Τα μετά την έξωση: Τα αιτήματα του Όθωνος προς την Ελλάδα – Κωστής Ι. Αιλιανός, πρέσβης ε.τ.
Η αιφνίδια εκδίωξη του Όθωνος και της Αμαλίας, στις 12/24 Οκτωβρίου 1862, και η εν συνεχεία έκπτωση του βασιλέως από τον ελληνικό θρόνο άφησαν πίσω τους ορισμένες «πρακτικές» εκκρεμότητες μετά από 30 χρόνια βασιλείας: την τύχη της κινητής περιουσίας της βασιλικής οικογενείας, της αλληλογραφίας των τ. βασιλέων, καθώς και, κυρίως, θέματα αποζημιώσεως για τα ακίνητα τα οποία είχαν ανεγερθεί με δαπάνες του Όθωνος και του πατέρα του, βασιλέως της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’. Η εκλογή, λίγο αργότερα, και η προσεχής άφιξη στην Αθήνα του νέου μονάρχη κατέστησαν, πλέον, επιτακτική την έγκαιρη ρύθμιση των όποιων εκκρεμοτήτων.
Μια υπόθεση με ευρωπαϊκή διάσταση
Η διευθέτηση των ζητημάτων αυτών δεν απετέλεσε αμιγώς διμερή υπόθεση της Ελλάδος με τον οίκο των Βίτελσμπαχ. Έλαβε ευρύτερη ευρωπαϊκή διάσταση, εφ’ όσον, εξ αρχής, οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις, κατόπιν αιτήματος της βαυαρικής κυβερνήσεως, παρενέβησαν επανειλημμένως προς την ελληνική κυβέρνηση. Αργότερα, ο ίδιος ο τ. βασιλεύς, όπως και η Αμαλία, μετά τον θάνατο του Όθωνα, ζήτησαν την πρακτική αρωγή τους. Οι τρεις πρέσβεις στην Αθήνα διεδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο – όχι πάντα διακριτικό – στη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών, και όχι πάντα ταυτόσημο. Μάλιστα η Πετρούπολις ζήτησε την παρουσία εκπροσώπων των τριών Δυνάμεων στην επιτροπή που θα ησχολείτο με τις υποθέσεις του Όθωνος.
Από πλευράς της Οθωνικής δυναστείας ορίσθηκε εκπρόσωπος ο Ludwig Wenning, ιδιαίτερος γραμματεύς του Όθωνος, ο οποίος ήρθε πολλές φορές στην Αθήνα και ασχολήθηκε, με τη βοήθεια του Έλληνος δικηγόρου Αριστείδη Μπαλάνου, με όλες τις πτυχές των εκκρεμοτήτων και κυρίως με τη διαπραγμάτευση της αποζημιώσεως για τα κτίρια για τα οποία είχε εγείρει απαιτήσεις ο Όθων. Στη διαδικασία συνέπραξε και ο Βαυαρός πρέσβης στην Αθήνα, Ferdinand von Hompesch-Bollheim μέχρι τα μέσα του 1863 οπότε ανεκλήθη, όπως, σε μικρό βαθμό, και ο Αυστριακός και ο Δανός.
Οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων στο Λονδίνο, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1863, έθεσαν στον επιτετραμμένο Χαρ. Τρικούπη το θέμα καταβολής αποζημιώσεως στον Όθωνα ως «ιδιοκτήτου» των ανακτόρων. Στο πλαίσιο, δε, των διαπραγματεύσεων για την παραχώρηση των Ιονίων Νήσων, υπέγραψαν τον Μάρτιο του 1864 – ερήμην Έλληνος εκπροσώπου – πρωτόκολλο με το οποίο στήριζαν τις επιθυμίες της Βαυαρίας. Η απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών στον Τρικούπη επεσήμαινε ότι η κυβέρνηση ουδέποτε διενοήθη να στερήσει από τον τ. βασιλέα τα δικαιώματά του – όχι ιδιοκτησίας, αλλά αποζημιώσεως για τη δαπάνη ανεγέρσεώς τους σύμφωνα και με γνωμοδότηση (27.2.1864) 11μελούς επιτροπής νομομαθών που είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση.[1] Ο δε υπουργός Οικονομικών παρεδέχθη, αργότερα, ότι «η Ελλάς, και λόγω ευγνωμοσύνης και δικαίου, ώφειλε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα του Όθωνος».
