Η Σμύρνη με το βλέμμα του Νικολάου Δραγούμη – Στοχασμοί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη κατέχει μία ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία καθώς συνιστούσε έναν ελκυστικό ταξιδιωτικό προορισμό[1]. Εκτός από τους ακατάλυτους δεσμούς που συνέδεαν την ελληνική κοινότητα με το εθνικό κέντρο, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η εμβληματική αυτή μητρόπολη της Ιωνίας υπερείχε των πόλεων του ελληνικού κράτους για το επίπεδο και την ποιότητα ζωής.
Ένα επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Γ. Κοζάκης-Τυπάλδος, σχετικά σημειώνει: «Εν γένει υπό την υλικήν έποψιν οι Σμυρναίοι εισί πολύ πλέον πεπολιτευμένοι από ημάς τους κατά την ελευθέραν Ελλάδα Έλληνες, και τη αληθεία (μ᾽όλας μας τας αξιώσεις) νομίζω, ότι και διανοητικώς δεν υπερτερούμεν αυτούς κατά πολύ»[2].
H λαμπρή αυτή κοσμόπολη που στα νεότερα χρόνια συγκροτήθηκε από μεταναστευτικά πληθυσμιακά ρεύματα, σταδιακά σημείωσε αλματώδη οικονομική πρόοδο λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών και των διεθνών της προσβάσεων[3]. Πρόκειται πλέον για την ανθοφορούσα και πολυεθνική Σμύρνη[4] όπου το ελληνικό στοιχείο συνιστούσε τον αξιολογότερο οικονομικό και κοινωνικό παράγοντα[5].
Ο Νικόλαος Δραγούμης (Κωνσταντινούπολη 1809–Αθήνα 1879) ανήκε σε μια αθηναϊκή ελίτ με δυτική παιδεία και με διακριτό το ενδιαφέρον για τα κοινά[6]. Ως αισθητικά καλλιεργήμενο λόγιο και προοδευτικό για την εποχή του τον παρουσιάζει ο Κ. Θ. Δημαράς[7].
Tο 1853, όταν με τη κήρυξη του Κριμαϊκού πολέμου, ο Όθων, ανταποκρινόμενος σε έντονο φιλορωσικό κοινό αίσθημα, τάχθηκε με τη ρωσική πλευρά, ο Δραγούμης με μία ομάδα διαφωνούτων διανοουμένων αποτελούμενη από τους Κωνσταντίνο και Πέτρο Παπαρρηγόπουλο, Μάρκο Ρενιέρη, Αλέξανδρο Ρίζο-Pαγκαβή, Ιωάννη Σούτσο, Γεώργιο Βασιλείου ίδρυσαν το γαλλόγλωσσο περιοδικό Le Spectateur de l’Orient που κυκλοφόρησε καθόλη τη διάρκεια του πολέμου μέχρι και το 1857[8]. Πρόθεσή τους συνιστούσε η ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης σχετικά με τις ιδέες, τα συναισθήματα, τα συμφέροντα, τις δυνάμεις των πληθυσμών της Ανατολής καθώς χαρακτηριστικά διευκρινίζει σε άρθρο του ο Κ. Παπαρρηγόπουλος[9]. Ως ενεργοί πολίτες υποστήριζαν αναγκαία την παραμονή του νεοσύστατου κράτους με το πλευρό των Ευρωπαίων που είχαν ενεργά συμμετάσχει στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα αλλά τώρα με δυσπιστία παρατηρούσαν τα γεγονότα στην Ελλάδα[10].
Με τη λήξη του πολέμου, ο Ν. Δραγούμης, τον Απρίλιο του 1857, δημοσίευσε σε επιστολική μορφή με το αρχικό D. τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στην οθωμανική Σμύρνη στον Spectateur de l’Orient[11]. Με αποδέκτη τον υπεύθυνο έκδοσης του περιοδικού, τον Μάρκο Ρενιέρη (Τεργέστη 1815-Αθήνα 1897)[12], η επιστολή αυτή, άγνωστη έως τώρα[13], εντάσσεται με τον ρομαντικό της λυρισμό στην ταξιδιωτική πεζογραφία του Έλληνα λογίου και πολιτικού, ο οποίος εύρισκε λίγο χρόνο ν᾽απομακρυνθεί από τη δεινή πολιτική κατάσταση στην Αθήνα που με τόση δυσφορία περιγράφει στις Αναμνήσεις του. Αξιοσημείωτο είναι ότι τρεις μήνες αργότερα ο Δραγούμης δημοσιεύει στην Πανδώρα, ένα ανυπόγραφο κείμενο τιτλοφορούμενο «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», όπου επίσης αποτυπώνει τις εντυπώσεις του από την ιωνική πολιτεία[14].
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο δημοσιεύματα αναφερόμενα στο ίδιο σύντομο ταξίδι, έγκειται στον υβριδικό χαρακτήρα της επιστολής προς τον Μ. Ρενιέρη, στην οποία ο Δραγούμης δεν περιορίζεται στα προσωπικά του βιώματα αλλά επιπλέον εκφράζει ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις για επίμαχα πολιτικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική υφή της επιστολής ενισχύεται από το γεγονός ότι δόθηκε για δημοσίευση στον Spectateur παρά στη φιλολογική Πανδώρα της οποίας από το 1855 μόνος ιδιοκτήτης ήταν ο Ν. Δραγούμης από την οποία, ωστόσο, έλειπε πολιτική στήλη[15].
Τον Αθηναίο λόγιο και πολιτικό πάντοτε ενθουσίαζαν οι επισκέψεις του στη Σμύρνη, για την οποία έτρεφε θερμά αισθήματα. Εξοικειωμένος με τον αστικό της χώρο και τις φυσικές ομορφιές της σμυρναϊκής ενδοχώρας σκιαγραφεί με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τον πολύμορφο κόσμο της που έσφυζε από ευφροσύνη και ευμάρεια. Κάνει λόγο για την εξωστρέφεια της ελληνικής κοινότητας με τη Γραικική Λέσχη, τα εντευκτήρια, το θέατρο, τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία, τους πολιτιστικούς συλλόγους καθώς και τα σαλόνια της μεγαλοαστικής τάξης[16].
Δεν παραλείπει να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις όπως εκείνη ενός Ιταλού ταχυδακτυλουργού[17] ή να κάνει κοντινές εκδρομές. Έκδηλος παραμένει ο θαυμασμός του για τη νοικοκυροσύνη, το κάλλος και την κομψότητα των γυναικών. Είναι σαφές ότι η γλυκιά ιωνική ατμόσφαιρα είναι τόσο δελεαστική και σε τέτοιο βαθμό σύμφυτη με την ρομαντική του ιδιοσυγκρασία, που δεν διστάζει να εξομολογήσει την ψυχική αγγαλίαση που τον κυριεύει σε κάθε του επίσκεψη. Γράφει συγκεκριμένα:
Η λέξις όμως Σμύρνη υπήρξεν ανέκαθεν, αγνοώ διατί, εν τη φαντασία μου ταυτόσημος προς το κάλλος και την κομψότητα του ωραίου φύλου, το εμμελές και λιγυρόν της γυναικείας φωνής, το ηδυπαθές και άφροντι και ανειμένον του βίου. Οσάκις επάτησα είς την Σμύρνην τον πόδα, αμέσως ‟η με πόνων ρύσατο παναγρύπνοις μερίμνης”, και κουφοτέραν αισθανόμενος την καρδίαν, παρεσύρθην καγώ υπό του ρεύματος, ουχί, άπαγε! του θολερού Μέλητος, αλλά του διαυγούς χειμάρρου της Σμυρναϊκής θυμηδίας και ιλαρότητος[18].
Ἀλλωστε σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινείται και ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος, συνεπαρμένος και αυτός από τη λαμπρή αυτή πολιτεία κατά την περιήγησή του στην τότε εγγύς Ανατολή: «Ο ωραίος ουρανός και ο μαγευτικός ορίζων της ελάσσονος Ασίας, και η εξαίσια χάρις των γυναικών, αίτινες δεν κρύπτονται εις την ευτυχή ταύτην Ιωνικήν πόλιν, με κατέλιπον εντυπώσεις ανεξαλείπτους»[19].
