Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου | Γεώργιος Η. Κόνδης – Κοινωνιολόγος, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Γεωργίου Κόνδη με θέμα:«Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου», στο οποίο παρουσιάζει το 8ο Πανελλήνιο Ονοματολογικό Συνέδριο το οποίο διεξήχθη στην εμβληματική Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας και ιδιαίτερα την έρευνα της κ. Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου σχετικά με την «προέλευση των Κρανιδιώτικων επωνύμων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)».
«Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου»
Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η παρουσίαση της 25ης Επιστημονικής Επετηρίδας της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας (2024) και ιδιαίτερα της έρευνας της κ. Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου σχετικά με την «προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)»[1]. Η έρευνα έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συμβάλει στην καταγραφή άγνωστων στοιχείων της τοπικής ιστορίας, συμβάλλοντας στη γενικότερη εθνική ιστοριογραφία και μελέτη.
Από την άποψη αυτή, η «ονοματολογία» είναι ένας ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος άμεσα συνδεμένος με τη γλωσσολογία, την ιστορία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ευρώπη, αλλά σχετικά άγνωστη στη χώρα μας. Διδάσκεται μάλιστα ως αυτόνομο επιστημονικό αντικείμενο, σε πολλά Πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο. Αρκετοί επίσης είναι οι ερευνητές που ασχολούνται με τον κλάδο αυτό όπως και με την «γενεαλογία», προσφέροντας σημαντικά ερευνητικά αποτελέσματα για την κοινωνική δομή και εξέλιξη μέσω της μελέτης ονομάτων και οικογενειακών διακλαδώσεων οι οποίες ορίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ολόκληρους γεωγραφικούς χώρους. Ταυτόχρονα, μια σειρά από αναδυόμενα ερευνητικά στοιχεία τα οποία αφορούν στην οικονομία, την εργασία, το επάγγελμα, ενισχύουν τη σημασία της έρευνας στο πλαίσιο των επιστημονικών αυτών κλάδων. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό το έργο της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.

Ονόματα, επιστημονική επετηρίδα της ελληνικής ονοματολογικής εταιρείας, τόμος 25, Ιανουάριος 2024. «Ονοματολογικά Πελοποννήσου», Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Ονοματολογικού Συνεδρίου (Ανδρίτσαινα, 28-30/08/2023),
Η ονοματολογία: έρευνα και προσανατολισμοί
Στη γενική της θεώρηση η «Ονοματολογία» αποτελεί την επιστήμη του «κυρίου ονόματος», είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε για πράγματα, είτε για τοποθεσίες. Ως ιδιαίτερη ερευνητική τάση θέτει στο επίκεντρο των αναζητήσεών της τα ονόματα των προσώπων, τα ανθρωπωνύμια[2], επομένως βασίζεται κυρίως στην ετυμολογία και την ερμηνεία των επωνύμων και, κατ’ επέκταση, στα τοπωνύμια που συνδυάζουν άμεσα το ανθρωπωνύμιο με τον γεωγραφικό χώρο, τον τόπο. Σήμερα όμως, η ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου είναι τέτοια που επιτρέπει στους ερευνητές να διαμορφώσουν νέα ερευνητικά πεδία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σημειώνω, πως η ελληνική ρίζα των χρησιμοποιούμενων όρων πιστοποιεί τη σημασία της ελληνικής γλώσσας ως προς το περιεχόμενο των ερευνητικών αντικειμένων. Από πανεπιστημιακό μάθημα[3] «Ονοματολογίας» αντιγράφω ερευνητικούς τομείς:
– Ανθρωπωνύμια (πατρώνυμα, μητρώνυμα, τοπώνυμα, επαγγέλματος, ψευδώνυμα, υποκοριστικά, παρατσούκλια, κ.ά.)
– Τοπωνύμια (πόλεις, χωριά, κοινότητες, κ.ά.) στα οποία περιλαμβάνονται και οι παρακάτω ερευνητικοί χώροι:
- Υδρωνύμια (ονόματα ποταμών, λιμνών, κλπ.)
- Ορωνύμια (ονόματα λόφων, βουνών, κλπ.)