Είναι άξιο να επισημανθεί ότι ο Όθων δεν επεδίωξε αμέσως μετά την εκθρόνισή του να εγείρει θέμα αποζημιώσεως, μέχρις ότου διελύθησαν πλήρως οι αυταπάτες ότι θα μπορούσε να ανακληθεί στον ελληνικό θρόνο, όπως κάπως εφημολογείτο σε αθηναϊκούς κύκλους.
Τα προσωπικά αντικείμενα και η αλληλογραφία
Η πρώτη νύξη στις πρακτικές πτυχές που προέκυπταν από την αιφνίδια αναχώρηση του βασιλικού ζεύγους έγινε κατά την αποχαιρετιστήρια συνάντηση των τριών πρέσβεων με τον Όθωνα και την Αμαλία επί της φρεγάτας «Αμαλία», την ημέρα της εξώσεώς τους. Η βασίλισσα ζήτησε να της αποδοθούν μερικά προσωπικά αντικείμενα συναισθηματικής αξίας που ευρίσκοντο στα ανάκτορα.
Το θέμα των προσωπικών αντικειμένων ήταν το απλούστερο: όσα ανήκαν στο τ. βασιλικό ζεύγος συγκεντρώθηκαν από τον Βαυαρό πρέσβη και είτε απεστάλησαν στο Μόναχο είτε διετέθησαν διαφορετικά. Ήδη, δε, αμέσως μετά την εκδίωξη των βασιλέων, η κυβέρνηση ενέτειλε τον στρατιωτικό διοικητή των Ανακτόρων να σφραγίσει τα κτίρια και να καταγράψει το περιεχόμενο κάθε αιθούσης.[2] Πέραν των αντικειμένων, κατόπιν εγκρίσεως της Προσωρινής Κυβερνήσεως, απεδόθη στην οικογένεια και η επίπλωση των ανακτόρων, εφ’ όσον ανεγνωρίσθη ότι η αγορά της είχε γίνει με δικά της χρήματα.[3] Οι αρχαιότητες, εξάλλου, και τα νομίσματα που ευρέθησαν κατεγράφησαν και απεδόθησαν στις αρμόδιες εφορείες αρχαιοτήτων.

Το σαλόνι της Αμαλίας στο προσωρινό ανάκτορο του Όθωνα, στις οικίες Δεκόζη- Βούρου και Αφθονίδη (Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών). Γερμανικό σαλόνι με καρέκλες, τραπεζάκια και έναν καναπέ. Υπάρχει κι ένα μαξιλαράκι που έχει πάνω το στέμμα και θεωρείται ότι το χρησιμοποιούσε η Αμαλία. Τα έπιπλα είναι στο γερμανικό στυλ biedermeier, που τότε θεωρούνταν πολύ αριστοκρατικά. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO.
Η απόδοση των κινητών αντικειμένων των ανακτόρων ρυθμίστηκε χωρίς φαινομενικές δυσχέρειες. Οι δύο άλλες υποθέσεις, όμως, προσέκρουσαν σε ουσιαστικές δυσχέρειες και χρονοβόρες πολιτικές κρίσεις.

Όθων Βασιλιάς της Ελλάδας, 1832. Έργο του Γερμανού Stieler C. Joseph (Γιόζεφ Καρλ Στίλερ, 1781-1858). Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Το ζήτημα της αλληλογραφίας -«των χαρτιών»- του Όθωνος και της Αμαλίας υπήρξε αρκετά περίπλοκο, εφόσον οι επιστολές ήταν συνυφασμένες με την ιστορία της Ελλάδος. Η αίθουσα των ανακτόρων όπου εφυλάσσετο η αλληλογραφία σφραγίσθηκε με την εκδίωξη της βασιλικής οικογενείας.