Το τοπίο της πόλης, εντούτοις, δεν εντυπωσιάζει τον Δραγούμη περιοριζόμενος απλώς να δηλώσει με τρόπο λακωνικό πως «η αμφιθεατρική θέσις της πόλεως, κειμένης εις τον μυχόν τοῦ κόλπου, δέν εἶναι βεβαίως ωραία»[20]. Η περιγραφή του φυσικού κάλλους της ευρύτερης σμυρναϊκής περιοχής κυριαρχεί, εντούτοις, στην εικόνα που προλαβαίνει να μας δώσει του Μπουρνόβα[21], του ξακουστού, όπως λέει, παραθεριστικού προαστίου με τις πολυτελείς και εντυπωσιακές επαύλεις Ελλήνων και Λεβαντίνων. Συγκεκριμένα με γλαφυρότητα διηγείται:
Τα Τίβουρα[22] ταύτα της μητροπόλεως της Ιωνίας δεν είναι ανάξια της φήμης αυτών· διότι και η θέσις υψηλή και ο ορίζων εκτεταμένος και βαθύς, και η πέριξ χώρα ποικίλη και πολυτελής, και τα δένδρα ευθαλή και ευώδη, και ευκραής η των ζεφύρων πνοή, και ρύαξ ύδατος ψυχεινού, συνηχών πρός τον στεναγμόν των φύλλων, μορμυρίζει προ των ποδών σου. Ενταύθα οι πλούσιοι των Σμυρναίων ανήγειραν μεγαλοπρεπείς εαρινάς επαύλεις, και κήπους προσέθηκαν πολυδένδρους και ανθοκόμους, αναδείξαντες το χωρίον νυμφών οπωρινών ενδιαίτημα, ίνα είτω καθομηρίζων[23].
Με το λεπτό χιούμορ που τον διακρίνει, προσθέτει:
Καταγλαΐζουσι δε ταύτα πάντα και επαφρόδιτοι Σμυρναΐδες, τας οποίας εβλέπομεν διαβαίνοντες προτείνουσας τας κεφαλάς, και βλέποντες εθαυμάζομεν ως οι παρ᾽Ομήρω δημογέροντες την Ελένην, διότι δεν ήμεθα όλοι νέοι, και ελυπούμεθα παρηβήσαντες[24].
Στις αφηγήσεις του Δραγούμη περνούν απαρατήρητα τα μνημεία της Σμύρνης από την αρχαία και τη βυζαντινή περίοδο[25]. Περιορίζεται σε οθωμανικά κτίσματα, όπως την κλειστή αγορά, το Βεζεστένιον, και το Βεζίρ Χάνιον ή Βεζύρ Χάνι, ένα διώροφο λιθόκτιστο πανδοχείο στο οποίο κατέφθαναν καραβάνια με καμήλες φορτωμένες με εμπορεύματα από τα βάθη της Ανατολής. Δυσανασχετεί με τις καθυστερήσεις στις διαδρομές του που οφείλονται στη διέλευση των ακούραστων αυτών τετραπόδων εντός της πόλης, ενώ παρατηρεί πως η συνύπαρξή τους με τα επιβλητικά δυτικότροπα κτήρια δημιουργούν έναν συνδυασμό οριενταλισμού και δυτικής αισθητικής που δεν στερείται χάριτος[26].
Όπως καθαρά δηλώνει ο Δραγούμης στον Spectateur, αφορμή να μεταβεί στη Σμύρνη το 1857 στάθηκε η επιθυμία του να γνωρίσει από κοντά τις απρόσμενες μεταβολές που έγιναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη λήξη του Κριμαϊκού πολέμου το προηγούμενο έτος, για τις οποίες τόσα πολλά είχε διαβάσει και ακούσει[27].
Καθώς γνωρίζουμε στις 18 Φεβρουαρίου 1856 είχε ολοκληρωθεί το Τανζιμάτ, η μεγάλη εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, με την υπογραφή του Χάττι Χουμαγιούν[28] το οποίο παραχωρούσε προνόμια στις μη μουσουλμανικές κοινοτήτες προκειμένου ν᾽αποτραπούν αποσχιτικές τάσεις[29]. Όπως είναι φυσικό, το διάταγμα αυτό έγινε θετικά αποδεκτό από τους χριστιανούς οι οποίοι αποκτούσαν υπόσταση με την ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση.
Καλά ενημερωμένος για τις εξελίξεις της οθωμανικής πολιτικής[30], ο Δραγούμης αναγνωρίζει ότι επήλθαν σημαντικές βελτιώσεις στη Σμύρνη στο διάστημα των έξι ετών που μεσολάβησε από προγενέστερο ταξίδι του το 1851. Μιλώντας για τις αλλαγές που παρατήρησε, δίνει έμφαση στην καθημερινότητα των κατοίκων και στον κυρίαρχο αστικό χαρακτήρα της πόλης με τις οικονομικές και κοινωνικές της πτυχές[31]. Εστιάζει στην εκβιομηχάνιση της πόλης και περιεργάζεται τα οικοδομήματα του αλφιτείου (αλευρόμυλου) και του χαρτοποιείου. Αντιμετωπίζει με πολλή συμπάθεια και εκτίμηση την ελληνική κοινότητα και εξαίρει τη μέριμνα που δείχνει για αξιοσημείωτα φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως το Γραικικό Νοσοκομείο, το πληρέστερο στην Ανατολή[32], όπου χωρίς διάκριση παρέχεται δωρεάν νοσηλεία στα μέλη όλων των εθνοτήτων. Εκτός από νοσηλευτικό ίδρυμα που συντηρούσε σχολείο για αγόρια, το Νοσοκομείο λειτουργούσε ως χώρος περίθαλψης απόρων, ως γηροκομείο, ως φρενοκομείο και ως οικοτροφείο για «γυναίκας ασέμνους» προκειμένου να επανέλθουν «στην οδόν της τιμής αφ᾽ης εξετράπησαν»[33].
Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ελληνική εκπαιδευτική άνθιση. Αναφέρεται στην Ευαγγελική Σχολή οικοδομημένη δίπλα στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής, στα αλληλοδιδακτικά σχολεία για αγόρια και κορίτσια, συντηρούμενα από τις εκκλησίες. Για τη συμβολή των Σμυρναίων στην ανάπτυξη της παιδείας διαβάζουμε: «Oι εν Σμύρνη ομογενείς έχουσι και άλλο έθος αξιοθαύματος. Εκάστη των πέντε η εξ εκκλησιών συντηρεί και ίδιον αλληλοδιδακτικόν σχολείον αρρένων ή κορασίων»[34]. Συνυφαίνοντας τη σημασία του λόγου του Θεού με εκείνου του ανθρώπου ο Δραγούμης υπογραμμίζει πως η γειτνίασή τους φανερώνει πόσο ατελής παραμένει ο χριστιανός εκείνος που παραμελεί την εκπαίδευσή του.
Εμπνεόμενος από έναν γνήσιο φιλελευθερισμό του καιρού του με υπόβαθρο τις αξίες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[35], ο παλαιός αυτός μαθητής του Γεωργίου Σερούϊου[36] πιστεύει, καθώς και ο Αδαμάντιος Κοραής, ότι η διάπλαση της νεότερης ελληνικής κοινωνίας βασίζεται στον εκσυγχρονισμό της παιδείας και στην εμπορική οικονομία[37]. Σε μία παρεμβολή του κειμένου του διερευνά τις σχέσεις εμπορίου και ανάπτυξης των τεχνών και των επιστημών· βρίσκει την ευκαιρία να διατυπώσει μία γενικότερη θεώρηση σχετικά με την πολιτιστική συμβολή του εμπορίου σε κοινωνίες όπως εκείνη της Σμύρνης η οποία οφείλει την αστική της ακμή όσο και την πνευματική της αίγλη στις εμπορικές δραστηριότητες[38]. Κατά την άποψή του η πολιτιστική αφομοίωση που επιτυγχάνεται μέσω του εμπορίου συνδέει τους λαούς. Όσον αφορά στην ελληνική εμπορική δραστηριότητα, θεωρεί ότι σημείωσε ξεχωριστή επιτυχία κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες. Έχοντας προφανώς υπόψη του την καίρια συμβολή των εμπόρων της ελληνικής διασποράς στη διαφύλαξη των εθνικών στοιχείων με την οικονομική στήριξη της νεοελληνικής εκπαίδευσης και παιδείας, συγκαταλέγει το εμπόριο στους συστατικούς παραγόντες της διαμόρφωσης του ελληνικού εθνικού φρονήματος πλάι στη μελέτη της αρχαίας γραμματολογίας και στον ρόλο που διαδραμάτισε η ορθόδοξη Εκκλησία, βασικός συντελεστής στη διατήρηση της ελληνικότητας κατά την τουρκοκρατία.
