Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Οικονομία’ Category

Παλίρροια: Βιομηχανία Αεριούχων Ποτών Άργους


 

Μια γκαζόζα με ιστορία… παλίρροιας

 

Στην έρευνα για την κοινωνική ιστορία των επιχειρήσεων, μπερδεύονται πολλές φορές οι αναμνήσεις όσων συνδέονται μαζί τους αλλά και εκείνες του ερευνητή με την επιχειρηματική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εταιρείες με παλιές καταβολές που ο χρόνος προσπαθεί να σβήσει, τότε η έρευνα γίνεται ακόμα πιο δύσκολη και τα σημάδια ανασύρονται κυρίως από την ανθρώπινη μνήμη για να καταγραφούν. Αυτό συμβαίνει και με μια ιστορική εταιρεία για την Αργολίδα, όπως η βιομηχανία αεριούχων ποτών «Παλίρροια».

Το πώμα της «Παλίρροιας».

Οι κάτοικοι της Αργολίδας θα θυμούνται ακόμα τα κοντόχοντρα μπουκαλάκια με το γνωστό σήμα της εταιρείας για τις πορτοκαλάδες, τις λεμονάδες και τις σόδες της. Όχι όμως μόνο οι κάτοικοι της Αργολίδας!

Θυμήθηκα το αρχικό σήμα της εταιρείας στο κοντόχοντρο μπουκαλάκι, πιτσιρικάς σε κάποιο καφενεδάκι στον Προφ. Ηλία στον Πειραιά και αναρωτήθηκα αν επρόκειτο για κάποια άλλη εταιρεία με το ίδιο όνομα ή για λάθος δικό μου. Η έρευνα γύρω από το θέμα αυτό θα απαντούσε στα ερωτήματά μου.

 

Από τη Σμύρνη στο Άργος

 

Στην ιστορία της χώρας υπάρχουν στιγμές που θεωρούνται οι χειρότερες για την πορεία της. Μια από αυτές είναι και η Μικρασιατική καταστροφή. Πολλές φορές όμως, με την άνεση που δίνει ο χρόνος στον ερευνητή, αναρωτιέται αν οι στιγμές αυτές δεν έφεραν μαζί με τη δυστυχία των Ελλήνων μικρασιατών και ένα ανεκτίμητο κύμα δημιουργίας στην ελλαδική κοινωνία. Σήμερα η έρευνα μας επιτρέπει τη σταδιακή ανασυγκρότηση του παζλ της ιστορίας της χώρας και ιδιαίτερα του μέρους εκείνου που αναφέρεται στην επίδραση της άφιξης των μικρασιατών στην κοινωνική και οικονομική της πορεία. Μια άφιξη που χάρισε στην ελλαδική κοινωνία όχι μόνο δημογραφική ζωντάνια, αλλά και οικονομική άνθιση. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού. Αναδρομή στην πορεία της κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά (1872-1981), η οποία υπήρξε μια από τις σημαντικές οικογενειακές επιχειρήσεις στη χώρα –  Λήδα Παπαστεφανάκη


 

Ο βιομήχανος και δήμαρχος Πειραιά Θεόδωρος Ρετσίνας, τέλη 19ου αιώνα (αρχείο Ρετσίνα – Συλλογή Α. Δρούλια).

Η κλωστοϋφα­ντουργία Ρετσίνα, ιδρυμένη το 1872 στον Πει­ραιά από τους αδελφούς Θεόδωρο, Αλέξανδρο και Δημήτριο Ρετσίνα, εξελίχτηκε στη μεγαλύ­τερη της χώρας και κυριάρχη­σε στην εσωτερική αγορά μέχρι περίπου τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο πα­τέρας των τριών αδελφών Γε­ώργιος Ρετσίνας, καταγόμενος από το Άργος, υπήρξε από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην καινούργια πόλη νωρίς τη δεκαετία του 1830, όπου ασχολήθηκε με ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότη­τες, επένδυσε στην αγορά γης και διατηρούσε οινοπνευματοποιείο από το 1835.

Οι γιοι του ασχολούνται και αυτοί από νωρίς με εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Δημήτριος είναι ήδη έμπορος το 1853. Η ομόρρυθμος εταιρεία Αδελφοί Ρε­τσίνα συστήνεται το 1864. Έως το 1872, έτος ίδρυσης του νη­ματουργείου τους, οι αδελφοί Ρετσίνα ασχολούνται με εμπο­ρικές επιχειρήσεις, ναυτασφάλει­ες και αγοραπωλησία γης στον Πειραιά. Η πρωταρχική συσσώ­ρευση κεφαλαίων της οικογένει­ας Ρετσίνα πρέπει να πραγματο­ποιήθηκε μέσω του εμπορίου και της αγοραπωλησίας γης και όχι μέσω της βιοτεχνίας.

 

Από τις 10.000 στις 25.000 ατράκτους

 

Το 1872, εποχή του πρώτου κύματος εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα, οι αδελφοί Ρετσίνα προχωρούν στο βιομηχανικό εγχείρημα. Στην περιοχή Λεύ­κα του Πειραιά, μακριά από το κέντρο της πόλης, στο βορεινό τμήμα της βιομηχανικής ζώνης που βρισκόταν τότε στις αρχές της διαμόρφωσής της, εγκαινιά­στηκε το 1872 το νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμο­μηχανή 60 ίππων. Αμέσως μετά τα εγκαίνια του νηματουργείου ο Δημήτριος Ρετσίνας (Άργος 1825 – Παρίσι 1916) αποχωρεί από την επιχείρηση πουλώντας το μερίδιό του στον αδελφό του Θεόδωρο και εγκαθίσταται στο Παρίσι. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο – Μάρθα Πύλια στο: Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.


 

Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «χριστιανικές κοινότητες της τουρκοκρατίας» για να προσεγγίσω τις οικονομικές δραστηριότητες των κοινοτικών μηχανισμών που λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[1], επειδή η επανειλημμένη επιγραμματική του χρήση από την παραδοσιακή ιστοριογραφία παραπέμπει στη μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του ρόλου των εν λόγω κοινοτήτων χωρίς να την προσγειώνει στον ιστορικό της περίγυρο. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η κοινοτική οργάνωση των αλλόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας στηριζόταν σε παλιά μουσουλμανική πρακτική[2] και πως η οθωμανική διοίκηση δεν αναγνώριζε νομικά πρόσωπα αλλά λειτουργίες που επιτελούσαν τα φυσικά πρόσωπα, γι’ αυτό ακριβώς απευθυνόταν ονομαστικά στους εκάστοτε αντιπροσώπους των κατακτημένων χριστιανών ή εβραίων[3]. Θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω άλλη μια φορά και εδώ το διοριστήριο ιεροδικαστικό έγγραφο του Ρήγα Παλαμήδη στη θέση του αντιπροσώπου Μονεμβασιάς, γιατί επεξηγεί απολύτως την παραπάνω έννοια της χριστιανικής εκπροσώπησης αλλά και τη διαδικασία διορισμού των αντιπροσώπων:

«Οι πρόκριτοι της επαρχίας Μπενέφσε της Κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του βαρούς και όλων των χωρίων […] άπαντες υπήκοοι (ραγιάδες) προσωπικώς δι’ εαυτούς και επιτροπικώς ως αντιπρόσωποι των άλλων ραγιάδων, εμφανισθέντες ενώπιον ημών εν τω δικαστηρίω τούτω […] εδήλωσαν ότι προς υπεράσπισιν, διεξαγωγήν και διευθέτησιν των αφορωσών την επαρχίαν των υποθέσεων εν τη πρωτευούση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή παρίσταται ανέφικτος ανάγκη να διορισθή αντιπρόσωπός τις, ο δε ειρημένος Ρήγας τυγχάνει ικανός […] διά το λειτούργημα, διορίζουσι και αποκαθιστώσι τούτον γενικόν αντιπρόσωπον και πληρεξούσιον αυτών. Ο δε ειρημένος […] εδήλωσεν ότι αποδέχεται [..]»[4].

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο:  «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Στηριγμένη, λοιπόν, σ’ αυτή την πολιτική λογική επιχειρώ να ψαύσω τις ιδιωτικές οικονομικές συμπεριφορές των προσώπων που ήταν επιφορτισμένα με κοινοτικούς ρόλους, και μάλιστα τις οικονομικές στρατηγικές που ανέπτυσσαν για να ενισχύσουν κατά περίπτωση τα συμφέροντα της κομματικής τους φατρίας[5] αλλά και τη δική τους θέση μέσα στο τοπικό πολιτικό στερέωμα. Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί, στηριγμένη στις πληροφορίες των πηγών, αποκαλύπτει οικονομικές συμπεριφορές που εξελίσσονταν στις παρυφές της οθωμανικής νομιμότητας και μαρτυρούσαν τον βαθμό απορρύθμισης του συστήματος: Οι εκμισθώσεις των φορολογικών εισοδημάτων από τους τοπικούς άρχοντες κατέληγαν σε δυσβάσταχτα ποσά για τους φορολογούμενους, ενώ οι υψηλές αμοιβές τής οποιασδήποτε μεσολάβησης προς την κεντρική διοίκηση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τους ήδη καταχρεωμένους ραγιάδες. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εξυπηρετούσαν εν τέλει τους τοπικούς άρχοντες που μεσολαβούσαν, καθώς η κεντρική διοίκηση εισέπραττε υποπολλαπλάσιο ποσό από εκείνο που τελικά βάρυνε τον φορολογούμενο πληθυσμό[6]. Η κεντρική εξουσία με τη σειρά της επιχειρώντας να ελέγξει την αυξανόμενη πολιτική και οικονομική εξουσία των τοπικών αρχόντων «έλαιον και θείον έρριπτεν εις το πυρ των έριδων»[7], οι οποίες ενδημούσαν στις αυλές των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πολιτική, την οικονομική αλλά και τη φυσική εξόντωση των τοπικών αυθεντιών, κατάσταση που επιβάρυνε ολοένα και περισσότερο την αστάθεια του συστήματος.

Το πληροφοριακό υλικό αντλώ κυρίως από την αλληλογραφία που βρίσκεται στο Αρχείο Ρήγα Παλαμήδη[8], γραμματέα του πασά του Μοριά και κατόπιν αντιπροσώπου (vekil) των καζάδων Τριπολιτσάς και Μονεμβασιάς στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας[9], από το Αρχείο Περρούκα[10] – αρχείο της επιφανούς οικογένειας προεστών του Άργους, που επίσης διατηρούσε προεπαναστατικά επίσημο αντιπρόσωπο στην Πόλη[11]– και από τα Αρχεία της γνωστής οικογένειας προεστών Δεληγιάννη[12].

Οι βεκίληδες, δηλαδή οι εκπρόσωποι των διοικητικών περιφερειών στην «πηγή της εξουσίας»[13] (όπως ενδεικτικά χαρακτηρίζεται η οθωμανική πρωτεύουσα στην αλληλογραφία που προανέφερα), λειτουργούσαν ως μεσολαβητές για τη διεκπεραίωση των συμφερόντων των αρχόντων (χριστιανών και μουσουλμάνων) των παραπάνω περιφερειών, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν για τα δικά τους ιδιαίτερα οικογενειακά ή προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των πηγών, φαίνεται πως οι βεκίληδες αναλάμβαναν την προαγορά δημόσιων εισοδημάτων (iltizam) για λογαριασμό εντολέων που μπορούσαν να είναι ακόμη και οθωμανοί αξιωματούχοι, την κατάθεση αναφορών (arz ve mahzar) στην οθωμανική ή πατριαρχική αυλή αλλά και την καταγγελία των δικών τους πολιτικών αντιπάλων ή των εντολέων τους ως καταχραστών ή ταραξιών[14]. Μάλιστα, σχετικά με το iltizam, στην αλληλογραφία Παλαμήδη γίνεται σαφές ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ετήσιες προαγορές εισοδημάτων (mukata’a)[15] και όχι για ισόβιες (malikane), καθώς οι πρώτες επέτρεπαν στο οθωμανικό ταμείο να διαπραγματεύεται κάθε χρόνο και να μεγιστοποιεί με την αναπροσαρμογή τις εισπράξεις του.

Οι βεκίληδες επιχειρούσαν επίσης να επηρεάσουν τον διορισμό των δραγουμάνων του Μοριά[16] και φρόντιζαν για την έκδοση ή την αναίρεση αφορισμών από την Ιερά Σύνοδο και για τον εκθειασμό ή, αντίθετα, τη διαβολή ιερέων στο Πατριαρχείο ανάλογα με τις συμμαχίες και τις σχετικές συγκυρίες που εξελίσσονταν στις περιφέρειες που εκπροσωπούσαν. Πάσχιζαν, επίσης, να υποστηρίζουν τις αναφορές και τις καταγγελίες τους προς την Πύλη με την υποστήριξη του Πατριαρχείου[17].

Το αξίωμα του δραγουμάνου, δηλαδή του διερμηνέα του πασά του Μοριά, προσώπου σε άμεση και καθημερινή επικοινωνία με τον πασά και κύριου μεσολαβητή ανάμεσα σε αυτόν και τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, φαίνεται πως ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους διορισμούς, μία από τις υψηλότερες πολιτικές θέσεις που οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες προεστών επιχειρούσαν να προσεταιριστούν για δικό τους όφελος. Εν τούτοις, συνέβαινε να αφανίζονται από τα έξοδα ακόμη και εκείνοι που κατόρθωναν τον διορισμό του δικού τους υποψήφιου[18]. Ούτως ή άλλως, οποιοδήποτε διάβημα των αρχόντων «εις την πηγήν της εξουσίας» είχε τη δική του λαθραία χρηματική τιμή.

Με αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική μεταφέρονταν γενναία εισοδήματα προς την κορυφή της ιεραρχίας (την τοπική αλλά και την κεντρική), τα οποία οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί αφαιρούσαν λεηλατικά από την παραγωγική διαδικασία και εξαιρούσαν από το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο. Και μάλιστα, οι μεσολαβητές αυτοί που δεν ήταν άλλοι από τους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες ή τους μουσουλμάνους αγιάνηδες, επιχειρούσαν σταθερά, όσο το επέτρεπε η φοροδοτική αντοχή των υπηκόων, να ενσωματώνουν τα υπέρογκα έξοδα των υπόγειων πολιτικών μεσολαβήσεων στους καταβαλλόμενους φόρους. Η οικογένεια Ζαΐμη είχε δε καταφέρει να μετατρέψει σε σταθερή φορολογική υποχρέωση της επαρχίας Καλαβρύτων το γιγαντιαίο ποσό που όφειλε στην οθωμανική διοίκηση για να της επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία της, λόγω της συμμετοχής της στην εξέγερση του 1769[19].

Εν τέλει, οι μοραΐτες τοπικοί άρχοντες στο περιθώριο των λειτουργιών που επιτελούσαν και του οποιουδήποτε άμεσου οικονομικού οφέλους επιχειρούσαν να αποκομίσουν από αυτές, ασκούσαν παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες που ευνοούσε η πολιτική τους θέση, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική τους επιφάνεια ενίσχυε την πολιτική τους μακροβιότητα. Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία επέτρεπε την απολύτως αντιπαραγωγική διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος και, εν πολλοίς, μέσα από τη διαδικασία αυτή η οικονομική εξουσία προσδιόριζε τους πολιτικούς ρόλους, τις θέσεις και τις αποφάσεις[20].

Κανέλλος Δεληγιάννης, ελαιογραφία.

Ανάμεσα στις αντιπαραγωγικές συνήθειες που ενδημούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οφείλω να προσθέσω επιγραμματικά τον αποθησαυρισμό που προκαλούσε η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, και την επιδεικτική καταναλωτική συμπεριφορά που υπαγόρευε το απολύτως ασταθές οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της ύστερης οθωμανικής εποχής: Συνήθως αποθησαυρίζονταν πολύτιμα μέταλλα και υφάσματα για να ρευστοποιηθούν τη στιγμή της κρίσης, ενώ η επιδεικτική κατανάλωση από πρόσωπα ανώτερων αλλά και χαμηλότερων αξιωμάτων και εισοδημάτων αποσκοπούσε στο να αναπαραστήσει την πραγματική ή εικονική συμμετοχή σ’ ένα υψηλότερο κοινωνικό καθεστώς[21]. Η καταγραφή των δημευθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων από το σπίτι της οικογένειας Δεληγιάννη μετά την εκτέλεση του γενάρχη της (Φεβρουάριος 1816) αλλά και μια δεύτερη καταγραφή των κινητών περιουσιακών στοιχείων που η ίδια οικογένεια αποθήκευσε λίγο πριν την ελληνική Επανάσταση (1η Μαρτίου 1821), αποκαλύπτει πληθώρα κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων και πολυτελών υφασμάτων[22].

Οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υιοθετούσαν, λοιπόν, τις παραπάνω προσωπικές συμπεριφορές και απολάμβαναν τα οφέλη της επικοινωνίας τους με τις οθωμανικές αυλές. Σε επιστολή του προς τους Περρουκαίους ο Ρήγας Παλαμήδης αναφέρει σχετικά με διαφιλονικούμενη καλλιεργημένη γη ότι «εις το χωράφι αυτό εξαρχής χέρι δεν έβανα, εάν κατά την προσταγήν του ιτζέτπεη εφένδη δεν εδιορίζετο ναζύρης[23] εις τούτο ο άρχων πατέρας της και εάν η ευγενεία του δεν μοι έδιδεν την άδειαν»[24]. Είναι προφανές πως η κατοχή της γης δεν υποστηρίζεται με άλλους «τίτλους» εκτός από τη σύμφωνη γνώμη του οθωμανού αξιωματούχου.

Σε άλλη περίπτωση οι άνθρωποι του «ενδοξομεγαλοπρεπέστατου μουσταφέμπεϊ»[25] των Πατρών παρακάμπτουν συμφωνίες του ίδιου του μπέη για πώληση σταφίδας σε χριστιανό έμπορο, για να την δώσουν τελικά – ακόμη και στην ίδια τιμή – στον Χαράλαμπο Περρούκα: «Ο ενδοξομεγαλοπρεπέστατος μουσταφέμπεϊ εφένδης μας είχεν σταφύδαν αυτού εις βοστίτσαν και πάτραν την οποίαν έγραψεν να την δώση με το να ευρέθη εδώ ο μόνον Χ» Φιλιππής και εζήτησεν να αγοράσει [… όμως] οι αυτού επιτροποί του είχαν προσυμφωνίσει με την ευγενεία σας […]. η ενδοξομεγαλοπρεπεία του μαθών τούτο εδυσαρεστήθη ευχαριστούμενος κατά πάντα λόγον να την λάβει η ευγενεία σας […] η τιμή οπού ο Φιλιππής έδωσεν είναι τάλαρα 70: το μεγαλίτερον χισμέτι σας είναι το να παρθή εις αυτό και προσπάθισον όσον γίνεται να μην λάβη την παραμικράν δυσαρέσκειαν»[26].

Σχετικά – και απολύτως συνοπτικά – με το οικονομικό προφίλ των χριστιανών προκρίτων στην προεπαναστατική Πελοπόννησο επισημαίνω και εδώ[27] α) πως κατείχαν περιορισμένη γαιοκτησία σε σχέση με εκείνη των οθωμανών ντόπιων αρχόντων, πως καταπιάνονταν με εμπορικές και κυρίως με δανειστικές δραστηριότητες που ευνοούσε η αρμοδιότητά τους να συγκεντρώνουν και να καταβάλουν στη διοίκηση τους φόρους[28], β) πως σε περιορισμένη κλίμακα συμμετείχαν στις εκμισθώσεις δημόσιων προσόδων και, τέλος, γ) πως κάποιοι από αυτούς επιδίδονταν σε χρυσοφόρες εκμισθώσεις εισοδημάτων της οθωμανικής αυλής στον Μοριά[29].

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην κλίμακα των εισοδημάτων και των περιουσιών οι μοραΐτες χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υπολείπονταν κατά πολύ των αντίστοιχων μουσουλμάνων αγιάνηδων οι οποίοι δεν κατείχαν μόνο τις πιο εκτεταμένες και προσοδοφόρες καλλιέργειες, όπως και τη μερίδα του λέοντος στις αστικές ιδιοκτησίες, αλλά σχεδόν μονοπωλούσαν τις εκμισθώσεις των δημόσιων προσόδων[30]. Εν τέλει, οι χριστιανοί περιορίζονταν στο στενό πλαίσιο που επέτρεπαν οι δραστηριότητες των μουσουλμάνων αρχόντων και είχαν συντριπτικά μικρότερη συμμετοχή στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος[31].

Οι μοραΐτες αγιάνηδες στήριζαν την οικονομική παντοδυναμία στην πολιτική τους επιρροή που προέκυπτε από την άμεση σχέση με την οθωμανική διοίκηση, ενώ οι ίδιοι, τουλάχιστον σε αυτή την ύστερη περίοδο, δεν είχαν καμία εξοικείωση με τα στρατιωτικά αξιώματα[32]. Κατείχαν συχνά το αξίωμα του βοϊβόδα, δηλαδή του εντεταλμένου της οθωμανικής διοίκησης για την εκμίσθωση και τη συγκέντρωση των φόρων των επαρχιών. Με αυτή την ιδιότητα βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους κατένειμαν και περισυνέλεγαν για λογαριασμό του βοϊβόδα τις φορολογικές υποχρεώσεις στις δικές τους περιφέρειες[33]. Η παραπάνω σαφώς ιεραρχημένη σχέση ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς τοπικούς άρχοντες αποτυπωνόταν στη μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης των πρώτων στον παραγόμενο πλούτο και στην προφανή πολιτική εξάρτηση των δεύτερων από τους πρώτους.

Οι διαθέσιμες πηγές μάς επιτρέπουν να προσεγγίσουμε ενδεικτικά τις τάσεις κερδοφορίας των χρηματικών δραστηριοτήτων των χριστιανών αρχόντων: Αν θεωρήσουμε πως ο συνήθης ετήσιος τόκος δανεισμού κυμαινόταν από 12% έως 20%[34], στα οικονομικά κατάστιχα της οικογένειας Δεληγιάννη το ετήσιο κέρδος από δύο εκμισθώσεις τοπικών φορολογικών προσόδων ανέρχεται αντίστοιχα σε 19% και 31%[35], ενώ ο Παπατσώνης, σε ένα μόνο έτος, το 1772, κατόρθωσε να υπερτετραπλασιάσει το κεφάλαιο που κατέβαλε για την προαγορά των εισοδημάτων της σουλτάνας «Μπεϊάν»[36]. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το είδος των παραπάνω εισοδημάτων που συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, οφειλόταν στην εύνοια και τη συναίνεση των οθωμανικών αρχών. Όσο για τα «υπερκέρδη» του Παπατσώνη, αν και περιορίστηκαν από τις διεκδικήσεις των αντιπάλων του[37], παρέμειναν πολλαπλάσια της καταβαλλόμενης ετήσιας προαγοράς του εισοδήματος της σουλτάνας[38].

Με την προνομιακή εκμίσθωση των εισοδημάτων της ίδιας σουλτάνας στην Πελοπόννησο καταπιάνονταν άλλωστε οι Δεληγιανναίοι και ο Παπαλέξης[39], ενώ από τα κοινά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εν λόγω δραστηριότητας φαίνεται τελικά πως προέκυψε η συμμαχία που ο Μιχαήλ Οικονόμου ονόμασε «καρυτινομεσσηνιακό» κόμμα[40]. Συμπερασματικά, από τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκύπτει πως η προαγορά των φόρων και των εισοδημάτων της αυτοκρατορικής αυλής αποτελούσε εξαιρετική και σπάνια διέξοδο για τα κεφάλαια των χριστιανών αρχόντων οι οποίοι επιδίδονταν στον δανεισμό των καταχρεωμένων φορολογουμένων αλλά και τον δανεισμό των επίσης καταχρεωμένων κοινοτήτων που εκπροσωπούσαν[41].

Τα εισοδήματα που εν τέλει συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, ήταν πολλαπλά: Δίπλα από τη μικρή ή μεγάλη γαιοκτησία και την ενδεχόμενη αστική περιουσία[42], δίπλα από τον δανεισμό και την ενδεχόμενη συμμετοχή στις εκμισθώσεις δημόσιων εισοδημάτων, δίπλα ενδεχομένως και από τις μικρές ή μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις[43], δίπλα από τους νόμιμους μισθούς, είχαν τη δυνατότητα να κερδίζουν και από τις μεσολαβήσεις που επιχειρούσαν: Ο Π. Παπατσώνης στη λιτή αλλά πολύ κατατοπιστική αφήγηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της δικής του οικογένειας το δηλώνει ρητά: «Ο δε προεστός ωφελείτο και από τα βασιλικά δοσίματα αν ήθελεν, εκτός δε τούτων των ωφελημάτων είχε και τυχηρά πάμπολλα ετησίως»[44]· αυτό σημαίνει ότι ιδιοποιείτο τη διαφορά ανάμεσα στον εκάστοτε εισπραττόμενο φόρο και σε αυτόν που καταβαλλόταν στο οθωμανικό δημόσιο, και ακόμη ότι «ωφελείτο» ξεχωριστά από όλες τις πολιτικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως για παράδειγμα την κατάθεση και την παρακολούθηση των καταγγελιών και τη διεκδίκηση θέσεων και εκμισθώσεων για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

Είναι αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση η προαναφερθείσα αλληλογραφία του Ρήγα Παλαμήδη. Ως απεσταλμένος του καζά της Μονεμβασιάς στην Πόλη, ο Παλαμήδης αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να διεκπεραιώσει την εξορία ενός επικίνδυνου (κατά την αλληλογραφία) μουσουλμάνου αξιωματούχου[45] – με τη σύμφωνη γνώμη των αγάδων και των κοτζαμπάσηδων – έναντι 2.500 γροσιών καταρχάς και 3.000 κατόπιν[46]. Επίσης αναλαμβάνει να εξασφαλίσει για λογαριασμό του «ενδοξοτάτου» Μουσταφά Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ, αγά της Μονεμβασιάς, την εκμίσθωση του μουκατά[47] και του σαλιανέ[48] της περιοχής, με «χετιγιέν», δηλαδή δώρο για τις υπηρεσίες του «πολλά μεγαλήτερον» από 1.000 γρόσια[49]. Μάλιστα, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς, προεστός Μονεμβασιάς, προετίθετο από την πλευρά του να συμπληρώσει την «τιμή» της μεσολάβησης για τη διεκπεραίωση της εξορίας του εν λόγω ανεπιθύμητου με άλλα 500 γρόσια για τους κόπους του Παλαμήδη, αποβλέποντας βέβαια και στην εύνοια του Μπέη[50]. Ο δε Μουσταφά Μπέης, από τη δική του πλευρά, εκτιμούσε ότι 2.000 γρόσια αρκούσαν και για το «χισμέτι» του Παλαμήδη, δηλαδή τις υπηρεσίες του για την επίτευξη της εξορίας[51].

Βέβαια, το ζήτημα που προέκυψε ήταν ότι ο Παλαμήδης ζητούσε πολλαπλάσια ποσά για την τελεσφόρηση των υποθέσεων. Εν τέλει προσέκρουσε στην άρνηση και τον θυμό των εντολέων του, οι οποίοι με τη σειρά τους του υπενθύμισαν πως τα προτεινόμενα ποσά για την κατακύρωση των εκμισθώσεων ξεπερνούσαν όχι μόνο το προσδοκώμενο κέρδος αλλά και αυτό ακόμη το προσδοκώμενο συνολικό ποσό του εισπραττόμενου φόρου: «διά του σαλιανέ την υπόθεσιν, μας εδίξατε ένα πλήθος άσπρων όπου πρέπει να πουλήσωμεν και αυτόν τον σαλιανέν και να μην εμπορέσωμεν να δώσωμεν αυτήν την ποσότητα»[52]. Η διατύπωση αυτή μας πληροφορεί για την πρακτική της μεταπώλησης των ήδη προαγορασμένων δημόσιων εισοδημάτων και για την παρεμβολή εν τέλει περισσότερων ενδιαμέσων από εκείνους που τυπικά προβλέπονταν. Το αποτέλεσμα έχει ήδη αναφερθεί: Υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους υπηκόους και λιγότερα εισοδήματα στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο.

Όταν ο Παλαμήδης δεν πέτυχε καμία από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς τον απείλησε ότι στο εξής πρέπει να αρκεσθεί στον μισθό της αντιπροσώπευσης του καζά: «Ο μισθός του βετζαλετίου σας είναι διά γρόσια εξακόσια τον χρόνον και ό,τι δούλευσιν κάμετε κατά τον μαδέν να γίνεται και το ηκράμι σας. λοιπόν βαστάτε το παρόν γράμμα μου διά βεβαίωσίν σας ότι μόνον εξακόσια γρόσια έχετε να λαμβάνετε από τον καζάν μας χρόνον καιρόν διά το βετζαλετλίκι σας, και να μην ηξεύρωμεν τίποτα άλλο»[53]. Πράγματι η είσπραξη του ετήσιου μισθού και μόνον συνιστούσε απειλή για τον Παλαμήδη, καθώς αποτελούσε πενιχρή υποδιαίρεση των προσδοκώμενων αμοιβών του και ισοδυναμούσε περίπου με το προτεινόμενο «δώρο» για τη διεκπεραίωση της εξορίας, υπολειπόταν δε από το «δώρο» για την εξασφάλιση του μουκατά κατά 40%.

Θα μπορούσαμε να χρεώσουμε την αποτυχία στον Παλαμήδη και να του αποδώσουμε αναποτελεσματικότητα και πλεονεξία. Είναι όμως γεγονός πως ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ικανότητες, οι σύγχρονες πηγές μαρτυρούν συλλήβδην τη δραματική υπερφόρτωση των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και του κόστους των προσφυγών προς την εξουσία από εντεταλμένους διαμεσολαβητές, μουσουλμάνους ή χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, ή και οθωμανούς αξιωματούχους.

Ενδεικτικό της διαφθοράς και της συνακόλουθης επιβάρυνσης των οικονομικών της κεντρικής εξουσίας αλλά και των πνιγηρών κοινοτικών υποχρεώσεων είναι το παρακάτω παραστατικό απόσπασμα που προέρχεται από επιστολή των προεστών της Πάτρας προς «ενδοξομεγαλειώτατον» αξιωματούχο του Μορέως:

«ηδέ τώρα τίνος να αναφέρομεν τοιαύτες προτάσεις, και ποίος να μας δώση ακρόασιν επειδή και το σεντούκι της πολιτείας μας έχει πληρωμένα τριών χρόνων αγαλίκι της ενδοξομεγαλειότητός σας, έχει και πληρωμένα εις βασιλεύουσαν εξήντα τόσες χιλιάδες γρόσια, και από μουκατά ένας παράς δεν έπεσε μέσα εις το σεντούκι, καθώς σας είναι γνωστόν, τι να ειπούμε του κόσμου εφένδη μου;» (1817, Ιουλίου 7, Πάτρα, υπογράφουν οι Νικόλαος Λόντος και Γεράσιμος Μαντζαβίνος)[54].

Ένα χρόνο νωρίτερα, πριν διαδραματιστούν τα όσα αναφέρθηκαν για τη Μονεμβασιά, ο Παλαμήδης, ως αντιπρόσωπος του καζά της Τριπολιτσάς στην Πόλη, είχε αναλάβει να επηρεάσει τον διορισμό του νέου δραγουμάνου του Μοριά, την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστική συμμαχία των Περρουκαίων του Άργους επιχειρούσε στην Κωνσταντινούπολη να διορίσει στην ίδια θέση έναν δικό της άνθρωπο.