Ήδη από τις αρχές του 1863 το ζήτημα «των χαρτιών» απησχόλησε έντονα την κυβέρνηση και την Εθνική Συνέλευση και έλαβε, όπως ανεμένετο, πολιτικές προεκτάσεις. Έγιναν ζωηρές συζητήσεις που έφθασαν μέχρις υποβολής παραιτήσεως από τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο οποίος επίστευε ότι η τροπή που ελάμβανε το ζήτημα «θέλει βλάψη τα συμφέροντα και το μέλλον της πατρίδος», αλλά και διότι θα παρεβιάζετο το απόρρητο των επιστολών. Οι πρώτες σκέψεις που έγιναν, ήταν το αρχείο να αποσφραγισθή και οι μεν προσωπικές επιστολές να αποδοθούν στον βασιλέα, ενώ αυτές με πολιτικό περιεχόμενο να παραδοθούν σε 20μελή επιτροπή, η οποία θα απεφάσιζε ποιες – όσες δεν αφορούσαν εκκρεμείς κρατικές υποθέσεις – θα έπρεπε να δημοσιευθούν.[4] Ουσιαστικά όμως, όπως επεσήμαιναν οι πρέσβεις, υπόρρητος σκοπός της μεθοδεύσεως αυτής ήταν να αποκαλυφθή ο, τυχόν, επιλήψιμος ρόλος του βασλέως αλλά και πολιτικών προσώπων συναφώς με τα εθνικά θέματα, να αποκαλυφθούν τα «επίβουλα εκείνα πρόσωπα άτινα… επρόδιδον τα εθνικά συμφέροντα», με ό,τι αυτό θα συνεπήγετο για άτομα που διατηρούσαν σχέσεις με τα Ανάκτορα.
Σε πρώτη φάση, στα μέσα Απριλίου 1863, η Εθνική Συνέλευση απεφάσισε ότι «άπαντα τα εν τοις ανακτόροις καταληφθέντα… έγγραφα κηρύσσονται ως ανήκοντα εις το έθνος».
Ο βασιλεύς Όθων της Ελλάδος, εξόριστος στη Βαυαρία, το 1865. Φωτογραφία του Φίλιππου Μαργαρίτη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.
Η προοπτική αποσφραγίσεως της βασιλικής αλληλογραφίας και η δημοσίευση τμημάτων της εξόργισε, κυριολεκτικά, τους πρέσβεις, ιδίως της Βρετανίας και της Γαλλίας, αλλά και αυτόν της Δανίας. Με αυστηρή επιστολή τους προς τον νέο υπουργό Εξωτερικών, Παύλο Καλλιγά,[5] διεμαρτύροντο για τη διαδικασία που προωθείτο, καλούσαν την κυβέρνηση να «απόσχη από την καταστρατήγηση μιας θεωρούμενης ιερής από τις πολιτισμένες χώρες αρχής» και υπεδείκνυαν ότι η αποσφράγιση έπρεπε να αποφευχθεί μέχρις ότου αφικνείτο ο νέος βασιλεύς, στον οποίο έπρεπε να παραδοθεί η αλληλογραφία. Εκαλείτο, τέλος, η εθνική αντιπροσωπεία να επανεξετάσει την απόφασή της.[6]
Προς εξασφάλιση, δε, του απαραβιάστου της αλληλογραφίας, οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων εισηγήθηκαν την επίθεση και δικών τους σφραγίδων, πέραν των κρατικών. Η κυβέρνηση δεν εδέχθη τη μεθόδευση αυτή.
Η Συνέλευση, στα τέλη Νοεμβρίου 1863 – μετά δηλαδή την άφιξη του Γεωργίου Α’- απεφάσιζε, ευθυγραμιζόμενη με τις επίμονες παραστάσεις των πρέσβεων αλλά και τις οδηγίες των Ανακτόρων, να παραδώσει στον νέο βασιλέα τα έγγραφα, «πεποιθυία ότι όσα εξ αυτών αφορώσι την δημοσίαν υπηρεσίαν, τας υποθέσεις και τα συμφέροντα του κράτους και εν γένει το εσωτερικόν, θέλουσιν διατηρηθή εν τοις ανακτόροις και αποτελέσωσι μέρος του βασιλικού αρχείου».
Εν τέλει, μια τετραμελής επιτροπή που όρισαν τα Ανάκτορα κατένειμε τα έγγραφα και παρέδωσε στον μεν γραμματέα του Όθωνα όλη την ιδιωτική αλληλογραφία του ιδίου και της Αμαλίας, ενώ όσα είχαν να κάνουν με πολιτικά ζητήματα τα κατέθεσε στον βασιλέα Γεώργιο, με σκοπό, αφού εξετασθούν, να αποσταλούν, ενδεχομένως, και αυτά στο Μόναχο. Εν τέλει, και αυτό το τμήμα παρεδόθη στον Όθωνα.