Ακόμη ο Δραγούμης επεκτείνεται στις άλλες εθνότητες της σμυρναϊκής κοινωνίας: την οθωμανική, την αρμενική, την εβραϊκή, την λεβαντίνικη[39]. Διακρίνει τις εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις της τελευταίας που συγκρινόμενη με την ελληνορθόδοξη και την αρμενική κοινότητα υστερεί σε πνεύμα ενότητας[40]. Χρησιμοποιεί λόγια επαινετικά για το νοσοκομείο, τα εκπαιδευτήρια και τις βιβλιοθήκες, τον Τύπο και τις εκδόσεις των Ορθόδοξων Αρμενίων[41], των οποίων ο υπό ανέγερση εντυπωσιακός ναός φανερώνει την ευρωστία τους. Αναφερόμενος στο εβραϊκό στοιχείο επικρίνει την πολιτιστική του οπισθοδρόμηση θεωρώντας τον υπερβολικά αυτοεγκλωβισμένο εντός των θρησκευτικών του παραδόσεων[42].
Στην επιστολή του προς τον Μ. Ρενιέρη, με αξιόλογη διεισδυτική ικανότητα ο Δραγούμης διατυπώνει μέσα σε λίγες γραμμές κρίσεις, αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσες, για τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης και τις σχέσεις της με τις ξένες εθνότητες.
Oι στοχασμοί του συνθέτουν μία διαφωτιστική κριτική της δυσάρεστης τροπής που κινδύνευε ν᾽ακολουθήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ξεκάθαρα αντιλαμβάνεται πως η σημαντική οικονομική ακμή της Σμύρνης δεν είναι απότοκος της πολιτικής της Υψηλής Πύλης αλλά των δραστηριοτήτων των εθνοτικών κοινοτήτων με πρώτες ανάμεσά τους, την ελληνική και την αρμενική κοινότητα. Βρίσκει τον οθωμανικό πληθυσμό επικίνδυνα προσηλωμένο σε παρωχημένες νοοτροπίες. Με δυσμενή σχόλια αναπαριστά την τουρκική συνοικία με τα ρυπαρά της καλντερίμια και τους αργόσχολους Οθωμανούς οι οποίοι με βρώμικα ρούχα καπνίζουν ανενόχλητοι τον ναργιλέ τους στο προαύλιο του τζαμιού τους βυθιζόμενοι, ολοένα και περισσότερο, στην αδράνεια και στη νωθρότητα[43]. Αναφερόμενος στη δυσκίνητη οθωμανική διοίκηση ασκεί κριτική στις σοβαρές εγγενείς της αδυναμίες υπογραμμίζοντας πως, καθώς μας διδάσκει η ιστορία, η ακινησία οδηγεί τους λαούς στον θάνατo, καθότι ένα έθνος, με το βλέμμα στραμμένο μόνο στο παρελθόν, είναι στην πραγματικότητα χαμένο[44].
Συνεχίζοντας την πολιτική του ανάλυση ο Δραγούμης θέτει στο επίκεντρο των στοχασμών του ζητήματα σχετικά με το μέλλον της Αυτοκρατορίας και, δίχως να τρέφει ψευδαισθήσεις, εκτιμά μη εφικτές τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Παρότι υπέρμαχος ο ίδιος των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων[45], τονίζει πως μία απότομη αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών δεν είναι βιώσιμη με μόνο την υπογραφή ενός διατάγματος και με μοναδικό γνώμονα τις θρησκευτικές διαφορές. Αρνείται ν᾽αποδώσει αυτήν την κατάσταση στις επικρατούσες πολιτικές συγκυρίες καθότι είναι πεπεισμένος ότι αποτελεί συνέπεια μιάς μορφής διακυβέρνησης που υφίσταται επί αιώνες. Προχωρώντας στην ανάπτυξη του βασικού αυτού επιχειρήματος, ο Δραγούμης υποστηρίζει πως οι λεγόμενοι Οθωμανοί μεταρρυθμιστές οφείλουν να έχουν υπόψη τους ότι η δύναμη των προλήψεων είναι σε θέση να διαστρεβλώσει τη ψυχή των ανθρώπων. Οι υπάρχουσες συμπεριφορές βαθιά ριζομένες στη λαϊκή ψυχοσύνθεση, μπορούν να μεταβληθούν μόνον με την επίδραση νέων ιδεολογιών. Διαπιστώνοντας με ανησυχία τις πολιτισμικές αντιθέσεις και το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην ευρωστία των εθνοτικών ομάδων και τις αδυναμίες της οθωμανικής εξουσίας, προβληματίζεται αναφορικά με τη φύση των μελλοντικών τους σχέσεων. Με αξιοσημείωτη οξυδέρκεια αντιλαμβάνεται πως, εφόσον διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση, οι ξένες κοινότητες θα συνειδητοποιήσουν την ανωτερότητά τους έναντι του δυνάστη τους. Καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος μίας δυνητικής ανατροπής της ισχύουσας οθωμανικής πραγματικότητας καθώς και μίας ρήξης, προάγγελου της αυτονόμησης των χριστιανών[46].
Πέντε χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1862, σε άρθρο του στην Πανδώρα τιτλοφορούμενο «Αποδημήτου αναμνήσεις» ο Δραγούμης μεταφέρει καινούργιες εντυπώσεις του από τη Σμύρνη που νωρίτερα είχε εκ νέου επισκεφθεί τον Ιούλιο του ιδίου έτους[47].
Σπεύδει να επανασυνδεθεί με παλιούς του γνώριμους, να επισκεφθεί ξανά τη Γραικική Λέσχη και να παρακολουθήσει τις ετήσιες εξετάσεις της Ευαγγελικής Σχολής, την οποία βρίσκει αναβαθμισμένη χάρη στις προσπάθειες του καινούργιου διευθυντή Κωνσταντίνου Σ. Ξενόπουλου, πολυγραφότατου φιλολόγου, και των συνεργατών του, τους ιατρούς Χαράλαμπο Βερνάρδο και Γαληνό Κλάδο[48], όπως συγκεκριμένα αναφέρει[49]. Εκφράζει μάλιστα την ευχή να σημειώσει η ανώτερη αυτή Σχολή ανάλογη επιτυχία με το άλλοτε νεωτερικό Φιλολογικόν Γυμνάσιον των Κ. Οικονόμο και Κ. Κούμα, πρωτεργατών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[50].
Επιπλέον διηγείται μίαν ευχάριστη νυχτερινή εκδρομή με λέμβους στο ειδυλλιακό Κορδελιό με μίαν ανέμελη φιλική συντροφιά και με τη συνοδεία μουσικών. Γι᾽αυτή την ξεχωριστή ζεστή βραδυά του Ιουλίου γράφει με ποιητική διάθεση:
Την φοράν μάλιστα ταύτην την πανάγρυπτον μέριμναν διεδέχθη ακριβώς πανάγρυπνος ευφροσύνη· διότι το εσπέρας αυτό της ημέρας καθ᾽ήν έφθασα, οδηγηθείς υπό των φιλοξενούντων με και πολλών άλλων έκ των λογάδων κατοίκων αμφοτέρων των φύλων της Σμύρνης, διενυκτέρευσα εις το αντικρύ μέρος της πόλεως το καλούμενον Κορδελιό. Διηνύσαμεν δε την νύκτα όλην εν ευθυμία, αλλ᾽ευθυμία κοσμία και σεμνή. Άξιος περιγραφής είναι ο συνήθης τρόπος μεταβάσεως. Επιβάντες εις εξ μεγάλας λέμβους συνεζεύξαμεν αυτάς ανά δύο, και κωπηλατούντες εν αρμονία και σιγηλώς επλέομεν ως εν λίμνη. Εις την μίαν των λέμβων εκάθηντο μουσικοί εμπειρικοί μεν, αλλά μετά πολλής τέχνης παιανίζοντες και τραγωδούντες[51].