Ο Σωτήρος Κουγιάς, προεστός στην Τριπολιτσά, αφού εξηγεί πώς ο απερχόμενος δραγουμάνος Γεώργιος Ουαλεριανός απέσπασε 15.000 γρόσια εκβιάζοντας τους κοτζαμπάσηδες ότι θα γνωστοποιήσει μυστικές συμφωνίες τους κατά των οθωμανών τοπικών αρχόντων, συμβουλεύει τον βεκίλη και ανηψιό του, τον Ρήγα Παλαμήδη, να φροντίσει για τον διορισμό κάποιου από την οικογένεια των Σαμουρκάσηδων και τον διαβεβαιώνει πως τόσο αυτός όσο και ο νέος δραγουμάνος θα πληρωθεί από το «κοινόν» για τα έξοδα του σχεδιαζόμενου διορισμού:

«προ ημερών εμίσευσεν απ’ εδώ ο δραγουμάνος, διά τα αυτόθι [… και] διά να μην μαρτυρήση μερικά μυστικά οπού είχε με τους προεστούς περί βουτζούχηδων[55] τους επήρε μετρητά διά χαρτζιράχι[56] γρόσια δεκαπέντε χιλ:δ […] κάμε τρόπον να πάρη την δραγομανίαν κανένας από τους σαμουρκάσηδες και πάρε τον και ένα χετιέ, και αν κάμη και τίποτες έξοδα, με τον ερχομόν του τα παίρνει από τον μωρέα, καθώς και η ευγενεία σου, και η προκοπή σας είναι το να παρακινήσης να μας έλθη παρόμοιον υποκείμενον ως άνωθεν σοι γράφω.» (Τριπολιτζά, μαΐου 31, 1819, υπογράφει ο Σωτήρος Κουγιάς)[57].

Κατά παραγγελία, λοιπόν, του Σωτήρου Κουγιά, ο Παλαμήδης με ομολογία στο δικό του όνομα εκταμίευσε 5.300 γρόσια από τον έμπορο και τραπεζίτη Γεώργιο Ιωάννου για να αντιμετωπίσει τα λεγόμενα έξοδα «της Δραγουμανίας». Από την πλευρά του το ταράφι[58] των Περρουκαίων «διά την αποπεράτωσιν της Δραγουμανίας εις υποκείμενον οπού η εποχή απαιτεί»[59] και του «βεκιαλετίου», δηλαδή της αντιπροσωπίας, καταχρεώθηκε με 20.250[60] γρόσια. Μετά τον διορισμό του Σταυράκη Ιωβίκη που φαίνεται πως υποστήριζαν οι Περρουκαίοι, και τα δύο μέρη βρέθηκαν φρικτά καταχρεωμένα.

Ο Ρήγας Παλαμήδης αρνήθηκε να πληρώσει την οφειλή του και ο Γεώργιος Ιωάννου, ως «πραγματευτής που δεν ημπορεί να σφαλιέται με τόσην ποσότητα διά καιρό»[61], επειδή και αυτός «χρεωστούσε πολλά άσπρα, και περισσότερον δεν Ιμπορούσε να υποφέρει»[62], δρομολόγησε εν τέλει την αναγκαστική τμηματική εξόφληση του κεφαλαίου (5.300 γρόσια) και των τόκων (1.000 γρόσια, επιτόκιο 19%) μετακυλίωντας σε τρίτους το χρέος του Παλαμήδη[63]. Επειδή ούτε και αυτό τελεσφόρησε, ασκήθηκαν στον Παλαμήδη συναισθηματικές πιέσεις και προτροπές ακόμη και από το προσωπικό του περιβάλλον και, τέλος, διατυπώθηκαν απειλές για παρέμβαση του εν ενεργεία δραγουμάνου, του Κιαμήλμπεη, και των οθωμανικών αρχών[64], τις οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, απέφυγε λόγω της έκρηξης της Επανάστασης.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω μια σειρά από ενδεικτικές τιμές, έτσι όπως παρουσιάζονται στα τεκμήρια, ώστε τα υπέρογκα ποσά που μόλις προηγουμένως αναφέρθηκαν, να τοποθετηθούν στην κλίμακα των τιμών της εποχής:

Σύμφωνα με τις τιμές που καταγράφονται στα κατάστιχα καθημερινών εξόδων της οικογένειας Δεληγιάννη, το 1818 μία οκά σιτάρι κόστιζε 19 παράδες, ενώ στις αρχές του 1821 το «μεροδούλι» του ράφτη ετιμάτο 1,5 γρόσια[65]. Με δεδομένο ότι ο Felix Beaujour εκτιμά σε 154 οκάδες το βιοτικό ελάχιστο της κατανάλωσης δημητριακών κατ’ άτομο και αρκετά λιγότερες από 265 τις εργάσιμες μέρες του χρόνου – επειδή οι θρησκευτικές αργίες ήταν 100 –[66], αν εφαρμόσουμε τις παραπάνω τιμές στις εκτιμήσεις του, ο «χετιγιές» των 1.000 γροσιών αντιστοιχούσε περίπου στην ετήσια κατανάλωση δημητριακών 13 ατόμων, ενώ το ετήσιο εισόδημα ενός ράφτη που απασχολείτο 200 μέρες τον χρόνο, αποτελούσε το μισό από το κανονικό εισόδημα της βεκιλίας, με το οποίο «απειλήθηκε» από τον δυσαρεστημένο κοτζάμπαση της Μονεμβασιάς ότι θα αμειφθεί ο Παλαμήδης, αν δεν διεκπεραίωνε τις υποθέσεις που ανέλαβε.

Σ’ αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, ακόμη και τα μέρη της αντίπαλης συμμαχίας, ο Αθανάσιος Κανακάρης και ο Δημήτριος Περρούκας, οι οποίοι πέτυχαν τον διορισμό του δικού τους ανθρώπου στη θέση του δραγουμάνου του Μοριά, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη θέση. Από την Κωνσταντινούπολη απηύθυναν δραματική έκκληση προς τους υπολοίπους της κομματικής τους μερίδας για την εξόφληση των χρεών που προκάλεσαν οι σχετικές μεθοδεύσεις: «ημείς δε αδελφοί ευρισκόμεθα εις τας στενοχωρίας των εξόδων μας διά τα συμβάντα μας δεινά και την αποπεράτωσιν και της Δραγουμανίας και του βεκιαλετίου και τους κινδύνους υπερπηδήσαντες τη θεία δυνάμει προλαβόντως ήδη επηρρεαζόμεθα υπό των δανειστών και χρήζομαι της αδελφικής συνδρομής και βοηθείας σας […] ελπίζομεν να μεταχειρισθήτε διά την ησυχίαν ημών εκείνον τον ζήλον και την προθυμίαν οπού εμείς εδείξαμεν εις εκτέλεσιν των γεγραμμένων σας»[67].

Η αλυσίδα των χρηματισμών και της καταχρέωσης, που μόλις παρακολουθήσαμε απορρύθμιζε ολοκληρωτικά τους οικονομικούς συντελεστές της τοπικής κοινωνίας αλλά και της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης. Οι διαμεσολαβητές, όσο και αν χρηματίζονταν, εν τέλει συνθλίβονταν από το βάρος της εντεινόμενης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, το δε εμπορικό κεφάλαιο φαίνεται πως έβγαινε επίσης ζημιωμένο κάθε φορά που αναλάμβανε να χρηματοδοτήσει τις συνήθεις οθωμανικές «επενδύσεις». Αυτή είναι και η άποψη ενός συνεργάτη του Γεωργίου Ιωάννου σε εμπορική επιστολή που του απευθύνει στις 31/12/1820 για την εκτέλεση χρηματικών εντολών, αλλά και για να εκφράσει τις ευχές του για το «αίσιον νέον έτος» 1821: «βλέπομεν τα περί αγοράς μουκατάδων λεγόμενά σας αλλά παρόμοια μασλαχάτια[68] φίλοι δεν ανακατωνόμεθα επειδή είναι τούρκικες δουλειές»[69]. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα εποχή έχει ανατείλει.

Η βεβαιότητα για τις ανατροπές που εκβάλλουν στην επανάσταση δεν προκύπτει και μόνο εκ του ασφαλούς γεγονότος της επιτέλεσής της. Έχουν ήδη κατατεθεί στη βιβλιογραφία οι ραγδαίες οικονομικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις που επέφερε η τοποθέτηση των κεφαλαίων των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας σε εμπορικές και διαμετακομιστικές δραστηριότητες εκτός του ασφυκτικού χώρου της οθωμανικής επικράτειας[70]. Εν ολίγοις, το κολοσσιαίο κόστος της πολιτικής μεσολάβησης στη διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος, έτσι όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στα παραδείγματα που εκτίθενται παραπάνω, απεργάστηκε τη γενικευμένη αποδιάρθρωση του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία οι ενδημικές εξωοικονομικές παρεμβάσεις στον χώρο της παραγωγής και του εμπορίου, τις οποίες πραγματοποιούσε λεηλατικά και ανορθολογικά η οθωμανική πολιτική, κατέληξαν στην ασφυκτική δυσλειτουργία και εν τέλει στην κατάλυση του πολιτικού και οικονομικού της μοντέλου. Στην ευχετήρια επιστολή που ο προαναφερθείς χριστιανός και ελληνόφωνος έμπορος έστειλε στον Γεώργιο Ιωάννου, κατατίθεται εύγλωττα μια ήδη συντελεσμένη ανατροπή: Τα χριστιανικά κεφάλαια των υπηκόων της αυτοκρατορίας όχι μόνο έχουν βρει κερδοφόρα διέξοδο στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να περιφρονούν τις επενδυτικές στρατηγικές που ευδοκιμούσαν στην καρδιά της οθωμανικής εξουσίας, και να προσανατολίζουν τις δικές τους σε άλλα θεσμικά και οικονομικά περιβάλλοντα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Από τη σχετική βιβλιογραφία αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: Σ. Ασδραχάς, «Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία», στο Σ. Ασδραχάς (επιμ.), Οικονομία και νοοτροπίες, Αθήνα 1988, σ. 123-143, του ιδίου, «Νησιωτικές κοινότητες: οι φορολογικές λειτουργίες», Τα Ιστορικά, 5/8 (1988), σ. 3-36, 5/9 (1988), σ. 229258, Σ. Πετμεζάς, «Διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών και κοινωνική ιεραρχία. Η στρατηγική των προυχόντων. Ζαγορά 1784-1822», Μνήμων, 13 (1991), σ. 77-102, Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)», Μνήμων, 23 (2001), σ. 67-98.

[2] Μ. Πύλια, ό.π., σ. 68.

[3] Βλ. και Μ. Πύλια, ό.π., σ. 70-74.

[4] Στο ίδιο, σ. 74.

[5] Αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: J. Alexander, «Some aspects of the strife among the moreot Christian notables, 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 5 (1974-75), σ. 473-504, Δ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο», Ίστωρ, 10 (1997), σ. 185-233, M. Pylia, «Conflits politiques et comportements des primats chre- tiens…», στο Antonis Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850, Proceedings of an International Conference, December 2003, Ρέθυμνο 2007, σ. 137-147.

[6] Βλ. παρακάτω την περίπτωση Δεληγιάννη, Παπατσώνη και Παπαλέξη, υποσημ. 36, 38, 39.

[7] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1976, σ. 28.

[8] ΓΑΚ, Συλ. Γιάννη Βλαχογιάννη, φάκελος Γ1β, υποφάκελος Ρ. Παλαμήδη.

[9] Χρημάτισε σε πολύ νεαρή ηλικία γραμματέας του πασά του Μοριά, και μάλιστα κατά την περίοδο που δραγουμάνος ήταν ο πατριός του Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, και διορίστηκε βεκίλης το 1818, σε ηλικία 24 ετών· βλ. ΓΑΚ, ό.π.

[10] Πρόκειται για πλούσιο αρχείο που βρίσκεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ). Παραθέτω παρακάτω τα έγγραφα που χρησιμοποιώ με την ταξινομική τους ένδειξη.

[11] Όπως προκύπτει από το αμέσως παραπάνω αρχειακό υλικό· βλ. και υποσημ. 55-56, 65.

[12] Ευτυχία Λιάτα, Αρχεία της Οικογένειας Δεληγιάννη, Γενικό Ευρετήριο, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αθήνα 1992.

[13] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά 01/05/1819.

[14] Τα αρχεία που χρησιμοποιώ εδώ αλλά και τα Απομνημονεύματα των προεστών βρίθουν από σχετικές καταγγελίες. Πρόκειται για πάγια τακτική τόσο των χριστιανών τοπικών αρχόντων όσο και των οθωμανών αξιωματούχων, την οποία υποδαύλιζε η κεντρική εξουσία για να διατηρεί τον έλεγχο. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ. 16/1, Αθήνα 1957, σ. 19-21, Π. Παπατσώνη, Απομνημονεύματα από των χρόνων της τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α’, Αθήνα 1993, σ. 32-34, 52-53.

[15] «Ηξεύρω αυθέντα μου ότι οι μουκατάδες και μποξιάδες έρχονται του μόρα βαλισί και όθεν θέλει τους δίδει, πλην και από αυτού ανίσως και γράψουν του μόρα βαλισί δεν κάνει αλέως», ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[16] Η υπόθεση αυτή απασχολεί τόσο τον προεστό Τριπολιτσάς Σωτήρο Κουγιά που καθοδηγεί τον Ρήγα Παλαμήδη, όσο και την οικογένεια Περρούκα. Είναι προφανές πως υποστηρίζουν διαφορετικό υποψήφιο. Βλ. υποσημ. 57, 67.

[17] ΓΑΚ, επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, ό.π.

[18] Βλ. παρακάτω, υποσημ. 67.

[19] «Δοσίματα δι’ άλλα τινά αντικείμενα λεγόμενα, […] μάλι μουρτεκιμπίν [;] Διά τα δημευθέντα κατά την επανάστασιν των 1769 πράγματα τινά, αλλ’ επιστραφέντα διά της αποδοχής της επαρχίας του να πληρώνει δι’ αυτά ετήσιον τι δόσιμον ως τοιούτον, επλήρωνε η επαρχία αύτη διά τα κτήματα των Ζαΐμηδων αδελφών, Παναγιώτη και Αδρούτζου και Γιάν- νη», ΓΑΚ, ό.π., φάκελος Γ1α, έγγραφο 82.

[20] Σωρεία μαρτυριών μας πληροφορούν για τον χρηματισμό των αρχών και την εξαγορά των αξιωμάτων. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η διαδικασία που ακολουθείται στην προαγορά των φόρων από τον Ρήγα Παλαμήδη για λογαριασμό του Χουσεΐν Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ. Βλ. παρακάτω, υποσημ. 49.

[21] Για τις συμπεριφορές αυτές γενικά βλ. Σ. Ασδραχάς, Οικονομία και νοοτροπίες, σ. 167, 168· για τον αποθησαυρισμό βλ. Ε. Φραγκάκη-Syrett, Το εμπόριο της Σμύρνης τον 18ο αιώνα (1700-1820), Αθήνα 2010, σ. 2· για την επιδεικτική κατανάλωση βλ. Μ. Καλλινδέρης, Τα λυτά έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης 1676-1808, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 90-102 και Ν. Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό κράτος από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη, Αθήνα 1993, σ. 309-311.

[22] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογένειας Δεληγιάννη, ΙΙΙ. Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελος 4: «ότι πράγμα μας επήραν από τα οσπίτια μας 1816: Φεβρουαρίου 7:» και φάκελος 2, υποφάκελος 3.

[23] nazir: Επιβλέπων.

[24] Στα παραθέματα διατηρείται η ορθογραφία των πηγών. 13/07/1817, Τριπολιτζά, ΙΕΕΕ, έγγραφο 47396. Ίσως πρόκειται για τα 50,25 στρέμματα που φέρεται να κατέχει και να εκμεταλλεύεται στον Βάλτο του Άργους· βλ. ΓΑΚ, ό.π

[25] Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον βοϊβόδα των Πατρών, «άνθρωπον εγνωσμένης φρονήσεως», όπως παρατηρεί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος από τον Ιούνιο ώς τον Νοέμβριο του 1820 διορίστηκε καϊμακάμης, δηλαδή αντικαταστάτης του νέου πασά του Μοριά Χουρσίτ. Βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 100-101.

[26] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45416/2, 18/03/1820, Τριπολιτζά, (υπογραφή Σωτήρος).

[27] Βλ. περισσότερο αναλυτικά, Μ. Pylia, «Les notables moreotes, fin du XVIIIe debut du XIX siecle: fonctions et comportements», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Paris I, Pantheon Sorbonne, Παρίσι 2001, σ. 203-213, 217-242, 338-348 και της ιδίας, «Η γαιοκτησία στην περιοχή της Τριπολιτσάς κατά την τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά, 17/33 (2000), σ. 229-252.

[28] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[29] Πρόκειται για τους Δεληγιανναίους, την οικογένεια Παπατσώνη και Παπαλέξη: «η προστάτριά μας Μπεϊάν Σουλτάνα αδελφή του Σουλτάν Σελίμη, είχε μαλικιαινά (φέουδον) τας εξ επαρχίας της Πελοποννήσου, την Καρύταιναν, το Φανάρι, την Αρκαδιάν, το Νεόκαστρον, τα Εμπλάκικα και την Καλαμάταν εις τας οποίας είχεν επιτρόπους τον πατέρα μου Δεληγιάννη, τον Παπααλέξην και τον Παπατσώνην υπέρ τα εικοσιπέντε έτη, και εσύναζον τα εισοδήματά της»· βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 58.

[30] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 124, 125, 188, 344, της ιδίας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 79-80.

[31] Μ. Πύλια, «Η γαιοκτησία», ό.π., σ. 242-243.

[32] Y. Nagata, Muhsin-zads MehmetPa^a ve Ayanhk Muessesesi, Τόκιο 1976, σ. 63.

[33] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 55-56.

[34] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 75 και της ίδιας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[35] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, υποφάκελος 2.

[36] «Ενοικίασεν δε ταύτην [την επαρχίαν] ο παπούλης ημών συγχρόνως τον επικαρπίας φόρον αυτής διά δέκα πέντε χιλιάδας γρόσια κατ’ έτος […] Εις δε το πρώτον έτος της ενοικιάσεως του 1772 εισεπράχθησαν κατά τα σωζόμενα κατάστιχα του παπούλη μου […] εγέμισεν το όλον της ενοικιάσεως της εσοδείας της πρώτης χρονιάς εξήκοντα οκτώ χιλιάδες και οκτακόσια γρόσια, αριθ. 68.800», Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 30-31.

[37] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 32-34.

[38] Στο ίδιο, σ. 32.

[39] M. Pylia, «Conflits politiques», ό.π., σ. 142.

[40] Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 26.

[41] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[42] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 138, 139.

[43] Στο ίδιο, σ. 224-229.

[44] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 31.

[45] «[…] και από τον ρηθέντα αλή μπέην ηπραχήμ μπέη ζαδέν έγινεν ηντιφάκι, και εσυνάχθησαν όλον επτά αγάδες και συνομίλησαν μυστικώ τω τρόπω ότι δεν είναι άλλος τζαρές παρά να τον γράψουν εις το κραταιόν δεβλέτι, οπού να γίνη νέφι. και να σταλθή εις ένα μέρος να ησυχάση ο τόπος. να παύσουν τα νευσανιγιέτια και τα κακά του τόπου […] όθεν διά αγάπην θεού πάσχισε εις τούτο οπού να γενή νέφι και να εξορισθή εις τόπον μακρινόν, να ησυχάση ο κόσμος, ότι μας εχάλασεν τον τόπον δύο φοραίς έφερε το κάστρον εις το φεσάτι, και ακολούθησαν έξι επτά σκοτώματα τουρκών και δύο χριστιανών. και ώστε να ειρηνεύσουν εδοκίμασεν ο κόσμος τόσα έξοδα»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[46] ΓΑΚ, ό.π., στην ίδια επιστολή, και σε άλλη του ιδίου, Τριπολιτζά, 25/11/1820.

[47] mukata’a: Εκμίσθωση δημόσιων εισοδημάτων για περιορισμένη διάρκεια, κατά προτίμηση ετήσια.

[48] salyane: Χρονιάτικο, ετήσια δημόσια εισφορά.

[49] «Ανίσως και μας αληβερντίζετε και τον μουκατάν, χίλια γρόσια σας υπόσχομαι διά χετιγιέν σας. ανίσως και διά τον σαλιανέν με του θεού την βοήθειαν μας ηθέλατε τον μισόν διά να τον λάβω, τάξιμον φίλε μου δεν σας κάνω, όμως το χισμέτι σας είναι μεγάλον ο χετιγιέ σας είναι πολλά μεγαλήτερος και εγώ όλος ηδικός σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 12/04/1820.

[50] «Φαίνεται ότι σας έδειξαν διά αυτήν την υπόθεσιν δύο χιλιάδες γρόσια, όμως εγώ ο δούλος σας ημπορώ να τα κάνω δύο ήμισυ χιλιάδες γρόσια οπού να εξοδεύσετε εις ταις πόρταις και να μείνουν και της ευγενείας σας διά τους κόπους σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[51] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[52] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Τριπολιτζά, 23/09/1820.

[53] Στο ίδιο.

[54] ΙΕΕΕ, έγγραφο 47395.

[55] vucuh: Οι μουσουλμάνοι τοπικοί άρχοντες.

[56] harc-i rah: Οδοιπορικά

[57] ΓΑΚ, ό.π.

[58] taraf: Κομματική μερίδα.

[59] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1.

[60] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45412.

[61] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά, 27/12/1719.

[62] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Γεώργιου Ιωάννου, Τριπολιτζά 06/07/1720.

[63] «Λοιπόν αδελφέ το χάλι μου σου το έγραψα […] σήμερον σας τραβώ μίαν πόλιτζαν εις βάρος σας και εις ορδινίαν των κωνσταντίνου δεσποτόπουλου διά γρόσια έως 300: οπού ήταν το κεφάλαιο γρόσια 5300: και το διάφορον ενός χρόνου γρόσια 1000: τα οποία παρακαλώ τον αδελφόν να τα πληρώσετε, λαμβάνοντες την πόλιτζάν μου, και το ίσον της ομολογίας σας οπού εις χείρας της σας στέλνω, και έπειτα με γράφετε και σας στέλνω και την καθ’ αυτό σας ομολογίαν»· βλ. στο ίδιο.

[64] «Λοιπόν παρακαλούμε φίλοι κάμετε ό,τι κάμετε, βιάσατέ τον η αυθεντία σας έχετε αυτού μέσα πολλά και διά του Δραγουμάνου σας υποχρεώσατέ τον να μας πληρώση το αυτό χρέος του οσάν περικλείομε και δύο μανσούπια τουρκικά προς τον καμίλ μπέϊν και μέσον της ενδοξότητος του προσπαθήσατε να αποσπάσετε το δίκαιόν μας επειδή εις την πα- ραμικράν άργηταν είμεθα βιασμένοι να στέλωμεν μουμμπασίρην να τον φέρη εδώ και τότε αν δύναται ας μη μας πληρώση»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Αθανασίου Παπάζογλου, χωρίς τόπο, 31/12/1820.

[65] Εταρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογενείας Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελοι 3 και 6.

[66] F. Beaujour, Tableau du Commerce de la Grece, τ. 2ος, Παρίσι 1800, σ. 169.

[67] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1, επιστολή Αθανάσιου Κανακάρη και Δημητρίου Περρούκα, Κωνσταντινούπολις 22/09/1819.

[68] maslahat: Δουλειές.

[69] ΓΑΚ, ό.π

[70] Βλ. ενδεικτικά, Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, Αθήνα 1980, σ. 229-271, Ο. Κατσιαδή – Herring, Η ελληνική παροικία της Τεργέστης, 1751-1830, Αθήνα 1986, Απόστολος Διαμαντής, Τύποι εμπόρων και μορφές συνείδησης στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 2007, σ. 47-87, Μ. Α. Στασινοπούλου – Μ.-Χ. Χατζηϊωάννου (επιμ.), Διασπορά – δίκτυα – διαφωτισμός, [Τετράδια Εργασίας 28], ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2005.

 

Μάρθα Πύλια (1959-2012)

Ιστορικός – Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

Το Πρώτο Εθνικό Νομισματοκοπείο. Άργος 1822 – Αίγινα 1828


 

Η Πρώτη Εθνική Συνέλευση των Επαναστατημένων Ελλήνων [1] εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, να υλοποιήσει μία από τις σημαντικές αποφάσεις της. Να δημιουργηθεί δηλαδή το συντομότερο δυνατό Ελληνικό Εθνικό Νόμισμα, χωρίς να περιμένουν να ολοκληρωθεί με επιτυχία η Επανάσταση του Έθνους. Το όνομά του ορίστηκε να είναι η Δραχμή.

Η Παναγία η Κατακεκρυμμένη. Φωτογραφία του Γάλλου Αρχαιολόγου Antoine Bon (;) περίπου στα 1930.

Ένα χρόνο περίπου μετά την καταστροφή του από τον Κιοσέ Πασά Μουσταφάμπεη ή Κεχαγιάμπεη (24/4/1821) [2] το Άργος αποφασίστηκε να είναι η έδρα του πρώτου Ελληνικού Νομισματοκοπείου.Το μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης (της Πορτοκαλούσας), που δεσπόζει στην πλαγιά του Λόφου της Λάρισας κάτω από το Πελασγικό Κάστρο του Άργους, έκριναν ότι είναι το καλύτερο και ασφαλέστερο μέρος για να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα.

Στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης ένας κιβδηλοποιός είχε στήσει ένα μηχάνημα κοπής κίβδηλων νομισμάτων (ανθούσε τότε η κιβδηλοποιία). Ήταν το μόνο γνωστό και διαθέσιμο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Δημήτριος Καλαμαριώτης εξουσιοδοτήθηκε ν’ αγοράσει αυτήν τη «μάκινα» όπως την έλεγαν και να την φέρει στο Άργος. Πράγματι αγοράστηκε και οι εργασίες για την ετοιμασία τα κοπής της Δραχμής ξεκίνησαν, αλλά προχωρούσαν αργά και με προβλήματα. Χρειάζονταν χρυσός, ασήμι και χαλκός. Τα λάφυρα από την Άλωση της Τριπολιτσάς (23/9/1821) είχαν μοιρασθεί τα περισσότερα στους νικητές καπετανέους και στους στρατιώτες τους. Πρότειναν να λιώσουν τ’ ασημένια σκεύη από τις εκκλησίες, ως έσχατη και άμεση λύση για την εύρεση ασημιού.

Έπρεπε, επίσης, να βρεθεί ικανός χαράκτης για την χάραξη της δραχμής. Βρέθηκε στο πρόσωπο ενός ικανού τεχνίτη στην κατασκευή ασημένιων αντικειμένων  και κιβδηλοποιού, του Αρμενικής καταγωγής Χατζηγρηγόρη Πυροβολιστή (Χατζή – Κιρκορ), που διορίστηκε ως Πρώτος Έλληνας χαράκτης του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Ως πρώτα νομίσματα αποφασίσθηκε ότι θα κοπούν, το ασημένιο πεντάδραχμο και ο χάλκινος οβολός.

Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τα οθωμανικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήταν –βασικά- τα ασημένια «γρόσια» και οι «παράδες».

Στις 16/3/1822 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με διάταγμά του καθόρισε τις επίσημες ισοτιμίες όλων των γνωστών νομισμάτων που κυκλοφορούσαν τότε στην απελευθερωμένη από την εθνική επανάσταση Ελλάδα. Όπως:

  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, τα λεγόμενα  «φουντούκια», που κυκλοφόρησαν από το 1703 έως το 1730, ισοδυναμούσαν με 11 γρόσια και 20 άσπρα το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του σουλτάνου Μαχμούτ τα αποκαλούμενα από τον λαό «Μαχμουδιέδες» που κυκλοφορούσαν από το 1730 έως 1754 και ισοδυναμούσαν με 26 γρόσια το καθένα.
  • Τα χρυσά νομίσματα του Μουσταφά του Γ’, τα ονομαζόμενα από τον λαό «Αϊναλιά» και ισοδυναμούσαν με 33. Ήταν από τα πλέον περιζήτητα και ακριβά.
  • Τα γαλλικά ναπολεόνια, οι βρετανικές λίρες, οι κορώνες.
  • Τα αυστριακά νομίσματα της Μαρίας Θηρεσίας, τα ονομαστά «Τάλιρα Ρεγγίνα» (σ’ αυτά είχαν ιδιαίτερη προτίμηση οι Υδραίοι και νησιώτες καπετάνιοι καραβοκύρηδες. Όλα αυτά και άλλα ξένα νομίσματα, 26 συνολικά, είχαν τη δική του ισοτιμία με το γρόσι, όπως την προσδιόριζε το διάταγμα της 16/3/1822.

Δράμαλης (Μαχμούτ) πασάς (1780 – 1822)

Οι εργασίες του πρώτου Εθνικού Νομισματοκοπείου στο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης στο Άργος διεκόπησαν αρχές Ιουλίου 1822 λίγο πριν ολοκληρωθούν. Γιατί η μεγάλη στρατιά του Μαχμούτ Πασά (1788-1822) πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου χωρίς αντίσταση και στις 13 Ιουλίου 1822 μπήκε στο Άργος. Η πόλις καταστράφηκε ξανά για δεύτερη φορά μέσα σε 15 μήνες και εκατοντάδες κάτοικοί του σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Έτσι ναυάγησε – λόγω Δράμαλη- η πρώτη προσπάθεια να κοπούν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα στο Α’ Εθνικό νομισματοκοπείο που στήθηκε στο Άργος την άνοιξη του 1822.

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια 26-27/7/1822 η προσωρινή κυβέρνηση με απόφαση του εκτελεστικού σώματος τύπωσε χαρτονομίσματα αξίας 100, 250, 500, 700 και 1000 γροσίων για την ενίσχυση του Εθνικού Αγώνα. Τα χαρτονομίσματα αυτά δεν είχαν σχεδόν καμία ανταπόκριση ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους ξένους και η αξία του μηδενίστηκε.

Η Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 πήρε ξανά την απόφαση ότι είναι καθήκον της η έκδοση εθνικού νομίσματος. Και επανέλαβε ότι πρέπει να κοπούν ασημένιες δραχμές και χάλκινοι οβολοί. Κάθε δραχμή προσδιόρισαν την ισοτιμία της με 100 οβολούς. Ούτε και τούτη τη φορά το θέμα προχώρησε.

Ξανά και πάλι εμφύλιος πόλεμος, φατριασμός, διχασμοί, η επαναστατημένη Ελλάδα να βλέπει τα παιδιά της να σκοτώνονται μεταξύ τους και να μην έχει πού ν’ ακουμπήσει να πάρει μία ανάσα. Ο χρυσός, τ’ ασήμι, τα μέταλλα τ’ αναγκαία για να κοπούν τα νομίσματα έγιναν καπνός, όπως και το δάνειο της Ανεξαρτησίας (2.800.000 αγγλικές λίρες) που πήραμε το 1825. Και ο Ιμπραήμ Πασάς εισέβαλε ανενόχλητος στο Μωριά ρημάζοντάς τον.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία γύρω στο 1818., Καλλιτέχνες: «von L Brand ν{οη} R. Weber».

Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/10/1827) και την απελευθέρωση της χώρας και με την έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (7/1/1828) το θέμα το πέρασε πλέον στην αρμοδιότητά του και απεφάσισε: πρώτον την άμεση δημιουργία Εθνικού Νομισματοκοπείου και δεύτερον να μην δημιουργήσει τη Δραχμή, αλλά ως νομισματική μονάδα τον αργυρό «Φοίνικα». (Το μυθικό πουλί των αρχαίων που αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως η Ελλάδα).

Πολλαπλάσιο του αργυρού φοίνικα θα ήταν η χρυσή «ΑΘΗΝΑ» αξίας 20 φοινίκων και το ήμισυ αυτής 10 φοινίκων. Δυστυχώς λόγω ελλείψεως χρυσού, χρυσά νομίσματα δεν εκόπησαν.

Αρχές του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας έλαβε ως δωρεά 1.500.000 ρούβλια από τη ρωσική κυβέρνηση αλλά και άλλες αξιόλογες δωρεές από τους υπόλοιπους συμμάχους των Ελλήνων. Τα χρήματα αυτά έδωσαν στον κυβερνήτη την ευκαιρία να ξεκινήσει αμέσως τη δημιουργία εθνικού νομίσματος.

 

Ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, κόπηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα το 1828. Στο πίσω μέρος σχηματίζεται κύκλος από δύο κλαδιά δάφνης και ελιάς.

