Θέατρο Σκιών – Καραγκιοζοπαίχτες
Το θέατρο Σκιών στην Ελλάδα
Το θέατρο σκιών ήταν το επικρατέστερο θέατρο στη χώρα μας για πολλά χρόνια. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη ήταν το 1841 στην εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη». Η ίδια εφημερίδα στις 9 Φεβρουαρίου 1852 αφιέρωσε ολόκληρη στήλη για μια παράσταση του «ανατολικού θεάτρου», με θέμα τους γάμους του Καραγκιόζη, που δόθηκε στην περιοχή της Πλάκας, κοντά στο Τολό. Δεν μνημονεύεται το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη.
Η προέλευση του θεάτρου Σκιών
Παρά τις διαφορετικές απόψεις για τον τόπο και το χρόνο γέννησης του θεάτρου σκιών και παρά τους σχετικούς εντυπωσιακούς θρύλους, οι μελετητές υποστηρίζουν γενικά ότι έχει ασιατική προέλευση και πως γεννήθηκε στην Κίνα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξή του εντοπίζονται σε κινέζικη εγκυκλοπαίδεια του 1000 μ.Χ. Πιστεύεται ότι η γέννησή του οφείλεται στο γεγονός ότι τη μακρινή εκείνη εποχή οι Κινέζοι κάλυπταν τα παράθυρα τους με χαρτί και τα βράδια, καθώς φωτιζόταν το εσωτερικό των σπιτιών, οι σκιές των ενοίκων χάριζαν στους περαστικούς ένα όμορφο θέαμα, που έμοιαζε με ονειρική οπτασία.
Πάντως, η λέξη Καραγκιόζης είναι τούρκικη και σημαίνει μαυρομάτης. Σύμφωνα με κάποιον θρύλο από τους πολλούς που αναφέρονται στη γέννηση του πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών, ένας Υδραίος ονόματι Μαυρομάτης, προερχόμενος από την Κίνα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πόλη και προσάρμοσε τη ζωή του και το θέατρο του στα ήθη των Τούρκων και ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ. Κάποιες πληροφορίες θέλουν βοηθό του τον Γιάννη Μπράχαλη, ο οποίος μετέφερε το θέατρο σκιών στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός Καραγκιόζης στην αρχή τουρκόφερνε έντονα. Στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση. Το κοινό προτιμούσε το ευρωπαϊκό θέατρο και κάποια εποχή ο Καραγκιόζης κόντεψε να σβήσει από την αδιαφορία και τις επιθέσεις. Αλλά από το 1880 και μετά, το θέατρο σκιών γίνεται σταδιακά αγαπητό, πρώτα στην Πάτρα και αργότερα στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα, αφού πρώτα ο Καραγκιόζης απέβαλε τα ενοχλητικά στοιχεία και έγινε ένας γνήσιος λαϊκός «ρωμιός».
Ιδιαίτερα αποφασιστική ήταν η συμβολή του θρυλικού καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Σαρντούνη στην Πάτρα, τον οποίο αποκαλούσαν Μίμαρο από την ικανότητά του στη μιμική τέχνη. Ο Μίμαρος με τη δύναμη της μιμικής του και με τη δημιουργία νέων τύπων και νέων παραστάσεων, όπου ο εξελληνισμένος πια Καραγκιόζης άγγιζε τις ψυχές του κοινού, έδωσε νέα μορφή και νέα πνοή στο ελληνικό θέατρο σκιών. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η αφετηρία για τον δημοφιλή Καραγκιόζη ήταν η Πάτρα.
Ο Καραγκιόζης έγινε λαοφιλής στα επιδέξια χέρια του Μίμαρου, του Θοδωρέλλου, του Ρούλια, του Μέμου, του Μόλλα, του Χαρίδημου, του Μανωλόπουλου. Αργότερα, το 1924, ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών με 120 μέλη. Πολλοί από τους ιδρυτές ήταν μαθητές του Μίμαρου, του Ρούλια και του Μέμου. Ένας από τους ιδρυτές του Σωματείου ήταν και ο πολύ γνωστός καλλιτέχνης του θεάτρου σκιών Σωτήριος Σπαθάρης.
