Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι
«Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, όνοι. Ιδίως οι αγωγιάται κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον μεταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία. Τότε και ο αγωγιάτης Σωτήρος Μαρίνος δια τριών (αριθ. 3) όνων, μετεκόμιζε τας σταφυλάς του Αλεξ. Μαρίκου επί συμπεφωνημένω ημερομισθίω δραχ. 1 λ. 50 δι’ έκαστον όνον εκάστην ημέραν»[1].
Η διερεύνηση των συνθηκών και των συγκυριών που επέτρεψαν σε έναν κόσμο να μετατρέπει το φυσικό του περιβάλλον και να διαμορφώνει ένα νέο ανθρωπογενές, απαντά σε γενικότερα ερωτήματα οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών, εξηγεί μηχανισμούς και σχέσεις, επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τις διαμορφωμένες αντιλήψεις σχετικές με την κοινωνική διάρθρωση, τη σχέση των φύλων, την παραγωγική διαδικασία. Ο κόσμος της εργασίας, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το περιβάλλον του μέσω της εργασίας, δημιουργεί οριοθετήσεις στο χρόνο και το χώρο με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητές στις συνιστώσες του οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις και οι χωροταξικές κατασκευές.
Δεν είναι τυχαίο πως η κατασκευή κατοικίας ακολουθεί μια συγκεκριμένη τυπολογία άμεσα συνδεδεμένη με την οπτική μιας επαγγελματικής και κοινωνικής κατηγορίας. Οι σχέσεις των φύλων επίσης ανατρέπονται στη διάρκεια συγκεκριμένων συγκυριών αποκαλύπτοντας νέες δυνατότητες λειτουργίας του κόσμου της εργασίας από την άποψη, αυτή τη φορά, του φύλου. Και στο σημείο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι, για παράδειγμα, η κατανομή της εργατικής δύναμης δεν γίνεται με τρόπο τυχαίο αλλά ακολουθεί ιδιαίτερους κανόνες άμεσα διαμορφωμένους από την συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία και την συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Από την άποψη αυτή, η οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή στην Αργολίδα (κονσερβοποιεία, υφαντουργεία), είναι γένους θηλυκού.
Τέλος, θα πρέπει να γίνει περισσότερο κατανοητή σε μας η διαδικασία ανταλλαγών, ένας ιδιαίτερος διάλογος μέσα στο χρόνο, μεταξύ του αγροτικού και του αστικού χώρου, του χωριού και της πόλης. Και οι δυο αποτελούν σημαντικούς οικονομικούς και πολιτισμικούς χώρους για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ιστορίας του κόσμου της εργασίας στην Αργολίδα.
Και οι δυο συμμετέχουν ακόμα και σήμερα σε μια σχέση που αλληλοκαθορίζει τη δυναμική της μιας και την εξέλιξη της άλλης. Ο αγροτικός κόσμος, παρά τη «φυσιολογική» του τάση για σταθερότητα, ανοίγεται στον αστικό είτε λόγω των οικονομικών συναλλαγών, είτε λόγω της αναζήτησης νέων τρόπων διασύνδεσής του με το νέο περιβάλλον και το αντίστροφο. Ο αστικός κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί ανάγκες των μελών του χωρίς την άμεση εμπορική-οικονομική συναλλαγή με τον αγροτικό αλλά και τη διαμόρφωση ενός φαντασιακού δρόμου της επιστροφής στη φύση και τις ρίζες.
«Η εξευτελιστική τιμή εις ην επλήρωσαν την υπ’ αυτών αγορασθείσαν ντομάταν τα διάφορα εργοστάσια Κονσερβών της περιφερείας Άργους – Ναυπλίας άτινα εξεμεταλεύθησαν κατά τον πλέον αναίσχυντον τρόπον την σημειωθήσαν υπερπαραγωγήν εις βάρος των κόπων, αγώνων και ιδρώτος του βιοπαλαίοντος Αγρότου, έθεσεν επί τάπητος την και άλλοτε μελετηθείσαν ίδρυσιν ενός μετοχικού Εργοστασίου Κονσερβών με μετόχους τους ίδιους παραγωγούς των οποίων την εσοδείαν θα επεξεργάζεται το εν λόγω εργοστάσιον και δίδει εις την κατανάλωσιν με κέρδος υπέρ των παραγωγών όλων των κερδών τα οποία επιτυγχάνουν σήμερον τα εργοστάσια και οι διάφοροι μεσάζοντες»[2].