 

Έδωσε εντολή και στις 22 Μαΐου 1828 ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος τον οποίο διόρισε ως πρώτο έφορο του υπό ίδρυση Εθνικού Νομισματοκοπείου Ελλάδος, πήγε σε ειδική αποστολή στη Μάλτα και με 100 στερλίνες αγόρασε 2 μηχανές κατασκευής νομισμάτων του 1783 και 1797. Ανήκαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας, που είχε πάψει να λειτουργεί πριν 30 χρόνια όταν το τάγμα εκδιώχθηκε από τους Γάλλους και εγκατέλειψε τη Μάλτα. Μαζί με άλλα αναγκαία εξαρτήματα που αγόρασε στη Μασσαλία, στις 20/11/1828 έστησε το νομισματοκοπείο στην Αίγινα, στο ισόγειο του κτιρίου, που ο λαός ονόμασε «το παλάτι του Μπάρμπα-Γιάννη» και χρησίμευσε ως κυβερνείο του Ιωάννη Καποδίστρια για λίγο καιρό προτού μετακομίσει στην πρωτεύουσα στο Ναύπλιο.

 

Τα χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Καποδίστριας.

 

Τα πρώτα νομίσματα της ελεύθερης Ελλάδας εκόπησαν στις 27/06/1829. Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και το πρώτο αρχαίο ελληνικό νόμισμα οι «χελώνες», είχαν κοπεί τον 7ον αιώνα π.Χ. πάλι στην Αίγινα, που τότε ήταν αποικία των Αργείων από τον βασιλιά του Άργους τον Φείδωνα. Τελικά τέθηκαν σε κυκλοφορία μόνο 4 εκδόσεις. Ο αργυρός «Φοίνικας» τα χάλκινα «λεπτόν», «πεντάλεπτον» και «δεκάλεπτον» και το 1830 το χάλκινον «εικοσάλεπτον».

 

Αργυρός στατήρας Αίγινας (480 π.χ.)

 

Χελώνα της Αίγινας (480 π.Χ.)

 

Ο γνωστός μας (από την πρώτη προσπάθεια στο Άργος) Αρμένης Χατζηγρηγόρης  ήταν ο χαράκτης των ασημένιων «φοινίκων», που έγιναν από λιώσιμο ασημένιων διακοσμήσεων και όπλων, ενώ τα χάλκινα νομίσματα έγιναν από κατεστραμμένα πυροβόλα και είδη οικιακής χρήσεως. Τις χαράξεις του 1830 τις έκανε  τεχνίτης με το όνομα «Δάσκαλος» Γεώργ. Παπακωσταντόπουλος από την Καρύταινα, των δε κοπών του 1831 ο Καρπενησιώτης Δημ. Κοντός. Συνολικά εκόπησαν 11.978 ασημένιοι φοίνικες.

 

Γενική Εφημερίς

 

Η 4η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων που έγινε στο αρχαίο θέατρο του Άργους (11/07 έως 6/08/1829) ενέκρινε ψήφισμα (το Ζ/31/7/1829) για τη λειτουργία του Νομισματοκοπείου και την κυκλοφορία του νέου νομίσματος εγκρίνοντας έτσι όλες τις μέχρι τότε αποφάσεις και πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια. Μάλιστα στις 30/7/1829 στα μέλη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης μοιράσθηκαν ως δώρο τα πρώτα νομίσματα που κυκλοφόρησαν.

 

Οι φοίνικες του Καποδίστρια

 

Το 1831 αναγκάσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας να κυκλοφορήσει χάρτινους φοίνικες [3]. Την απόφασή του αυτή ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας μας την αιτιολόγησε με λόγια που μακάρι να τα ακούγαμε και σήμερα από τους νυν κυβερνώντες μας. «…χρεωστούντες να εξεύρωμεν τον τρόπον να θεραπεύσωμεν την ανάγκην ταύτην (δηλαδή την έλλειψη χρημάτων) χωρίς να επιφορτίσωμεν με νέους φόρους την γεωργίαν και το εμπόριον, τα οποία πρέπει να αναζωογονήσωμεν ως παθόντα εκ της παρελθούσης ανωμαλίας…». Οι χάρτινοι φοίνικες τυπώθηκαν στην Αίγινα την 1/7/1831. Η συνολική αξία τους ανήλθε στο ύψος των 500.000 φοινίκων, από 3.000.000 που είχαν αρχικά ορισθεί, τυπώθηκαν ονομαστικές αξίες των 5, 10, 50 και 100 φοινίκων. Τα χαρτονομίσματα μη έχοντας αντίκρισμα σε χρυσό ή ασήμι δεν απέκτησαν την εμπιστοσύνη Ελλήνων και ξένων και απέτυχαν.

 

Το Τάλληρο του Όθωνα, 1833, κοπής Μονάχου.

 

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27/9/1831) και την έλευση του νεαρού βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο (18/1/1833) οι Βαυαροί που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν καν για τις ημέρες και τα έργα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδος, στις 1/2/1833 με μία από τις πρώτες αποφάσεις του Όθωνα σταμάτησαν τις εργασίες του Εθνικού Νομισματοκοπείου στην Αίγινα [4] και απεφάσισαν ότι το νέο νόμισμα της χώρας θα είναι πλέον η Δραχμή που από τότε έως το 2002 που την αντικατέστησε το ευρώ, πέρασε πολλά ευχάριστα και δυσάρεστα και εμείς μαζί της περισσότερα…

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Οι εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης άρχισαν την 1/12/1821 στον ημιυπόγειο ναό του Αϊ-Γιάννη στο Άργος (ο σημερινός ναός του Αϊ-Γιάννη κτίσθηκε μετά το 1822 και περατώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1829). Οι εργασίες της ξεκίνησαν άσχημα. Οι έριδες και ραδιουργίες έφεραν σε σύγκρουση τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη με τους Μαυροκορδάτο και Νέγρη. Η δολοφονία στο Άργος εκείνες τις μέρες του Αντώνη Οικονόμου έκανε το Άργος ανάστατο. Οι πολιτικοί αντιπρόσωποι της Α’ Εθνοσυνέλευσης ένιωθαν μεγάλη ανασφάλεια γιατί ο στρατός είχε αγριέψει και τους απειλούσε. Έτσι αποφάσισαν να τη σταματήσουν και να μεταβούν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο) χωρίς τον Δ. Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη. Εκεί άρχισαν εκ νέου οι εργασίες της από την 20/12/1821 και τέλειωσαν στις 16/01/1822. Ο Μαυροκορδάτος κυριάρχησε και εκλέχτηκε Πρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος (προσωρινός πρωθυπουργός).

[2] Στις 25/04/1821, ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς Μουσταφάμπεης ή Κεχαγιάμπεης με 3.500 Τουρκαλβανούς εισβάλει στο Άργος και επί 6 μερόνυχτα ανενόχλητος το ρημάζει. Σφάζει 700 Αργείους, βιάζει γυναίκες και παίρνει όσα γυναικόπαιδα βρήκε ως σκλάβους. Βλέπε: Αργολική Αρχ. Βιβλιοθήκη: Ο Μεντρεσές του Άργους και η πολύτιμη για τον Αγώνα του 1821 μολύβδινη σκεπή τους.

[3] Δυστυχώς το κόστος παραγωγής κάθε αργυρού φοίνικα ξεπέρασε κατά πολύ την αξία που είχε σαν νόμισμα. Γι’ αυτό και σταμάτησε – μαζί με άλλους λόγους που κυρίαρχος ήταν η απουσία ασημιού- την παραγωγή του.

[4] Ό,τι έχει απομείνει από τα μηχανήματα αυτά βρίσκεται στη συλλογή της Εθνολογικής & Ιστορικής Εταιρείας της Ελλάδος. Μια μικρή πρέσα, βρίσκεται σήμερα δίπλα στα σκαλοπάτια της εισόδου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα.

 

Βιβλιογραφία


  • Αναστάσιος Τζαμαλής, «ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1828-1979», Εκδόσεις ΝΟΥΜΜΙΟ, Αθήνα 1981.
  • Αργειακόν Ημερολόγιον 1930 (Συλλογή Γ. Γιαννούση).
  • Κάρολος Μπρούσαλης, «Το Εθνικό Νόμισμα» εφημ. Έθνος (Ιανουάριος 2007).
  • Αλέξης Τότσικας, «Η Δραχμή μας», Ιστόραμα, 2002.
  • Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Βαρβακείου Σχολής, «Οι φοίνικες του Καποδίστρια: το πρώτο νόμισμα του νεώτερου ελληνικού κράτους», Απρίλιος 2013.

 

Γιώργος Γιαννούσης

Οικονομολόγος – Πρόεδρος Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αγροτική κοινωνική ασφάλιση


 

Η ίδρυση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) στις 20 Ιουλίου 1961 βάσει του νόμου 4169/1961 και η θεσμοθέτηση της πλήρους ασφάλισης των αγροτών και της παραγωγής τους αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την εξέλιξη του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων, ως ο δεύτερος σταθμός του ασφαλιστικού συστήματος μετά την ίδρυση του ΙΚΑ, καθώς αφορούσε τον μισό πληθυσμό της χώρας, που συνεισέφερε το περίπου 35% του ΑΕΠ και περισσότερο από το 85% των εξαγωγών.

Οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενστερνίστηκαν από τα τέλη του 1955 τις διεθνείς οικονομικές τάσεις που, με πρότυπο την κοινωνική οικονομία της αγοράς, όπως θεμελιώθηκε στη Δυτική Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1950, απέβλεψαν στη σταθεροποίηση της μεταπολεμικής φιλελεύθερης δημοκρατίας μέσα από τη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, εξέλιξη που οδήγησε στην εδραίωση του κράτους ευημερίας (welfare state) και τη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής ισορροπίας και συναίνεσης.

Με αυτές τις επιρροές, και βαδίζοντας στην παράδοση του εγχώριου φιλελεύθερου ριζοσπαστικού ρεύματος, ο Καραμανλής και το επιτελείο του εφάρμοσαν μία λελογισμένη παρεμβατική πολιτική, με προγραμματικό χαρακτήρα και ελεγκτικό – ρυθμιστικό περιεχόμενο, καρπός της οποίας υπήρξε η κατάρτιση του Πενταετούς Οικονομικού Προγράμματος 1960-1964.

 

Στόχος η έξοδος του αγροτικού τομέα από το περιθώριο

 

«Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κωνστ. Καραμανλής, φωτογραφούμενος με μίαν αγρότιδα, κατά την χθεσινήν εορτήν εις το Ζάππειον, κατά την οποίαν επεδόθησαν τα πρώτα βιβλιάρια συντάξεων εις αγρότας εκ διαφόρων χωρίων της Ελλάδος» γράφει η λεζάντα πρωτοσέλιδης φωτογραφίας στην «Κ» της 10ης Ιουνίου 1962.

«Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κωνστ. Καραμανλής, φωτογραφούμενος με μίαν αγρότιδα, κατά την χθεσινήν εορτήν εις το Ζάππειον, κατά την οποίαν επεδόθησαν τα πρώτα βιβλιάρια συντάξεων εις αγρότας εκ διαφόρων χωρίων της Ελλάδος» γράφει η λεζάντα πρωτοσέλιδης φωτογραφίας στην «Κ» της 10ης Ιουνίου 1962.

Ο Καραμανλής γνώριζε ότι το διακύβευμα για τον ίδιο και, κατ’ επέκταση, για τη χώρα ήταν να έλθει σε ρήξη με τους φαύλους κύκλους της υπανάπτυξης και της απομόνωσης, μέσα από ριζοσπαστικές αλλαγές σε πρόσωπα και ιδέες. Η επίτευξη, ωστόσο, της ανάπτυξης δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την κοινωνική ευημερία, την οποία θα πετύχαινε με τη διευρυμένη συμμετοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων στο αυξανόμενο εθνικό εισόδημα. Η μισθολογική και η κοινωνικοασφαλιστική πολιτική αποτελούσαν τα βασικά όπλα για την επίτευξη αυτού του μείζονος στόχου. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, υπό συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης, συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, τον σχεδιασμό της οικονομικής και πολιτιστικής προόδου και την ένταξη της χώρας στην οικογένεια των προηγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, αναμενόμενο ήταν το κυβερνητικό ενδιαφέρον να στραφεί προς τον περιθωριοποιημένο αγροτικό τομέα. Άλλωστε, ο Καραμανλής, καταγόμενος από την Πρώτη Σερρών και μεγαλωμένος στα καπνοχώραφα της περιοχής του, γνώριζε από πρώτο χέρι τα προβλήματα και τις ανάγκες των αγροτών. Εργαζόμενος ως ασφαλιστής, είχε διατρέξει τη Μακεδονία, παράλληλα με τις σπουδές του, τη διετία 1928-1929. Επιπλέον, είχε επιτελέσει σημαντικό έργο ως υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, από τον Νοέμβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 1950, με επίκεντρο την περίθαλψη, τον επαναπατρισμό και την παραγωγική αποκατάσταση των πληγέντων από τον εμφύλιο πληθυσμών της υπαίθρου.

Δεν προκαλεί έκπληξη, συνεπώς, ότι μία από τις πρώτες ενέργειές του ως πρωθυπουργού ήταν η θέσπιση της ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των αγροτών. Με μία σειρά νομοθετικών κειμένων, από τον Δεκέμβριο του 1955 (Ν. 3487/1955) έως τον Αύγουστο του 1957 (Ν.Δ. 3735/1957), η κυβέρνηση Καραμανλή στελέχωσε και εξόπλισε μέχρι το 1960 περίπου 1.200 αγροτικά ιατρεία. Πέραν της ανθρωπιστικής πλευράς του ζητήματος, ο Καραμανλής συνειδητοποιούσε την ανάγκη λήψης μέτρων για την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής: «Η συναίσθησις της κοινωνικής αδικίας εις βάρος της αγροτικής τάξεως οδηγεί την πλέον συντηρητικήν αυτήν τάξιν προς επικινδύνους κατευθύνσεις». Έκτοτε, το ζήτημα της πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης των αγροτών, τον απασχολούσε έντονα. Πάντοτε, όμως, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας.

 

Οι ρυθμίσεις για ανθρώπινο δυναμικό και παραγωγή

 

Έχοντας εξαγγείλει, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της 10ης Ιουνίου 1958, την πρόθεσή του για ολοκλήρωση του θεσμού της αγροτικής ασφάλισης, ο Καραμανλής συγκρότησε τον Δεκέμβριο του 1958 πενταμελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την εξέταση του ζητήματος. Παράλληλα, προσκάλεσε σε συμβουλευτικό ρόλο τον Dr. Johannes Krohn, που είχε επιμεληθεί ως υφυπουργός Εργασίας τη θέσπιση της αγροτικής ασφάλισης στη Δ. Γερμανία τον Ιούλιο του 1957.

Φύτεμα καπνού. Οι δύο γυναίκες της φωτογραφίας (Αναστ. Αργύρη και η νύφη της Αναστ. Καραμάνου) σε ώρα διαλείμματος. Αρχείο: Γ. Καραμάνου.

Φύτεμα καπνού. Οι δύο γυναίκες της φωτογραφίας (Αναστ. Αργύρη και η νύφη της Αναστ. Καραμάνου) σε ώρα διαλείμματος. Αρχείο: Γ. Καραμάνου.

Παρότι ένα προσχέδιο νόμου είχε υποβληθεί στον πρωθυπουργό ήδη τον Σεπτέμβριο του 1958, η κατάρτιση του τελικού νομοσχεδίου απαίτησε χρόνο, καθώς οι αρμόδιοι έπρεπε να αναμείνουν έως τον Απρίλιο του 1960 τη δειγματοληπτική απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, ώστε οι υπολογισμοί τους για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της συνταξιοδότησης των αγροτών να είναι ακριβείς. Βάσει αυτής, προέκυψαν πάνω από 300.000 δικαιούχοι.

Ενόσω αυτή η διαδικασία εξελισσόταν, η ΕΔΑ και το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου έσπευσαν να καταθέσουν πρόταση νόμου τον Ιανουάριο του 1960 για την παροχή σύνταξης στους αγρότες, έπειτα από εσωτερική πληροφόρηση από τον κύκλο του πρωθυπουργού, περί επικείμενης κατάθεσης νομοσχεδίου για την αγροτική ασφάλιση. Πλέον, η κυβέρνηση, πέρα από τα πρακτικά προβλήματα που προέκυπταν από τη θέσπιση της ασφάλισης 4.000.000, άμεσα και έμμεσα, απασχολουμένων με τη γεωργία, είχε να αντιπαρέλθει και την πίεση της αντιπολίτευσης. Έχοντας στα χέρια του τα απαραίτητα στοιχεία – το πόρισμα της πενταμελούς επιτροπής, την έκθεση του Dr. Krohn και τη μελέτη του υπουργείου Γεωργίας περί ασφάλισης της αγροτικής παραγωγής από φυσικές καταστροφές – ο Καραμανλής κατέθεσε στη Βουλή στις 18 Νοεμβρίου 1960 νομοσχέδιο με τίτλο «Περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων».

Οι διατάξεις του προέβλεπαν τη χορήγηση από τον Ιούλιο του 1962 σύνταξης γήρατος, ασθενείας και θανάτου στους έχοντες υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους, την ολοκλήρωση του δικτύου των αγροτικών ιατρείων και νοσοκομειακών σταθμών, την αυτοδίκαιη ασφάλιση από 1ης Ιανουαρίου 1961 της παραγωγής από χαλάζι και παγετό, και την ίδρυση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση της τριπλής ασφάλισης των αγροτών. Το συνολικό κόστος σε ετήσια βάση υπολογιζόταν σε 1,2 δισ. δραχμές.

 

Οι εισφορές

 

Για να αντεπεξέλθει στη δαπάνη αυτή, ο ΟΓΑ έπρεπε να διαθέτει ανάλογα έσοδα. Αυτή η παράμετρος υπήρξε το επίκεντρο οξύτατων αντιδικιών κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, που διήρκεσε έως τον Μάιο του 1961. Παρά τις εισηγήσεις της αντιπολίτευσης περί δωρεάν ασφάλισης, το νομοσχέδιο προέβλεπε συμμετοχή των αγροτών στο 1/3 των απαιτούμενων δαπανών, δεδομένου ότι σε όλες τις χώρες που παρείχαν αγροτικές συντάξεις, οι ασφαλισμένοι έφεραν το κύριο βάρος της ασφάλισης. Για τη μικρή, σε σύγκριση με τα διεθνώς ισχύοντα, εισφορά των αγροτών (2% του εισοδήματός τους έναντι 4-5% που ίσχυε σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη), υπήρχαν πρακτικοί οικονομικοί λόγοι για τη βιωσιμότητα ενός Οργανισμού που κάλυπτε τον μισό πληθυσμό της χώρας. Υπήρχαν, όμως, και ισχυροί ηθικοί λόγοι: έπρεπε να εμπεδωθεί στους αγρότες ασφαλιστική συνείδηση και ένα αίσθημα δικαιωματικής παροχής, που θα συνδεόταν με τη συνδρομή τους στον δικό τους ασφαλιστικό φορέα. «Δεν υπεσχέθημεν διά της παροχής επιδομάτων να μεταβάλωμεν την Ελλάδα εις ένα απέραντο Πρυτανείον. Υπεσχέθημεν να αγωνισθώμεν διά την αύξησιν του εισοδήματος του αγρότου, με μίαν παράλληλον και σύμμετρον ικανοποίησιν των κοινωνικών του αναγκών», υπογράμμισε με νόημα ο Καραμανλής.

Η πρόβλεψη της εισφοράς ήταν δίκαιη, γιατί ήταν αναλογική του εισοδήματος και της περιουσίας των ασφαλισμένων. Παράλληλα, όμως, η κυβέρνηση ήθελε να καταδείξει στις αστικές κοινωνικές τάξεις, που ευνοούνταν από την άνοδο του εθνικού εισοδήματος, την ανάγκη συμβολής τους στην ενίσχυση του εισοδήματος του πρωτογενούς τομέα, της σπονδυλικής στήλης του έθνους και της δεξαμενής από την οποία αντλούσε τις ηθικές και υλικές του δυνάμεις, όπως τόνιζε ο πρωθυπουργός.

 

Συνεχής απασχόληση

 

Όργωμα σε χωράφι μπροστά στη Σάντα Ρόζα στις 5 Μαΐου του 1955. Φωτογραφία από τον ιστότοπο «Γραφική παλιά Αλεξανδρούπολη».

Όργωμα σε χωράφι μπροστά στη Σάντα Ρόζα στις 5 Μαΐου του 1955. Φωτογραφία από τον ιστότοπο «Γραφική παλιά Αλεξανδρούπολη».

Σοβαρό κίνητρο για την εισοδηματική στήριξη της αγροτικής τάξης, ήταν η συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, ώστε να περιοριστεί η μαζική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Για τον λόγο αυτό, η νομοθεσία απαιτούσε συνεχή απασχόληση στις αγροτικές ασχολίες για μία δεκαετία έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετούσε και το αποκεντρωμένο σύστημα που καθιέρωνε ο ΟΓΑ, με την επιτόπια εξυπηρέτηση των αγροτών από τους περίπου 6.000 γραμματείς των Δήμων και Κοινοτήτων. Με το σύστημα αυτό, και διαθέτοντας μόλις 300 υπαλλήλους, τα έξοδα διοίκησης του ΟΓΑ αναλογούσαν στο 2% των εσόδων του.

Η ολοκλήρωση της αγροτικής ασφάλισης αποτέλεσε διακαή πόθο του Καραμανλή, που έπρεπε, όμως, να διαμορφώσει πρώτα τις δομές εκείνες που θα επέτρεπαν την αυτοτελή βιωσιμότητά της. Μάλιστα, επέμεινε στην ασφάλιση και της παραγωγής, παρά τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης και ιδιωτικών ασφαλιστικών συμφερόντων, καθώς ο κλάδος αυτός αποτελούσε την πιο ουσιώδη καινοτομία του κυβερνητικού σχεδίου και είχε ήδη μελετηθεί επαρκώς, ώστε να εξασφαλίζει τον ΟΓΑ από κινδύνους υπέρογκων ζημιών.

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 6 Μαΐου 1961. Την ίδρυση του ΟΓΑ στις 20 Ιουλίου 1961 ακολούθησε εντατική εργασία, με την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων και ηλεκτρονικής μηχανογράφησης, με τη συμβολή του ηλεκτρονικού υπολογιστή του Κέντρου Ερευνών Εθνικής Άμυνας, ώστε να καταγραφεί ο ακριβής αριθμός των ασφαλισμένων και να οργανωθεί έγκαιρα ο Οργανισμός. Η απονομή των πρώτων βιβλιαρίων συνταξιοδότησης σε εκπροσώπους των περίπου 305.000 δικαιούχων τελέστηκε στο Ζάππειο Μέγαρο στις 9 Ιουνίου 1962 από τον ίδιο τον Καραμανλή, ο οποίος τόνισε την ικανοποίησή του για την ευόδωση της «μακράς προσδοκίας» του για την ασφάλιση των αγροτών.

 

Επίτευγμα με διεθνή αναγνώριση

 

Η καθ’ ολοκληρίαν ασφαλιστική κάλυψη του αγροτικού πληθυσμού (περίθαλψη, συνταξιοδότηση, ασφάλιση παραγωγής) κατέστησε τον ΟΓΑ πρωτοποριακό σε διεθνές επίπεδο ασφαλιστικό οργανισμό, καθώς κατάφερε να υλοποιήσει μία δύσκολα υλοποιήσιμη οικονομική και κοινωνική διαδικασία: την αυτόματη μεταφορά εισοδήματος από τον αστικό στον αγροτικό πληθυσμό μέσω φορολογίας και κοινωνικών πόρων. Το εγχείρημα προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον, με αρκετές κυβερνήσεις να στέλνουν αξιωματούχους τους στην Ελλάδα, οι οποίοι εγκωμίαζαν την ορθολογική οργάνωση και αποτελεσματικότητα του νέου οργανισμού.

Ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας Robert Myets επεσήμανε την ιδιοφυή επίλυση των διοικητικών προβλημάτων από τον ΟΓΑ και τόνισε ότι «το πρόγραμμα αυτό θα άξιζε να τύχει σημαντικού ενδιαφέροντος από άλλες χώρες, που επιζητούν να παράσχουν οικονομική ασφάλεια στους αγροτικούς πληθυσμούς».

Ήταν η εποχή που το ελληνικό κράτος μπορούσε, χάρις σε μία αναμορφωμένη και αποτελεσματική οικονομική και κοινωνική διοίκηση, να αποτελεί υπόδειγμα εισαγωγής ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων.

 

Χρήστος Αναστασίου

Διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

 Πανεπιστημίου Αθηνών

Καθημερινή, Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)


 

 

Μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πτώχευσης της Ελλάδας, εξαιτίας του τεράστιου εξωτερικού δημόσιου χρέους, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στις αντίστοιχες περιπτώσεις του 19ου κα του 20ου αιώνα. Η μελέτη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε πιο αποτελεσματικά το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε και, ενδεχομένως, να «προβλέψουμε» τις εξελίξεις που έρχονται.

Στο μακρινό παρελθόν ο όρος οικονομική κρίση σήμαινε ότι οι οικονομικές προσπάθειες των ανθρώπων ματαιώνονταν (λ.χ. εξαιτίας ενός πολέμου) ή τα αγαθά που παρήγαν καταστρέφονταν ή χάνονταν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, από λεηλασία ή από άλλες αιτίες.

Μετά την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, οικονομική κρίση σημαίνει ότι υπάρχει παραγωγή ή υπερπαραγωγή προϊόντων, αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση, γιατί το αγοραστικό κοινό δεν μπορεί να αγοράσει, επειδή δεν έχει επαρκές εισόδημα (από ανεργία ή άλλη αιτία). Συνέπεια των κρίσεων για τις βιομηχανίες είναι ότι μειώνουν την παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται λιγότερο προσωπικό, λιγότερες πρώτες ύλες, λιγότερα μεταφορικά μέσα, με άμεση συνέπεια την αύξηση της ανεργίας, άρα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Χρεοκοπία είναι «η αδυναμία πληρωμής των χρεών, επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα». Αυτή είναι η ερμηνεία της λέξης. Πτώχευση ενός κράτους είναι η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, εσωτερικές και κυρίως εξωτερικές. Η κατάσταση αυτή δηλώνεται με επίσημη εξαγγελία της ίδιας της κυβέρνησης ότι αδυνατεί να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της χώρας (εξ ολοκλήρου, ενός μέρους ή των τόκων τους). Τα παραδείγματα χρεοκοπίας κρατών είναι αρκετά. Η ισχυρή Γερμανία πτώχευσε δύο φορές στο μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά, η Μ. Βρετανία το 1945-6, η Ρωσία και η Αργεντινή πιο πρόσφατα.

Ιωάννης Καποδίστριας

Το ελληνικό κράτος από την απελευθέρωση μέχρι σήμερα έχει βρεθεί 4 φορές στην ανάγκη να κηρύξει στάση πληρωμών και πτώχευση. Και όλες οι πτωχεύσεις μέχρι σήμερα συνδέθηκαν άμεσα ή έμμεσα με σημαντικές πολιτικές εξελίξεις, που σημάδεψαν την πολιτική και κοινωνική ζωή.

Η πρώτη επίσημη ελληνική πτώχευση μας πηγαίνει πίσω στο 1827, πριν ακόμη αναγνωριστεί το «Βασίλειον της Ελλάδος», όταν η ελληνική διοίκηση του Ιωάννη Καποδίστρια αδυνατεί να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια των «δανείων της Ανεξαρτησίας». Αποτέλεσμα αυτής της πτώχευσης ήταν οι δανειστές μας, που ήταν οι μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, να επιβάλλουν στην Ελλάδα το θεσμό της βασιλείας και τον Όθωνα ως πρώτο βασιλιά των Ελλήνων. Έκτοτε το ελληνικό αστικό κράτος θα κηρύξει πτώχευση τρεις ακόμη φορές, το 1843, το 1893 και το 1932.

Θα επιχειρήσουμε να «φωτίσουμε» τα γεγονότα, που μας οδήγησαν στις τέσσερις – μέχρι τώρα – πτωχεύσεις του Ελληνικού Κράτους, αναζητώντας ομοιότητες και διαφορές με την επαπειλούμενη σήμερα – 5η κατά σειρά – χρεοκοπία της χώρας μας!

 

Η πτώχευση του 1827 και η επιβολή της βασιλείας

 

Η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας  ήταν προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των ελλήνων κυρίως από το 1821 ως το 1824, του φιλελληνικού κινήματος, αλλά και του ανταγωνισμού  των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Το 1824 – 1825 ο Αγώνας βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση, την ώρα που οι ανταγωνισμοί μεταξύ των Ελλήνων ήταν σε έξαρση. Από τη μια μεριά το «στρατιωτικό» κόμμα (Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος κ.ά.) και από την άλλη το «πολιτικό» κόμμα (Μαυροκορδάτος, Κουντουριώτης κ.ά.).

Κουντουριώτης Γεώργιος, λιθογραφία, Εθνικόν Ημερολόγιον, Αθήνα, 1863.

Ο Κουντουριώτης ως πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος προσφεύγει στην Αγγλία, συνάπτοντας δύο δάνεια για τις ανάγκες του Αγώνα. Οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι του Λονδίνου εκχώρησαν το 1824 και 1825 τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας». Ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 ήταν μια μοναδική ευκαιρία για τις αγγλικές τράπεζες.

Το πρώτο ήταν ονομαστικής αξίας 800.000 στερλινών, από τις οποίες φτάνουν στην Ελλάδα περίπου 320.000 στερλίνες (60% υποτιμημένο). Το δεύτερο ήταν ονομαστικής αξίας 2.000.000 στερλινών και δόθηκε στην Ελλάδα υποτιμημένο κατά 45%, ήτοι 1.100.000 στερλίνες! Από αυτά κατακρατήθηκαν – περαιτέρω – για διάφορους λόγους (έξοδα, μεσιτείες, παραγγελίες πλοίων κ.τ.λ.) περίπου 900.000 στερλίνες και έτσι από τα δυο δάνεια έφτασαν στη χώρα μας συνολικά 200.000 στερλίνες, περίπου!!!

Πέρα λοιπόν από τους επαχθείς όρους με τους οποίους χορηγήθηκαν τα δάνεια στους επαναστατημένους Έλληνες, ένα μόνο μικρό ποσό από τα συνολικά ποσά των δανείων δαπανήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης. Το μεγαλύτερο σπαταλήθηκε στην προπληρωμή τόκων και προμηθειών, στα χρηματιστήρια της Ευρώπης ή σε παραγγελίες πολεμικού υλικού, που ποτέ δεν έφτασε στην Ελλάδα!  Το πιο επαχθές  όμως μέτρο, που προβλέπονταν για την αποπληρωμή των δανείων, ήταν η υποθήκευση των «εθνικών κτημάτων», που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους.

Για την διασπάθιση των «δανείων της ανεξαρτησίας» ευθύνονται ως ένα βαθμό και οι ίδιοι οι έλληνες, καθώς  ένα τμήμα τους δόθηκε για την διεξαγωγή των εμφυλίων πολέμων στα χρόνια της επανάστασης. Θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή από τη μεριά τους των ληστρικών δανείων ήταν εν μέρει δικαιολογημένη με βάση τις πολεμικές συνθήκες, την διάλυση της οικονομίας και κυρίως την ανάγκη για διεθνή αναγνώριση. Η αδυναμία καταβολής των τοκοχρεολυσίων θα οδηγήσει στην πρώτη πτώχευση, νωρίτερα και από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.

Το 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Το Λονδίνο και το Παρίσι αρνήθηκαν να δανείσουν τον Καποδίστρια, ο οποίος, για να κάνει το κράτος να λειτουργήσει, έβαλε χρήματα από την προσωπική του περιουσία και εξέδωσε τα πρώτα ακάλυπτα ελληνικά χαρτονομίσματα, αφού οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση.

Βέβαια, σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πτώχευση αυτή μπορεί να μας βγήκε και σε καλό, καθώς συνδέεται με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που έγινε την ίδια χρονιά, έπειτα από μυστική συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων, που έτσι διέσωσαν την ελληνική επανάσταση οδηγώντας τελικά στη δημιουργία κράτους, από το οποίο και θα μπορούσαν κάποτε να εισπράξουν.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Καποδίστριας στράφηκε σ’ ένα εσωτερικό κυρίως πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας, που προκάλεσε όμως την αντίδραση τόσο του εξαθλιωμένου λαού, που ζητούσε την αναδιανομή των «εθνικών γαιών», όσο και των προκρίτων, που αισθάνθηκαν ότι παραμερίζονται από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 στο Ναύπλιο και η επιβολή της βασιλείας στην Ελλάδα με πρώτο βασιλιά τον Όθωνα, στον οποίο οι Δυνάμεις έδωσαν δάνειο ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων. Αλλά δεν άργησε η δεύτερη στάση πληρωμών (1843). Ο φαύλος κύκλος για την ελληνική οικονομία είχε μόλις αρχίσει…

 

Η πτώχευση του 1843 και το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου

 

Ο Όθωνας και η ακολουθία του στο Ναύπλιο, 1833, J. Hochle – E. Wolf, λιθογραφία.

