Ο εορτασμός του Πάσχα στην Άρεια Ναυπλίου
Το Πάσχα η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιορταζόταν στην Άρεια με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Οι προετοιμασίες για τη Λαμπρή άρχιζαν πολύ ενωρίς. Η πρώτη μέριμνα ήταν το πασχαλινό αρνί. Το λαμπριάτικο μανάρι, όπως τόλεγαν, έπρεπε να ήταν αρνί, όχι κατσίκι και, φυσικά, δεν το αγόραζαν από το χασάπη τις παραμονές της γιορτής, αλλά το μανάρευε κάθε οικογένεια. Από τρόφιμα δεν αγόραζαν τίποτε. Ζυμαρικά, όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ζαρζαβα-τικά, γάλα, τυρί κ.λ.π., ήταν όλα από τη δική τους παραγωγή. Το ίδιο και τα κρεατικά. Κάθε οικογένεια είχε απ’ όλα τα οικόσιτα. Κότες πολλές και αυγά πολλά για τις ανάγκες της οικογέ-νειας, αλλά και για να πωλούν σε Ναυπλιείς που προτιμούσαν τα φρέσκα για τα μικρά παιδιά τους.
Αφθονούσαν λοιπόν τα κοτόπουλα και οι γαλοπούλες ελεύθερης βοσκής. Θρεμμένα όλα με αγνές τροφές για την οικογένεια και για το εμπόριο. Η κατσίκα και η προβατίνα, ήταν απαραί-τητα οικόσιτα. Από την προβατίνα που γεννούσε δύο και τρία αρνιά πρώιμα, πριν από τα Χριστούγεννα, το καλύτερο, το ξεχώριζαν και το προόριζαν για το Πάσχα. Το «Λαμπριάτη», τον περιποιούνταν ιδιαίτερα για να μεγαλώσει, όσο το δυνατόν πιο πολύ, ως το Πάσχα.
Δεύτερη μεγάλη φροντίδα ήταν η καθαριότητα του σπιτιού. Τη βουβή βδομάδα, (πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα), όλες οι γυναίκες βρίσκονταν σε συναγερμό. Έβγαζαν τα πράγματα έξω και άσπριζαν με ασβέστη όλο το εσωτερικό του σπιτιού. Μόνο τη μεγάλη σάλα την έβαφαν κατά το πλείστον με χρώμα φυστικί. Για το άσπρισμα των εσωτερικών χώρων χρησιμο-ποιούσαν βούρτσα. Για τις αυλές και τις μάνδρες χρησιμοποιούσαν και ψεκαστήρα. Μετά τακτοποιούσαν τα πράγματα του σπιτιού και όλα άστραφταν από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη. Μοσχοβολούσε ο τόπος από το φρέσκο ασβέστωμα που έδινε συγχρόνως μια ευχάριστη και εντυπωσιακή εικόνα.
Η καθαριότητα των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων ήταν μια άλλη προετοιμασία. Τα ασπρόρουχα ήθελαν ειδικό τρόπο. Άναβαν φωτιά με ξύλα για να βράσει το νερό στο μεγάλο καζάνι. Τα ζεμάτιζαν και τα έβαζαν στο μπουγαδοκόφινο, (μεγάλο καλάθι), αφού προηγου-μένως είχαν ντύσει τα τοιχώματα του μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Όταν γέμιζε το καλάθι με ρούχα, τοποθετούσαν πάνω απ’ αυτό ένα άλλο πανέρι ντυμένο, και μέσα σ’ αυτό έβαζαν αρκετή στάχτη. Σ’ αυτή έριχναν πολλές φορές καυτό νερό, με τις κολοκυθόκουπες που φιλτραριζόταν και βρέχονταν τα ρούχα. Μετά τα έπλεναν στη σκάφη με σπιτίσιο σαπούνι. Τα ξέβγαζαν με άφθονο κρύο νερό μέσα στο οποίο διέλυαν λουλάκι (γαλάζια χρωστική σκόνη που παραγόταν από την Ινδικοφόρο ή Βαφική) και τα ρούχα γίνονταν ολόλευκα. Αυτό έδινε μεγάλη ικανοποίηση στις νοικοκυρές.
