μεγαλύτερη πτωτική τάση παρουσιάζουν και οι τρεις άξονες τα επόμενα χρόνια (1939–1940).
[6] Σημειώνεται ότι ο Χάρης εμφανίζεται ως συν-διευθυντής του περιοδικού από την 1.1.1933 έως την 1.12.1934. Από τα Χριστούγεννα του 1934 έως και τον Δεκέμβριο του 1987 ο Χάρης παραμένει αποκλειστικός διευθυντής της Νέας Εστίας.
[7] Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, ό.π. (σημ. 5), σ. 16.
[8] Πέτρος Χάρης, «Ο Κυβερνήτης που έγινε θρύλος», Νέα Εστία 340 (15.2.1941) 121.
[9] Η έμφαση που δίνει ο Χάρης στη συμβολή του Μεταξά στην προώθηση της δημοτικής φαίνεται και από το άρθρο του με τίτλο: «Ο αποφασιστικός δημοτικιστής», που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Μεταξά (15.2.1941).
[10] Θεολόγος Νικολούδης, «Το νέον κράτος και η ελληνική τέχνη», Νέα Εστία 240 (Χριστούγεννα
1936) 3.
[11] Το τεύχος-αφιέρωμα στον Μεταξά βρίσκεται ψηφιοποιημένο στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής https://digitallib.parliament.gr/display_doc.asp?item=48031&seg= (τελευταία πρόσβαση 26.03.2025).
[12] Σύμφωνα με μαρτυρία του Θανάση Πετσάλη, τη διεύθυνση του περιοδικού ανέλαβαν αρχικά εξ ημισείας οι Κατσίμπαλης και Καραντώνης. Από το 1937, μετά την αποχώρηση του Κατσίμπαλη στο εξωτερικό, ο Καραντώνης μένει αποκλειστικός διευθυντής του περιοδικού. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Σάββας Καράμπελας, Το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα (1935–1940, 1944–1945), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα, Τμήμα Φιλολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων, 2009.
[13] Σάββας Καράμπελας, «Τα Νέα Γράμματα στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά: στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας του περιοδικού», ανακοίνωση στο Γ′ Συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, διαθέσιμη στο https://www.eens.org/eens-congress-access/?main__page=1&main__ lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=170 (τελευταία πρόσβαση 26.03.2025). Η δήλωση του Καραντώνη συμπεριλαμβάνεται επίσης στο Μassimo Peri, Το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, παράρτημα του περιοδικού Παρουσία 6 (1989) 68.
[14] Καράμπελας, ό.π. (σημ. 13).
[15] Peri, ό.π. (σημ. 13), σ. 69.
[16] Να σημειωθεί ότι και η Ειρήνη η Αθηναία, υπεύθυνη του Υπουργείου για τη λογοκρισία, όπως αναφέρθηκε, δημοσίευσε κείμενά της στα Νέα Γράμματα, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί τακτική συνεργάτιδα του περιοδικού.
[17] Ο Δημήτρης Φωτιάδης υπήρξε διευθυντής, διαδεχόμενος τον πατέρα του Αλέκο Φωτιάδη, από τον Μάρτιο του 1937.
[18] Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 224.
[19] Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918–1940), τ. Β′, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 1024.
[20] Peri, Το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, ό.π. (σημ. 13), σ. 69.
[21] Για τη δήλωση του Κατσίμπαλη, βλ. Mario Vitti, Η γενιά του τριάντα, Ιδεολογία και μορφή, νέα έκδοση επαυξημένη, Αθήνα, Ερμής, 2004, σ. 188, σημ. 2.
[22] Ανδρειωμένος, Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση, ό.π. (σημ. 2), σ. 38.
Δρ. Χρύσα Θεολόγου
Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Βία και εξουσία: ίχνη στο σώμα της λογοτεχνίας, πρακτικά της ΙΖ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 24–26 Νοεμβρίου 2023. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2025.
– Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.










Σχολιάστε