Κλείνοντας ο Δραγούμης προβαίνει σε μία σύντομη συνολική εκτίμηση του μέλλοντος της εξασθενημένης Αυτοκρατορίας. Οι σκέψεις του αναφορικά με τον αποκαλούμενο «άρρωστο άνθρωπο της Ευρώπης» ουσιαστικά δεν άλλαξαν. Τον απασχολεί η παρακμή της χώρας η οποία παραπαίει ανάμεσα σε εσωτερικά διλήμματα και σε συρράξεις με βαλκανικές χώρες παρομοιάζοντάς την με κτήριο έτοιμο να καταρρεύσει[52].
Η τελική της πτώση του φαίνεται αναπότρεπτη παρά τις οθωμανικές θεωρητικές εξαγγελίες. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε πως οι προβληματισμοί αυτοί στη συνέχεια επιβεβαιώθηκαν. Οι ξένες εθνότητες εκδηλώνοντας την αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας και εμπλεκόμενες στην τροχιά του εθνικισμού, αντιμετώπισαν τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ σαν ένα σκαλοπάτι για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Τα καταστρεπτικά όσο και τραγικά επακόλουθα που συντάραξαν τη ζωή της Σμύρνης και γενικότερα του μικρασιατικού ελληνισμού μας είναι γνωστά.
Το κείμενο της επιστολής του Νικολάου Δραγούμη προς τον Μάρκο Ρενιέρη, δημοσιευμένο στον Spectateur de l´Orient 4 (1857), τχ. 89, σ. 158-166, είναι το ακόλουθο:
À M. le Rédacteur en chef du
Spectateur de l’Orient
Monsieur,
Entraîné par quelques amis qui, profitant de leurs momens de loisir, allaient entreprendre un voyage d’agrément, je me suis joint à eux pour les accompagner jusqu’à Smyrne. Je n’avais pas vu de près la Turquie après 1851, et les grands événemens survenus depuis dans cette contrée, excitaient en moi le plus vif désir de la visiter. On a tant parlé et tant écrit sur les améliorations introduites dans l’empire ottoman, sur les progrès qu’il a faits et sur la marche décidée qu’il a adoptée ves la civilisation occidentale, qu’en ma qualité d’homme à qui, de même qu’à ce vieillard de Térence, rien de ce qui touche l’humanité n’est étranger,
«Homo sum humani a me nihil alienum puto»[53]
j᾽ai voulu me constituer un des témoins de cette transformation subite et inopinée, qui a suivi de près la guerre de la Crimée.
La ville de Smyrne, si intéressante par son climat, son commerce, la beauté de ses femmes et sa société riche et distinguée, ne m᾽était pas inconnue; je l᾽avais déjà/ 159 visitée cinq ou six ans auparavant, et les souvenirs que j᾽en avais conservés pouvaient bien me servir de point de comparaison entre son état passé et sa condition actuelle.
Comme il ne m’était pas permis de faire un long séjour dans cette ville, je me suis mis, presque aussitôt débarqué, à la parcourir en long et en large, à visiter ses établissemens publics, ses hôpitaux, ses écoles, ses églises, ses casins (sic), ses imprimeries, etc., à renouer mes anciennes relations, à m’en créer de nouvelles, et à me mettre en rapport avec des hommes du peuple, Chrétiens, Turcs ou Juifs. Le seul endroit que j’avais à cœur d’inspecter, mais où il ne m’a pas été facile de parvenir, c’étaient les prisons publiques.
Qu’on ait fait des progrès à Smyrne, — car je ne parlerai que de cette ville, — on ne saurait le nier sans injustice. D’abord Smyrne est un pays éminemment commerçant, et comme vous le savez très bien, monsieur, le commerce n’échange pas seulement des produits; il échange aussi des idées et des mœurs. Le commerce est le lien par lequel s’est établie, jusqu’à un certain point dans les temps modernes, l’unité du genre humain; et son développement s’associe, dans l’histoire des sociétés, au développement des arts, des sciences et de la navigation.
Aussi comme ville commerçante, la capitale de l’Ionie a fait un progrès réel; mais ce progrès, notez-le bien, monsieur, n’est que social, et encore on ne le retrouverait pas parmi toutes les races, et surtout parmi la race dominante.
J’ai dit, monsieur, que le progrès n’est que social, parce qu’il serait difficile à un observateur impartial d’indiquer les points où l’on puisse rencontrer la main de l’administration. On a souvent adressé le même reproche au gouvernement de la Grèce, et moi auusi je sens, quoique avec peine, la nécessité d’avouer qu’il l’a plus d’une fois mérité. Mais, heureusement pour le gouvement turc, il n’a pas à lutter contre les mêmes difficultés que celui de la Grèce; il n’est pas à la tête d’un pays étroit, pauvre et dépeuplé; il n’a pas à guérir des plaies profondes, suite/160 d’une guerre telle que celle de 1821; il n’a pas à concilier des intérêts opposés, naissant d’un état de choses entièrement nouveau. Si, pour des raisons quil lui appartient de faire valoir, le gouverment turc croit ne pas devoir prendre l‘initiative, ou s’il n’est pas assez éclairé pour le faire, il doit au moins suivre l’impulsion donnée par les autres. On trouve à Smyrne, du moins parmi la population chrétienne, un enseignement public plus ou moins organisé, des maisons de charité très bien entretenues, des administrations communales assez surveillantes; mais le gouvernement n’y est pour rien; on ne voit nulle part sa présence tutélaire. Vous vous sentez pris d’un profond sentiment de pitié, quand, errant dans la ville, votre vue est frappée par la saleté, souvent dégoûtante, des rues; elle contraste singulièrement avec la propreté des maisons; car nulle part les femmes ne sont aussi soigneuses de leurs personnes et de leur intérieur qu’à Smyrne.
Le dégoût qui s’empare de vous devient, monsieur, beaucoup plus fort si vous allez du côté où demeurent les Turcs; car les vrais croyans, malgré les hats et les protocoles, aiment toujours à vivre séparément, loins des infidèles. Tandis que la population chrétienne possède de beaux et de grands édifices, les Turcs n’ont en général que des masures qui tombent en ruines, ce qui ne témoigne pas de notables progrès de leur part. J’ai vu au beau milieu d’une rue fréquentée, une flaque d’eau croupie et verdâtre, dans laquelle des grenouilles, rivalisant avec les vendeurs de mouhalebi[54] et de helvà, coassaient de toute la force de leurs poumons.
La population de Smyrne est formée de cinq communautés: des communautés turque, grecque, arménienne, franque et juive. Je n’aurai rien à dire sur cette dernière; non pas précisément parce qu’il n’est pas facile, surtout à un étranger, de pénétrer les mystères de la vie des descendans d’Abraham, mais parce que, chose entièrement contraire à la marche de l’esprit humain, ce peuple singulier croit plus fermement aux traditions de ses pères qu’au témoignage de ses propres sens. On pourrait peut-/161 être affirmer que les Juifs de nos jours sont ceux d’il y a deux mille ans.
La communauté franque ou catholique est peu nombreuse. Grâce cependant à ses protections et à ses ressources, elle aurait pu ambitionner la première place parmi les autres communautés, s’il y avait plus d’union et plus d’accord entre les divers membres qui la composent. On sera étonné d’apprendre qu’il n y a pas une église, pas une école, pas une institution quelconque qui appartienne en propre aux Francs; que des établissemens existant, les uns sont la propriété de la France, les autres de l’Autriche ou de la société de la propagande, et qu’il a fallu à quelques catholiques, jaloux du bien-être de leur commune, surmonter mille obstacles, déjouer mille intrigues pour commencer la construction de l‘hôpital de Saint-Roch. Les Francs de Smyrne paraissent n’avoir pas assez compris, que quelque soit la protection, française, sarde, autrichienne ou turque, sous laquelle ils sont placés, ils ont des intérêts communs qu’ ils doivent rendre indépendans de toute intervention étrangère.