Το θέμα έληξε χωρίς κραδασμούς, παρά κάποια διάθεση πολιτικής εκμεταλλεύσεώς του στην Εθνοσυνέλευση. Πάντως, σχεδόν όλο το τμήμα αυτό της αλληλογραφίας που εφυλάσσετο στο ανάκτορο του Μονάχου, κατεστράφη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως διαβεβαιούν αρμόδιοι στη βαυαρική πρωτεύουσα.
Η αποζημίωση για τα κτίσματα
Το πλέον ουσιαστικό, όμως, ζήτημα αποτελούσε η αποζημίωση που (ζητούσε ο Όθων για τα κτίσματα των οποίων την ανέγερση χρηματοδότησε ο ίδιος και ο πατέρας του. Το θέμα αυτό προσέκτοπε σε νομικές πτυχές, κατά πόσο δηλαδή είχε την ιδιοκτησία των εν λόγω οικοδομημάτων βάσει των αρχών του δικαίου. Συμβούλιο νομομαθών βουλευτών που συνεστήθη εξήτασε διεξοδικά τις νομικές πτυχές του αιτήματος και απεφάνθη ότι ο βασιλεύς δεν είχε μεν δικαίωμα ιδιοκτησίας, αλλ’ δεν εστερείτο του δικαιώματος αποζημιώσεως.[7]

Το βασιλικό παλάτι της Αθήνας. Βινιέτα αφιερωμένη στην Α.Μ. τον βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Ferdinand Stademann «Panorama von Athen», Μόναχο, 1841. Η εικόνα αποτελεί σχέδιο του βασιλικού ανακτόρου, που δημοσιεύτηκε στο έργο «Panorama von Athen» (Πανόραμα της Αθήνας) του August Ferdinand Stademann, ο οποίος διετέλεσε διοικητικός σύμβουλος της Αντιβασιλείας και αργότερα πολιτικός σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης. Το σχέδιο είναι αφιερωμένο στον βασιλιά Όθωνα. Απεικονίζεται ένα επιβλητικό, ορθογώνιο, τριώροφο κτήριο, νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που βρίσκεται σε λόφο και στις παρυφές της Αθήνας. Ο Όθωνας εγκαταστάθηκε στο κτήριο αυτό το 1843, ενώ το ανάκτορο από το 1929 μέχρι σήμερα είναι η έδρα της Βουλής των Ελλήνων.
Εκτός από τα γνωστά ανάκτορα που ανήγειρε, ο Όθων είχε προβεί σε δαπάνες για τη διευθέτηση του κήπου της Αμαλίας, την ανέγερση του αυλικού ιπποστασίου και του φαρμακείου, αλλά και κτισμάτων σε «εθνικό κτήμα» στο Ρουφ, το οποίο ενοικίαζε από το Δημόσιο και στο οποίο εξετρέφοντο ζώα και εκαλλιεργείτο.[8]
Ο Βασιλικός Κήπος το 1891. Δημιουργήθηκε από τη βασίλισσα Αμαλία το 1838, στο διάστημα της 25χρονης παραμονής της στην Αθήνα (1837-1862). Η δημιουργία του Κήπου έμελλε να γίνει το μέγα έργο της, το οποίο παραμένει έως σήμερα βασικός πνεύμονας οξυγόνου της πρωτεύουσας.
Τον Ιούλιο του 1863 έλαβε χώρα στην Εθνοσυνέλευση ζωηρή συζήτηση για το κατά πόσον ο Όθων εδικαιούτο καν αποζημιώσεως, εφόσον μπορεί να εκηρύσσετο αυτός ο ίδιος οφειλέτης του Δημοσίου κατόπιν εκκαθαρίσεις ορισμένων λογαριασμών! Εν τέλει, η Εθνική Συνέλευση στο ψήφισμά της από 3 Ιουλίου, με το οποίο εκήρυξε εθνική ιδιοκτησία τα ως άνω κτίρια, επεφυλάσσετο εις προς «τυχόν δικαιώματα αποζημιώσεως παντός τρίτου», χωρίς να κάνει αναφορά στα δικαιώματα που προέβαλλε ο Όθων, τόσω μάλλον που, σε μνημόνιο των απαιτήσεών του που είχε συντάξει, δεν καθόριζε αν οι τίτλοι του τον καθιστούσαν κύριο των κτιρίων αυτών. Κατά τις αρχικές εκτιμήσεις του τ. Βασιλέως, το κόστος ανεγέρσεως των κτισμάτων υπελογίζετο στα 8 εκατ. δραχμές.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος καθυστέρησε από την πλευρά της κυβερνήσεως. Σημειώθηκαν κυβερνητικές κρίσεις και αλλαγές, αναστολές στη λειτουργία της Συνελεύσεως, η οποία, ούτως ή άλλως, αντιδρούσε στο ζήτημα αποζημιώσεως προς τον έκπτωτο βασιλέα. Και, πάντως, η οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας και, γενικώς, οι συνθήκες που πρυτάνευαν δεν επέτρεπαν να συζητηθή με τη δέουσα ψυχραιμία το ζήτημα, όπως παρεδέχετο και ο Βρετανός πρέσβης, Peter Campbell Searlett. Από την πλευρά του, πάλι, ο βασιλεύς Γεώργιος, όπως διαφαίνεται από την όλη διπλωματική αλληλογραφία, διεπνέετο από διάθεση ικανοποιήσεως των αιτημάτων του τ. βασιλέως.