«Όταν φέρναν το νερό»
Οι αγροτικές κοινωνίες τις περιοχής βρέθηκαν μετά τον πόλεμο αντιμέτωπες με εντονότερο από πριν το πρόβλημα της επιβίωσης. Για τις κοινωνίες αυτές και ιδιαίτερα για τις ορεινές περιοχές, το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο έντονο. Ο μικρός κλήρος δεν μπορούσε να απαντήσει ικανοποιητικά στις ανάγκες των κατοίκων και των οικογενειών λόγω της ισχνής απόδοσής του.
Η αγροτική οικονομία χαρακτηριζόταν από τη δανειακή υπερχρέωση ενδυναμωμένη από την ανεπίσημη τοκογλυφία και την επίσημη των τραπεζών. Αποτέλεσμα της ασφυκτικής αυτής κατάστασης, ήταν η διαρκής αναζήτηση νέων πόρων. Μια θέση στο δημόσιο ή στην τοπική βιομηχανία-βιοτεχνία αποτελούσαν δυο σημαντικές λύσεις για την οικογένεια. Η εξωτερική και η εσωτερική μετανάστευση αποτέλεσαν δυο άλλους δρόμους απορρόφησης ενός σημαντικού μέρους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, αρχίζουν επίσης με έντονους ρυθμούς μετά τον πόλεμο, να αναζητούν τοποθεσίες μονιμότερης εγκατάστασης προς τον Αργολικό κάμπο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης συνδυασμένων οικονομικών πόρων.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Αργολίδα είναι αυτή της μετακίνησης του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού από την Κοινότητα Βρουστίου προς το Κουτσοπόδι. Η σταδιακή εγκατάσταση σε περισσότερο πεδινές τοποθεσίες θα δημιουργήσει, με ενδιάμεσους οικισμούς, τη σημερινή Κοινότητα των Σταθέικων. Η μετακίνηση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η τακτική υποχρέωση προσφοράς εργασίας, (θεσμός εθελοντικής εργασίας) από τα μέλη της κοινότητας. Ο θεσμός αυτός δημιουργείται από την ίδια τη δομή της αγροτικής οικονομίας και ιδιαίτερα από την έλλειψη επάρκειας εργατικών χεριών.
Δημιουργείται επίσης από την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος των υποδομών (δρόμοι, ύδρευση, ιδιαίτερες συνθήκες αγροτικής παραγωγής, κτλ). Οι υποδομές αυτές στάθηκαν απαραίτητες για τη μόνιμη εγκατάσταση των μελών της κοινότητας και την ανάπτυξή της. Η εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο και η μαθητεία στον αστικό εργασιακό χώρο αποτέλεσαν δυο σημαντικούς μηχανισμούς εργασιακής ενσωμάτωσης και δημιουργίας κοινωνικής και επαγγελματικής ταυτότητας. Σημειώνω πως η εθελοντική εργασία αποτελεί θεσμό που εξακολουθούσε να υφίσταται και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 στον αγροτικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να δημιουργούν οργανωμένες ομάδες πυρόσβεσης.
Οι κάτοικοι των Σταθέικων αντιμετωπίζουν ένα σοβαρότατο πρόβλημα νερού σε όλη τη διάρκεια της μετακίνησης και εγκατάστασής τους ήδη από τη δεκαετία του ‘30. Έπρεπε να βρεθεί λύση για την ύδρευση της κοινότητας. Οι μέχρι τότε τεχνικές αποθήκευσης του βρόχινου νερού δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες. Στα 1960 αρχίζει το έργο μεταφοράς του νερού από την πηγή «Κλίμα» στην Κοινότητα Σταθέικων. Πρόεδρος της Κοινότητας ένας άνθρωπος της προόδου : ο Παναγιώτης Μπέλλος ή Πανομπέλλος. Η επιχείρηση θα διαρκέσει αρκετούς μήνες και η εθελοντική εργασία των μελών της κοινότητας θα προσλάβει επικές σχεδόν διαστάσεις λόγω της σημασίας του έργου και της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην κατασκευή του. Στην περίπτωση του δικτύου ύδρευσης των Σταθέικων, η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο ανάγνωσης της γυναικείας εργασίας, όχι ως συμπληρωματικής της ανδρικής ή της οικογενειακής, αλλά ως μηχανισμό κοινωνικού προσδιορισμού της θέσης της μέσα στην αγροτική κοινωνία.