Ο ερχομός του Όθωνα, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, συνοδεύτηκε από την παροχή δανείου 60 εκ. γαλλικών φράγκων με την εγγύηση των τριών προστάτιδων Δυνάμεων (Γαλλία, Βρετανία, Ρωσία). Η διάσκεψη που συνήλθε στο Λονδίνο έθεσε αυστηρούς όρους για την καταβολή των ελληνικών οφειλών, όρισε επιτροπή ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και επέβαλε την εκχώρηση όλων των εθνικών πόρων για την εξυπηρέτηση των δανείων. Μέχρι το 1833 είχαν εκχωρηθεί τα 2/3 του δανείου.

Η χαώδης κατάσταση, που επικρατεί στα οικονομικά του κράτους, επέφερε την επιβολή μεγάλων φόρων και, σχεδόν, όλο το δάνειο απορροφήθηκε από εξοφλήσεις τόκων και κεφαλαίου και έξοδα για το στρατό και τη βαυαρική Διοίκηση. Παράλληλα τα «εθνικά κτήματα» συνέχιζαν να είναι υποθηκευμένα.

Το 1841 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα sir Edmund Lyons δηλώνει: «Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε Ρωσική είτε Αγγλική. Και, αφού δεν πρέπει να γίνει ρωσική, είναι ανάγκη να γίνει Αγγλική». Η δήλωση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι ξένοι αντιμετώπιζαν την ελληνική ανεξαρτησία και έμελε να περιγράψει το ιδιότυπο ημι-αποικιακό καθεστώς των επόμενων δεκαετιών.

Το καλοκαίρι του 1843 η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στις τράπεζες της Ευρώπης τα τοκοχρεολύσια παλιότερων δανείων, που είχε πάρει η χώρα. Οι ετήσιοι τόκοι ήταν 7 εκατομμύρια δραχμές και τα έσοδα του ελληνικού κράτους έφταναν μετά βίας τα 14 εκατομμύρια ετησίως. Δυστυχώς τα λεφτά των δανείων δεν είχαν πάει σε υποδομές, που θα βοηθούσαν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά είχαν σπαταληθεί στους εμφυλίους της επανάστασης και σε έξοδα της Διοίκησης.

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Την άνοιξη του 1843 η κυβέρνηση παίρνει μέτρα λιτότητας, τα οποία όμως δεν αποδίδουν, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα για την ετήσια δόση χρήματα. Έτσι τον Ιούνιο του 1843 η ελληνική κυβέρνηση ενημερώνει ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό που χρωστάει και ζητά νέο δάνειο από τις μεγάλες δυνάμεις, ώστε να αποπληρώσει τα παλιά.

Οι   μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία), αντί να εγκρίνουν νέο δάνειο, κάνουν μια διάσκεψη στο Λονδίνο για το ελληνικό χρέος και καταλήγουν σε πρωτόκολλο, με το οποίο οι πρεσβευτές τους παρουσιάζονται στην ελληνική κυβέρνηση και απαιτούν την ικανοποίησή του. Αρχίζουν διαπραγματεύσεις και μετά από ένα μήνα υπογράφουν μνημόνιο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα πρέπει να πάρει μέτρα, ώστε μέσα στους επόμενους μήνες να εξοικονομήσει το αστρονομικό ποσό των 3,6 εκατομμυρίων δραχμών για τους δανειστές της.

Για να είναι μάλιστα σίγουροι ότι το μνημόνιο θα εφαρμοστεί κατά γράμμα, οι πρεσβευτές απαιτούν να παραβρίσκονται στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, που θα εγκρίνει τα μέτρα και να παίρνουν ανά μήνα λεπτομερή κατάσταση της πορείας εφαρμογής τους…

Τα βασικά μέτρα για την εφαρμογή του μνημονίου του 1843 δείχνουν ότι οι οικονομικές συνταγές λιτότητας είναι σαν το παλιό καλό κρασί: Ίδιες, αιώνιες και οδυνηρές:

 – Απολύθηκε το ένα τρίτο των Δημοσίων υπαλλήλων και μειώθηκαν 20% οι μισθοί όσων παρέμειναν.
 – Σταμάτησε η χορήγηση συντάξεων, που τότε δεν δίνονταν στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά σε ειδικές κατηγορίες.
 – Μειώθηκαν κατά 60% οι στρατιωτικές δαπάνες.  Ο αριθμός των στρατιωτικών μειώθηκε και αντί για μισθό έπαιρναν χωράφια.
 – Αυξήθηκαν οι δασμοί και οι φόροι χαρτοσήμου και επιβλήθηκε προκαταβολή στην είσπραξη του φόρου εισοδήματος.
 – Απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι του εθνικού τυπογραφείου, οι δασονόμοι και οι δασικοί υπάλληλοι οι μηχανικοί του Δημοσίου και      σταμάτησαν τα δημόσια έργα και οι μισοί καθηγητές πανεπιστημίου.
 – Καταργήθηκαν εντελώς όλες οι υγειονομικές υπηρεσίες του κράτους.
 – Νομιμοποιήθηκαν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα με πληρωμή προστίμων νομιμοποίησης.
 – Περαιώθηκαν συνοπτικά όλες οι εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις με την καταβολή εφάπαξ ποσού.

 

Τι πέτυχαν με όλα αυτά;  Η οικονομική ανάκαμψη δεν ήρθε, η χώρα αδυνατούσε να εκπληρώσει το δημόσιο χρέος της και ο Όθωνας αναγκάστηκε να κηρύξει επίσημη πτώχευση εκλιπαρώντας για νέες πιστώσεις. Ο κόσμος εξαθλιώθηκε για μεγάλο διάστημα, οι ξένοι πήραν μέρος των χρημάτων τους, η χώρα είδε κι έπαθε να συνέλθει, αλλά φαλίρισε ξανά μετά από πενήντα χρόνια, με το “Κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν” του Χαριλάου Τρικούπη το 1893.

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Πάντως το μνημόνιο του 1843 από πολλούς ιστορικούς θεωρείται μία από τις σοβαρότερες αφορμές για το ξέσπασμα της επανάστασης της 3ης Σεπτέμβρη 1843. Η οικονομική κρίση, η χρεοκοπία και μια σειρά άλλων πολιτικών παραγόντων  έθεσαν τη βάση για την παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας ενός στρατιωτικού κινήματος, που εξελίχθηκε σε επανάσταση, γιατί είχε την υποστήριξη ή την ανοχή των πολιτικών κομμάτων και του ελληνικού λαού. Οι κινηματίες συμπύκνωσαν τα πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά αιτήματα στην απαίτηση για παραχώρηση συντάγματος.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, όταν υπογράφονταν στο Λονδίνο η συμφωνία για τις υποχρεώσεις της Ελλάδας, ο λαός στην Αθήνα περικύκλωνε το παλάτι. Κάτω από αυτό το βάρος ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη θέσπιση συντάγματος. Το σύνταγμα ψηφίστηκε το Μάρτιο του 1844 και καθιέρωσε τη συνταγματική μοναρχία.

Το 1854 ξεσπάει ο Κριμαϊκός πόλεμος ανάμεσα στην Ρωσία από τη μια και τους αγγλογάλλους από την άλλη. Η βαυαρική κυβέρνηση παρασυρμένη από ένα κλίμα εθνικισμού, που καλλιεργήθηκε από την εποχή της « Μεγάλης ιδέας» του Κωλέττη, σπεύδει να σταθεί στο πλευρό του τσάρου χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα εδαφικό ή οικονομικό. Η απάντηση των αγγλογάλλων είναι άμεση. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς στρατιωτικό σώμα αποβιβάζεται στον Πειραιά. Οι σύμμαχοι προχωρούν σε μία άνευ προηγουμένου κατοχή της χώρας, ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου διορίζουν υπουργούς και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις.

Το 1857 συγκροτούν μαζί με ρώσους εκπροσώπους μια επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, που  είχε ως στόχο την εξεύρεση τρόπων για την πληρωμή των ελληνικών δόσεων του δανείου του 1832. Η επιτροπή αποφασίζει την εκχώρηση  των εσόδων του ελληνικού κράτους από τα κυβερνητικά μονοπώλια, τους φόρους του καπνού, τα έσοδα φορολόγησης και τους τελωνειακούς δασμούς. Παράλληλα, καταθέτει προτάσεις και υποδείξεις για την εξυγίανση των δημοσιονομικών και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.

Μετά την έξωση του Όθωνα και τη μεταπολίτευση του 1862 οι δαπάνες διευρύνονται εξαιτίας των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας (Κρητική επανάσταση, εσωτερικές ανωμαλίες κλπ), και ο δανεισμός αυξάνεται σε σημείο, που θα οδηγήσει στην επόμενη πτώχευση, του 1893. 

 

Το «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν» του 1893 και το κίνημα στο Γουδί

 

Χαρίλαος Τρικούπης

Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 19ου αιώνα σημαδεύτηκαν από την ισχυρή πολιτική προσωπικότητα το Χ. Τρικούπη. Από τη δεκαετία του 1860 και έπειτα, η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, βιομηχανίας και των τραπεζών οδηγούν στην πολιτική αφύπνιση της ελληνικής αστικής  τάξης. Τα νέα κοινωνικά στρώματα θα στρατευτούν πολιτικά γύρω από το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη και οι παραδοσιακές κοινωνικές κάστες γύρω από τον Δηλιγιάννη .

Ο Χ. Τρικούπης εξελέγη για πρώτη φορά Βουλευτής το 1865 και διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών το 1866 στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου, η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να μακροημερεύσει λόγω του Κρητικού Ζητήματος. Η αστάθεια ήταν το βασικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος με το Βασιλιά Γεώργιο να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ακόμη και στους εκπροσώπους των μειοψηφούντων κομμάτων. Μόνο το διάστημα 1870 – 1875 έγιναν τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και σχηματίστηκαν εννιά κυβερνήσεις. Το ίδιο χρονικό διάστημα έλαβε χώρα το τεράστιο οικονομικό και χρηματιστηριακό σκάνδαλο των μεταλλείων του Λαυρίου με θύματα πολλούς Έλληνες, οι οποίοι και έχασαν τις αποταμιεύσεις τους.

Σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση ο Τρικούπης δημοσίευσε το περίφημο άρθρο του «τις πταίει;» για τη συνεχιζόμενη κρίση της πολιτικής ζωής. Το άρθρο αυτό ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο και συνελήφθη ο Τρικούπης, αλλά ύστερα από τρεις ημέρες αφέθηκε ελεύθερος εν μέσω λαϊκών επευφημιών. Ο στόχος είχε επιτευχθεί: από το 1875 ο σχηματισμός της κυβέρνησης στηρίζεται στην «αρχή της δεδηλωμένης».

Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Τρικούπης θα αποτελέσει τον ένα πόλο του – δικομματικού – πολιτικού συστήματος. Δυτικόφιλος, μεταρρυθμιστής, ανυπόμονος να στερεώσει την Ελλάδα και στο… βάθος, υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας! Ο άλλος πόλος είχε ως εκφραστή το δημαγωγό Θ. Δηλιγιάννη, οπαδό της Μεγάλης Ιδέας και αρνητή των μεταρρυθμίσεων του Τρικούπη! Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να δηλώσει, πως είναι εναντίον οποιουδήποτε πράγματος υποστήριζε ο αντίπαλός του!

Όταν ο Τρικούπης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία το 1881, στην Ελλάδα προσαρτάται η Θεσσαλία και η Άρτα. Το εξωτερικό χρέος μεγαλώνει λόγω και των οικονομικών αποζημιώσεων, που χρειάζεται να καταβληθούν στην Τουρκία για την παραχώρηση των περιοχών αυτών.

Ο Τρικούπης έθεσε σε εφαρμογή το φιλόδοξο πρόγραμμά του με την εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής. Για τη χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού εκμεταλλεύτηκε τα κρατικά μονοπώλια (αλατιού και σπίρτων), επέβαλε υψηλή φορολογία (κυρίως έμμεσους φόρους) και προέβη σε υπέρμετρο – για την αντοχή της χώρας – εξωτερικό δανεισμό.

Το διάστημα 1879 – 1890 η χώρα συνήψε έξι εξωτερικά δάνεια – με ληστρικούς όρους – ονομαστικής αξίας 640.000.000 φράγκων. Τα δάνεια αυτά λόγω της μικρής φερεγγυότητας της χώρας ήταν υποτιμημένα μέχρι και 30% και έτσι στα ταμεία του κράτους έφτασαν 450.000.000 φράγκα! Με δεδομένο πως το 40% του προϋπολογισμού πήγαινε στην πληρωμή των τοκοχρεολυσίων και ένα μεγάλο, επίσης, μέρος στις στρατιωτικές δαπάνες, είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα έργα υποδομής χρηματοδοτούνταν, κυρίως, από τη βαριά φορολογία. Όπως ήταν επόμενο, στις εκλογές του 1890 ο λαός επανέφερε στην εξουσία το λαϊκιστή Δηλιγιάννη.

Στην περίοδο 1890-1893 άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις, που προσπάθησαν με διάφορους οικονομικούς αυτοσχεδιασμούς να δανειοδοτήσουν την καταρρέουσα οικονομία, ενώ ταυτόχρονα ελήφθησαν μέτρα για αυστηρές περικοπές στις κρατικές δαπάνες – στρατιωτικές δαπάνες, δημόσια έργα και σε όλες τις κρατικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ψηφίστηκαν νέοι φόροι και τέλη, καθώς και εκπαιδευτικά τέλη, που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις.

Η κατάσταση τώρα ήταν απελπιστική. Μια καταστρεπτική πτώση της διεθνούς τιμής της σταφίδας έδειξε πόσο εύθραυστη ήταν η ελληνική οικονομία. Το 1893 οι εισαγωγές ανέρχονταν στο ποσό των 120.000.000 φράγκων και οι εξαγωγές στο ποσό των 82.000.000 φράγκων. Ο Τρικούπης έχοντας να αντιμετωπίσει και μια μεγάλη ανθελληνική εκστρατεία στο εξωτερικό εμφανίζεται στη Βουλή το Δεκέμβριο και ανακοινώνει τη χρεοκοπία με την ιστορική φράση: «Κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»!

Το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη στις 10 Δεκεμβρίου 1893 σηματοδοτεί ανάγλυφα τη θλιβερή κατάληξη μιας οικονομικής πολιτικής μεγάλων φιλοδοξιών και αγαθών προαιρέσεων, που ανάγκασε την Ελλάδα στην αποδοχή το 1898 του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ), ο οποίος υποχρέωσε τη χώρα σε πολιτική αυστηρότατης λιτότητας ως το 1910 τουλάχιστον, για να καταργηθεί τυπικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με αυτόν τον τρόπο ο πολιτικός που παρουσίασε ένα τεράστιο έργο στις υποδομές της χώρας (900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, 1446 χιλιόμετρα αμαξιτών δρόμων, το εκτόπισμα των πλοίων υπό ελληνική σημαία ανέβηκε από 8.241 τόννους σε 144.975 τόννους, αποπερατώθηκε η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, αποξηράνθηκε η λίμνη Κωπαϊδα προσφέροντας 130.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης κ.ά.) συνέδεσε το όνομά του με την πτώχευση της χώρας!

Η χρεοκοπία οδήγησε στις πρώτες εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες με πιο σημαντική εκείνη των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896. Δεν εμπόδισε όμως να διοργανωθούν στην Αθήνα οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, που  την εποχή εκείνη δεν συνεπάγονταν τεράστια έξοδα, γιατί η πτώχευση αφορούσε μόνο το εξωτερικό και όχι το εσωτερικό δημόσιο χρέος. Κυρίως όμως συνέβαλε στην έξαρση μιας εθνικιστικής υστερίας,  που υποδαυλίζονταν από την «Εθνική Εταιρεία» με την ανοχή ή σύμπραξη της κυβέρνησης Δηλιγιάννη. Ως συνέπεια της χρεοκοπίας ήρθε και η ήττα του Τρικούπη από το Δηλιγιάννη  το 1895 και η Ελλάδα οδηγήθηκε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το 1896 ξεσπάει εξέγερση στην Κρήτη εναντίον της Οθωμανικής διοίκησης. Ο πρωθυπουργός, υπό την πίεση της «Εθνικής Εταιρίας» και της κοινής γνώμης, ζητάει από το βασιλιά Γεώργιο την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων. Τα στρατεύματα φτάνουν στο νησί τον Φεβρουάριο του 1897. Η πύλη αντιδρά οργισμένα και στέλνει τον στρατό της κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία. Η Ελλάδα ανέτοιμη από κάθε άποψη και θύμα του εθνικιστικού παραληρήματος της «Εθνικής εταιρείας», που ουσιαστικά ασκούσε την εξωτερική πολιτική, και των επικίνδυνων κυβερνήσεων υπέστη στρατιωτική πανωλεθρία από τον τουρκικό στρατό τον Μάιο του 1897. Σε λίγες μέρες ο τουρκικός στρατός φτάνει έξω από τη Λαμία.! Οι μεγάλες δυνάμεις δεν συγκινούνται από τις ελληνικές απαιτήσεις. Αντίθετα αποφασίζουν τον ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης.

Αποτέλεσμα της ήττας ήταν να αναγκαστεί η Ελλάδα να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις 4 εκ. τουρκικών λιρών και να δεχθεί νέο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο για το διογκωμένο εξωτερικό της χρέος. Ο «Έλεγχος», εκτός από τη διαχείριση όλων των οικονομικών πόρων του κράτους, ανέλαβε να καθορίζει και τη νομισματική πολιτική. Η εθνική κυριαρχία της χώρας είχε δεχθεί ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα.

Η πτώχευση του 1893 όμως είχε ως αποτέλεσμα και τη χρεοκοπία του παλιού πολιτικού συστήματος. Η ολοκληρωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 επέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο. Η δυσπιστία προς τα κόμματα κορυφώθηκε. Οι συντεχνίες και οι εργατικές ενώσεις έκαναν διαδηλώσεις ζητώντας φορολογικές ελαφρύνσεις και περιορισμό της γραφειοκρατίας. Επίκεντρο της κριτικής τους ήταν η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προσαρμοστεί στις εξελίξεις και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Όσες μεταρρυθμίσεις έγιναν μέχρι το 1909 από τις κυβερνήσεις ήταν διοικητικού χαρακτήρα (π.χ. αποκέντρωση).

Ελευθέριος Βενιζέλος

Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά υπό την πίεσή του η Βουλή ψήφισε μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος και προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.

Ο Σύνδεσμος έκανε πρόταση συνεργασίας στον κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο και με την επικράτηση του Βενιζέλου εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος πολιτικής κυριαρχίας από το «κόμμα των Φιλελευθέρων», που επαγγέλθηκε τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.

Παρά τις επιτυχίες του ωστόσο στην εξωτερική πολιτική με την προσθήκη των «νέων χωρών» ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και τον Α΄ παγκόσμιο, ο Βενιζέλος στηρίχθηκε κατά κόρον στον εξωτερικό δανεισμό. Από το 1923 ως το 1932 τα συνεχή δάνεια από το εξωτερικό αυξάνουν το ανυπέρβλητο πια δημόσιο χρέος, ενώ το ισοζύγιο πληρωμών παρά τις όποιες προσπάθειες παραμένει αρνητικό.

 

Η πτώχευση του 1932  και η δικτατορία του Μεταξά

 

Η δεκαετία του 1920 ήταν η δεκαετία των διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Αυτοκίνητα, ψυγεία, ηλεκτρικές σκούπες, κουζίνες, ραδιόφωνα και πλυντήρια έκαναν την εμφάνισή τους ως είδη μαζικής κατανάλωσης. Η διαφήμιση άρχισε να εξελίσσεται ως επαγγελματικός κλάδος. Ο κλάδος των μηχανικών εισέβαλε στον χώρο της οικονομίας, σχεδιάζοντας καινούργια προϊόντα και αξιοποιώντας πλουτοπαραγωγικούς πόρους, που οδηγούν στη μείωση του κόστους και των τιμών.

Αναπτύχθηκαν νέες μέθοδοι διύλισης πετρελαίου. Εμφανίστηκαν τα πλαστικά, τα είδη αλουμινίου, ο ξυλοπολτός και η χρήση αζώτου και παραγώγων του. Ο πάγος και η κατάψυξη έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Στη γεωργία τα τρακτέρ αποτέλεσαν μεγάλο νεωτερισμό, ενώ και η γεωπονία συνέβαλε με βελτιώσεις και παρεμβάσεις για καλύτερη διατροφή των ζώων και ανάπτυξη νέων διασταυρώσεων.

Οι Αμερικανοί επιχειρηματίες κερδίζουν τεράστια ποσά, τα οποία δανείζουν στις ευρωπαϊκές χώρες ( κυρίως στην Γερμανία και την Αγγλία), για να αποκομίσουν και νέα κέρδη. Έχοντας ως παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες στρέφονται προς τη μαζική τυποποιημένη παραγωγή. Ο κόσμος ταλαιπωρημένος από τα δεινά του πολέμου στρέφεται στη μαζική παραγωγή και προσπαθεί να γευθεί τα αγαθά της ειρήνης, αγοράζοντας όλο και περισσότερα καταναλωτικά αγαθά.

Όμως η ευημερία αυτή είναι ασταθής. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν πελάτες για να αγοράσουν την τεράστια ποσότητα των βιομηχανικών προϊόντων. Οι αγρότες πωλούν φθηνά τα προϊόντα τους και διαθέτουν ελάχιστα χρήματα, ενώ η αύξηση των μισθών γίνεται με ρυθμούς μικρότερους από τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγής. Επιπλέον μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου Πολέμου (1914-18) βελτιώνεται βαθμιαία η οικονομία των Ευρωπαίων, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες γύρισαν στα ειρηνικά έργα και η Ευρώπη χρειαζόταν διαρκώς λιγότερο σιτάρι να εισάγει από την Αμερική.

Η μεγάλη οικονομική κρίση άρχισε μια «Μαύρη Πέμπτη» (24 Οκτ. 1929) από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Οι τιμές έπεφταν και οι επενδυτές πουλούσαν μετοχές, που κατρακυλούσαν ασταμάτητα και ένας αληθινός πανικός δημιουργείται στο χρηματιστήριο. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες η κρίση επεκτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και επηρεάζει την Ευρώπη με πρώτες τη Γερμανία- Αυστρία, που κάλυπταν ένα μέρος των υποχρεώσεών τους (πολεμικές αποζημιώσεις) με αμερικανικά χρήματα.

Η «μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου 1929 θα περάσει απαρατήρητη στην Ελλάδα. Ενώ η Γουόλ Στριτ φλέγεται και παίρνουν φωτιά άλλα χρηματιστήρια, το ελληνικό ακολουθεί για αρκετό καιρό τη συνήθη πορεία του. Τα πρώτα τηλεγραφήματα των ξένων πρακτορείων περί πανικού χρηματιστηριακού θα δημοσιευτούν στον ελληνικό Τύπο σχεδόν μία εβδομάδα μετά τη θυελλώδη έναρξη του κραχ. Το γεγονός από μόνο του δείχνει το επίπεδο ενημέρωσης, αλλά και τη γενική «καθυστέρηση» της χώρας.

Το «κραχ» του 1929 δημιούργησε όμως τεράστια προβλήματα και στην ελληνική οικονομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόλις επτά χρόνια νωρίτερα η χώρα μας «βίωσε» τη Μικρασιατική καταστροφή, τη μαζική εισροή προσφύγων – μόνο στην Αθήνα διπλασιάστηκε ο πληθυσμός μεταξύ 1920 και 1928 – και το πολιτικό σύστημα χαρακτηριζόταν από αστάθεια: κυβερνήσεις, εξαρτημένες ως ένα βαθμό από στρατιωτικούς, εναλλάσσονταν στην εξουσία, καταλήγοντας στο στρατιωτικό κίνημα του Πάγκαλου (1925 – 1926). Το 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται στην εξουσία, στην οποία και θα παραμείνει μέχρι το 1932.

Η χώρα μας χτυπήθηκε με ιδιαίτερη δριμύτητα από τη διεθνή κρίση, αφού οι βασικές της εξαγωγές ήταν προϊόντα πολυτελείας, όπως ο καπνός, η σταφίδα και το ελαιόλαδο. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών είχε πέσει από ένα ετήσιο μέσο όρο 125.000.000 δολαρίων μεταξύ 1922 και 1930 σε 50.000.000 δολάρια το 1932! Τον ίδιο χρόνο συνέβη και μια μεγάλη μείωση του συναλλάγματος των μεταναστών και των προσόδων από τη ναυτιλία, τα βασικά μέσα με τα οποία υπερνικούσε το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών. Σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο εξωτερικός δανεισμός ήταν μια λύση για τον Ε. Βενιζέλο. Όμως, η Ελλάδα είχε ήδη μεγάλα εξωτερικά χρέη, αφού είχε δανειοδοτηθεί από τη διεθνή χρηματαγορά για την αποκατάσταση των προσφύγων.

Ο Βενιζέλος απέτυχε να συνάψει νέο δάνειο και αποφάσισε να δώσει τη «μάχη της δραχμής», η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον «κανόνα του χρυσού» μέσω της αγγλικής λίρας. Το 1931 όμως η υποτίμηση της στερλίνας και η κατάρρευση των παγκόσμιων αγορών αναγκάζουν την Ελλάδα να εγκαταλείψει τον «κανόνα του χρυσού» και ο Βενιζέλος επιλέγει να συνδέσει τη δραχμή με το δολάριο. Η μετατρεψιμότητά της γίνεται πλέον μέσω δολαρίου, αλλά η κερδοσκοπία εξακολουθεί, όπως και η φυγάδευση κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Το Σεπτέμβρη του 1931 προκαλείται πανικός με «φυγάδευση» στο εξωτερικό 3,6 εκ. δολαρίων από ιδιώτες και τράπεζες. Η κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως νέα δάνεια χωρίς επιτυχία. Ο Βενιζέλος κάνει μια τελευταία προσπάθεια για σύναψη δανείου στις αρχές του 1932, επισκεπτόμενος διαδοχικά τη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Δεν μπόρεσε όμως να πείσει τη Δημοσιονομική Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμιά θυσία, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματά της στους πιστωτές της (σ.σ. Μας θυμίζει κάτι αυτό;). Η κατάσταση είναι πια μη αναστρέψιμη.

Την άνοιξη του 1932 ο Βενιζέλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει καθυστερημένα τον «χρυσό κανόνα» και να υποτιμήσει την δραχμή. Την πρωτομαγιά του 1932 ανακοινώνει στη βουλή την πτώχευση της Ελλάδας και τη στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους.

Ιωάννης Μεταξάς

Η στάση πληρωμών του χρέους  δεν είχε κατά βάση αρνητικά αποτελέσματα καθώς μειώθηκαν τα έξοδα του κράτους, ενώ οι επόμενοι προϋπολογισμοί ήταν σχετικά ισοσκελισμένοι. Η κατάσταση ωστόσο παρέμενε δύσκολη. Η αύξηση της ανεργίας και τα φτηνά μεροκάματα, που είχε επιβάλει ο Βενιζέλος, οδήγησαν την εποχή εκείνη σε δεκάδες απεργίες, που κορυφώθηκαν με την αιματοβαμμένη πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη.

Από το 1932 μέχρι το 1936 η πολιτική ζωή χαρακτηρίστηκε από την παρουσία βραχύβιων κυβερνήσεων και στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το πολιτικό σύστημα μπροστά στην αδυναμία του να διαχειριστεί όλα τα προηγούμενα χρόνια τις οικονομικές δυσκολίες είχε χάσει το λαϊκό του έρεισμα. Η επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου το 1935 έδωσε το έναυσμα για την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Μεταξά, που εγκαθίδρυσε τη στυγνή δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Ο Μεταξάς επανέλαβε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και σύναψε νέα  δάνεια από την Αγγλία και τη Γερμανία.

 

 

2012: «Η 5η  χρεοκοπία… προ των πυλών»!

 

Από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ως σήμερα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις στήριξαν το μοντέλο «ανάπτυξης» της οικονομίας στον εξωτερικό δανεισμό. Η παραγωγική βάση της χώρας συρρικνώθηκε, ενώ οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις απέβαιναν πάντοτε σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Το εξωτερικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε για να ξεπεράσει στο 150% περίπου του Α.Ε.Π. Η είσοδος της χώρας στην Ε.Ε και την Ο.Ν.Ε δεν οδήγησε σε μείωση του χρέους. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξεκίνησε  το 2007, έδειξε την ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειριστεί την κρίση προς όφελος των λαών.

Αποσβολωμένος ο ελληνικός λαός παρακολουθεί τις εξελίξεις μετά τις εκλογές της 4ης Οκτώβρη 2009, οπότε και αποκαλύφθηκε σε όλες της τις διαστάσεις η ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και ειπώθηκε επισήμως με δραματικούς τόνους ότι «η χώρα μας απώλεσε μέρος της εθνικής της κυριαρχίας».

Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της εθνικής της κυριαρχίας, αφού δεν μπορεί να πάρει από μόνη της καμιά απόφαση, αλλά σύρεται δέσμια πίσω από «επενδυτικούς οίκους», τις «αγορές» και τους «γραφειοκράτες» των Βρυξελών. Η εικόνα των ανθρώπων της τρόικας, που πηγαινοέρχονται κάθε τόσο στην Αθήνα, για να υπαγορεύσουν την ελληνική οικονομική πολιτική και να εγκρίνουν τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, είναι αποκαλυπτική της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας.

Οι αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση είναι λίγο πολύ γνωστές:

 

  • Η διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
  • Το ξεπούλημα κερδοφόρων Επιχειρήσεων και Οργανισμών.
  • Το μεγάλο ύψος των αμυντικών δαπανών.
  • Η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
  • Ο ανεξέλεγκτος δανεισμός και το τεράστιο εξωτερικό χρέος.
  • Η αδιαφάνεια και η σπατάλη του δημόσιου χρήματος.
  • Η κρίση του πολιτικού συστήματος με το καθεστώς ατιμωρησίας.
  • Ο  μεγαλοϊδεατισμός μας με τη διοργάνωση της Ολυμπιάδας 2004.
  • Η διεθνής κρίση και η κερδοσκοπική επίθεση των αγορών…

 

Και τώρα; Τι μέλλει γενέσθαι; Θα χρεοκοπήσει η χώρα;

Είπαμε ότι χρεοκοπία έρχεται, όταν μια χώρα δημοσιοποιεί την αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς τους πιστωτές της. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα και δεν φαίνεται πιθανό στο προσεχές μέλλον, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και το τέλος της Ευρωζώνης.

Αυτή η οικονομική κρίση, ενώ έχει πολλές ομοιότητες με όσες συνέβησαν στο παρελθόν, έχει μια ειδοποιό διαφορά, που μπορεί να φανεί καθοριστική. Τώρα η Ελλάδα έχει νόμισμα το ευρώ και είναι μέλος της ευρωζώνης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να οδηγηθεί σε κατάρρευση μια χώρα της ευρωζώνης, αλλά ότι δε συμφέρει τις άλλες χώρες της ευρωζώνης να καταρρεύσει ένα μέλος της, γιατί αυτό θα οδηγήσει στην κατάρρευση ολόκληρου του οικοδομήματος.