Στις αρχές του 1865, η βαυαρική κυβέρνηση εξ ονόματος του Όθωνος εξέφρασε την επιθυμία ο τ. βασιλεύς να εκπροσωπηθεί κατά άμεσο τρόπο στις συζητήσεις της επιτροπής που είχε συσταθεί για τον υπολογισμό της αξίας των οικημάτων. Ο υπουργός των Εξωτερικών, Πέτρος Βράιλας Αρμένης, της κυβερνήσεως Αλεξ. Κουμουνδούρου, διευκρίνισε στους πρέσβεις ότι η επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να διαπραγματευθεί το ποσό της αποζημιώσεως, αλλά μόνο να «μελετήση και συντάξη ένα σχέδιο επιλύσεως της διαφοράς» και ότι, εν πάση περιπτώσει, πρόθεση της ελληνικής κυβερνήσεως δεν ήταν να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του τ. βασιλέως. Η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα γινόταν από την κυβέρνηση με τον εκπρόσωπο της δυναστείας.
Η μήνυση της Αμαλίας
Ο θάνατος του βασιλέως Όθωνος στη Βαμβέργη στις 26.7/7.8.1867 προσέδωσε άλλη τροπή στο ζήτημα, εφόσον οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, δηλ. η βασίλισσα Αμαλία, ως επικαρπωτής, ο πατέρας του και οι δύο αδελφοί του, Αδαλβέρτος και Λεοπόλδος, υπεισήρχοντο στα δικαιώματά του.[9] Η Αμαλία, με το δραστήριο πνεύμα που τη χαρακτήριζε, έσπευσε να μηνύσει το ελληνικό Δημόσιο με την από 23.9.1867 αγωγή της και την από 15.2.1868 αίτησή της «περί θεραπείας» της με απαίτηση, πέραν αποζημιώσεως των δαπανών ανεγέρσεως των γνωστών κτιρίων, αποζημιώσεως για τους κλεμμένους ίππους από το ιπποστάσιο, οφειλές του Δημοσίου προς το Ανακτορικό Ταμείο, ύψους 51.421,11 δραχμών, για καταστροφές στο κτήμα στον Επτάλοφο, καθώς και για δαπάνες στις οποίες προέβη στο κτήμα Ρουφ και κλοπές. Η τ. βασίλισσα ζητούσε και τους νόμιμους τόκους από το 1863.
Και πάλι σημειώθηκαν σημαντικές καθυστερήσεις. Μόλις στις αρχές του 1868 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του υπουργού (Οικονομικών και του εκπροσώπου της βασιλικής οικογενείας για το ποσό στο οποίο θα ανήρχετο η αποζημίωση.
Μετά τον θάνατο του Όθωνος, η ίδια η Αμαλία, κρίνοντας ότι η διαδικασία βραδυπορούσε και, πιθανόν, να μην της ανεγνωρίζοντο στην Ελλάδα τα δικαιώματά της, απετάθη στον τσάρο Αλέξανδρο Γ’ «εξαιτουμένη την μεσιτείαν αυτού». Η αυτοκρατορική οικογένεια, καθώς και η μητέρα της βασιλίσσης Όλγας έθιξαν επανειλημμένως το ζήτημα στον πρέσβη κ. Σπυρίδωνα Μεταξά. Επεσκέφθη, δε, τον πρέσβη της Ελλάδος στη Βιέννη, πρίγκιπα Γρηγόριο Υψηλάντη, με το ίδιο αίτημα.