Μια από τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης εβδομάδας έκαναν το ζύμωμα και τα κουλούρια. Τα «καλά», τα κουλούρια της αμμωνίας, όπως και σήμερα και τα προζυμένια ή «κοιμιστά». Απ’ τα τελευταία έφτιαχναν πολλά. Τα τοποθετούσαν ένα – ένα με σειρά επάνω στα κρεβάτια. Τα σκέπαζαν και περίμεναν πότε θα γίνουν για να τα φουρνίσουν. Αργούσαν να γίνουν επειδή ήταν ζυμωμένα με αλεύρι, προζύμι, νερό, γάλα, κανέλλα, ζάχαρη και βούτυρο. Τα έλεγαν «κοιμιστά», επειδή έμεναν πολλές ώρες σκεπασμένα στο κρεβάτι, σαν να «κοιμόντουσαν». Όλα αυτά τα έψηναν στο φούρνο που είχε κάθε σπίτι. Τα ξύλα τα προμηθεύονταν από το βουνό, όπου φύονται άφθονα πουρνάρια. Τα έκοβαν με το ειδικό εργαλείο, το κλαροξίνι. Έφτιαχναν έξι δεμάτια, τα φόρτωναν στη γαϊδουρίτσα και τα κατέβαζαν στο σπίτι. Άλλοι έδεναν τα δεμάτια όλα μαζί με την μεγάλη τριχιά και η «ζαλιά» μ’ ένα σπρώξιμο έπαιρνε τον κατήφορο.
Τις μέρες αυτές μοσχοβολούσε όλη η ατμόσφαιρα του χωριού από τα ψησίματα. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα κόκκινα αυγά, ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή οι νέες κοπέλες στόλιζαν, από το πρωί, τον Επιτάφιο με άνθη νεραντζιάς και άλλα λουλούδια. Συγχρόνως έψελναν τους λυπητερούς ύμνους στον Εσταυρωμένο Χριστό. «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα…» κ.λ.π. Το βράδυ παρακολουθούσαν όλοι την ακολουθία και την περιφορά του επιταφίου, ψέλνοντας τα εγκώμια.
Τα μικρά παιδιά, παρ’ ότι ζήλευαν, δεν τολμούσαν να ζητήσουν κουλούρια. Πάνω απ’ όλα σεβασμός στην παράδοση. Κάποτε, κάποτε, όμως, έκαναν στα κρυφά και τις «παρανομίες» τους. Έτσι η αγωνία πότε θάρθει η Λαμπρή κορυφωνόταν και όλοι μικροί και μεγάλοι ένιωθαν, ουσιαστικά, τις Άγιες αυτές ημέρες. Το Μεγάλο Σάββατο έπρεπε κάθε σπίτι να σφάξει το Πασχαλινό αρνί που μανάρευε πάνω από τέσσερις μήνες και θα ήταν το λιγότερο είκοσι οκάδες. Την στιγμή που τόσφαζαν έριχναν και βαρελότα ή καμιά ντουφέκια.
Το δέρμα του αρνιού την επόμενη μέρα το πρωί όλοι το πήγαιναν και το χάριζαν στην εκκλησία. Η συγκέντρωση γινόταν στο προαύλιο του ναού από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Τα ζύγιζαν και τα πωλούσαν την ίδια μέρα σε δερματέμπορους. Το ωραίο αυτό έθιμο ήταν ένα σημαντικό έσοδο για τις ανάγκες της εκκλησίας. Η νηστεία όλο το πενηντάημερο, όπως τόλεγαν, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τη νύχτα της Αναστάσεως ήταν υποχρεωτική για μικρούς και μεγάλους. Κρέας, ψάρια, αυγά και τυροκομικά δεν είχαν θέση στο τραπέζι. Έτσι η Λαμπρή για τα μικρά παιδιά ήταν ημέρα εναγώνιας προσμονής για τα καινούργια ρούχα, τα άσπρα παπούτσια, αλλά και για την παύση της νηστείας.
Τη νύχτα της Αναστάσεως παρακολουθούσαν όλοι τη Θεία Λειτουργία. Δεν έφευγε κανένας. Συνήθως μετά τον ασπασμό της εικόνας της Αναστάσεως αποχωρούσε η μητέρα που πήγαινε στο σπίτι για να αποτελειώσει την πατροπαράδοτη σούπα ή μαγειρίτσα. Τα μικρά παιδιά, που συνήθιζαν να κοινωνούν τη Μεγάλη Πέμπτη, είχαν στην τσέπη τους ένα κόκκινο αυγό και ένα κουλούρι και μόλις ο παπάς έλεγε το «Χριστός Ανέστη», έβγαιναν έξω, τσούγκριζαν, έτρωγαν και έδιναν τέλος στην ανυπομονησία τους, λόγω της πολυήμερης νηστείας. Μετά το τέλος της Αναστάσιμης Λειτουργίας, γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα, όλοι χαρούμενοι γύριζαν στο σπίτι κρατώντας τη λαμπάδα με το Άγιο Φως.
