Τα Μεταλλεία Ερμιόνης 1905-1995 – Ενενήντα χρόνια ζωής, δράσης και παραγωγικότητας |Θανάσης Μαρόγιαννης
Τα Μεταλλεία Ερμιόνης, που βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά των Αδερών,[1] λειτούργησαν επί ενενήντα περίπου χρόνια προσφέροντας οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή και στην εθνική οικονομία, με την εισροή ξένου συναλλάγματος. Πιστεύω ότι όλες οι μεγάλες εταιρείες στην πορεία της λειτουργίας τους έχουν τις θετικές αλλά και τις αρνητικές τους πλευρές, οι οποίες όμως ήταν ελάχιστες, όπως θα φανεί παρακάτω.
Η έναρξη των εργασιών των Μεταλλείων Ερμιόνης τοποθετείται περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο Γάλλος γεωλόγος Σκέντζε, που είχε την εκμετάλλευση των Μεταλλείων Λαυρίου, από έρευνες που είχε κάνει στην περιοχή μας, είχε διαπιστώσει ότι από την έκρηξη των ηφαιστείου των Μεθάνων, πριν πολλά χρόνια, είχαν δημιουργηθεί κοιτάσματα χαλκοπυρίτη και σιδηροπυρίτη[2] στην ευρύτερη περιοχή της οροσειράς των Αδερών. Ο Σκέντζε [Αρ. Π. Σκένδερ] ήταν διευθυντής της Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο, n οποία ανέλαβε την εκμετάλλευση των μεταλλείων της Ερμιόνης. Με τις κατάλληλες διαδικασίες πήρε άδεια εξόρυξης και άρχισε τις εκσκαφές στο βόρειο τμήμα του Ηλιοκάστρου.
Η εξόρυξη των μεταλλευμάτων ήταν πολύ δύσκολη τότε, γιατί δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα. Οι εργάτες χτυπούσαν το κοπίδι με βαριοπούλες, άνοιγαν οπές και έκαναν εκρήξεις με πυρίτιδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Μάλιστα τότε, δεν υπήρχε 8ωρο, υπήρχε το 12άωρο, σε δύο βάρδιες. Τα μπάζα, χώματα και πέτρες, προϊόντα των εξορύξεων μεταφέρονταν από τις στοές μέσα σε κόφες, φορτωμένες πάνω σε ζώα. Μετά από ένα χρόνο κοπιαστικής και επίμονης εργασίας έφτασαν στον κύριο όγκο του μεταλλεύματος, τον Δεκέμβριο του 1906, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των μεταλλείων, που προς τιμήν της έχτισαν το εκκλησάκι στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Η εταιρεία βρίσκοντας τα μεταλλεύματα, άρχισε να οργανώνει τεχνολογικά το συγκρότημα.
Στη θέση Μπαρουτοσπηλιά εγκατέστησε τριβείο μεταλλεύματος, έφτιαξε και οργάνωσε τα Γραφεία της εταιρείας και τοποθέτησε σιδηρογραμμές μήκους 12 χιλιομέτρων που εξυπηρετούσαν τη μεταφορά του μεταλλεύματος στον κόλπο της Δάρδιζας. Η μεταφορά από την εξόρυξη στο χώρο συγκέντρωσης γινόταν με συρόμενα βαγονέτα που τα έσερναν άλογα.
Γύρω στο 1920 τα Μεταλλεία τα αγοράζει ο Γρόμαν,[3] ένας Γερμανός, ο οποίος εκσυγχρονίζει περισσότερο το έργο και φέρνει την πρώτη ατμομηχανή για τη μεταφορά του υλικού. Αυτή λειτούργησε με κάρβουνο και την ονόμασε «ΒΑΡΒΑΡΑ», η οποία σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο σιδηροδρόμων Ελλάδας, στον Πειραιά.