Όμως η χώρα δύσκολα θα ανακάμψει. Τα περιοριστικά οικονομικά μέτρα θα οδηγούν ολοένα και περισσότερο σε βαθιά ύφεση και κοινωνικές εκρήξεις. Ο συνδυασμός ελλείμματος και χρέους είναι ο χειρότερος στην Ευρώπη! Το χρέος συνεχίζει να αυξάνει, αφού η παραγωγική βάση της χώρας έχει διαλυθεί. Το πολιτικό σύστημα δε φαίνεται ικανό ούτε να διαχειριστεί ούτε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια κρίση, την οποία άλλωστε το ίδιο δημιούργησε. Το χειρότερο σενάριο για την Ελλάδα και  τους Έλληνες είναι η παρατεταμένη – για τα επόμενα 5 – 10 χρόνια – άγρια λιτότητα και στο τέλος… να έρθει η πτώχευση!

Αυτά στο οικονομικό επίπεδο. Σε πολιτικό επίπεδο η ιστορία δείχνει ότι το τέλος μια εποχής σηματοδοτεί την αρχή μιας άλλης. Αυτό συνέβη σε όλες τις μέχρι σήμερα οικονομικές κρίσεις, που γνώρισε η χώρα μας. Η χρεοκοπία του 1827 έφερε τη βασιλεία, η χρεοκοπία του 1843 έφερε την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη, η χρεοκοπία του 1893 έφερε το κίνημα στο Γουδί και το Βενιζέλο, η χρεοκοπία του 1932 έφερε το Μεταξά. Η σημερινή οικονομική κρίση και η πιθανή χρεοκοπία τι θα φέρει; Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα φέρει το τέλος της μεταπολίτευσης. Με ποια μορφή όμως, με ποιο τρόπο και με ποια πρόσωπα; Είδωμεν!

 

Αλέξης Α. Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Εμποροπανηγύρεις – Το εμπόριο της περιπλάνησης


 

εμποροπανήγυρη η [emboropaníjiri]: (λόγ.) μεγάλη υπαίθρια αγορά κάθε είδους προϊόντων και εμπορευμάτων, η οποία λειτουργεί για περιορισμένο χρόνο (μιας ή μερικών ημερών), περιοδικά και σε καθορισμένο τόπο· εμποροπάζαρο· (πρβ. παζάρι): Ετήσια / τοπική / περιφερειακή ~. Tη θέση των μεγάλων εμποροπανηγύρεων την πήραν οι σύγχρονες εμπορικές εκθέσεις. Στη σύγχρονη εποχή, ο θεσμός των εμποροπανηγύρεων έχει πάρει τη μορφή των περιοδικών εμπορικών εκθέσεων. [λόγ. εμπορο- + πανήγυρ(ις) -η]. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη)

 

Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, τα περισσότερα εμπορικά πανηγύρια της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν κάθε Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Η εμποροπανήγυρη είχε τις ρίζες της στην αρχαιότητα και στα μεσαιωνικά χρόνια αποτελούσε σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου.

Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε σε πρόσωπα που κατείχαν δημόσια αξιώματα την ενασχόληση με το εμπόριο. Η βυζαντινή αριστοκρατία[1], όμως, αναμειγνυόταν στο κερδοσκοπικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη μάλιστα μερικές συγκυρίες. Επιδίωξη του εμπορίου άλλωστε ήταν πάντοτε το κέρδος. Στο Βυζάντιο, εμπόριο, αγορές και πειρατεία συνυπήρχαν.

Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελούσε υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Η θρησκεία τότε νοηματοδοτούσε το χρόνο των κοινωνιών (θρησκευτικές  γιορτές, αργίες, αγροτικές εργασίες, εμποροπανηγύρεις). Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Η εμπορικότητα μιας πόλης, η γεωγραφική της θέση, η γειτνίασή της με λιμάνι ή σημαντικό χερσαίο δρόμο και κοντινές αγορές ήταν τελικά προϋπόθεση για την επιλογή της ως χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης.

 

Έλληνας έμπορος. Χαλκογραφία. Σχέδιο O. M. v. Stackelbeng, χάραξη N. Guidetti.

 

Οι εμποροπανηγύρεις ήταν ένας πανάρχαιος θεσμός, θρησκευτικού και εμπορικού χαρακτήρα. Ο Στράβων[2], μιλώντας για την πανήγυρη της Δήλου, επισημαίνει τον εμπορικό της χαρακτήρα: «η τε πανήγυρις εμπορικόν τι πράγμα εστι».

Στο Βυζάντιο –και όχι μόνον– εμπόριο, έμποροι και πειρατεία συνυπήρχαν και ουδείς ενοχλείτο από αυτή τη συνύπαρξη. Κατά τη μεσαιωνική εποχή η πανήγυρη αποτελούσε σημαντικότατο παράγοντα ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο[3], δεδομένου ότι αποτελεί υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου σε ευρύτατα γεωγραφικά πλαίσια. Ως οικονομικός θεσμός η εμποροπανήγυρη ήταν γνωστή και διαδεδομένη στην Αίγυπτο, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου γνώρισε μεγάλη άνθηση από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα, καθώς και στα Βαλκάνια.

Η μελέτη του εμπορίου δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις μόνιμες αγορές και να αγνοεί το εμπόριο της περιπλάνησης που ασκούσαν πλανόδιοι πραματευτάδες μακρινών αποστάσεων, ταξιδεύοντας από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη και καλύπτοντας σημαντικό τμήμα των αναγκών της υπαίθρου, διότι έτσι βγαίνουν παραπλανητικά συμπεράσματα. Σε όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα του βυζαντινού κράτους, Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Τραπεζούντα, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, λειτουργούσαν εμποροπανηγύρεις με μεγάλη οικονομική σημασία.

Στο Βυζάντιο οι βιοτέχνες- έμποροι αποτελούσαν σωματεία, ενώ οι έμποροι, που αγόραζαν και μεταπωλούσαν, χωρίς να παρεμβαίνουν στη διαδικασία της παραγωγής, ήταν οργανωμένοι σε συστήματα. Τα βυζαντινά πανηγύρια αποτελούσαν κατάλληλη ευκαιρία για πλανόδιους εμπόρους, καθώς και για απλούς χωρικούς, που έρχονταν από γειτονικά χωριά, για να διαθέσουν διάφορα προϊόντα.

Η σημασία των αγορών αυτών ήταν, ίσως, μεγαλύτερη για την επαρχία, όπου υπήρχαν λιγότερες ευκαιρίες για τους εμπόρους. Αποτελούσαν επίσης πρώτης τάξης ευκαιρία για τους χωρικούς να διαθέσουν το πλεόνασμά τους εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο το απαραίτητο χρυσό νόμισμα για την πληρωμή των φόρων τους. Συνήθως οργανώνονταν με την ευκαιρία θρησκευτικών εορτών, οπότε δηλώνονται με τον όρο πανήγυρις. Οι ρίζες του θεσμού ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Πρόκειται για μια από τις πολλές ειδωλολατρικές πρακτικές, που υιοθετήθηκαν από τον Χριστιανισμό και προσαρμόσθηκαν στις ανάγκες του. Ο μεγάλος αριθμός πανηγυριών που οργανώνονταν στο Βυζάντιο αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη σημασία τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Υπήρχαν πανηγύρια που οργανώνονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα, διαρκούσαν πολλές ημέρες και προσέλκυαν μεγάλο αριθμό εμπόρων και αγοραστών, πολλοί από τους οποίους μάλιστα έρχονταν από μακριά. Διάσημα τέτοια πανηγύρια ήταν του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, του Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Έφεσο, του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει τοιχογραφία από το νάρθηκα της Μονής της Βλαχέρνας στην Άρτα (τέλη 13ου αιώνα) [4], που απεικονίζει σκηνές υπαίθριας αγοράς και πλανόδιους εμπόρους, που πουλούσαν την πραμάτεια τους κατά τη διάρκεια της λιτανείας της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι βλέπουμε τον Χάζαρο, που πωλεί χαβιάρι σε κάποιον πελάτη κρατώντας ζυγό ακριβείας, τη λαχανοπώλισσα και καλάθια με φρούτα.

Κυρίαρχο ιδεώδες της βυζαντινής οικονομικής σκέψης ήταν η αυτάρκεια. Το εμπόριο στο Βυζάντιο ήταν στην πραγματικότητα μια υπόθεση που αφορούσε πολύ περισσότερους ανθρώπους, από αυτούς που επισήμως ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου: μικρούς παραγωγούς, βιοτέχνες, αργυραμοιβούς, μεγάλους γαιοκτήμονες. Ο όγκος και η εμβέλειά του διέφεραν ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Είναι βέβαιο ότι εκχρηματισμένες συναλλαγές και ανταλλαγές σε είδος συνυπήρχαν πάντοτε.

 

Η αγορά των Αθηνών.

 

Ο σημερινός ελλαδικός χώρος κατά την οθωμανική περίοδο, σε οικονομικό[5] επίπεδο, αποτελούσε μια κατακερματισμένη περιφέρεια, με πολλές κατά τόπους ιδιαιτερότητες. Ο οθωμανικός πολιτισμός αποτελούσε κατά κύριο λόγο έναν πολιτισμό των πόλεων. Στις πόλεις διέμεναν τα πλουσιότερα μέλη της κοινωνίας. Εκεί επίσης κατέληγαν, σε μεγάλο βαθμό, οι αγροτικές πρόσοδοι.

Οι κάτοικοι των οθωμανικών πόλεων, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, είχαν τη δυνατότητα να συσσωρεύσουν πλούτο και πολιτική δύναμη. Εξάλλου οι πόλεις αποτελούσαν τα κέντρα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η γεωγραφική και στρατηγική θέση της κάθε ελληνικής πόλης, οι παραδόσεις, η ιστορία και η προγενέστερη υλική υποδομή της, επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια της λειτουργίας της. Τον 18ο αιώνα, όπως προκύπτει από τη μελέτη των γαλλικών αρχείων, το πανηγύρι της Τρίπολης ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πανηγύρια της Πελοποννήσου, κατά τη διάρκεια του οποίου γινόταν η προαγορά του μεταξιού από γάλλους εμπόρους.[6]

Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (β΄ μισό του 17ου αιώνα) αναφέρει το μεγάλο πανηγύρι του Μυστρά, που γινόταν κάθε Αύγουστο και συγκέντρωνε πλήθος κόσμου. Τον 18ο αιώνα, όπως προκύπτει πάλι από έγγραφο των γαλλικών αρχείων, η εμποροπανήγυρη του Μυστρά είχε ήδη μετατεθεί στον Σεπτέμβριο και διαρκούσε μια βδομάδα. Η εμποροπανήγυρη των Καλαβρύτων γινόταν κάθε Σεπτέμβριο και διαρκούσε δεκαπέντε ημέρες. Στον θεσσαλικό χώρο, την οθωμανική περίοδο, εμποροπανηγύρεις γίνονταν στο Μοσχολούρι[7] Καρδίτσας, στην Ελασσόνα και –από τις αρχές του 17ου αιώνα– στα Φάρσαλα. Η Λάρισα, πόλη με έντονη οικονομική ζωή, ήταν κέντρο και του διεθνούς εμπορίου, γι’ αυτό είχε μπεζεστένι (bedesten), δηλαδή λιθόκτιστη κλειστή και σκεπαστή αγορά ακριβών υφασμάτων και πολύτιμων λίθων.

Το μπεζεστένι της Λάρισας[8] χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα. Μπεζεστένια υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη,[9] στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας (1455-1459) και  στις Σέρρες[10], στην πλατεία Ελευθερίας (κτίστηκε λίγο πριν από το 1494) και σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σπουδαιότερες εμποροπανηγύρεις στην Ήπειρο ήταν των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς. Οι εμποροπανηγύρεις αυτές, με εξαίρεση, ίσως, των Ιωαννίνων, είχαν τοπικό χαρακτήρα. Τον 18ο αιώνα η Άρτα ήταν το κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής, που παρήγε άφθονο σιτάρι, καπνό, κερί, μετάξι, βαμβάκι, δέρματα, μαλλιά, ξυλεία, αυγοτάραχο από τον Αμβρακικό κ.ά.

 

Πανηγύρι σε εξοχή των Αθηνών.

 

 

Η κυκλοφορία των αγαθών στην τοπική, εσωτερική αγορά γινόταν με τρεις τρόπους: α) τη μόνιμη, καθημερινή αγορά (μαγαζιά), β) την εβδομαδιαία αγορά (παζάρι), και γ) την εμποροπανήγυρη. Οι εμποροπανηγύρεις ήταν αυστηρά οργανωμένες αγορές, ετήσιου χαρακτήρα, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος εμπορευμάτων και εμπόρων, από γειτονικές ή μακρινές περιοχές, κατά τη διάρκεια διαφόρων μηνών του έτους. Οι εμποροπανηγύρεις συνέβαλλαν στη σύνδεση της οικονομίας πόλης-υπαίθρου, στην κυκλοφορία του νομίσματος και στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών.

Στην Άρτα γινόταν κάθε χρόνο μια αξιόλογη εμποροπανήγυρη, που ονομαζόταν Μπουχούστι και διαρκούσε οκτώ με δέκα ημέρες. Άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και τελείωνε στις 8 του ίδιου μήνα ή, όπως μας πληροφορεί ο λόγιος Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος[11], άρχιζε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου μήνα. Η εμποροπανήγυρη της Άρτας γινόταν στη συνοικία Μπουχούστι[12], ή Μουχούστιον, στα νοτιοδυτικά της πόλης, μεταξύ του ναού της Παρηγορήτισσας και του πρώην κρατικού νοσοκομείου. Κατά τη διάρκειά της γινόταν ζωεμπόριο, αλλά και εμπόριο αγροτικών, κτηνοτροφικών, καθώς και προϊόντων εισαγωγής.

Καθώς περνούν τα χρόνια, συντελείται μια σταδιακή μετατόπιση του χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης. Το ζωοπάζαρο παρέμεινε ως τη δεκαετία του 1960 στο «Μπουχούστι», ενώ το εμπόριο των άλλων αγαθών μεταφέρθηκε έξω από το κάστρο, στα νοτιοανατολικά της πόλης σ’ ένα πλάτωμα, της οδού Άρτας-Ιωαννίνων. Κατά τον 18ο αιώνα οι Βενετοί έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εμποροπανήγυρη της Άρτας. Βενετοί, αρτινοί και επτανήσιοι έμποροι συμμετείχαν στις εμποροπανηγύρεις των Ιωαννίνων, της Κόνιτσας και της Παραμυθιάς, ενώ ήταν γνωστή και η παρουσία τους στις φημισμένες εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλίας, όπως της Λάρισας, του Μοσχολουρίου και της Ελασσόνας.

Παρά τη μεγάλη διάδοση των εμποροπανηγύρεων κατά τον 18ο αιώνα, υπήρχαν και σημαντικά εμπόδια στη διεξαγωγή τους, που σχετίζονταν με τους κινδύνους μετάδοσης επιδημιών, κυρίως της πανούκλας, τις ληστρικές επιθέσεις, καθώς και τις τοπικές ταραχές. Στις περιπτώσεις αυτές το εμπόριο σταματούσε εντελώς ή συνεχιζόταν μειωμένο. Οι τόποι διεξαγωγής των εμποροπανηγύρεων είναι γνωστό ότι ήταν επιρρεπείς στη μετάδοση της πανούκλας. Πολλές φορές και η ίδια η πόλη της Άρτας ήταν επίκεντρο πανούκλας.[13] Πόλη με στενά δρομάκια, υποτυπώδη ύδρευση από πηγάδια, βρύσες, ακάλυπτα κανάλια, αλλά και ανυπαρξία αποχετευτικού συστήματος, με λιμνάζοντα νερά από τις βροχοπτώσεις και τα λύματα των σπιτιών, αποτελούσε τόπο ανάπτυξης παθογόνων μικροοργανισμών, που προκαλούσαν συχνά επιδημίες.

Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ανδρέα Μαρίνου, που μας πληροφορεί ότι τον Μάιο του έτους 1708, έμποροι από την Άρτα ξεκίνησαν φορτωμένοι με την πραμάτεια τους για την εμποροπανήγυρη στο Μοσχολούρι. Στο δρόμο έμαθαν ότι στο Μοσχολούρι είχε εκδηλωθεί επιδημία πανούκλας και επέστρεψαν στην Άρτα. Οι πρόκριτοι της πόλης, όμως, τους απομόνωσαν στο μοναστήρι του Θεοτοκιού, για να περάσουν το χρονικό διάστημα της καραντίνας (quarantina), που ήταν σαράντα μέρες.

Τελειώνοντας, μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα: Οι ρίζες του θεσμού της εμποροπανήγυρης ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Ο μεγάλος αριθμός εμποροπανηγύρεων που οργανώνονταν στο Βυζάντιο[14] αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν εμποροπανηγύρεις στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα,[15] Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραμυθιά) κ.α. Μαζί με τους πλανόδιους πραματευτάδες[16] και τα εμπορεύματά τους, ταξίδευαν από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη ειδήσεις, προκαταλήψεις, ιδέες και όνειρα για μια καλύτερη ζωή.

 

Αφέντρα Γ. Μουζάκη

Αρχαιολόγος

   

Υποσημειώσεις


[1] Μαρία Γερολυμάτου, Αγορές, έμποροι και εμπόριο στο Βυζάντιο (9ος-12ος αι.), εκδ. ΕΙΕ-ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σ. 231-235 («Η αριστοκρατία και το εμπόριο»)· Αγγελική Λαΐου, «Στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων: Οικονομικά και πολιτιστικά φαινόμενα», Ευφρόσυνον, τόμ. 1, Αθήνα 1991, σ. 283-296.

[2] 10.5.4, εκδ. Lassere.

[3] IGR 1, 271-272.

[4] Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας. Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 72-73 και εικ. 44, 53. Ο νάρθηκας πρέπει να οικοδομήθηκε προς τα τέλη του 13ου αι., όταν κύριος της Άρτας ήταν ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός- Δούκας (1267/68-1296), πρεσβύτερος γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Β΄. Την ανέγερση του νάρθηκα ακολουθεί η διακόσμησή του με τοιχογραφίες. Η Λιτανεία, η οποία τελείται με συρροή κόσμου και φαιδρύνεται με γραφικές σκηνές υπαίθριας αγοράς στις παρυφές της πομπής, κάτω και στην αριστερή παραστάδα, αποτελεί «άπαξ» της μνημειακής ζωγραφικής.

[5] Halil Inalcik / Donald Quataert (επιμ.), Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.

[6] Άννα Λαμπροπούλου, «Οι πανηγύρεις στην Πελοπόννησο κατά την Μεσαιωνική Εποχή», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου: «Η Καθημερινή Ζωή Στο Βυζάντιο, Τομές και Συνέχειες στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Παράδοση», 15-17 Σεπτεμβρίου 1988, ΚΒΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 1989, σ. 291-310.

[7] Νίκος Καραφύλλης, Το Μοσχολούρι διηγείται τη δόξα του, Μοσχολούρι 2005.

[8] Έρση Μπρούσκαρη (επιμ.), Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2008, εκδ. ΥΠΠΟ-ΔΒΜΑ, λ. 69, σ. 199-200: Μπεζεστένι (bedesten) Λάρισας. Κλειστή αγορά και αποθήκη ειδών πολυτελείας, που χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι.

[9] Στο ίδιο, λ. 88, σ. 246-247.

[10] Στο ίδιο, λ. 108, σ. 287-288.

[11] Σεραφείμ Ξενόπουλος Βυζάντιος, Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης, Αθήνα 1884, Άρτα 20033, σ. 182-183. Ο λόγιος μητροπολίτης μας πληροφορεί ότι στην Άρτα γινόταν από παλιά στη συνοικία Μουχούστιον εμπορικό πανηγύρι, όπου προσέρχονταν έμποροι και αγοραστές από διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Η εμποροπανήγυρη της Άρτας διαρκούσε δέκα μέρες. Άρχιζε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του ίδιου μήνα. Μας πληροφορεί επίσης ότι κάθε Πέμπτη γινόταν παζάρι, δηλαδή εβδομαδιαία αγορά, τροφίμων και ενδυμάτων, για εξυπηρέτηση των κατοίκων.

[12] Μπουχούστι: Λέξη αρβανίτικη που σημαίνει εμποροπανήγυρη. Κατά μιαν άλλη εκδοχή προέρχεται από το τουρκοαραβικό Medhuseua, που σημαίνει ζωοπάζαρο. Στη συνοικία Μπουχούστι ή Μουχούστιον της Άρτας, που βρισκόταν στα χρόνια της oθωμανικής κυριαρχίας απέναντι από το ναό της Παρηγορήτισσας, υπήρχαν τέσσερις νερόμυλοι και το έτος 1869 κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία. Σεραφείμ Ξενόπουλος Βυζάντιος, ό.π., σ. 13, 146, 183.

[13] Ελευθέριος Λ. Βέτσιος, Η διπλωματική και οικονομική παρουσία των Βενετών στην περιοχή της Άρτας κατά το 18ο αιώνα, εκδ. Α. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 203-205, 212.

[14] Η προσκόλληση του Βυζαντίου στην παράδοση χαρακτηρίζει όλες τις όψεις του κρατικού βίου και επηρεάζει βαθύτατα τις σχέσεις του κράτους με την οικονομία. Η βυζαντινή οικονομία στηριζόταν –κυρίως– στη γη και στην εκμετάλλευσή της. Στο πλαίσιο των περιορισμών που επέβαλαν οι μεσαιωνικές συνθήκες, η βυζαντινή οικονομία ήταν επιτυχής, αφού για μεγάλο διάστημα διατήρησε και την πρόοδο, αλλά και τη σταθερότητά της. Βλ. Νίκος Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία», στο Αγγελική Ε. Λαΐου (Γενική Εποπτεία), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7o έως τον 15o αιώνα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, τόμ. 3, σ. 141-252 και Αγγελική Ε. Λαΐου, «Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας», στο ίδιο, τόμ. 3, σ. 361-389.

[15] Θ. Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. 2, Λάρισα 2007· Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα 1984.

[16] Troian Stoianovich, «Ο κατακτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος Έμπορος», στο Σπύρος Ι. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των Βαλκανίων στα χέρια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αι.), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 289-330 (κείμενο), 331-345 (σημειώσεις).

Πηγή


  • Περιοδικό, «Αρχαιολογία και Τέχνες» τεύχος 116, Σεπτέμβριος 2010.

Read Full Post »

Εϋνάρδος Ιωάννης Γαβριήλ (Eynard Jean-Gabriel 1775-1863)


 

Γάλλος τραπεζίτης και θερμός φιλέλληνας. Διακρίθηκε στην υπεράσπιση της Λυών το 1793 και σύντομα έγινε διάσημος στους ηγετικούς ευρωπαϊκούς κύκλους για τις οικονομικές του γνώσεις και την περιουσία του. Πήρε μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης το 1814, εκπροσωπώντας την Ελβετία και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη. Εκεί γνώρισε και τον Καποδίστρια, με τον οποίο έκτοτε συνδέθηκε φιλικά. Ο Εϋνάρδος (Ζαν-Γκαμπριέλ Εϊνάρ) υπήρξε φιλέλληνας με έντονη δράση, καθώς τέθηκε επικεφαλής του φιλελληνικού κομιτάτου στη Γενεύη.

Η σημαντικότερη προσφορά του Εϋνάρδου στον εθνικό αγώνα υπήρξε η συμβολή του στη σύναψη δανείων του νέου ελληνικού κράτους με οικονομικούς κύκλους στο Λονδίνο και το Παρίσι, καθώς και η πρωτοβουλία του για οργάνωση εράνων, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της Επανάστασης. Το 1827 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης της Ελλάδας, σχεδίασε την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας, της οποίας υπήρξε επίτιμος διοικητής μετά την ίδρυσή της το 1841, ενώ χορήγησε το 1847 πενήντα χιλιάδες φράγκα για ικανοποίηση απαιτήσεων της Αγγλίας από το δάνειο του 1832.

 

Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος

Ο Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος γεννήθηκε στη Λυών στις 8 Δεκεμβρίου 1775. Πατέρας του ήταν ο Γαβριήλ-Αντώνιος (Gabriel-Antoine), έμπορος και τραπεζίτης από παλαιά και ισχυρή οικογένεια ευγενών, των Mont-Eynard, της επαρχίας Dauphiné της Ν.Α. Γαλλίας. Ένας κλάδος της οικογένειας έμεινε καθολικός, ο άλλος είχε προσχωρήσει στη Μεταρρύθμιση. Από αυτούς τους ουγενότους Εϋνάρδους, που αμέσως μετά την ανάκληση του Εδίκτου της Νάντης (1685) είχαν καταφύγει στη Γενεύη για να διατηρήσουν την πίστη τους, προερχόταν ο Γαβριήλ-Αντώνιος. Αρκετά μέλη της οικογένειας κατέλαβαν δημόσια αξιώματα στην πόλη και ανέπτυξαν εξαίρετη φιλανθρωπική δράση, ενώ ο παππούς του Ιωάννη-Γαβριήλ, ο Jean-Louis Eynard de Trémolières, αποκαλούνταν l’avocat des pauvres («ο δικηγόρος των φτωχών»).

Το 1769 ο Γαβριήλ-Αντώνιος εγκαταλείπει τη Γενεύη και ιδρύει εμπορικό οίκο στη Λυών. Τον επόμενο χρόνο, αφού η πρώτη του γυναίκα Marie-Françoise de Normandie είχε πεθάνει, παντρεύεται τη Marie-Madeleine Meuricoffre, από οικογένεια εμπόρων του Thurgau Ελβετίας, με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Το δεύτερο είναι ο Ιωάννης-Γαβριήλ. Ο νεαρός, που μεγαλώνει και μορφώνεται μέσα σε αυστηρό καλβινικό περιβάλλον, αγαπά πολύ το θέατρο και το κυνήγι. Από νωρίς μαθαίνει δίπλα στον πατέρα του να χειρίζεται τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και ευδοκιμεί στις εμπορικές υποθέσεις.

Το 1793 κορυφώνεται η αιματηρή σύγκρουση ιακωβίνων και γιρονδίνων. Η Λυών, έχοντας προσχωρήσει στο μοναρχικό στρατόπεδο, πολιορκείται από τα στρατεύματα της Γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης. Πατέρας και γιος Εϋνάρδοι μάχονται γενναία μεταξύ των υπερασπιστών της πόλης. Ο Γαβριήλ-Αντώνιος μάλιστα ήταν εκλεγμένος πρόεδρος του Δήμου της Λυών. Στις 9 Οκτωβρίου η πόλη καταλαμβάνεται από τους επαναστάτες. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ καταφέρνει να διαφύγει-μεταμφιεσμένος σε γυναίκα- στη Γενεύη, ενώ ο πατέρας του συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο και η περιουσία του δημεύεται. Τελικά και ο πατέρας του καταφέρνει να αποδράσει. Όλη η οικογένεια εγκαθίσταται στη μικρή ελβετική πόλη Rolle, του καντονίου Vaud, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης.

Επειδή η πατρική περιουσία καταστράφηκε στη Λυών, ο Ι.-Γ. Εϋνάρδος στέλνεται στην ετεροθαλή αδελφή του, Lisette Gaulis, στη Γένοβα για να εργασθεί στον μεγάλο εμπορικό οίκο του άντρα της. Μετά από σκληρή μαθητεία και προσωπική δουλειά, ο Ιωάννης-Γαβριήλ αποφασίζει να ιδρύσει, μαζί με τον αδελφό του Jacques και έναν παλιό υπάλληλο των Γκολίς, δικό του εμπορικό οίκο (Eynard Frères et Schmidt).

Αναπτύσσοντας με τόλμη και επιτυχία επιχειρηματική δραστηριότητα (εμπορευόμενοι ελαιόλαδο, κρεμέζι και τσίτια), τα δύο αδέλφια καταφέρνουν επίσης να εξοφλήσουν όλες τις προηγούμενες υποχρεώσεις της πατρικής επιχείρησης. Όταν τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1800 οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί πολιορκούν τη Γένοβα (Ναπολεόντειοι πόλεμοι υπατείας), ο Ι.-Γ. Εϋνάρδος συμπαραστέκεται στα στρατεύματα του γάλλου στρατηγού Α. Masseria συμμετέχοντας θαρραλέα ως εθελοντής στην άμυνα της πολιορκημένης, λιμοκτονούσας πόλης, που τελικά παραδίδεται στις 4 Ιουνίου1800. Ο Εϋνάρδος έρχεται για ένα διάστημα στο Μιλάνο, όπου η γνωριμία του με το στρατηγό H.-Fr. Sebastiani θα τον φέρει σε επαφή με το γαλλικό επιτελείο, και στη συνέχεια καταλήγει στο Λιβόρνο.

Πορτραίτο του Εϋνάρδου, έργο του Γάλλου ζωγράφου Οράτιου Βερνέ (Horace Vernet), φιλοτεχνήθηκε στη Ρώμη το 1831.

Ο Εϋνάρδος αναδεικνύεται στην Ιταλία σπουδαίος έμπορος, ισχυρός τραπεζίτης, ικανός διαχειριστής και διπλωμάτης – κάνει σοβαρές και επιτυχείς επενδύσεις στο δάνειο1.450.000 λιβρών του δουκάτου της Ετρουρίας, σε ορυχεία, στα μεταλλεία σιδήρου και σε γαίες της Κεντρικής Ιταλίας.

Το 1803 αποσύρεται από τον τραπεζικό οίκο που είχε συστήσει με τον αδελφό του στη Γένοβα και εγκαθίσταται στη Φλωρεντία, για να αναλάβει δημόσια καθήκοντα, παράλληλα με τις εμποροπιστωτικές του δραστηριότητες. Απέκτησε έτσι μεγάλη περιουσία επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις του στη Γενεύη και τις ιταλικές εμπορικές πόλεις Φλωρεντία και Λιβόρνο.

Αναδιοργανώνει, κατέχοντας υψηλά δημόσια αξιώματα, τα οικονομικά αρκετών ιταλικών κρατιδίων, όπως του δουκάτου της Ετρουρίας, των πριγκιπάτων της Λούκας και του Πιομπίνου, του κράτους της Τοσκάνης κ.ά. Το φθινόπωρο του 1804 συμμετέχει ως μέλος της τοσκανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας στις εκδηλώσεις για τη στέψη του Ναπολέοντα στο Παρίσι, ενώ μερικούς μήνες αργότερα, στο Μιλάνο, θα υποστηρίξει με σταθερότητα τα συμφέροντα του δουκάτου (μείωση της φορολογίας) ενώπιον του αυτοκράτορα και βασιλέα της Ιταλίας Ναπολέοντα.

Το 1807 αναλαμβάνει κεντρικός εισπράκτορας των φόρων στα πριγκιπάτα Λούκας και Πιομπίνου που κυβερνούν ο Felix Bacciochi και η γυναίκα του Ελίζα Βοναπάρτη, αδελφή του Ναπολέοντα. Το 1808 γίνεται Ελβετός πολίτης και δημότης της Rolle. Ξαναέρχεται στο Παρίσι τον επόμενο χρόνο ως μέλος της τοσκανικής αντιπροσωπείας που θα ευχαριστούσε τον Ναπολέοντα για το διορισμό της αδελφής του Ελίζας στο θρόνο της Τοσκάνης. Παράλληλα με τα πολιτικά του καθήκοντα, στο Παρίσι αξιοποίησε το χρόνο του μελετώντας χημεία με τον βαρόνο Thénard.

Το 1814 – 15 η Γενεύη γίνεται δεκτή στην Ελβετική Ομοσπονδία. Ο Εϋνάρδος οργανώνει και εφοδιάζει με έξοδα του ιππικό σώμα εθνοφυλακής, της οποίας ορίζεται αντισυνταγματάρχης, για την προστασία της ανεξαρτησίας της περιοχής από τις βλέψεις των Γάλλων. Είναι μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της Γενεύης και γραμματέας της αντιπροσωπείας στις «Συνθήκες του Παρισιού» και στο Συνέδριο της Βιέννης μαζί με το θείο του – από τη γυναίκα του Άννα- Pictet de Rochemont (1755-1824) και τον Francois d’lvernois.