On n’en dirait pas autant des deux autres communautés chrétiennes; sujets anglais, russes, hellènes ou turcs, leurs membres sont avant tout Arméniens ou Grecs; et s’ils permettent jamais à la protection étrangère dont ils jouissent d’intervenir dans leurs affaires intérieures, c’est à l’effet de repousser par elle quelque agression, ou d’en obtenir un nouvel avantage.
J’ai visité, monsieur, avec un bien vif plaisir les établissemens des Arméniens; je ne parlerai ni de leur hôpital, ni de la nouvelle église qu’ils sont sur le point de terminer et qui est une des plus vastes du Levant; ce qui m’a particulièrement intéressé ce sont leurs écoles.
Certes, ce n’est pas la méthode de l’enseignement que j’ai le plus enviée; de l’aveu même d’un des professeurs avec lequel je me suis longuement entretenu, et dont j’ai eu lieu d’admirer la modestie, tout est encore élémentaire dans les écoles arméniennes. On y enseigne la langue nationale, le grec, le turc, le français, et les premiers rudimens de l’arithmétique et de la géographie.
J’ai vu dans l’école des garçons une bibliothèque passablement garnie de livres. Mon professeur, tout empressé de satisfaire ma curiosité, a mis sous mes yeux des ouvrages arméniens dont je ne soupçonnais pas l’existence; ils sont imprimés les uns à Venise, les autres à Vienne et à Paris. Deux petites imprimeries, que j’ai également visitées, publient les livres d’enseignement et de dévotion, ainsi qu’un journal arménien; l’exécution typographique en est assez soignée. Un ou deux autres journaux paraissent dans la même langue à Constantinople, et une illustration à Paris.
Il est à remarquer que chacune de ces publications éphémères, emprunte son titre à l’imagination riante des habitans de l’Asie; elles sont tantôt une étoile, tantôt un soleil, quelquefois même un météore, et ces titres sont toujours accolés avec des épithètes aussi resplendissantes et aussi lumineuses qu’eux.
L’enseignement dans l’école des filles est naturellemt plus borné; mais le français y est de rigueur; il n’y a pas d’élève qui ne soit obligée de l’étudier; tellement que dans quelques années, un Parisien n’aura plus besoin d’enterprète pour faire agréer ses hommages à une de ces dames arméniennes aux yeux pleins de feu.
La jeune institutrice, française ou suisse, aussi agréable par sa figure que polie par ses manières, a eu la bonté de faire passer des examens en ma présence à un certain nombre de ses élèves. Sauf la prononciation qui m’a parue quelque peu vicieuse par rapport à l’accentuation et à la prosodie, elles étaient assez avancées; elles avaient presque toutes la physionomie mobile et intelligente, plus intelligente même que celle des garçons.
Je puis donc affirmer ici, comme je l’ai fait à Smyrne en déposant mon témoignage dans le registre qu’on m’a présenté, que les Arméniens marchent d’une manière décidée tant par le commerce que par l’éducation qu’ils cherchent à se donner, dans la voie du progrès.
Ce progrès est bien plus sensible chez les Grecs de Smyrne. Ce qui rend la situation des Grecs de l’Orient plus élevée que celle de toutes les autres races, c’est, vous le/163 savez très bien, monsieur, l’existence qu’ils ont menée depuis la chute de l’empire. Ayant perdu leur patrie, leur gouvernement, leurs institutions, exclus de tout avantage social et politique, ils se sont attachés avec ardeur, comme aux derniers liens de leur nationalité, à l’étude des ouvrages de leurs pères ainsi qu’à leur église. Voilà ce qui amené l’indépendance d’une partie de la Grèce, et ce qui constitue la supériorité actuelle des Grecs dont je viens de parler. Le commerce y a été aussi pour quelque chose; car, au milieu même de leurs plus dures épreuves, les Grecs n’ont jamais cessé de le cultiver.
On n’a qu’à se rendre à Smyrne pour se convaincre de la vérité que je viens d’avancer. Le commerce y est en grande partie entre les mains des Grecs, et les institutions nationales et pieuses qu’ils ont fondées, dénotent une tendance bien autrement marquée vers la civilisation.
Ce qui m’a particulièrement touché, c’est l’habitude qu’ont les Grecs de Smyrne d’avoir auprès de chacune de leurs cinq ou six églises, une école primaire pour des garçons ou des filles. L’idée est sublime. Ce rapprochement des lettres avec la religion, cette proximité des deux chaires d’où l’on prêche la parole de Dieu et la parole de l’homme, est l’enseignement le plus édifiant et le plus manifeste que la parole de l’homme doit être conforme à celle de Dieu, et qu’on n’est pas chrétien accompli si l’on néglige de s’instruire.
Cela devient encore plus évident lorsque vous visitez l’hôpital; tout à côté il y a une école qui en dépend; elle est là comme pour dire aux malades que les consolations de l’Église sont beaucoup plus efficientes quand on a cultivé son esprit et son cœur de manière à les mieux apprécier et à les mieux comprendre.
De toutes les maisons de charité qu’il y a dans l’Orient, la plus vaste, la plus riche, la plus belle, est à coup sûr l’hôpital des Grecs de Smyrne; ses salles sont grandes, propres et parfaitement aérées, contenant de trente à ciquante lits, et les deux ou trois malades auxquels je me suis adressé pour leur demander comment ils é-/164 taient traités, m’ont assuré qu’ils n’avaient à se plaindre ni des médecins, ni des inspecteurs, ni des domestiques, ni de la nourriture qu’on leur donnait.
Aux qualifications que je viens de donner à l’hôpital grec, j’aurais dû ajouter celle de plus charitable; car il n’est pas uniquement destiné aux malades des deux sexes; au contraire, c’est une maison philanthropique contenant plusieurs hospices à la fois, savoir, un pour les vieillards infirmes, un autre pour les fous, un troisième pour les femmes de mauvaise conduite, etc.
Tous les malades, de quelque nationalité ou de quelque religion qu’ils soient, riches ou pauvres, sont reçus et traités gratuitement dans cet hôpital, ce qui n’est pas dans les usages des autres hôpitaux de Smyrne. Une inscription tirée de l’Évangile, et gravée sur le haut de la porte principale, vous l’apprend de prime-abord:
«Pulsate, et aperietur vobis.»[55]
Un peu plus en avant, à droite en entrant, on lit une seconde inscription bien plus touchante; elle est à côté de l’image du chef divin de notre religion qui, les bras ouverts, invite tous les malades, sans distinction, à s’y jeter avec confiance.
Indépendamment des écoles primaires que j’ai déjà mentionnées et où j’ai vu une grande affluence d’enfans, il y a aussi un établissement d’études supérieures, connu sous le nom d’École évangélique. Le local est spacieux et propre, et la générosité des Grecs de Smyrne n’épargne rien afin de rendre l’enseignement le plus profitable possible à la jeunesse de cette ville. Mais si je dois m’en tenir aux informations qu’on m’a fournies et au peu que j’ai vu, il paraîtrait que le résultat ne répond complétement ni aux sacrifices faits, ni à l’envie d’apprendre dont sont animés les jeunes étudians.
Je regrette sincèrement, monsieur, de ne pas pouvoir dire des Musulmans ce que j’ai dit des Arméniens et des Grecs. Dans la nouvelle situation qu’on cherche à créer à la Turquie, ce qui intéresse au plus haut point les chrétiens de l’Orient, c’est la civilisation de la race dominante; car civilisation est l’équivalent de justice,/165 et l’on sait que depuis quatre cents ans que nous sommes esclaves, nous n’avons jamais demandé que celle-là.
On n’aura donc pas de peine à comprendre jusqu’à quel point j’ai été péniblement affecté, lorsque tout ce que j’ai vu et appris à Smyrne a fait évanouir l’opinion accréditée que les Turcs ne sont plus après la guerre de la Crimée et le traité du 30 mars, ce qu’ils étaient avant ces deux grands événemens[56].