Είναι ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που έχουμε, για τη μορφή και τη λειτουργία της εθελοντικής εργασίας στην Αργολίδα. Για αιώνες αυτός ο τύπος εργασίας, θα αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό εμπέδωσης της κοινοτικής αλληλεγγύης αλλά και της επίλυσης του προβλήματος έλλειψης εργατικών χεριών.
Κατασκευή του αστικού χώρου και εργοστασιακή εργασία
Αντίθετη φαίνεται να είναι η δομή της γυναικείας εργασίας στον υπό διαμόρφωση βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Θα δούμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για το θέμα αυτό αφού προηγουμένως σκιαγραφήσουμε τον βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας.
Οι παραγωγικές διαδικασίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τους χώρους στους οποίους αναπτύσσονται. Η αγροτική παραγωγή, για παράδειγμα, καθορίζει και τον τύπο της βιομηχανίας που θα αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα του Ναυπλίου, όπως είναι η κονσερβοποιία. Ταυτόχρονα, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, η εσωτερική μετανάστευση αλλάζει τη δημογραφική εικόνα της Αργολίδας προς όφελος των διαμορφούμενων αστικών χώρων.
Η διάσταση αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση φαινομένων όπως η εσωτερική μετανάστευση και η διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού κατά περιοχή. Θα αναφέρω για παράδειγμα το γεγονός ότι μια σειρά από επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην περιφέρεια των πόλεων βρίσκονται σταδιακά στο κέντρο σχεδόν του αστικού ιστού. Είναι κλασική η περίπτωση της οδού Πειραιώς που συνδέει τον Πειραιά με την Αθήνα. Στα αστικά κέντρα της Αργολίδας παρουσιάζεται[3], τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο όπως στις περιπτώσεις των βιομηχανιών ψύχους Λέκκα και Καράμπελα ή ακόμα της Βιομηχανίας Αεριούχων ποτών «Παλίρροια», η οποία τελικά δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ξανά στη δεκαετία του ’90 λόγω των αντιδράσεων των περιοίκων[4].
Σχετικά με τον τύπο των δραστηριοτήτων, μερικά στοιχεία είναι ενδεικτικά του επιχειρηματικού προσώπου που διαμορφώνει το κάθε αστικό κέντρο. Στον εμποροβιομηχανικό οδηγό του 1950 αναφέρεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Αργολιδοκορινθίας είναι 250.000 κάτοικοι και ότι «εκ των βιομηχανιών σπουδαιοτέρα είναι η της ηλεκτροπαραγωγής εις τα μεγαλείτερα κέντρα, τα εργοστάσια κονσερβών, κηπουρικών και λαχανικών προϊόντων του Ναυπλίου και της Αργολίδος, (…), υφαντουργεία εις το Άργος, ως καί τινα ελαιουργεία και μακαρονοποιεία».
Διαγράφεται έτσι, το επαγγελματικό προφίλ των περιοχών με τις εξειδικεύσεις τους και θα αναφερθούμε εδώ αποκλειστικά στο βιοτεχνικό – βιομηχανικό τομέα. Σε σχέση με το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα[5], σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στο επίπεδο της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής στη μεταπολεμική περίοδο.
-
Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή του καταγράφονται οκτώ επιχειρήσεις στην κατηγορία «Βιομηχανίαι Κονσερβών» : «ΑΒΕΚ» (Μπολάτι), «Δήμητρα» (Κούτσι), «Κύκνος» (Δαλαμανάρα), «Μηναίος Κ.» (Ναύπλιο), «Μηναίος Κ. Υιοί» (Ασίνη), «Ξυλινάς Ιωάννης» (Κοφίνι), «Πελαργός» (Ναύπλιο), «Φίλης Ανας.-Κ.» (Ασίνη).