Στις διεθνείς αυτές συναντήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν την αναγνώριση της προσάρτησης της Γενεύης στην Ελβετική Ομοσπονδία, καθώς και την ουδετερότητα της Ελβετίας.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ειδικός απεσταλμένος του αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α’, θα υποστηρίξει με συνέπεια, στο πλαίσιο της ρωσικής πολιτικής, τα αιτήματά τους και θα γίνει φίλος τους. Στο Συνέδριο της Βιέννης ο Εϋνάρδος συνοδεύεται από τη γυναίκα του. Το ζεύγος γνωρίζεται με τους περισσότερους ισχυρούς ηγεμόνες, τους μεγάλους πολιτικούς και διπλωμάτες της εποχής. Η συνάντησή τους με τον Ιωάννη Καποδίστρια θα καταλήξει σε θερμή, ειλικρινή και μακροχρόνια φιλία. Η φιλία των δύο ανδρών είναι η πρώτη ουσιαστική επαφή του Εϋνάρδου με τα ελληνικά πράγματα. Από τον κορυφαίο κορφιάτη πολιτικό ο γαλλοελβετός τραπεζίτης αρχίζει να πληροφορείται για τα δεινά των υπόδουλων Ελλήνων. Στο Συνέδριο της Βιέννης οι τέσσερις «Μεγάλες Δυνάμεις» καταλήγουν στην «Ευρωπαϊκή Συμφωνία», τη γνωστή ως Ιερά Συμμαχία, εναντίον όλων των επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων της εποχής. Έτσι διαμορφώνεται ένα αρνητικό κλίμα, κυρίως από τη μεριά της Αυστρίας, με εμπνευστή τον καγκελάριο Metternich, και για την ελληνική υπόθεση.

Πορτραίτο της γυναίκας του Εϋνάρδου, Άννας (Anne Charlotte Adelaide), έργο του Γάλλου ζωγράφου Οράτιου Βερνέ (Horace Vernet), φιλοτεχνήθηκε στη Ρώμη το 1831.

Κατά το διάστημα 1817-1821 ο Εϋνάρδος κτίζει στη Γενεύη, στην Promenades des Bastions, το τεράστιο, πολυτελές οικογενειακό του μέγαρο, με σχέδια του ιταλού αρχιτέκτονα G. Salucci και την αποφασιστική συμβολή του ίδιου και της γυναίκας του. Φλωρεντινού-νεοκλασικού ρυθμού, το ωραιότερο κτίσμα της εποχής εκείνης στην πόλη, είναι σήμερα το ανακαινισμένο Δημαρχικό Μέγαρο. Το σπίτι αυτό θα αναδειχθεί σε «στρατηγείο» του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού μερικά χρόνια αργότερα. Την ίδια περίοδο αναπτύσσει πλούσια κοινωνική και πνευματική δράση, είναι πρωτεργάτης ή ενεργό μέλος σε διάφορους φιλολογικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους της Γενεύης, όπως στις Société de Lecture, Société des Arts, Société d’ Histoire et d’ Archéologie, την Utilité Publique, ενισχύει φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες, φροντίζει για τον καλλωπισμό της πόλης κ.ά. Μερικά χρόνια αργότερα θα αποκτήσει πολυτελείς κατοικίες στη Φλωρεντία, τη Ρώμη και το Παρίσι. Συνεχίζοντας την πολιτική του δραστηριότητα, το 1816 έχει αναλάβει να αποκαταστήσει τα δημόσια οικονομικά του Κράτους της Τοσκάνης. Το φθινόπωρο του 1818 αντιπροσωπεύει τον μεγάλο δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδο στο Συνέδριο της Aix-la-Chapelle. Στην αυλή του θα παραμείνει ως σύμβουλος μέχρι το 1821, τιμηθείς το 1818 με τον τίτλο του ευγενή της Φλωρεντίας και του ιππότη του Αγίου Ιωσήφ.

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Ελλάδα, ο Εϋνάρδος είναι από τους πρώτους Ευρωπαίους που αναμειγνύεται όλο και πιο ζωηρά στο κίνημα συμπαράστασης των αγωνιζόμενων Ελλήνων.

 Τον Αύγουστο του 1821 ιδρύει, μαζί με τους Favre-Bertrand, Et.-L. Dumont, J.C.L. de Sismondi, Bellot κ.ά., την πρώτη φιλελληνική επιτροπή της Γενεύης, η οποία γρήγορα αναγνωρίστηκε από τις επιτροπές των άλλων ελβετικών πόλεων ως συντονιστική αρχή. Γίνεται ο οργανωτής, η ψυχή και ο στυλοβάτης όλων των φιλελληνικών κομιτάτων της Ευρώπης (Γενεύης, Παρισιού, Βέρνης, Ζυρίχης, Λωζάννης, Βερολίνου, Μονάχου, Δρέσδης κ.ά), που βοήθησαν με εράνους, δημόσιες συνεισφορές και διαφώτιση της κοινής γνώμης την υπόθεση του Αγώνα.

Στην αρχή της Επανάστασης, οι φαναριώτες πρίγκιπες Ιωάννης Καρατζάς, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Μιχαήλ Σούτσος φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του και έγιναν φίλοι του, ενώ από το φθινόπωρο του 1822 υποκινείται σταθερά από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, μετά την παραίτηση του από τα καθήκοντα στην Αυλή του τσάρου, μένει μόνιμα στη Γενεύη και εργάζεται υπέρ του Ελληνικού Αγώνα.

Τα επόμενα χρόνια ο Εϋνάρδος θα γίνει ο γενναίος χρηματοδότης του Αγώνα. Θα διευκολύνει και θα χρηματοδοτήσει την αποστολή ξένων εθελοντών, τροφίμων, πολεμοφοδίων και χρηματικών ποσών στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ως επιφανής οικονομικός και πολιτικός παράγοντας έχει τη δυνατότητα να προβάλει το Ελληνικό ζήτημα στις ξένες ευρωπαϊκές αυλές και κυβερνήσεις, σε διπλωμάτες και κοινωνικές προσωπικότητες, σε διεθνείς συσκέψεις και συνέδρια. Η τεράστια αλληλογραφία του, τα ταξίδια του και οι επαφές του έχουν αποκλειστικό στόχο την αποκατάσταση της Ελλάδας, την οποία ποτέ στη ζωή του δεν επισκέφτηκε. Αξιόλογη είναι επίσης η αλληλογραφία του με τους έλληνες οπλαρχηγούς και πολιτικούς, πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Δικαίως απέκτησε τον τίτλο του «Πρύτανη των Φιλελλήνων» και του «Φίλου των Ελλήνων».

 

Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος, λιθογραφία.

 

 Την περίοδο 1825-1827, μετά την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο και την πολιορκία του Μεσολογγίου, όταν ο Αγώνας μπαίνει σε κρίσιμη φάση, ο Εϋνάρδος εργάζεται στο Παρίσι επί τέσσερις μήνες για τη συγκρότηση της Φιλελληνικής Επιτροπής και την αποστολή της οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα. Προσπαθεί να εξασφαλίσει δάνειο με ευνοϊκούς όρους, αλλά επειδή η διαχείριση θα γινόταν μέσω της Φιλελληνικής Επιτροπής του Παρισιού, οι έλληνες αντιπρόσωποι προτίμησαν να συνάψουν το γνωστό δάνειο του Λονδίνου.

Τον Σεπτέμβριο του 1825, με ενέργειες του Εϋνάρδου συγκεντρώνονται από την Επιτροπή της Γενεύης 55.000-60.000 φρ. για τους Έλληνες. Με άλλα 40.000 φρ. για τρόφιμα και πολεμικό υλικό εφοδιάζει ο ίδιος τους δύο απεσταλμένους Fr. Marcet και W. Romilly, των Επιτροπών του Παρισιού και της Γενεύης αντίστοιχα, που στέλνονται στην Ελλάδα το επόμενο έτος. Όταν πληροφορείται την πολιορκία του Μεσολογγίου, έχοντας ζήσει ο ίδιος την ίδια ζοφερή κατάσταση δύο φορές στη ζωή του, συγκινείται. Στέλνει αμέσως ως δική του εισφορά 12.000-15.000 φρ. για σιτάρι, εξασφαλίζοντας άλλες 60.000 φρ. από τους γάλλους φιλέλληνες τα οποία στέλνονται, μέσω Ζακύνθου, στα πεδία των μαχών και το Μεσολόγγι. Απευθύνει μήνυμα «στους ένδοξους στρατιωτικούς αρχηγούς των γενναίων του Μεσολογγίου και στην ανδρεία φρουρά του». Έρχεται με τη γυναίκα του στην Αγκώνα να επιβλέψει προσωπικά τη φόρτωση των πλοίων με εφόδια για τη μαρτυρική πόλη, η οποία στο μεταξύ είχε πέσει στις ορδές του Ιμπραήμ.

Η θυσία του Μεσολογγίου τον πείθει ότι χρειάζεται αποτελεσματικότερος συντονισμός της προσπάθειας για βοήθεια. Στέλνει 51.000 φρ. για εξαγορά των σκλαβωμένων γυναικόπαιδων, διορίζει αντιπροσώπους του τον Γ. Παπαμανόλη στα Κύθηρα και τον Τ. Τ. Petrini στο Ναύπλιο, στέλνει στην Ελλάδα για την καλύτερη διαχείριση της βοήθειας τον συμπατριώτη του γιατρό φιλέλληνα Louis-André Gosse. Μεσολαβεί για τη μετάκληση του ναυάρχου Cohrane. Συμμετέχει με 150.000 φρ. στα έξοδα ναυπήγησης και εξοπλισμού ενός πολεμικού πλοίου.

Από την πτώση του Μεσολογγίου μέχρι τις πρώτες μέρες του 1827, είχαν σταλεί στην Ελλάδα, με φροντίδα του Εϋνάρδου, από τα ελβετικά, γερμανικά και γαλλικά φιλελληνικά κομιτάτα τρόφιμα συνολικού βάρους 7,4 εκατομμυρίων λιβρών, ενώ μέσα στο 1827 απέστειλε από εράνους πάνω από 800.000 φρ. Σε απολογισμό που παρουσίασε ο Εϋνάρδος στα τέλη του 1827, ανέφερε ότι μόνο από τον εβδομαδιαίο έρανο του 1826 είχαν αποσταλεί συνολικές εισφορές στους Έλληνες πάνω από 2,5 εκατομμύρια φράγκα. Χωρίς επίσημη διπλωματική ιδιότητα, αλλά με το μεγάλο διεθνές κύρος του χειρίστηκε με επιτυχία τα μεγάλα ελληνικά διπλωματικά προβλήματα της περιόδου 1827-1832, επηρεάζοντας σημαντικά τις αποφάσεις του Λονδίνου Ιούλιο του 1827 και του Παρισιού στα 1829-30. Τον Μάιο του 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα του απονέμει τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια «πολιτογραφούσα αυτόν αληθή Έλληνα και πολίτην της Ελλάδος».

Το διάστημα 1827-1831 όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται Κυβερνήτης της Ελλάδας, βρίσκει στο πρόσωπο του Εϋνάρδου τον σοφό σύμβουλο και τον σταθερό συμπαραστάτη σε οποιαδήποτε οικονομική δυσκολία της νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας: οικονομική στήριξη, κεφάλαια για τη γεωργική ανάπτυξη και την ίδρυση της γεωπονικής σχολής Τίρυνθας, αποστολή σπόρων, πατάτας, εργαλείων, φαρμάκων, συμβολή του στην ανοικοδόμηση χωριών, στην οργάνωση της παιδείας και του στρατού, δημιουργία της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας (στέλνει συνολικά 100.000 φρ. για την Τράπεζα), χορήγηση κρατικών δανείων που είχαν αρνηθεί στην Ελλάδα οι Δυνάμεις.

Κυρίως το δάνειο των 1.500.000 φρ. του 1829, για να πληρωθεί ο στρατός και να παταχθεί η ληστεία. Το 1828, όταν αναγκάζεται να πάει στα Πυρηναία για περίθαλψη της γυναίκας του, αφήνει στο Παρίσι αντικαταστάτη του τον Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος θα διοριστεί, μετά από εισήγηση του, έλληνας πρεσβευτής. Το 1830, αν και προσκείμενος στη γαλλική πολιτική, υποστήριξε την υποψηφιότητα για το θρόνο της Ελλάδας του πρίγκιπα του Saxe-Cobourg Λεοπόλδου. Την ίδια χρονιά, η πόλη της Θήβας έδωσε το όνομα του Ι.-Γ Εϋνάρδου στη μεγαλύτερη πλατεία της, ενώ το 1837 το δημοτικό συμβούλιο της πόλης αποφάσισε την ανέγερση μνημείου στην πλατεία, «εις τιμήν του ευκλεούς τούτου ανδρός και ευεργέτου της πατρίδος».

Η δολοφονία του Κυβερνήτη, προκάλεσε συντριβή στον πολυαγαπημένο του Ελβετό φίλο, ο οποίος μάλιστα του είχε ετοιμάσει στο Beaulieu μικρό περίπτερο, για να περάσει ήσυχα τα τελευταία του χρόνια. Για να τιμήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια, να υπερασπίσει τη μνήμη του από δυσμενή σχόλια Ελλήνων και ξένων αλλά και την υπόληψη της Ελλάδας, δημοσίευσε στο Παρίσι μια συλλογή δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων σχετικά με τα θλιβερά γεγονότα του 1831 με τίτλο Lettres et documents officiels relatifs aux derniers événements de la Grèce; qui ont précédé et suivi la mort du comte Capodistrias, jusqu’ au 31 octobre 1831.

Κατά τα έτη 1831-1836 ο Εϋνάρδος φροντίζει να σταλεί στην Ελλάδα ο έμπειρος γάλλος οικονομολόγος Arthémond de Regny, επιστήθιος φίλος του, ο οποίος θα οργανώσει τα δημόσια οικονομικά της χώρας. «Γενικός Επόπτης των οικονομικών του βασιλείου», το 1834 ιδρύει και γίνεται ο πρώτος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το 1838 αναλαμβάνει γενικός επιμελητής της οικονομικής διαχείρισης. Η γνωριμία του Regny, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με το σύμβουλο Γ. Σταύρο και η φιλία των δύο ανδρών επηρέασαν αποφασιστικά την κατοπινή ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Ο Εϋνάρδος υπήρξε επίσης ανιδιοτελής, «ειλικρινής σύμβουλος» του βασιλιά Όθωνα, παρ’ όλο που δεν εισακουγόταν πάντα. Το 1837 του απονέμεται, με το Βασιλικό Διάταγμα της 17.7.1837, ο Μεγαλόσταυρος του Β. Τάγματος του Σωτήρος.

Την περίοδο 1837-1840 ο Εϋνάρδος συμμετέχει στις ανεπιτυχείς προσπάθειες ίδρυσης τράπεζας στο νεοελληνικό κράτος, είτε μόνος του είτε με τον αγγλικό οίκο Wright και αργότερα με ολλανδούς κεφαλαιούχους. Από το 1838 παραχωρεί κεφάλαια 300.000 φρ. στους Ρενύ και Σταύρο για να προεξοφλούν εμπορικά γραμμάτια στην αθηναϊκή αγορά με τόκο 8% (η γνωστή ως Προεξοφλητική Τράπεζα Εϋνάρδου), ώστε να παταχθεί η τοκογλυφία. Η πρόχειρη τράπεζα του Εϋνάρδου λειτούργησε ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι αξιώσεις των τοκογλύφων.

Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος, ελαιογραφία του ζωγράφου Firmin Massot.

Το 1841 κηρύσσει «νέο συναγερμό των Φιλελλήνων», κάνει προσπάθειες να βοηθηθεί η Κρητική Επανάσταση του 1841, να απελευθερωθεί η Μεγαλόνησος και να ενωθεί με την Ελλάδα. Δεν πρόλαβε να στείλει όμως τη βοήθεια, γιατί η επανάσταση γρήγορα κατεστάλη. Επίσης επεμβαίνει για την απελευθέρωση των χριστιανών αιχμαλώτων στην Αλγερία των γαλλο-αλγερινών συγκρούσεων του 1839-1841. Ο Εϋνάρδος συμβάλλει αποφασιστικά στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος τον Μάρτιο του 1841 και υποστηρίζει τον Γ. Σταύρο για τη θέση του διευθυντή της Τράπεζας. Οι Ι.-Γ. Εϋνάρδος και Νικόλαος Ζωσιμάς ανακηρύσσονται «επίτιμοι διοικηταί» της Ε.Τ.Ε. από την προκαταρκτική συνέλευση των μετόχων της 13 Νοεμβρίου 1841.

Το 1842 η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τον εκλέγει επίτιμο πρόεδρό της. Το 1843, έτος οικονομικής κρίσης στη Ελλάδα, ο Εϋνάρδος προσπαθεί να πείσει τις ξένες δυνάμεις να δανείσουν πάλι τη χώρα, ενώ όταν η ελληνική κυβέρνηση καταργεί τις πρεσβείες προσφέρεται πάλι να αναλάβει τη διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδας στο εξωτερικό. Αυτή την εποχή μεσολαβεί για το διακανονισμό απαιτήσεων διαφόρων κεφαλαιούχων συμπατριωτών του έναντι του ρωσικού δημοσίου και ο τσά­ρος Νικόλαος Α’ του απονέμει το σταυρό του Τάγματος της Αγίας Άννας.

Το 1847 διευκόλυνε την ελληνική κυβέρνηση χορηγώντας της δάνειο 500.000 φρά­γκων, ώστε να ανταποκριθεί στην πληρωμή της εξαμηνιαίας δόσης του εθνικού δανείου του 1832 των 60.000.000 φράγκων. Από το 1848 και έπειτα απομονώνεται από την κοινωνική ζωή, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στη θρησκεία και τη μελέτη των χριστιανικών κειμένων. Επιπλέον τον ταλαιπωρούν τα προβλήματα της υγείας του.

Μετά τη λήξη του Κριμαϊκού πολέμου (1856) στο Συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι ο Όθωνας απευθύνει έκκληση στον Εϋνάρδο να μεσολαβήσει με το κύρος του για ευνοϊκές λύσεις υπέρ της Ελλάδας.

Το 1862 τον επισκέπτεται ο βασιλιάς Όθων στο Beaulieu, για να του μεταφέρει αυτοπροσώπως την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού και να του παραδώσει ιδιοχείρως το ανώτατο ελληνικό παράσημο, το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, το οποίο του είχε απονεμηθεί το 1837. Το 1863 στο δημοψήφισμα για την εκλογή του νέου βασιλιά της Ελλάδας μετά την έξωση του Όθωνα, ο Εϋνάρδος λαμβάνει αρκετές ψήφους ελλήνων πολιτών, που σε ένδειξη μεγάλης ευγνωμοσύνης τον προτείνουν τιμητικά για αρχηγό του ελληνικού κράτους. Ο μεγάλος Ελβετός φιλέλληνας πεθαίνει στη Γενεύη, σε ηλικία 87 ετών, στις 5 Φεβρουαρίου.

  

Ο οραματιστής και κύριος συντελεστής της ίδρυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος

 

Ο έμπειρος επιχειρηματίας Εϋνάρδος, ο οποίος χρημάτισε για δεκαετίες οικονομικός σύμβουλος πολλών κυβερνήσεων της εποχής, είχε την εδραιωμένη άποψη ότι για την ομαλή λειτουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός οργανωμένου τραπεζικού συστήματος. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1827 έγραφε στο φίλο του, I. Καποδίστρια, ο οποίος ερχόταν στην Ελλάδα ως εκλεγμένος Κυβερνήτης της, για την ανάγκη ενίσχυσης των αγροτικών πληθυσμών της χώρας με δάνεια και την ιδέα του για την ίδρυση ενός πιστωτικού οργανισμού διαρκείας[1].

Στα 1828 συνέπραξε μαζί με τον Καποδίστρια, προσφέροντας όνομα, κεφάλαια 100.000 φράγκων και σχέδια για την ίδρυση της πρώτης ελληνικής τράπεζας, της Εθνικής Χρηματιστικής. Πρόβλεψε ότι το μέλλον της νεοσυσταθείσας τράπεζας θα κριθεί αποκλειστικά από τη στάση των πλούσιων Ελλήνων, μιας και η διεθνής οικονομική συγκυρία στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων ήταν τότε αρνητική[2]. Η μικρή ανταπόκριση των ελλήνων κεφαλαιούχων, η γενικευμένη ένδεια, η απορρόφηση των κεφαλαίων της τράπεζας αυτής από τις μεγάλες δανειακές ανάγκες του νεοσύστατου κράτους και η δολοφονία του Κυβερνήτη οδήγησαν την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα σύντομα στο «μαρασμό».

 

Το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας κατά τον 19ο αιώνα.

 

Ο Εϋνάρδος όμως δεν εγκατέλειψε το όραμά του. Την εποχή της Αντιβασιλείας αναμείχτηκε πάλι δραστήρια σε μερικές από τις προσπάθειες ίδρυσης ενός σταθερότερου πιστωτικού ιδρύματος [3]. Τέλη 1837 – αρχές 1838 υπέβαλε σχέδιο για την ίδρυση μιας προεξοφλητικής τράπεζας με κεφάλαια 2 – 4 εκατομμύρια δρχ. που θα ανήκε κατά 50% στο ελληνικό δημόσιο, θα συμμετείχε ο ίδιος με το 25%, ενώ το υπόλοιπο θα μοιράζονταν άλλοι κεφαλαιούχοι. Η τράπεζα θα είχε δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων, θα προεξοφλούσε εμπορικά γραμμάτια και θα έδινε δάνεια με ενέχυρο ή υποθήκη με επιτόκιο 8%.

Οι αντιδράσεις τόσο από μέρους των ελλήνων ανταγωνιστών μεγαλεμπόρων – τοκιστών, όσο και από την αγγλική πλευρά που τον θεωρούσε εκπρόσωπο των γαλλικών ή των ρωσικών, λόγω της φιλίας του με τον I. Καποδίστρια, συμφερόντων, τον ανάγκασαν σε ένα διπλωματικό ελιγμό, εφόσον οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, επηρέαζαν αποφασιστικά οποιοδήποτε εγχείρημα στην οικονομική πολιτική της χώρας. Έτσι το 1839 έκανε κοινή πρόταση με τον άγγλο τραπεζίτη Wright για μια υποθηκική και προεξοφλητική τράπεζα με εκδοτικό προνόμιο και μεγαλύτερα κεφάλαια. Η διαφωνία όμως ως προς τη διοίκησή της – ο Εϋνάρδος ήθελε επικεφαλής τον Σταύρο ή τον Ρενύ- και η πτώχευση, τον επόμενο χρόνο, του οίκου Wright ματαίωσαν κι αυτό το σχέδιο. Άλλη μια προσπάθεια ολλανδών κεφαλαιούχων που υποστήριξε ο Ελβετός τραπεζίτης δεν ευοδώθηκε επίσης. Εντωμεταξύ, έχει γνωριστεί, μέσω του στενού του φίλου Arthémond de Regny[4], με τον ηπειρώτη έμπορο Γεώργιο Σταύρο.

Γεώργιος Σταύρος, πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Ο Σταύρος είχε ήδη χρηματίσει γενικός ταμίας του Εκτελεστικού στην Επανάσταση, οικονομικό στέλεχος του I. Καποδίστρια, διευθυντής της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας και ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1835. Στο πρόσωπο του Σταύρου ο Εϋνάρδος ανακαλύπτει έναν πολύτιμο συνεργάτη με μεγάλη πείρα στον εμπορικό τομέα και βαθύ γνώστη της ελληνικής κοινωνίας.

Μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίοι μάλιστα δεν συναντήθηκαν ποτέ από κοντά, αναπτύχθηκε μια δια βίου ειλικρινής, αμοιβαία φιλία και εμπιστοσύνη που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό μέλλον της χώρας μας.

Στα 1838 ο Εϋνάρδος, προπαρασκευάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη οργανωμένης πίστης στην Ελλάδα, παραχώρησε όσα κεφάλαια είχε εισαγάγει στη χώρα, 300.000 φράγκα, στους Ρενύ και Σταύρο με σκοπό αρχικά την «έκδοσιν και υποστήριξιν ταμιακών γραμματίων του δημοσί­ου», αργότερα τη βραχυπρόθεσμη προεξόφληση εμπορικών γραμματίων με τόκο 8%.

Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο οργανωμένο προεξοφλητικό γραφείο στην Αθήνα, η γνωστή ως «Τράπεζα Εϋνάρδου»[5]. Εξαιτίας της δημόσιας θέσης που κατείχε ο Ρενύ, ως γενικός επιμελητής της οικονομικής διαχείρισης στην Ελλάδα, σχεδόν όλη η παραπάνω δραστηριότητα έπεσε στις πλάτες του Σταύρου, κυρίως μετά τον Απρίλιο του 1840, όταν ο Ρενύ αναχώρησε με άδεια στο Παρίσι. Η δράση της μικρής προεξοφλητικής τράπεζας είχε θετικότατα αποτελέσματα στο εμπόριο και προετοίμασε το κλίμα για την αποδοχή ενός πιστωτικού ιδρύματος που θα περιόριζε τη δράση των παραδοσιακών εμπορικών-τοκογλυφικών δικτύων.

Αποτέλεσε επίσης θετικό προηγούμενο για την τελική αποδοχή από το βασιλιά Όθωνα των σχεδίων Σταύρου και Εϋνάρδου για την ίδρυση μιας καθαρά ελληνικής τράπεζας. Οι συνδυασμένες προσπάθειες Εϋνάρδου, Σταύρου και Ρενύ συνέβαλαν ώστε να διαλυθούν οι φόβοι και οι προκαταλήψεις, να παραμεριστούν τα εμπόδια, οι δισταγμοί και η αναβλητικότητα του Όθωνα στην ίδρυση της τράπεζας. Τελικά στις 30 Μαρτίου 1841 δημοσιεύεται ο νόμος περί Εθνικής Τραπέζης. Ο Εϋνάρδος εγγράφεται ανάμεσα στους πρώτους για 300 μετοχές[6], πείθοντας παράλληλα τους τραπεζίτες Rothschild να γραφούν για 50 μετοχές, ενώ άλλες 50 στο όνομα τους αγοράζει ο ίδιος, ώστε να δημιουργηθεί ευμενής εντύπωση στο επενδυτικό κοινό.

Επιδιώκοντας την ελληνική κυρίως συμμετοχή στα κεφάλαια της Ε.Τ.Ε., διευκολύνει την ελληνική κυβέρνηση να πληρώσει την προκαταβολή για τις 1.000 μετοχές της. Παραχωρεί στον Γ. Σταύρο 10 μετοχές από τις δικές του[7] και δανείζει χρήματα σε έλληνες ιδιώτες για να μπορέσουν να γίνουν μέτοχοι. «Άνευ του ενθουσιασμού και του ζήλου του Εϋνάρδου ήτο αδύνατον εις τα 1842 να ιδρύετο Εθνική Τράπεζα» γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Ζωγράφος[8].

Ενώ πολύ εύστοχα ο καθηγητής, και σημερινός ακαδημαϊκός, Μιχαήλ Σακελλαρίου σε ομιλία του για τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Ελβετού φιλέλληνα επισήμαινε ότι ο Εϋνάρδος «συμβάλλοντας στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας και προπάντων βοηθώντας το ελληνικό δημόσιο να γίνει κύριος μέτοχός της, όχι μόνον απέτρεψε τον κίνδυνο να υποταγεί η ελληνική οικονομία σε ξένους τραπεζίτες, αλλά και έδωσε στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να ελέγχει άμεσα έναν οργανισμό που πήρε κατ’ αποκλειστικότητα το δικαί­ωμα εκδόσεως χαρτονομίσματος μέσα στην Ελλάδα και έγινε ο ρυθμιστής της ιδιωτικής οικονομίας»[9].

Μόλις η Εθνική Τράπεζα άρχισε να λειτουργεί, ο Εϋνάρδος σταμάτησε τη δική του τραπεζική δραστηριότητα στην Αθήνα και έδωσε εντολή τα κεφάλαιά του να μεταφερθούν στο νέο ίδρυμα. Λίγους μήνες αργότερα, Απρίλιο-Ιούνιο 1842, θα φροντίσει πρόθυμα να υλοποιήσει την απόφαση του συμβουλίου της Τράπεζας για την κατασκευή, στο Παρίσι, των πρώτων τραπεζογραμματίων της Ε.Τ.Ε. των 25 και 50 δραχμών, δίνοντας χρήσιμες οδηγίες για την προστασία τους από παραχαράξεις. Στα σοβαρά θέματα που αντιμετώπισε η Τράπεζα στα πρώτα της βήματα, όπως η διείσδυση της στην ελληνική αγορά, η αποδοχή του τραπεζογραμματίου της, η οργανωτική συνοχή και οι σχέσεις της με τους ανταγωνιστές μεγαλέμπορους που έλεγχαν τα παραδοσιακά πιστωτικά δίκτυα, οι συμβουλές του Εϋνάρδου υπήρξαν αποφασιστικές.

 

Ο Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος σε ώριμη ηλικία.

 

Έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα των τραπεζογραμματίων, ως βασικό εργαλείο εκσυγχρονισμού και άσκησης πιστωτικής πολιτικής. «Η επιστολή σας – έγραφε από το Παρίσι προς τον Σταύρο στις 7 Μαρτίου 1842- με πληροφορεί πως η Τράπεζα άρχισε τις εργασίες της και πως τα τραπεζογραμμάτια γίνονται ευμενώς δεκτά. Για να συνηθίσουν οι κάτοικοι στη χρήση τους, μην ξεχνάτε πως σε κάθε προεξόφληση η πληρωμή πρέπει να γίνεται σε τραπεζογραμμάτια και πως η ανταλλαγή των τελευταίων με μεταλλικά νομίσματα πρέπει να γίνεται λίγες ώρες αργότερα. Θα δείτε ότι σιγά σιγά οι μεγαλέμποροι θα βαριούνται να έρχονται να κάνουν αυτές τις ανταλλαγές και ότι οι περισσότεροι θα προτιμούν τα τραπεζογραμμάτια από τα μεταλλικά νομίσματα, γιατί είναι ευκολότερο να τα κρύψουν»[10].

Ειδικά στο πρόβλημα που προέκυψε, τον Μάιο-Ιούνιο 1842, από την άρνηση των ταμείων του κράτους να αποδέχονται πλήρως τα τραπεζογραμμάτια της Ε.Τ.Ε. ως μέσο πληρωμής, οι παρεμβάσεις του στους υπουργούς Εσωτερικών Δ. Χρηστίδη και Οικονομικών Γ. Τισσαμενό, αλλά και στον ίδιο τον Όθωνα ήταν καθοριστικές. Βοήθησαν να οροθετηθούν οι σχέσεις κράτους-Εθνικής Τράπεζας και να εκδοθεί το β.δ. της 13/25.8.1842 «Περί παρα­δοχής τραπεζικών γραμματίων εις τα δημόσια ταμεία». Παράλληλα συστήνει στον Γ. Σταύρο να χειριστεί προσεκτικά το θέμα με τους κυβερνητικούς παράγοντες, επισημαίνοντας ότι: «Εφόσον η δημόσια πίστη είναι το πιο ευαίσθητο πράγμα, δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται μέτρα χωρίς να συμβουλεύονται ή να συνεννοούνται με την Τράπεζα, αφού εκτός των άλλων το ίδρυμα τούτο είναι προωρισμένο να προσφέρει υπηρεσίες στην Κυβέρνηση, η οποία είναι επιπλέον ο μεγαλύτερός του μέτοχος»[11].

Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι έλειπαν από την Ελλάδα οικονομικά στελέχη με στέρεες γνώσεις της τραπεζικής τεχνικής, φρόντισε, μέσω του παλαιού γνωστού του γάλλου υπουργού των Εξωτερικών Guizot, να σταλεί στην Ελλάδα, ένας έμπειρος στα τραπεζικά ζητήματα ανώτερος υπάλληλος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, ο Louis Lemaìtre[12]. Τον Φεβρουάριο του 1842, ο «Λεμαίτρης» διορίστηκε βασιλικός επίτροπος στην Ε.Τ.Ε.

Συνεργαζόμενος αρμονικά με τον Σταύρο, οργάνωσε υποδειγματικά το λογιστικό σύστημα της Τράπεζας με βάση τα σύγχρονα γαλλικά πρότυπα, συνέταξε το νέο καταστατικό με τις διευρυμένες εργασίες της Ε.Τ.Ε. το 1843 και εκπαίδευσε τα πρώτα στελέχη της Τράπεζας Γ. Βασιλείου, Ευθ. Κεχαγιά, Στ. Παππά κ.ά. Για την έγκριση του νέου καταστατικού, το οποίο καθόρισε το χαρακτήρα και το μέλλον του ιδρύματος, ο Εϋνάρδος είχε κάνει ολόκληρο αγώνα για να πείσει τον αναποφάσιστο Όθωνα. Στη σκληρή σύγκρουση Ε.Τ.Ε. και ελλήνων μεγαλεμπόρων – τοκιστών για τον έλεγχο της πίστης, ο Εϋνάρδος συμπαραστάθηκε στον Γ. Σταύρο, ο οποίος κατασυκοφαντήθηκε και πιέστηκε σε τέτοιο βαθμό που να σκέπτεται την παραίτηση.