Όπως ήταν φυσικό, στη Βουλή το ζήτημα της αποζημιώσεως προκάλεσε εντάσεις. Μερικοί βουλευτές δεν ανεγνώριζαν το δικαίωμα αποζημιώσεως του Όθωνος. Υποστηρίχθηκε από ορισμένους ότι ο Όθων «ώφειλε να αποδώση ό,τι το έθνος δικαιούται να ζητήση παρά του πρώην βασιλέως» βάσει «καταλόγου» που ευρίσκετο στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Εντέλει, η συμφωνία μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον υπουργό Οικονομικών, Ευστάθιο Σίμο, και του Ludwig Wenning υπεγράφη στις 6/18 Ιουνίου 1868. Οι διαπραγματεύσεις δεν υπήρξαν εύκολες. Η Αμαλία ζητούσε άνω των 11 εκατομμυρίων δραχμών και τόκους 12% από το 1863, εφ’ όλου του ποσού που απαιτούσε. Το ποσό αυτό εκάλυπτε, πέραν των προαναφερθέντων, την καθυστερούμενη βασιλική χορηγία, όπως και κάθε άλλη απαίτηση «κατά του δημοσίου ταμείου της Ελλάδος».
Το ζητούμενο ποσό ήταν απολύτως αβάστακτο για το ισχνό ελληνικό ταμείο. Η Βουλή δεν μπορούσε να δεχθεί τέτοιους όρους. Η κυβέρνηση αντιπρότεινε 3,5 εκατ. δρχ. Η Αμαλία περιόρισε την απαίτησή της σε τουλάχιστον 6 εκατ. Ο πρωθυπουργός Δημ. Βούλγαρης παρενέβη ώστε «να μην εμβαίνωμεν εις λεπτομερή διαλογισμόν και εις δοσοληψίας [.. .] αλλά διά συμβιβασμού να προσδιορισθώσι τα […] οφειλόμενα και να τακτοποιηθή […] διά πάντοτε η υπόθεσις». Οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν. Τότε, ο Wenning ζήτησε την προσωπική ανεπίσημη παρέμβαση του νέου Βρετανού πρέσβεως, William Erskine. Η συμβολή του υπήρξε επιτυχής. Επετεύχθη συμφωνία, κατόπιν εκτιμήσεως των κτιρίων και από μηχανικούς, στο ποσό των 4,5 εκατ.[10] κατανεμημένο σε 20 δόσεις, με ετήσιο επιτόκιο 4%. Ο διακανονισμός που συνεφωνήθη κυρώθηκε την 24.10/5.11.1868, με μεγάλη πλειοψηφία από τη Βουλή: 98 υπέρ, 18 κατά. Η παρέμβαση του βασιλέως Γεωργίου υπήρξε, κατά τον Wenning, αποφασιστική.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ανέλαβε, ως πληρεξουσία των κληρονόμων, την καταβολή των δόσεων, τις οποίες ενέκρινε το υπουργείο Οικονομικών. Η Αμαλία, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Μάρκο Ρενιέρη, υποδιοικητή και αργότερα διοικητή της τραπέζης, αλληλογραφούσε μαζί του, μέσω του Wenning, για την έγκαιρη αποστολή των δόσεων, ακόμη και των νόμιμων τόκων που εδικαιούτο, δεδομένου ότι η σύνταξή της ήταν πενιχρή. Σε κάποια περίπτωση, δε, καθυστερήσεως υπεδείκνυε, με το αναγκαίο τακτ, ότι τα κτίρια για τα οποία αποζημιωνόταν εχρησιμοποιούντο από ετών από τον βασιλέα Γεώργιο ή υπηρεσίες του κράτους άνευ καταβολής ενοικίου! Είναι ενδιαφέρον, εξάλλου, ότι επρότεινε σε περίπτωση δυσχερειών εξευρέσεως των ποσών, ο Ρενέρης να απευθυνθεί στον βασιλέα Γεώργιο, ο οποίος είχε υποσχεθεί τη συνδρομή του, ή στους πρέσβεις, ιδίως σε αυτούς της Ρωσίας ή της Βρετανίας. Πάντως, στις συχνές περιπτώσεις καθυστερήσεως καταβολής κάποιας δόσεως, παρενέβαιναν δυναμικά οι κυβερνήσεις των τριών Δυνάμεων, ακόμη και ο ίδιος ο Γερμανός καγκελάριος Otto von Bismarck, τον Ιούνιο του 1880! Η καταβολή των δόσεων συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο της Αμαλίας, στις 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1875, και ολοκληρώθηκε, όχι χωρίς δυσχέρειες πάντα, μόλις το 1908.