-
Τρεις επιχειρήσεις στην κατηγορία «Ποτοποιεία – Αεριούχα» : Αφοι Καρώνη, Κουικόγλου Τρύφων, Πλατής Δημ.
-
Μία υφαντουργική επιχείρηση (Αφοι Γκούμα) και δυο Σαπωνοποιίες (Τόμπρας Μενελ., Καλογερόπουλος Δ.).
Το Ναύπλιο θα αρχίσει σταδιακά, μετά από μια σοβαρή τάση αποβιομηχάνισης ιδιαίτερα λόγω της μεταφοράς του «Κύκνου», να διαμορφώνει μια νέα πολιτική και προσανατολίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες και τον τουρισμό.
Το Άργος διαθέτει ένα περισσότερο βιομηχανικό προφίλ. Οι επαγγελματικές καταγραφές όμως είναι σημαντικές σε σχέση με εκείνες του Ναυπλίου γιατί επιτρέπουν να δημιουργηθεί ένας συσχετισμός μεταξύ νέων και παραδοσιακών επαγγελμάτων τα οποία επιβιώνουν ακόμα και στη δεκαετία του ’70 και παράλληλα μας παρουσιάζουν τη γεωγραφία των συναλλαγών της πόλης με τον αγροτικό χώρο.
Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘50 καταγράφονται τέσσερα συνεργεία αυτοκινήτων, έξι καρροποιεία και τρία σαγματοποιεία. Παράλληλα, φαίνεται μια βιομηχανική υποδομή περισσότερο διευρυμένη από άλλες περιοχές και πολυδιάστατη σε ότι αφορά το παραγόμενο προϊόν. Περιληπτικά οι επιχειρήσεις είναι οι παρακάτω :
-
Αρκετά μηχανουργεία που δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών (π.χ. μηχανές εσωτερικής καύσης) μεταξύ των οποίων του Λουκά Τζηβελή (Κορίνθου), Ανδρ. Τσεκέ (Δαναού), κ.α.
-
Δυο εργοστάσια ζυμαρικών (Μπιτσαξής – Τσεκρέκος, Μπουλαμάκης Γ).
-
Δυο Βυρσοδεψεία (Βόγλης Γ., Χειλαδάκης Κ.)
-
Δυο Ποτοποιίες (Μαυράκης Β., Οικονόμου Χρ.)
-
Ένα εργοστάσιο αεριούχων ποτών (Αφοι Σκαρπίδη)
-
Δυο Εκκοκκιστήρια βάμβακος (Σαραντόπουλος Ηλ.- Μπόμπος Κ., Τσαγκούρης – Κολύβας)
-
Δυο Βιομηχανίες πάγου (Καράμπελας, Λέκκας)
-
Οκτώ υφαντουργικές βιομηχανίες : «Αργολίς» Γκότσης – Παπαδάκης – Μποβόπουλος, Λαλουκιώτης – Σούπας, Αφοι Μαρίνου, Αθ. Μπόνης, Νάσκος – Ρουσόπουλος – Σκλήρης, Αφοι Παζιώτα, Ρόκας – Τζωρτζόπουλος – Κεληδήνος, Υψηλάντης – Λούκας.
Η υφαντουργία θα αποτελέσει μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 την αιχμή του δόρατος της αργειακής βιομηχανίας. Η ύπαρξη μιας σημαντικής εργασιακής εμπειρίας στην υφαντουργία (ασχολίες στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας), έδωσε τη δυνατότητα μιας άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένη εργατική δύναμη που της επέτρεψε να αναπτυχθεί ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα.
Δεν μπόρεσε όμως να αναπτύξει παραγωγικές στρατηγικές που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει τη θέση της σε ένα νέο καταμερισμό της εργασίας. Υπήρξε θύμα του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών συναλλαγών με αποτέλεσμα, τα εργοστάσια να κλείνουν το ένα μετά το άλλο ή, τα ελάχιστα που έμειναν και μετατράπηκαν σε βιοτεχνίες, να διατηρούν κάποια δραστηριότητα μόνο με το «φασόν». Παρά το πρόβλημα αυτό, παραμένει μια βιοτεχνική και βιομηχανική περιοχή ενώ παρατηρούνται νέες εξειδικεύσεις (οινοποιία, μηχανολογικές κατασκευές, κλπ) με σοβαρές προοπτικές εξέλιξης.