Ο ευφυής Ελβετός του πρότεινε τότε στρατηγικό ελιγμό: περιορισμό των ενυπόθηκων δανείων και διεύρυνση του προεξοφλητικού δανεισμού των εμπόρων, «ακόμη και των τοκογλύφων», ώστε με το συμβιβασμό αυτόν οι μεγαλέμποροι να παύσουν την υπονόμευση και να συμμετάσχουν με κεφάλαια στην Τράπεζα. Με τις συμβουλές του Εϋνάρδου επιτεύχθηκε τελικά ο στόχος της Εθνικής να αυξήσει την κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων της και να εδραιώσει το ρόλο της στην ελληνική οικονομία[13]. Όταν έληξε η πρώτη διετής θητεία του Γ. Σταύρου στη διοίκηση της τράπεζας, ο Εϋνάρδος, με επιστολή του στη γενική συνέλευση των μετόχων της Ε.Τ.Ε. (1845), πρότεινε την επανεκλογή και την αύξηση της θητείας του διευθυντή σε επτά χρόνια.

Οι προτάσεις του έγιναν ομόφωνα δεκτές από τους μετόχους, όπως και τέσσερα χρόνια αργότερα όταν με υποδείξεις του ανακηρύχθηκε ο Γεώργιος Σταύρος ισόβιος διοικητής της Ε.Τ.Ε. Το 1845-6 ο Ι.-Γ. Εϋνάρδος, σε συνεργασία με τον έλληνα πρόξενο στο Παρίσι Adolphe d’ Eichthal και τον L. Lemaître, φρόντισε για την έκδοση των νέων τραπεζογραμματίων της Εθνικής, τα οποία κατασκευάστηκαν στη Γαλλία. Το 1847 η Ελλάδα θα βρεθεί στον ανεμοστρόβιλο του αγγλογαλλικού ανταγωνισμού και των πολιτικών εντάσεων. Η Αγγλία απαίτησε πιεστικά από την κυβέρνηση Κωλέττη να πληρώσει τη δόση του εθνικού δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων του 1832.

Μεταθανάτιο πορτραίτο του Εϋνάρδου. Φιλοτεχνήθηκε από τον ανεψιό του, Κάρολο Εϋνάρδο.

Χάρη στον Εϋνάρδο που προσφέρθηκε να χορηγήσει δάνειο 500.000 φράγκων, ασφαλισμένο με 558 από τις χίλιες μετοχές της Ε.Τ.Ε. που κατείχε το κράτος, διευκολύνθηκε η ελληνική κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις διεθνείς υποχρεώσεις της. Στη μεγάλη οικονομική και νομισματική κρίση του 1848, όταν απειλήθηκε κι αυτή η ίδια η υπόσταση της Τράπεζας, ο Εϋνάρδος καθοδήγησε προσεκτικά τους Γ. Σταύρο και Ευθ. Κεχαγιά σε κάθε τους βήμα, ώστε, σε συνεργασία με το κράτος, να διασφαλιστεί το μεταλλικό αποταμίευμα της Ε.Τ.Ε. από τους κερδοσκόπους, να αντέξει το τραπεζογραμ­μάτιο της στις πιέσεις του τοκογλυφικού κεφαλαίου και να εδραιωθεί ο χαρακτήρας του ιδρύματος ως μοντέρνου αστικού θεσμού με ευρύτερο κοινωνικό ρόλο και μακροπρόθε­σμους στόχους[14].

Η αναγκαστική κυκλοφορία που επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση, από τις 4 Απριλίου έως τις 16 Δεκεμβρίου 1848, συνέβαλε θετικά στη λύση του προβλήματος. Ο Εϋνάρδος είχε πυκνή αλληλογραφία, επί 20 και πλέον χρόνια, με τον Γεώργιο Σταύρο, δίνοντας του πολύτιμες και λεπτομερείς συμβουλές πάνω σε πολλά θέματα τραπεζικής οργάνωσης. Οι συμβουλές αυτές κάλυπταν θέματα όπως ο εσωτερικός κανονισμός της Τράπεζας, το ζήτημα της ασφάλειας των χρηματοκιβωτίων, ο κίνδυνος των επισφαλών απαιτήσεων, οι προσλήψεις και το μισθολόγιο των υπαλλήλων, το ποσοστό κέρδους των διευθυντών και του προσωπικού, οι παραγγελίες των τραπεζογραμματίων, οι σχέσεις με την πολιτική και την κυβέρνηση, η οικονομική συνδρομή των παραγωγών, η αντιμετώπιση των κερδοσκόπων κ.ά.

 Χαρακτήριζε την Τράπεζα τιμόνι του μέλλοντος της χώρας μας («la Banque est le timon de l’avenir de la Grèce…»[15]) και τον ενδιέφερε καθετί που απασχολούσε την Ε.Τ.Ε. Επικροτούσε τις προόδους της, ανησυχούσε για τις δυσκολίες ή τις αποτυχίες της. Έκανε υποδείξεις στα στελέχη της για την καλύτερη και ασφαλέστερη οργάνωση της. Συμμετείχε πρόθυμα σε επενδυτικές πρωτοβουλίες της όπως η σύσταση ατμοπλοϊκής εταιρείας και διορύξεως του πορθμού του Ευρίπου στα 1849.

Μέσα από την καθαρά επαγγελματική-τραπεζική αλληλογραφία του με τον Γ. Σταύρο αναδύεται επίσης το ενδιαφέρον του για τα γενικότερα ζητήματα που αφορούσαν την Ελλάδα και κάνει πάντοτε σοφές και αποτελεσματικές υποδείξεις σε οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ακόμη και πολιτιστικά θέματα. Το αυστηρό καλβινικό μυαλό του απαιτούσε ακρίβεια, τάξη, οικονομία, νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, κομματική ουδετερότητα, προβλεπτικότητα, συνεχή προσπάθεια βελτίωσης[16].

Χωρίς να παρεμβαίνει ανοιχτά στο έργο της διοίκησης, υφαίνοντας διακριτικά τη σχέση του υψηλού συμβούλου μέσω του Σταύρου, ο Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος διατήρησε ισόβια τον τίτλο του πιο επιφανούς μετόχου της Εθνικής Τράπεζας. Αν και κατά καιρούς προβληματιζόταν να πουλήσει τις περισσότερες μετοχές του – όταν η ισχυρή πια Τράπεζα δεν είχε τόση ανάγκη το όνομά του- και να επενδύσει τα κεφάλαιά του σε γη ή ακόμη να κτίσει πολυτελές σπίτι στην Αθήνα, συναισθηματικά δεμένος με το ίδρυμα και τους ανθρώπους του, δεν το επιχείρησε ποτέ[17]. Μέχρι τα τελευταία του χρόνια διατηρήθηκε αμείωτο το ενδιαφέρον του για την πορεία του ιδρύματος, όπως αποδεικνύει η εντυπωσιακή αλληλογραφία του.

Άφησε στους κληρονόμους του, τη γυναίκα του Άννα και τους ανιψιούς του Gabriel-Alfred Eynard και Charles-François-Adolphe Eynard, τετρακόσιες δέκα συνολικά μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, μερικές από τις οποίες ήταν ακόμη στα χέρια της πολύκλαδης αυτής οικογένειας μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Εϋνάρδος, πέρα από οραματιστής και κύριος συντελεστής της ίδρυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπήρξε και ο διακριτικός καθοδηγητής της Τράπεζας που παρείχε την ανεκτίμητη τεχνογνωσία του κατά τα πρώτα βήματα της. Πάνω από όλα όμως παρέμεινε ο ανιδιοτελής φίλος, ο οποίος παρακολουθούσε με στοργικό ενδιαφέρον το δημιούργημα του μέχρι το τέλος του βίου του.

 

Ιστοριογραφική έρευνα – συγγραφή κειμένων: Γεράσιμος Νοταράς, Ζήσιμος Συνοδινός

 

Υποσημειώσεις


[1] «Mon idée mère esl de former un établissement durable et de commencer à le doter avec les fonds qui nous resteront et de l’augmenter par les nouvelles souscriptions… », βλ. Σπυρ. Θεοτόκης: Αλληλογραφία LA. Καποδίστρια – Ι. Γ. Εϋνάρδου 1826-1831, Αθήνα 1929, σ. 52-53.

[2] Εξαιτίας των πρόσφατων τότε απωλειών που είχαν οι ξένοι κεφαλαιούχοι σε κρατικά δάνεια της Ισπανίας, του Μεξικού και της Κολομβίας. Βλ. Σπυρ. Θεοτόκης: ό. π., σ. 87.

[3] Βλ. Christos Loukos : «Dix ans de tentatives pour la création d’une banque en Grèce (1831-1841)», Actes du II» Colloque International d’ Histoire: Economies méditerranéennes. Equilibres et intercommunications; XlIl’-XIX’ siècles, Αθήνα Σεπτ. 1983, τ. II, Αθήνα 1986, σ. 437 – 449.

[4] O Arthémond de Regny (Λυών 1776 – Αθήνα 1841), γάλλος επιχειρηματίας και ικανός οικονομολόγος, στάλ­θηκε στην Ελλάδα με ενέργειες του συνομήλικου φίλου του Εϋνάρδου. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη δημοσιονομική οργάνωση του νεοσύστατου κράτους, στη σύσταση του προεξοφλητικού γραφείου Εϋνάρδου και την προετοιμασία νομοσχεδίων που κατέληξαν στην ίδρυση της Ε.Τ.Ε. Βλ. Const. Α. Vacalopoulos: L’ économiste français Arthémond de Regny et son rôle dans l’histoire financière de la Grèce (1831-1841). Θεσσαλονίκη 1977.

[5] Βλ. Στάθης Σπηλιωτόπουλος: Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1949, σ. 21-22.

[6] Τον Νοέμβριο του 1841 αποφασίζει να αγοράσει 300 μετοχές, αντί των αρχικών του επιλογών των 100 και 240. Το ποσό των 300.000 δρχ. που επενδύει στην νεοϊδρυθείσα τράπεζα ήταν αρκετά σημαντικό την εποχή του. Δηλαδή, μετά το ελληνικό κράτος με τις 1.000 μετοχές και τον Νικόλαο Ζωσιμά με τις 500, ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος. Ακολουθούσαν ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας με 200, ο Κ. Βράνης με 150, ο θ. Ράλλης με 100 κ.ά. Πρβλ. ΙΑ. Βαλαωρίτης: Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (1842-1902), Αθήνα 1902, σ. 9.

[7] Την ίδια τακτική συνέχισε και αργότερα, παραχωρώντας μετοχές του σε σημαντικά στελέχη της Ε.Τ.Ε., όπως στους L. Lernaître, Γ. Βασιλείου, Ευθ. Κεχαγιά, Μ. Ρενιέρη, ώστε να τηρηθούν οι καταστα­τικοί όροι και να συμμετέχουν ουσιαστικά στη διοίκηση της Τράπεζας.

[8] Δημ. Λ. Ζωγράφος: Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης (1833-1843), τ. Β’, Αθήνα 1927, σ. 88.

[9] Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Μνήμη Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου 1775-1863, Αθήνα 1977, σ. 40.

[10] Βλ. Επιστολαί, ό.π., σ. 20 και Μνήμη Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου, ό.π., σ. 111.

[11] Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Ιστορικόν Αρχείον: Επιστολαί Ι.Γ. Εϋνάρδου προς Γεώργ. Σταύρον, 1841-1843, Αθήνα 1923, σ. 46-47.

[12] Ο Louis Lernaître (Παρίσι 1802-1853), ανώτατος γάλλος οικονομικός υπάλληλος ειδικός στα χρηματοπι­στωτικά θέματα, μετακλήθηκε στην Ελλάδα ως διάδοχος του Regny, στο πλαίσιο της γαλλικής οικονο­μικής βοήθειας (χορήγηση 1.000.000 φρ., «λείψανα» του δανείου των τριών Δυνάμεων του 1832). Την περίοδο 1845- 48 διετέλεσε μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας. Βλ. Δημ. Λ. Ζωγράφος, ό.π., τ. Β’, σ. 243-274 και Const. Α. Vacalopoulos: Lernaître et la crise financière de la Grèce (1842-1843), Θεσσαλονίκη 1979.

[13] Βλ. Επιστολαί, ό.π. σ. 105, 107, 109, και Πέτρος Πιζάνιας: Μισθοί και εισοδήματα στην Ελλάδα (1842-1923). Το παράδειγμα των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1985, σ. 36-40.

[14] Βλ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος: Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις, τ. Β’, 1845-1857, Αθήνα 1994, σ. 62-73, 132.

[15] Επιστολαί, ό.π., σ. 68.

[16] «Μη λησμονείτε τις λέξεις: φρόνηση, οικονομία και τάξη για τις εργασίες της Τράπεζας, αυτό θα είναι το μέσο να πετύχουμε κι άλλες εγγραφές» έγραφε σε επιστολή του στον Σταύρο της 17 Ιανουαρίου 1842, ενώ σε άλλη της 7 Μαΐου 1842 «Μια δημόσια τράπεζα δεν πρέπει να έχει καμία καθυστέρηση. Κάθε απόγευμα τα βοηθητικά βιβλία πρέπει να είναι ενήμερα, είτε για τις προεξοφλήσεις είτε για τις υποθή­κες». Βλ. Επιστολαί, σ. 13 και 40.

[17] Χωρίς, βεβαίως, να υποτιμούμε και το δέλεαρ των υψηλών μερισμάτων της Ε.Τ.Ε. εκείνη την περίοδο. Πρβλ. ΙΑ. Βαλαωρίτης: ό.π., σ. 271.

 

Πηγή


  • Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, «Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος», Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1999.

  

Σχετικά θέματα:

  

Read Full Post »

Αμπέλια


 

 

Καλλιέργεια – Τρύγος – Τσιπουριαραίοι – Ρακιδειά – Στην Αργολίδα

 

Καλλιέργεια

 

Πρώτη δουλειά του αμπελουργού ήταν το ξελάκιασμα του αμπελιού και το κόπρισμά του με χωνεμένη κοπριά το φθινόπωρο. Το Γενάρη, και σπανιότερα το Φλεβάρη, γινό­τανε το κλάδεμα, που απαιτούσε έμπειρο κλαδευτή. Την παλιά εποχή για το κλάδεμα χρησιμοποιούσαν μαχαίρι με ξύλινη λαβή, η λάμα του οποίου ήταν ελαφρά καμπυλω­τή και οδοντωτή. Μάλιστα, για λόγους α­σφάλειας έκλεινε κιόλας, γιατί ‘τανε πολύ κοφτερό και επικίνδυνο. Στην Κρήτη το λέ­γαμε σαρακάκι (σάρακας σημαίνει πριόνι). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν τα γνωστά κλαδευτήρια με τους δύο βραχίονες (λαβές). Ο κλαδευτής έπρεπε να γνωρίζει όλα τα μυ­στικά της δουλειάς του, πόσα μάτια να α­φήνει σε κάθε κλήμα και ποια κλήματα να αφαιρέσει από τον πάτο. Μ’ ένα μικρό πριό­νι, επίσης, αφαιρούσε τα ξεράδια.

 

Αμπέλι

 

Κατόπιν, το Μάρτη έπρεπε το αμπέλι να σκαφτεί. Ο σκαφτιάς έσκαβε με το διχάλι και έκανε αναχώματα ανάμεσα στις σειρές του αμπελιού. Η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Συνήθως έσκαβαν νέοι άνδρες. Καθένας σώριαζε το χώμα ανάμεσα σε δυο σειρές, έφτιαχνε δηλαδή το δικό του ανά­χωμα, ο ένας μπρος, ο άλλος πίσω, σε λο­γική απόσταση, για να μην τραυματιστούν με τα διχάλια τους. Στην Κρήτη, όταν θέ­λανε να υπολογίσουν την έκταση ενός α­μπελιού, ιδιαίτερα όταν ήταν φυτεμένα μι­κρά και ακανόνιστα πεζούλια, λέγανε «έ­χω αμπέλι τριώ εργατώ, τεσσάρω εργα­τών», εννοώντας ότι τρεις ή τέσσερις ερ­γάτες σκάβουν το αμπέλι σε μια μέρα.

Τον Απρίλη τα κλήματα άνοιγαν και ο αγρότης παρακολουθούσε με ικανοποίηση το φούσκωμα των ματιών και την πρώτη βλάστηση. Μετά, το Μάιο, έπρεπε να γίνει το σκάλισμα και να ισοπεδωθούν τα αναχώματα, αλλά με μεγάλη προσοχή, για να μην καταστραφούν οι νεαροί βλαστοί από βιασύνη ή αδεξιότητα. Παράλληλα έπρεπε να γίνουν και τα θειαφίσματα με ιδιαίτερη επιμέλεια για την προστασία του αμπελιού από διάφορες ασθένειες.

 

Λεπτομέρεια ξυλόγλυπτου με παράσταση αμπελιού.

 

Αλλά η φροντίδα δε σταματούσε εδώ. Θα έπρεπε να γίνει και το κορφολόγημα, ώστε να περιοριστεί η ανάπτυξη των βλαστών και να πάρουν δύναμη τα σταφύλια. Αν το κορφολόγημα ήταν επιπόλαιο, οι ακορφολόγητοι βλαστοί απλώνονταν στις διπλανές κουτσούρες και δεν μπορούσε να περάσει κανείς.

Όλες αυτές οι εργασίες απαιτούσαν χρόνο και πολύ μόχθο. Αλλά οι αγρότες ήθελαν να έχουν το αμπελάκι τους για τα σταφύλια και το κρασί της οικογένειας. Υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια, στα οποία διακρίνουμε αυτή την έγνοια της συνεχούς και επίπονης φροντίδας. Σ’ ένα τέτοιο τραγούδι, ο καταχρεωμένος αφέντης θέλει να πουλήσει το αμπέλι του, από το οποίο δεν έχει «διάφορο»:

«Αμπέλι μου πλατύφυλλο

και μακροκοντυλάτο,

οι χρωφελέτες [i] ήρθανε

και θε να σε πουλήσω».

«Πουλήσεις με, χαρίσεις με,

το χρέος δεν το βγάνεις.

Βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες

με τα γένεια

και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια,

βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια,

τότε θα ιδείς, αφεντικό,

το χρέος πώς το βγάνεις» [ii].

 

Τρύγος 

Τ’ Αϊ-Γιωργιού του μεθυστή ανοίξαμε

βαρέλι κι από μεράκι εμέθυσε

και γέρος και κοπέλι.

 

Ο παραγωγός ετοίμαζε έγκαιρα το πατη­τήρι (τον ληνό), που ήτανε μια χτιστή κυβοειδής μικρή στέρνα, σοβαντισμένη με αμμοκονίαμα: έβαζαν τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη, έκαναν λάσπη και σοβάντιζαν εσωτερικά τις πλευρές και τον πάτο, για να είναι στεγανό το πατητήρι, όπως οι Υδραίοι και άλλοι νησιώτες χρησιμοποιούσαν κουρασάνι για τη στεγανότητα της στέρνας, όπου συνέλεγαν το νερό της βροχής. Αργότερα τα πατητήρια τα έφτια­χναν με τσιμέντο. Επίσης, ο παρα­γωγός ετοίμαζε τις σταφυλοκοφίνες και άλλα μικρότερα κοφίνια και καλάθια.

 

Τρύγος

 

Ο τρυγητός ξεκινούσε τον Αύγουστο, την επομένη της Παναγίας, για να τρυγήσουν τα πρώιμα λευκά σταφύλια, τα σταφιδοστάφυλα (σουλτανίνα), να τα ξεράνουν στις απλώστρες και να τα κάνουν σταφίδα. Αργότερα, το Σεπτέμβρη, έκοβαν τα κρασοστάφυλα, γέμιζαν τις σταφυλοκοφίνες και τις φόρτωναν στα άλογα για το πατητήρι, που περίμενε έτοιμο και καθαρό στην αυλή του σπιτιού.

Τρύγος

Αργά τη νύχτα, με το λυχνάρι ή τη λάμπα, για να έχουν φύγει οι μέλισσες, που μαζεύονταν άφθονες την ημέρα, γινότανε το τσαλαπάτημα των σταφυλιών από νεαρούς κυρίως, ξυπόλυτους, που πλένανε πρώτα τα πόδια τους.  Ήταν πολύ διασκεδαστικό και δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, όπως και στον τρύγο. Αν και όλες αυτές οι δουλειές ήταν κουραστικές, οι μεγάλες συντροφιές από δυο-τρεις οικογένειες που αλληλοβοηθιούνταν με την κουβέντα, τα αστεία, τα πειράγματα δεν την ένιωθαν την κούραση, παρά μόνο όταν έπεφταν για ύπνο. Στο πατητήρι, όμως, καμιά φορά υπήρχανε και οι δυσάρεστες εκπλήξεις, όταν ο πατητής πατούσε καμιά καταπλακωμένη ή ξεχασιάρα μέλισσα, που δεν είχε επιστρέψει στην κυψέλη της. Και τότε ήτανε που φούντωνε το κέφι από το κεντρί της μέλισσας στην πατούσα του τυ­χερού!…

Ο μούστος έτρεχε από το κουτσουναράκι σε πέτρινη γούρνα ή σε κάποιο μισοπίθαρο και απ’ εκεί με ένα δοχείο (το καυκί) γέμιζαν το ασκί, για να τον μεταφέρουν στο κρασοβάρελο. Όταν οι πατητές τελείωναν το τσαλαπάτημα, στοίβαζαν στην άκρη του ληνού τα τσίπουρα (στράφυλα), τοποθετούσαν μια φαρδιά σανίδα, συνήθως μια πόρτα, και ανέβαιναν επάνω, για να σουρώσει ο μού­στος καλά. Τα πιτσιρίκια ανυπομονούσαν ν’ ανέβουν επάνω στο αυτοσχέδιο πιεστή­ριο και κάνανε μεγάλη χαρά.

 

Τσιπουριαραίοι

 

Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα ανα­λάμβαναν οι τσιπουριαραίοι ν’ αποδώσουν και την τελευταία σταγόνα μούστου στον αμπελουργό. Έριχναν λίγα-λίγα τα στέμφυλα (τσίπουρα) στην τσιπουριά, η οποία ήτανε ένα μικρό φορητό πιεστήριο. Ήτανε μια ξύλινη κυλινδρική κατασκευή με ένα στυφτήρι εσωτερικά, έναν κοχλία, που έστριβαν με μακρόστενα σίδερα, για να συμπιεστούν τα τσίπουρα. Ο τελευταίος μούστος έτρεχε από τη βρυσούλα της τσιπουριάς σ’ έναν κουβά. Ό,τι απόμενε το πε­τούσαν στις κότες και στα γουρούνια. Σε κάθε χωριό της Αργολίδας, την εποχή του τρυγητού κυκλοφορούσαν κι από λίγες τσιπουριές. Στην Αργολίδα δεν συνήθιζαν να παράγουν τσικουδιά ή ρακή, το εθνικό ποτό της Κρήτης, που παράγεται με καθαρή απόσταξη.

 

Αμπέλι

 

Ρακιδειά

  

Στην Κρήτη δεν ξεζουμίζονται τα τσίπου­ρα με τσιπουριές. Τα βάζουν σε βαρέλια ή πιθάρια, τους ρίχνουνε λίγο νερό και τα αφήνουν να γίνει η ζύμωση και να ξινίσουν. Ύστερα τα μεταφέρουν στο ρακιδειό για ρακή ή τσικουδιά. Λένε τότε ότι «τα στράφυλα έχουν θυμώσει και πρέπει να βγάλομε την τσικουδιά».

Το εργαστήρι αυτό είναι απλό και δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά στην Κρήτη δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός, διοργανώνονται γιορτές τσικουδιάς και προβάλλεται όλη η διαδικασία της απόσταξης, για να διατηρείται η παράδοση αλλά και για τουριστικούς λόγους.

 

Φωτογραφία από το Λεύκωμα του Ανδρέα Σμαραγδή, «Τσικουδιά Κρήτης Πνεύμα».

 

Τα αποστακτήρα διαθέτουν ένα μεγάλο κτιστό πυρομάχι. Επάνω τοποθετείται ένα μεγάλο καζάνι φρεσκογανωμένο, το ρακιδοκάζανο. Το σκέπασμά του είναι θολω­τό με μία μεγάλη τρύπα ψηλά, όπου προσαρμόζεται ο λουλάς. Ο λουλάς είναι ένας χάλκινος σωλήνας, χοντρός επάνω και λεπτός στην άλλη άκρη. Δίπλα στο ρακοκάζανο υπάρχει ένα πιθάρι με κρύο νερό, το οποίο ανανεώνεται συνέχεια. Το πιθάρι έχει δύο τρύπες, μία ψηλά και μία λεπτότερη πιο χαμηλά, από τις οποίες περνάει ο λουλάς. Όταν είναι όλα έτοιμα, γεμίζουν το κα­ζάνι στράφυλα, βάζουν το καπάκι, προσαρμόζουν τον λουλά, βάζουν γύρω-γύρω ζύμη, για να μη φεύγουν οι ατμοί, και ανάβουν φωτιά στο πυρομάχι. Τα στράφυλα βράζουν, οι ατμοί ακουμπάνε στο καπάκι και βρίσκουν διέξοδο στον λουλά. Όταν, όμως, φτάνουν στο πιθάρι με το κρύο νερό, ψύχονται και υγροποιούνται. Και τρέχει η τσικουδιά από τον λουλά στο πιθαράκι.

Η εικόνα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, να τρέχει συνεχώς από τον λουλά σαν βρυσούλα η τσικουδιά, όσο βράζουν τα στράφυλα στο κλειστό ρακοκάζανο. Η πρώτη-πρώτη τσικουδιά είναι πολύ δυνατή, το πρωτοράκι. Ορισμένοι το κρατάνε χωριστά. Συνήθως, όμως, αφήνουν το πρω­τοράκι μαζί με την υπόλοιπη, που στο τέλος είναι πολύ αδύνατη, δηλαδή με λίγο οινόπνευμα. Η πιο καλή τσικουδιά περιέχει αλκοόλ 18-19% γράδα, που σημαίνει ότι περιέχει 45-50% οινόπνευμα, ότι έχει δη­λαδή 45-50 βαθμούς.[iii]

Κρητικοί κερνάνε και πίνουν τσικουδιά ολοχρονίς, ακόμη και το καλοκαίρι με τις δυνατές ζέστες. Στα σπίτια τους έ­χουνε πάντα τσικουδιά, που τη φυλάσσουν συνήθως σε πλεχτές γυάλινες νταμιτζάνες. Στην παρέα μπορεί να πιει κανείς δυο – τρεις τσικουδιές χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα εστιατόρια και οι ταβέρνες την προσφέρουν ως επιδόρπιο, γιατί συν τοις άλλοις είναι και χωνευτική. Η κρητική τσικουδιά είναι αγνή, γιατί προέρχεται από καθαρή απόσταξη, δεν μπαγιατεύει ούτε θολώνει με το νερό ή το παγάκι, όπως το ούζο, που γίνεται με την απόσταξη γλυκάνισου.[iv]

Στην Αργολίδα, όπου δεν υπήρχαν πολλά αμπέλια, για κρασί καλλιεργούνταν οι ποικιλίες Κρανιδιώτικο ή Σκλάβα («κυανούν»), Περαχωρίτικο (λευκό), Σαββατιανό, Ροδίτης (αλε­πού). Ως επιτραπέζια σταφύλια καλλιεργούνταν η φράουλα και το κέρινο. «Η σουλ­τανίνα, καταλαμβάνουσα άλλοτε σημαντικήν έκτασιν, σήμερον ελάχιστα καλλιεργεί­ται». Προπολεμικά καλλιεργούσαν μόνο 385 στρέμματα σουλτανίνας για επιτραπέζια σταφύλια και σταφίδα και μόλις 25 στρέμματα σουλτανίνας για κορινθιακή σταφίδα. Συχνά ο τοπικός τύπος δημοσίευε τις τιμές της σταφίδας, οι οποίες δεν ήταν ικανοποιητικές για τους σταφιδοπαραγωγούς.[v]

 
 
Υποσημειώσεις


 

[i] Χρωφελέτες ή χρεωφειλέτες. Προφανώς, ο λαϊκός στιχουργός εννοεί ακριβώς το αντίθετο, τους πιστωτές.

[ii] Σταμάτη Αποστολάκη, Ριζίτικα, σ. 463. Ο σοφός ρέκτης των ριζίτικων τραγουδιών δεν εντάσσει το παραπάνω τραγούδι στα εργατικά αλλά στα γνωμικά.

[iii] Νίκου Μανούδη, Τσίπουρο, το πνεύμα των στεμφύλων, σσ. 25 και 94, Βέροια 2006.

[iv] Θα πρέπει τα οργανωμένα ρακιδειά, στα οποία προσφεύγουν οι ιδιώτες για την απόσταξη των στεμφύλων τους, να τηρούν όλες τις προδιαγραφές και να γίνεται τυποποίηση του προϊόντος. Για την παραγωγή της τσικουδιάς και όλων των οινοπνευματωδών ποτών απαιτούνται εξειδικευ­μένες γνώσεις. Υπάρχουν πολλά μυστικά στη διαδικασία παραγωγής και δε φτάνει ίσως η εμπει­ρία ενός παλιού ρακοκαζανάρη, κι ας έχει βγάλει και χιλιάδες καζανιές. Χρειάζεται και ο χημικός και η επιστημονική γνώση, η οποία υποδεικνύει σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως ορίζει και η νομοθεσία.

[v] Επωλήθησαν προ τινων ημερών μικραί ποσότητες σταφιδοκάρπου ποιότητος σουλτανίνας προς λεπτά 90 μέχρι δραχμής κατ’ οκάν. Ήδη αι τιμαί αύται κατήλθον εις τα λεπτά 70-80. Ωσαύτως επωλήθη αρκετή ποσότης σταφιδοκάρπου ποιότητος κορινθιακής προς δρχ. 80-90 κατά χιλιόλιτρον. (Εφ. «Αγαμέμνων», φ. 105/16-10-1894).

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

 

Read Full Post »

Δημητριακά


 

Σπορά

Η σπορά ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και τε­λείωνε το Δεκέμβριο. Ήταν καλοτυχιά για τους αγρότες να βρέξει πρώιμα, να μαλα­κώσει η γη και ν’ αρχίσει η σπορά. Οι γε­ωργοί είχανε συνδυάσει τη σπορά με τις γιορτές της Παναγίας, την οποία θεωρού­σαν προστάτισσά τους, και ήθελαν η σπο­ρά να ξεκινάει τον Σεπτέμβριο μετά το Γενέσιον (γενέθλια) της Θεοτόκου στις 8 Σε­πτεμβρίου. Γι’ αυτό και την είχαν ονομά­σει τη γιορτή αυτή γιορτή της Παναγίας της Αρχισπορίτισσας. Εξάλλου, ο λαός έλεγε, Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύ­ρι σύρε. Στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεο­τόκου) θα έπρεπε ο καλός αγρότης να έχει σπείρει τα μισά χωράφια (Παναγία Μεσοσπορίτισσα). Μάλιστα, στις 21 Νοεμβρί­ου οι αγροτικές οικογένειες συνήθιζαν να τρώνε πολυσπόρια (δημητριακά με ό­σπρια). Γι’ αυτό και η Παναγία ονομάστη­κε Πολυσπορίτισσα. Στη δυτική Κρήτη τα πολυσπόρια ονομάζονται παπούδια (από το αρχαίο πάππος, που σημαίνει σπόρος. (Λεξ. Αντ. Ξανθινάκη).