Ο Καραγκιόζης, αφού καθαρίστηκε από τα στοιχεία του αντίστοιχου τούρκικου θεάτρου σκιών, άντλησε θέματα από τους ελληνικούς μύθους και από τα δημοτικά μας τραγούδια και έγινε πρωτοπόρος στη δημιουργία της ελληνικής κωμωδίας. Πολλές κωμωδίες, όπως «Ο Καραγκιόζης φούρναρης», «Ο Καραγκιόζης γιατρός», «Οι αρραβώνες του Καραγκιόζη» και πολλές άλλες αγαπήθηκαν πολύ και με αυτές θυμούνται πολλοί το θέατρο σκιών. Όμως, δεν ήταν μικρή η προτίμηση του εν λόγω θεάτρου και σε θέματα ιστορικού ή πατριωτικού περιεχομένου, τα οποία εμπνέονταν οι καλλιτέχνες από το έπος του ’21, από τους βαλκανικούς πολέμους, από τον Α’ και Β’ παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή ή από τις περιόδους κατάλυσης της δημοκρατίας (δικτατορίες).
Οι εποποιίες του καπετάν Γκρη, του Κατσαντώνη, η θυσία του Αθανασίου Διάκου, ο Γέρος του Μοριά, η αντίσταση του Γκούρα στην Ακρόπολη ήταν θέματα που αγαπήθηκαν πολύ· και σε κάποιες δύσκολες εθνικές στιγμές αναζωπύρωναν την ελπίδα για καλύτερη μοίρα του έθνους, μια και ο θρυλικός Καραγκιόζης κατόρθωνε πάντα να επιβιώνει μέσα από τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα.
Άλλοτε, πάλι, σε ειρηνικές περιόδους, το θέατρο σκιών σχολίαζε και συμμεριζόταν τα προβλήματα και τα αιτήματα του λαού και αναπτυσσόταν μια σχέση αγάπης και αφοσίωσης του κοινού προς τους καλλιτέχνες. Ένας σκληρός ανταγωνιστής του θεάτρου σκιών ήταν ο κινηματογράφος. Ιδιαίτερα, με την εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης πέρασε μεγάλη κρίση. Ωστόσο, η επίπονη προσπάθεια του ανεπανάληπτου Ευγένιου Σπαθάρη έδωσε μια τελευταία αναλαμπή στο λαϊκό θέαμα.
Σήμερα η παράδοση του θεάτρου σκιών συνεχίζεται με ενδιαφέρον από διάφορους παίκτες σ’ όλη την Ελλάδα, οι οποίοι παίζουν κυρίως για τα παιδιά. Συνήθως διοργανώνονται παραστάσεις από διάφορους φορείς ή από τους Δήμους, σε μια προσπάθεια να μείνει ζωντανό το θέατρο σκιών σαν μια πολύτιμη κληρονομιά, μια και πάντοτε συγκινούσε και οι μεγαλύτεροι το αναπολούν με νοσταλγία.
Το θέατρο Σκιών στο Άργος
Οι πληροφορίες μας για το θέατρο Σκιών στο Άργος ξεκινάνε από το τέλος της δεκαετίας 1920. Εκείνη την εποχή φαίνεται πως δίδονταν παραστάσεις στον περίβολο του καφενείου «Ηραίον» από πλανόδιους καραγκιοζοπαίκτες, οι οποίοι έρχονταν από άλλα μέρη και κυρίως από την Αθήνα. Υπήρχαν, όμως κι άλλοι υπαίθριοι χώροι, όπως η πλατεία του Αγίου Πέτρου.