Σε μια άλλη περιοχή της Αργολίδας, την ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας και του Κρανιδίου, θα διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ταρσανάδες και η ναυπηγοεπισκευαστική τους δραστηριότητα καθώς επίσης οι μύλοι και τα ελαιοτριβεία. Φαίνεται επίσης να υπάρχει μια εμβρυώδης βιοτεχνία σαπωνοποιίας χωρίς όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εξέλιξης. Υπογραμμίζω πάντως πως οι δραστηριότητες του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα (π.χ. στα Ναυπηγεία Κοιλάδας οι Μπασιμακόπουλος, Λέκκας, κ.α) ήταν σημαντικές για την περιοχή και διατηρούνται μέχρι και σήμερα.
Σημαντική επίσης φαίνεται πως ήταν και μια προσπάθεια στον τομέα της εξόρυξης και των μεταλλείων στην περιοχή της Ερμιονίδας ήδη από το 1905. Το 1926 αποκτά την ιδιοκτησία των μεταλλείων ο Πρ. Μποδοσάκης. Μετά τον πόλεμο του ’40 τα μεταλλεία εκσυγχρονίζονται αλλά τελικά οι στοές τους θα κλείσουν το 1978[6]. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην περιοχή μια μεγαλύτερη εξειδίκευση και ένας εντονότερος προσανατολισμός προς τον τουρισμό.
Παράλληλα στοιχεία – Α. Γυναικεία εργασία
«Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φιλέργους γυναίκας, οιαί είσιν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα δια των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική»[7].
Ακολουθώντας τη ροή της εσωτερικής μετανάστευσης ο γυναικείος πληθυσμός των πόλεων (Ναύπλιο, Άργος), αποτελεί τη μεγάλη δεξαμενή εργατικής δύναμης στις μονάδες παραγωγής της κονσερβοποιίας της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου και στα υφαντουργικά κυρίως εργοστάσια του Άργους.
Από την άποψη του μεγέθους, η γυναικεία εργατική δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των ανδρών στους συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής και ακολουθεί στην Αργολίδα την ίδια πορεία διαμόρφωσης που ακολουθεί και στην υπόλοιπη χώρα. Η γυναικεία εργασία αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό μέγεθος για την παραγωγική διαδικασία. Ήταν κατά πολύ φθηνότερη από την ανδρική και λειτουργούσε υποβοηθητικά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή τη βοήθεια που προσέφερε σε όσους έμεναν στο χωριό. Τη θεωρούσαν πιο πειθαρχημένη και κινητική μιας και η γυναίκα «μετακινούνταν συχνά από το ένα επάγγελμα στο άλλο, γεγονός που οφειλόταν στις στρατηγικές επιβίωσης των εργατικών οικογενειών»[8], καθώς επίσης και λιγότερο επιρρεπής στο «να δημιουργεί προβλήματα στην εργοδοσία (απεργίες, κ.τ.ό)»[9]. Στο Άργος πάντως αναφέρεται ήδη στα 1933 μια μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση εργατριών[10].
Β. Μαθητεία
Ταυτόχρονα με την εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο, ο θεσμός της μαθητείας θα αποτελέσει ένα σημαντικότατο μηχανισμό κοινωνικής και εργασιακής ενσωμάτωσης. Πρόκειται για έναν ιστορικό θεσμό στα πλαίσια της εργασίας με την ευρύτερη έννοιά της αλλά και με την εξειδικευμένη (κλάδοι παραγωγής, οικονομικές δραστηριότητες, κτλ). Ήδη στις μεσαιωνικές συντεχνίες η μαθητεία αποτελεί στάδιο της εσωτερικής ιεράρχησης και απαραίτητο βήμα για την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινότητα. Στη σύγχρονη εποχή η λογική της μαθητείας παραμένει η ίδια παρά τις δυσκολίες που, ανάλογα με τις εποχές, αντιμετωπίζει ο θεσμός σχετικά με τη «διαθεσιμότητα» των επαγγελματιών, τις αποδοχές, κτλ.