Με τη λειτουργία του έργου άρχισαν να καταφθάνουν εργάτες[4] από πολλά μέρη της Ελλάδας με τις φαμίλιες τους με σκοπό να εργαστούν και να επιβιώσουν στους δύσκολους καιρούς, κυρίως από τις Κυκλάδες, τη Μήλο, τη Σέριφο, αλλά και από την Κύμn της Εύβοιας, από τη Ζάκυνθο. Αυτοί εργάζονταν μακριά από τον τόπο τους, μια και τα χρόνια ήταν δύσκολα και έπρεπε να επιβιώσουν αυτοί και οι φαμίλιες τους. Η εργασία διαρκούσε 12ωρο, με συνθήκες πρωτόγονες και σκληρές, με αποτέλεσμα τραυματισμούς, ατυχήματα βαριά ακόμα και θανάτους.
Γύρω στα 1936 περίπου αγοράζει τα Μεταλλεία ο Γεώργιος Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε καλυκοποιείο και έφτιαχνε πυρομαχικά, όπλα και οβίδες.
Ο ερχομός της δικτατορίας του Μεταξά (4 Αυγούστου 1936) βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης του εργάτη μεταλλωρύχου, καθιερώνεται το 8ωρο, επιβάλλεται η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. Η νέα διεύθυνση πλαισιώνει με επιστημονικό προσωπικό το μεταλλείο, φέρνοντας τους πρώτους μεταλλειολόγους, ενώ σιγά-σιγά θέτει στο περιθώριο τους μέχρι τότε εμπειροτέχνες. Μεταξύ αυτών ήρθε ως διευθυντής ο Ανδρέας Συρίγος, μεταλλειολόγος από τη Ρωσία. Για λόγους όμως που ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί, δολοφονήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1938, από έναν εργαζόμενο, ενώ έτρωγε στο εστιατόριο του Γεωργίου Γανώσn, στα άνω Μεταλλεία Ηλιοκάστρου.
Στη διάρκεια της Κατοχής τα Μεταλλεία συνεχίζουν να λειτουργούν και οι εργαζόμενοι σε αυτά αντί για χρήματα πληρώνονται με είδος: φασόλια, φακές, λάδι, αλεύρι, είδη πρώτης ανάγκης για την επιβίωση. Επίσης μοίραζαν στους εργαζόμενους πέτρωμα ασετιλίνης, που την έκαιγαν σε ειδικές λάμπες, για τον νυχτερινό οικιακό φωτισμό.
Μετά τον πόλεμο το εργοτάξιο αγοράζεται από τον όμιλο Μποδοσάκη, ο οποίος αρχίζει να το εκσυγχρονίζει με μηχανές παραγωγής αέρα και ρεύματος, με σουηδικά αεροσφύρια και ό,τι άλλο απαιτείται για τη σύγχρονη εξόρυξη του μεταλλεύματος. Και έρχεται η χρυσή 20ετία μετά τον πόλεμο (1950-1970), με τις ανάγκες για σίδηρο και χαλκό αυξημένες. Τα Μεταλλεία της Ερμιόνης παράγουν αυτά τα μεταλλεύματα και τα στέλνουν στη διεθνή αγορά. Η περιοχή μας έχει οικονομικά οφέλη, ενώ εισρέει ξένο συνάλλαγμα στη χώρα μας.
Το 1960 η παραγωγή φτάνει τους 90.000 τόνους το χρόνο και συνεχίζεται μέχρι το 1978.[5] Στη διεθνή αγορά όμως η τιμή του χαλκού πέφτει, γιατί η Χιλή παράγει πια μεγάλη ποσότητα χαλκού σε επιφανειακά στρώματα. Έτσι η μεγάλη ποσότητα έριξε την τιμή και δεν μπόρεσε το μικρό Μεταλλείο να γίνει ανταγωνιστικό.
Γι’ αυτό στις 13 Γενάρη του 1978,[6] παρά τις αντιρρήσεις του προέδρου της Εταιρείας Πρόδρομου Μποδοσάκη, έκλεισε. Αποζημίωσε το προσωπικό και από τους 400 εργαζόμενους κράτησε 80 και επέκτεινε τις δραστηριότητες σε λατομικές εργασίες, ανοίγοντας καινούργια λατομεία και εργοστάσια κατεργασίας μαρμάρων.
Μετά το θάνατο του Μποδοσάκη και του ανιψιού του, το Μεταλλείο έκλεισε οριστικά στις 31 Οκτωβρίου του 1995.