Οι σχέσεις της τ. βασιλικής οικογένειας με την Ελλάδα δεν περιορίσθηκαν στη ρύθμιση των ανωτέρω. Ο βασιλεύς της Βαυαρίας είχε αγοράσει 1.300 μετοχές της Εθνικής Τραπέζης, η δε Αμαλία 200.[11] Προέκυψε θέμα με τα μερίσματα που αυτές απέδιδαν. Η δε τ. βασιλίσσα ενδιεφέρετο να παρίσταται στις Γενικές Συνελεύσεις της τραπέζης διά πληρεξουσίου.

Πύργος Βασιλίσσης, η είσοδος και η πρόσοψη του Πύργου με το σιντριβάνι. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία γοτθικού ρυθμού στην Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο λεύκωμα «Το χθες και το σήμερα», του Βασίλη Κουτσαβλή. Εκδόσεις: ΚΑΠΟΝ, 2023.

Άποψη της αίθουσας των θυρεών. Αριστερά, το δωμάτιο-ησυχαστήριο της βασίλισσας και δεξιά, το χολ του ορόφου. Δημοσιεύεται στο λεύκωμα «Το χθες και το σήμερα», του Βασίλη Κουτσαβλή. Εκδόσεις: ΚΑΠΟΝ, 2023.
Ας προστεθεί εν κατακλείδι ότι, πέραν των αναφερομένων στη σύμβαση ακινήτων, η βασιλική οικογένεια είχε στην ιδιοκτησία της ένα κτήμα 2.500 στρεμμάτων κοντά στις Αχαρνές, γνωστό τότε ως «Επτάλοφος», τώρα ως «Πύργος της βασιλίσσης». Η Αμαλία δημιούργησε στην έκταση αυτή πρότυπο αγρόκτημα και έκτισε το μικρό, γοτθικού ρυθμού ανάκτορο. Με την έκπτωση του Όθωνος, η κυβέρνηση το εκήρυξε δημόσια περιουσία και το παρεχώρησε στον βασιλέα Γεώργιο, ο οποίος εν συνεχεία το απέδωσε στον πρώτο ιδιοκτήτη του. Εν τέλει, μετά τον θάνατο του Όθωνος, η Αμαλία το επώλησε στον τραπεζίτη της, βαρώνο Σίμωνα Σίνα, το 1870.
Υποσημειώσεις
[1] Η Εθνική Συνέλευση στο ψήφισμά της από 3 Ιουλίου 1863, με το οποίο εκήρυξε εθνική ιδιοκτησία τα ως άνω κτίρια, ανεγνώριζε τα «τυχόν δικαιώματα αποζημιώσεως παντός τρίτου».
[2] ΓΑΚ, Ανακτορικά, φάκ. Κ17, γ/3. Γενικό έγγραφο των εργασιών της (7μελούς) «επί των Ανακτόρων Επιτροπής», από 27 Ιουλίου 1863.
[3] ΓΑΚ, Ανακτορικά, φάκ. 48. Πίνακας με ημερομηνία 14.6.1866 όλων των επίπλων των ανακτόρων και μερικών αντικειμένων. Η αξία τους υπελογίζετο σε 94.672,50 δρχ. Δεν αναφέρεται ποια υπήρξε η τύχη τους. Μερικά, πάντως, εκτίθενται στο Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών.
[4] Όταν κληρώθηκε η επιτροπή, εξεπόνησε κανονισμό εργασίας. Προβλέπετο να κληθούν οι πρέσβεις των «φίλων» Δυνάμεων να αποστείλουν παρατηρητές στις εργασίες της. Οι πρέσβεις δεν απεδέχθησαν την πρόσκληση.
[5] ΑΥΕ,1863, Βασιλικός Οίκος, περί της αλληλογραφίας του πρώην βασιλέως, επιστολή πρέσβεως Γαλλίας, 17/29.9.1863 και Βρετανίας, 18/30.9.1863, Ο ίδιος ο Καλλιγάς ήταν αντίθετος προς τη διαδικασία.