- Οδωνύμια (ονόματα οδών, παλαιών περασμάτων, κλπ)
- Μικροτοπωνύμια (ονόματα δασών ή χώρων που δεν κατοικούνται ή με ελάχιστη ανθρώπινη παρουσία)
- Μάκροτοπωνύμια (ονόματα Δήμων, χωριών, κλ.π).
– Θεωνύμια (ονόματα θεοτήτων πολυθεϊκών θρησκειών)
– Αγιωνύμια (ονόματα αγίων, οσίων, κλπ)
– Εθνωνύμια (ονόματα κρατών)
Με το παράδειγμα αυτό έχουμε μια πρώτη ιδέα της ανάπτυξης του επιστημονικού κλάδου της «Ονοματολογίας», παρ’ ότι η ανάπτυξη αυτή περιλαμβάνει και σειρά άλλων αντικειμένων (ζώα, φυτά, ορυκτά, κατασκευές, κ.ά) στα οποία όμως δεν θα αναφερθούμε στη σύντομη αυτή παρουσίαση. Σημασία έχει η κατανόηση της ονοματολογίας όχι ως απλή έκφραση ονοματισμού αντικειμένων για πρακτικούς λόγους αλλά ως γλώσσας ενσωματωμένης στις ανθρώπινες διεργασίες, δηλαδή σε μια οπτική ιστορική, κοινωνική, ανθρωπολογική και ψυχολογική (Grimaux, 1991, σ. 11). Η διεπιστημονική προσέγγιση είναι επομένως ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς ονοματολογικής έρευνας για μια σειρά από ζητήματα όπως προκύπτουν από την ήδη πλούσια βιβλιογραφία στον τομέα αυτό. Απολύτως ενδεικτικά θα αναφέρω τις μελέτες της Patricia Anne Davis (1968), για τα ονόματα στη σοβιετική Ρωσία, της Cheryl Ann Cody (1987) για τις ονομασίες των σκλάβων στη Νότια Καρολίνα και ακόμη, πιο πρόσφατα, τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες έρευνες στο πεδίο της οικογενειακής ονοματολογίας-γενεαλογίας του Yves Olivier (2006).
Στη σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης των θεμάτων της ονοματολογίας αναφέρεται στον πρόλογο της Επετηρίδας που παρουσιάζουμε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας Ξενοφών Τζαβάρας σημειώνοντας:
… η Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία προσθέτει άλλο ένα λιθαράκι στην προσπάθεια που καταβάλλει για ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με την πολύπτυχη ιστορική, γλωσσική, λαογραφική, εθνική και εν γένει πολιτιστική αξία των κυρίων ονομάτων και τη διάσωση αυτών, για τη διάδοση, ανάπτυξη και εμπέδωση της ονοματολογικής έρευνας και επιστήμης στην Ελλάδα…
Η ονοματολογική έρευνα ακολούθησε διάφορα στάδια από τον 5ο αιώνα που σώζεται το παλαιότερο ονοματολογικό τεκμήριο De nominibus Gallicis ή γνωστότερο ως Γλωσσάρι του Endlicher από το όνομα του Αυστριακού γλωσσολόγου[4] που το ανακάλυψε και το παρουσίασε το 1836, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όταν μπήκαν πλέον οι επιστημονικές βάσεις της ιστορικής γλωσσολογίας[5].
Ο Paul Fabre (1987) σημειώνει πως την εποχή αυτή πραγματοποιείται μια τομή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. «Η σύγχρονη ονομαστική παραμένει πραγματιστική. Κατανοεί το κύριο όνομα ως το αποτέλεσμα μιας σύμβασης που καθιστά το επώνυμο “το κατώφλι του κύριου ονόματος”, του οποίου η σημασία καθίσταται δευτερεύουσα και ο αναφορικός προσδιορισμός πρωτεύων. Το όνομα εμφανίζεται επομένως ως λειτουργία και όχι ως κατηγορία, και αυτό υποχρεώνει την ονοματολογία να κινηθεί προς κοινωνιογλωσσολογικές επιστημονικές προσεγγίσεις».