Αυτή εν ολίγοις είναι η ιστορία των Μεταλλείων της Ερμιόνης με τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, όπως κάθε ανθρώπινο έργο. Τα αρνητικά γιατί η δουλειά ήταν ανθυγιεινή, η πνευμονοκονίασn έτρωγε τα σωθικά των εργαζομένων, παρ’ ότι τα τελευταία 30 χρόνια είχε εκσυγχρονιστεί με συστήματα αερισμού και η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Δυστυχώς εργαζόμενοι είχαν τραυματιστεί από αμέλεια, ενώ υπήρχαν και πέντε θάνατοι. Αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα συμβαίνουν στα μεγάλα εργοτάξια.
Το 1967 στην Ελλάδα εργάζονταν 15.000 μεταλλωρύχοι. Σήμερα ο αριθμός τους έχει πολύ περιοριστεί και οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονται στα μεταλλεία Ολυμπιάδας Χαλκιδικής.
Το Μεταλλείο της Ερμιόνης άφησε πίσω του μια ιστορία. Οι άρχοντες του τόπου μας όμως δεν την αξιοποίησαν κατά πώς έπρεπε. Για παράδειγμα το εργοτάξιο του μεταλλείου στο Λαύριο διασώθηκε, μετατράπηκε σε Μουσείο και το επισκέπτεται πλήθος κόσμου. Επίσης στο Δίστομο διασώθηκε το εργοτάξιο και μετατράπηκε σε χώρο επισκέψιμο, με το όνομα «Μεταλλευτικό Πολιτιστικό Κέντρο».

Το 2014 εντοπίστηκαν τα αρχεία των Μεταλλείων Ερμιόνης, από επισκέπτη στο χώρο των γραφείων τους. Βρίσκονταν σε πλήρη εγκατάλειψη.
Πιστεύω ότι και εμείς μπορούσαμε να διατηρήσουμε και να προβάλουμε τη βιομηχανική μας κληρονομιά. Να διατηρήσουμε τα εργοτάξια σαν Μουσεία, το τρενάκι, που διένυε μια απόσταση 12 χιλιομέτρων, περνώντας από χαράδρες και ποτάμια, τις στοές, τη σκάλα, το σχολείο, τις εργατικές κατοικίες, προσφέροντας στον επισκέπτη μέσα από τα διάσπαρτα κτίσματα ανεκτίμητης ιστορικής και πολιτιστικής αξίας το παρελθόν μας, που θα αποτελούσε και παρακαταθήκη για το μέλλον μας.
Θα ήθελα να επισημάνω και την παρουσία των δύο Ερμιονιτών διευθυντών που υπηρέτησαν στα Μεταλλεία. Ο Νικόλαος Δέδες, Χημικός, ήταν για 14 χρόνια διευθυντής της επιχείρησης. Άνθρωπος μορφωμένος, έξυπνος, που έβλεπε μπροστά. Έργο δικό του ήταν η ίδρυση του Αγροτικού Συνεταιρισμού το 1950.
Ο Δημήτριος Ξενάκης, Μηχανολόγος, Καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών. Γερό μυαλό, συνέβαλε στην ανάπτυξη του μεταλλείου. Έργο δικό του υπήρξε η πρώτη στην Ελλάδα υψικάμινος της ΛΑΡΚΟ.
Σημειώσεις Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης με βάση τη νεότερη έρευνα της φιλολόγου κας Μυρσίνης Σαμαρά.
[1] Βρίσκονται στο δυτικό μέρος της οροσειράς Αδέρες, όπου παρουσιάζονται χαλκούχα ορυκτά σε διάφορες θέσεις της περιοχής της Ερμιονίδας: Ηλιόκαστρο, Άγ. Δημήτριος, Καψοσπίτι, Ρορό και Μπαρουτοσπηλιά.
[2] Ο σιδηροπυρίτης χρησιμεύει για την παρασκευή θειϊκού οξέος, απαραίτητου στη βιομηχανία υπερφοσφωρικών λιπασμάτων.