Souvent, monsieur, on est observateur médiocre, ou obligé comme moi de recueillir ses impressions à vol d’oiseau; malgré cela il y a certains faits qui ne sauraient échapper à votre pénétration. Il m’a été, par exemple, impossible, de ne pas remarquer la saleté des costumes et l’étonnante indolence des Musulmans au milieu de ce mouvement continuel, de cette activité fébrile du reste de la population. Assis dans l’enceinte de leur mosquée, ils fument paisiblement leurs narguilés, et s’adressent de temps à autre la parole. À quelqu’un qui, comme moi, est étranger à leur langue, il semblerait, à voir leur air de gravité et de méditation, qu’ils délibèrent sur de graves affaires d’État. Je pense aussi que mes Turcs de la mosquée délibéraient; mais sur des affaires aussi importantes que celle que Domitien soumit aux délibérations du sénat romain appelé à se prononcer sur le choix de la sauce pour un merveilleux turbot[57].
Une de mes connaissances m’a mis en rapport avec un Turc qui parlait français. Comme il n’avait pas l’extérieur aussi solennel que ses compatriotes, et qu’il s᾽exprimait dans une langue qui n’était pas la sienne, j’ai pris la liberté de lui demander comment les Musulmans passaient leur temps. À manger, m’a-t-il répondu, à fumer, à faire leurs dévotions et à satisfaire leurs appetits.
Et l’on appelle cela exister et se civiliser!
À Dieu ne plaise que je rende les Ottomans actuels responsables de cette existence d’immobilité et de sombre léthargie; tout autant vaudrait me faire un crime de gagner mon pain à la sueur de mon front, parce que c’est mon Dieu qui me l’a commandé. Mais les prétendus réformateurs de la Turquie ne doivent pas oublier que la force/166 de la superstition sait déformer l’âme, et que les décrets d’un législateur, consacrés par la crédulité commune, exercent de l’influence sur les masses et sur les siècles. Ils doivent se rappeler encore, que dès qu’un peuple a subi l’empreinte et revêtu la forme du moule religieux où un homme de génie s’est plu à le jeter, c’en est fait; les années s’écoulent en vain, jusqu’au temps fatal où de nouvelles influences, s’insinuant dans l’ancienne forme sociale, la font crouler et la métamorphosent.
Εn attendant cette époque, — si elle arrive jamais bien entendu, — par quels moyens prétend se civiliser la Turquie? Cela ne peut pas être l’objet d’une lettre; mais l’histoire nous apprend que l’immoblité pour les peuples c’est la mort. Aujoud’hui plus que jamais, une nation qui regarde le passé comme sa seule règle, est une nation perdue.
Voilà à peu près, monsieur, le peu d’impressions que m’a laissées mon court séjour à Smyrne. S’il y a quelque conclusion à en tirer, elle sera, je pense, peu favorable aux efforts qu’on fait pour civiliser l’Orient. L’esprit humain marche, il est vrai, en Turquie, mais il marche chez les sujets, tandis qu’il reste stationnaire chez les despotes.
Cela étant ainsi, quelle sera désormais la nature des rapports qui lieront les deux parties? Je l’ignore; mais il me semble que, si les sujets sont contraints de rester dans leur condition d’aujourd’hui, rien ne pourra leur faire plus d’honneur que ce pouvoir des idées morales qui met l’opprimé au dessus de l’oppresseur.
Recevez, monsieur, etc. D.
Υποσημειώσεις
[1] Παράλληλα, ξένοι περιηγητές εκείνης της εποχής περιγράφουν τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Nassau William Senior, A Journal Kept in Turkey and Greece: in the Autumn of 1857 and the Beginning of 1858, Λονδίνο, Longman, 1859.
[2] Γεώργιος Κ. Τυπάλδος (υιός), Aνατολικαί επιστολαί. Σμύρνη. Αίγυπτος. Παλαιστίνη, Αθήνα, εκ του τυπογραφείου Δ. Ειρηνίδου, 1859, σ. 8. Ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος ο νεότερος (1834–1899) διέγραψε αξιόλογη κοινωνική δράση. Γονείς του υπήρξαν ο επίσης Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος και η Ευφροσύνη Μουρούζη.
3 Π. M. Κιτρομηλίδης, «Σμύρνη: οι φυσιογνωμίες μιάς πόλης», στον συλλογικό τόμο Σμύρνη: η μητρόπολη του ελληνισμού, Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών-εκδόσεις Έφεσος, 2002, σ. 9-18. Για τη χρονική περίοδο 1840-1880, βλ. Sibel Zandi-Sayek, Ottoman Izmir: The Rise of a Cosmopolitan Port, 1840–1880, Minneapolis, MN, University of Minnesota Press for Architecture, 2014. Επίσης Σμύρνη: Η ανάπτυξη μιας μητρόπολης της Ανατολικής Μεσογείου (17ος αι.-1922), Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Υμηττός, 20-23 Σεπτεμβρίου 2012, Ιωάννης Καραχρήστος-Παρασκευάς Ποτηρόπουλος (επιμ.), Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 2016.
[4] Εlena Frangakis-Syrett, «Τhe Port of Smyrna in the Nineteenth Century», στο A. Vakalopoulos- C. Svolopoulos-B. Kiraly, (επιμ.), War and Society in East Central Europe, Vol. XXIII (Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη, 1988), σ. 261-272, της ιδίας συγγραφέως, The Commerce of Smyrna in the Eighteenth Century (1700–1820), Aθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1992. M.-C. Smyrnelis, Une société hors de soi. Identités et relations sociales à Smyrne aux XVIIIème et XIXème siècles, Παρίσι 2000, διδακτορική διατριβή, σ. 441-442.
[5] Αιμιλία Θεμοπούλου, «Ο εξαστισμός μιάς μικρασιάτικης πόλης. Το παράδειγμα της Σμύρνης», Σμύρνη: η μητρόπολη του ελληνισμού, σ. 79-111. Εlena Frangakis-Syrett, «Le développement d’un port méditerranéen d’importance internationale: Smyrne (1700-1914)» στο Marie-Carmen Smyrnelis, (επιμ.), Smyrne, la ville oubliée? Mémoires d‘un grand port ottoman, Παρίσι, Éditions Autrement, 2006, σ. 21-49.
[6] Αλίκη Σολωμού, «Δραγούμης Νικόλαος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. Για τα περιστατικά της ζωής του, βλ. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις (α´έκδ. 1874), Α. Αγγέλου (επιμ.), Αθήνα, Ερμής, 1973, τ. 1-2, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.
[7] Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Αθήνα, Γνώση, 92000, σ. 330.
[8] Λουκία Δρούλια, «Le Spectateur de l‘Orient», Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Τύπου, 1784-1974. Ἐφημερίδες, περιοδικά, δημοσιογράφοι, ἐκδότες, Λουκία Δρούλια–Γιούλα Κουτσοπανάγου (επιμ.), Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., 2008, τ. 4ος, σ. 442-444. Eπίσης Άλκηστη Σοφού, «Ο Θεατής της Ανατολής (Le Spectateur de l’Orient) διαλέγεται με την Ευρώπη. Οι διακυμάνσεις μιάς ‟εθνικής αφήγησης”», Πρακτικά του Ε’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2-5 Οκτωβρίου 2014, Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία, Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (επιμ.), Αθήνα 2015, τ. 5, σ. 151-157.
[9] Ρ. [C. Paparrigopoulos], «Explications préliminaires», Le Spectateur de l’Orient 1(1853-1854), σ. 13.
[10] Τιμολέων Ι. Φιλήμων, «Νικόλαος Δραγούμης (σχεδίασμα βιογραφίας)», Παρνασσός 3 (1879), σ. 315. Βλ. Socrates D. Petmezas, «From Privileged Outcasts to Power Players: the ‘Romantic’ Redefinition of the Hellenic Nation in the Mid-19th Century» στο The Making of Modern Greece. Nationalism, Romanticism, and the Uses of the Past (1797–1896), R. Beaton & D. Ricks (επιμ.), Aldershot, Ashgate, 2009, σ. 132.
[11] Ο Δραγούμης χρησιμοποιεί την επιστολική μορφή και σε άλλα ταξειδιωτικά του κείμενα στα αθηναϊκά περιοδικά Ευτέρπη και Πανδώρα.