Οι καραγκιοζοπαίκτες έστηναν σε μιαν άκρη τον μπερντέ τους, μία λευκή οθόνη, όπου προβάλλονταν οι φιγούρες της παράστασης, τα παιδιά κάθονταν χάμω σταυροπόδι, ενώ οι μεγάλοι έμεναν συνήθως όρθιοι. Στη μέση της παράστασης, την ώρα του διαλείμματος, ο καραγκιοζοπαίκτης ή ο βοηθός του περιέφερε δίσκο και οι φιλοθεάμονες έριχναν τον οβολό τους.
Επίσης, παραστάσεις δίδονταν και στο παρκινγκ, δίπλα από το ξενοδοχείο «Παλλάδιον» (Βασ. Σοφίας), όπου κάποτε είχε το πεταλωτήριό του ο αλμπάνης Γιάννης Χαβιαρλής. Μνημονεύεται κάποιος Αθηναίος καλλιτέχνης, ονόματι Αγιομαυρίτης, ο οποίος έπαιζε εκεί τους θερινούς μήνες (δεκαετία 1950), ενώ το χειμώνα έστηνε τον μπερντέ του στο καφενείο του μπαρμπα-Σταύρου Παπαδάτου στο Σιταροπάζαρο.
Ακόμη, ο ονομαστός Αντώνης Μόλλας (1872-1949) είχε παίξει στα «σκαλάκια» κάποτε, δηλαδή στο αρχαίο θέατρο Άργους, στις αρχές του 20ου αι., όπως θυμάται ο Γιώργος Τσατσούλης από τις διηγήσεις του πατέρα του. Αλλά φαίνεται πως στη μνήμη πολλών Αργείων έχει μείνει περισσότερο ο Μήτσος Πίτσικας, ένας φτωχός μικρασιάτης πρόσφυγας, ο οποίος έμενε στο Συνοικισμό και έπαιζε σε μια μάντρα στην οδό Τριπόλεως.
Η κ. Γιαννούλα θυμάται πως κάποτε είχε παρακολουθήσει παράστασή του και στην αίθουσα του Μπουσουλοπούλειου. Το σχολείο αυτό εγκαινιάστηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1939. Ο Πίτσικας ήταν πολύ αξιόλογος καλλιτέχνης και έκανε πολλές εξορμήσεις και εκτός Αργολίδας. Έφτανε μέχρι και στην Καλαμάτα. Συνήθιζε, όπως άλλωστε και όλοι οι καλλιτέχνες του είδους, να έχει και κάποιον οργανοπαίκτη για μουσική (κλαρίνο, βιολί ή ούτι, το γνωστό μικρασιάτικο όργανο, που μοιάζει με λαούτο), όχι όμως ορχήστρα με δύο ή τρία μουσικά όργανα, όπως συνηθιζόταν.
Ας σημειωθεί εδώ παρεμπιπτόντως ότι έργα με συνήθη διάρκεια μιας ώρας, διαρκούσαν δύο και δυόμισι ώρες με τη μουσική και τα τραγούδια (τσάμικα, ρεμπέτικα ή καντάδες, ανάλογα με την παράσταση). Καμιά φορά, μάλιστα, ορισμένοι μερακλώνονταν, χόρευαν και γινόταν σωστό λαϊκό γλέντι. Το θεματολόγιο των παραστάσεων ήταν εκλεκτό. Τα έργα είτε ήταν εθνικού περιεχομένου και αναφέρονταν συνήθως στο έπος του ’21, είτε ήταν ξεκαρδιστικές κωμωδίες (Ο Καραγκιόζης φούρναρης ή ταυρομάχος ή βασιλιάς!) «Ποτέ όμως δεν αναφέρονταν οι παραστάσεις στην κατοχή ή στον εμφύλιο», μας είπε ο Γιώργος Τσατσούλης, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε, καθώς και τη σύζυγό του κ. Γιαννούλα για τις εύστοχες παρεμβάσεις της.
Πηγή
-
Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010
Σχολιάστε