[3] Κατά τη μακρόχρονη διαδρομή τους τα εκμεταλλεύτηκαν: 1) Η Μεταλλευτική Εταιρεία «Μεταλλεία Ερμιόνης» του Αρ. Π. Σκένδερ και άλλων μετόχων από το 1905. 2) η Γαλλική Εταιρεία, που διαχειριζόταν και τα μεταλλεία Σερίφου, με τον Γεώργιο (γιο του Αιμίλιου) Γρώμαν. 3) Από το 1922, η Ο.Ε Μιχ. Λίτσας και Λ. Σκένδερ. 4) Από το 1927, η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων με τον Νικ. Κανελλόπουλο. 5) Τέλος, από το 1947, ο Πρόδρομος Αθανασιάδης (Μποδοσάκης), ο οποίος εξαγόρασε την ΑΕΕΧΠ&Λ.
[4] Η οικονομική κρίση, που έπληττε την αγροτική και κτηνοτροφική Ελλάδα στις αρχές του 20ού αι., οδήγησε πολλούς εργάτες – εσωτερικό μεταναστευτικό ρεύμα – στα Μεταλλεία Ερμιόνης. Οι περισσότεροι προέρχονταν από άλλα μεταλλεία από τα νησιά του Αιγαίου (Σέριφο, Μήλο, Άνδρο, Εύβοια, Σαντορίνη, Κρήτη), από τη Μικρά Ασία κ.ά. μέρη. Οι ντόπιοι (μεταξύ αυτών και ανήλικα παιδιά και γυναίκες), προέρχονταν κυρίως από το Ηλιόκαστρο, τα Δίδυμα, το Λουκαΐτι, την Ερμιόνη. Διέσχιζαν πολύωρες διαδρομές πεζοί, με ζώα, σε ανύπαρκτους δρόμους, με βάρκες και τη Βενζίνα της Εταιρίας -Ερμιόνη- Δάρδεζα- και πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’60, με τροχοφόρα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30: Η αύξηση των ξένων εργατών και των αναγκών στέγασης των οικογενειών τους, επέβαλε, με τη συνδρομή της Εταιρίας ΑΕΕΧΠ&Λ, το κτίσιμο απλών εργατικών οικιών. Τότε κτίστηκε και η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των μεταλλείων (το μοναδικό άρτια σωζόμενο μέχρι σήμερα ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο του οικισμού) και το μονοθέσιο δημοτικό σχολείο. Την ίδια δεκαετία κτίστηκε στην παραλία του όρμου Δάρδεζας (Αχλαδίτσας) και η πρώτη συστάδα από δώδεκα μικρές εργατικές κατοικίες. Ο οικισμός «Μεταλλεία», που στέγαζε περισσότερους από 200 κατοίκους, αποτέλεσε μια μικρή κοινωνία που συνδέθηκε τόσο με αυτή του Ηλιοκάστρου όσο και της Ερμιόνης, οικονομικά- εμπορικά, πολιτισμικά και ιστορικά με αμφίδρομες ωφέλειες.
[5] Στη δεκαετία του ’70: Οι νέες συνθήκες της οικονομίας επηρεάζουν σταδιακά την εξορυκτική δραστηριότητα των Μεταλλείων. Το έτος 1978 σταματούν οριστικά αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους σε απόγνωση. Πλήττεται ιδιαίτερα το Ηλιόκαστρο.
[6] Το έτος 1978 σταματούν οριστικά αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους σε απόγνωση. Πλήττεται ιδιαίτερα το Ηλιόκαστρο. Το έργο άλλαξε σε Λατομεία μαρμάρων Ηλιοκάστρου και Ερμιόνης. Με το θάνατο του Μποδοσάκη, στις 18 Ιανουαρίου 1979, την Εταιρεία αναλαμβάνει ο ανιψιός του Αλέκος Αθανασιάδης και μετά τη δολοφονία του, το 1988, περιήλθε οριστικά το 1995 στην Εθνική Τράπεζα. Σημερινός ιδιοκτήτης των Μεταλλείων είναι ο Όμιλος Τσοκανή Α.Ε.
Θανάσης Μαρόγιαννης, υπάλληλος των Μεταλλείων.
«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 6, Νοέμβριος 2010.
Διαβάστε ακόμη:














Σχολιάστε