[6] Μάλιστα ο Βρετανός πρέσβης διεμαρτυρήθη διότι ο υπουργός δεν κατέθεσε αμέσως την επιστολή του στην Εθνοσυνέλευση, με κίνδυνο να καθυστερήσει η αναθεωρητική απόφασή της.
[7] ΓΑΚ, Ανακτορικά, φάκ. 90.
[8] Για το κτήμα Ρουφ, βλ. ΓΑΚ, Ανακτορικά, φ. Κ32α, Γενική έκθεσις περί των εργασιών της των Ανακτόρων Επιτροπής, 27.7.1863, Αίτησις θεραπείας της ΑΜ της βασιλίσσης Αμαλίας, 15.2.1868, Αναφορά προς τον υπουργόν Οικονομικών, Ιούνιος 1868, και επιστολή Wenning προς δικηγόρον Αριστ. Μπαλάνον, από 12/24.8.1869.
[9] Η ιδιόγραφη διαθήκη με ημερομηνία 24 Μαΐου/5 Ιουνίου 1807 του τ. βασιλέως ευρίσκεται στο Bayerisches Hauptstaatsarchiv, Geheimes Hausarchiv, στο Μόναχο.
[10] Ενδεικτικά αναφέρω ότι η ισοτιμία της τότε δραχμής έναντι του ευρώ είναι 4,60.
[11] Με ονομαστική αξία κάθε μετοχής 1,000 δρχ.
Πηγές
- Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ανακτορικά, φάκ, 48, 90, 132 α, Κ17 γ/3, 145, Χρέος προς τους κληρονόμους του Όθωνος.
- Υπουργείο Εξωτερικών, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο (ΑΥΕ), Κεντρική Υπηρεσία, Οίκος Βασιλέως, 1863, 1864, 1865, φάκ, 16.1, Πρεσβείες Λονδίνου, 1863, Πετρουπόλεως, 1867, Παρισίων, 1867, Βιέννης, 1867.
- Ministère des Affaires étrangères, Oorreupondanoe Politique, 1862, 1863, 1864, 1865, 1867, 1808 (από μικροφίλμ, Ακαδημία Αθηνών, ΚΕΙΝΕ).
- Public Record Office, Foreign Office, F.Ο. 32/324, 334, 385 (από μικροφίλμ, Ακαδημία Αθηνών, ΚΕΙΝΕ).
- Πρακτικά Εθνικής Συνελεύσεως, 1863, 1864, συνεδρίες ΟΘ’, 12,4.63, Π’, 13.4.63, ΠΑ’, 15.4.63, ΡΚΘ’, 3.7.1863.
- Πρακτικά Βουλής, 1868, συνεδρία ΜΔ, 19.7.1868, συνεδρία ΠΔ’, 24,10.1868.
- Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Ιστορικό Αρχείο, Αρχείο οικογένειας Ζαΐμη, φ. 81, Σ17, Υ23, ΦΙ, επιστολές 3, 4, 5, 6, 7, 18.
- Bayerisches Hauptstaatsarchiv, Geheimes Hausarchiv, Η διαθήκη του Όθωνος.
Δημοσιεύσεις
- Βασ. Κουτσαβλής, Πύργος Βασιλίσσης, το χθες και το σήμερα. Καπόν, Αθήνα 2023.
- Βάνα Μπουσέ – Μίχαελ Μπουσέ, Ανέκδοτες επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-853, Εστία, Αθήνα 2011.
- Συλλογικά, Από την Αθήνα στη θαμβέργη. Η ζωή του πρώτου βασιλικού ζεύγους της Ελλάδος, Όθωνος και Αμαλίας, μετά το 1802, Έκδοση του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα 2005.
- Στέλιος Λυδάκης (επιμ.) Η βασίλισσα Αμαλία, 1818-1875, Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα 2007.
Κωστής Ι. Αιλιανός πρέσβης ε.τ.
«Η εποχή των βασιλέων» – «Όθων», 1ος τόμος, Καθημερινή, 2024.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Ναυπλιακά (1862)
- Η επέκταση της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και οι συνέπειές της
- «Εν έτει 1862»: η ευρωπαϊκή και η ελληνική ιστορική συγκυρία
- Αντιπολίτευση στο οθωνικό καθεστώς και ρήξη: Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862











Σχολιάστε