 

Σίτος

 

Κάποιες άλλες παροιμίες μας προσδιο­ρίζουν τη σημασία του χρόνου και τα χρο­νικά περιθώρια της σποράς. Τον Οχτώβρη αν δεν έσπειρες, λίγο στάρι θα ‘χεις, που ση­μαίνει ότι ο μήνας αυτός ήταν ο προσφορό­τερος. Όμως, αν αργήσεις πολύ, το Γενάρη καλουργιά παραλίγο κοπρισιά και απού σπέρ­νει το Φλεβάρη, σπέρνει την ανεμοζάλη. Ε­πίσης, ο αγρότης ποτέ δεν έπρεπε να σπέρ­νει όταν γιόρταζε η Παναγιά, η οποία τιμω­ρεί όσους εργάζονται την ημέρα της γιορ­τής της (Παναγιά Καψοδεματούσα). Ο λα­ός λέει, όταν ακούσεις Παναγία, μη ρωτάς αν είν’ αργία. Απεναντίας, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς πολλοί αγρότες θεωρούσαν καλό και γούρικο να σπείρουν, τιμώντας τον Αϊ-Βασίλη, ο οποίος σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ήτανε ζευγάς. Τέλος, οι όψιμες βροχοπτώσεις κάνουν τα σπαρτά να μεστώ­σουν και ν’ αποδώσουν πολύ καρπό, όπως το διατύπωσε ο λαός με τη σοφή παροιμία, αν βγάλει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλ­λο ένα, χαρά σ’ τονε το γεωργό που ‘χει πολ­λά σπαρμένα.

 

Σύμφωνα με το μύθο της αρχαιότητας, προστάτισσα της γεωργίας ήτανε η θεά Δήμητρα, την κόρη της οποίας Περσεφόνη απήγαγε ο Πλού­των, όταν η κόρη μάζευε λουλούδια στην εξο­χή, και τη μετέφερε στα σκοτεινά του βασίλεια. Η γη τότε έπαψε να δίνει καρπούς και ο Αίας έστειλε τον Ερμή να φέρει την Περσεφόνη από τον Άδη, με τη συμφωνία να επιστρέφει στο βασίλειο του Πλούτωνα κατά τους χειμερινούς μή­νες. Έτσι, η μητέρα Γη, που τρέφει το ανθρώ­πινο γένος, κοιμάται, βρίσκεται σε νάρκη, μέ­χρι να επιστρέψει η Περσεφόνη την άνοιξη στη μητέρα της. Τότε η γη ξυπνάει, βλαστάνει και δίνει τους καρπούς της στους ανθρώπους.

 

Πριν από κάποια χρόνια η σπορά γινόταν με πρωτόγονους τρόπους, όπως και την αρ­χαία εποχή. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άρο­τρο, φτιαγμένο από ξύλο πλατάνου, για να είναι ελαφρύ. Ο ίδιος ο αγρότης έκοβε πλα­τάνους στη λίγωση του φεγγαριού και στη συνέχεια τους πελεκούσε, για να φτιάξει το αλέτρι του. Μόνο το υνί ήτανε σιδερέ­νιο, που το έφτιαχνε ο σιδεράς. Αλλά το ξύλινο αλέτρι πάθαινε ζημιές, γι’ αυτό οι αγρότες το εγκατέλειψαν και αναλάμβανε ο σιδεράς να φτιάχνει σιδερένιο αλέτρι.

Ένα δεύτερο εργαλείο για τη σπορά ήταν ο ζυγός με τις ζεύγλες, ο οποίος α­κουμπούσε στον τράχηλο των υποζυγίων, εφόσον το όργωμα γινόταν από δύο ζώα, συνήθως από αγελάδες ή μία αγελάδα κι ένα φρόνιμο γαϊδουράκι, που θα μπορού­σε να συγχρονίζεται με το αργό και νωχελικό τράβηγμα της αγελάδας. Ο ζυγός ήταν ένα μακρόστενο πλατανένιο ξύλο πε­λεκημένο, με μία εγκοπή στη μέση, απ’ όπου περνούσε η αλυσίδα του αλετριού. Στις δύο άκρες είχε από δύο τρύπες, απ’ όπου περνούσε η ζεύγλα σε σχήμα U και η οποί­α αγκάλιαζε το λαιμό της αγελάδας. Αντί της ζεύγλας, στα μουλάρια και στα άλογα, που όργωναν μόνα τους, έμπαινε στο λαι­μό η λαιμαριά ή κουλούρα, η οποία ήταν από δέρμα και εσωτερικά είχε χόρτο (ψαθί), για να είναι μαλακιά και να μην πλη­γώνεται το ζώο με το τράβηγμα.

 

Όργωμα χωραφιών για τη φθινοπωρινή σπορά δημητριακών κατά τη δεκαετία του 1960. Από το φωτογραφικό λεύκωμα, «Ταξίδι αυτογνωσίας και παρατήρησης σ' ένα λησμονημένο παρελθόν – Σπάτα 1900-1960».

 

Ο γεωργός φόρτωνε τα ζυγάλετρά του στο γαϊδούρι ή στο μουλάρι κι ό,τι άλλο του χρειαζότανε και ξεκινούσε πρωί-πρωί για το χωράφι. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να είναι έτοιμος για το όργωμα. Στην αρχή άνοιγε με το αλέτρι «παραβο­λή», δηλαδή μια αυλακιά, με την οποία ό­ριζε την έκταση, που θα έσπερνε και θα όρ­γωνε. Ύστερα έπαιρνε το σποροσάκουλο με το σπόρο και πετούσε τον καρπό ομοιόμορφα και με τέχνη. Αν ήταν δύο ή περισ­σότεροι, πατέρας και γιος ή παππούς ή θεί­ος, αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγαλύτε­ρος, που θεωρούνταν ο πιο έμπειρος. Στη συνέχεια ο ζευγάς όργωνε όλο το χωράφι, οδηγώντας τα καματερά του πέρα – δώθε. Το αλέτρι, με το φτερό που είχε στο πίσω μέρος, είχε την ικανότητα να το ανασκελαρίζει το χώμα, δηλαδή να το γυρίζει ανάπο­δα. Γι’ αυτό και το οργωμένο χωράφι ήτα­νε πιο σκούρο. Έτσι ο σπόρος σκεπαζόταν, για να φυτρώσει ύστερα από λίγες μέρες, χωρίς να τον φάνε τα πουλιά.

Νύχτα επέστρεφε στο σπίτι του ο ζευ­γάς, κατάκοπος, με λίγη ξηρή τροφή το μεσημέρι, αφού πρώτα περνούσε από τη βρύ­ση του χωριού να ποτίσει τα ζωντανά του και να τα παχνίσει μετά στον στάβλο. Την άλλη μέρα θα σηκωνότανε πάλι νύχτα, για να συνεχίσει την ίδια δουλειά.

Σπορά

Όταν τελείωνε η σπορά του χωραφιού, ο γεωργός το περνούσε με τη σβάρνα, για να σπάσουν οι βόλοι και να ισιώσει το χω­ράφι, ώστε να μην λιμνάζουν τα νερά στις γούβες και να γίνεται ο θερισμός πιο εύκο­λος. Η σβάρνα (βολοκόπος) ήταν ένα μακρόστενο ξύλινο εργαλείο και φαρδύ, που το έφτιαχνε ο αγρότης με ξύλα και βέργες λυγαριάς. Για να έχει αποτέλεσμα το σβάρνισμα, ανέβαινε ο ίδιος επάνω στη σβάρνα ή τοποθετούσε μία – δύο βαριές πέτρες. Το σβάρνισμα ήταν πιο εύκολο από το όργω­μα και τελείωνε γρήγορα, γιατί η σβάρνα με το φάρδος της κάλυπτε 4-5 αλετριές. Πά­ντως, πολλά σπαρμένα έμεναν ασβάρνιστα, είτε γιατί το σβάρνισμα το θεωρούσαν πε­ριττό είτε γιατί είχανε προτεραιότητα άλ­λες δουλειές και οι αγρότες δεν είχανε χρό­νο. Στην Αργολίδα συνήθως σβαρνίζονταν τα καμπίτικα χωράφια, τα ορεινά όχι.

Οι αγρότες έσπερναν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, που καμιά φορά τα ανακά­τευαν (μιγάδι). Μπορούσαν, επίσης, να σπείρουν μπιζέλια, φακές, ρόβι και λούπι­να. Τα λούπινα (λουμπίνια ή λιμπίνοι) εί­ναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα, ιδίως για τα γουρούνια. Αλλά τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, την Καθαροδευτέρα, τρώγαμε κι ε­μείς λιμπινόσπορους, αφού τους νεροβροχιάζαμε αποβραδίς. Μόνο τα κουκιά δεν σπέρνονταν, αλλά η γυναίκα του ζευγά τα έριχνε στην αυλακιά ένα – ένα. Εκτός από το ρόβι και τα λούπινα, φρόντιζαν να σπεί­ρουν και βίκο για όλα τα ζωντανά και βρό­μη (ταγή) για το άλογο ή τη φοράδα. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πολλά, αλλά ο κάθε αγρότης έκανε το κουμάντο του, για να εξα­σφαλίσει ψωμί για την οικογένειά του και τροφή για τα ζώα του.

 

Οι ζευγολάτες στην Αργολίδα

 

Στα χωριά, όπου ο πληθυσμός ήταν αγρο­τικός, κάθε νοικοκυριό είχε ένα ή δύο άλο­γα ή μουλάρια. Με τα ζώα αυτά όργωναν τα χωράφια τους κι έσπερναν. Ένα καλό άλογο ή ένα καλό μουλάρι μπορούσε να τραβήξει μόνο του το άροτρο και να οργώ­σει. Καμιά φορά συνεργάζονταν δύο αγροτόσπιτα, που διέθεταν από ένα άλογο ή έ­να μουλάρι, και τα έκαναν ζευγάρι. Στις πό­λεις, όπως στο Άργος και στο Ναύπλιο, υ­πήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες γης, που είχαν τα κτήματά τους στον κάμπο ή στις παρυ­φές των βουνών και που συνήθως δεν ήταν αγρότες. Αυτοί κατά κανόνα δεν εξέτρεφαν ζώα και καλούσαν τους φίλους τους ζευγολάτες να τους οργώσουν και να τους σπείρουν. Ο ζευγολάτης όργωνε το χωράφι και το άφηνε λίγες μέρες να το δει ο ήλιος. Στη συνέχεια το έσπερνε και το ξαναόργωνε την ίδια μέρα, για να σκεπαστεί ο σπόρος, να μην τον φάνε τα πουλιά. Τέλος, περνούσε το χωράφι με τη σβάρνα.

 

Αγροτικές εργασίες, αγνώστου, 1750.

 

Ο επαγγελματίας ζευγολάτης έζευε τα άλογά του στο κάρο, όπου είχε ακουμπήσει το αλέτρι του κι όλα τα σύνεργά του, ντορ­βάδες και βρόμη να φάνε κάποια στιγμή τα ζώα, τον σπόρο που του έδινε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αποβραδίς, το δικό του σα­κουλάκι με τη δική του ξηρή τροφή (παξι­μάδι, ελιές, τυρί, κρεμμύδι και κρασί) και ξεκινούσε νύχτα. Αν δεν είχε κάρο, ιδίως στις ορεινές τοποθεσίες, όλα τα φόρτωνε στα ά­λογά του. Εργαζόταν όλη την ημέρα και ε­πέστρεφε στο σπίτι του πάλι νύχτα.

Όπως θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι Αργείοι, στον κάμπο έζευαν δύο άλογα και στα ορεινά και ημιορεινά δύο μουλάρια. Γενικά, το μουλάρι θεωρούνταν πιο σκλη­ρό και πιο ανθεκτικό ζώο. Σπάνια έζευαν δύο αγελάδες, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Υπολογίζεται ότι ένα ζευγάρι ζώων έ­κανε 120 περίπου μεροκάματα το χρόνο, από τα οποία τα 70 ήτανε για αρόσεις και αρδεύσεις στα μαγκανοπήγαδα. Αυτές ή­ταν οι πιο σκληρές δουλειές. Οι κυριότε­ρες από τις άλλες δουλειές ήταν η μεταφο­ρά προϊόντων, το αλώνισμα, η μεταφορά των αλεσμάτων από και προς τον μύλο, η μετάβαση στην πόλη για ψώνια, τα φορ­τώματα με ξύλα κ.ά. Υπολογίζεται, επίσης, ότι κάθε ζευγάρι όργωνε κατά μέσον όρο 140 στρέμματα γης το χρόνο (Ν. Αναγνω­στόπουλου – Γ. Γάγαλη, σ. 216).

 

Θερισμός

 

Τα πρώτα από τα σπαρμένα που απολάμ­βανε η αγροτική οικογένεια ήτανε τα χλωροκούκια. Από τον Απρίλιο κιόλας η νοι­κοκυρά μάζευε αγίνωτα λουβιά, πολύ δρο­σερά, και τα μαγείρευε με αγκινάρες. Ό­ταν το Μάιο μεστώνανε τα λουβιά, ξεπάτωναν τις κουκιές με τα χέρια και τις κου­βαλούσαν στο αλώνι ή καλύτερα στο δώ­μα του σπιτιού. Μαδούσαν τα λουβιά και τα έβαζαν χωριστά να ξεραθούν στον ήλιο, ενώ τις κουκιές τις δεμάτιαζαν και τις φύ­λαγαν στον αχεριώνα, για να τις φάνε οι κατσίκες το χειμώνα. Τα λουβιά, όταν εί­χανε ξεραθεί καλά, τα χτυπούσαν με μπα­στούνια και κοπανίδες, ύστερα τα κοσκίνιζαν και ξεχώριζαν τα κουκιά, που τα φύλα­γαν ως εκλεκτή τροφή για το χειμώνα.

Τα υπόλοιπα όσπρια, εκτός από τα κουκιά, παίρνανε το δρόμο για το αλώνι, όπου θα αλωνίζονταν με τα ζώα (φακές, μπιζέλια, φάβα ή λαθούρι). Όλα αυτά ονο­μάζονταν μαγερέματα και τα μάζευαν με τα χέρια, χωρίς δηλαδή δρεπάνι. Στο αλώ­νι, επίσης, κουβαλούσαν και το ρόβι και τον βίκο, που ήτανε τροφή για τα ζώα.

 

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

 

Το θέρος γινότανε τον Ιούνιο, τον θε­ριστή μήνα, όταν πια είχανε ξεραθεί τα στά­χυα κι είχε ωριμάσει ο καρπός. Το έμπειρο μάτι του αγρότη δεν ξεγελιόταν, αν και ο­ρισμένοι ήθελαν να δοκιμάζουν, βάζοντας σπόρο στο στόμα τους και μασουλώντας τον, για να δουν αν είχε μεστώσει. Αλλά ενώ στη σπορά ο ζευγολάτης δούλευε μόνος, βοηθώντας τον καμιά φο­ρά η γυναίκα του, στο θέρος επιστρατεύο­νταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Οι οικο­γένειες τότε ήταν κατά κανόνα πολύτεκνες. Τα σκολαρούδια, όταν σχόλαζαν από το σχολείο, δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά στο χωράφι, να φάνε και να βοηθήσουν. Τα μι­κρότερα κάνανε ό,τι μπορούσαν, δηλαδή παίζανε ή τρέχανε στη βρύση για νερό. Και τα μωρά τα κοίμιζαν στην ανάποδη του σαμαριού…

Χαράματα έπιαναν δουλειά να προκάμουν, προτού πιάσει η δυνατή ζέστη. Ό­λη τη μέρα οι γυναίκες, σκυφτές, με τα μα­ντίλια και τα τσεμπέρια στο κεφάλι και με το δρεπάνι στο δεξί, θέριζαν τον ευλογη­μένο καρπό και συναγωνίζονταν ποια θα βγει πρώτη στην άλλη άκρη. Απλώνονταν σε απόσταση δύο σχεδόν μέτρων μεταξύ τους και τραβούσαν καθεμιά τη δική της αράδα. Με το αριστερό χέρι μάτσωναν ό­σα στάχυα μπορούσαν, τα έκοβαν με το γυριστό δρεπάνι, φούχτωναν άλλα τόσα, τα έκοβαν κι αυτά και τ’ ακουμπούσαν χάμω. Και συνέχιζαν. Στο κατόπι διάλεγαν 3 – 4 στάχυα από τα θερισμένα, τα πιο μεγάλα, και με αυτά έδεναν τα υπόλοιπα κι έφτια­χναν το πρώτο τους χερόβολο.

Ύστερα περνούσε ο δέτης, άνδρας αυ­τός, που αγκάλιαζε κάμποσα χερόβολα και τα έδενε με λεπτές βεργούλες (βίτσες) λυ­γαριάς ή αγριελιάς και έφτιαχνε τα δεμά­τια. Αυτά τα βιτσοδέματα τα ετοίμαζαν μέ­ρες πιο πριν και αποβραδίς τα έβαζαν στο νερό να μαλακώσουν. Αν δεν ήταν εύκολο να βρεθούνε βεργούλες, δένανε τα δεμά­τια με αυτοφυή αγριόσταχα -πολλά μαζί- που τα βρίσκανε στις άκρες και στις παρα­βολές του χωραφιού. Ο δέτης φρόντιζε να βάζει τα χερόβολα σταυρωτά, το ένα να κοιτάζει επάνω, το άλλο κάτω, για να δέ­νονται καλύτερα. Άλλοι, όμως, προτιμού­σαν να τα δένουν χωρίς να τα σταυρώνουν, για να προστατεύονται καλύτερα στις θημωνιές, όπου κάνανε άγριες επιδρομές τα σπουργίτια, όπως φαίνεται παρακάτω.

Ένας ακόμη άνδρας, ο κουβαλητής, φόρτωνε τα δέματα στο γάιδαρο και στη φοράδα, για να τα μεταφέρει δίπλα στο α­λώνι, όπου τα ξεφόρτωνε κι έκανε τη θημωνιά. Τα πρώτα δεμάτια τα τοποθετούσε όρθια και τα υπόλοιπα πλαγιαστά, χτίζο­ντας τα γύρω-γύρω και με τον καρπό προς τα μέσα, που να μη φαίνεται, για να μην τον τρώνε τα σπουργίτια, που μαζεύονταν χιλιάδες στις θημωνιές.

Συνήθως στο θέρος δυο και τρεις οι­κογένειες αλληλοβοηθιούνταν και μαζεύ­ονταν πολλοί στο δύσκολο αγώνα. Θέρι­ζαν κι άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες, που ήτανε πιο ευλύγιστες και επιδέξιες, τους ξε­περνούσαν και τους κορόιδευαν. Όταν, ό­μως, δούλευαν πολλοί μαζί, έκαναν κέφι, τραγουδούσαν καμιά φορά ή λέγανε πολ­λά αστεία και μαντινάδες. Έτσι ξεγελούσαν το λιοπύρι και την κούραση. Το μεση­μέρι τρώγανε με κέφι στη σκιά κάποιου κο­ντινού δένδρου. Συνήθως, όταν οι θεριστές ήταν πολλοί, η οικοδέσποινα φρόντιζε από τη νύχτα για το ψητό στο φούρνο κι ο κου­βαλητής έτρεχε να το φέρει. Και περίμε­ναν μετά το φαγητό κάμποση ώρα, να κα­ταλαγιάσει η δυνατή ζέστη, για να συνεχί­σουν μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, για να τελειώσει το χωράφι, θέριζαν και με το φεγγάρι.

 

Αλώνισμα – λίχνισμα

 

Τα αλώνια τα έφτιαχναν στις κορφές και στα μουράκια, δηλαδή στους λοφίσκους και στα μικρά υψώματα, όπου φυσάει βο­ριαδάκι τις απογευματινές ώρες. Τα αλώνια τα έφτιαχναν κυκλικά με ακτίνα 3 -4 μέτρα, τοποθετώντας όρθιες πλάκες μέχρι 40 πόντους, ενώ το δάπεδο το κάλυπταν επίσης με πλάκες, κατά κανό­να με άγρια επιφάνεια, για να μη γλιστρά­νε τα ζώα. Άλλοτε πάλι, στην Κρήτη και αλλού, συνήθως το δάπεδο το έστρωναν με αργιλώδες χώμα. Έκαναν παχιά λάσπη και την άπλωναν σε όλα τα σημεία. Όταν η λά­σπη ξεραινόταν, το δάπεδο γινότανε πολύ σκληρό.

Όταν τελείωνε το θέρος κι είχανε κου­βαληθεί τα γεννήματα έξω από το αλώνι σε χωριστές θημωνιές για κάθε δημητρια­κό (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη), άρχιζε το α­λώνισμα. Ήταν η εποχή του αλωνάρη μή­να, του Ιούλη. Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θημωνιάς, πετούσαν μακριά τα βιτσοδέματα και σκορπούσαν τα στάχυα σ’ όλη την κυκλική επιφάνεια του αλωνιού.

Τα ζώα – αγελάδες, γαϊδούρια – ζεμένα ερ­χόντουσαν γύρω-γύρω πεντέξι ώρες, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα, στη φούρια της ζέστης -Ιούλης μήνας- για να ποδοπατήσουν τα γεννήματα. Συνήθως έ­ζευαν δύο ζώα και σπανιότερα τρία, αλλά ο αλωνάρης που τα καθοδηγούσε ακολου­θούσε καβάλα στη φοράδα. Ήταν, όμως, προτιμότερο τα πρώτα ζώα να είναι δύο και όχι τρία, γιατί σχεδόν πάντα τραβούσαν και το ντουένι, το οποίο ήτανε δεμένο με αλυ­σίδα στο ζυγό. Το ντουένι ήταν ένα μακρό­στενο ταβλί με πριόνια στην κάτω επιφά­νεια, πολύ αποτελεσματικό στο θρυμμάτι­σμα των σταχυών. Έβαζαν και μια βαριά πέτρα επάνω ή ανέβαινε συνήθως ένα παι­δί, που το ‘χε μεγάλη χαρά. Στην Κρήτη είχαμε ένα ανάλογο γεωργικό εργαλείο, τον βωλόσυρο, που είχε μάκρος ενάμισι μέτρο και πλάτος 60 πόντους.

 

Παραδοσιακός τρόπος αλωνίσματος.

 

Κατά διαστήματα τα καματερά έπρε­πε να αλλάζουν φορά, για να μη ζαλίζο­νται και πέσουν χάμω, δηλαδή το δεξιό­στροφο γύρισμα με την αλλαγή γινότανε αριστερόστροφο και το αντίθετο. Την ευ­θύνη την είχε αυτός που ήταν καβάλα στη φοράδα. Τότε έπρεπε ο πιτσιρικάς, που το διασκέδαζε ανεβασμένος στον βωλόσυρο, να κατέβει και να τον γυρίσει με τα χέρια του, για να μην μπερδευτούν και σωρια­στούν χάμω τα γαϊδούρια ή οι αγελάδες που τον τραβούσαν.

Ένας άλλος αλωνάρης, πάλι, ανακά­τευε με το λιχνιστήρι τα γεννήματα, ώστε να έρχονται τα επάνω κάτω ή έριχνε κι άλ­λα από τη θημωνιά. Το λιχνιστήρι στην Κρήτη το λέμε θρινάκι (από την αρχαία λέ­ξη θρίναξ), ένα ξύλινο εργαλείο, ελαφρύ, με 3 – 4 δόντια, όπως το πιρούνι που τρώμε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει ο αγρότης ένα πουρναρίσιο συνήθως κλαδί1,5 μέτρουπε­ρίπου, που να απολήγει σε τρία ή τέσσερα μικρότερα κλαδάκια, όλα στοιχισμένα στη σειρά, για να το κόψει, να το ξεφλουδίσει, να το ζεστάνει στη φωτιά, για να το κα­μπυλώσει ελαφρά, να το ξεράνει και να το κάνει θρινάκι.

Όταν είχε γίνει το «αλωνικό», δηλαδή όταν τα στάχυα είχανε γίνει άχυρο, ξέζευαν τα ζώα και τα οδηγούσαν για νερό και για βοσκή. Ήταν πολύ κουραστική αυτή η δου­λειά για τους ανθρώπους αλλά πιο πολύ για τα ζώα. Οι αλωνάρηδες είχαν τη δυνατό­τητα να αλλάζουν μεταξύ τους, να ξεκου­ράζονται στον ίσκιο της διπλανής ελιάς ή κουμαριάς, να λαγοκοιμούνται λίγο, να πί­νουν κρύο νερό από τη στάμνα. Και στον ήλιο φορούσαν το καπέλο τους. Τα ζώα, ό­μως, δεν είχανε άλλη επιλογή από εκείνη της άχαρης γυροβολιάς. Εξάλλου, η φορά­δα φορούσε το χαλινάρι της και οι αγελά­δες τις μουρίδες τους (φίμωτρα), για να μην τσιμπολογούν.

Λίχνισμα

Ύστερα άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος. Όλο το αλωνικό το στοίβαζαν στο βο­ρινό ημικύκλιο του αλωνιού. Ύστερα τέ­ντωναν ένα σκοινί εκεί όπου τελείωνε το στοιβαγμένο αλωνικό, πλακώνοντάς το στις άκρες με δύο πέτρες, για να μην πα­ρασυρθεί από κάποια αδέξια κίνηση. Στη συνέχεια με τα θρινάκια πετούσαν ψηλά το αλωνικό, ο αέρας έπαιρνε το ελαφρύ ά­χυρο και το πήγαινε από την άλλη μεριά του σκοινιού, ενώ ο καρπός σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρα­τούσε αρκετή ώρα, ανάλογα κι από την έ­νταση του αέρα. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε και τη νύχτα. Δε γινότανε να εγκαταλείψουν τη δουλειά στη μέση. Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέ­ρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν το δριμόνι, ένα με­γάλο κόσκινο με διάμετρο ένα μέτρο περί­που ή κόσκινο μικρότερο. Με το κοσκίνισμα ο καρπός έπεφτε χάμω σ’ ένα πανί, ε­νώ τα άχρηστα αντικείμενα τα πετούσαν μακριά.

 

Λίχνισμα στο αλώνι 1930. Φωτογραφία Έλλη Παπαδημητρίου.

 

Τελευταία δουλειά ήταν το σάκιασμα του καρπού και η μεταφορά του στο σπίτι με τη φοράδα ή το άλογο. Φυσικά, θα έπρεπε μετά ο καρπός να μεταφερθεί στο μύλο, να αλεστεί και να γίνει αλεύρι. Γι’ αυτό, μετά τη μεταφορά του από το α­λώνι, ή τον άφηναν προσωρινά στα τσου­βάλια ή τον έριχναν σε πιθάρια και σε με­γάλα ξύλινα κασόνια. Πριν από το άλεσμα στο μύλο, ο καρπός έπρεπε πρώτα να πλυ­θεί και να στεγνώσει.

Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, έπρε­πε να σακιάσουν τα άχυρα, για να τα μετα­φέρουν στον αχυρώνα, ώστε να ελευθερω­θεί το αλώνι για την επόμενη αλωνισιά. Αν είχαν χρόνο, το αχεροσάκιασμα ξεκινούσε αποβραδίς, μετά το λίχνισμα. Χρησιμο­ποιούσαν μεγάλα τσουβάλια και τετράγω­νες λινάτσες, τις γωνίες των οποίων έδε­ναν σταυρωτά. Τα άχυρα ήταν τροφή των ζώων το χειμώνα. Η δουλειά αυτή, σάκιασμα στο αλώνι και ξεσάκιασμα στον αχυ­ρώνα, αν και φαίνεται εύκολη, ήταν και δύσκολη και μπελαλίδικη, γιατί οι σακιαδόροι αναπνέανε τη σκόνη του άχυρου (τις κουμούρες) και πνιγόντουσαν, όπως οι μπε­τατζήδες κάποτε δεν μπορούσαν ν’ αποφύ­γουν την εισπνοή της τσιμεντόσκονης.

Στην Αργολίδα καλλιεργούσαν σιτάρι «κυρίως προς κάλυψιν των ιδίων αναγκών των καλλιεργητών». Έτσι, αν ο καιρός δεν ευνοούσε την καλλιέργεια ή αν προσβαλ­λόταν από κάποια ασθένεια, η ετήσια πα­ραγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της οικο­γένειας.Συνήθως εφάρμοσαν την καλλιέργεια της αμειψισποράς, δηλαδή της εναλλαγής καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος. Έτσι, η καλλιέργεια του σιταριού εναλλασσόταν με ε­κείνη του καπνού, της πατάτας ή της τομά­τας. Αλλά αν αυτό εφαρμοζόταν μία χρο­νιά, δεν μπορούσε να επαναληφθεί και την επομένη. Δηλαδή, μετά τη συγκομιδή του καπνού, οργωνόταν το ίδιο χωράφι με τις πρώτες βροχές για σπορά σιταριού, το ο­ποίο θα θεριζόταν τον Ιούνιο. Αυτό σημαί­νει ότι ήταν αδύνατο να φυτευτεί πάλι κα­πνός τον Μάρτιο, μια και το χωράφι ήταν ήδη σπαρμένο. Για το θέρος έπαιρναν εργάτες από τις Λίμνες και τα άλλα ορεινά χωριά της Αργολίδας, οι οποίοι εξασφάλιζαν ψωμί για τις οικογένειές τους, μια και ήταν μικρή ή ανύπαρκτη η δική τους παραγωγή. Συνή­θως έπαιρναν εργάτες οι αγρότες της Δαλαμανάρας, του Λάλουκα, της Πυργέλας, του Χώνικα, του Αβδήμπεη (Ηραίου), του Ανυφίου και του Κουτσοποδίου, «όπου η καλλιεργούμενη έκτασις διά σίτου είναι με­γαλύτερα και αι αποδόσεις καλαί».

Κατέβαιναν, όμως, θεριστάδες και α­πό τα χωριά της Κυνουρίας (Βούρβουρα, Καστρί κ.ά.) «με τα ζώα των περιερχόμενοι τα χωρία κατά μπουλούκια 10-15 εργατών ζητούντες εργασίαν». Αυτοί οι άνθρωποι έ­μεναν στο ύπαιθρο ή σπανιότερα σε σπίτια φίλων ή συγγενών. Θέριζαν από τις 2 το πρωί με το φεγγάρι μέχρι τις 8 το βράδυ ( 18 ώ­ρες!). Ο κάθε θεριστής θέριζε 40 δεμάτια και η αμοιβή του ήτανε 10%. Τα τέσσερα δεμάτια που του αναλογούσαν, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, άξιζαν μαζί με το άχυρο 152 δρχ., τη στιγμή που το κανονικό μεροκάματο είχε 70 δρχ. Αυτοί οι ξωμάχοι, ύστερα από τόσο σκληρή δουλειά ολίγων ημερών, αλώνιζαν τα δεμάτια τους σ’ ένα ορισμένο σημείο και μετέφεραν το σιτάρι και το άχυρο στα σπίτια τους με τα ζώα ή με αυτοκίνητο. Έτσι εξασφάλιζαν το ψωμί των οικογενειών τους.

 

Αλωνιστική μηχανή

 

Τέλος, στα καμποχώρια το αλώνισμα γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Αλλά στα ημιορεινά χωριά (Μηδέα, Πουλακίδα, Δεν­δρά) και στα ορεινά, όπου οι δρόμοι ήταν δύσβατοι ή ανύπαρκτοι και η παραγωγή μι­κρή, το αλώνισμα γινότανε στα αλώνια με τα ζώα και με το ντουένι με τον παραδο­σιακό τρόπο. Η αλωνιστική μηχανή δεν ήταν αυτο­κινούμενη. Όταν εργαζόταν, σε μικρή α­πόσταση από αυτήν υπήρχε ένα τρακτέρ, το οποίο της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα. Μνημονεύονται έξι αλωνιστικές μηχανές το 1938 στον Αργολικό κάμπο (δύ­ο στο Άργος και από μία στην Αγία Τριά­δα, στο Ναύπλιο, στην Πυργέλα και στον Λάλουκα), χώρια του Αχλαδοκάμπου ή της Ερμιονίδας. Όταν βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο, οι αλωνιστικές μηχανές απάλλαξαν τους α­γρότες από το βασανιστικό αλώνισμα του­λάχιστο. Τώρα πια οι μηχανές αυτές έχουν αποσυρθεί, γιατί η τεχνολογία μας προσέ­φερε τις θεριζοαλωνιστικές, οι οποίες απάλ­λαξαν τους αγρότες και από το θέρος. Ό­που δεν έχει πρόσβαση η θεριζοαλωνιστική, οι άνθρωποι έπαψαν πια να σπέρνουν και να βασανίζονται.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

Read Full Post »

Older Posts »