Σειρά ονοματολογικών επιστημονικών ερευνών καταδεικνύουν τον προσανατολισμό αυτό (Ντίνας, 2004, Μπαρδάκης, 2023, κ.ά). Το γεγονός δε ότι η έρευνα επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια σε ιδιαίτερα πεδία, προσφέρει ένα πλήθος ονομαστικών αποτυπώσεων ενισχύοντας το ενδιαφέρον για τα νέα ονοματολογικά επιστημονικά δεδομένα που βλέπουν το φως της ημέρας. Μια από τις πρόσφατες συμβολές στην ονοματολογία ανήκει στον Βάλτερ Πούχνερ (2023) ο οποίος ακριβώς καταγράφει στην ελληνική δραματουργία τη λειτουργική διαφοροποίηση του κυρίου ονόματος μέσα από μια πλούσια θεματικά ιστορικο-θεατρική οπτική.
Ονόματα στην 25η παρουσία της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας
Είναι προφανής η σημασία της συμβολής της 25ης Επιστημονικής Επετηρίδας της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, στην ανάγνωση των κοινωνικών τρόπων οργάνωσης στον ελλαδικό χώρο, στη λειτουργία του ονόματος και στην ιστορική αποτύπωση κάθε μορφής (οικιστική, στρατιωτική, οικογενειακή, κ.λπ.).
Η Επετηρίδα περιλαμβάνει 35 ανακοινώσεις από το 8ο Πανελλήνιο Ονοματολογικό Συνέδριο το οποίο διεξήχθη στην εμβληματική Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας. Ο θεματολογικός πλούτος των ανακοινώσεων και των αντίστοιχων άρθρων της Επετηρίδας υπογραμμίζει, για μια ακόμη φορά, το ενδιαφέρον για το επιστημονικό πεδίο και τα πολύμορφα ερευνητικά ενδιαφέροντα που αναδεικνύονται με ένα εντυπωσιακό γεωγραφικό εύρος.
Στο παράδειγμα που δίνουμε στη συνέχεια από το άρθρο της Γιαννούλας Γιαννουλοπούλου και του Ασημάκη Φλιατούρα γίνεται σαφέστερα κατανοητή η σημασία της ονοματολογικής έρευνας και η ευρύτητα του επιστημονικού πεδίου το οποίο περιλαμβάνει ιστορικά κείμενα, μεταξύ άλλων, λογοτεχνικά όπως στην περίπτωση αυτή το «Χρονικόν του Μορέως». «Ο στόχος της παρούσας εργασίας» σημειώνουν οι ερευνητές, «είναι να μελετήσει σε μια αμιγώς γλωσσολογική οπτική τα 274 καστρωνύμια της Πελοποννήσου. (…) Στο πλαίσιο αυτό θα υποστηρίξουμε ότι τα καστρωνύμια της Πελοποννήσου συνιστούν ένα είδος περισσότερο διαφανούς υποστρωματικής διατήρησης της ιταλοβενετικής και φραγκικής γλωσσικής επίδρασης σε σύγκριση με τα προσηγορικά λεξιλογικά δάνεια», (2024, σ. 119). Παρακάτω ένα μέρος της ερευνητικής καταγραφής η οποία περιλαμβάνει και τα κάστρα της Αργολίδας.
Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων της Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου
Μεταξύ των ερευνών που αντλούν τη θεματολογία τους από την Αργολίδα[6] η έρευνα της Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου[7] με τίτλο Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συμβολές στην ανάπτυξη της τοπικής ιστορίας καθώς φέρνει στο φως σημαντικά στοιχεία για τις μεγάλες οικογένειες του Κρανιδίου και κατ’ επέκταση συμβάλει στην περεταίρω ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών δομών και σχέσεων της περιοχής του Κρανιδίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα συστηματικής καταγραφής και ανάλυσης κύριων ονομάτων με τη λογική της «δηλωτικής ονομασίας» (Πούχνερ, ο.π., σ. 11), δηλαδή της ονομασίας η οποία εκτός από την επωνυμία και την ατομική ταυτότητα περιλαμβάνει και άλλα σημασιολογικά χαρακτηριστικά το σύνολο των οποίων ορίζει τον ανθρωπολογικό καμβά μιας κοινότητας και μιας περιοχής.
Η ερευνήτρια αναφέρεται εισαγωγικά στο ιστορικό περίγραμμα της κοινότητας Κρανιδίου από τον 12ο αι. έως τα τέλη του 19ου αι., ένα περίγραμμα που καθορίζεται από τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, την εγκατάσταση και τη μίξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων στην περιοχή της Ερμιονίδας και ιδιαίτερα του Κρανιδίου: Έλληνες, Αλβανικές φάρες, Τούρκοι, Ενετοί και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες – στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην Αργολίδα δημιούργησαν ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα στις τοπικές κοινωνίες της περιοχής (σ. 566).
Η συστηματική μελέτη και καταγραφή των επωνύμων με βάση το Μητρώο Αρρένων Κρανιδίου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επέτρεψε τη δημιουργία κατηγοριών στις οποίες καταχωρήθηκαν τα επώνυμα ώστε να γίνει ευκολότερη η ανάδειξη και ανάλυση των σημασιολογικών χαρακτηριστικών τα οποία προκύπτουν από τις δηλωτικές ονομασίες.
Έτσι, η ερευνήτρια παρουσιάζει ένα σύνολο τεσσάρων χαρακτηριστικών (τόπος καταγωγής, βαπτιστικά, επαγγελματικά, σωματικά, ιδιότητες χαρακτήρα) τα οποία εντάσσονται σε μια γενικότερη ετυμολογική κατηγοριοποίηση με βάση τις τέσσερεις ετυμολογικές ρίζες που χρησιμοποιεί η ερευνήτρια για την καταγραφή και ανάλυση των επωνύμων: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική. Κάθε ρίζα περιλαμβάνει τα κατηγοριοποιημένα στα τέσσερα χαρακτηριστικά επώνυμα και η μεθοδολογία αυτή επιτρέπει στην ερευνήτρια να καταλήξει σε μια κατά προσέγγιση ποσοτικοποίηση της εθνοτικής προέλευσης των επωνύμων: 44,85% αρβανίτικης ρίζας, 43,64% ελληνικής ρίζας, 6, 67% τουρκικής ρίζας και 4,84% λατινικής ρίζας (σ.579). Επομένως, οι «δηλωτικές ονομασίες» επιτρέπουν, μεταξύ άλλων, την ανάδειξη της πολιτισμικής ώσμωσης η οποία συντελέστηκε στην περιοχή.
Σημαντικά είναι και τα στοιχεία που καταγράφονται από την ερευνήτρια για κάθε κατηγορία χαρακτηριστικών όπως, για παράδειγμα, τα επαγγελματικά.
Σ’ εκείνα με ελληνική ρίζα βρίσκουμε επώνυμα όπως: Νόνης (πιθανώς ο ιδιοκτήτης βάρκας ή πλοίου, αρχαιοελληνικό «νω» + «ναυς»), Κρεμύδας (καλλιεργητής κρεμυδιών), Καπέλας (ταβερνιάρης, παντοπώλης).
Με αρβανίτικη ρίζα: Ρογκοβίλας (φύλακας βοσκοτόπου ή αιγοπροβάτων, «ρογγ»-βοσκότοπος + «βίλας/βίγλας» – φρουρός), Βαρδαμάσκος [μάστορας, «var» (σηκώνω, παραμερίζω) + «dam-i» (βλάβη, ζημιά)], Μπότσης [«botse-a» (μποτίλια, βαρέλι)].
Με τουρκική ρίζα: Χατζησταύρου (προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, «haci»), Τουτουτζής (καλλιεργητής καπνού, «tutun» + «ci»), Τσιρτσίκος (ναυτικός ή πλανόδιος πωλητής, «zirtçi» ή «çerçi»).
Με λατινική ρίζα: Πασαλάρης (κατασκευαστής πασσάλων, «pasalaro»), Σαλαμούρης (συντηρητής τροφίμων, «salamora»), Φωστίνης (ξυλοκόπος, «fostini»).
Το Κρανίδι αποτελεί για την Αργολίδα ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά της κέντρα ιδιαίτερα χάρη στην εμπορική ναυσιπλοΐα. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά σημεία καθώς τα βυζαντινά του και γενικότερα χριστιανικά μνημεία είναι πολλά και σημαντικά. Η ονοματολογική έρευνα της Μ. Τσιρτσίκου συμπληρώνει ένα άγνωστο μέχρι σήμερα πεδίο της τοπικής ιστορίας, επιτρέποντας την καλύτερη κατανόηση της κοινωνικής συγκρότησης και εξέλιξης καθώς και της ανθρωπολογικής σύστασης της τοπικής κοινωνίας. Ενισχύει παράλληλα, την επιστημονική προσέγγιση των τοπικών κοινωνιών με τη μεθοδολογία της καταγραφής και ανάλυσης των «δηλωτικών ονομάτων» γεγονός που εμπλουτίζει τόσο το επιστημονικό πεδίο, όσο και τις γνώσεις μας για τις τοπικές κοινωνίες.
Διαβάστε την ανακοίνωση της Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου στον σύνδεσμο: Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)
Υποσημειώσεις
[1] Η έρευνα περιλαμβάνεται στον 25ο τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας στις σελίδες 565-582.
[2] Στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, αναφέρεται ως «το όνομα που δηλώνει πρόσωπο (κύριο, επώνυμο, ψευδώνυμο, κλπ, κατ’ αντιδιαστολή με το τοπωνύμιο που δηλώνει τόπο. Η σύνδεση των δυο είναι βεβαίως προφανής καθώς από το ανθρωπωνύμιο προέρχεται, στις περισσότερες περιπτώσεις το τοπωνύμιο. Στο ίδιο λεξικό σημειώνεται εξάλλου ο όρος «ανθρωπωνυμικό», δηλαδή εκείνο που σχετίζεται με τα ονόματα ανθρώπων: γρηγοριανός, καποδιστριακός, κολοκοτρωνέικος, κ.ά. (2002, σ. 190).
[3] Θέλοντας να δώσω έμφαση στη σημασία που αποδίδεται στους ερευνητικούς τομείς της «Ονοματολογίας» επέλεξα, ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα, εκείνο του Πανεπιστημίου της Αλγερίας Abderrahmane Mira of Béjaïa. Η αντιγραφή προέρχεται από το σχετικό πανεπιστημιακό βοήθημα του μαθήματος το οποίο διδάσκεται στη Σχολή Γραμμάτων και Γλωσσών, στο Τμήμα Γαλλικών (https://elearning.univ-bejaia.dz/course/view.php?id=16579).
[4] Stephan Ladislaus Endlicher (1804-1849). O κατάλογος περιλαμβάνει είκοσι επτά (27) κελτικούς όρους (τοπωνύμια, οικογενειακά ονόματα, κ.ά.), οργανωμένους σε δέκα οκτώ γραμμές και μεταφρασμένους στα λατινικά. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο το οποίο φυλάσσεται στην Βιέννη, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας είναι του 8ου αιώνα, αλλά οι επιστήμονες θεωρούν πως το πρωτότυπο ή τα αρχικά χειρόγραφα είναι της Μεροβίγγειας περιόδου, δηλαδή του 5ου αιώνα μ.Χ. Σ’ αυτό συνηγορούν και αντίστοιχα χειρόγραφα που διατηρούνται στις πόλεις Albi, Παρίσι, Fribourg και Φλωρεντία και τα οποία συμπληρώνουν το συγκεκριμένο χειρόγραφο.
[5] Ένα από τα σημαντικότερα έργα το οποίο εξετάζει την πορεία της ιστορικής γλωσσολογίας και τα βασικά ζητήματα της θεματολογίας της είναι εκείνο της April M. S. McMahon «Ιστορική Γλωσσολογία. Η θεωρία της γλωσσικής μεταβολής», το οποίο διδάσκεται και στα ελληνικά Πανεπιστήμια.
[6] Άλλα κείμενα της Επετηρίδας είναι: Γεώργιος Κορναράκης, Αμαριανό (ς) Μιδέας Αργολίδος, Αμαριανό Πεδιάδος Κρήτης, Αμάρι Ρεθύμνου και η ονοματολογική τους σχέση (σ.σ. 213-232). Μαγδαληνή Κωνσταντινίδου, Συμβολή στην ονοματολογία της ορεινής Αρκαδίας. Τα τοπωνύμια του χωριού Ροεινόν Τριπόλεως, (σ.σ. 269 – 296).
[7] Η Μαρίνα Σπ. Τσιρτσίκου είναι Ιστορικός, υπ. Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάζεται στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. Έχει παρουσιάσει ήδη αρκετές έρευνες σε επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες, ενώ είναι έντονη και δημιουργική η παρουσία της στα πολιτιστικά δρώμενα της Αργολίδας και ιδιαίτερα της Ερμιονίδας απ’ όπου κατάγεται. Ενδεικτικά αναφέρω τις μελέτες: Στρατιωτικό Εργοστάσιο Ένδυσης-Υπόδησης (700ΣΕ) στον Πειραιά. Ανθρώπινο δυναμικό και οργάνωση της παραγωγής (1950-1999), Συμβολή στην Ιστορία του Κρανιδιώτη αγωνιστή Αρσένιου Κρέστα- Παπαρσένη (1770-1822), σε συνεργασία με το Λαογραφικό Κέντρο Κρανιδίου.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Βραχιονίδου, Μ., Γεωργιάδης, Γ., Σέργης, Μ., Τζαβάρας, Ξ. (2024). Ονοματολογικά Πελοποννήσου. Ονόματα. Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας. Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Ονοματολογικού Συνεδρίου (25): Αύγουστος, 28-30, 2023, Ανδρίτσαινα (Ηλεία).
- Cody, Ch. A. (1987). « There was no «Absolom» on the Ball Plantations : Slave-naming practices in the South Carolina Low Country, 1720-1865 ». American Historical Review, 92, p.p. 563-596.
- Davis, P.A. (1968). Soviet Russian Given Names. Names, 16, p.p. 95-104.
- Fabre, P. (1987). Théorie du nom propre et recherche onomastique. Cahiers de praxématique, 8 | 1987, document 1. URL : DOI : https://doi.org/10.4000/ praxematique.1383
- Grimaud, M. (1991). Les onomastiques. Champs, méthodes et perspectives (suite et fin). II – État des lieux . In: Nouvelle revue d’onomastique, n°17-18, pp. 9-24; doi : https://doi.org/10.3406/onoma.1991.1085.
- Μπαμπινιώτης, Γ. (2006). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Β’ έκδοση.
- Μπαρδάκης, Θ. (2023). Σημειωτική της ονοματολογίας σε κείμενα μαζικής κουλτούρας. Η περίπτωση των κύριων ονομάτων στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ. Φιλοσοφική Σχολή. https://ikee.lib.auth.gr/record/350671
- Ντίνας, Κ. (2004). Η γλωσσική–κοινωνική ετερότητα και η ονοματολογία: μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση των κοζανίτικων επωνύμων.
- Olivier, Y. (2006). Morceaux Choisis. Versailles.
- Πούχνερ Β. (2023). Ονόματα που μιλούν: Η δηλωτική χρήση της ονοματολογίας στη νεοελληνική δραματουργία. Θεάτρου Πόλις. Διεπιστημονικό περιοδικό για το θέατρο και τις τέχνες, 10–18. ανακτήθηκε από https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ theatrepolis/article/view/34539
- Γιαννουλοπούλου, Γ., Φλιατούρας, Α. (2024). Τα καστρωνύμια της Πελοποννήσου: μια γλωσσολογική ανάλυση. Ονοματολογικά Πελοποννήσου. Ονόματα. Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας. σ.σ. 119-130. Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Ονοματολογικού Συνεδρίου (25): Αύγουστος, 28-30, 2023, Ανδρίτσαινα (Ηλεία).
Γεώργιος Η. Κόνδης
Κοινωνιολόγος, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.









Σχολιάστε