[12] D., «À M. le Rédacteur en chef du Spectateur de l’Orient», Le Spectateur de l’Orient 4 (1857), τχ. 89, 25 Απριλίου (7 Μαΐου), σ. 158-166. Πολυσήμαντη προσωπικότητα του δημοσίου βίου, ο Μ. Ρενιέρης διακρίθηκε ως νομομαθής, καθηγητής της Νομικής Σχολής, διπλωμάτης, φιλόσοφος, ιστορικός συγγραφέας και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας για πολλά χρόνια. Για τα δημοσιεύματά του στον Spectateur, βλ. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, «Ο Μάρκος Ρενιέρης και ο Spectateur de l’Orient. Οι απόψεις του για τον ελληνισμό», Ο Ερανιστής 30 (2021), Μνήμη Λουκίας Δρούλια (υπό έκδοση).
[13] Σχετικά με την ταξιδιωτική πεζογραφία του Ν. Δραγούμη, βλ. Σοφία Ντενίση, «Ο Νικόλαος Δραγούμης ως πεζογράφος», Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα. Μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880, Νάσος Βαγενάς (επιμ.), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009, σ. 240-242.
[14] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», Πανδώρα 7 (1857), τχ. 175, Ιη Ιουλίου 1857, σ. 150-156. Το ταξίδι αυτό με το ατμόπλοιο Πανελλήνιον και πλοίαρχο τον Γ. Μπούμπουλη, εγγονό της περίφημης Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, πραγματοποιήθηκε τρεις μήνες νωρίτερα όπως μας πληροφορεί ο Δραγούμης δηλαδή τον Μάρτιο, ό.π., σ. 150.
[15] Α. Σαχίνης, Συμβολή στην ιστορία της Πανδώρας και των παλιών περιοδικών, Αθήνα 1964.
[16] Βλ. Βασίλης Καρδάσης, «Η Σμύρνη μέσα από τα μάτια των περιηγητών», Σμύρνη: η μητρόπολη του ελληνισμού, σ. 41-62. Δεν είναι τυχαίο ότι ο François-René de Chateaubriand στο Itinéraire de Paris à Jérusalem, Παρίσι, Le Normant, 31812, τ. Β᾽, σ. 26 αφιερώνει στη Σμύρνη τις εξής γραμμές: «Η διαμονή μου στη Σμύρνη με υποχρέωσε να ξαναπάρω το ύφος και τους τρόπους του πολιτισμένου ανθρώπου, να δέχομαι και να ανταποδίδω επισκέψεις. Οι έμποροι που μου έκαναν την τιμή να μ’ επισκεφθούν ήταν πλούσιοι, και όταν ερχόταν η σειρά μου να τους ανταποδώσω την επίσκεψη, στα σπίτια τους συναντούσα γυναίκες κομψότατες, που θα έλεγες πως τα φορέματά τους τα είχαν αγοράσει το πρωΐ από τα καταστήματα του Λερουά. Ανάμεσα στα ερείπια των Αθηνών και τα λείψανα της Ιερουσαλήμ, το άλλο αυτό Παρίσι, στο οποίο είχα φθάσει με ένα Ελληνικό πλοίο και απ’ όπου ετοιμαζόμουν να φύγω με ένα τούρκικο καραβάνι, έκοβε ειδυλλιακά τις σκηνές του ταξιδιού μου: ήταν ένα είδος πολιτισμένης όασης, μία Παλμύρα ανάμεσα στις ερημιές της βαρβαρότητας».
[17] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 152.
[18] Ό.π. Tις ίδιες αυτές σκέψεις επαναλαμβάνει στο ταξιδιωτικό του χρονικό με τίτλο «Αποδημήτου αναμνήσεις», Πανδώρα 12 (1862), τχ. 304, 1 Οκτωβρίου 1862, σ. 402.
[19] Γεώργιος Κ. Τυπάλδος (υιός), Aνατολικαί επιστολαί. Σμύρνη. Αίγυπτος. Παλαιστίνη, σ. 8.
[20] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 152.
[21] Βλ. Νίκος Καραράς, Ο Μπουρνόβας (Ιστορικά-Αναμνήσεις), Αθήνα 1955. Ενδιαφέρουσα εικονογράφηση με τα αρχοντικά των λεβαντίνικων οικογενειών περιέχει το λεύκωμα της Evelyne Lyle Kalças, Gateways to the Past. Houses and Gardens of Old Bornova, Izmir 1983.
[22] Στη πόλη Τίβουρα ή Τίβυρα κοντά στη Ρώμη, το σημερινό Τίβολι, βρισκόταν, όπως είναι γνωστό, το περίφημο θερινό ανάκτορο του αυτοκράτορα Αδριανού.
[23] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 154.
[24] Ό.π.
[25] Στα ταξίδια του στην Κωνσταντινούπολη ο Δραγούμης εκφράζει έναν συναισθηματισμό για το Βυζάντιο δίνοντας περισσότερη σημασία στη διάσταση του χρόνου και λιγότερο σε εκείνη του τόπου. Βλ. Αναστασία Τσαπανίδου, «Κωνσταντινουπολιτικά μιάς εικοσαετίας (1845-1865). Παύλος Καλλιγάς και Νικόλαος Δραγούμης», Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας. Υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά, Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη, Πρακτικά ΙΔ´ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης 27-30 Μαρτίου 2014, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016, σ.191-198. Για το θέμα της πρόσληψης του Βυζαντίου από τους Έλληνες διανοουμένους στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, βλ. Roxane D. Argyropoulos, Les intellectuels Grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), Aθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Ε.Ι.Ε, 2001 (Collection Histoire des idées-1).
[26] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 153.
[27] D., «À M. le Rédacteur en chef du Spectateur de l’Orient», σ. 158.
[28] Μετά τα πλήγματα που είχε δεχθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της, θεωρήθηκε επιβεβλημένη η αναμόρφωσή της. Βλ. C. Findley, Bureaucratic Reform in the Ottoman Empire. The Sublime Porte 1789-1922, Princeton, 1980. Nora Lafi, The Ottoman Municipal Reforms between Old Regime and Modernity: Towards a New Interpretative Paradigm, Ισταμπούλ 2007.
[29] H. Inalcik, «Τhe Ottoman Decline and its Effects upon the Reaya», Actes du IIe Congrès International des Études du Sud-Est Εuropéen, Αθήνα, Association Ιnternationale des Éudes du Sud-Est Européen, 1972, σ. 73-90. Του ιδίου, «The Αpplication of the Tanzimat and its Social Effets», Archivum Ottomanicum 5 (1973), σ. 98-127.
[30] D., «À M. le Rédacteur en chef du Spectateur de l’Orient», σ. 158. Η μακρά πολιτική του σταδιοδρομία θα φέρει τον Δραγούμη στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών το 1862.
[31] Σύμφωνα με πληροφορίες του νεαρού Άγγλου ιατρού George Rolleston (1829-1881), τοποθετημένου με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου το 1856 στο Αγγλικό Νοσοκομείο της Σμύρνης, υπολογίζεται ότι από τους 150.000 κατοίκους της πόλης 45.000 ήσαν Τούρκοι, 50.000 Έλληνες, η πλειονότητα των οποίων με οθωμανική υπηκότητα, ενώ λίγοι είχαν την ελληνική και 2.000-3.000 την αγγλική. Οι Εβραίοι ανήρχοντο περίπου σε 17.000, οι Αρμένιοι σε 10.000, οι Γάλλοι και Ιταλοί Καθολικοί σε 7.000-8.000, oι Διαμαρτυρόμενοι (Ολλανδοί, Αγγλοι και Αμερικανοί) σε 2.000. Βλ. George Rolleston, Report on Smyrna, Λονδίνο, George E. Eyre-William Spottiswoode, 1856, σ. 20-48. Μαθητής του βιολόγου Thomas Henry Huxley, ο Rolleston υπήρξε υποστηρικτής της θεωρίας περί φυσικής επιλογής του Δαρβίνου και διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Bλ. το ομώνυμο λήμμα από τον D᾽Αrcy Power, «Rolleston, George», Dictionary of National Biography. Λονδίνο, Smith, Elder & Co., 1885–1900, σ. 167-169.
[32] Ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος θεωρεί ότι το Γραικικό Νοσοκομείο «τιμά ενταύθα το ελληνικόν έθνος ου μόνον απέναντι των Ευρωπαίων, αλλά και απέναντι των βαρβάρων Οθωμανών», Aνατολικαί επιστολαί. Σμύρνη. Αίγυπτος. Παλαιστίνη, σ. 5-6.