Η προφορική ιστορία των εργασιακών σχέσεων μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού της μαθητείας. Ένας από τους καλύτερους παντελονάδες της Αργολίδας, όπως θεωρείται από συναδέλφους του κλάδου του, ο κ. Παναγιώτης Αθανασάκος, μου εξηγούσε πως η τετραετής μαθητεία του στο εμποροραφείο του Κων. Θεοδωρόπουλου (θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα της μεταπολεμικής περιόδου), ακολουθούσε συγκεκριμένα στάδια εκμάθησης και η καλύτερη μέθοδος για «να προοδέψει κανείς» ήταν να κοιτάζει από μόνος του κινήσεις και τεχνικές των καλφάδων, ώστε να μαθαίνει την τέχνη. Ο μισθός ήταν ανύπαρκτος, όπως ανύπαρκτο ήταν και το ωράριο εργασίας.
Βεβαίως, ο θεσμός θα επενδυθεί και ιδεολογικά ανάλογα με τις αξίες που επικρατούν σε κάποια περίοδο. Σε κύριο άρθρο με τίτλο : «Εργοδόται και μαθητευόμενοι», η Ασπίς του Άργους (27 Μαΐου 1962), αναδεικνύει με τον καλύτερο ίσως τρόπο την επικρατούσα ιδεολογία για το θεσμό της μαθητείας, «…οι εργαζόμενοι ανήλικοι» σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, «ενώ εκλιπαρούν την πρόσληψιν δια την εκμάθησιν μιας τέχνης, κατόπιν με τας διαφόρους υπέρ αυτών προστασίας, μεταβάλλονται εις αναιδείς και ουχί με διάθεσιν εργασίας, διότι ενώ αυτοί προστατεύονται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δύνανται οποτεδήποτε να εγκαταλείψουν την εργασίαν των, δεν προστατεύεται ο εργοδότης ο οποίος ούτε να τους εκδιώξη δύναται ούτε καν να τους επιπλήξη ή να τους υποδείξη καλλιτέραν απόδοσιν και επίδοσιν». Όμως παρά τις δυσκολίες, ο θεσμός εξακολουθεί να λειτουργεί γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία του.
Γ. Μέσα και έξω
Μια σημαντική διάκριση του χώρου που οργανώνει την εργασία και δια μέσου αυτής τις κοινωνικές σχέσεις, αφορά στις δραστηριότητες που γίνονται «μέσα» σε εργασιακούς χώρους και σε εκείνες που επιτελούνται «έξω» από αυτούς. Η διάκριση επιδρά στη διαμόρφωση κωδίκων συμπεριφοράς τόσο σε επαγγελματικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και η μελέτη της εργοστασιακής εργασίας με όρους πολιτισμικούς, ιδιαίτερα για τις περιόδους έντονης μετανάστευσης, μας αποκαλύπτει την ψυχολογική ένταση που προκαλούσε το νέο είδος εργασίας, η βιομηχανική πειθαρχία και ο «μέσα» χώρος, στους νέους εργαζόμενους. «Η εργοστασιακή εργασία ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τα πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν συνηθίσει από την αγροτική ζωή τους να ελέγχουν το χρόνο της ημέρας τους, να έχουν την ανεξαρτησία τους…»[11].
Παρ’ ότι χαρακτηρίζει περισσότερο τις μεσογειακές κοινωνίες και άρα, η διάσταση των κλιματολογικών συνθηκών διαδραματίζει το δικό της ρόλο, στην πάροδο του χρόνου διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη επαγγελματική νοοτροπία που θέτει στο επίκεντρό της τη δημόσια θέα ως αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ακόμα και στις περιπτώσεις επαγγελματικών δραστηριοτήτων που δεν επιτελούνται σε αίθριο χώρο (παρά την ύπαρξη επαγγελματικής στέγης), ο «μέσα» χώρος γίνεται απόλυτα ορατός : η τζαμαρία ενός κουρείου θέτει ταυτόχρονα το όριο μεταξύ του «μέσα» επαγγελματικού χώρου και της «έξω» πραγματικότητας επιτρέποντας στη δεύτερη την απόλυτα ορατή ανάγνωση του πρώτου. Το πόσο σημαντική ήταν η κοινωνική αυτή διάσταση της εργασίας μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, αποδεικνύεται και από την αντίστροφη σημερινή πρακτική της «κάλυψης των ορατών σημείων» ενός επαγγελματικού χώρου. Η πρακτική αυτή είναι περισσότερο αστική και ιδιωτική και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες καπιταλιστικής ανάπτυξης ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ανόδου των αστικών στρωμάτων.
Η κοινωνική σύνθεση και οι μεταβολές της ακολουθώντας μακροχρόνιες διαδικασίες διαμόρφωσης, επιδρούν μεταξύ άλλων στις επαγγελματικές πρακτικές αλλά και στις χωροθετήσεις. Σημαδεύουν δηλαδή το χώρο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η αρχιτεκτονική και η δόμηση του χώρου.
Στους ιστούς των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων η χωροθέτηση, πραγματική και συμβολική, γίνεται ακόμα και με το διαχωρισμό μεταξύ εργατικών, μικροαστικών και μεγαλοαστικών συνοικιών. Στα μικρότερα πολεοδομικά συγκροτήματα, στις επαρχιακές δηλαδή πόλεις, η διαφοροποίηση αυτή είναι λιγότερο έντονη αλλά καθρεπτίζεται επίσης στο είδος και τη μορφή της κατοικίας καθώς επίσης και στους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται τα μέρη του πολεοδομικού ιστού.
Δ. Ιστορία της εργασίας και Τοπική Αυτοδιοίκηση
Η έρευνα για τον κόσμο της εργασίας διαθέτει επίσης μια σημαντική διάσταση ως προς την ίδια την ιστορία των επαγγελμάτων. Όπως ήδη σημείωσα, μπορεί η λογική της επαγγελματικής κινητικότητας να ακολουθεί τα μεταναστευτικά ρεύματα και τις τεχνολογικές εξέλιξης, δεν αλλάζει όμως ριζικά το περιεχόμενό της. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να παρατηρήσει επαγγέλματα που ήδη υπάρχουν ή που ξαφνικά αναβιώνουν και χαρακτηρίζουν προ-καπιταλιστικές ή προ-βιομηχανικές περιόδους.
Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι κοινωνικές και οι εργασιακές σχέσεις, οι πολιτισμικές αντιστάσεις ή διαφοροποιήσεις, το επίπεδο του τεχνικού πολιτισμού και ο βαθμός αφομοίωσής του, οι τρόποι με τους οποίους νοούνται οι χώροι και σημαδεύονται με εργασιακούς και κοινωνικούς συμβολισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας είναι εκείνος που καθορίζει το ανθρωπογενές περιβάλλον και το μεταλλάσσει με τις δραστηριότητές του. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζει ένα πλήθος ενεργειών και δράσεων.
Μιλήσαμε για τη σημασία του θεσμού της μαθητείας, αλλά ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να διερευνηθεί είναι η εκπαίδευση σε σχολές που οργανώνουν οι επαγγελματίες ή οι βιομήχανοι. Στα 1962, για παράδειγμα, διαβάζουμε σε μια ανακοίνωση της επιχείρησης «Αφοι Λεπτοκαρύδη Ο.Ε» :
«Προς τους γονείς και κηδεμόνας της περιφερείας μας γνωρίζομεν ότι : Διαπιστωθείσης της τεραστίας επιτυχίας του τμήματός μας Κοπτικής και Ραπτικής και αποδειχθέντος του σημαντικού έργου του επιτευχθέντος υπό της Σχολής μας από πάσης πλευράς, αποφασίσαμεν την πρόσληψιν και νέων μαθητριών, βέβαιοι όντες ότι προσφέρομεν εις τα συμφέροντά σας και το μέλλον των παιδιών σας ό,τι ουδείς άλλος ηδυνήθη μέχρι σήμερον.
Εξασφαλίζομεν εκμάθησιν αρίστην εις διάστημα διετίας αναλαμβάνοντες την πλήρη θεωρητικήν και πρακτικήν κατάρτισιν των μαθητριών. Παρέχομεν στέγην και τροφήν δωρεάν, υπέχοντες την ευθύνην δια την εν γένει καλήν διαβίωσίν των και την αγωγήν των» (1962).