Ο πατέρας με την αναμμένη λαμπάδα έκανε το σημείο του σταυρού στο πάνω μέρος της εξώπορτας και ύστερα την έδινε στη γυναίκα του λέγοντας της: «Χριστός Ανέστη». Εκείνη απαντούσε: «Αληθώς Ανέστη». Και με το φως της λαμπάδας άναβε το καντήλι. Πολλές είχαν την ωραία συνήθεια να διατηρούν το φως αυτά ακοίμητο (χωρίς να σβήσει) μέχρι και την παραμονή της Αναλήψεως, που παύει να λέγεται το Χριστός Ανέστη. Ύστερα όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι. Ο πατέρας έπαιρνε στα χέρια του τη μεγάλη Πασχαλινή Κουλούρα με το κόκκινο αυγό στη μέση. Τη σταύρωνε με το μαχαίρι και την έκοβε σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια, ενώ η οικοδέσποινα την τεμάχιζε σε μικρότερα. Τσούγκριζαν μεταξύ τους τα κόκκινα αυγά, λέγοντας πάλι το «Χριστός Ανέστη» και άρχιζαν να τρώνε με όρεξη την πεντανόστιμη μαγειρίτσα, μετά από τόση μεγάλη νηστεία.
Την Κυριακή, πρώτη μέρα της Αναστάσεως και μετά το μεσημεριανό φαγητό γύρω στις 4μ.μ. ο παπάς χτυπούσε χαρμόσυνα την καμπάνα και καλούσε τους πιστούς να παρακολουθήσουν τον «Εσπερινό της Αγάπης». Όλοι καλοντυμένοι με τις καλύτερες φορεσιές και με τη λαμπάδα έτρεχαν στην εκκλησιά. Τις ωραιότερες φορεσιές τις είχαν τα κορίτσια και τα αγόρια εκείνα, που είχαν σειρά για να παντρευτούν. Οι μητέρες έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο ντύσιμο των κοριτσιών που έπρεπε να παντρευτούν. Τους έραβαν ωραία φορέματα και τα στόλιζαν με κοσμήματα της εποχής, δηλαδή, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και άλλα για να διακρίνονται.
Η μεγάλη ημέρα της Χριστιανοσύνης είχε την θρησκευτική, αλλά και την κοινωνική της πλευρά. Από την ημέρα αυτή της ωραίας εμφάνισης των νέων ξεκινούσαν τα περισσότερα προξενιά. Δεν έλειπαν, βέβαια, και τα αισθήματα. Επικρατούσε όμως ο ρομαντισμός, η σοβαρότητα, ο αμοιβαίος σεβασμός και η γνήσια αγάπη που απέβλεπε στο μυστήριο του γάμου. Όταν τέλειωνε η χαρμόσυνη ακολουθία, έτσι όπως ήσαν λαμπροφορεμένοι και χαρούμενοι από το φως της Αναστάσεως, έδιναν μεταξύ τους τον ασπασμό της αγάπης. Οποιαδήποτε έχθρα μικρή ή μεγάλη την ημέρα αυτή λησμονιόταν. Δεν υπήρχαν εχθροί, παρά μόνο φίλοι, αδελφοί και συγγενείς. Το «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει», που ψαλλόταν με έμφαση και τόνο πανηγυρικό, γαλήνευε τις καρδιές όλων και τις έκαμε απαλές, συγχωρητικές.
Έτσι, καθώς έβγαιναν αδελφωμένοι μέσα από τη λαμπροφόρα Εκκλησιά, έστηναν χορό στην πλατεία του χωριού, «τα πέντε αλώνια» μέχρι που νύχτωνε. Χορό μεγάλο, από δύο και τρεις κύκλους, ώστε να χωρούν όλοι και να αισθάνονται όλοι πραγματικά αδελφωμένοι και συγχωρεμένοι. Οι καλοφωνάρηδες και οι καλοφωνάρισσες άρχιζαν πρώτοι το τραγούδι και ύστερα όλοι μ’ ένα στόμα και με μια φωνή επαναλάμβαναν τα λόγια τους. Τα τραγούδια ήταν τα δημοτικά και το περιεχόμενο τους ανάλογο με τη μεγάλη Θρησκευτική γιορτή και τη γιορτή της ανοίξεως. Φυσικά, από τον πλούσιο κατάλογο των δημοτικών τραγουδιών, δεν έλειπαν και τα ντόπια, αυτά που έφτιαχναν οι πιο επιτήδειοι και τα τραγουδούσαν πολλές φορές και με μεγαλύτερη ευθυμία.
Βλάσης Π. Βαμβακάς
«Άρεια – Το μπαλκόνι τ’ Άναπλιού», Ναύπλιο, 2006.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε