Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Οροφυλακή’

Εκατό χρόνια «Στο Κλαρί»: Το ληστρικό φαινόμενο στο Ελληνικό Κράτος – Βασίλης Κ. Γούναρης, Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ


 

Είναι αδύνατον να συνεισφέρει κανείς πρωτότυπα επιχειρήματα στη μελέτη του ληστρικού φαινομένου στην ελληνική επικράτεια. Μολονότι θα μπορούσαν να γίνουν – και γίνονται – ακόμη πολλές μελέτες περίπτωσης, εστιασμένες στη δράση ληστών ή συμμοριών, οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες του φαινομένου έχουν ήδη περιγραφεί περισσότερο από όλους από τον Γιάννη Κολιόπουλο, με τις δύο μονογραφίες του, οι οποίες και χρησιμοποιούνται εκτενώς στην επισκόπηση αυτή.[1]

Η ληστεία είναι διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο, που στον ελληνικό χώρο είχε τη δική του ιστορία. Η διαχρονικότητά του βοήθησε την ένταξή του στο ελληνικό εθνικό ιστορικό αφήγημα, γιατί εξυπηρετούσε και ιδεολογικούς και πρακτικούς λόγους. Οι ιδεολογικοί αφορούσαν την κληρονομιά της «κλεφτουργιάς» της Τουρκοκρατίας και την εμπλοκή της στα προεπαναστατικά κινήματα και στην Επανάσταση του 1821. Εξαγιασμένη εκ του αποτελέσματος και λεκτικά αποκαθαρμένη από το άχθος της ληστείας, η μνήμη της «κλεφτουργιάς» κληροδοτήθηκε και διαδόθηκε μέσω των σχολικών βιβλίων και της πεζογραφίας. Ακόμη διαδίδεται. Χρησιμοποιήθηκε ευκολότατα ως ιδεολογικό άλλοθι, ηθικό πλεονέκτημα και μέθοδος παραπλάνησης από γενεές ληστών και ανταρτών κάθε είδους.[2]

 

Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη.

 

Θα αποκαλούσα τη μνήμη αυτή ως την ακαταμάχητη «γοητεία της φουστανέλας», μια παράδοση τόσο σαγηνευτική, ώστε ηθελημένα ταυτίστηκε και τυποποίησε την ελληνική πολεμική αρετή. Φυσικά δεν ήταν μόνον η ένδυση που γοήτευε αλλά και η συνολική ιδεολογία του παλικαρισμού, ως αιώνιας έκφρασης της αντίστασης και της περιφρόνησης των Ελλήνων προς κάθε είδους καθεστωτικές, κοινωνικές, πολιτικές, νομικές συμβάσεις και περιορισμούς που παραβιάζουν ό,τι – αυθαίρετα – εκλαμβάνεται ως φυσικό δίκαιο.[3]

Το πρακτικό μέρος της ένταξης στο ελληνικό ιστορικό αφήγημα αφορούσε την ανταμοιβή και την αποκατάσταση όλων των ενόπλων που είχαν δραστηριοποιηθεί κατά την επαναστατική περίοδο: οι άτακτοι πολεμιστές του ’21 και όσοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους τον επόμενο αιώνα δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να μείνουν στο περιθώριο ούτε της ιστορίας, ούτε της κοινωνικής πρόνοιας. Και δεν έμειναν βέβαια.[4] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Χωροφυλακή και Αστυνομία – Ιστορία και Εξέλιξη, 1821-1940 – Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος – Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Χωρίς αμφιβολία, το παραβατικό φαινόμενο της ληστείας κυριάρχησε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως περίπου τη δεκαετία του 1930, επηρεάζοντας καθοριστικά την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου βίου.[1] Παράλληλα, η πολιτική και η οικονομική αστάθεια, η οποία έπληξε τον ελληνικό πληθυσμό καθ’ όλον τον 19ο αιώνα και ο παραγκωνισμός των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 ενίσχυσαν τη δημιουργία επαναστατικών ληστανταρτικών ομάδων στις ορεινές, κυρίως, περιοχές.[2] Ομοίως, το αγροτικό ζήτημα, καθ’ όλον τον 19ο αιώνα αποτελούσε σημαντική αιτία δυσαρέσκειας για τον αγροτοποιμενικό πληθυσμό με αποτέλεσμα τη δημιουργία εργασιακών και οικονομικών, γενικότερα, προβλημάτων.[3]

Σε αυτό, λοιπόν, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, πρωταρχικό μέλημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από την εποχή του Καποδίστρια ήταν η διαμόρφωση των στοιχειωδών μηχανισμών ελέγχου και καταστολής. Άλλωστε, η οργάνωση του κρατικού μηχανισμού δεχόταν μια διαρκή αμφισβήτηση, καθώς ομάδες ένοπλων «παραπονούμενων» πολιτών, κυρίως στην αγροτική ενδοχώρα, πραγματοποιούσαν ληστείες ή κάποιες φορές και γενικευμένες τοπικές εξεγέρσεις.[4] Συνεπώς, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι κυβερνήσεις ανέπτυξαν μια διαρκή κατασταλτική πολιτική, η οποία εκδηλώθηκε με τη χρησιμοποίηση διωκτικών αρχών, δηλαδή τη δράση του στρατού, των μεταβατικών αποσπασμάτων, της Οροφυλακής, της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής.[5]

Προσεγγίζοντας αυτά τα σώματα ασφαλείας και ανιχνεύοντας τις στοχεύσεις τους, η απαρχή οργάνωσης της Αστυνομίας εντοπίζεται αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 με κύριο στόχο την τήρηση της έννομης τάξης και της ασφάλειας. Επισημαίνεται ότι από τη στιγμή αυτή και εξής εξελίσσεται η διαδοχική και σταθερή συγκρότηση ή ενίοτε και ο μετασχηματισμός των συγκεκριμένων σωμάτων, καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, διακρίνοντας από πλευράς κράτους την αποφασιστική θέληση για εδραίωση των διωκτικών αρχών.

Προσωπογραφία του Αναστασίου Τσαμαδού, ελαιογραφία σε μουσαμά του Διονυσίου Τσόκου, 1860. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Έτσι, τον Μάιο του 1821 η Πελοποννησιακή Γερουσία ανέθεσε στους τοπικούς εφόρους των επαρχιών της αστυνομικά καθήκοντα και τους παραχώρησε το δικαίωμα της εκδίκασης και της τιμωρίας πταισματικών ποινικών παραβάσεων. Ταυτόχρονα, ο Άρειος Πάγος, τον Νοέμβριο του 1821 εγκατέστησε σε όλες τις επαρχίες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας τους «προεστώτες» με καθήκοντα ευρείας αστυνομικής εξουσίας, ενώ ανάλογες αρμοδιότητες, την ίδια περίοδο, δόθηκαν και από τον οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στους εφόρους των επαρχιών.[6] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει, κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης και η σύσταση της Αστυνομίας της Ύδρας, μετά από πρωτοβουλία των καραβοκύρηδων του νησιού και ανάλογη εισήγηση του Αναστάσιου Τσαμαδού. Το συγκεκριμένο αστυνομικό σώμα, πέραν των γενικών καθηκόντων ασφάλειας, διέθετε και τομέα αντικατασκοπείας, το οποίο στόχευε στην παρακολούθηση των ξένων που έφθαναν στο νησί.[7]

Ακολούθως, η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, σύστησε ειδικό Υπουργείο, το Μινιστέριο της Αστυνομίας με σκοπό τη διαφύλαξη της τάξης και της ασφάλειας του επαναστατημένου ή απελεύθερου τόπου και κατ’ αναλογία διόρισε σε κάθε επαρχία ειδικό υπάλληλο για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης, τον λεγόμενο «αστυνόμο».[8] (περισσότερα…)

Read Full Post »