[33] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 153.
[34] Ό. π.
[35] Ας μην ξεχνούμε ότι στο έργο του συναντάμε την παρουσία των Ρήγα Βελεστινλή, Αδ. Κοραή, Κ. Κούμα, Νικ. Πίκκολου, Γ. Γενναδίου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα, νεότατος συναναστράθηκε με σεβάσμιους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως τους Άνθιμο Γαζή, Βενιαμίν Λέσβιο, Ν. Βάμβα, Θ. Φαρμακίδη, Θ. Καΐρη, βλ. Ν. Δραγοὐμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, passim.
[36] Η πληροφορία βρίσκεται στο άρθρο «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 152. Γιά τον Γ. Σερούϊο, βλ. Βασ. Φρ. Τωμαδάκης, Γέωργιος Σερούϊος (ή Σέρβιος) 1783-1849. Βίος και έργον, Αθήνα 1977 καθώς και Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, «Πολιτικοί στοχασμοί του Γ. Σερούϊου», Νεοελληνικός ηθικός και πολιτικός στοχασμός. Από τον Διαφωτισμό στον Ρομαντισμό, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2003, σ. 239-247.
[37] Αδαμάντιος Κοραής, Mémoire sur l‘état actuel de la civilisation dans la Grèce, Παρίσι, Firmin-Didot, 1803.
[38] Για τη σημασία της έννοιας του εμπορίου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, πρβλ. Socrates D. Petmezas, «A Tentative Estimation of the Greek Terms of Trade in the 19th Century (1851-1914)» στο Άντα Διάλλα-Νίκη Μαρωνίτη (επιμ.), State, Economy, Society (19th-20th Centuries). Essays in Honor of Emeritus Professor George B. Dertilis. Κράτος, Οικονομία, Κοινωνία (19ος-20ὀς αιώνας). Τόμος προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Γιώργου Β. Δερτιλή, Aθήνα, Μεταίχμιο, 2013, σ. 245-261.
[39] Hervé Georgelin, «Αperçu sur les relations entre millets à Smyrne à la fin de l´Empire ottoman, d᾽après les sources diplomatiques», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 14 (2004), σ. 116.
[40] M.-C.Smyrnelis, Une société hors de soi. Identités et relations sociales à Smyrne aux XVIIIe et XIXe siècles, Paris, Peeters, 2012. Σχετικά με τις πολυσύνθετες διανθρώπινες σχέσεις στη Σμύρνη, βλ. της ιδίας, «Jeux d’identité à Smyrne aux XVIIIe et XIXe siècles» στο L’invention des populations. Biologie, développement et politique, H. Le Bras (επιμ.), Παρίσι, Odile Jacob, 2000, σ. 125-139.
[41] Ανωνύμως, «Από Πειραιώς εις Σμύρνην», σ. 153-154.
[42] Αξιοσημείωτο είναι ότι ο G. Rolleston εκφράζει στη εκτενή του έκθεση παραπλήσια σχόλια για τους Εβραίους: «Τhey have not adopted European costumes to any great extent, and they possess here absolutely no political consideration or influence», Report on Smyrna, σ. 44. Για τους Εβραίους της Σμύρνης βλ. το βιβλίο του Henri Nahum, Juifs de Smyrne, XIXe-XΧe siècle, Παρίσι, Αubier, 1997. Αναφορικά με μία ιδιότυπη εβραϊκή θρησκευτική κίνηση στη Σμύρνη, βλ. Γ. Κουτσακιώτης, Αναμένοντας το τέλος του κόσμου τον 17ο αιώνα. Ο εβραίος μεσσίας και ο μέγας διερμηνέας, Αθήνα, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., 2011.
[43] Ο George Rollerston μιλάει για την «somnolence of the Asiatic races», Report on Smyrna, σ. 29.
[44] D., «À M. le Rédacteur en chef du Spectateur de l’Orient», σ. 166.
[45] Απόστολος Σαχίνης, «Ο Νικόλαος Δραγούμης ως λογοτεχνικός κριτικός», Ελληνικά 118 (1964), σ. 98-99.
[46] D., «À M. le Rédacteur en chef du Spectateur de l’Orient», σ. 166.
[47] Ανωνύμως, «Αποδημήτου αναμνήσεις», σ. 402-403. Oι αναφορές στο άρθρο «Από Πειραιώς εις Σμύρνην» πείθουν ότι το ανυπόγραφο αυτό κείμενο ανήκει στον ίδιο συγγραφέα, σ. 402.
[48] Ο Χ. Βερνάρδος, πρώην καθηγητής Μαθηματικών στο Γυμνάσιο της Ναυπλίας, μεταφραστής του έργου του Adolphe Garnier, Πραγματεία περί των δυνάμεων της ψυχής (Σμύρνη, Αμάλθεια, 1857) και ο ιατρός Γαλ. Κλάδος, καθηγητής Ανθρωπολογίας, διετέλεσαν επίσης μέλη της Εφορείας της Σχολής, Κανονισμός της εν Σμύρνη Ευαγγελικής Σχολής, εν Σμύρνη εκ του Τυπογραφείου Π. Μαρκοπούλου, 1862, βλ. Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία (1764-1822), Π. Μ. Κιτρομηλίδης-Ιωάννα Πετροπούλου (επιστημονική εποπτεία), Σάντρα Βρέττα (βιβλιογραφική τεκμηρίωση-σύνταξη καταλόγου), Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Ιδρυτές Μέλπω και Οκτάβιος Μερλιέ με τη συνεργασία του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού» (Μουσείο Μπενάκη-Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 2020, σ. 135, 158, αρ. 453, 554.
[49] Ανωνύμως, «Αποδημήτου αναμνήσεις», σ. 403. Το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων της Ευαγγελικής Σχολής του 1856 δημοσιεύει ο George Rolleston, Report on Smyrna, σ. 37.
[50] Για τη Σμύρνη την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, βλ. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, «Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης την εποχή του Διαφωτισμού», Σμύρνη: η μητρόπολη του μικρασιατικού ελληνισμού, σ. 21-40.
[51] Ανωνύμως, «Αποδημήτου αναμνήσεις», σ. 402-403.
[53] Publius Terentius Afer, Heauton Timorumenos, πράξη 1, σκηνή 1, στ. 77. Με το περίφημο αυτό απόφθεγμα του Τερέντιου «Homo sum et humani nihil a me alienum puto», δηλ. είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν θεωρώ ξένο προς εμένα, ο Δραγούμης εκφράζει τον δικό του ανθρωπισμό.
[54] Το Muhallebi αποτελεί ένα είδος ριζόγαλου.
[55] Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ζ´7: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν».
[56] Στις 30 Μαρτίου 1856 επικυρώθηκε στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης με την οποία τερματίσθηκε ο Κριμαϊκός πόλεμος.
[57] Για το περιστατικό αυτό της ζωής του αυτοκράτορα Δομιτιανού που περιγράφει ο λατίνος σατυρικός ποιητής Γιουβενάλης, βλ. André Kalifa, Le turbot de Domitien, Παρίσι, L’harmattan, 2017.
Ομότιμη Διευθύντρια Eρευνών στο Ινστιτούτο Nεοελληνικών Eρευνών του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών
Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τόμος 22, Αθήνα, 2022.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- Νεοελληνικός Ηθικός και Πολιτικός Στοχασμός
- Ο Μάρκος Ρενιέρης και ο «Spectateur de l’Orient» – Οι απόψεις του για τον ελληνισμό
- «Marco Renieri – Armonie Della Storia Dell’ Umanità»
- Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η Ευρωπαϊκή Σκέψη του δεκάτου ογδόου αιώνα
- La période italienne de Marco Renieri et ses premières années en Grèce
- Η Ελληνική ως διεθνής γλωσσά: Μια ουτοπική πρόταση του Gustave D’Eichthal
Αγαπητέ κύριε Τσάγκο, Χριστός Ανέστη! Χρόνια πολλά για την ονομαστική σας εορτή! Ρωξάνη Αργυροπούλου
On Fri, Apr 26, 2024 at 12:54 PM ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ
Ευχαριστώ πολύ. Χρόνια Πολλά.!