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ένα σημαντικό μέρος της έρευνας για την εθνική ιστορία του κόσμου της εργασίας. Η καταγραφή τους δεν αποτελεί ένα απλό ενθύμιο μέσα στο χρόνο, αλλά μια δύσκολη πορεία αυτογνωσίας απαραίτητης για τη διαφύλαξη των κοινωνικών δεσμών και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν γίνει τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της μελέτης και της διαφύλαξης των ιστορικών εμπειριών των τοπικών κοινωνιών. Ας ελπίσουμε πως και στη χώρα μας οι τοπικές κοινωνίες και οι υπεύθυνοι τοπικοί άρχοντες θα θεωρήσουν επίσης ως πρωταρχικό βήμα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους, τη γνώση, το σεβασμό και το διάλογο με το παρελθόν τους.
Γεώργιος Κόνδης
Δρ. Κοινωνιολογίας
Υποσημειώσεις
[1] Χρήστου Καραγιάννη, Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος, 1900.
[2] Ασπίς του Άργους, 11 Οκτωβρίου 1936.
[3] Το πρόβλημα υφίσταται ακόμη και σήμερα δημιουργώντας εντονότατα προβλήματα στον οικιστικό αστικό ιστό, αλλά και με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το Επιμελητήριο Αργολίδας έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα και μια πρώτη παρουσίαση έγινε στα πλαίσια της διοργάνωσης της έκθεσης «Αργολίδα 2005». Όμως, στο θέμα της δημιουργίας βιομηχανικών πάρκων η Αργολίδα γνωρίζει απελπιστικά μεγάλη καθυστέρηση.
[4] Σχετική παρουσίαση του θέματος γίνεται σε άλλες σελίδες του χριστουγεννιάτικου ένθετου της «Αργολίδας».
[5] Μια σχετική σύγκριση μπορεί να γίνει στο επίπεδο των επαγγελμάτων σύμφωνα με τις υπάρχουσες καταγραφές. Για παράδειγμα, με τον κατάλογο των επαγγελματιών του Άργους που αναδημοσιεύει το περιοδικό «Ελλέβορος» στο αφιέρωμά του για το Άργος, τ. 11, 1994. Βρίσκουμε κάποια συνέχεια σε ορισμένα επαγγέλματα (Γ. Βόγλης, Βυρσοδέψης, 1905 και 1950), αλλά παράλληλα και πολλές αλλαγές σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες.
[6] Ο Στ. Δαμαλίτης έγραψε ένα σημαντικό κείμενο για την ιστορία των μεταλλείων με πολλές πληροφορίες (Εφ. «Αργολίδα», Νοέμβριος, 2001), καθώς και ένα οδοιπορικό στα μεταλλεία μαζί με το δημοσιογράφο Γ. Αντωνίου (Εφ. «Αργολίδα», 6-7 Ιουλίου 2002). Οι φωτογραφίες που διέσωσαν στη μνήμη μας το χώρο των μεταλλείων ανήκουν στο φωτογράφο της Ερμιονίδας, όπως τον αποκαλούν, Στέφανο Αλεξανδρίδη. Είναι τιμή για ένα τόπο να διαθέτει τέτοιους ανθρώπους, που μόνο με την αγάπη τους διέσωσαν και διασώζουν ακόμα τις ιστορικές μας μνήμες.
[7] Δαναός, 4 Φεβρουαρίου 1896.
[8] Για μια σύντομη αλλά εξαιρετική ανάλυση της γυναικείας εργασίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στο : Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. 1900-1922. Οι απαρχές, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, σ. 96-101.
[9] Ό.π., σ.97.
[10] Ανάλυση της σχετικής ειδησεογραφίας γίνεται από το Βασίλη Δωροβίνη σε άρθρο του με τίτλο «Συμβολή στην Ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα. Η απεργία του 1933 στο Άργος», εφ. «Θάρρος», 10-17 Ιουλίου 1984.
[11] Ιστορία της Ελλάδας…, ό.π., σ.101.
Σχολιάστε